Ῥωμανὸς ὁ Μελωδός - Ὕμνος ΛΓ´
Μετάφραση: Νίκος Καροῦζος,
ἀπὸ τὸ περιοδικὸ Ἐποπτεία, τεῦχος 15, 1977
| Ἔνθρονος ἀπάνω στὰ οὐρανόθρεφτα, τὰ ἡλιοφόρα πλάτη καὶ ἐπὶ γῆς ἀπέριττος ἀπάνω σ᾿ ἕνα γαϊδαράκο, ἐσὺ Χριστέ μου ὁ Θεὸς ὁ ἔνσαρκος, δεχόσουνα μαβιὰ δοξολογήματα νηπίων καὶ ἀγγέλων: Εὐλογημένος ὦ ἐσὺ ποὺ ἔρχεσαι στὴν ἀρχαία δόξα του τὸν Ἀδὰμ νὰ ἐπαναφέρεις. |
| α. Ὄντας αὐτὸς ποὺ τὸ θάνατο τὸν ἔδεσες πίστομα καὶ τὸν Ἅδη τὸ λαίμαργο ὁποὔχεις νεκρώσει στὸν κόσμο λουλουδιάζοντας ἀνάσταση, τὰ νήπια βαγιόκλαδα ἀνεμίζοντας, τὰ νήπια, Χριστὲ ἐσένα ἀνυμνοῦσαν ἀκόρεστα ὡς φορέα ὑπέρτατης νίκης πνευματικῆς κραυγάζοντας σήμερα «Ὡσαννὰ στὸν ὑπαίθριο υἱὸ τοῦ Δαυίδ»· ἄλλη δὲ θάρθει, λέγασι, μαυρίλα μας ὁποὺ νὰν τὰ χαλάσουν τόσα σμήνη ἀπὸ βρέφη γυρεύοντας τὸ βρέφος τῆς Μαρίας νὰ ἀφανίσουν, ἀφοῦ ἐσὺ σταυρώνεσαι ὁ μέγας ἔρημος γιὰ ὅλους τοὺς κακόμοιρους ἀνθρώπους ἀπ᾿ τῶν βρεφῶν ἀρχίζοντας τὴν ἔμορφη τὴ ζήση μέχρι τοὺς ξεκρέμαστους γερόντους· σπαθὶ κανένα δέ μας πιάνει τώρα πιά, γιατί ἡ λόγχη θὰ στομώσει στὴν πλευρά σου· γι᾿ αὐτὸ κ᾿ ἐμεῖς ἀγαλλιώντας ψάλλουμε: Εὐλογημένος ὦ ἐσὺ ποὺ ἔρχεσαι στὴν ἀρχαία δόξα του τὸν Ἀδὰμ νὰ ἐπαναφέρεις. |
| β. Ἰδοὺ τοῦ πνεύματος ὁ ἡγεμόνας ὁ ἡσύχιος καὶ πράος, καβάλα σ᾿ ἕνα γαϊδαράκο φτάνει ὁλοπρόθυμα νὰ πάθει καὶ τὰ πάθη νὰ νεκρώσει. Ὁ Λόγος ὁ προαιώνιος ποὺ φτάνει μὲ τὴν Ἄνοιξη καβάλα σ᾿ ἕνα ἄλογο πλάσμα λαχταρώντας τῶν λογικῶν πλασμάτων τὴν ἀπολύτρωση· παράξενο ποὺ ἤτανε νὰ βλέπεις ἀπάνω στοῦ φτωχούλη γαϊδαράκου τὴν ἀθώα ράχη ἐκεῖνον ποὺ φέρεται στοὺς χρυσίζοντες ὤμους τῶν αἰθέριων Χερουβίμ, ἐκεῖνον ὅπου ὕψωσε κάποτε στὸν οὐρανὸ ὡς ἡνίοχο θαύματος τὸν Ἠλία σ᾿ ἕνα περίλαμπρον ἅρμα ἀπὸ φωτιά· μ᾿ αὐτὸ τὸν τρόπο φτώχεψε τὴ θεϊκιά του δύναμη καὶ τιποτένιος φανερώθηκε ὁλότελα ὁ Κύριος τῶν Ὄντων ἐνθαρρύνοντας ὅλους τοὺς ἄμοιρους ὁποὺ φωνάζαν: Εὐλογημένος ὦ ἐσὺ ποὺ ἔρχεσαι στὴν ἀρχαία δόξα του τὸν Ἀδὰμ νὰ ἐπαναφέρεις. |
