Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2014

ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ ΜΕ ΓΕΡΟΝΤΑ ΠΑΪΣΙΟ

ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ ΜΕ ΓΕΡΟΝΤΑ ΠΑΪΣΙΟ

γεροντας-παισιοςΣεβαστέ μου Γέροντα Θεόκλητε, ἅγιε Καθηγούμενε τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Ἀρσενίου τοῦ Καππαδόκου, καί μάλιστα κτήτορος αὐτῆς, τήν ὁποίαν Ἱερά Μονή ὁ ἴδιος ὁ μακαριστός Γέροντας Παΐσιος εὐλόγησε καί μέ τήν προσευχή του καί μέ τήν προσωπική του παρουσία πάλιν καί πολλάκις, καί, ὡς ἐκ τούτου, καί τότε καί πάντα εἴχατε καί ἔχετε τίς εὐλογίες του καί τίς εὐχές του.
Σεβαστέ μου ἅγιε Πρωτοσύγκελε τῆς θεοσώστου ταύτης καί ἱστορικῆς Μητροπόλεως Κονίτσης πάτερ Ἰωήλ, σεβαστοί μου πατέρες, σεβαστέ μου πάτερ Φώτιε καί πάτερ Ἀπόστολε, καί ἀγαπητοί ἐν Χριστῷ ἀδελφοί.
Ἡ συγκίνησίς μου εἶναι πάρα πολύ μεγάλη, καθ᾽ ὅτι ὁ Κύριος τῆς δόξης καί ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, παρορῶσα τό ἀπύθμενο πέλαγος τῶν προσωπικῶν μου ἁμαρτιῶν, μέ ἀξίωσε νά λειτουργήσω, ἤ, μᾶλλον, ὁ Χριστός λειτούργησε διά μέσου τῆς ἐμῆς ἐλεεινότητος, σ᾽ αὐτό τό ἱστορικό ἐξωκκλήσι τῆς Ἁγίας Βαρβάρας Κονίτσης – ἄλλωστε ἡ θεία Χάρις εἶναι ἐκείνη ἡ ὁποία τά ἀσθενῆ θεραπεύει καί τά ἐλλείποντα ἀναπληροῖ. Καί, περιττό νά εἴπω τί μεγάλη σημασία ἔχει καί πῶς συνδέεται ἡ ἐκκλησία αὐτή μέ τόν μακαριστό Γέροντα Παΐσιο, διότι, ξέρετε καλύτερα ἀπό μένα, πόσες καί πόσες φορές δέν ἐρχόταν ἐδῶ ἀπό μικρό παιδί, ἀλλά καί σάν μοναχός ἀργότερα καί προσηύχετο. Γιά ὅποιον ἔχει πνευματικές αἰσθήσεις, ἐδῶ, ἀκόμη καί οἱ πέτρες καί τά ντουβάρια καί ἡ σκόνη καί ὁ σοβᾶς, ἔχουν ἁγιασθῆ ἀπό τόν ἱδρῶτα, τήν ἀγωνία καί ἀπό τήν προσευχή τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος Παϊσίου.
Πόσα κρυφά, ἄγνωστα, ἀλλά καί πόσα γνωστά βιώματα, ἡ ὑπερχείλησις τῆς προσωπικῆς του πνευματικῆς δεξαμενῆς, δέν ἀπέκτησε σέ αὐτόν τόν ἱερό χῶρο. Ὅπως εἴπαμε, καί οἱ τοῖχοι εἶναι ἐμποτισμένοι μέ τόν πνευματικό ἱδρῶτα τοῦ Γέροντος. Ἀπό παντοῦ ἐκπέμπονται πνευματικές ἀτελείωτες ἐνέργειες.
Ἀποκορύφωμα, βέβαια, ὅλων αὐτῶν ἀποτελεῖ ἡ πρώτη του ὑπέρ νοῦν καί ἀνθρωπίνην αἴσθησιν καί φαντασίαν καί διάνοιαν Χριστοφάνεια, τήν ὁποίαν εἶχε ἀπό τήν ἡλικία τῶν δεκαπέντε ἐτῶν. Τότε πού ἡ ἄρρητος θέα τοῦ ἀναστημένου καί ἀναληφθέντος Χριστοῦ ἔγινε, μέ τήν δύναμι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, φανερή καί αἰσθητή στό νεαρό τότε παιδί Ἀρσένιο, ὅταν μέσα σέ ἄκτιστο θεϊκό Φῶς, τοῦ ἐφανερώθη ὁ Βασιλεύς τῶν βασιλευόντων καί Κύριος τῶν κυριευόντων Χριστός.
Ἡ ἀξία, ὅμως, αὐτῆς τῆς θεοπτίας, ἡ ὁποία, προφανῶς, δέν ἦταν καί ἡ μόνη – αὐτή ἦταν ἡ ἀρχή – εἶναι μοναδική καί ἦταν καθοριστικωτάτης πνευματικῆς σημασίας, καί γιά τόν ἴδιο, καί γιά ὅλους ἐμᾶς, καί γιά ὅλη τήν Ὀρθόδοξη ἐπικράτεια. Καί στήν συνέχεια θά καταλάβετε, πιστεύω, τί ἐννοῶ.
Καί αὐτό, γιατί τότε ἐδέχθη τήν πρώτη ”πλήρη” προσωπική θεία ἀποκάλυψι.Καί λέμε ”πλήρη” σέ εἰσαγωγικά, γιατί εἰς τόν Θεό δέν ὑπάρχει ποτέ ἡ πληρότητα ὡς πρός τήν φανέρωσί Του. Ἀμυδρῶς πάντα ἀποκαλύπτεται ὁ Θεός κι ἄν ἀπό τό ἄπειρο ἀφαιρέσωμε τό πεπερασμένο, πάλι παραμένει ἄπειρο, ἐκεῖνο πού δέν ἀποκαλύπτεται. Πιό μεγάλη πάντα εἶναι ἡ συγκάλυψις παρά ἡ ἀποκάλυψις τῆς Θεότητος. Τέλος πάντων, ἐδῶ εἶχε τήν πρώτη ”πλήρη” προσωπική θεία ἀποκάλυψι καί, μάλιστα, ἐντελῶς ἀπροσδόκητα.
Παρένθεσις: Ἀπό τότε διεφαίνετο ἡ μεγάλη του πνευματική ἀρχοντιά, πού ζήτημα εἶναι ἄν ἐμεῖς πήραμε μυρωδιά ἀπό τό μέγεθός της, καθώς καί ἡ ἀνιδιοτέλεια τοῦ μετέπειτα, βέβαια, γνωστοῦ Γέροντος Παϊσίου.
Τί εἶπε σέ ἐκείνη τήν περίστασι τό  ”ἀνώριμο” μυαλό ἑνός μικροῦ παιδιοῦ; Ἀκοῦστε τί εἶπε, γιά νά δοῦμε, ἐδῶ, ὡριμότητα ἑνός ἀνώριμου παιδιοῦ: «Ἀκόμη καί γιά τήν καλωσύνη καί γιά τήν ἀρετή πού εἶχε ὁ Χριστός, ἀξίζει νά Τόν ἀγαπήσω καί δέν θέλω, οὔτε Παράδεισο, οὔτε τίποτα!» Καί, ἀκριβῶς, ἐκείνη τήν χρονική στιγμή, ὁ Ἐτάζων καρδίας καί νεφρούς καί Γνωρίζων καί τά μέλλοντα – γιατί στόν Θεό δέν ὑπάρχει μέλλον – ἐφανερώθη, ἀναστημένῃ καί ἀναληφθείσῃ σαρκί, ὁ Ὤν, ὁ Ἦν καί ὁ Ἐρχόμενος.
        Αὐτή ἡ ἐμπειρία, εἶχε, γιά τόν νεαρό τότε Ἀρσένιο Ἐζνεπίδη, ἀνυπολόγιστη ἀξία καί καθοριστική σημασία γιά ὅλην τήν ὑπόλοιπη ζωή του, διότι τότε ἀνεγεννήθη ἄνωθεν καί ἔβγαλε ”πνευματικά φτερά”. Ἀργότερα, ὁ ἴδιος ἔλεγε σέ πολλούς ”πότε, εὐλογημένε, θά βγάλης πνευματικά φτερά;” Ἀπό τότε, τήν ἀθώα καί πρίν εὐάλωτη παιδική του ψυχή δέν μποροῦσε, πλέον, ὡς ἐκ τούτου, κανείς καί τίποτε νά τήν ταλαντεύση ὡς πρός τήν ἀλήθεια περί ἀνθρώπου χρησιμοποιῶντας ὁ,τιδήποτε, ἀκόμη καί τήν σκοπιμότητα τῆς ἐπιστήμης, μέ τήν θεωρία τῆς Ἐξελίξεως τοῦ Δαρβίνου, κλπ. Διότι, ὅ,τι γεύεσαι μόνος σου, κανείς δέν μπορεῖ νά σοῦ τό ἀφαιρέση, ἐκτός, βέβαια, ἐάν αὐτοκτονήσης πνευματικά, πρᾶγμα πού εἶναι πρακτικά ἀδύνατον μετά ἀπό τέτοιες ἐμπειρίες.
Ἴσως, ὅμως, κανείς ἀναρωτηθῆ: Ὅλα καλά, ἀλλά πῶς ἦτο ἄξιο ἕνα τόσο μικρό, νεαρό παιδί, ὅσο καλό κι ἄν ἦταν, νά δεχθῆ μία τόσο ἰσχυρή Χριστοφάνεια, πού τόσοι ἀσκητές, ἐρημίτες, πού ἱδρώνουν νύχτα-μέρα μέ τό Α´ τυπικό, μέ τό Β´ τυπικό, δέν τό πετυχαίνουν ποτέ, ἐνῶ κάποιοι ἀπ᾽ αὐτούς ”δέρνουν ἀέρα” – λίγες φορές, βέβαια, ἀλλά δέν εἶναι ντροπή νά τά λέμε καί αὐτά -, γιά τούς ὁποίους ἔλεγε πάλι ὁ μακαριστός Γέροντας Παΐσιος ”νά τά βράσω τά κομποσχοίνια τους”, γιατί συμβαίνουν καί αὐτά, δυστυχῶς, κάποιες φορές.
Πῶς, λοιπόν, ἕνα νεαρό παιδί εἶχε μία τέτοια ἐμπειρία ἀμέσως τόσο ἐνωρίς, ἐνῶ ἄλλοι – νά μιλήσωμε πιό ἁπλᾶ, γιά τούς λαϊκούς, καί ὄχι μόνο γιά τούς λαϊκούς – ἔχουν ἀμφιβολίες, βασανίζονται ἀπό διάφορες ἀπορίες καί προβλήματα καί ὁ Θεός ”δείχνει” νά μήν ἀνταποκρίνεται μέ τέτοιον ἄμεσο τρόπο, γιά νά μή ποῦμε ὅτι φαίνεται ”σάν” νά ἀδιαφορῆ, σέ ὅλους αὐτούς, σέ ὅλους ἐμᾶς θά ἔλεγα;
Κατ᾽ ἀρχάς, γιά νά στηρίζωνται οἱ Χριστιανοί στόν ἀγῶνα τους, θά ἔλεγα, ὅτι ἀρκεῖ ἡ ὅλη ἱστορική θεοαποκάλυψι. Δηλ., ἀρκεῖ νά ἐνθυμοῦνται τί ἔκανε ὁ Θεός στό ἀνθρώπινο, ταλαίπωρο, πεπερασμένο ἱστορικό γίγνεσθαι, νά ἐνθυμοῦνται τά διάφορα γεγονότα πού ἔγιναν κατά τήν περίοδο τῆς θείας Οἰκονομίας, τίς προφητεῖες, κλπ., γιά νά πιστέψουν καί γιά νά συντηροῦν τήν πίστι τους στήν Θεότητα καί μοναδικότητα καί μεσσιανικότητα τοῦ Χριστοῦ.
Καί, κατόπιν, θά πρέπη νά στοχεύσουν στήν προσωπική ἐφαρμογή τῶν συνεπειῶν αὐτῆς τῆς ἱστορικῆς θεοαποκαλύψεως, στήν ἐφαρμογή τῶν ἐντολῶν. Αὐτά, ἐάν τηροῦνται σωστά, φθάνει κανείς, χωρίς νά τό ἐπιδιώκη στήν ἀπέκδυσι τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου. Ὁ π. Παΐσιος τόνιζε, ὅτι ὁ κεντρικός καί τελικός σκοπός τοῦ Χριστιανοῦ πρέπει νά εἶναι ἡ ἀπέκδυσις τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου. Τά ἄλλα – θεῖες ἐμπειρεῖες κλπ. – δέν θά πρέπη νά μᾶς ἀπασχολοῦν. Ἄν λοιπόν κανείς κάνη συνειδητά αὐτά, ἐφαρμόζη τίς ἐντολές δηλ. μέ πληρότητα, τότε, χωρίς νά τό θέλη, χωρίς νά τό ἐπιδιώκη μᾶλλον, φθάνει στήν προσωπική του πλέον θεοαποκάλυψι, ἀνάλογα βέβαια καί μέ τήν ἰδική του πνευματική χωρητικότητα, ἀνταπόκρισι, δηλ. μέ τά δικά του προσωπικά πνευματικά κυβικά.
Ἐδῶ, βέβαια, στόν τότε νεαρό Ἀρσένιο Ἐζνεπίδη ὑπῆρχε μία λαμπρά καί δικαιωτάτη ἐξαίρεσις τοῦ πνευματικοῦ κανόνος πού προανεφέραμε.
Καί ἐξηγούμεθα: Κατ᾽ ἀρχάς, τό τονίζομε, ὅτι τό νεαρό τότε παιδί οὔτε κἄν φανταζόταν  νά συμβῆ ἐκεῖνο πού συνέβη στόν χῶρο αὐτόν. Ὁ Θεός, ὅμως, πού προεγνώριζε – ὁ Θεός δέν προορίζει κανέναν, ὅπως ἔλεγε πάλι ὁ Γέροντας, ἀλλά προγνωρίζει τά πάντα χωρίς νά δεσμεύη τήν ἐλευθερία κανενός, μέ αὐτήν τήν ἔννοια – ὁ Θεός, λοιπόν, πού προεγνώριζε τήν λαμπρή, προσωπική, πνευματική, περιπετειώδη πορεία τοῦ Γέροντα, τοῦ ἔδωσε, ἐκ τῶν προτέρων, τήν μεγίστη ἐμπειρία τῆς Χάριτος, εὐθύς ἐξ ἀρχῆς. Κάτι ἀνάλογο, βέβαια, δέν συνέβη καί μέ τόν Ἀπόστολο Παῦλο, ἤ μέ τόν Ἅγιο Συμεών τόν Νέο Θεολόγο, πού σέ ἡλικία δέκα τεσσάρων ἐτῶν εἶχε ἀνάλογες ἐμπειρίες; Ἤ, ἀργότερα, μέ τόν πιό σύγχρονο Ἅγιο Σιλουανό τόν Ἀθωνίτη;
Ὅλοι αὐτοί, καί πολλοί ἄλλοι Ἅγιοι, προγεύθηκαν τήν μεγίστη Χάρι σχετικά ”εὔκολα”, πού δέν ἦταν βέβαια, καί τόσο εὔκολο ὅσο φαίνεται. Μετά, ὅμως, ἠκολούθησαν ἐκ μέρους τους ὑπεράνθρωποι ἀγῶνες καί τούς βρῆκαν τέτοιοι πειρασμοί, πού ἐμεῖς δέν μποροῦμε νά φαντασθοῦμε, ἤ νά διανοηθοῦμε. Ἐδοκίμασαν ἐσχάτη θεία ἐγκατάλειψι, ἕως ψυχικοῦ θανάτου. Μάλιστα, λένε οἱ εἰδικοί, ὅτι αὐτή ἡ περίπτωσις, τό νά πάρη δηλ. κανείς τόσο μεγάλη Χάρι τόσο ἐνωρίς, εἶναι μέν εὐλογία, ἀσύλληπτη φυσικά, ἡ ὁποία, ὅμως, συνήθως, ἀκολουθεῖται ἀπό τούς πλέον σκληρούς πειρασμούς, μποροῦμε νά ποῦμε ὑπέρ τήν ἀνθρωπίνη δύναμι παρ᾽ ὅ,τι λέγει τό Εὐαγγέλιο ὅτι δέν θά πειρασθοῦμε πάνω ἀπό τήν δύναμί μας.
Ἀναφέρεται, ὅμως, στήν Πατερική Γραμματολογία  - ἀββᾶς Ἰσαάκ, ἀββᾶς Δωρόθεος, κλπ. -, ὅτι, κάποιοι Ἅγιοι ἐπειράσθησαν πάνω ἀπό τήν ἀνθρώπινη δύναμι. Μέ ποιά ἔννοια ὅμως; Μέ τήν ἔννοια ὅτι ἐπειράσθησαν γιά τόσο χρονικό διάστημα, πού νά μή προλάβη ὁ ὑπεράνθρωπος πειρασμός νά τούς διαλύση ψυχο-πνευματικο-οργανικά. Ὅπως λέγει ὁ ἀββᾶς Δωρόθεος, πού φαίνεται εἶχε ὑποστῆ τέτοια δοκιμασία, ”ἄν ἡ δοκιμασία μου κρατοῦσε λίγο παραπάνω, δέν θά ἄντεχα, θά μέ εἶχε διαλύσει αὐτός ὁ πειρασμός”. Ὁ δέ ἀββᾶς Ἰσαάκ ὁ Σῦρος προτρέπει τί νά κάνωμε σέ παρόμοιες περιστάσεις: ”Πέσε καί κουκουλώσου μέχρι νά περάση ὁ πειρασμός” κλπ.
Λοιπόν, σέ αὐτήν τήν κατηγορία ἀνῆκε, ἀναμφισβήτητα, στούς ἐσχάτους ὅμως πονηρούς καιρούς μας, καί κατέχει μάλιστα ἐξέχουσα θέσι, ὁ συμπατριώτης σας π. Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης.
Ἀλλ᾽ ἄς μή κάνωμε τώρα ἄλλες ἀναλύσεις σέ τέτοιου εἴδους πνευματικά θέματα, πῶς γίνεται δηλ. ἡ ἕλξις τῆς Χάριτος, ἡ ἄρσις τῆς Χάριτος, πού, στούς μεγάλους Ἁγίους, ἀκολουθεῖται ἀπό θεοεγκατάλειψι, γιατί αὐτά τά θέματα εἶναι  πιό δύσκολα νά κατανοηθοῦν καί νά ἀναλυθοῦν καί δέν ἅπτονται τῶν ἰδικῶν μας πνευματικῶν μέτρων. Σέ αὐτό τό πνευματικό φαινόμενο, ὁ ἀγωνιστής ἐξ ὑποκειμένου αἰσθάνεται, ὅτι ὁ Θεός τόν ἔχει ἐγκαταλείψει, πέρα γιά πέρα, Ἀλλά, ἐξ ὑποκειμένου, καί ὄχι ἐξ ἀντικειμένου. Τό ὅτι ὁ Θεός μᾶς ἐγκαταλείπει, δέν εἶναι σωστό. Γιατί, μποροῦμε νά ποῦμε, ὅπως ἔλεγε καί μία ἐκλεκτή ψυχή, ὅτι ἐμεῖς μᾶλλον πάσχομε, ὄχι ἀπό θεοεγκατάλειψι, ἀλλά ἀπό ”αὐτοθεοεγκατάλειψι”, δηλ. μόνοι μας αὐτοθεοεγκαταλειπόμεθα, ἐφόσον ἐμεῖς  ἐγκαταλείπομε τόν Θεό καί ὄχι ὅτι ὁ Θεός ὄντως μᾶς ἐγκαταλείπει. Ὁ Θεός ἐπιτρέπει νά πειραζώμεθα μέ προαγωγικούς καί παιδαγωγικούς πειρασμούς, προκειμένου νά μᾶς ὠθήση πνευματικά, γιά νά γνωρίσωμε τήν ταπείνωσι τῶν τελείων, ἡ ὁποία συνίσταται στήν ἐπίγνωσι τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ καί στήν ἐπίγνωσι τῆς ἰδικῆς μας ἀδυναμίας. Ἄλλωστε, πῶς ὁ Θεός νά ἐπιτρέψη νά μᾶς συμβοῦν αὐτά τά πράγματα, ἀφοῦ, ὅπως εἴπαμε, τίς περισσότερες φορές, αὐτοθεοεγκαταλειπόμεθα, δηλ. ἀπιστοῦμε καί βασανιζόμεθα καί πάσχομε ἀπό λογισμούς, λόγῳ ἀκριβῶς τοῦ ὅτι ἔχει διαταραχθῆ, ἀπό δική μας ὑπαιτιότητα, ἡ σχέσις μας μέ τόν Θεό.
Τοὐλάχιστον, ὅπως ἔλεγε ὁ μακαριστός Γέροντας, νά ἀγωνιζώμεθα νά πιάσωμε τήν πνευματική βάσι στίς πνευματικές αἰώνιες ἐξετάσεις, πού θά λάβουν χώρα στήν Δευτέρα Παρουσία ἐννοεῖται. Ἀλλά καί ὅταν ἡ ψυχή ἀναχωρῆ  τήν ὥρα τοῦ θανάτου δηλ., ἤδη κρίνεται. Κι ἐμεῖς ταπεινά προσθέτομε νά ἀγωνιζώμεθα νά πιάσωμε τήν βάσι μέ καλό συντελεστή ἀσφαλείας, γιά νά ἔχωμε τήν βεβαιότητα ὅτι πιάσαμε τήν βάσι τῆς σωτηρίας, πάντα βέβαια Χάριτι Θεοῦ, γιατί ὅλοι μας μόνο μέ τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ σωζόμεθα.
Ἔτσι, λοιπόν, σέ αὐτό τό ζεστό οἰκογενειακό πνευματικό περιβάλλον, νομίζω ὅτι εἶναι ἁρμόζον καί ἐπιβλητέον, ἄλλωστε καί μοῦ ἐζητήθη, νά σᾶς ἀναφέρω κάποιες ἱστορίες καί γεγονότα ἀπό τόν π. Παΐσιο, τά ὁποῖα ἀφοροῦν καί μέρος τῆς προσωπικῆς μου ἐλεεινῆς πνευματικῆς ζωῆς. Καί τοῦτο, γιά δύο-τρεῖς λόγους.
Ὁ πρῶτος λόγος, πού ἀρκεῖ καί περισσεύει, εἶναι ὅτι μοῦ ἐζητήθη αὐτό. Ὁ ἄλλος λόγος εἶναι γιά νά θαυμάση κανείς, κυρίως αὐτό, τήν διάκρισι, τό μεγαλεῖο καί τά ὑπερφυσικά χαρίσματα τοῦ Γέροντος Παϊσίου, διά μέσου κάποιων ἱστοριῶν πού θά σᾶς διηγηθῶ καί πού θά σᾶς εἶναι προφανῶς ἄγνωστες γιατί ἄλλωστε, τά τόσα χρόνια πού μέ γνωρίζετε ποτέ δέν ἄνοιξα τό ἁμαρτωλό μου στόμα νά ἀναφερθῶ σ᾽ αὐτές, τοὐλάχιστον κάπως δημόσια. Καί, ἕνας τελευταῖος λόγος εἶναι γιά νά καταλάβετε, ἔστω καί μερικῶς, ποῦ ὀφείλεται ἡ μεγάλη μου ἀγάπη, ὁ σεβασμός καί ἡ ὑποχρέωσι πρός τό πρόσωπο τοῦ Γέροντος Παϊσίου. Ὁ Γέροντας μᾶς ἅρπαξε  ἀπό τό στόμα τοῦ λύκου – γιατί ποιός ξέρει ποῦ θά βόσκαμε τώρα – καί μᾶς ὡδήγησε σέ νομάς σωτηρίους, ἄν καί βέβαια, νά μή λέμε ὑπερβολές- ἀπό μικροί πηγαίναμε στήν ἐκκλησία καί εἴχαμε πόθο Θεοῦ. Ὁ Γέροντας Παΐσιος, ὅμως, ἦταν ἐκεῖνος πού μᾶς γνώρισε τήν γνήσια πνευματική ζωή καί γι᾽ αὐτό αἰσθανόμεθα πρός τό πρόσωπό του μεγάλη εὐλάβεια καί ὀφείλομε ἀπέραντη εὐγνωμοσύνη στόν ἅγιο Γέροντα Παΐσιο.
Λοιπόν, θά σᾶς διηγηθῶ μερικά πράγματα ἀπό τήν προσωπική μου ζωή, πάντα περιληπτικά, γιατί δέν γίνεται ἀλλιῶς:
Σέ ἡλικία δέκα ἑπτά ἐτῶν τότε, τό 1979, καλοκαῖρι, Ἰούλιο μῆνα, μέ μία παρέα τριῶν ἀτόμων,  πήγαμε, γιά πρώτη φορά, στόν μακαριστό Γέροντα ( ἀπό τούς τρεῖς μας οἱ δύο ἔχουμε γίνει ἱερομόναχοι).  Ἐκείνη τήν ἡμέρα, τό πρωϊνό ἐκεῖνο, ἄν καί καλοκαῖρι, πού ἔχει πιό πολύ κόσμο στό Ἅγιον Ὄρος, παραδόξως, στό Κελλί τοῦ Γέροντα εἶχε ἐλάχιστο κόσμο, γιά νά μή ποῦμε σχεδόν καθόλου. Ἐκεῖ, καθίσαμε περίπου μία ὥρα, κατά τήν ὁποία μᾶς μετέδιδε πνευματική ἐνέργεια, χωρίς ἐννοεῖται νά τό ἐπιδιώκη – αὐτή εἶναι ἡ πραγματικά ἐπηρεάζουσα καί σώζουσα πνευματική ἐνέργεια τῶν Ἁγίων -, καί τήν ὁποία ἐξέπεμπε, ἐννοεῖται, σέ ἄλλη συχνότητα καί ἔντασι ἀπό ἐκεῖνες πού εἴχαμε γνωρίσει, συνηθίσει καί ἀκούσει, μέχρι τότε.
Ἐκείνη τήν ἡμέρα, μεταξύ τῶν πολλῶν ἄλλων, μᾶς εἶπε νά ἀποκτήσωμε τήν καλή πνευματική ἀνησυχία γιά νά ἔχωμε καί πνευματικές χαρές. Νά γνωρίσωμε τήν Ὀρθοδοξία πρῶτα ἐμπειρικά καί, μετά, δέν θά κινδυνεύωμε πλέον ἀπό ἕνα σωρό ἄλλα πνευματικά μικρόβια, πού τότε κυκλοφοροῦσαν, ἀλλά καί τώρα κυκλοφοροῦν, κατά μείζονα λόγον. Διότι, μᾶς ἔλεγε, ἄν κανείς ἀσχολῆται μέ ἄλλα πράγματα, φιλοσοφίες, κλπ., καί διαβάζη διάφορα βιβλία, πρίν γνωρίση ἐμπειρικά, καί ὄχι ἀκαδημαϊκά, τήν Ὀρθοδοξία, τότε, χωρίς νά τό καταλαβαίνη, τῇ συνεργείᾳ τῶν παθῶν του καί τοῦ διαβόλου, ἀποκτᾶ πνευματικά μικρόβια πού τόν σκοτίζουν καί τόν ἐμποδίζουν νά προοδεύση πνευματικά. Γι᾽ αὐτό, χρειάζεται, γιά ἕνα διάστημα μέχρις ὅτου ὁ Χριστιανός γνωρίση ἐμπειρικά τήν Ὀρθοδοξία, μέσῳ τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ἄνθρωπος νά βάζη τό μυαλό του, ἤ μᾶλλον τόν νοῦ του καλύτερα – γιατί δέν φταίει τό μυαλό μας, ὁ νοῦς μας φταίει γιά ὅλα γιά ὅ,τι στραβό μᾶς συμβαίνει, ἀλλά αὐτό εἶναι ἄλλο κεφάλαιο – νά βάζη λοιπόν τόν νοῦ του ”στό ψυγεῖο”, καί μάλιστα, ἔλεγε, ἀκόμη καλύτερα, ”στόν καταψύκτη”, ἕως ὅτου τό πάρωμε, βέβαια, μετά ἀπό τήν κάθαρσι καί τόν ἁγιασμό πού θά ὑποστῆ, ἄν ἀγωνισθοῦμε, ἁγιασμένο.
Πολλά μᾶς εἶπε, ἀλλά τό σημαντικώτερο ἀπ᾽ ὅλα ἦταν, ὅτι, χωρίς νά προσπαθήση, μοῦ μετέδωσε τήν ζωντανή βεβαιότητα τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ – πάθαμε πνευματικό σόκ δηλ. -, τήν βεβαιότητα τῆς δυνατότητας μετοχῆς στά ἀγαθά τοῦ Θεοῦ ἀπό αὐτήν τήν ζωή, ἐπίσης νοιώσαμε τήν νηφάλια μέθη τοῦ Γέροντα, τόν ἀκόρεστο κορεσμό του, καί τόν καϋμό του πότε θά φύγη ἀπό αὐτήν τήν πρόσκαιρη ζωή γιά νά ζήση ἐντονώτερα κοντά στόν Θεό, τά τοῦ Θεοῦ, γιά νά ζήση αὐτόν τόν ἀκόρεστο κορεσμό, ὅπως εἴπαμε, ἐντονώτερα. Καί αὐτό ἦταν ἕνα φαινόμενο ὑγιές, ὄχι ψυχοπαθητικό, πού, φυσικά, δέν ὠφείλετο σέ καμμία μορφή μελαγχολίας, κλπ., ἐννοεῖται. Ἦτο καθαρός θεῖος ἔρωτας, τό ὁποῖο σημαίνει, ὅτι ὁ Γέροντας Παΐσιος εἶχε δεχθῆ τόν ἀρραβῶνα τῆς Βασιλείας των Οὐρανῶν, ἀπό αὐτήν τήν ζωή, σέ μεγάλο βαθμό.
Ἐκεῖνο, ὅμως, πού ἔμεινε, τότε, σέ μένα πιό ἀνεξίτηλο στήν μνήμη μου, ἦταν ὅτι, μόλις φύγαμε ἀπό ἐκεῖ, ἀπό τό Κελλί του, εἴχαμε μία ἀπρόσκλητη, μία ἀπροσδόκητη, πνευματική χαρά, διαφορετικῆς ὑφῆς ἀπό τίς χαρές πού εἴχαμε μέχρι τότε αἰσθανθῆ κάνοντας π.χ. μία καλή πρᾶξι, ἤ ἀκούγοντας ἕναν ἔπαινο, κλπ. Γιατί, ἐμεῖς, σάν ἐμπαθεῖς πού εἴμαστε, ὅταν ἀκοῦμε κάποιον ἔπαινο, εἶναι φυσικό, λόγῳ τῶν φτωχῶν πνευματικῶν μέτρων μας, νά ἐπηρεαζώμεθα, κλπ.
Αὐτή ἡ χαρά, ὅμως, ἦταν τόσο πολύ δυνατή, πού ἀπορούσαμε τότε πῶς μᾶς συνέβαινε αὐτό. Ἦταν, ἀναμφισβήτητα, ἐξωτερικῆς μορφῆς – προελεύσεως χαρά, ἐρχομένη πρός ἐμᾶς. Ἀπό ποῦ, ὅμως, καί πῶς, δέν ξέραμε, γιατί δέν σκεφτόμαστε ἤ δέν ζούσαμε κάτι συγκεκριμένο τότε, ἐξ αἰτίας τοῦ ὁποίου θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι εἴχαμε κάποιο ἀνάλογο βίωμα. Χωρίς δηλ. νά σκεφτόμαστε κάτι, χωρίς πρίν νά εἶχε συμβῆ κάτι ἄλλο εἴχαμε ἐκείνη τήν ἀνεξήγητη χαρά, ἡ ὁποία ἦταν, βέβαια, ἀναμφισβήτητα, προϊόν τῆς εὐχῆς τοῦ Γέροντα καί τῆς ὁποίας τήν ἀξία, τότε, δέν ἐκτιμήσαμε δεόντως, ἀνώριμοι ὄντες, ὡς πρός αὐτά τά θέματα. Ποῦ, τότε, νά ξέραμε, ὅτι αὐτό – ὅπως καί πολλά ἄλλα γεγονότα βέβαια – θά καθόριζαν ὅλη μου τήν ζωή μετέπειτα καί ὅτι αὐτό ἦταν μία μεγάλη εὐεργεσία γιά τήν ὁποία βέβαια, εἴμαστε ἐντελῶς, μά ἐντελῶς, ἀναπολόγητοι.
Βέβαια, καί ἄλλες φορές, καί ὡς λαϊκός ὅταν ἤμουν, καί ὡς μοναχός, καί ὡς διάκονος, καί ὡς ἱερέας, ὅταν ζοῦσε ὁ Γέροντας, καί, ἰδιαίτερα, μετά ἀπό κάποιες Θεῖες Λειτουργίες, πού ἀναξίως ἔκανα εἰς τήν Παναγούδα, ἀλλά καί μετά τήν κοίμησι τοῦ Γέροντα, μετά τόν θάνατό του, μποροῦμε νά ποῦμε, ὅτι, ἀναμφισβήτητα, ἡ εὐχή τοῦ Γέροντα ἐνήργησε οὕτως ὥστε ὁ Θεός νά μᾶς δώση νά γευθοῦμε, ἔστω καί σέ ἐλάχιστο βαθμό – φυσικά καί πολύ μᾶς ἔπεφτε – κάτι ἀπό αὐτήν τήν θεϊκή του ἡδονή, κάποιες φορές, κατά τρόπο περίεργο καί ἀνεξήγητο, τοὐλάχιστον τά πιό παληά χρόνια. Γιά παράδειγμα, ὅταν φεύγαμε ἀπό τό Κελλί τοῦ Γέροντα καί πηγαίναμε πρός τόν κόσμο, τότε φούντωνε αὐτή ἡ θεϊκή ἡδονή, ἐνεργοῦσε δηλ. ἄκοπα, ἐνῶ, ἄλλες φορές, ὅταν ἀγωνιζώμασταν, δέν εἴχαμε σταγόνα – καί οὔτε βέβαια εἴχαμε τέτοια ἀπαίτησι, ἐννοεῖται. Μέ ὅλα αὐτά, θέλω νά πῶ πῶς ἐνεργοῦσε ἡ εὐχή τοῦ Γέροντα.