| γ. Συθέμελα σείστηκε ἡ πόλη Ἱερουσαλὴμ ὅπως κάποτε σεισμὸς μεγάλος ταρακούνησε τὴν Αἴγυπτο· καὶ ἐκεῖ σειστῆκαν τ᾿ ἄψυχα, μὰ ἐδῶ σειστῆκαν οἱ ἀνθρῶποι μὲ τὸ δικό σου φτάσιμο· ὄχι βέβαια γιατί προκάλεσες ὡς ταραξίας τὴν ἔξαψη, ἐσὺ φυτεύεις πάντα τὴν εἰρήνη, ἀλλὰ γιατὶ τὶς ἄτιμες τῶν υἱῶν τοῦ σκότους μηχανὲς ξέρεις ἐσὺ ὁ Θαλερὸς τοῦ Σύμπαντος νὰ ἐξουδετερώνεις, διώχνοντας ὅλους τοὺς κακοὺς ἀπ᾿ ὅπου κι ἂν τοὺς ἀπαντήσεις, καθὼς εἶσαι ὁ ὑπέρτατος Κύριος τοῦ χώρου καὶ τοῦ χρόνου· εἶναι πεσμένα ἀπὸ παλιὰ στὴν ἄκαρπη σιγὴ τὰ εἴδωλα τοῦ σκότους, τὴν ὥρα τούτη ὅσοι τὰ λατρεύουν κλυδωνίζονται, ὅπως ἀκοῦνε τῶν θεάρεστων νηπίων τὶς ἑόρτιες φωνές: Εὐλογημένος ὦ ἐσὺ ποὺ ἔρχεσαι στὴν ἀρχαία δόξα του τὸν Ἀδὰμ νὰ ἐπαναφέρεις. |
| δ. «Ποιὸς εἶν᾿ ἐτοῦτος;» ἔλεγαν ἐκεῖνοι ποὺ παρασταῖναν ἀφειδώλευτα πὼς δὲ σὲ ξέρουν· λὲς καὶ δὲν εἶχαν γνώση οἱ μισόθεοι ποιὸς ἤτανε τοῦ ἀστραπόλαλου προπάτορα Δαυὶδ ὁ ἄχραντος υἱός, ὁ πράος κατιόντας, ὁποὺ συλλήβδην ἀπ᾿ τοῦ μαύρου χάροντα τοὺς ἔσωσε τ᾿ ἁρπάγια. Εἶναι νωπὸς ἀκόμη βγαίνοντας ὁ Λάζαρος ἀπ᾿ τ᾿ ἄσπρα σάβανά του κι ὅμως ποτὲ δὲν τόμαθαν αὐτοί, δὲν ξέρουν ποιὸς τὸν ἔχει ἐγείρει· ὁ πόνος δὲν τοὺς ἔπαψε στοὺς ὤμους τους ἐκείνων ὁποὺ βαστῆξαν ἀσηκώνοντας τὸ γυιὸ τῆς χήρας κι ὅμως δὲν εἶδαν τάχα ποιὸς τὸν ἅρπαξε ἀπ᾿ τῆς θανῆς τὴ μέγγενη· τὸ δράμα τοῦ Ἰάειρου πατέρα, τὴν αὐλή, δὲν ἄφησαν ὀπίσω τους ἀκόμη τοῦτοι κι ὅμως τὴν πεθαμένη νιά, τὴν κόρη, ποιὸς τὴ γιόμισε ζωὴ καὶ πάλι δὲν τὸ βλέπουν· ὡστόσο τοῦτα τἄζησαν αὐτόπτες πλὴν τοὺς λείπει ἡ ξαστεριὰ τῆς ἄκακης καρδιᾶς γιὰ νὰ φωνάξουν: Εὐλογημένος ὦ ἐσὺ ποὺ ἔρχεσαι στὴν ἀρχαία δόξα του τὸν Ἀδὰμ νὰ ἐπαναφέρεις. |
| ε. Ἀχάριστοι στὸν πλάστη τους ποὺ δείχτηκαν οἱ ἄνομοι, τῆς ἄγνοιας ντυθῆκαν τὴν ὑποκρισία σὰν τάχα νὰ μὴν ἤξεραν ἐκεῖνον ὁποὺ σκόπευαν ἀδίσταχτα νὰ χαντακώσουν· α, βέβαια, δὲν ἤξεραν οἱ μαῦροι γυιοὶ τοῦ ψεύδους... Διόλου παράξενο μ᾿ αὐτούς, ὁποὺ τὴν ὡς τώρα τὴ γηραιὰ τὴν ὕβρη τους ἀνακαινίζουν· ἂς θυμηθοῦμε πὼς ὅταν ὁ θεολάλητος Μωυσῆς τοὺς ἐξασφάλισε τὴν ἔξοδο ἀπ᾿ τὴν Αἴγυπτο, μὲ πίκρες καὶ μὲ βάσανα τὸ νόστο στὴν κοιτίδα ὁδηγώντας, οἰκτρὰ περιφρονήθηκε ἀπὸ δαύτους, ὡς τώρα κι ὁ Χριστός, ποὺ ἀπ᾿ τὸ θάνατο τοὺς ἔσωσε γιὰ πάντα, καταφρονήθηκε φρικτὰ σήμερις ἀπ᾿ τοὺς ἴδιους· τὸ Μωυσῆ ἀρνήθηκαν οἱ λατρευτὲς τοῦ μόσχου καὶ τῆς ὕλης, τὸν Ἰησοῦ ἀρνήθηκαν οἱ φίλοι τοῦ Βελίαρ· αὐτοὶ λοιπὸν δὲν ἤθελαν στὰ ὕψη νὰ βοήσουν: Εὐλογημένος ὦ ἐσὺ ποὺ ἔρχεσαι στὴν ἀρχαία δόξα του τὸν Ἀδὰμ νὰ ἐπαναφέρεις. |
| στ. Τὰ βρέφη βάγια σείοντας υἱὸ σὲ τραγουδοῦσαν, υἱὸ Δαυὶδ σὲ φώναζαν, υἱὸ σὲ καρτεροῦσαν· εὔλογη τούτη ἡ φρενίτιδα Κύριε! Εἶσαι ἐσὺ ὁποὺ τοῦ νοητοῦ Γολιὰθ ἀχρήστεψες τὸ ὄνειδος, τοῦ χάρου τὴ γιγάντιαν ἁρπάγη· κείνου γυναῖκες χορευτά, τοῦ πρόγονου, τὰ νικητήρια ψάλλαν: «Σαοὺλ χιλιάδες χάλασε, μὰ ὁ Δαυὶδ μυριάδες». Ἔτσι ὁ Νόμος· ὓστερ᾿ ἀπ᾿ αὐτὸν ἡ χάρη ἡ δική σου Ἰησοῦ μου. Ὁ Νόμος ἤτανε Σαούλ, μὲ φθόνο καὶ σκληράδα ὁ διώκτης, ἀλλ᾿ ὁ Δαυὶδ τὴ χάρη σου βλασταίνει διωκόμενος· γιατί ἐσὺ τοῦ γίνηκες ἡ φώτιση κι ὁ δρόμος· Εὐλογημένος ὦ ἐσὺ ποὺ ἔρχεσαι στὴν ἀρχαία δόξα του τὸν Ἀδὰμ νὰ ἐπαναφέρεις. |
| ζ. Ἅρμα φωτὸς ὁ ἥλιος μας κι αὐτὸς διάκονός σου, ἀχτιδοβόλο ὄχημα τὸν οὐρανὸ φαιδρύνει, κυρίαρχος καὶ θερμουργὸς κι ὅμως κ᾿ ὑποταγμένος στοῦ πλάστη τὰ κελεύσματα, τὰ θεῖα μαθηματικά σου, κι ὡστόσο τώρα σ᾿ ἔτερψε ὁ παλιογαϊδαράκος; δόξα στὸ μέγα ἔλεος, δόξα στὴν ταπεινότη! Δὲν τὸ ξεχνῶ πὼς κάποτε τυλίχτηκες μὲ σπάργανα στὴ φάτνη καὶ τώρα νὰ λοιπὸν ἐσὺ τὸ θρόνο τ᾿ οὐρανοῦ ὁποὺ κατέχεις ἀπάνω στὸ φτωχούλικο κι ἀνήξερο πουλάρι μὲ λάμψη ἐποχήθηκες. Ἀναλογίες τραγουδῶ· τὴ φάτνη ἐκεῖ πέρα κυκλόφερναν οἱ ἄγγελοι μέσ᾿ τὰ μαλάματά τους, τὸ πουλαράκι οἱ ταπεινοί σου μαθητὲς ἐδῶ τὸ βάσταγαν ἀπ᾿ τὴ μουσούδα· «Δόξα» καὶ τότε ἄκουγες, «Δόξα» καὶ τώρα κράζουν: Εὐλογημένος ὦ ἐσὺ ποὺ ἔρχεσαι στὴν ἀρχαία δόξα του τὸν Ἀδὰμ νὰ ἐπαναφέρεις. |
| η. Τὴ δύναμή σου τὴ φανέρωνες μονάχα μὲ ταπεινοσύνη· μήγαρις ἤτανε καὶ τίποτ᾿ ἄλλο νὰ καθήσεις ἀπάνω στὸ φτωχούλη γαϊδαράκο; Κι ὅμως τὴν ἔσειξες ὁλάκερη τὴν Ἱερουσαλὴμ ὅπως ἂν ἔφτανες ἐκεῖ μὲ δόξα τυλιγμένος. Ἤτανε καὶ τῶν μαθητῶν σου τὰ ἱμάτια τὰ λαϊκὰ ποὺ δείχναν εὐλαβῆ ταπείνωση κι ἀληθινός σου θρίαμβος καὶ μυρωμένη