Ὅμως, αὐτή ἡ πρώτη χαρά ἦταν διαφορετική, ἄν καί ἦταν πνευματική κι ἀνέκφραστη. Δέν ἦταν, βέβαια, συναισθηματική – διανοητική. Ἄς τήν ὀνομάσω ”θεία”, πού ἦταν βέβαια θεία καί ἀνεξήγητη χαρά. Ἐνῶ, ἡ μετέπειτα, ἦταν ἄλλου εἴδους πνευματική γεύση, τά ἑπόμενα πνευματικά λουκουμάκια, πού, δι᾽ εὐχῶν τοῦ Γέροντος, μᾶς ἔδινε ὁ Θεός.  Ἦταν θεῖες ἡδονές. Ἄν δέν ὑπῆρχαν αὐτά γιά νά εἴμαστε εἰλικρινεῖς, ποτέ δέν θά παίρναμε τέτοια ἀπόφασι, μόνο ἀπό φιλότιμο, νά γίνωμε μοναχοί, γιατί καλό χαρακτῆρα, οὔτε εἴχαμε, οὔτε ἔχομε, ἄς εἴμαστε εἰλικρινεῖς μέ τόν ἑαυτό μας….
Καί τοῦτο, διότι ἡ παρθενία, ἡ μοναχική ζωή δηλ., ὅταν δέν ἔχη ἐξ ἀρχῆς πνευματικές ἐμπειρίες, δέν ἔχη τό ἀντίβαρο ἄν δέν εἶναι ἐρωτική, κατά Θεόν, καί ὄχι βέβαια κατά ἕναν τρόπο νεορθόδοξο καί κουλτουριάρικο, πού αὐτά εἶναι ἐντελῶς ἀπορριπτέα πράγματα, ἀλλά μέ ἀσκητικό τρόπο, ἡ παρθενία ἔχει πολλές ἀπρόβλεπτες παρενέργειες.
Ἡ δεύτερή μου ἐπίσκεψις στόν Γέροντα Παΐσιο ἦταν μετά ἀπό ἔνα χρόνο, ὅταν ἐτελείωσα τό Λύκειο. Μοῦ ἔκανε δέ, τότε, ἐντύπωσι τό ὅτι θυμόταν ὁ Γέροντας τήν πρώτη μας ἐπίσκεψι, ἄν καί ξέρετε πόσο κόσμο ἔβλεπε καθημερινά.
Μετά, ὡς φοιτητής, πήγαινα τακτικά στόν Γέροντα, ὅπως καί πολλοί ἄλλοι. Ἀλλά, πήγαινα καί σέ ἄλλα μέρη τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἐννοεῖται.
Μία φορά, πέρασα ἀπό τόν π. Ἐφραίμ τόν Κατουνακιώτη. Αὐτό, συνδέεται μέ τόν Γέροντα Παΐσιο, γι᾽ αὐτό τό ἀναφέρω. Σπούδαζα τότε στήν Θεσσαλονίκη καί ἤμουν στό β´ ἔτος τοῦ Πολυτεχνείου.
Ὁ π. Ἐφραίμ, ἄν καί δέν ἐδέχετο τότε, ὅπως ἴσως θά ξέρετε, τά ἔφερε ἔτσι ὁ Θεός καί τόν εἶδα. Μέ ἐδέχθη, καί, μοῦ εἶπε, ἀπό μόνος του, ἔτσι, μέ τήν βροντερή του φωνή, ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, μεταξύ τῶν ἄλλων ὠφελίμων, καί αὐτό τό ἀπροσδόκητο: «Ἐσύ, θά γίνης μοναχός σύντομα, καί ὅπου φύγει-φύγει!”
Ἐγώ, βέβαια, τότε, τοῦ ζήτησα ἐξηγήσεις – ἤμουν αὐθόρμητος, ἀλλά εἶχα καί λίγο θρᾶσος-θάρρος – καί ἐκεῖνος μοῦ εἶπε: «Θά σέ φωτίση ἡ Παναγία, παιδί μου, θά ἀνάψη τό θεῖον πῦρ  σύντομα καί θά γίνης καλόγερος». Αὐτό, μοῦ τό εἶπε ἀπό μόνος του.
Ἐγώ, βέβαια, ποὺ ἀκόμη, μέχρι τώρα, εἶμαι πολύ ἐπιφυλακτικός σέ αὐτά τά θέματα – κακῶς, βέβαια, τό λέω σάν ἐλάττωμα αὐτό, σέ βαθμό ὑπερβολικό -, ἔφυγα ἀπό ἐκεῖ χαρούμενος μέν γιά ὅλα τά ὑπόλοιπα, ἀλλά σέ αὐτό δέν ἔδωσα ἰδιαίτερη σημασία, ἄλλωστε ὅπως σᾶς εἶπα, εἶχα δεχθῆ τά πρῶτα πνευματικά  λουκουμάκια. Εἶχα ὄντως ἀποφασίσει νά γίνω μοναχός, ἀλλά δέν αἰσθανόμουν 100% ὥριμος τότε – ἤμουν 18-19 ἐτῶν, στό β´  ἔτος.
Παράλληλα, ὅμως, καί κυρίως ἐπειδή μέ ἐνέπνευσε ἡ μορφή τοῦ ὄντως ἁγίου Ἐφραίμ τοῦ Κατουνακιώτου καί ἐπειδή ἄκουγα παντοῦ, ἀπό ἕνα σωρό ἄλλους, καί ἀπό ὅλες τίς πνευματικές συχνότητες τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅτι ὁ Γέροντας αὐτός  ἦταν ἅγιος ἄνθρωπος, ἦταν φωτισμένος ἄνθρωπος καί εἶχε ὄντως μεγάλη πνευματική κατάστασι, μέ χαρίσματα, κλπ., πῆρα ἐμπρός καί ἄρχισα νά ἔχω κάποιες τύψεις πού δέν εἶχα γίνει ἀκόμη μοναχός.
Τί νά κάνω, τί νά κάνω, δέν μποροῦσα νά τό πνίξω αὐτό. Ἔλεγα ”μήπως εἶναι ἁμαρτία τό ὅτι δέν γίνομαι μοναχός;” κλπ. Στόν Γέροντα Παΐσιο πήγαινα, ἐν τῷ μεταξύ, καί ἄλλες φορές, ἀλλά τό ἔκρυβα αὐτό. Ὁπότε, ποῦ νά πάω, ποῦ νά πάω νά πῶ τόν λογισμό μου, ἀπεφάσισα τελικά καί πῆγα στόν μακαριστό Γέροντα Παΐσιο, πάλι, μετά ἀπό ἕνα χρόνο, ὅταν ἤμουν δηλ. στό γ´ ἔτος τοῦ Πολυτεχνείου.
Καί μοῦ ἀπήντησε ὁ π. Παΐσιος – κοιτάξτε τώρα σοφία, χαρίσματα, ἀλλά καί διάκρισι, γι᾽ αὐτό τά ἀναφέρω αὐτά: «Ὅπως σέ βλέπω, καλύτερα νά πάρης πρῶτα τό πτυχίο σου καί μετά ἀποφασίζομε. Ἀλλά, ἐπειδή ὁ π. Ἐφραίμ ὁ Κατουνακιώτης εἶναι ὄντως ἅγιος ἄνθρωπος, καί ἐγώ εἶμαι ντενεκές ξεγάνωτος – ἔτσι ἀπεκάλεσε τόν ἑαυτό του, ἄς μή κάνωμε τώρα σχόλια ἐπ᾽ αὐτοῦ – πήγαινε, ἄν θέλης, σ᾽ ἐκεῖνον. Σέ προτρέπω νά πᾶς – κοιτᾶξτε ἀρχοντιά. Ὅ,τι σοῦ πῆ νά τό κάνης. Ἀκόμη, κι ἄν σοῦ πῆ νά καθίσης, κάθισε γιά ἕνα διάστημα, σάν ἐπισκέπτης, σάν φιλοξενούμενος, καί ὅ,τι σοῦ λέει νά τό κάνης. Μετά, θά βάλης καί λίγο τά ἀνθρώπινα, τήν λογική καί τήν ἐλευθερία σου, καί ἀπό ἐκεῖ καί πέρα ὅ,τι γίνει θά σοῦ βγῆ σέ μεγάλο καλό». Αὐτά μοῦ εἶπε. Ἐγώ ἤθελα νά μάθω πιό πολλά, ἀλλά μέχρις ἐκεῖ ……. Φθάνει καί περισσεύει! Ξέρετε πῶς ὁ Γέροντας μιλοῦσε, μέ ἕνα ὡραῖο, αὐστηρό καί γλυκό ὕφος.
Ἔτσι καί ἔκανα, καί, τελικά, ἔμεινα ἐκεῖ, στόν π. Ἐφραίμ τόν Κατουνακιώτη γιά ἀρκετούς μῆνες χωρίς δηλ. ἐνδιάμεση διακοπή, ἄν καί ἤμουν φοιτητής, στό γ´ ἔτος. Ὁ π. Ἐφραίμ μέ κράτησε ἐκεῖ, στά Κατουνάκια, ἀπό τόν Ὀκτώβριο μέχρι καί τό Πάσχα καί, ἐκείνη τήν σχολική χρονιά, δέν παρηκολούθησα στό Πολυτεχνεῖο οὔτε μία ὥρα ἀπό τίς παραδόσεις. Ὁ ἴδιος ὁ Γέροντας μέ ἀνέπαυε πάρα πολύ. Ὅλο αὐτό τό διάστημα, ὠφελήθηκα τά μέγιστα, γιατί ἄν ζῆς ἀπό κοντά ἕναν ἅγιο ἄνθρωπο εἶναι διαφορετικά κι ἀλλιῶς εἶναι νά πηγαίνεις νά τόν συμβουλεύεσαι καί νά φεύγης. Ἒχω   σημειώσει καί ἀπό ἐκεῖ ἀτέλειωτες ἱστορίες καί ἐμπειρίες, π.χ., ὅταν ἔπλενα τά πιάτα, εὑρισκόμουν κοντά στόν Γέροντα καί στούς ἐπισκέπτες καί ἔστηνα αὐτί – εἶχα εὐλογία γι᾽ αὐτό ἀπό τόν ἴδιο τόν Γέροντα – καί ἄκουγα ἀτέλειωτες ἱστορίες ἀπό τόν ἴδιο καί ἀπό διάφορους ἄλλους μοναχούς πού ἔρχονταν νά τόν συμβουλευθοῦν γιά θέματα, βέβαια, πού δέν ἦταν ἐντελῶς προσωπικά.
Τελικά, ὅμως, γιά μένα, ἄλλο ἦταν τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ, γιατί εἶχα καί στό πίσω μέρος τοῦ μυαλοῦ μου τόν λόγο τοῦ Γέροντος Παϊσίου, πού μοῦ εἶχε πῆ ”ἐγώ σέ συμβουλεύω πρῶτα νά τελειώσης τίς σπουδές σου, νά πάρης τό πτυχίο σου”. Βλέπετε πῶς μιλοῦσε ὁ π. Παΐσιος. Ἐγώ, ἄλλωστε, κατά τήν προτροπή του, κάνοντας ὑπακοή μέ θάρρος καί μέ ἀφέλεια, θά ἔλεγα, εἶχα πάει στόν π. Ἐφραίμ τόν Κατουνακιώτη καί τοῦ εἶχα πῆ: ”ἦλθα ἐδῶ γιατί μοῦ εἴπατε ὅτι θά γίνω μοναχός καί σέ σᾶς μέ ἔστειλε καί ὁ π. Παΐσιος”. Αὐτό, τό ὅτι μέ εἶχε στείλει ὁ π. Παΐσιος, τό εἶπα μόνο στόν π. Ἐφραίμ, βέβαια. Ὄχι στούς ἄλλους μοναχούς ἐκεῖ, τῆς συνοδείας του. Σ᾽ αὐτούς εἶπα μόνο ὅτι πῆγα ἐκεῖ, ἐπειδή ὁ π. Ἐφραίμ ὁ Γέροντάς τους μοῦ εἶχε πῆ ξεκάθαρα ὅτι θά γινόμουν μοναχός. Φυσικά, δέν ἤμουν ὄντως ἀκόμη ἕτοιμος γιά μοναχός, κι ἐγώ τό καταλάβαινα.
Ἀλλά, ἐπειδή ἄλλο ἦταν τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ, καί ἴσως καί γιά ἄλλους λόγους, ἀνεξήγητους, καί ἐπειδή ὁ ἴδιος ὁ Θεός φροντίζει γιά τήν προσωπική πνευματική πορεία τοῦ καθενός, ἔφυγα τελικά ἀπό ἐκεῖ, μετά ἀπό πέντε μῆνες παραμονῆς.
Μετά ἀπό αὐτό, συχνά, βέβαια, πήγαινα καί ἐκεῖ, ὅταν ἔμπαινα στό Ἅγιον Ὄρος, καί εἶχα ἄριστες σχέσεις μέ τόν π. Ἐφραίμ, ἕως τήν τελευταία του στιγμή. Τήν τελευταία φορά, μάλιστα, τόν συνάντησα στήν Θεσσαλονίκη. Ἀλλά, αὐτά εἶναι ἄλλα θέματα. Ἀρκεῖ πού στά Κατουνάκια, βεβαιώθηκα, ὅπως μοῦ ἐξήγησε ὁ ἴδιος ὁ π. Ἐφραίμ, ὅτι δέν ἦταν ἁμαρτία, ἄν δέν γινόμουν ἀμέσως μοναχός, λογισμός πού πρίν μέ ἀπασχολοῦσε, ἐπειδή δῆθεν ἀμελοῦσα νά ἐκτελέσω τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Μετά, ἄρχισε νά ὡριμάζη ἡ ἀπόφασίς μου γιά τόν μοναχισμό καί, κατά τό τέλος τοῦ γ´ ἔτους – ἀρχές τοῦ δ´, ἤθελα νά βρῶ ἕναν Γέροντα, στόν ὁποῖο νά ἀναπαύωμαι, πού νά συνδέεται ὅμως μέ τόν Γέροντα Παΐσιο, γιά νά μπορῶ νά πηγαίνω καί νά βλέπω συχνά καί τόν Γέροντα Παΐσιο.
Ἔτσι, κάποια φορά, πῆγα στόν Γέροντα Παΐσιο καί τοῦ εἶπα: ”Γέροντα, θέλω νά συνδεθῶ μέ κάποιον ἀπό τούς ὑποτακτικούς σας γιά νά μπορῶ νά ἔρχωμαι ἀπρόσκοπτα καί σέ σᾶς”. Ἤμουν λίγο εὐθύς. Μοῦ λέει τότε ὁ π. Παΐσιος: «Ἐγώ, δέν ἔχω κανέναν ὑποτακτικό». «Μά, τοῦ λέω, πῶς γίνεται αὐτό; Ἔχω μάθει καλά – εἶχα ρωτήσει καί ἤξερα πρόσωπα καί πράγματα – ὅτι συνδέεστε πολύ καλά μέ κάποια Κελλιά ἐδῶ γύρω, τῶν ὁποίων οἱ πατέρες σᾶς εὐλαβοῦνται καί σᾶς συμβουλεύονται, κλπ.» «Ἄκου πού σοῦ λέω>>, μοῦ λέει. <<Ἐδῶ, ἐγώ κατήντησα νά εἶμαι ὑποτακτικός ὅλου τοῦ κόσμου καί νά κάνω ὑπακοή στόν καθένα, νά προσπαθῶ νά θεραπεύω τούς λογισμούς καί νά ἀναπαύω τούς ἀνθρώπους καί νά προσεύχωμαι γι᾽ αὐτούς καί νά ἀκούω τά τόσα καί τά τόσα προβλήματα». Καί, ἀφοῦ εἶπε αὐτά, μέ πόνο καί ἀγάπη, μετά τό γύρισε καί στό χαριτωμένο θεϊκό ἀστεῖο του. «Μάλιστα, καί τώρα, ποῦ νά πάρω καί ὑποτακτικό; Γεννήσαν καί οἱ γάτες ἐδῶ ὅλες καί δέν χωράει κανείς ἄλλος ἐδῶ. Εἴμαστε φίσκα!» Καί ἄλλα τέτοια ἀστεῖα ἔλεγε.
Μετά, ἀφοῦ μέ εἶδε πού ἀπόρησα καί στενοχωρέθηκα – γιά νά εἶμαι εἰλικρινής -, μοῦ λέει: «Καλά, κάνε καμμιά γύρα – ἔτσι μιλοῦσε – καί ἀργότερα τά ξαναλέμε».
Τήν ἑπόμενη φορά πού πῆγα ξανά, ἀπό μόνος του τελικά μέ ἔστειλε στόν μακαριστό Γέροντα Ἰσαάκ, τόν Λιβανέζο, πού ἦταν στήν Καψάλα καί, ὑποθέτω, οἱ πιό πολλοί ἀπό σᾶς θά τόν ξέρατε.
Ὁ π. Παΐσιος ποτέ, μά ποτέ, δέν δέσμευε τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου. Ἦταν πάντα ἄρχοντας. Ἔτσι, πῆγα ἐλεύθερα στόν π. Ἰσαάκ, ἀφοῦ τόν εἶχα ἤδη γνωρίσει, ὅπως καί πολλούς ἄλλους Γεροντάδες πρίν ἀπό αὐτόν, καί εἶχα μιά πρώτη αἴσθησι ὅτι ἀναπαυόμουν σ᾽ αὐτόν τόν ἄνθρωπο.
Μάλιστα, ἀφοῦ γνωρίσθηκα καλά μέ τόν π. Ἰσαάκ καί πήγαινα ἐκεῖ συνέχεια ὡς φοιτητής, πρίν πάρω τό πτυχίο μου, σέ μία ἀπό τίς ἐπισκέψεις μου, ἔτυχε, ἐνῶ ἐγώ μαγείρευα ἐκεῖ, νά βρισκόταν ἐκεῖ καί ὁ π. Παΐσιος καί νά μιλοῦν δυνατά, κάπου κοντά, οἱ δυό τους, ὁ π. Παΐσιος καί ὁ π. Ἰσαάκ καί ἀκουγόταν ὅ,τι ἔλεγαν. Καί, χωρίς νά τό ἐπιδιώξω, γιατί εἶχα ἐντολή νά μαγειρεύω, ἄκουγα τί ἔλεγαν. Ἀπό ἐκείνη τήν συζήτησι, τό μόνο πού ἐπιτρέπεται τώρα νά πῶ εἰς τήν ἀγάπη σας, εἶναι τό πόσο πολύ ὁ Γέροντας Παΐσιος ἤθελε νά συνδεθῶ διά βίου μέ τόν π. Ἰσαάκ, πρᾶγμα πού μέχρι τότε τό ἔκρυβε ἀπό ἐμένα. Βλέπετε τί χαρακτῆρα εἶχε….
Μέ ὅλα αὐτά, θέλω νά πῶ τί ἀγάπη, τί διάκρισι, τί ἀρχοντιά καί τί πνευματική τακτική εἶχε ὁ ὄντως θεόσοφος Γέροντας. Ἀπό τήν μία, καθόλου δέν δέσμευε τήν ἐλευθερία τοῦ ἄλλου, καί ἀπό τήν ἄλλη πῶς προσηύχετο καί ἐνεργοῦσε ἀθόρυβα, κρυφά καί σοφά, καί ἔβλεπε βέβαια, πολύ μακρυά.
Τό πόσο πολύ προσευχόταν γιά ὅλον τόν κόσμο, γιά ὅλην τήν οἰκουμένη, ἀλλά καί γιά τήν ἀναξιότητά μου, φανερώθηκε, δέν ξέρω πῶς, ἔστω καί ποσοστιαίως ὅταν τόν παρεκάλεσα, καί τόν ρώτησα: «Γέροντα, προσεύχεσθε γιά μένα;», γιά κάποιο πρόβλημα πού ἤξερε ὅτι εἶχα. Καί ἐκεῖνος μοῦ ἀπήντησε: «Ἐδῶ κοντεύω νά χαλάσω τά κομποσχοίνια, νά λειώσω τούς κόμπους – ἀπό τήν πολλή χρῆσι καί μέ ρωτᾶς ἄν προσεύχωμαι;» Γι᾽ αὐτό, εἴμαστε ἀναπολόγητοι.
Μετά, ὅταν πῆγα στόν Στρατό καί μέ τήν πρώτη μου ἄδεια τόν ἐπισκέφθηκα στό Ἅγιον Ὄρος, μοῦ ἔκανε γλυκά παράπονα, λέγοντάς μου: «Καλά, τόσο καιρό – δυό, τρεῖς μῆνες δηλ. – δέν ἔστελνες κανένα γράμμα νά δοῦμε πῶς εἶσαι καί τί κάνεις;» Ἐγώ, τἄχασα, γιατί δέν ἔστειλα γράμμα γιά νά μή τόν ἐνοχλήσω, γιά νά μή τόν κουράσω – ὅλοι σας ξέρετε τί βεβαρυμένο πρόγραμμα εἶχε ὁ Γέροντας. Τά ἔχασα, ἀλλά καί θαύμασα, καί ντράπηκα, καί χάρηκα γιά τήν ἀγάπη του αὐτή καί μέ ”ἐκδικήθηκε” ὁ π. Παΐσιος μέ τήν δική του πλήρη ἀγάπη.
Καί,  ἀμέσως μετά ὁ ἴδιος μοῦ ἔγραψε, μέ δικά του γράμματα καί ὑπογραφή, μία συστατική ἐπιστολή, πού τώρα ντρέπομαι νά πῶ εἰς τήν ἀγάπη σας τί ἀναφέρει ἐκεῖ. Αὐτήν τήν ἐπιστολή, τήν ἔχω σάν προσωπικό κειμήλιο, καί τήν ἔχουν καί στήν Κοζάνη. Τήν ἔχει ἕνας κ. Μιχάλης Ἀνδριανέσης, ἀπόστρατος ἀξιωματικός στήν Κοζάνη, ὁ ὁποῖος κράτησε τό πρωτότυπο. Ἐγώ, μετά ἀπό καιρό πῆρα μπρός καί ζήτησα ἀντίγραφο. Ὁ π. Παΐσιος, μέ αὐτήν τήν ἐπιστολή, μέ ἔστελνε σέ ἕναν ὄντως ἁγιασμένο Γέροντα, τόν π. Νεόφυτο Σκαρκαλᾶ, πού ἦταν τότε ἐκεῖ στήν Κοζάνη, καί τόν εὐλαβεῖτο πάρα πολύ ὁ π. Παΐσιος. Ὁ π. Νεόφυτος, πού ὁ τάφος του βρίσκεται στήν Ἱερά Μονή Ἁγίας Τριάδος, στὀν Σπαρμό, στόν Ὄλυμπο, εἶχε τότε κάποια πνευματικοπαίδια ἀξιωματικούς. Τοῦ ἔστειλε, λοιπόν, ὁ π. Παΐσιος τήν ἐπιστολή αὐτή γιά νά μέ βοηθήσουν ἐκεῖ στόν Στρατό, στήν μονάδα τοῦ Μηχανικοῦ, πού θά πήγαινα, μέ τήν πρώτη μου μετάθεσι.
Ἐγώ, ὅμως, ντρεπόμουν νά πάω. Τοῦ ἔλεγα: «Γέροντα, πῶς νά πάω, πῶς θά τό δεχθῆ, πῶς θά τό πάρη;» Γιατί ἦταν σάν νά ἔβαζα μέσον. Βέβαια, ὁ π. Παΐσιος τόνιζε, στήν ἐπιστολή, νά φροντίσουν ἁπλῶς ”νά βρεθῆ ὁ στρατιώτης αὐτός σέ καλό πνευματικό περιβάλλον”. Ὄχι ἄλλα πράγματα. Κι ἐμεῖς, ὄχι τόσο ἀπό φιλότιμο, ἀλλά γιά νά ἔχωμε ἡσυχία καί νά κάνωμε κομποσχοίνι καί γιά νά μή δίνωμε δικαιώματα, κάναμε καί διπλές καί τριπλές σκοπιές….
Τελικά, ἔκανα ὑπακοή καί πῆγα στόν π. Νεόφυτο. Χωρίς νά ξέρω τήν ψυχοσύνθεσι αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου, τόν πῆρα τηλέφωνο. Μόλις τόν πῆρα τηλέφωνο, καί τοῦ εἶπα: «Πάτερ, μέ στέλνει ὁ π. Παΐσιος. Μοῦ ἔδωσε καί ἕνα γράμμα, γιά νά μέ βοηθήσετε στόν Στρατό». Αὐτό τοῦ εἶπα σάν εἰσαγωγή. Ἀλλά, παραδόξως, γιά ἀρκετά δευτερόλεπτα δέν ἔπαιρνα ἀπάντησι. Ἡ ἀγωνία μου ἀνέβαινε στό κατακόρυφο. Νόμιζα ὅτι ἔκλεισε ἡ γραμμή. Σκέφθηκα: ”τί ἔπαθε ὁ π. Νεόφυτος;” ”Πῶς νά τό πῆρε;”. Μετά, ὅμως, ἀπό μισό λεπτό, ἄκουσα, στήν ἄλλη ἄκρη τῆς γραμμῆς, τόν ἄνθρωπο νά κλαίη καί τήν φωνή τοῦ π. Νεοφύτου, νά μοῦ λέη, μέ δάκρυα καί συγκίνησι: «Παιδί μου, παιδί μου, τί εὐλογία εἶναι αὐτό τό πρᾶγμα!… Ὁ π. Παΐσιος νά σέ στείλη ἐδῶ σέ μᾶς;» Αὐτά τά εἶπε, ἀφοῦ ἔκλαψε πρίν σιωπηρῶς, γιά μισό λεπτό… Μέ αὐτά, θέλω νά πῶ καί νά δείξω σέ τί εὐλάβεια καί σέ τί ἐκτίμησι εἶχαν τόν π. Παΐσιο ὅλοι αὐτοί οἱ ἄνθρωποι, στήν Κοζάνη, ἀλλά καί ἀλλοῦ. Ἀλλά καί τί ἀγάπη καί προνοητικότητα ἔδειχνε ὁ Γέροντας γιά ὅλους μας.
Μετά ἀπό τόν Στρατό, γράφτηκα ἐπίσημα, ὡς δόκιμος πλέον, στό Κελλί τῆς Ἀναστάσεως, στήν Καψάλα, στόν π. Ἰσαάκ τόν Λιβανέζο.
Ἐκεῖ, καταλαβαίνετε, κάναμε πάρα πολλές ἀγρυπνίες μαζί μέ τόν Γέροντα Παΐσιο, στήν Καψάλα,  στήν Παναγούδα,   στά γύρω Κελλιά, στόν Γέροντα Γρηγόριο Χατζηεμμανουήλ, καί σέ ἄλλα Κελλιά ἐκεῖ γύρω. Καί πάντα, ὄχι μόνο ὅταν κοιτάζαμε τόν Γέροντα Παΐσιο κατά πρόσωπο, ἀλλά καί ὅταν πολλές φορές τόν κοιτάζαμε λοξά γιατί θέλαμε νά τόν βλέπωμε, ἐπειδή τόν θαυμάζαμε, νιώθαμε ἀσφάλεια καί χαρά. Ἀλλά, καί ὅταν δέν τόν βλέπαμε, καί μόνο πού τόν αἰσθανόμασταν κοντά μας, δίπλα μας, εἴχαμε πάλι ἀσφάλεια καί χαρά.
Κάποιες φορές, ὅταν εἴχαμε καιρό νά τόν δοῦμε στήν Καψάλα, ἤ ὅταν καμμιά φορά εἴχαμε ἀνάγκη νά τόν ρωτήσωμε κάποια πράγματα, καί ἀκούγαμε ἔξω κάποιο βῆμα, τρέχαμε καί κοιτάζαμε ἀπ᾽ τό παραθυράκι, σάν τά σπουργιτάκια, μήπως ἐρχόταν ὁ Γέροντας. Τέτοιες ἀγωνίες καί λαχτάρες εἴχαμε, διότι ὁ Γέροντας ἐξέπεμπε πνευματική ἀκτινοβολία, Χάρι, ἁγιότητα. Καί, ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλά, ὅταν μιλοῦσε μαζί σου, μέ μιᾶς, μέ μία λέξι, πετύχαινε κέντρο, σοῦ ἔπιανε τόν σφυγμό, καί σοῦ μιλοῦσε στήν δική σου ἰδιοσυχνότητα. Ἀλλιῶς μιλοῦσε στόν Α γιά τό α´ θέμα, ἀλλιῶς στόν Β γιά τό ἴδιο θέμα. Διότι, πράγματι, ὅπως ξέρετε, ἦταν πολύ μεγάλος Ἅγιος. Αὐτό, βέβαια, τό ὑπερδιαπιστώσαμε πάλιν καί πολλάκις ἀπό πολλά γεγονότα τῆς ζωῆς μας καί ἀπό πολλά ἄλλα βέβαια.
Ὅλη ἡ ζωή του ἦτο ἁγία. Ἄλλο θέμα, βέβαια, εἶναι τό ὅτι ἔκρυβε τήν ἁγιότητά του, ἔκρυβε πολλά. Ἄς μή νομίζωμε ὅτι ξέρομε τόν π. Παΐσιο. Ἁπλῶς, ξέρομε κάτι ἀπό τήν ὑπερχείλησι τῆς πνευματικῆς του δεξαμενῆς. Ἔχομε δεῖ τήν κορυφή μόνο τοῦ πνευματικοῦ του << παγόβουνου >>, καί ἀκόμα λιγώτερο…
Βέβαια,  νά εἴμαστε ρεαλιστές, πέρασε καί πάρα-πάρα πολλούς πειρασμούς, ἀπό τούς δαίμονες, καί ἐδῶ, στό Μοναστήρι τοῦ Στομίου, πού εἶχε τούς πρώτους σατανικούς πειρασμούς, ἀλλά καί παντοῦ ὅπου πῆγε. Πέρασε καί ἀπό ἀνθρώπους, διάφορες δοκιμασίες, πανταχόθεν, καί διάφορες ἀδικίες. Ἀλλά τά πάντα ὑπέμεινε καρτερικά, μέ ἁγιότητα, μέ αἴσθησι ὅτι ὁ Θεός τόν δοκιμάζει ”γιά νά ξοφλήση καμμιά ἁμαρτία”, ὅπως ἔλεγε ὁ ἴδιος, ταπεινώσεως ἕνεκεν. Μέ διάκρισι, πολλές φορές  ἔπαιρνε τά πράγματα ἐπάνω του, χωρίς νά ἔχη ὁ ἴδιος καμμία εὐθύνη καί μετοχή, ἀλλά τό ἔκανε αὐτό ἤ γιά νά βγῆ μεγάλο καλό, ἤ γιά νά ἀποφευχθῆ μεγαλύτερο κακό.
Μοῦ μίλησε κάποτε, γιά ἕνα πάρα πολύ σοβαρό ζήτημα, πού διαδραματίσθηκε στήν ζωή του καί μέ τό ὁποῖο βρέθηκε ὁ ἴδιος ἀντιμέτωπος. Μοῦ εἶπε ἐπί λέξει τήν φράσι: ”ἔκανα, παιδί μου, τήν καρδιά μου κιμᾶ”. Ἀπό τήν πολλή στενοχώρια του δηλ. κομματιάσθηκε ἡ καρδιά του. Δέν ἐπιτρέπεται, ὄμως, στήν ἀγάπη σας, νά ἐξηγήσω περισσότερα πάνω σ᾽ αὐτό. Δέν ὠφελεῖ.
Τί νά πρωτοαναφέρω ἀπό διάφορες διδαχές, ἱστορίες καί γεγονότα στό Ἅγιο Ὄρος. Θά μοῦ ἔπαιρνε πολλές ὧρες νά ὁμιλῶ.
Ἔλεγε, π.χ., ὅτι ”ὅλοι εἴμαστε παιδιά τοῦ Θεοῦ, ἀλλά πόσα παιδιά βρίσκονται στό σπίτι τοῦ Πατέρα τους;” Κι αὐτό τό ἔλεγε, καί γιά ἐμᾶς τούς Ὀρθοδόξους, καί γιά τούς αἱρετικούς, πού μᾶς λέγουν, ὅτι ”κι ἐμεῖς ἔχομε τόν ἴδιο Πατέρα”.
Μία φορά, ὡς δόκιμος, ὅταν τόν ἐπισκέφθηκα ἀνήμερα τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος, μοῦ ἔδωσε ἕνα κοντό. Στήν καλογερική γλῶσσα ”κοντό” εἶναι ἕνα κοντό ροῦχο πού εἶναι σάν μακρύ ἀμάνικο γιλέκο. Σημειωτέον, ὅτι αὐτό τό ροῦχο του ἦταν πάρα-πάρα πολύ παλαιό, τό φοροῦσε ὁ Γέροντας χρόνια, καί προφανῶς εἶναι ἁγιασμένο μέ τόν πνευματικό καί ὄχι μόνο ἱδρῶτα του. Καί, μόλις μοῦ τό ἔδωσε, μοῦ εἶπε: «Πάρτο, δικό σου. Καί, ἄν σέ ρωτήση ὁ Γέροντάς σου, ὁ παπα-Ἰσαάκ, ”Ποιός σοῦ ἔδωσε; Ποῦ τό βρῆκες;” νά τοῦ πῆς ”Μοῦ τό ἔδωσε ὁ Ἅγιος Παντελεήμονας”. Καί, πρόσεχε, δέν ἔχει εὐλογία νά τό δώσης σέ κανέναν νά τό  ἔχης ἐσύ.>>
Αὐτό τό ροῦχο τό ἔχω φυσικά φυλάξει, μέχρι τώρα, στό ταπεινό μου Μοναστήρι. Στήν ἀρχή, τό ἔδινα σέ κάποιους ἔμπιστους, ἀκόμη νά τό πάρουν καί στό σπίτι τους, ὅμως, ἐπειδή, ἀπό εὐλάβεια, κάποιοι κόψανε κάποιες κλωστές πού περίσσευαν, κι ἐγώ δέν εἶχα εὐλογία νά τίς δώσω, ὅπως ξέρετε, δέν τό ξαναδίδω ἔκτοτε, ἐκτός Μοναστηριοῦ, ἐκτός ἄν εἶμαι κι ἐγώ παρών, δηλ. σέ ἔκτακτες περιπτώσεις, ἀλλά καί αὐτό σπάνια, ἕως καθόλου. Κάποιοι, βέβαια, ἀρκετοί, μοῦ εἶπαν ὅτι εἶδαν μεγάλο καλό, μεγάλη ὠφέλεια ἀπό αὐτό τό ροῦχο πού φόρεσαν, τοῦ π. Παϊσίου, κυρίως σέ θέματα ὑγείας, ἀλλά καί σέ ἄλλα θέματα.
Ἀπό τόν Γέροντα Παΐσιο, ἔχω, ἀναξίως, καί πολλές ἄλλες εὐλογίες, ὅπως καί αὐτό τό καλογερικό καπέλλο  πού φορῶ εἶναι δικό του. Εἶχε δηλ. τόση ἀγάπη ὁ Γέροντας, πού ἔδινε πολλά σέ πολλούς, ὅπως κομποσχοίνια κλπ.
Μία φορά, ἐνθυμοῦμαι ὅτι, ὁ π. Παϊσιος μαζί μέ ἕναν φίλο μου ἱερομόναχο – λέγεται π. Λουκᾶς Κηπουρός, μένει στό Πανόραμα Θεσσαλονίκης – ἔψαχναν, γιά πολλή ὥρα στό δάσος, νά βροῦν καί νά κόψουν κάποιο ξύλο ἀπό ἕνα κατάλληλο δένδρο γιά νά σχηματίσουν ἕνα ”ἀκουμπιστῆρι” γιά νά μοῦ τό στείλη εὐλογία.
”Ἀκουμπιστῆρι” λέγεται ἐκεῖνο τό ξύλο πού σχηματίζει τό γράμμα Τ, στό ὁποῖο ἀκουμπᾶμε ὄρθιοι καί στηριζόμαστε, ἐμεῖς οἱ μοναχοί, ὅταν κάνωμε κομβοσχοίνι γιά βοήθεια κατά τήν προσευχή καί ὑποστήριξι στήν μέση. Κάποιοι τό λένε ”τεμπελόξυλο”, ἀλλά ὁ Γέροντας Παΐσιος ἐστενοχωρεῖτο μ᾽ αὐτόν τόν ὄρο, γιατί εἶναι βοηθητικό ἐργαλεῖο κατά τήν προσευχή καί ὁ ὅρος αὐτός δέν εὐσταθεῖ καθόλου. Ἀλλά, δυστυχῶς, σέ κάποιους ἔχει ἐπικρατήσει καί αὐτή ἡ ὁρολογία.
Κάποια ἄλλη φορά, βρῆκε κι ἕνα δεύτερο τέτοιο ξύλο ὁ Γέροντας καί μοῦ τό ἔστειλε. Ἔτσι ἔχω δύο τέτοια ἀκουμπιστήρια ἀπό τόν π. Παΐσιο.
Αὐτά, εἶναι πράγματα, δηλ., πού ὅσο καί ἀναίσθητος νά εἶναι κάποιος, συγκινεῖται ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Γέροντα, ἀπό τό πόσο χρόνο διέθετε καί πόσο κόπο κατέβαλε γιά τούς ἄλλους…
Τώρα, μετά ἀπό καιρό, καί μέ τήν βοήθεια τοῦ Γέροντά μου, τοῦ π. Ἰσαάκ, κατάλαβα, ὅτι, ὅταν ὁ π. Παΐσιος μοῦ εἶπε ὅτι «ἄν μέ ρωτήση κανείς, ”ποῦ τό βρῆκες αὐτό;” – τό κοντό, τό ροῦχο του – νά πῆς ὅτι σοῦ τό ἔδωσε ὁ ἅγιος Παντελεήμονας», ἐννοοῦσε ὅτι ἀπ᾽ αὐτό τό ροῦχο, ἴσως κάποιοι νά ἐβοηθοῦντο, σέ θέματα ὑγείας κυρίως, γιατί, ὅπως ξέρετε, ὁ ἅγιος Παντελεήμων –  πού εὑρίσκεται καί στό τέμπλο τῆς ἱστορικῆς  ἐδῶ αὐτῆς ἐκκλησίας σας – εἶναι κατ᾽ ἐξοχήν ἰαματικός Ἅγιος.
Τί νά πρωτοαναφέρωμε; Στά δέκα πέντε χρόνια πού ἐγνώριζα τόν Γέροντα, μοῦ εἶπε πράγματα τοῦ παρόντος, μᾶς ἀπεκάλυψε δηλ. πολλά πράγματα τῆς καρδιᾶς μας, ἀπίθανα πράγματα δηλ., ὄχι συμπτώσεις, πράγματα πού καμμία διάνοια δέν θά μποροῦσε νά τά σκεφθῆ, διότι εἶχε ὄντως διορατικό χάρισμα, πρᾶγμα πού πάντα τό ἔκρυβε, βέβαια, καί μόνο ὅταν ὁ Θεός τόν πίεζε, τό ἀπεκάλυπτε, ἀλλά καί τότε μέ ἕναν τρόπο πού νά ἔχη κάποιο ἄλλοθι.
Μοῦ εἶπε, λοιπόν, πράγματα γιά τό μέλλον, πού μοῦ βγῆκαν μετά ἀπό χρόνια, στό ἀπώτερο μέλλον. Π.χ., ὅταν κάποτε  εἶχα κάποιο συγκεκριμένο πρόβλημα, μοῦ εἶπε ὅτι ”αὐτό θά περάση”, καί ἐνῶ, στό ἐγγύς μέλλον, γινόταν τό ἀντίθετο καί εἶχα πιό μεγάλη στενοχώρια γι᾽ αὐτό τό θέμα, μετά ἀπό πολλά χρόνια, στό ἀπώτερο μέλλον, βγῆκαν καί ἐξεπληρώθησαν, μέ μεγάλη ἀκρίβεια, ὅλα ὅσα μοῦ εἶχε προαναγγείλει ὁ Γέροντας.  Καί μάλιστα ἐξεπληρώθησαν μέ ἄλλον τρόπο, πιό ἀνώτερο καί πιό ἀπίθανο ἀπό ἐκεῖνον πού εἶχα πιστέψει τότε, ὅταν μοῦ τά εἶχε πρωτοαναφέρει, ὅτι θά ἐγίνοντο. Γιατί, ὁ Γέροντας ποτέ δέν δημιουργοῦσε ἐντυπωσιασμούς. Εἶχε, λοιπόν, ὄντως καί τό προορατικό χάρισμα.
Μία φορά, εἶχα ἁγιογραφήσει μία εἰκόνα, ἕναν ἀρχάγγελο, καί μοῦ ἐφανέρωσε, μέ πολύ χαριτωμένο τρόπο, σέ ποιόν εἶχα μέσα μου ἀποφασίσει νά δωρήσω ἐκείνην τήν εἰκόνα ὡς εὐλογία, καί τοῦτο χωρίς ἐγώ αὐτό νά τό ἔχω πῆ σέ κανέναν μέχρι ἐκείνην τήν στιγμή. Ἄλλη φορά, μπορεῖ νά πῶ λεπτομέρειες πάνω σ᾽ αὐτό, γιά νά θαυμάσετε τήν γοητεία, τό χιοῦμορ, τήν διακριτικότητα τοῦ Γέροντος. Τώρα, αὐτό μόνο μπορῶ νά πῶ στήν ἀγάπη σας: Ὅταν τόν ρώτησα: «Γέροντα, πῶς τό καταλάβατε;» Μοῦ εἶπε: «Νά, δέν βλέπεις; Τά μάτια τοῦ ἀγγέλου μοιάζουν μέ τά μάτια ἐκείνου πού πρόκειται νά τήν δωρήσης!» Λές κι ἐγώ, καί νά ἤθελα, θά μποροῦσα νά πετύχω τά μάτια ἐκείνου, γιά τόν ὁποῖον ἐπροωρίζετο ἡ εἰκόνα.
Ὅταν, τώρα, ἀπεφασίσαμε καί πήραμε εὐλογία νά μονάσωμε ἐκτός Ἁγίου Ὄρους, στήν ἀρχή, δέν εἶχα εὐλογία ἀπό κανέναν ἀπό τούς δύο Γεροντάδες νά πάω κατ᾽ εὐθεῖαν νά μείνω μόνος μου σέ ἐρημικό μέρος, εὐθύς ἐξ ἀρχῆς. Ἤμαστε τότε 25-26 ἐτῶν.
Ἔτσι, ξεκίνησα, ἀναγκαστικά, ἀπό τήν Θεσσαλονίκη. Ὅταν ὑπηρετοῦσα στήν Θεσσαλονίκη ὡς διάκονος, κάποια στιγμή, τούς εἶπα: «Θέλετε, πρέπει νά πάω, στήν Θεολογική Σχολή;» Καί μοῦ εἶπαν, ἀμφότεροι: «Δέν χρειάζεται. Ἡ σωστή θεολογία εἶναι ἡ καθαρή πνευματική ζωή, κλπ.»
Μετά, μέ τίς πρῶτες συγκυρίες, μετά ἀπό δύο χρόνια, ὅταν πῆρα εὐλογία, πῆγα καί ἐγκαταστάθηκα στό ἐρημικό Μοναστήρι, εἰς τό ὁποῖο εἶμαι ἕως τήν σήμερον, ἀπό τό 1991, δηλ. μέχρι τώρα, ἤδη 22 χρόνια.
Ὅταν ἐκεῖ πρωτοῆλθε ὁ π. Ἰσαάκ καί εἶδε, τότε, τό μέρος, ὅτι ἦταν τέλεια ἐρημιά, χωρίς δρόμο, χωρίς τίποτα σχεδόν, μοῦ λέει: «Ἐδῶ, καλά-καλά δέν μπορῶ νά μείνω ἐγώ – σχῆμα ὑπερβολῆς,  βέβαια -, πῶς ἐσύ μένεις καί σοῦ ἀρέσει μάλιστα;» Τοῦ λέω: «Γέροντα, ὅ,τι πῆτε. Ἀλλά, πρίν ἔλθω, σᾶς ρώτησα, τί πρέπει νά κάνω, πῶς πρέπει νά εἶναι τό μέρος, μοῦ βάλατε κάποιους ὅρους, σᾶς τά περιέγραψα, ἐτήρησα ὅλους τούς περιορισμούς πού μοῦ θέσατε».
(Γιά παράδειγμα, ὁ π. Ἰσαάκ μοῦ εἶχε πῆ νά μή περνάη ὁ δρόμος πού πηγαίνει στό Μοναστήρι ἀπό τό χωριό καί πολλά ἄλλα… Ὁ π. Παΐσιος, μοῦ εἶχε πῆ νά μή κάνω ἔργα τότε, νά μή βάζω ποτέ λουλούδια, κλπ.).
Ἀλλά, τούς εἶπα: «Ὅ,τι πῆτε καί τώρα, νά τό κάνω. Ἅμα θέλετε, ἀκόμα καί νά φύγω». Μοῦ λέει ὁ π. Ἰσαάκ: «Ἐγώ λέω νά μή φύγης, ἀφοῦ σοῦ ἀρέσει. Ἀλλά, τώρα πρέπει νά πᾶς Θεολογική Σχολή. Πρῶτα, ὅμως, ρώτα καί τόν π. Παΐσιο, ἄν πρέπη νά πᾶς. Καί ὅ,τι σοῦ πῆ ἐκεῖνος, κάνε.
Ὁπότε, μέ τήν πρώτη εὐκαιρία, πῆγα καί τόν ρώτησα. Καί μοῦ ἀπήντησε, ὅλως περιέργως, ὁ π. Παΐσιος: « Τώρα νά πᾶς Θεολογική Σχολή». – Γιατί, πιό παληά, πρίν δύο χρόνια, μοῦ εἶχε πῆ: ”Δέν χρειάζεται” -.  Τώρα ὅμως μοῦ εἶπε: <<Νά πᾶς Θεολογική Σχολή, γιά νά ἔχης κι ἕνα χαρτί, νά μάθης καί δύο πράγματα, σάν καλή μέλισσα – νά παίρνης τά ὠφέλιμα δηλ ἀπό ἐκεῖ>>, καταλαβαίνετε τί ἐννοοῦσε…  Καί, μετά, κυρίως, μοῦ τόνισε: «Γιά νά ξεφεύγης, κάπου-κάπου κι ἀπό τήν πολλή ἡσυχία καί νά ἔρχεσαι νά σέ βλέπωμε πιό συχνά. Καί, δέν χρειάζεται νά βιαστῆς  νά τήν τελειώσης».
Ἔκανα, τότε, ὑπακοή, καί πῆγα στήν Θεολογική Σχολή. Ἀλλά, τότε, πολλές φορές, μονολογοῦσα καί ἔλεγα: ”Καλά, ἤμουν δύο χρόνια ἐκεῖ, στήν Θεσσαλονίκη, κοντά στήν Θεολογική Σχολή, καί δέν εἶχα εὐλογία νά γραφτῶ. Καί τώρα, εἶμαι τόσο μακρυά, τόσα χιλιόμετρα μακρυά, καί πρέπει νά πάω στήν Θεολογική Σχολή; Εἶναι καλό αὐτό, τώρα, νά τό κάνω;” Βλέπετε, ὁ ὀρθολογισμός μέ ἐνοχλοῦσε καί τό ταγκαλάκι μέ τσίγκλιζε. Ἀλλά, παρά ταῦτα ἔκανα πρόθυμα ὑπακοή, τό ξεπέρασα καί πῆγα.
Καί, ποῦ θέλω νά καταλήξω μέ ὅλα αὐτά; Τά ἀναφέρω, ἐπειδή συνδέονται, ὅλα αὐτά, μέ τόν π. Παΐσιο καί μέ τόν π. Ἰσαάκ. Θά καταλάβετε περισσότερα σέ λίγο.
Ὡς πρός μέν τόν π. Ἰσαάκ, τήν ἡμέρα πού πῆρα τό πτυχίο, ἑσπερινός Ἁγίας Μαρίνης, ἀνέβηκα στήν Θεσσαλονίκη, καί ἀπό ἐκεῖ πῆγα ἐκεῖ στήν Μονή Τιμίου Προδρόμου Μεταμορφώσεως, στήν Χαλικιδική. Διότι ἐκεῖ, εὑρίσκετο ὁ π. Ἰσαάκ, πού εἶχε βγῆ, τότε, ἀπό τό νοσοκομεῖο. Πῆγα νά τόν δῶ καί νά πάρω  τήν εὐχή του.
Ἐκεῖνος, ἦταν σχεδόν κατάκοιτος. Ἦταν ξαπλωμένος σέ μία καρέκλα τύπου σέζ λόνγκ, καί δέν μποροῦσε νά μιλήση ἀπ᾽ ὅ,τι μοῦ εἶπαν οἱ ἐκεῖ παρευρισκόμενοι. Εἶχα νά τόν δῶ πάρα πολύ καιρό. Ἔ, λοιπόν, τήν στιγμή πού πῆγα νά πάρω τήν εὐχή του, ἐξ ἀποστάσεως, χωρίς νά τόν ἀκουμπήσω γιά νά μή τόν ἐνοχλήσω, γιατί ἐκοιμᾶτο -εἶχα φθάσει κοντά 10 ἑκατοστά – τότε ἀκριβῶς, ἄνοιξε τά μάτια του καί μιλήσαμε ἀρκετή ὥρα οἱ δυό μας. Μοῦ εἶπε πράγματα ὠφέλιμα, καταπληκτικά, συγκινητικά, τόσο συγκινητικά, μπορῶ νά πῶ, ὅσο καμμία ἄλλη φορά δέν μοῦ εἶχε πῆ, πού, ἀπό τήν μία θαύμαζα κι ἀπό τήν ἄλλη ἀποροῦσα: ” Μά, γιατί μοῦ τά λέει, τώρα, αὐτά τά πράγματα ὁ π. Ἰσαάκ;”
Μετά, μοῦ ἐζήτησε νά τόν πάω στήν τουαλέττα, τόν ἐπήγαμε μέ τόν π. Εὐθύμιο, – πού εἶναι τώρα ὁ Γέροντας ἐκεῖ στήν Καψάλα -, ὁ ὁποῖος  ἕως τότε καθόταν διακριτικά καί ὑπάκουα, σέ μία ἀπόστασι πού ἔβλεπε μέν τά δρώμενα, ἀλλά δέν ἄκουγε, τήν συζήτησί μας. Τόν ἐπήγαμε, λοιπόν, ἀμίλητοι στήν τουαλέττα, μέ τόν π. Εὐθύμιο, τόν ἀγαπητό παραδελφό μου. Ἐκεῖ τόν ἐχαιρέτησα μοῦ ἔδωσε τήν εὐχή του καί ἔφυγα ἀπό τήν Μεταμόρφωσι γιά τό Μοναστήρι μου χαρούμενος,  χαρούμενος, πού δέν πατοῦσα στήν γῆ. Γιατί; Γιά νά εἶμαι εἰλικρινής, πίστεψα ὅτι ὁ π. Ἰσαάκ εἶχε γίνει καλά, γιατί εἶχε μεγάλη διαύγεια νοός, κλπ.
Ἐφόσον τόν ἀσπάσθηκα καί ἔφυγα, δέν πρόλαβε νά βγῆ ὁ Γέροντάς μου ἀπό τόν νιπτῆρα τῆς τουαλέττας, λιποθύμησε ἐκεῖ, καί μετά ἀπό λίγο  ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ καί ἀνεχώρησε γιά τήν αἰωνία πατρίδα ὅλων μας, (ἀπ᾽ ὅ,τι μέ ἐπληροφόρησαν τήν ἑπομένη τό πρωί).
Μέ ὅλα αὐτά, θέλω νά πῶ, ὅτι, ἄν δέν πήγαινα Θεολογική Σχολή,  - πρᾶγμα πού τότε, ὅταν μοῦ ἔδωσαν εὐλογία, μοῦ φαινόταν λίγο τρελλό, ὑπερβολικό -, ἤ, ἄν ἐπέμενα καί πήγαινα πιό πρίν, ἴσως, ἀπ᾽ ὅ,τι φάνηκε ἀπό τά γεγονότα, ἄν καί ἐμεῖς δέν μποροῦμε νά ἑρμηνεύσωμε τά κρίματα τοῦ Θεοῦ, νά μήν εἶχα αὐτήν τήν εὐλογία καί τήν παρηγοριά. Καί, αὐτά ἴσως συνέβησαν ἔτσι, γιατί ὅπως λέει καί τό Εὐαγγέλιο, ἐμεῖς οἱ ἀσθενεῖς, ἔχομε ἀνάγκη ἰατροῦ μέχρι καί τῆς τελευταίας στιγμῆς, ἀφοῦ δέν εἴμαστε οἱ ”καλῶς ἔχοντες”. Καί, ὅλα αὐτά  βέβαια, ἔγιναν πάνω καί πέρα ἀπ᾽ ὅλα, ἀπό τήν εὐλογία τοῦ ”παππούλη”, τοῦ π. Παϊσίου.
Τώρα, ὅσον ἀφορᾶ στόν Γέροντα Παΐσιο, μέ ἀφορμή τήν Θεολογική Σχολή, ἰδιαίτερα κατά τήν περίοδο 93-94, πήγαινα τακτικά στήν Σουρωτή καί ἔκανα ἀρκετές, τότε, ἀκολουθίες, Λειτουργίες, κλπ.
Θυμᾶμαι, ὅτι, ὅταν κάναμε ἕνα Εὐχέλαιο καί τήν ὥρα πού ἡ ἀναξιότης μου θά ἔχριε τόν Γέροντα Παΐσιο, ἐκεῖνος, λόγῳ τῆς ἱερωσύνης μου καί τῆς ταπείνωσής του, βέβαια, ἔσκυψε καί φίλησε τό ἁμαρτωλό χέρι μου. Ἐγώ, τότε, κοκκίνισα, τἄχασα, καί ὁ μόνος τρόπος πού μποροῦσα νομίμως νά ἀντιδράσω ἦταν κι ἐγώ, αὐθόρμητα, νά πάρω τήν ἰδική του εὐχή, γιατί εἶχα μπροστά μου ἕναν Ἅγιο, καί νά ἀσπασθῶ κι ἐγώ, ταυτόχρονα, τό δικό του χέρι. Μέ τήν κίνησι, ὅμως, πού ἔκανα γιά νά φθάσω καί νά, ἀσπασθῶ τό δικό του χέρι, ἔγινε μία σύγκρουσις κεφαλιῶν…! Μόνο, πού τό ἕνα ἦταν γεμᾶτο μυαλό, ἤ, μᾶλλον, γεμᾶτο θεία Χάρι, καί τό ἄλλο ἦταν κούφιο, καί ἀπό μυαλό, καί ἀπό Χάρι, καί αὐτό φάνηκε καί ἀπό τόν χτύπο – σχῆμα ὑπερβολῆς, βέβαια.
Ἀποκορύφωμα βέβαια ὅλης αὐτῆς τῆς συγκυρίας, μέ ἀφορμή τήν Θεολογική Σχολή, πού μέ ἔστειλε ὁ π. Παΐσιος, ἦταν νά κληθῶ στήν Μονή τῆς Σουρωτῆς γιά νά κάνω τίς ἀκολουθίες τοῦ Πάσχα, τό 1994, τό τελευταῖο Πάσχα τῆς ἐπί γῆς ζωῆς τοῦ Γέροντα.
Τώρα, τό πῶς πῆρα ἄδεια ἀπό τόν Δεσπότη μου, στήν Λαμία, καί πῶς ἕνας Δεσπότης εἶναι δυνατόν νά ἀφήση ἕναν ἱερέα νά πάρη ἄδεια τό Πάσχα, εἶναι μυστήριο, εἶναι ἀνεξήγητο, τό πῶς ἄνοιγαν οἱ πόρτες. Μάλιστα, μοῦ εἶπε ὁ τότε Σεβασμιώτατος, κυρός Δαμασκηνός: ”Φύγε ἀμέσως, δέν θέλω νά μοῦ ἐξηγήσης κανένα λόγο”. Καί, τότε, τοῦ εἶπα, γιατί τοῦ ἄρεσαν τά ἀστεῖα: ”Φεύγω πρίν τό μετανοιώσετε”.
Πράγματι, ἔφυγα γιατί φοβόμουν νά μή τό μετανοιώση καί νά μήν ἐπηρεασθῆ.  Εἶχα προετοιμασθῆ νά τοῦ πῶ πολλά ἐπιχειρήματα, μήπως καί μέ ἄφηνε νά πάω ἐκεῖ, στήν Σουρωτή, ἀλλά δἐν χρειάσθηκε.
Καί θυμᾶμαι ὅλα ὅσα ἔγιναν ἐκείνη τήν Μεγάλη Ἑβδομάδα, στήν Σουρωτή τά συγκινητικώτατα, καί ἰδιαίτερα τήν Μεγάλη Πέμπτη τό πρωΐ, στήν Λειτουργία, στήν ἀκολουθία, καί κατά τήν ἀκολουθία τῆς Ἀναστάσεως, πού αὐτές ἔγιναν χωρίς κόσμο, ἐννοεῖται. Ἔγιναν παρουσίᾳ μόνον τοῦ Γέροντος καί τῆς ἀδελφότητος ἐκεῖ, στό παρεκκλήσι τῶν Ταξιαρχῶν, τῶν Ἀρχαγγέλων.
Τί νά πρωτοαναφέρω, ἀπό ὅσα ἐπιτρέπονται, βέβαια. Ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ὁ π. Παΐσιος ἔπαιρνε τό Ἅγιο Φῶς κι ἐνῶ ἔψελνε τόσο σιγά, ἐνόμιζες ὅτι βοᾶ πρός τόν Κύριο. Ὅπως τότε πού εἶπε ὁ Θεός στόν Μωϋσῆ ”τί βοᾶς πρός με;” κι ὁ Μωϋσῆς μιλοῦσε ἀπό μέσα του. Πῶς σιγόψελνε σέ ὅλην τήν ἀκολουθία… Ὁ τρόπος πού ἔλεγε τά ”Ἀληθῶς Ἀνέστη!” Ἡ εὐλάβειά του. Οἱ σταυροί του. Τό ὕφος του, οἱ κινήσεις του, τά πάντα του. Τό πῶς κοινωνοῦσε ἀπό τήν ἀναξιότητά μου. Μᾶς ἔπιανε ἕνα τρέμουλο… Ἡ καρτερία του, πού ἔδειχνε στούς πόνους. Ἡ ὅλη φερέπονος διάθεσίς του, κλπ., γιατί, τότε, εἶχαν ἀπομείνει μόνο 25-30 κιλά βάρος στό σῶμα του.
Φυσικά, μοῦ μένει ἀξέχαστη ἡ τελευταία συνάντησις πού εἴχαμε μετά τόν Ἑσπερινό τῆς Ἀγάπης, ὅπου, μεταξύ τῶν  ἄλλων, μοῦ ἔλεγε τί τοῦ εἶχαν πῆ οἱ γιατροί. Οἱ γιατροἰ τοῦ εἶπαν, ὅτι ὁ καρκῖνος θά ἔκανε μετάστασι καί θά πήγαινε ἀπό τό Α ὄργανο, στό Β, στό Γ, στό Δ…. στό Ν, παντοῦ. Ἔτσι τοῦ εἶχαν πῆ οἱ γιατροί, γιατί ἤθελε νά μάθη καί τήν ἀλήθεια. Καί, τότε ὁ π. Παΐσιος ἀπήντησε χαριτωμένα, ἀναστάσιμα, εὐχάριστα: «Ἄς πάη ὅπου θέλει ὁ καρκῖνος, ἀρκεῖ ἐδῶ νά μή πάη» εἶπε δείχνωντας τό κεφάλι του. Δηλ., ἐννοοῦσε ἀρκεῖ νά μή πειραζόταν ὁ νοῦς του, γιά νά ἔχη καλή ἀπολογία. Γιατί, μοῦ ἔλεγε: ”Δέν ἔχει σημασία τό πότε θά φύγωμε. Σημασία ἔχει νά εἴμαστε πάντοτε ἕτοιμοι».
Μετά ἀπ᾽ αὐτό, εἶπε στούς γιατρούς: «Μέ κάνατε ἀστροναύτη, μέ τά ὀξυγόνα, μέ τό α´ καί μέ τό β´… Τώρα, ὅμως, ἐτελείωσε ἡ ἀποστολή σας. Τώρα ἀρχίζει ἡ δουλειά τοῦ Θεοῦ». Κι ἐγώ τόν ρώτησα: «Γέροντα, γιατί τά κάνατε, ὅλα αὐτά τά πράγματα, ἀφοῦ δέν θέλατε νά τά κάνετε;» Καί μοῦ ἀπήντησε: « Ἔτσι εἶπε ὁ Παναγιώτατος, ὁ Πατριάρχης». Κι ἐγώ, ἀπό ἀφέλεια, βέβαια, τοῦ λέω: «Ἔ, καί; Αὐτό εἶναι θέμα προσωπικό σας. Δέν εἶναι ἐκκλησιαστικό θέμα». Καί μοῦ ἀπήντησε: «Εἶναι ἀσέβεια. Ὅταν δέν ὑπάρχη πρόβλημα πίστεως, ὀφείλομε νά κάνωμε ὑπακοή» (στά ἄλλα θέματα, δηλ.) Ἔτσι μοῦ εἶπε τότε καί διάφορα ἄλλα…
Ἀλλά, καταλήγω ἐκεῖ πού ξεκίνησα. Ἐάν δἐν ἔκανα παράλογη ὑπακοή νά πάω Θεολογική Σχολή, προφανῶς, μᾶλλον δέν θά εἶχα αὐτές τίς πολλές καί ἄλλες εὐλογίες καί πνευματικές παρηγοριές πού εἶχα – ἀναξίως πάντα -, γιά τίς ὁποῖες, βέβαια, εἴμαστε ἀναπολόγητοι. Ἐλπίζομε ὅμως στίς εὐχές τοῦ Γέροντα.
Ἀνάλογες, ἀνεξίτηλες παραστάσεις ἀπό τόν παππούλη, ἔχομε, ἐννοεῖται, καί ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος, πού ζοῦσε ἐκεῖ σάν καιομένη λαμπάδα. Ἀπό ἐκεῖ, π.χ., ἔχω μία κασέττα, ἀπό τήν ἀκολουθία τῆς Ἀναστάσεως, στό Κελλί τοῦ π. Ἰσαάκ, ὅπου πάντα ἔκανε Πάσχα ὁ Γέροντας. Τότε, ἤμουν δόκιμος, ἀλλά καί ἄλλες φορές, ὡς φοιτητής, εἶχε τύχει νά κάνω ἐκεῖ Πάσχα. Ὅλοι ἤμασταν συγκινημένοι ἀπό τήν παρουσία τοῦ Γέροντα, ὁ ὁποῖος  ἐρχόταν ἀπό τό πρωί τοῦ Μεγάλου Σαββάτου καί μᾶς διηγιόταν εὐχάριστα, ὠφέλιμα περιστατικά.
Ὁ Γέροντας, ὅταν ἔψελνε, ἔψελνε ἀπό τά φυλλοκάρδια τῆς καρδιᾶς του. Ὅταν μάλιστα κάποιοι τοῦ ἔλεγαν ”Γέροντα ψάλε κάτι κι ἐσύ”, ἔλεγε ”ἄ, ἐγώ δέν θέλω νά ψάλω κάτι γιατί θέλω νά ψέλνω συνέχεια”, δηλ. συνεχῶς. Πράγματι, σιγόψελνε σ᾽ ὅλην τήν ἀκολουθία ἐκεῖ στήν Λιτή – ἄς τήν ποῦμε ἔτσι – τοῦ παρεκκλησιοῦ τοῦ Κελλιοῦ, τοῦ π. Ἰσαάκ.
Μάλιστα, ἐκεῖ ἦταν κι ἕνας Λιβανέζος, – γιατί ἤμαστε εἴκοσι πέντε περίπου ἄτομα ἐκ τῶν ὁποίων δύο ἦσαν Λιβανέζοι – καί τοῦ εἶπε ὁ π. Παΐσιος ”νά διαβάσετε τίς Πράξεις καί στά Ἀραβικά”. Καί τοῦ ἀπαντᾶ ὁ Λιβανέζος ”μά, Γέροντα, δέν εἶναι σωστό, γιατί ὅλοι ἐσεῖς εἶστε Ἕλληνες, δέν θά καταλαβαίνετε τίποτε ἀπό τά Ἀραβικά”. Καί λέει ὁ π. Παΐσιος: ”Καλύτερα, γιά νά μήν ἔχωμε καί εὐθύνη ἐν ἡμέρᾳ Κρίσεως”…. Ἔλεγε κι ἄλλα τέτοια χαριτωμένα.
Κάποια στιγμή, τοῦ εἶπε ἕνας Λιβανέζος: «Γέροντα, νά σέ βγάλω ”μία” φωτογραφία;” Κι ὁ Γέροντας τοῦ λέει: «Πονηρούλη, ”μία” στά Ἀραβικά, σημαίνει 100”!
Ἦταν ἄνοιξις, ἄκουγε τά πουλιά ἔξω νά κελαϊδᾶνε καί μέ ρωτάει: ”Τί λένε, τώρα, τά πουλάκια;” ”Ποῦ νά ξέρω Γέροντα;” τοῦ λέω. «Εὐλογημένε, λένε τό ”Χριστός Ἀνέστη!”»
Θυμᾶμαι, τό 1994, ὅταν ἐκοιμήθη ὁ π. Παΐσιος, ἦλθε στήν Καψάλα καί μᾶς ἐνημέρωσε ἕνας κύριος Ἰωάννης Μπονέλης, πού ἔχει μαγαζί στήν πλατεία Ἁγίας Σοφίας, στήν Θεσσαλονίκη. Ὅταν μᾶς ἐνημέρωσε ὅτι ἐκοιμήθη ὁ π. Παΐσιος, θυμᾶμαι, μοῦ ἔκανε ἐντύπωσι, πῶς πετάχθηκε, ἀπό τήν καρέκλα του, σάν ἐλατήριο, ὁ π. Ἰσαάκ. Γίναμε ὅλοι βουβοί, ἄφωνοι, ἀμίλητοι.Ἐγώ, τότε, πῆγα πρός τό δάσος καί ἔκλαιγα ἀσυγκράτητα καί ἀσταμάτητα. Μονολογοῦσα καί ἔλεγα: ”Γλυκέ μου πατερούλη Παΐσιε, σέ τούτη τήν ζωή δέν θά σέ ξαναδῶ, ποτέ, ποτέ”.
Περιττό νά πῶ, ὅτι τό ὄνομα Ἀρσένιος τό πῆρα μέ δική του εὐλογία καί τό ὁποῖο διετήρησα καί μετά τήν μεγαλοσχημία.
Τώρα, ὅσον ἀφορᾶ γιά κάποια πράγματα πού εἶπε ὁ Γέροντας καί γιά διάφορα θέματα τοῦ μέλλοντος, – τό λέω αὐτό ἐπειδή γίνονται διάφορες συζητήσεις, πού πολλές ἀπό αὐτές εἶναι ἄστοχες -, ἀπό αὐτά πού εἶπε ὁ Γέροντας, ὅ,τι ὄντως ἔγραψε ὁ ἴδιος ὁ Γέροντας, ὅ,τι ὄντως εἶπε ὀ ἴδιος, αὐτά μόνο νά κρατήσωμε. Ἀκόμη, κι ἄν φαινόντουσαν, κάποια ἀπό ἐκεῖνα πού εἶπε, ξεκάθαρα καί συγκεκριμένα, ἄν καί φαινόντουσαν ἔτσι, τί ἀκριβῶς ἐννοοῦσε ὁ Γέροντας, μόνον ὁ Θεός καί ὁ Γέροντας γνωρίζουν. Τό νά ἑρμηνεύωμε, ἐμεῖς οἱ ἐμπαθεῖς καί ἁμαρτωλοί, Ἁγίους, εἶναι, τό ὀλιγώτερο, παρακινδυνευμένο.
Ἐμεῖς, πάντως, πού γνωρίσαμε, ἀπό πολύ κοντά τόν Γέροντα Παΐσιο, εἴμαστε σίγουροι, ὅτι εἶναι μεγάλος Ἅγιος. Τήν εὐχή του νά ἔχωμε.
Ἔχω γράψει ἕνα ποιηματάκι, τό ὁποῖο θά σᾶς τό διαβάσω στό τέλος τῆς ὁμιλίας μας. Ἄλλωστε, μοῦ ἐζητήθη νά κάνω ἐκτενῆ ὁμιλία.
Ἐκεῖ, σέ κάποιο στίχο, ἔχω γράψει κάποια λόγια πού μοῦ εἶχε πῆ ὁ ἴδιος ὁ Γέροντας. Εἶναι αὐτά: «Ὅσες σάλτσες ἄκουσα στήν ζωή μου, δέν εἶναι τίποτε μπροστά σέ ἐκεῖνες πού θά κυκλοφορήσουν μετά τήν κοίμησί μου». Τό ποίημα θά σᾶς τό διαβάσω σέ λίγο.
Νά εἴμαστε, λοιπόν, πολύ προσεκτικοί, ἕως ἀρνητικοί, σέ μή ἔγκυρα βιβλία πού γράφουν κάποιοι περί προφητειῶν Γέροντος Παϊσίου καί σέ ἀναξιόπιστα θαύματα καί συναφῆ θέματα.
Ἐπειδή ὅμως πέρασε ἡ ὥρα καί δέν ὑπάρχει χρόνος, δέν μπορῦμε νά ἀναφέρουμε διάφορα ἄλλα ψυχωφέλημα καί διδαχές τοῦ Γέροντα, ἄλλωστε θά πῶ κάποια ἀπό αὐτά ἐντός ὀλίγου στήν ραδιοφωνική συνέντευξη.
Γι᾽ αὐτό κρίνω σκόπιμο εὐθύς ἀμέσως νά σᾶς διαβάσω ἕνα ποιηματάκι, πού ἔχω γράψει τόν Ἰούλιο τοῦ 2008, καί εἶναι ἕνα σύντομο ἀφιέρωμα, ἕνα προσωπικό ἀφιέρωμα στόν Γέροντα Παΐσιο, τό ὁποῖο περιέχει μέσα δικά του λόγια, δικές του διδαχές, ὅπως μοῦ τίς εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Γέροντας.
Λοιπον, σᾶς διαβάζω τό ποίημα, πού ἔχει δικά του λόγια. Εἶναι, βέβαια, προσωπική ἀφιέρωσι:

Γέροντα, ὁρόσημο γιά μέ ἤσουν στήν ζωή μου,
μικρό παιδί σέ γνώρισα καί ἀγαλλίασε ἡ ψυχή μου.
Πόσα δέν μοῦ δίδαξες καί πόσα δέν μοῦ εἶπες,
πόσες φορές μέ μάλλωσες καί μόνο δίκιο εἶχες.
Ἐμπρός στήν ἅγια σου μορφή, στό ταπεινό καλύβι,
ἦλθα ἀμέτρητες φορές σάν τό μικρό σπουργίτι.
Μέ σπασμένα τά φτερά, μέ μάτια βουρκωμένα,
μέ λογισμούς ἀμέτρητους ἦλθα κοντά σέ σένα.
Ἅγια λόγια μοῦ ἔλεγες, διδαχές καί πόσα ἄλλα,
καί μέ καινούργια τά φτερά γύριζα στήν Καψάλα.
Ἀπογοήτευσι, τυχόν, πίκρες κι ἀπελπισία,
ὅλα ἐσύ μοῦ τἄπαιρνες καί σκόρπιζες εὐωδία.
Ἀντλοῦσα δύναμι ἀπό σέ γιά νά συνεχίσω,
καί στόν δικό μου Γολγοθᾶ γιά νά περπατήσω.
Ὑπακοή μου ἔλεγες, ταπείνωσι, μετάνοια,
ἔτσι θά πολεμήσουμε μέ ὅλα τά ταγκαλάκια.
Κι ἄν ρίχνη σφαῖρες ὁ διάβολος, ἔλεγες, τίς ρίχνει στόν ἀέρα,
ἀρκεῖ ἐμεῖς νά ἔχουμε ἀλεξίσφαιρα πνευματικά γιλέκα.
Ἔλεγες Γέροντα καλέ, χωρίς κόπο καί δάκρυ,
δέν ἀξιώνει ὁ Θεός νά πάρωμε στεφάνι.
Ταπείνωσι, ἄσκησι, ὑπακοή, νηστεία, προσευχή καί ἀγρυπνία,
ἡ ἀσπίδα γιά τόν διάβολο, ὁ δρόμος γιά τήν σωτηρία.
Ἔλεγες γιά μοναχό ἀμελῆ, πού στό τέλος ἔγινε Ἅγιος,
ἔλεγες γιά μοναχό ἐπιμελῆ, πού τόν κόλασε ὁ πλᾶνος.
Πολλές ἐκπλήξεις θά ἔχουμε στήν οὐράνια Βασιλεία,
ἐδῶ κάποιοι θά φοροῦν τά Σχήματα, ἐκεῖ ἄλλοι θἄχουν τά πρωτεῖα.
Μήν ἀναπαύεται ὁ μοναχός, ποτέ μήν ξεθαρρεύει,
μέχρι τά τελευταῖα του ὁ διάβολος παραμονεύει.
Ὥσπου νά φύγη ἀπ᾽ τήν ζωή πάντοτε νά παλεύη,
καί μόνο ὅταν ἡ ψυχή του βγῆ, ὁριστικά ἀπ᾽ τόν διάβολο ξεμπερδεύει.
Ἔλεγες, μοναχοί εἴμαστε, θά μᾶς συκοφαντήσουν,
θά μᾶς διαβάλουνε, θά μᾶς διασύρουν.
Ἀκόμη καί ἀδελφοί, ἴσως μᾶς ἀδικήσουν,
μᾶς κατηγορήσουνε καί μᾶς ἀμφισβητήσουν.
Ἐμεῖς  μέ τήν προσευχή καί μέ τό κομποσχοίνι,
ἀδιάφοροι νά μείνουμε στοῦ πειρασμοῦ τό χατῆρι.
Νά μᾶς φωτίζη ὁ Θεός καί νά μᾶς χαριτώνη,
μέ ἀγάπη καί ὑπομονή νά μᾶς δυναμώνη.
Ἄν ἐπιτρέψη ὁ Θεός, τίποτα μή φοβᾶσαι,
ὅποιοι πειράξουν μοναχό διπλᾶ νά τούς λυπᾶσαι.
Εἶν᾽ ὁ Χριστός μας ἀρχηγός, Ἐκεῖνος θά νικήση,
αὐτόν τόν πλᾶνο, τόν κακό, στό τέλος θά τόν σβήση.
Ἐμεῖς μέ πόνο νά εὐχώμαστε γιά ὅσους μᾶς φθονήσουν,
νά τούς ἐλεήση ὁ Θεός καί νά μετανοήσουν.
Ἔλεγες, ἀκοῦνε φῆμες καί τρέχουνε σέ διορατικούς γεροντάδες.
Εἶν᾽ ἐπικίνδυνο αὐτό καί πέφτουνε σέ πλᾶνες.
Ὁ διάβολος τήν παγίδα του τήν ἔχει καλά στημένη,
συμπτώσεις διάφορες καί τούς παγιδεύει.
Ἀκοῦνε λόγια τοῦ μυαλοῦ, λόγια ἁπλᾶ μονάχα,
καί κοροϊδεύει ὁ διάβολος ὅτι κατεβήκανε ἀπό τά οὐράνια.
Ἡ διόραση δέν φαίνεται, εἶναι καλά κλεισμένη,
κι ἄν κάποιος τήν ἔχη, τήν ἔχει κλειδωμένη.
Ἔλεγες ”λένε λόγια πολλά, λόγια πού δέν τά εἶπα”.
Νά τούς ἐλεήση ὁ Θεός, Κρῖμα! Μεγάλο Κρῖμα!
Διαδίδουν διάφορα, δῆθεν τά εἶπε ὁ Παΐσιος,
ἐνῶ τούς ὑπαγορεύει ὁ ἑαυτός τους ὁ Πλανήσιος.
”Τό ὄνομά μου, ἔλεγες, κάποιοι θά χρησιμοποιοῦνε,
ἐγώ, ὅμως, παρακαλῶ, τό φρόνημά μου νά ἀσπασθοῦνε”.
”Πολλά παλαβά ἄκουσα στήν ζωή μου, μά αὐτά δέν εἶναι τίποτε, ἔλεγες,
ἐμπρός σέ ἐκεῖνα πού θά κυκλοφορήσουνε μετά τήν κοίμησί μου.
Μπορῶ ἀμέτρητα νά πῶ, μά δέν θά ὠφελήσω,
δέν ξέρουν τήν μετάφραση καί δέν θά βοηθήσω.
Γέροντα, ὅσα ἔλεγες, τά ἔλεγες ἀπό ἀγάπη,
δέν ἦταν λόγια ἀνθρώπου ἁπλᾶ, τά εἶχες ζήσει σέ θεωρία καί πράξη.
Καί πόσα ἄλλα ἔκρυβες κανείς μας δέν θά μάθη,
ἀπό τήν ἄγνωστη ἅγια σου ζωή λίγα ψίχουλα ἔχουμε πάρει.
Δέν εἶχες δικό σου ὑποτακτικό ποτέ σου στό Καλύβι,
καί ἀδιάκοπα προσευχόσουνα στῆς Παναγιᾶς μας τό καντῆλι.
Ἔλεγες, τοῦ κόσμου εἶμαι ὑποτακτικός καί σάν στρατιώτης μοναχός,
στόν πόνο τῶν ἀνθρώπων εἶμαι ἄγρυπνος φρουρός.
Δέν μίλαγες, Γέροντα, γιά σέ, εἶχες ταπείνωση μεγάλη,
πόσες πίκρες ἄραγε, πόσες νά εἶχες πάρει;
Δέν εἴμαστε ἄξιοι, Γέροντα, παιδιά σου νά κληθοῦμε,
ἀλλά στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ ἐμεῖς εὐελπιστοῦμε.
Σέ εὐγνωμονῶ, Ἅγιε Γέροντα, θά σέ εὐλαβοῦμαι αἰώνια,
ἐσύ μέ προστάτεψες στά δύσκολά μου χρόνια.
Σέ σέ ὀφείλω, Γέροντα, ὅλα τά Σχήματά μου,
Σέ σέ ὀφείλω, Γέροντα, ”Ἀρσένιος” τ᾽ ὄνομά μου.
Γέροντα, ὅ,τι καί νά πῶ εἶναι πτωχά τά λόγια,
ἀπό καρδιᾶς σ᾽ εὐχαριστῶ γιά τά ὠφέλιμά σου λόγια.
Ἐκεῖ ψηλά στά Οὐράνια, εὔχου γιά μένα, Γέροντα,
νά μέ φωτίση ὁ Θεός νἄχω Καλή Μετάνοια.
Γέροντα, εὔχου καί γιά μᾶς, μιά μέρα νά βρεθοῦμε,
ἐκεῖ στήν Ἄνω Ἱερουσαλήμ νά συναντηθοῦμε».

Τήν εὐχή του νἄχουμε.
Αὐτά, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί.
Τό Κεφάλαιο ”Γέροντας Παΐσιος” εἶναι ἀνεξάντλητο.
Ἐλάχιστα πράγματα ἐθίξαμε εἰς τήν ἀγάπη σας. Βέβαια, τό πιό ὠφέλιμο εἶναι νά μιμηθοῦμε, ὄχι βέβαια τά κατορθώματά του, πού εἶναι ἀδύνατον νά τά πλησιάσωμε, ἀλλά, σιγά-σιγά, τό ταπεινό του φρόνημα, τήν ἀνιδιοτελῆ του ἀγάπη, μετά διακρίσεως, γιατί, ὅπως μᾶς ἔλεγε χθές καί ὁ σεβαστός Γέροντας Θεόκλητος, ὅλοι μας μιλᾶμε γιά τούς Ἁγίους καί για τόν π. Παΐσιο, ἀλλά σημασία δέν ἔχει νά ἀναφέρωμε τόσο τά κατορθώματα τῶν Ἁγίων – εἶναι βέβαια καί αὐτό, καί νά τούς ἐπικαλούμεθα -, ἀλλά τό πιό ὠφέλιμο γιά μᾶς εἶναι νά μιμούμεθα τό φρόνημά τους, μετά διακρίσεως βέβαια, καί τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἁγίασαν, μέσα ἀπό πολλούς πειρασμούς, ἀπό θλίψεις, γιατί ὅλοι μας ζηλεύομε τά χαρίσματα τῶν Ἁγίων, ἀλλά ἐπ᾽ οὐδενί δέν θέλομε νά ὑποστοῦμε τίς θλίψεις τους καί νά ὑποβληθοῦμε στόν πνευματικό κόπο καί ἱδρῶτα γιά νά ἀπεκδυθοῦμε, μέ πόνο καί ὀδύνη, στήν ἀρχή, τόν παλαιό μας ἄνθρωπο. Γιατί αὐτό εἶναι ἐκεῖνο πού τελικά μᾶς σώζει. Οὔτε τά χαρίσματα μᾶς σώζουν, οὔτε οἱ βίοι τῶν Ἁγίων, ἄν ἐμεῖς δέν ἀποκτήσωμε πνευματικούς καρπούς.
Τώρα, ἐσεῖς  ὅλοι οἱ Κονιτσιῶτες, ἔχετε ὑψίστη εὐλογία πού ἐδῶ μεγάλωσε καί ἀσκήτεψε ὁ Γέροντας Παΐσιος, γιατί, ναί μέν τόν ἐκαρπώθησαν τά πέρατα τῆς οἰκουμένης, ἀλλά, ἐδῶ ἀνδρώθηκε πνευματικά, ἐδῶ εἶχε τούς πρώτους καϋμούς καί τούς ἀναστεναγμούς, κι ὡς μοναχός, ἐδῶ,  εἶχε τίς πρῶτες θεϊκές ἐμπειρίες. Μποροῦμε νά ποῦμε, ἐδῶ ἔγινε Ἅγιος, καί, ὅπου ἀλλοῦ πῆγε ἦταν ἕνας ”ἕτοιμος Ἅγιος”. Βέβαια, ὅσον ἀφορᾶ γιά ἕνα τόπο, πιό μεγάλη ἀξία ἔχει ποῦ κανείς ἀνδρώνεται καί ποῦ ὡριμάζει πνευματικά, καί ὄχι τόσο ποῦ προσφέρει πνευματικά. Γιατί, ἄν ἀνδρωθῆς κάπου, μετά, ὅπου καί νά εἶσαι, ἐκπέμπεις στά πέρατα τῆς οἰκουμένης καί μόνο μέ τήν προσευχή σου.
Ἔτσι, λοιπόν, ὅλοι ἐσεῖς ἔχετε ὑψίστη εὐλογία γιατί, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, δέν ξέρομε ποιόν ἄνθρωπο εἴχαμε ἀνάμεσά μας. ῎Εχετε καί ἔχομε ὑψίστη εὐλογία, ὅλοι ἐσεῖς οἱ Κονιτσιῶτες, πού μεταξύ σας εὑρίσκονται καί οἱ πιό πολλοί συγγενεῖς του, ἀλλά καί ὅλοι μας, καί ἐσεῖς καί ἐμεῖς, ἔχομε τήν ἀνάλογη εὐθύνη, γιατί ναί μέν οἱ Ἅγιοι μᾶς βοηθοῦν μέ τήν εὐχή τους, μέ τό παράδειγμά τους, μέ τήν διδασκαλία τους, ἀλλά ἀπό ἐμᾶς, τελικά, καί μόνο ἀπό ἐμᾶς, ἐξαρτᾶται ὅλα αὐτά νά ἐνεργοποιηθοῦν γιά προσωπικό μας λογαριασμό ἀνάλογα μέ τήν δεκτικότητά μας. Γιατί αὐτός εἶναι ὁ τελικός μας σκοπός, νά ἑνωθοῦμε ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι μέ τόν Χριστό. Ἡ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι δηλ. χριστοποίησίς μας.
Οἱ Ἅγιοί μας αὐτό θέλουν καί γι᾽ αὐτό πρεσβεύουν νά ἑνωθοῦμε μέ τόν ἐν Τριάδι ἕνα Θεό, νά ἑνωθοῦμε μέ τίς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ.
Εὐχαριστῶ πάρα πολύ τήν ἀγάπη σας, εὐχαριστῶ πάρα πολύ γιά τήν ἐδῶ φιλοξενία σας, γιά τήν ὑπομονή σας, πού πολλοί ἀπό σᾶς ἤσασταν καί ὄρθιοι, γιά τήν ἀνοχή σας, νά συγχωρῆτε τίς ἀτέλειωτες ἀδυναμίες μου, καί σᾶς παρακαλῶ πάρα πολύ νά εὔχεσθε γιά τήν ἀναξιότητά μου. Εὐχαριστῶ καί πάλι. Νά εἶστε καλά.
π. Ἰωήλ: Τελειώνοντας, ἔτι ἅπαξ, νά εὐχαριστήσωμε τόν σεβαστό μας Γέροντα Ἀρσένιο, ὁ ὁποῖος εἶναι ἕνας ἄγρυπνος φρυκτωρός τῶν πατρίων παραδόσεων καί ἕνας ἀγγελιοφόρος τῆς Χάριτος, νά μᾶς θυμᾶται πάντοτε στήν προσευχή του, ἀλλά καί στήν Ἱερά Πρόθεσι. Καί τώρα θά σᾶς παρακαλέσω γιά κάτι, τό ὁποῖο ἐννοεῖται ὅτι ἔχετε ἀντιληφθῆ, νά μήν τόν ἀπασχολήσετε καθόλου, μά καθόλου. Κανείς. Φεύγουμε κατ᾽ εὐθεῖαν, γιατί ἔχει ἀποστολή ὁ ἄνθρωπος. Πήρατε τήν εὐλογία του, καί ἀπό τήν Λειτουργία, καί ἀπό τόν λόγο του.
π. Ἀρσένιος: Εὐχή νά πάρετε ἀπό τόν Γέροντα Θεόκλητο.
Τώρα θυμήθηκα, καί κάτι σχετικό πού εἶχε πῆ μία φορά ὁ π. Παΐσιος. Ὅταν ἔλειπε σίδηρος ἀπό τόν Γέροντα Παΐσιο, ἀπό τήν ὑπερβολικἠ ἄσκησι, τοῦ εἶπαν οἱ γιατροί: ”Γέροντα, νά πάρετε σίδηρο”. Καί ἐδῶ εἶναι τό ἀκόλουθο χαριτωμένο του ἀστεῖο, μέσῳ τοῦ ὁποίου ἔδειχνε τήν ἀγάπη του καί τήν εὐλάβεια του πρός τόν Γέροντα Θεόκλητο. Εἶπε, τότε, ὁ π. Παΐσιος: «Νά στείλετε σίδηρο στόν Γέροντα Θεόκλητο, γιατί αὐτός τώρα χτίζει μοναστήρι γιά τόν Ἅγιο Ἀρσένιο, – εἶναι τό πρῶτο Μοναστήρι  ἀφιερωμένο στόν Ἅγιο -, καί ἔχει αὐτός πιό πολλή ἀνάγκη ἀπό σίδηρο ἀπ᾽ ὅ,τι ἔχω ἐγώ».
Μάλιστα, ὁ π. Παΐσιος εἶναι ὁ πρῶτος πού ὑπέδειξε καί εὐλόγησε τό μέρος ἐκεῖ τῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Ἀρσενίου τοῦ Καππαδόκου καί τό ἐπεσκέπτετο. Καί τό μέρος ἐκεῖ ἔχει Χάρι ὄχι μόνο ἀπό τόν Ἅγιο Ἀρσένιο, ἀλλά καί ἀπό τόν σεβαστό μας Γέροντα Παΐσιο. Γι᾽ αὐτό, κι ὅταν πηγαίνωμε ἐκεῖ, ἐκτός ἀπό την ἀγάπη τοῦ Γέροντος Θεοκλήτου καί τῶν πατέρων, αἰσθανόμαστε καί τήν εὐλογία τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος Παϊσίου.
π. Ἰωήλ: Καλή δύναμι καί εἰς ὁδόν εἰρήνης.

Ἀρχιμανδρίτης Ἀρσένιος Κατερέλος
Ἡγούμενος Ἱ. Μονῆς Ἁγ. Νικολάου Δίβρης Φθιώτιδος
(ὁμιλία μετά τήν Θεία Λειτουργία στόἐξωκκλῆσι τῆς Ἁγίας Βαρβάρας Κονίτσης 13-07-2013)

Related Posts

Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2014

Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης: Περί θείων ονομάτων (Κεφάλαιο 2)

Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης: Περί θείων ονομάτων (Κεφάλαιο 2)

 
 
Περί ηνωμένης και διακεκριμένης θεολογίας και περί του ποια είναι η θεία ένωσις και διάκρισις
1. Η αυτοαγαθότης(1) υμνείται από τα Λόγια ότι ορίζει και αποκαλύπτει τι είναι στην ολότητά της η θεαρχική ύπαρξις. Τι άλλο είναι δυνατό να μάθεις από την ιερή θεολογία, όταν λέγει ότι η ίδια η θεαρχία εδίδαξε, "τι μ' ερωτάς περί του αγαθού; κανένας δεν είναι αγαθός παρά μόνο ο Θεός"(Ματθ. 19, 17) .
Τούτο βέβαια έχει εξετασθεί και σε άλλο έργο μας κι έχει αποδειχθεί εκεί ότι όλες οι θεοπρεπείς θεωνυμίες υμνούνται από τα Λόγια πάντοτε όχι ξεχωριστά κατά υποστάσεις αλλά για όλη τη θεότητα, τελεία και ολόκληρη και πλήρη, και ότι όλες αυτές οι θεωνυμίες αποδίδονται αμερίστως, απολύτως αδιακρίτως, ολοκληρωτικώς, σε όλη την ολότητα της ολοτελούς και πλήρους θεότητος.

Όπως πράγματι εδηλώσαμε στις Θεολογικές Υποτυπώσεις, όποιος δεν δέχεται ότι το πράγμα τούτο έχει λεχθεί για όλη την θεότητα, βλάσφημεί και τολμά να ξεσχίσει την υπερηνωμένη ενάδα. Θα τονίσομε λοιπόν ότι τούτο πρέπει να εκληφθεί για το σύνολο της θεότητος. διότι ο ίδιος ο αγαθοφυής Λόγος είπε: "εγώ είμαι αγαθός"(Ματθ. 20, 15), και κάποιος από τους θεολήπτους προφήτες υμνεί το αγαθό Πνεύμα(Ψαλμ. 142, 10). Επίσης το "εγώ είμαι ο Ων"(Εξ. 3, 14), αν δεν δεχθεί κανείς ότι αποδίδεται σε όλη τη θεότητα, αλλά το εκβιάσει να περιγράψει ένα μέρος της, πώς θα εννοήσει το, "τάδε λέγει ο ων, αυτός που ήταν, ο ερχόμενος, ο παντοκράτωρ"(Αποκ. 1, 4), και "εσύ είσαι ο ίδιος"(Ψαλμ. 101, 28) και "το Πνεύμα της αληθείας, το ον, το οποίο εκπορεύεται από τον Πατέρα"(Ιω. 15, 26); Και αν δεν δέχεται ότι η θεαρχική ζωή είναι ενιαίο σύνολο, πώς θα είναι αληθινός ο ιερός λόγος που είπε, "όπως ο Πατήρ εγείρει τους νεκρούς και ζωοποιεί, έτσι και ο Υιός όποιους θέλει τους ζωοποιεί"(Ιω. 5, 21) και "ότι το Πνεύμα είναι αυτό που ζωοποιεί"(Ιω. 6, 64);  Εξ άλλου ότι και την κυριότητα των όλων έχει η σύνολη θεότης είναι εντελώς σαφές για την πατρική και υιική θεότητα. διότι το όνομα Κύριος αποδίδεται στον Πατέρα και στον Υιό σε τόσα σημεία της θεολογίας, ώστε, νομίζω, δεν είναι δυνατό ούτε να τα αναφέρει κανείς. αλλά λέγεται επίσης ότι "ο Κύριος το Πνεύμά εστιν"(Β΄ Κορ. 2, 17).

Και το καλό όμως και το σοφό, αποδίδεται σε ολόλκηρη τη θεότητα, ενώ επίσης και το φως και το θεοποιό και το αίτιο, και όλα όσα ανήκουν στην ολική θεαρχία, από τα Λόγια μεταφέρονται σε όλη τη θεαρχική υμνωδία, περιληπτικώς μεν, όπως όταν λέγει "τα πάντα προέρχονται από το Θεό"(Α΄ Κορ. 11, 12), διεξοδικώς δε, όπως όταν λέγει "τα πάντα έχουν κτισθεί δι' αυτού και σ' αυτόν"(Ιω. 6, 3) και τα "πάντα υφίστανται σ' αυτόν (Ρωμ. 11, 36) και "θα εξαποστείλεις το Πνεύμα σου και θα κτισθούν"(Ψαλμ. 103, 30). Και, για να διατυπώσουμε τα πράγματα συνοπτικά, ο θεαρχικός Λόγος είπε, "εγώ και ο Πατήρ είμαστε ένα"(Ιω. 10, 30) και "όλα όσα έχει ο Πατήρ είναι δικά μου(Ιω. 16, 15) και "όλα τα δικά μου είναι δικά σου, και τα δικά σου δικά μου"(Ιω. 17, 10). Και πάλι όσα είναι του Πατρός  και δικά του τα αποδίδει και στο θεαρχικό Πνεύμα κοινωνικά και ηνωμένα, δηλαδή τις θείες ενέργειες, τον σεβάσμιο χαρακτήρα, την πηγαία και ανέκλειπτη αιτία και διανομή των αγαθοπρεπών δώρων.

Και νομίζω ότι κανείς από όσους έχουν ανατραφεί στα θεία Λόγια με αδιάστροφα νοήματα δεν θα αντείπει σ' αυτό, ότι δηλαδή όλα τα θεοπρεπή πράγματα ανήκουν στη σύνολη θεαρχία κατά τον θεοτελή λόγο(2). Αφού λοιπόν αυτές οι αλήθειες έχουν αποδειχθεί και ορισθεί με βάση τα Λόγια σ' αυτό μεν το έργο συντόμως και μερικώς, σε άλλο δε εκτενώς(3), πρέπει ολόκληρη τη θεωνυμία που επιχειρούμε να εξηγήσωμε να την αποδώσωμε  σε ολόκληρη την θεότητα.


2. Αν δε είπει κανείς ότι με αυτά τα λόγια εισάγομε σύγχυση σε βάρος της θεοπρεπούς διαιρέσεως, εμείς νομίζομε ότι τέτοιος λόγος δεν είναι ικανός να πείσει ούτε τον ίδιο ότι είναι σωστός. Διότι αν αντιτίθεται κανείς κατ' αρχήν στα Λόγια, αυτός είναι οπωσδήποτε μακριά και από τη δική μας φιλοσοφία(4) . κι αφού αυτός δεν νοιάζεται για τη θεοσοφία των Λογίων, πώς εμείς θα νοιασθούμε για τη χειραγώγησή του στη θεολογική επιστήμη; Αν όμως αποσκοπεί στην αλήθεια των Λογίων, τέτοιο σκοπό θα χρησιμοποιήσουμε κι εμείς σαν κανόνα και φως, για να προχωρήσομε προς την απάντηση χωρίς παρέκκλιση, όσο μάς είναι δυνατό, λέγοντας ότι η θεολογία άλλα μεν ονόματα τα παραδίδει ηνωμένα κι άλλα διακεκριμένα(5). Δεν είναι λοιπόν επιτρεπτό ούτε τα ηνωμένα να διαιρούμε ούτε τα διακεκριμένα να συγχέωμε, αλλά ακολουθώντας τη θεολογία(6) κατά τη δύναμή μας να κοιτάζομε ψηλά προς τις θείες μαρμαρυγές. διότι, αφού παραλάβαμε από εκεί τις θείες αποκαλύψεις, σαν τον κάλλιστο κανόνα αληθείας, σπεύδωμε να περιφρουρήσωμε μέσα μας τα εκεί κείμενα αναύξητα, αμείωτα και αμετάτρεπτα, φρουρούμενοι στο οχυρό των Λογίων και φρουρώντας τα να παίρνωμε από αυτά δύναμη για να φρουρηθούμε.


3. Τα ενωτικά λοιπόν ονόματα ανήκουν στην όλη θεότητα, όπως απεδείξαμε εκτενέστερα στις Θεολογικές Υποτυπώσεις με βάση τα Λόγια, όπως το υπεράγαθο, το υπέρθεο, το υπερούσιο, το υπέρζωο, καθώς και όσα υπάγονται στην κατηγορία της υπεροχικής αφαιρέσεως(7), αλλά μαζί με αυτά και όλα τα αιτιολογικά, το αγαθό, το καλό, το ον, το ζωογόνο, το σοφό, και όσα ονόματα παίρνει η αιτία όλων των αγαθών από τις αγαθοπρεπείς δωρεές της. Τα δε διακεκριμένα ονόματα είναι το υπερούσιο όνομα και πράγμα του Πατρός και του Υιού και του Πνεύματος, στα οποία δεν χωρεί  καμμιά αντιστροφή(8) ή οποιουδήποτε είδους κοινότης. Είναι δε επίσης διακεκριμένο πράγμα, εκτός από αυτό, και η κατά τα ανθρώπινα τελεία και αναλλοίωτη υπόστασις του Ιησού, όπως και τα ουσιώδη μυστήρια που συνδέονται με τη φιλανθρωπία του ενανθρωπήσαντος.


4. Πρέπει όμως μάλλον να πάρωμε τα πράγματα από την αρχή, για να εκθέσωμε ολόκληρο τον τρόπο της θείας ενώσεως και διακρίσεως, ώστε όλη η έκθεσίς μας να γίνει ευσύνοπτη. ν' αποφύγει την παραλλαγή και την ασάφεια, και να καθαρίσει κατά δύναμη σαφώς και ευτάκτως τα θέματά της. Όπως πραγματικά είπα και αλλού, οι ιερομύστες της θεολογικής παραδόσεώς μας θείες μεν ενώσεις καλούν τις απόκρυφες και ακοινώνητες, τις υπερβατικές θέσεις της υπεράρρητης και υπεράγνωστης μονιμότητος. διακρίσεις δε καλούν τις αγαθοπρεπείς ενέργειες και και φανερώσεις της θεαρχίας. Και λέγουν, ακολουθώντας τα ιερά Λόγια, ότι της αναφερομένης ενώσεως, καθώς επίσης και της διακρίσεως, υπάρχουν ως χαρακτηριστικά γνωρίσματα ειδικές ενώσεις και διακρίσεις. Έτσι παραδείγματος χάριν, επί της θείας ενώσεως, δηλαδή της υπερουσιότητος, ηνωμένο και κοινό της εναρχικής Τριάδος είναι η υπερούσια ύπαρξις, η υπέρθεη θεότης, η υπεράγαθη αγαθότης, η επέκεινα όλων ταυτότης της επέκεινα ολικής ιδιότητος του Θεού, η υπεράνω εναρχίας ενότης, το άφθεγκτο, το πολύφωνο, η αγνωσία, το παννόητο(9), η ολική θέσις, η διαμονή και μεταξύ των εδραίωσις των εναρχικών υποστάσεων, ολικώς υπερηνωμένη και σε κανένα μέρος συγκεχυμένη.

Συμβαίνει ό,τι με τα φώτα λαμπτήρων, για να χρησιμοποιήσω αισθητά και οικεία παραδείγματα, που ευρίσκονται μέσα σ' ένα οίκο. είναι όλα το ένα μέσα στα άλλα κι έχουν ακραιφνή και ακριβή τη μεταξύ τους υφισταμένη ιδιαίτερη διάκριση, ηνωμένα κατά τη διάκριση και διακεκριμμένα κατά την ένωση. πραγματικά λοιπόν σ' ένα οίκο, όπου υπάρχουν πολλοί λαμπτήρες βλέπομε όλων αυτών τα φώτα να ενώνονται σε εναίο φως και ν' αναλάμπουν μια χωρίς διάκριση αίγλη, και, όπως νομίζω, κανείς δεν θα μπορούσε να διακρίνει στον αέρα που περιέχει όλα τα φώτα το φως του ενός λαμπτήρος από το φως των άλλων και να ιδεί το ένα φως χωρίς το άλλο, εφ' όσον όλα είναι αχώριστα συγκεκραμμένα με όλα.

Αλλά κι αν βγάλει κανείς τον ένα πυρσό από το δωμάτιο, θα βγει μαζί και όλο το δικό του φως, χωρίς να συμπαρασύρει τίποτε από τα άλλα φώτα ή να αφήσει κάτι από το δικό του στα άλλα. διότι, όπως είπα, η τελεία ένωσις όλων προς όλα ήταν γενικώς αμιγής και σε κανένα μέρος δεν ήταν συγκεχυμένη. Κι αυτά συμβαίνουν, όταν το φως είναι σε σώμα δηλαδή στον αέρα και συνδέεται με  υλικό στοιχείο δηλαδή το πυρ. Έτσι ισχυριζόμαστε ότι έχει υπερεδραιωθεί και η υπερούσια ένωσις. είναι όχι μόνο επάνω από τις σωματικές ενώσεις, αλλά και επάνω από τις ανάμεσα στις ψυχές και στους νόες ενώσεις, τις ενώσεις που έχουν αμιγείς και υπερκοσμίως όλα τα θεοειδή και υπερουράνια φώτα κατά μέθεξη της υπερκειμένης των όλων ενώσεως, ανάλογη με την ικανότητα των μετεχόντων.


5. Στις θεολογίες όμως περί της υπερουσιότητος η διάκρισις δεν συνίσταται μόνο σ' αυτό που ανέφερα, ότι δηλαδή η καθεμιά από τις εναρχικές υποστάσεις έχει εδραιωθεί αμιγώςκαι ασυγχύτως μέσα στην ίδια την ένωση, αλλά και στο ότι οι ιδιότητες της θεογονίας δεν αντιστρέφονται μεταξύ τους, μοναδική δε πηγή της υπερούσιας θεότητος είναι ο Πατήρ, ενώ ο Πατήρ δεν είναι Υιός ούτε ο Υιός είναι Πατήρ. οι ύμνοι(10) φυλάττουν ευλαβώς τα οικεία ιδιώματα για καθεμιά χωριστά από τις θεαρχικές υποστάσεις.

Αυτές λοιπόν είναι οι ενώσεις και διακρίσεις που αντιστοιχούν στην άφθεγκτη ένωση και υπόσταση. Αν όμως είναι αλήθεια ότι η αγαθοπρεπής πρόοδος(11) της θείας ενώσεως είναι θεία διάκρισις, καθώς από αγαθότητα πληθύνεται και πολλαπλασιάζεται υπερηνωμένως, πάντως οι ακατάσχετες μεταδόσεις είναι ηνωμένες κατά τη θεία διάκριση. οι ουσιώδεις δηλαδή, οι ζωώσεις, οι σοφοποιήσεις και οι  άλλες δωρεές της αγαθότητος που είναι αιτία των όλων, κατά τις οποίες, ξεκινώντας από τις μετοχές και τους μετέχοντες, υμνούνται τα αμεθέκτως μετεχόμενα(12) αγαθά. Εξ άλλου και τούτο είναι κοινό κι ηνωμένο και ένα σε όλη τη θεότητα, το ότι όλη της μετέχεται από τον καθένα μέτοχο ολόκληρη και συγχρόνως από κανένα σε κανένα μέρος. όπως συμβαίνει μ' ένα σημείο που είναι στη μέση ενός κύκλου και μετέχεται απ' όλες τις ευθείες που ξεκινούν από την περιφέρεια του κύκλου, και όπως συμβαίνει με το πλήθος των εντυπωμάτων μιας αφραγίδος που μετέχουν όλα της αρχέτυπης σφραγίδος, αλλά κανένα από αυτά δεν περιλαμβάνει ολόκληρη και αυτούσια τη σφραγίδα κατά κανένα μέρος της. Υπέρκειται δε και αυτών η αμεθεξία της παναίτιας θεότητος, κατά το ότι δεν υφίσταται με αυτήν ούτε επαφή ούτε καμμιά άλλη κοινωνία που προκαλεί μίξη. 


6. Θα μπορούσε όμως κανείς να ειπεί, ότι η σφραγίς δεν είναι σε όλα τα εκμαγεία όλη και ταυτή. Τούτου όμως αιτία δεν είναι η σφραγίς, διότι εκείνη προσφέρει στο καθένα όλον και ταυτόν τον εαυτόν της, αλλά η διαφορότης των μετεχόντων που καθιστά ανόμοια τα εκτυπώματα της μιας και ολικής και ταυτής αρχετυπίας. Για παράδειγμα, αν αυτά είναι απαλά και καλοτύπωτα, λεία και αχάρακτα, και ούτε ελαστικά και σκληρά, ούτε ευδιάχυτα και ρευστά, θα έχουν καθαρό, σαφές και μόνιμο τύπωμα. αν όμως λείπει κάτι από τις ιδιότητες που αναφέραμε, θα είναι αίτιο του αμεθέκτου και ατυπώτου και του ασαφούς της σφραγίδος και όλων των άλλων ατελειών που προκαλούνται από την ακαταλληλότητα της μετοχής.

Είναι διακεκριμένο στοιχείο της αγαθοπρεπούς ενεργείας του Θεού προς εμάς(13) το ότι ο υπερούσιος Λόγος ουσιώθηκε κατά τη φύση μας από μας ολοκληρωτικώς και αληθώς, και έδρασε και έπαθε τα θαυμαστά και εξαίρετα πράγματα της ανθρωπικής θεουργίας του. Πράγματι ο Πατήρ και το Πνεύμα δεν μετείχαν σ' αυτά κατά κανένα τρόπο, εκτός αν κανείς εκλάβει τα πράγματα από την άποψη ότι ο αναλλοίωτος με την ενανθρώπησή του ενήργησε ως Θεός και ως Λόγος Θεού σύμφωνα με την υπερκείμενη και άρρητη ενέργεια του Θεού. Έτσι κι εμείς σπεύδομε και να ενώσωμε και να διακρίνωμε τα θεία με το λόγο, όπως τα ίδια τα θεία και ηνωμένα είναι και διακεκριμένα.


7. Αλλά τις θεοπρεπείς αιτίες, που ευρήκαμε στα Λόγια γι' αυτές τις ενώσεις και διακρίσεις, τις εκθέσαμε στις Θεολογικές Υποτυπώσεις, όπου πραγματευθήκαμε για το καθένα χωριστά. Εκεί άλλα μεν τα εξετάσαμε και τα εξηγήσαμε κατά τον αληθινό λόγο, πλησιάζοντας τα λαμπερά θεάματα  των Λογίων με αγνό και αθόλωτο νου, άλλα δε, ως μυστικά, τα προσεγγίσαμε κατά τη θεία παράδοση με τρόπο επάνω από κάθε νοερή ενέργεια(14). Διότι όλα τα θεία, όσα μας φανερώνονται, μόνο με τις μετοχές γνωρίζονται. ποια όμως είναι τα θεία καθ' εαυτά κατά την αρχή και ίδρυσή τους, είναι υπεράνω του νου και κάθε ουσίας και γνώσεως. Επί παραδείγματι, αν ονομάσωμε την υπερούσια κρυφιότητα Θεό ή ζωή ή ουσία, ή φως ή λόγο, δεν εννοοούμε τίποτε άλλο παρά τις δυνάμεις που προβάλλονται από αυτήν προς εμάς, τις θεοτικές, ή ουσιοποιές ή ζωογόνες ή σοφόδωρες. την ίδια όμως την υπερούσια κρυφιότητα προσεγγίζομε με την απαλλαγή μας από όλες τις νοερές ενέργειες, χωρίς να βλέπωμε καμμιά θέωση ή ζωή ή ουσία ικανή να εξισωθεί με την αιτία που επιναι απομακρυσμένη από όλα τα υπερβατικώτατα. Επίσης από τα ιερά Λόγια παρελάβαμε ότι ο Πατήρ είναι πηγαία θεότης(15), ο δε Ιησούς και το Πνεύμα είναι θεόφυτοι βλαστοί, αν επιτρέπεται να ειπούμε έτσι, της θεογόνου θεότητος, ένα είδος υπερούσια άνθη και φώτα της. Πώς όμως γίνονται αυτά, δεν είναι δυνατό ούτε να το ειπούμε ούτε να το εννοήσουμε.

8. Αλλά όλη η δύναμις της νοερής ενέργειάς μας φθάνει μόνο έως το σημείο να κατανοεί, ότι όλη η θεία πατρότης και υιότης έχει δοθεί και σ' εμάς και στις υπερουράνιες δυνάμεις από την υπερβατική  των όλων πατριαρχία και υιαρχία. κι από αυτήν οι θεοειδείς νόες καθίστανται και ονομάζονται θεοί και υιοί θεών και πατέρες θεών, με την έννοια ότι η πατρότης και υιότης του είδους τούτου συντελείται πνευματικώς, δηλαδή ασωμάτως, αΰλως, νοητώς, εφ' όσον το θεαρχικό Πνεύμα είναι υπερεδραιωμένο επάνω από κάθε αϋλία και θέωση, ο δε Πατήρ και ο Υιός ξεπερνούν υπεροχικώς κάθε θεία πατρότητα και υιότητα. Διότι δεν υπάρχει ακριβής ομοιότης ανάμεσα στα αιτιατά και στα αίτια. άλλα έχουν μεν τα αιτιατά τις οποιεσδήποτε εικόνες των αιτίων, τα ίδια όμως τα αίτια είναι  απομακρυσμένα και εδραιωμένα επάνω από τα αιτιατά κατά το λόγο της αρχής των. Και, για να χρησιμοποιήσω παραδείγματα δικά μας, ηδονές και λύπες λέγονται ότι είναι δημιουργικές του ήδεσθαι και του λυπείσθαι, οι ίδιες όμως ούτε ήδονται ούτε λυπούνται. και το πυρ, που θερμαίνει και καίει, δεν λέγεται ότι καίεται και θερμαίνεται. Κι αν κανείς έλεγε ότι η αυτοζωή ζει και το αυτοφώς φωτίζεται, δεν θα εκφραζόταν σωστά κατά την άποψή μου, εκτός αν τα ειπεί κατά διαφορετικό τρόπο, ότι δηλαδή τα στοιχεία των αιτιατών προϋπάρχουν στα αίτια υπερβατικώς και ουσιωδώς(16).


9. Αλλά και το επιφανέστερο γεγονός όλης της θεολογίας, η κατά τα ανθρώπινα θεοπλαστία(17) του Ιησού δηλαδή, είναι με κάθε λόγο άρρητη και σε κάθε νου άγνωστη, ακόμη και στον πρώτο από τους ανωτάτους αγγέλους. Και το μεν ότι αυτός ουσιώθηκε ανθρωπικώς, αυτό το παρελάβαμε με μυστικό τρόπο. αγνοούμε όμως, πως διαπλάσθηκε από παρθενικά αίματα με διαφορετικό από τον κατά φύση νόμο και πως επέρασε αβρόχως την υγρή και ρευστή ουσία με πόδια που έχουν σωματικό όγκο και υλικό βάρος, και όλα τα άλλα που ανήκουν στην υπερφυά φυσιολογία του Ιησού. Αυτά τα πράγματα κι εμείς τα διαπραγματευθήκαμε αλλού και ο κλεινός μας καθηγητής(18) τα ύμνησε πολύ υπερφυώς στις Θεολογικές Στοιχειώσεις του, ο οποίος είτε από άλλους ιερούς θεολόγους τα παρέλαβε είτε με την επιστημονική έρευνα των Λογίων τα συνέλαβε έπειτα από πολλή άσκηση γύρω από αυτά είτε τα εμυήθηκε με κάποια θειότερη έμπνευση, αφού όχι μόνο έμαθε αλλά κι έπαθε τα θεία και από την προς αυτά συμπάθειά του, αν έτσι πρέπει να ειπούμε, ετελειώθηκε στην αδίδακτη και μυστική τους ένωση και πίστη(19). Και για να παραθέσωμε συντομώτατα τα πολλά και μακάρια θεάματα της αρίστης εκείνης διάνοιας, τα εξής λέγει περί του Ιησού στο σύγγραμμά του Θεολογικές Στοιχειώσεις(20).


10. Του αγιωτάτου Ιεροθέου από τις Θεολογικές Στοιχειώσεις. Η θεότης του Ιησού, αιτία και πλήρης  αποτελείωσις των πάντων που διατηρεί τα μέρη σε αρμονία με την ολότητα και δεν είναι ούτε μέρος ούτε όλο, αλλά είναι και όλο και μέρος, αφού περικλείει μέσα της και υπερέχει και προέχει το παν, και το όλο και το μέρος, είναι στα μεν ατελή τελεία ως τελετάρχις, στα τέλεια ατελής ως υπερτελής και προτέλεια, στα ανείδεα ειδοποιό είδος ως ειδεάρχις, στα είοδη ανείδεα ως υπεράνω είδους, ουσία υπερούσια που επιβατεύει αχράντως όλες τις ουσίες, που ξεπερνά κάθε ουσία, που ορίζει όλες τις αρχές και τάξεις και είναι εδραιωμένη επάνω από κάθε αρχή και τάξη. είναι επίσης μέτρο των όντων, αιών και επάνω από τον αιώνα και πριν από τον αιώνα, πλήρης στα ελλιπή, υπερπλήρης στα πλήρη, άρρητη, άφθεγκτη, υπέρ νου, υπέρ ζωή, υπέρ ουσία, έχει υπερφυώς το υπερφυές, υπερουσίως το υπερούσιο. Γι' αυτό, όταν από φιλανθρωπία ήλθε έως την φύση μας και ουσιώθηκε αληθινά και κατέστη άνθρωπος υπέρθεος (είθε να μας φανούν ελεήμονα τα υμνούμενα από μας υπεράνω νου και λόγου μυστήρια), και πάλι σ' αυτήν την κατάσταση διατηρεί το υπερφυές και υπερούσιο, όχι μόνο καθ' ο μέρος έχει κοινωνήσει μαζί μας αναλλοιώτως και ασυγχύτως, χωρίς από την άφθεγκτη κένωση(Φιλ. 2,7) να έχει πάθει τίποτε στην υπερπληρότητά του, αλλά και, το παραδοξότατο όλων των πραγμάτων, μέσα στην φύση μας ήταν υπερφυής και μέσα στην ουσία μας ήταν υπερούσιος, παραέχοντας όλα τα δικά μας από μας επάνω από μας.


11. Αυτά λοιπόν είναι αρκετά. Ας προχωρήσομε τώρα στο σκοπό της πραγματείας, αναπτύσσοντας κατά τη δύναμή μας τα κοινά και ηνωμένα ονόματα της θείας διακρίσεως. Και για να δώσουμε από την αρχή σαφείς ορισμούς για όλα στη σειρά, θεία διάκριση αποκαλούμε, όπως έχει λεχθεί, τις αγαθοπρεπείς προόδους της θεαρχίας. Η Μονάς δωρίζοντας σε όλα τα όντα και εκχύνοντας τις μετουσίες όλων των αγαθών, διακρίνεται ηνωμένως, πληθύνεται ενικώς και πολλαπλασιάζεται αμεταδότως από το ένα. Έτσι λοιπόν, επειδή ο Θεός είναι υπερουσίως ων, ενώ από το άλλο μέρος δωρίζει την ύπαρξη στα όντα και παράγει όλες τις ουσίες, λέγεται ότι το ένα εκείνο ον πολλαπλασιάζεται με την από αυτό παραγωγή των πολλών όντων, ενώ αυτό παραμένει ένα κατά τον πληθυσμό, ηνωμένο κατά την πρόοδο και πλήρες κατά την διάκριση, εξ αιτίας του ότι είναι υπερουσίως απομακρυσμένο από όλα τα όντα και εξ αιτίας του ενιαίου του τρόπου παραγωγής των όλων και της αμείωτης εκχύσεως των αμειώτων μεταδόσεών του. Αλλά, ενώ είναι ένα, όταν μεταδίδει από το ένα στο παν, στο μέρος και στο όλο, στο ένα και στο πλήθος, ένα είναι επίσης υπερουσίως χωρίς να είναι ούτε μέρος από πλήθος ούτε όλο από μέρη, κι έτσι ούτε ένα μακριά από αυτά, επάνω από τα ανάμεσα στα όντα ένα, και πλήθος αμέριστο, υπερπλήρες απλήρωτο, που παράγει και τελειώνει και συνέχει το παν, ένα και πλήθος.

Επίσης, επειδή δια της θεώσεως που προέρχεται από αυτόν με βάση τη θεοείδεια που έχει ο καθένας κατά δύναμη γίνονται πολλοί θεοί, φαίνεται μεν ότι υπάρχει και αναφέρεται διάκρισις και πολλαπλασιασμός του ενός Θεού, αλλ' όμως δεν είναι λιγότερο ένας Θεός υπερουσίως ο αρχίθεος  και υπέρθεος, αμέριστος ανάμεσα στα μεριστά, ηνωμένος στον εαυτό του, αμιγής και απλήθυντος στα πολλά. Ο κοινός χειραγωγός εμού και του καθηγητού μου προς τη θεία φωτοδοσία, ο πολύς στα  θεία, το φως του κόσμου(21), κατανοώντας και τούτο υπερφυώς, λέγει ενθέως τα επόμενα στα ιερά του γράμματα. "Διότι, αν υπάρχουν οι λεγόμενοι θεοί, είτε στον ουρανό είτε επί της γης (όπως βέβαια υπάρχουν πολλοί θεοί και κύριοι πολλοί), αλλά για μας ένας Θεός υπάρχει, ο Πατήρ, από τον οποίο προέρχονται τα πάντα και στον οποίο οφείλομε εμείς την ύπαρξή μας"(Α΄ Κορ. 8,5). Διότι στα θεία πράγματα οι ενώσεις επικρατούν των διακρίσεων και προηγούνται από αυτές, και παρ' όλα αυτά μένουν ηνωμένες και μετά την αμετάδοτη και ενιαία διάκριση του ενός.

Αυτές τις κοινές και ηνωμένες διακρίσεις της σύνολης θεότητος, δηλαδή τις αγαθοπρεπείς προόδους, θα προσπαθήσωμε να υμνήσωμε κατά το δυνατό με βάση τις θεωνυμίες που τις αποκαλύπτουν στα Λόγια, αφού, όπως είπαμε, έχει αποσαφηνισθεί από πριν τούτο, ότι κάθε αγαθουργική θεωνυμία, σε όποια από τις θεαρχικές υποστάσεις κι αν αναφέρεται, θα εκληφθεί αδιακρίτως για όλη τη θεαρχική ολότητα(22).                    

1. Η αγαθότης καθ' εαυτήν, η απόλυτη αγαθότης, η ιδέα της αγαθότητος.
2. Θεοτελής λόγος είναι ο λόγος της θείας τελειότητος.
3. Εννοείται το έργο "Θεολογικές Υποτυπώσεις" που αναφέρθηκε ανωτέρω.
4. Κάνει διάκριση μεταξύ της δικής του ανθρώπινης φιλοσοφίας και της θεοσοφίας των Γραφών. 
5. Ηνωμένη θεολογία (ονόματα)είναι αυτή που αναφέρεται στην Ενάδα. 
6. Εννοείται πάντοτε η θεολογία των Γραφών.
7. Δύο ειδών ενωτικά του Θεού ονόματα υπάρχουν. τα υπερβατικά, που συνήθως φέρονται με το πρόθεμα υπερ, και τα αιτιολογικά που σχηματίζονται κατά τις δημιουργικές ενέργειες. ανάμεσα σ' αυτά είναι τα υπεροχικώς αφαιρετικά, που σχηματίζονται με το στερητικό άλφα (ά-κτιστο, ά-θάνατο κλπ.).
8. π.χ. το ότι ο Πατήρ είναι Θεός δεν μπορεί ν' αντιστραφεί, ώστε να λεχθεί ότι ο Θεός είναι Πατήρ. 
9. Αγνωσία της Τριάδος υπάρχεςι κατά την απλότητα του Θεού, παννόησις υπάρχει κατά τις πρόνοιές του. 
10. Οι διατυπώσεις περί Θεού , οι λόγοι περί Θεού.
11. Πρόοδος της θείας ενώσεως είναι η πορεία του Ενός, του θείου, προς την αποκάλυψη, την δημιουργία και την πρόνοια. 
12. Αμεθέκτως μετεχόμενα είναι τα θεία, μετέχοντες είναι οι νόες και οι ψυχές, μετοχές είναι οι δωρεές, οι ενέργειες. 
13. Δηλαδή της θείας ενανθρωπήσεως. 
14. Πρόκειται πάλι για τη διπλή προσέγγιση, την καταφατική και την αποφατική, τη λογική και τη μυστική. 
15. Μόνο ο Πατήρ είναι πηγή της θεότητος, "θεογόνος μονώτατος". 
16. Οι ιδιότητες των δημιουργημάτων προϋπάρχουν εν σπέρματι στα αίτιά τους.
17. Δηλαδή η ενανθρώπησις.
18. Ο διδάσκαλος του Διονύσιου, επίσκοπος Ιερόθεος. 
19. Η πίστις μαθαίνεται, η ένωσις παθαίνεται. και τα δύο όμως ο Ιερόθεος τα απέκτησε με τρόπο μυστικό και αδίδακτο. 
20. Η επόμενη παράγραφος είναι παράθεμα από τις Θεολογικές Στοιχειώσεις που φέρονται ως έργο του Ιεροθέου, αλλ'  είναι άγνωστο από αλλού. Ο τίτλος "του αγιωτάτου Ιεροθέου  εκ των Θεολογικών Στοιχειώσεων" κατά τη ροή της χειρόγραφης παραδόσεως από το περιθώριο μεταφέρθηκε στο κείμενο. 
21. Ο απόστολος Παύλος ήταν διδάσκαλος του Ιεροθέου και του Διονυσίου. 
22. Τα ιδιώματα των τριαδικών υποστάσεων είναι κοινά, ομοίως και οι ενέργειες.

       

Ανδρέου Κρήτης: "Λόγος περί της υποθέσεως του Τελώνη και του Φαρισαίου"

Ανδρέου Κρήτης: "Λόγος περί της υποθέσεως του Τελώνη και του Φαρισαίου"

Το περιεχόμενον της παραβολής του Τελώνου και του Φαρισαίου αποτελεί κάτι σαν προγύμνασμα και προετοιμασία, γι’ αυτούς που θέλουν να πλησιάσουν την ιερά ταπείνωση, που περιέχεται σε όλες τις αρετές, επάνω στις οποίες στηρίζεται πράγματι η Βασιλεία των ουρανών, και να απέχουν από την θεομίσητον αλαζονείαν, η οποία αποτρέπει τον άνθρωπον από κάθε φιλόχριστον αρετή.
Ποίος λοιπόν δεν θα ποθήση να μιμηθή τον τελώνην και την επιστροφήν και την μετάνοιάν του, και δεν θα αποστραφή την έπαρση του Φαρισαίου, αφού η μεν ταπείνωσις συνδέεται με τον Χριστόν, η δε αλαζονεία με τον υπερήφανον δαίμονα;

Η αλαζονεία είναι χωρίς αμφιβολία αυτή που έκανε τον πρώτον από τους αγγέλους, που ονομαζόταν και εωσφόρος, διάβολον. Αυτή εξεδίωξε τον γενάρχην Αδάμ από τον Παράδεισον. «Καθείλε δυνάστας από θρόνων και ύψωσε ταπεινούς». «Κύριος υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσι χάριν». Αυτή καταδικάζει τον Φαραώ: «Είπεν άφρων εν τη καρδία αυτού, ουκ έστι Θεός». Αυτή κατέβαλε τον Ναβουχοδονόσορα, διότι «Κυρίω Θεώ σου προσκυνήσεις και αυτώ μόνω λατρεύσεις», και «ου ποιήσεις ουδέν ομοίωμα». Αν και του ενός η αρρώστια εθεραπεύθη, ενώ του άλλου το πάθος κατήντησεν έξις. Αληθώς, πυρετός είναι η υπερηφάνεια που αδρανοποιεί την ευαισθησία του αρρώστου, ψυχασθένεια φοβερά που ερεθίζει τον άνθρωπο προς πτώσιν, υδρωπικία είναι, γεμάτη από υγρό και αέρα. «Τις γαρ αναβήσεται εις το όρος Κυρίου; Αθώος χερσί και καθαρός τη καρδία, ος ουκ έλαβε επί ματαίω την ψυχήν αυτού». Τοιαύτη ήταν η ματαιότης και η αγερωχία του Τύρου, που αφαιρώντας του και την τελευταίαν ικμάδα χάριτος, τον άφησε σαν ξηραμένην γη. Οπωσδήποτε το γνωρίζετε αυτό και με τον λόγο και με την πείρα. Ο αλαζών δεν αισθάνεται την ανάγκη της τελειοποιητικής χάριτος του Θεού, και γι’ αυτό είναι άνυδρος και ξηρός, αφού του λείπει η ζωτική θερμότης και η ζωογόνος υγρασία. Σ’ αυτόν, όπως στο απογυμνωμένον δένδρο, φτιάχνει την φωλιά του ο νυκτοκόρακας διάβολος.

Και με ένα λόγον, η ταπείνωσις είναι τροφός των αρετών, αρχή και τέλος και κεφαλή του κάλλους της χριστιανικής ευσεβείας. Αφανισμός των παθών, διατήρησις της υγρασίας στην ρίζα της πίστεως. Η ταπείνωσις συνυπάρχει με τον φόβον του Θεού, ο οποίος διώκει την ανομίαν, όπως είπαν και ο Ιερεμίας και ο Σολομών. Είναι αληθές ότι «Αρχή σοφίας φόβος Κυρίου». Αυτή κάνει τον Τελώνη κήρυκα του Πνεύματος, η δε αλαζονεία κατασκευάζει τον Φαρισαίον, τύμπανον κενό που ματαίως αλαλάζει. Αληθώς σαν τα ρόδια των Σοδόμων είναι ο υποκριτής, πεπόνι όμορφον απ’ έξω, αλλά εσωτερικώς σάπιος και άχαρος.

Ανέβη στον ναόν ο Τελώνης, και μάλιστα ανέβη και σωματικώς και ψυχικώς. Ανέβη στον ναόν ο Φαρισαίος σωματικώς, όχι όμως και ψυχικώς. Διότι ο μεν ένας ανέβη κατεβαίνοντας ψυχικώς με την ταπείνωση, ενώ ο άλλος κατέβη ψυχικώς ανεβαίνοντας με την υπερηφάνεια. Ο ένας ανέβη με «αναβάσεις εν τη καρδία αυτού», κατά τον Δαυίδ, επήρε δηλαδή τον δρόμο που οδηγεί στον Παράδεισον, ενώ ο άλλος κατέβη κατεβαίνοντας στον εωσφόρο, τον αρχηγόν της υπερηφανείας. Ο ένας ανέβη με την ανάβαση και την επίδοση στις αρετές, ενώ ο άλλος κατέβη από τις αρετές, και από αυτές επέρασε στις κακίες.

Πολλοί έρχονται μέσα στον ναόν, αλλά λίγοι μετέχουν της ιερότητός του, διότι δεν είναι άξιοι του οίκου του Θεού. Επειδή ο υπερήφανος «ου μένει εν τη αγάπη, ο δε μη μένων εν τη αγάπη, εν τω Θεώ ου μένει», κατά τον Ιωάννην. Ενώ αυτός που παραμένει στην αγάπη, μένει στον Θεόν, και ο Θεός σ’ αυτόν, και είναι ναός Θεού, σύμφωνα με τον Παύλον. Αυτοί οι άνθρωποι κυρίως εισέρχονται στον ιερόν ναό του Θεού, στους οποίους και ο Θεός ενεργεί με ιδιαίτερον τρόπο. Φωτίζει δε ο Θεός μόνον τους νηπίους και μικρούς, κατά τον μουσουργόν Δαυίδ. Διότι «όπου ταπείνωσις, εκεί και σοφία» κατά τον Σολομώντα. Σοφία πίστεως και σοφία πράξεως.

Αυτή η σοφία έλειπε από τον Φαρισαίο, γι’ αυτό και σαν υποκριτής που είναι, ευχαριστεί μόνον για τα εξωτερικά τον Θεόν, εσωτερικώς δε γίνεται αχάριστος προς τον Θεόν. Διότι δεν τηρεί την εντολήν «Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως εαυτόν». Ήταν καλός ο λόγος «ευχαριστώ σοι», επειδή ο Φαρισαίος δεν απέδιδε την αρετήν στον εαυτόν του, όπως ο Ναβουχοδονόσορ και ο Σεμεΐας και ο Πέτρος. Σ’ αυτήν την υπερηφάνεια είχε πέσει ο εωσφόρος και ο Αδάμ. Ενόμιζε όμως πως έχει αυτό που δεν είχε. Και αν το είχε, το έχασε με την υπερηφάνεια. Επειδή κι εκείνος που έχει, οφείλει να ομολογή ότι δεν έχει, και να λέγη: «Αχρείος δούλος ειμί», επειδή «ου δικαιωθήσεται ενώπιόν σου πας ζων».

Πράγματι αποβάλλει την αρετήν αυτός που δεν ταπεινώνεται και αυτός που δεν αγαπά, καταφρονεί. Αληθώς, είναι αρχή κάθε είδους αμαρτίας η υπερηφάνεια. Αυτήν ακολουθεί ο φθόνος, τον φθόνον ο φόνος. Εξ αιτίας αυτής ο Αβεσσαλώμ βλέπει σαν εχθρόν τον πατέρα του, και σπεύδει να τον φονεύση. Είναι όντως χειρότερος ο κρυφός κακός από τον φανερόν, και δεν διαφέρει από τον διάβολον, ο οποίος εξηπάτησε τον πρωτόπλαστο με τον όφιν.

Γι’ αυτό ο φανερά κακότροπος δικαιώνεται, και ο αφανής καταδικάζεται. Επειδή ο ένας έχει μόνον τους κακούς τρόπους, ενώ στον άλλον ακολουθούν το ψεύδος και η απάτη, και γι’ αυτό η άκρα αλήθεια τον αποδιώκει. Επειδή η αγάπη είναι που χαρακτηρίζει τους εκλεκτούς, σύμφωνα με την δευτέραν επιστολή του Πέτρου, το πρώτο κεφάλαιο της προς Εφεσίους του Παύλου και το τρίτο προς Κολασσαείς, η δε έχθρα αποδοκιμάζει.

Ο Τελώνης ανεγνώρισε την αμαρτία του, και εδικαιώθη, φεύγοντας μακριά της. Γι’ αυτό και ζει, σύμφωνα με τον Ιεζεκιήλ. Αυτή την ζωήν ηύρε και ο Δαυίδ, όπως του απεκάλυψε ο Νάθαν. Ο Φαρισαίος δεν ανεγνώρισε την αμαρτία του και έφυγε μακριά από την ζωή. Και πρόσεξε πάλι καλά τι λέγει το Ευαγγέλιον: «Άνθρωποι δύο ανέβησαν εις το Ιερόν προσεύξασθαι, ο εις Φαρισαίος και ο έτερος Τελώνης». Για παραδειγματισμόν των ανθρώπων οι οποίοι δικαιώνουν τους εαυτούς των και εξουθενώνουν αυτούς που αμαρτάνουν. Παρουσιάζει ο Κύριος τον Φαρισαίον ως παράδειγμα των υπερηφάνων, τον δε Τελώνην ως παράδειγμα αυτών που αμαρτάνουν αλλά προσεύχονται και εξομολογούνται με συντετριμμένην καρδίαν, ώστε να μας διδάξη όλους να μισούμε την υπερηφάνεια, την δε ταπείνωση να την αγαπούμε.

Δείχνει καθαρά από αυτήν την παραβολήν ο Χριστός, ότι η μεν δικαιοσύνη και η αρετή είναι μεγάλες και φέρουν τον άνθρωπο κοντά στον Θεόν, όταν όμως συνδυασθούν με την υπερηφάνεια, ρίπτουν τον άνθρωπο στον κατώτερον βυθό. Αυτό έπαθε και ο Φαρισαίος και από αυτήν την αιτία κατεκρίθη και κατέληξε στην απώλεια. Διότι η αδικία και η αμαρτία είναι βδελυκτή και μισητή και βαρυτέρα από κάθε κακίαν, και απομακρύνει τον άνθρωπον από τον Θεόν. Ενώ η ταπείνωσις με την μετάνοια και την εξομολόγηση, τον δικαιώνει και τον αξιώνει της σωτηρίας, τον φέρει δε και τον τοποθετεί κοντά στον Θεόν. Αυτό ηύρε ο Τελώνης και από αυτήν την αιτίαν εδικαιώθη και ηξιώθη της σωτηρίας.

«Ὁ Φαρισαῖος σταθείς (αφού εστάθη, για λίγο) πρός ἑαυτόν, εἷπε· Ὁ Θεός εὐχαριστῶ σοι, ὅτι οὐκ εἰμί ὥσπερ οἱ λοιποί τῶν ἀνθρώπων, ἅρπαγες, ἄδικοι». Αλίμονο, τι υπερηφάνεια! Ο Κύριος και ο Ησαΐας την κατακρίνουν, επειδή αυτή κατέβασε τον Ιωσήφ στην Αίγυπτο, και προξένησε στον Φαραώ το θράσος και ακολούθως όλα τα κακά τότε στην Αίγυπτο. Αλίμονο στο αναιδέστατο στόμα. Δεν είμαι, λέγει, όπως οι άλλοι άνθρωποι, άρπαγες, άδικοι, μοιχοί ή και όπως αυτός εδώ ο Τελώνης. Ως αρχή της υπερηφανείας εμφανίζεται η ύβρις. 

Διότι όποιος περιφρονεί τους άλλους και τους θεωρεί σαν ένα τίποτε, και τους αποστρέφεται, άλλους ως πτωχούς, άλλους ως ταπεινής καταγωγής, άλλους ως αμαθείς και απλοϊκούς, άλλους δε ως αδίκους και αμαρτωλούς, από αυτήν την ύβρη παρασύρεται, και μόνον τον εαυτόν του θεωρεί σοφόν, συνετόν, ευγενή, πλούσιον, δυνατόν, δίκαιον και ανώτερον από όλους τους ανθρώπους. Πράγματι, η ύβρις είναι αρχή της υπερηφανείας, και η υπερηφάνεια κακόν γεννημένον από την ύβρη. Γι’ αυτό και η περιβόητος ημέρα του Κυρίου θα εκδικηθή κάθε υβριστήν και υπερήφανον, επειδή οι αμαρτίες αυτές ως συγγενείς τιμωρούνται με τον ίδιον τρόπο.

Ο Φαρισαίος έδειξε και με το σχήμα και με την στάση του την υψηλοφροσύνη και την αλαζονεία που είχε. Και τα λόγια του στην αρχή μεν ήσαν λόγια ευγνωμοσύνης, διότι έλεγε «ο Θεός ευχαριστώ σοι». Μετά απ’ αυτά όμως, όσα είπε ήσαν γεμάτα από αλαζονεία και υπερηφάνεια. Επειδή δεν είπε: Συ με δημιούργησες, Κύριέ μου, και με την βοήθεια την ιδική σου ελευθερώνομαι από κάθε αδικία και αρπαγήν και από τα άλλα κακά· διότι λέγει: «Τί ἔχεις ὅ οὐκ ἔλαβες;». 

Αλλά όλα τα κατορθώματα θεωρούσε ότι τα είχε κατορθώσει με την ιδικήν του δύναμη. Κάθε άνθρωπος πρέπει να γνωρίζη με βεβαιότητα ότι χωρίς την βοήθεια του Θεού, δεν ημπορεί, ούτε έχει τη δύναμη να κατορθώση κάτι καλό. «Χωρίς ἐμοῦ» λέγει ο Χριστός «οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν». Και ο Απόστολος «οὐ τοῦ θέλοντος οὐδέ τοῦ τρέχοντος, ἀλλά τοῦ ἐλεοῦντος Θεοῦ» και «οὐκ ἐγώ δέ. ἀλλ' ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἡ σύν ἐμοί» και «ὁ Θεός ἐστιν ὁ ἐνεργῶν ἐν ἡμῖν καί τό θέλειν καί τό ἐνεργεῖν". Και ο Προφήτης, «Ἐάν μή Κύριος οἰκοδομήσῃ οἷκον εἰς μάτην ἐκοπίασαν οἱ οἰκοδομοῦντες».

Γι’ αυτό ο μεν Τελώνης ήταν κήπος που έπλεε στα πνευματικά ύδατα, ο δε Φαρισαίος βαλανιδιά χωρίς φύλλα, σύμφωνα με τον Ησαΐα και τον Σολομώντα. Διότι αν και έχουμε τιμηθή με το αυτεξούσιον της προαιρέσεως, αλλ’ όμως χωρίς την συμμαχίαν από υψηλά, κανένα ανδραγάθημα δεν θα κατορθώσωμε να επιτελέσωμε. «Οἷδα γάρ» λέγει «ὅτι οὐ τοῦ ἀνθρώπου ἡ ὁδός αὐτοῦ, οὐδέ πορεύεται ἀνήρ κατορθῶσαι πορείαν αὐτοῦ». 

Μη λοιπόν θεωρούμε ιδικές μας τις νίκες στους αγώνες. Ιδική μας είναι μόνον η προαίρεσις για το καλλίτερον, και η προσπάθεια, του Θεού δε η πραγματοποίησις της αγαθής επιθυμίας και διαθέσεως εκείνου ο οποίος δεν έχει εκ φύσεως την δυνατότητα, αλλά λαμβάνει από την χάρη την ικανότητα να λέγη «ἠμπορῶ…». Ο αντίθετος ισχυρισμός είναι περιαυτολογία και καύχησις. «Τί γάρ ἔχεις ὅ οὐκ ἔλαβες; εἰ δἐ καί ἔλαβες, τί καυχᾶσαι ὡς μή λαβών;».

«Νηστεύω δίς τοῦ Σαββάτου, ἀποδεκατῶ πάντα ὅσα κτῶμαι»(ὅσα ἀποκτᾶ, ὄχι ὅσα ἔχει). Επειδή κατηγόρησε τους άλλους ανθρώπους και τον Τελώνην ο Φαρισαίος ότι είναι μοιχοί και άρπαγες, αυτός προβάλει αλαζονικώς απέναντι από την μοιχεία την νηστεία· επειδή η πορνεία προέρχεται από την απόλαυση. Διότι ο χορτασμός είναι πατέρας της ύβρεως, και η πορνεία γεννιέται από το γεμάτο στομάχι. Ο Φαρισαίος όμως καταξηραίνοντας το σώμα με την νηστείαν, εκαυχάτο ότι απέχει πολύ από αυτά τα πάθη. Επειδή οι Φαρισαίοι νηστεύουν δύο ημέρες της εβδομάδος, Δευτέρα και Πέμπτη. Απέναντι δε στο «άρπαγες και άδικοι», ο Φαρισαίος έβαλε το «αποδεκατώ πάντα όσα κτώμαι». Εκαυχήθη ότι τόσον εναντιώνετο στην αρπαγή και στην αδικίαν, ώστε να δίδη και τα ιδικά του σε άλλους. Διότι οι Εβραίοι έδιδαν το ένα δέκατον από όσα είχαν, και αργότερα τα τρία δέκατα, το ένα τρίτον δηλαδή της περιουσίας τους. 

Αλλά και τις απαρχές και τα πρωτοτόκια και άλλα πολλά έδιδαν για τα αμαρτήματα, περί καθαρισμού, στις εορτές, όταν εγίνοντο περικοπές στα χρέη τους, και όταν ελευθέρωναν τους δούλούς και επίσης όταν έπαιρναν δάνεια χωρίς τόκον. Όλα αυτά εάν συμψηφισθούν και υπολογισθούν, δείχνουν ότι την μισήν περιουσία τους την έδιδαν στους άλλους ανθρώπους, χωρίς να υψηλοφρονούν και να αλαζονεύωνται ότι κάνουν κάτι μεγάλο. Και μάλιστα ας αναλογισθούμε ότι το Ευαγγέλιον λέγει: «Ἐάν μή περισσεύση ἡ δικαιοσύνη ὑμῶν πλεῖον τῶν Γραμματέων καί Φαρισαίων, οὐκ εἰσελεύσεσθε εἰς τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν».

«Ὁ δέ Τελώνης μακρόθεν ἑστώς (είχε σταθεί πολλή ώρα), οὐκ ἤθελε οὐδέ τούς ὀφθαλμούς εἰς τόν οὐρανόν ἐπᾶραι, ἀλλ’ ἔτυπτεν εἰς τό στῆθος αὐτοῦ λέγων· ὁ Θεός ἱλάσθητί μοι τῶ ἀμαρτωλῷ. Λέγω ὑμῖν ὅτι κατέβη οὗτος δεδικαιωμένος εἰς τόν οἷκον αὐτοῦ· ὅτι πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτόν ταπεινωθήσεται, ὁ δέ ταπεινῶν ἑαυτόν ὑψωθήσεται». Επειδή ο Τελώνης δεν είχεν έργα αγαθά, ούτε να τα απαριθμήση ημπορούσε στην προσευχή του όπως ο Φαρισαίος· αλλά κτυπούσε το στήθος και μαστίγωνε την καρδία του, και με πολλήν συντριβή και κατάνυξιν έλεγε: «Ὁ Θεός ἱλάσθητί μοι τῶ ἀμαρτωλῷ». Γι’ αυτό και εξιλεώνεται από τον ελεήμονα και διαλλακτικόν Κύριον. 

Διότι όλα τα αμαρτήματα τα αφανίζει η ταπεινοφροσύνη, η δε υπερηφάνεια αφανίζει όλες τις αρετές, επειδή είναι μεγαλυτέρα και βαρυτέρα από κάθε αμαρτία και κακία. Είναι καλύτερα, όταν αμαρτάνωμε, να επιστρέφωμε και να ταπεινωνώμεθα, παρά να κατορθώνωμε κάτι και μετά να υψηλοφρονούμε. Ο Τελώνης απηλλάγη από τα αμαρτήματα, επειδή εδέχθη την κατηγορίαν του Φαρισαίου με πραότητα και υπομονήν, ενώ ο Φαρισαίος από την δόξα έπεσε στο βάραθρον της ατιμίας, επειδή εδικαίωσε τον εαυτόν του και κατηγόρησε τον Τελώνη και τους άλλους ανθρώπους. Ο Τελώνης από την αξιοκατάκριτον ζωή και την αμαρτίαν επανήλθε στην μακαρίαν ζωή και κατάσταση, ενώ ο Φαρισαίος εταπεινώθη εξ αιτίας του μεγέθους της υψηλοφροσύνης του.

Δύο πράγματα απαιτούνται από όλους τους ανθρώπους, να κατακρίνωμε τα ιδικά μας αμαρτήματα και να συγχωρούμε τα αμαρτήματα των άλλων. Διότι εκείνος που βλέπει τα ιδικά του αμαρτήματα, συγχωρεί πιο εύκολα τους άλλους, ενώ εκείνος που κατακρίνει τους άλλους, τον ίδιον του εαυτόν κατακρίνει και καταδικάζει, έστω και αν έχη πολλές αρετές. Αληθώς μεγάλο πράγμα είναι το να μη κατακρίνωμε τους άλλους, αλλά τους εαυτούς μας, αδελφοί. 

Εμείς όμως, αφήνοντας τις ιδικές μας αμαρτίες, τους άλλους ιδίως κατακρίνουμε, τους άλλους εξετάζουμε, μη γνωρίζοντας ότι ακόμη και αν είμεθα δικαιότεροι από άλλους, εάν κατακρίνωμε τους άλλους, γινόμεθα ένοχοι και είμεθα άξιοι της ιδίας τιμωρίας και των ιδίων βασάνων, των οποίων είναι άξιος και αυτός τον οποίον κρίνουμε. «ᾮ γάρ κρίματι κρίνετε» λέγει, «τούτῳ καί κριθήσεσθε». Διότι αυτός που πορνεύει, παραβαίνει εντολήν, όπως και εκείνος που τον κρίνει. Ώστε και οι δύο παραβαίνουν θείαν εντολή, και αυτός που πορνεύει και εκείνος που κρίνει.

Αλλά ας μεταφέρωμε μάλλον την εξέταση των άλλων και την λεπτομερή ενασχόληση στους εαυτούς μας, αγαπητοί. Και εάν ιδούμε κάποιους να αμαρτάνουν, εμείς ας έχωμε τις ιδικές μας αμαρτίες ενώπιον των οφθαλμών μας, και ας θεωρούμε τα ιδικά μας χειρότερα από των άλλων. Διότι εκείνος που ημάρτησε, ίσως και την ώραν της αμαρτίας να μετενόησε, ενώ εμείς μένουμε πάντοτε αδιόρθωτοι κατακρίνοντας και εξετάζοντας άλλους. Εκείνος ο Λωτ, αν και κατοικούσε στα Σόδομα, κανέναν δεν κατέκρινε, κανέναν δεν κατηγόρησε. 

Γι’ αυτό εδικαιώθη, και διεσώθη από την φωτιά και την πανωλεθρία, στα οποία κατεδικάστησαν οι Σοδομίτες. Ας ταπεινωθούμε λοιπόν και εμείς κατακρίνοντας τους εαυτούς μας, τους εαυτούς μας να ονειδίζωμε για να υψωθούμε, να γίνωμε ακατάκριτοι. Ας αγαπήσωμε την ταπεινοφροσύνην. Με αυτήν εδικαιώθη ο Τελώνης και απέβαλε το φορτίον των αμαρτημάτων του. Ας μισήσωμε την υψηλοφροσύνην, επειδή ο Φαρισαίος από αυτήν κατεκρίθη και έχασε τις αρετές που είχε. Ο Φαρισαίος, επειδή διέπραξε τα καλά με όχι καλόν τρόπο, κατεκρίθη. Ο Τελώνης απορρίπτοντας με καλόν τρόπο τα μη καλά έργα, εδικαιώθη. 

Διότι ο Θεός είδε με συμπάθειαν τον στεναγμόν του Τελώνου, και την συντριβήν του και τα κτυπήματα του στήθους του, και αφού εδέχθη το «ιλάσθητι» τον εδικαίωσε μαζί με τον Άβελ. Τις δε θυσίες και τις αρετές και τα κατορθώματα του καυχησιολόγου και υπερηφάνου Φαρισαίου τις εσιχάθη και τις απεστράφη, και τον κατεδίκασε, όπως τον αδελφοκτόνο Κάιν, για την ιδίαν αιτία. Να μάθωμε, αδελφοί, και να διδαχθούμε να κάνωμε μεγάλα κατορθώματα. 

Να μην υψηλοφρονούμε όμως γι’ αυτά· και αν γίνωμε καλοί, δίκαιοι και επιεικείς και πονόψυχοι και ελεήμονες, εμείς να ταπεινωνώμεθα και να μην έχωμε υπεροψία και αλαζονεία, μήπως χάσωμε τους κόπους και τους πόνους μας. Διότι λέγει ο Κύριος «ὅταν ταῦτα πάντα ποιήσητε, λέγετε ὅτι ἀχρείοι δοῦλοι εσμέν, ὅτι ὅ ὠφείλομεν ποιῆσαι, πεποιήκαμεν».

Είναι αναγκαίον και απαραίτητον χρέος να προσφέρωμε στον Θεόν των όλων την δουλικήν ταπείνωση, την υπομονήν, την υποταγήν, την υπακοήν, την ευγνωμοσύνη, την ευχαριστία, και να μεγαλύνωμε και να προσκυνούμε το πανάγιον θέλημά του, και να μην αισθανώμεθα σαν δαγκώματα τους ελέγχους και τις ύβρεις των άλλων, ούτε να καταβαλλώμεθα στους πειρασμούς, ούτε να δυσανασχετούμε, όταν μας κατηγορούν, διότι και από αυτά καρπωνόμεθα πολλήν ωφέλειαν. Ας μάθωμε και ας γνωρίσωμε, αδελφοί μου, την δύναμη και την ενίσχυση και την βοήθεια της ταπεινώσεως. Ας μάθωμε την καταδίκη και την ζημία και την απώλεια που προξενεί η υψηλοφροσύνη: η σκιά του Βεεμώθ, κατά τον Ιώβ, στους υγρούς τόπους και στις καλαμιές και η εκτροπή από την οδό της αληθείας και του φωτός της δικαιοσύνης.

Και επειδή είναι μεγάλο αγαθόν η μετάνοια και η εξομολόγησις και η συντριβή και τα δάκρυα και οι από το βάθος της καρδίας μας στεναγμοί και η κατάνυξις, γι’ αυτό παρακαλώ να εξομολογήσθε στον Θεόν συνεχώς και να του φανερώνετε τα αμαρτήματά σας. Διότι εάν του παρουσιάζωμε γυμνήν την συνείδησή μας, και του δείχνωμε τα τραύματα των ψυχών μας, και δεν κρίνωμε τους άλλους, ούτε αποθηριωνόμεθα με τις ύβρεις των συνανθρώπων μας ούτε λυπούμεθα για τις κατηγορίες και τις αδικίες τους, θα μας λυπηθή ο φιλάνθρωπος Κύριος και θα μας κεράση τα φάρμακα της συμπαθείας και της ευσπλαχνίας του. Θα τα βάλη στα τραύματα μας και θα μας θεραπεύση. Ας δείξωμε τα αμαρτήματά μας στον Κύριον, ο οποίος δεν εντροπιάζει, αλλά θεραπεύει. Διότι και αν εμείς σιωπήσωμε, εκείνος τα γνωρίζει όλα.

Ας ειπούμε λοιπόν τα αμαρτήματά μας, αδελφοί, και ας εξομολογηθούμε καθαρά στον Κύριον, για να κερδίσωμε την συμπάθειάν του. Ας αφήσωμε τις αμαρτίες μας εδώ για να πάμε εκεί καθαροί και έτοιμοι, και να εισαχθούμε από τον δίκαιον Κριτή στην Βασιλεία του την ατελεύτητο και αιωνία, και να κληρονομήσωμε τις μελλοντικές εκείνες και αγέραστες διαμονές και την απέραντο χαρά και απόλαυση, τα οποία είθε να επιτύχωμε εν αυτώ Χριστώ τω Θεώ ημών, ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

----------------------------------------
πηγή: Πατερικόν Κυριακοδρόμιον (Άγιον Όρος). Επιμέλεια: Ιερόν Κελλίον Αγίου Νικολάου Μπουραζέρη