δόξα ὁ ὕμνος τῶν παιδιῶν ὁ ἀναμάρτητος καὶ τῶν μαζῶν ἡ ἰαχὴ ἡ σύγκορμη καὶ οὐρανομήκης, ἡ ἰαχὴ τοῦ «Ὡσαννά» ὁποὺ σημαίνει: σῶσε μας ἐσὺ ὁ προαιώνιος κάτοικος τοῦ ὕψους, ἐσὺ ὁ δυσανάβατος, τοῦ κόσμου σῶσε ἐσὺ τοὺς ἀναρίθμητους καὶ καταφρονεμένους, κοιτάζοντας μὲ εὐμένεια τὴν ἐλπίδα μας, κι ἀπειράγαθος ὄντας ἐλέησέ μας, δόνησε τὰ σπλάγχνα σου γιὰ μᾶς τοὺς ἄμοιρους καθὼς ἐμεῖς δονοῦμε τὰ κλωνάρια τῶν βαγιῶνε στὸν ἀγέρα κραυγάζοντας: Εὐλογημένος ὦ ἐσὺ ποὺ ἔρχεσαι στὴν ἀρχαία δόξα του τὸν Ἀδὰμ νὰ ἐπαναφέρεις. |
| θ. Ἔχουμε νὰ ξοφλήσουμε τὸ χρέος ποὺ μᾶς ἄφησε κληρονομιὰ καταραμένη ὁ δύστυχος προπάτορας Ἀδάμ, τρώγοντας τὸν καρπὸ τὸν ὄχι του πρεπούμενο, κι ἀπὸ τότε εἴμαστε σύνολη ἡ ἀνθρωπότητα ὀφειλέτες· τοῦτο σημαίνει πὼς δὲν ἄρκεσε στὴ θεία βούληση ὁ πρωτόπλαστος ὀφειλέτης κι ὁ δανειστὴς ὁ παντοδύναμος τὸ χρέος τὸ γυρεύει κι ἀπ᾿ τοὺς ἀπογόνους, ἀδειάζοντας ὁλότελα τὸ σπίτι τοῦ χρεώστη, βγάζοντας ὅλους ἔξω ἀπὸ δαῦτο· γι᾿ αὐτό σου κράζουμε ὅλοι ὦ πανίσχυρε: «πάμφτωχοι εἴμαστε καὶ τὸ ξέρεις ὦ Ἅγιε, πλούσιος εἶσαι καὶ σβῆσε μας τὸ χρέος· Εὐλογημένος ὦ ἐσὺ ποὺ ἔρχεσαι στὴν ἀρχαία δόξα του τὸν Ἀδὰμ νὰ ἐπαναφέρεις. |
| ι. Ἔχεις ἔρθει στὴ σάρκα τὴν ἀνθρώπινη γιὰ τὴ σωτηρία μας καὶ μάρτυρας γι᾿ αὐτὸ ποὺ λέω ὁ προφήτης σου ὁ Ζαχαρίας, ὁ ποὺ σὲ ὀνόμασε κάποτε κορυφὴ τῆς πραότητας, κορυφὴ τῆς δικαιοσύνης καὶ τῆς σωτηρίας. Κουραστήκαμε, νικηθήκαμε καὶ εἴμαστε ἀπὸ παντοῦ διωγμένοι, πιστέψαμε πὼς ὁ Νόμος ἠθελάτανε ὁ μόνος λυτρωτής μας, μὰ ὁ ἴδιος αὐτὸς καὶ γιὰ καλὰ μᾶς ἔχει ὑποδουλώσει· ἀκόμη κ᾿ οἱ προφῆτες μας μονάχα τὴν ἐλπίδα μᾶς ἀφῆκαν· γι᾿ αὐτὸ κ᾿ ἐμεῖς στὰ γόνατα προσπέφτουμε μαζὶ μὲ τὰ ἀθώα νήπια καὶ σοῦ ζητοῦμε γοερὰ τὸ ἔλεος οἱ καταφρονεμένοι, δέξου γιὰ χάρη μας τὸ σταυρικό σου κι ἄδικο θάνατο καὶ σχίσε τὸ χειρόγραφο τοῦ χρέους· Εὐλογημένος ὦ ἐσὺ ποὺ ἔρχεσαι στὴν ἀρχαία δόξα του τὸν Ἀδὰμ νὰ ἐπαναφέρεις». |
| ια. «Ὢ πλάσμα τῆς παλάμης μου» ὁ πλάστης ἀποκρίθηκε σ᾿ αὐτοὺς ποὺ μὲ τέτοια λόγια τὸν ἱ |

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου