Παρασκευή 8 Απριλίου 2016

Η ελευθερία του Θεού κι η ανελευθερία του διαβόλου


κερί λιωνει

Ως μέρος της Δημιουργίας, ως πλάσματα του Θεού, τίποτε δεν μας ανήκει πραγματικά, ούτε το σώμα μας, ούτε η ψυχή μας,ούτε η ελευθερία μας.
Τα πάντα είναι ευεργεσίες του Θεού προς τα πλάσματά Του.
Νιώθουμε ευγνωμοσύνη για το Θεό κι όλη η λατρεία μας είναι μια διαρκής ευχαρίστηση προς τον Δημιουργό μας.
Αυτό σημαίνουν τα λόγια
«Τα Σα εκ των Σων σοι προσφέρομεν κατά πάντα και δια πάντα.»
Η ελευθερία είναι του Θεού όπως είναι τα πάντα στη Δημιουργία.
Ο Ιησούς αποκάλυψε στους ανθρώπους ότι ο Θεός είναι ο πατέρας μας και ως πατέρας των ανθρώπων σέβεται την ελευθερία τους.
Αυτό είναι το νόημα της μεγάλης παραβολής του Ασώτου.
Ο σεβασμός του Θεού για την ελευθερία του ανθρώπου σημαίνει ότι η ελευθερία είναι το μόνο που ανήκει στον άνθρωπο.
Τίποτε δεν μπορεί να εμποδίσει τον άνθρωπο από το να ακολουθήσει το Θεό ή τον εχθρό του Θεού,το διάβολο.
Ο σεβασμός της ελευθερίας του ανθρώπου σημαίνει ότι η ψυχή του ανθρώπου είναι άβατο,ακόμα και για το Θεό.
Το ερώτημα είναι αν η ανελευθερία είναι του διαβόλου ή αν ο άνθρωπος με τη θέλησή του στερείται την ελευθερία του.
Ενώ ο Θεός γνωρίζει την ψυχή του ανθρώπου, ως δημιουργός της, ο διάβολος γνωρίζει μόνο όσα του αποκαλύπτει ο άνθρωπος.
Αυτό σημαίνει πως δεν υπάρχουν δούλοι που έγιναν παρά τη θέλησή τους.
Κανείς δεν μπορεί να στερήσει τον άνθρωπο από την θεόσδοτη ελευθερία του.
Πηγές:  lagouvardospot.blogspot.gr – lllazaros.blogspot.gr 

H ελευθερια γνωρισμα του ανθρωπου «Θέλεις ὑγιὴς γενέσθαι;» (Ἰωάν. 5,7)


therapyΕΝΑ θαῦμα, ἀγαπητοί μου, διηγεῖται σήμερα τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο, ἕνα ἀπὸ τὰ ἀναρί­θμητα θαύματα ποὺ ἔκανε, κάνει καὶ θὰ κάνῃ μέχρι συντελείας τῶν αἰώνων, εἰς πεῖσμα τῶν δαιμόνων, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός.
Ποιό εἶνε τὸ θαῦμα αὐτό; Ὁ Χριστὸς ἀνέστησε ἕνα νεκρό. Λάθος κάνεις, θὰ μοῦ πῆτε· ἐμεῖς δὲν ἀκούσαμε σήμερα στὸ εὐαγγέλιο ὅτι ἀνέστησε νεκρό· ἀκούσα­με ὅτι θεράπευσε ἕνα παράλυτο. Ναί, ἀλλ᾽ αὐτὸς ἦ­ταν σὲ τέτοιο βαθμὸ παραλυσίας, ὥστε δὲν δι­έφερε ἀπὸ ἕνα νεκρό. Ἦταν νεκρὸς ἄταφος· χέρια εἶχε καὶ χέρια δὲν εἶχε, πόδια εἶχε καὶ πόδια δὲν εἶχε. Ἦταν διαρκῶς ἀκίνητος.
Ζωὴ σημαίνει κίνησις. Τὸ σκουληκάκι κι­νεῖ­ται μέσα στὸ βόρβορό του, τὸ μυρμήγκι δι­ανύει χιλιόμετρα, ἡ μέλισσα φθάνει σὲ ἀπίστευτες ἀποστάσεις ἀπὸ τὴν κυψέλη της, τὰ πουλιὰ ἔρχονται μακριά, ἀπὸ τὸ Βόρειο καὶ τὸ Νότιο πόλο, στὴν πατρίδα μας. Ὅλα ὅσα ἔ­­χουν ζωή, κινοῦνται· ἕνας δὲν ἐκινεῖτο, ὁ παράλυτος. Εἶδα στὸ Ἄσυλο Ἀνιάτων τῶν Ἀ­θηνῶν ἕνα παράλυτο, περίπου μιὰ εἰκόνα τοῦ παραλύτου τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου. Ἦταν τελείως ἀκίνητος, οὔτε τὸ χέρι του δὲν μποροῦσε νὰ σηκώσῃ· ἡ νοσοκόμος τὸν τάιζε.
Ἔτσι ἦταν λοιπὸν ὁ παράλυτος τῆς Βηθε­σδά. Καὶ πόσα χρόνια, παρακαλῶ, ζοῦσε τὸ δρᾶμα αὐτό; Ὄχι ἕνα ἢ δύο ἢ τρία χρόνια· 38 χρόνια, μιὰ ὁλόκληρη ζωή. Καὶ δὲν ἦταν μόνο παράλυτος, ἀσθενὴς πολυχρόνιος καὶ ἀνίατος· κον­τὰ σ᾽ αὐτὰ εἶχε καὶ κάτι ἄλλο, ποὺ τὸν πονοῦ­σε περισσότερο· ἦ­ταν ἐγκαταλελειμμένος. Κάποιος σπλαχνικὸς γείτονας τὸν πῆρε στὸν ὦ­μο καὶ τὸν ἔφερε ἐ­κεῖ στὸ ὑπόστεγο τῆς δεξαμενῆς, ὅ­που κάθε τόσο, ὅπως ἀκούσαμε, σὲ ἄγνωστη ὥρα, ἕνας ἄγγελος τάραζε τὸ νε­ρὸ καὶ τότε αὐτὸ ἔπαιρνε τρόπον τινὰ ῥαδιενέργεια, θαυματουργικὴ δύναμι, καὶ θεράπευε ἐκεῖνον ποὺ θὰ εἶχε τὸ εὐτύχημα νὰ πέσῃ πρῶτος μέσα στὰ ταραγμένα νερά. Ἀλλ᾽ αὐ­τὸς δὲν μποροῦσε νὰ κινηθῇ· ἔμενε ἐκεῖ, δίπλα στὴ δεξαμενή, τὴ θαυματουργικὴ στέρνα, ἀκίνητος σὰν πέτρα, μολύβι ἀσήκωτο.
Τὸν εἶχαν λησμονήσει ὅλοι. Δὲν εἶχε ἆραγε αὐτὸς οἰκογένεια; Φαίνεται, ὅτι ἀκόμα καὶ ἡ γυ­ναίκα του, ποὺ θά ᾽πρεπε νά ᾽νε δίπλα του, ἀπουσί­α­ζε. Δυστυχῶς καὶ ἡ συζυγικὴ ἀγάπη ἔρχον­ται περιστάσεις ποὺ ἀτονεῖ. Τί φοβερό! κι αὐ­τὴ ποὺ ἀγάπησες μὲ τὴν πιὸ τρυφερὰ ἀ­γάπη, μπορεῖ νὰ σ᾽ ἐγκαταλείψῃ· τὸ παιδὶ ποὺ γέννησες καὶ ἀνέθρεψες, μπορεῖ νὰ σ᾽ ἐγκαταλείψῃ. Ὅλοι μπορεῖ νὰ σ᾽ ἐγκαταλείψουν καὶ νὰ μείνῃς μόνος· ἕνας δὲν σὲ λησμονεῖ, ὁ Θεός. Στὰ χρόνια τῆς ἑλληνικῆς ἐπαναστάσεως στὴν Πελοπόννησο, σὲ μιὰ δύσκολη περίστασι, ἄφησαν ὅλοι τὸ γέρο – Κολοκοτρώνη κ᾽ ἔ­μεινε ὁλομόναχος. Τότε κατέφυγε σ᾽ ἕνα ἐκκλησάκι, προσευχήθηκε, καὶ πῆρε θάρρος· αἰσθάνθηκε, ὅτι ἔχει τὸ Θεὸ μαζί του. Κι ὅποιος ἔχει τὸ Θεὸ μαζί του, δὲ νιώθει μόνος.
Ὁ παράλυτος λοιπὸν τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου ἦταν ἐγκαταλελειμμένος ἀπὸ τοὺς ἀν­θρώπους, ἀλλὰ ὁ Θεὸς δὲν τὸν ξέχασε. Ὁ Κύ­ριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς, ποὺ φόρεσε σάρκα ἀνθρώπινη καὶ κατέβηκε ἀπὸ τὰ οὐράνια ἐδῶ στὴ γῆ, ἀποφάσισε νὰ τὸν θεραπεύσῃ. Πῆγε κοντά του, ἐκεῖ στὸ ὑπόστεγο ποὺ ἦταν κατάκοιτος, καὶ τὸν πλησίασε σὰν ἄγνωστος ξένος. Ἀλλὰ προτοῦ νὰ τὸν θεραπεύσῃ τοῦ εἶπε κάτι. Καὶ στὸ σημεῖο αὐτὸ παρακαλῶ νὰ προσέξετε, γιατὶ ἔχει μεγάλη σημασία.
Προτοῦ νὰ τὸν θεραπεύσῃ ὁ Χριστὸς τὸν ἐ­ρωτᾷ· «Θέλεις νὰ γίνῃς καλά;» (Ἰωάν. 5,7). Περί­εργη ἐρώτησι. Ἄρρωστος αὐτὸς 38 χρόνια, τί ἄλλο λαχταροῦσε παρὰ τὴ θεραπεία του. Γιατί λοιπὸν ὁ Χριστὸς τοῦ ἀπευθύνει τὴν ἐρώτησι αὐτή; Τί θέλει μ᾽ αὐτὸ νὰ μᾶς διδάξῃ;
Ὁ Χριστὸς θέλει νὰ διδάξῃ ἕνα μεγάλο δίδαγμα· ὅτι σέβεται τὴν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου. Γι᾽ αὐτὸ κ᾽ ἐμεῖς πρέπει νὰ σεβώμεθα τὴν ἐλευθερία τοῦ συνανθρώπου μας. Διότι ἂν ἔχῃ κάτι ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸ ὁποῖο διακρίνεται ἀπὸ τὸ κτῆνος ―ἐκτὸς τῆς λογικῆς καὶ τῆς συνειδήσεως―, εἶνε ἡ ἐλευθερία του.

* * *

Ἐλευθερία εἶνε τὸ νὰ ἔχῃ τὴ δυνατότητα ὁ ἄνθρωπος νὰ σκέπτεται καὶ νὰ ἐκφράζῃ τὰ φρονήματά του, τὸ νὰ μπορῇ νὰ ἐνεργῇ χω­ρὶς περιορισμούς, τὸ νὰ κινῆται μέσα στὰ πλαίσια τοῦ ἀγαθοῦ. Ἡ ἐλευθερία εἶνε δῶρο τοῦ Θεοῦ· ὁ ἄνθρωπος πλάστηκε ἐλεύθερος.
Ἀναγκαία ἡ ἐλευθερία. Τὸ ν᾽ ἀφαιρέσῃ καν­εὶς τὴν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου εἶνε σκληρό, ἀποτρόπαιο, ἀντικοινωνικό, ἀντιδημοκρατικό, ἀντιφυσικό, ἀπάνθρωπο ―τίποτα δὲν εἶπα―, εἶνε ἀντιχριστιανικό, ἀντίθεο. Ὅποιος στερεῖ τὴν ἐ­λευθερία τοῦ προσώπου (ἡ ὁποία ἐννοεῖ­ται ὅτι κινεῖται μέσα στὰ πλαίσια τῆς ἐννόμου τάξεως καὶ τῆς εὐπρεπείας), κάνει κάτι σατανικό. Τὸ ν᾽ ἀφαιρέσῃς τὴν ἐλευθερία ἀπὸ κάποιον εἶνε σὰ νὰ τοῦ ἀφαιρῇς τὸ ὀξυγόνο. Εἶ­νε σὰ νὰ βγάζῃς τὸ ψάρι ἀπὸ τὴ θάλασσα· τὸ ψάρι πλάστηκε γιὰ νὰ κολυμπᾷ στὸ νερό, κι ὁ ἄνθρωπος γιὰ νὰ κολυμπᾷ στὴν ἐλευθερία. Γι᾽ αὐτὸ οἱ γυναῖκες στὸ Σούλι ἔψαλλαν·
«Στὴ στεριὰ δὲ ζῇ τὸ ψάρι οὔτε ἀνθὸς στὴν ἀμμουδιά,
κ᾽ οἱ Σουλιώτισσες δὲν ζοῦνε δίχως τὴν ἐλευθεριά».
Κανένας λαὸς δὲν ὕμνησε μὲ τόσο πάθος τὴν ἐλευθερία ὅπως ὁ Ἑλληνικὸς λαός. Ὑ­πεν­θυμίζω μόνο τὸ στίχο τοῦ ῾Ρήγα Φεραίου
«Καλύτερα μιᾶς ὥρας ἐλεύθερη ζωὴ
παρὰ σαράντα χρόνια σκλαβιὰ καὶ φυλακή».
Ἐλεύθερος λαὸς ἐμεῖς, οἱ ὁποῖοι χύσαμε ποταμοὺς αἱμάτων γιὰ τὴν ἐλευθερία, αἰσθανόμεθα τὴ σημασία τοῦ λόγου ποὺ εἶπε σήμερα ὁ Θεάνθρωπος «Θέλεις ὑγιὴς γενέσθαι;» (ἔ.ἀ.). Ἐὰν θέλῃς, σὲ κάνω καλά· ἐὰν δὲν θέλῃς, ὄχι.
Τὸ αἴτημα τῆς ἐλευθερίας εἶνε ἀρχέγονο καὶ πανανθρώπινο. Καὶ πρὸ Χριστοῦ, ἀπὸ τὰ χρόνια τῆς παλαιᾶς διαθήκης, ὁ Θεὸς φωνάζει· Ἄνθρωπε, ἔβαλα μπροστά σου δυὸ πρά­γματα, τὴ φωτιὰ καὶ τὸ νερό· διάλεξε καὶ πάρε. Ἂν ἁ­πλώσῃς τὸ χέρι σου στὸ νερό, θὰ δροσιστῇς· ἂν τὸ ἁπλώσῃς στὴ φωτιά, θὰ καῇς (Σ. Σειρ. 15,16).

* * *

Νερὸ δροσερό, ἀγαπητοί μου, εἶνε οἱ ἀλήθεια τῆς ἁγίας Γραφῆς, ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, τὰ δόγματα τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας. Φωτιὰ ποὺ καίει ποιό εἶνε· εἶνε ἡ πλάνη, ἡ κακία, ἡ διαφθορά (ἡ κλεψιά, τὸ ψέμα, ἡ συκοφαν­τία, ἡ ψευδομαρτυρία, ἡ πορνεία, ἡ μοιχεία, ἡ βλα­σφημία, τὸ ἔγκλημα). Διάλεξε καὶ πάρε, ἄνθρω­πε. Κι ὁ ἄνθρωπος τοῦ αἰῶνος μας τί διαλέγει;
Ἐδῶ εἶνε ἡ τραγικότης. Τὸ μεγαλεῖο τοῦ ἀν­­θρώ­που εἶνε ἡ ἐλευθερία, ἀλ­λ᾽ αὐτὴ εἶνε καὶ ἡ τραγικότης του. Γι᾽ αὐ­­τὸ ὡρισμένοι ἰσχυ­ρίζονται, ὅ­τι εἶνε προτιμότε­ρο νὰ κυβερνηθοῦν οἱ λαοὶ μὲ περιορισμὸ τῆς ἐ­λευθερίας, ὥστε νὰ παιδαγωγηθοῦν κατὰ τὸ συμφέρον, παρὰ ν᾽ ἀ­φεθοῦν μὲν ἐλεύθεροι ἀλλὰ νὰ ταλαιπωροῦν­ται ἀπὸ τὰ λάθη των. Εἶνε δίκοπο μαχαίρι ἡ ἐ­λευθερία· συμφέρει ἢ δὲ συμφέρει; εἶ­νε πλε­ονέκτημα ἢ μειονέκτημα; Μεγάλο καὶ περίπλοκο ζήτημα αὐτό. Μολονότι ὅμως ἐνέχει κίνδυνο ἡ ἐλευθερία, δὲν παύει νὰ εἶνε πλεονέκτημα καὶ προνόμιο τοῦ ἀνθρώπου· ἀ­ξίζει γι᾽ αὐτὴν νὰ συμβαί­νουν ὅσα συμβαίνουν.
«Διάλεξε καὶ πάρε» λοιπόν. Καὶ ἡ ἀνθρωπό­της διαλέγει τὴ φωτιά! Κρίμα στὰ γράμματα καὶ τὶς ἐπιστῆμες καὶ τὰ πανεπιστήμια καὶ τὴ διπλωματία. Δυὸ φορὲς ἡ ἀνθρωπότης ἔ­βαλε τὸ χέρι στὴ φωτιά· ἢ μᾶλλον ὄχι ἁπλῶς τὸ χέρι ἔβαλε, ἀλλὰ ὁλόκληρη ἔπεσε μέσ᾽ στὴ φωτιά, στὸν παγκόσμιο πόλεμο. Στὸν πρῶτο παγκόσμιο πόλεμο 20 ἑκατομμύρια νεκροί, στὸν δεύτερο 38 ἑκατομμύρια νεκροί. Ὤ Θεέ μου! Μανάδες, σεῖς πρὸ παντὸς ποὺ αἰσθάνε­σθε περισσότερο τὴ ζωὴ στὰ σπλάχνα σας, ἀ­σπρομάλληδες γέροντες καὶ μικρὰ παιδιά, προσ­ευχηθῆτε. Δὲν εἶμαι προφήτης· βλέπω, ὅπως ὅλοι, ὅτι ἡ εἰρήνη τοῦ κόσμου κρέμεται ἀπὸ μιὰ κλωστή. Ἐὰν αὐτὴ κοπῇ, θὰ ἐκραγῇ νέος παγκόσμιος πόλεμος, ἢ μᾶλλον ὁ Ἁρμαγεδὼν τῆς Ἀποκαλύψεως (16,16), ποὺ θὰ εἶνε τὸ τέλος τῆς ἀνθρωπότητος. Ὁ Θεὸς νὰ φυλά­ξῃ καὶ ἂς χαρίσῃ τὴν εἰρήνη στὸν κόσμο.
Ἀλλὰ ἡ εἰρήνη στηρίζεται στὴν ἐλευθερία. Ὁ Κύριος ἐρωτᾷ· Ἀνθρωπότης, «θέλεις ὑγιὴς γενέσθαι;». Δυστυχῶς δὲν διδαχθήκαμε ἀπὸ τὰ παθήματά μας. Παρ᾽ ὅλα τὰ φῶτα τῆς ἐπιστή­­μης, εἴμαστε λιγώτερο νοήμονες ἀπὸ τὰ ζῷα. Τὸ γαϊδουράκι ποὺ γλίστρησε σ᾽ ἕνα λάκ­κο, ὅ­ταν ξαναπερνᾷ ἀπὸ ᾽κεῖ προσέχει μὴ ξαναπέ­σῃ. Τὸ Εὐαγγέλιο κηρύττει τὴν ἐλευθε­­ρία. Οἱ ἄνθρωποι δυστυχῶς κλείνουν τ᾽ αὐ­τιά τους. Δὲν συνετίζονται. Μέσ᾽ στοὺς χίλιους ἕνας ἀ­κούει τὴ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ. Ἐν τῷ μεταξὺ τὰ θηρία βρυχῶνται καὶ ἑτοιμάζονται πάνοπλα γιὰ ἐπίθεσι. Τί θὰ γίνῃ, ποιός θὰ ἐπικρατήσῃ;
Μὲ βάσι τὴν ἁγία Γραφὴ λέγω· δὲν θὰ νική­σῃ ἡ ἀρκούδα, οὔτε ὁ λέων, κανένα θηρίο. Ἡ Ἀποκάλυψις τελειώνει μὲ αἰσιόδοξο μήνυμα· θὰ νικήσῃ τὸ Ἀρνίον. Τὸ δὲ Ἀρνίον εἶνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναό του Ἁγίου Ἀνδρέου Λευκῶνος – Πρεσπῶν 16-5-1976)

Xριστιανισμός και Ελευθερία:»Η προβολή της ελευθερίας του ανθρώπου μέσω της Εκκλησίας».



Γεώργιος Ν. Μανώλης, Θεολόγος υπ. ΜΔΕ Ερμηνευτικής Θεολογίας

Στο χώρο της Εκκλησίας η ελευθερία του ανθρώπου δεν νοείται στη βάση που τη κατανοεί η κοινωνία των ανθρώπων, αντιθέτως υπάρχει μία ουσιαστικότερη και λεπτομερέστερη οπτική που συμπλέκει την ελευθερία του Θεού και του ανθρώπου. Απαραίτητη προϋπόθεση για την κατανόηση αυτού του σχήματος είναι η διάκριση ανάμεσα στους όρους θρησκεία, Εκκλησία, χριστιανισμός, οι οποίοι και ασφαλώς δεν ταυτίζονται. Η Θρησκεία είναι ανθρώπινο κατασκεύασμα, που πηγάζει από την ανάγκη του θρησκεύειν, ενώ η Εκκλησία είναι Θεία Αποκάλυψη, είναι η φανέρωση του Θεού στον άνθρωπο και όχι η δημιουργία του Θεού από τον άνθρωπο. Στην Θρησκεία ο Θεός είναι ζητούμενο ενώ στη Εκκλησία είναι αυτοαποκαλυπτόμενος. Τέλος αν ανατρέξουμε στην επιστήμη της γλώσσας και των εννοιών θα δούμε πως κάθε λέξη έννοια που λήγει σε -ισμός αποτελεί έκπτωση της έννοιας με την οποία είναι συνδεδεμένος, αν και εφόσον το περιεχόμενο της λέξης καταλήγει στο να νοηματοδοτεί ανθρώπινο κίνημα. Έτσι και ο όρος Χριστιανισμός ιδεολογικοποιεί τη χριστιανική αποκάλυψη.

Έχοντας κάνεις αυτές τις διαπιστώσεις ερχόμαστε να αναπτύξουμε τις σκέψεις μας επάνω στη σχέση Εκκλησίας και ελευθερίας. Η δημιουργία του κόσμου και του ανθρώπου είναι προϊόν της ελευθέρας βουλήσεως και της άκρας αγαθότητος του Θεού. Ο Θεός δημιουργεί με σοφία την κτίση με κορύφωση την δημιουργία του ανθρώπου,κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν αὐτοῦ. Κάθε δημιούργημά του έχει την αρχή του στον Θεό και στην προσωπική αυτεξουσιότητα που παράγεται μέσω αυτής της αρχής. Μόνη εντολή του Θεού προς τον άνθρωπο υπήρξε ἀπὸ … τοῦ ξύλου τοῦ γινώσκειν καλὸν καὶ πονηρόν, οὐ φάγεσθε ἀπ᾿ αὐτοῦ. Ο πρωτόπλαστος όμως μη αντιλαμβανόμενος τον χαρακτήρα του περιορισμού αυτού, παραβαίνοντας την θεία εντολή, οδηγείται στην αμαρτία και την απομάκρυνση του από τον Δημιουργό του. Έτσι η αμαρτία εισέρχεται στην ζωή των πρωτοπλάστων, συμπαρασύροντας μοιραία την ανθρώπινη φύση και σύνολη την κτήση που τη περιβάλει. Το αμάρτημα του Αδάμ ήταν τελικά η ιταμή συμπεριφορά προς τον Θεό και η συνεπεία τούτου διάρρηξη των σχέσεων του με τον πλησίον και κατεξοχήν με τον Δημιουργό.

Η πτώση του ανθρώπου συνεπάγεται την αμαύρωση του κατ’ εικόνα περιήλθε σε δυσμενή θέση και επήλθε η κακή αλλοίωση. Για τον άνθρωπο, λοιπόν, που βρίσκεται σε κατάσταση πτώσεως, η έννοια της ελευθερίας συσκοτίστηκε και απέκτησε άλλο νόημα αποκομμένο από την αληθινή εννοιολογική τοποθέτηση του όρου. Ο άνθρωπος βάλλεται από τη διαβρωτική επίδραση του κακού, έχοντας χάσει τον προορισμό του προς την απόλυτη και αληθινή ελευθερία.

Παρά ταύτα ο Θεός δεν εγκατέλειψε τον άνθρωπο. Μετά την πτώση του ανθρώπου, την απομάκρυνση από τον Θεό και κατά συνέπεια την υποταγή του στην φθορά και στον θάνατο, εμφανίζεται η ανάγκη της αποκαταστάσεως του ανθρώπου στο αρχαίο κάλλος και της επανατοποθετήσεώς του στον δρόμο της κοινωνίας με τον Θεό. Η αποκατάσταση αυτή δεν αποτελεί καταναγκαστική ενέργεια του Θεού, αλλά είναι αποτέλεσμα της απολύτως ελεύθερης ἐν ἀγάπῃ επιλογής του Θεού. Για τον ίδιο λόγο η αποκατάσταση αυτή δεν έχει και κανένα καταναγκαστικό στοιχείο για τον άνθρωπο. Για να αποκαταστήσει την πεπτωκυία φύση του ανθρώπου και να την σώσει από την αμαρτία και τον θάνατο, προς το σκοπό ακριβώς αυτόν ο Θεός οἰκονόμησε πραγματώνεται δια της ενανθρωπήσεως του Υιού και Λόγου του Θεού και πραγματοποίησε την σωτηρία του ανθρώπου, η οποία πραγματώνεται εντός της Εκκλησίας.

Η ελευθερία, τo αυτεξούσιο δηλαδή, αποτελεί στοιχείο της «κατ’ εικόνα Θεού» δημιουργίας του ανθρώπου, καθώς και για τη σωτηρία του. Ο Μέγας Βασίλειος αναφέρει χαρακτηριστικά πως «αρχή και ρίζα της αμαρτίας το εφ’ ημίν και το αυτεξούσιον». Ο άνθρωπος πολλές φορές αρνείται την κοινωνία του με το Θεό και καταγίνεται με τη μανιώδη επιδίωξη της κοσμικής ελευθερίας, μιας ελευθερίας που καταλήγει στην ανελευθερία, επειδή μακριά από το Θεό καιροφυλακτεί η παντοειδής υποδούλωση του ανθρώπου. Αποτέλεσμα είναι να θεωρείται ελευθερία κάθε υποδούλωση και η υποδούλωση στο Θεό ως δουλεία.

Επομένως η απόλυτη ελευθερία δε δύναται να υπάρξει, από τη στιγμή που η κατεξοχήν ελευθερία βρίσκεται μέσα στην ιδιοσυστασία του Θεού, ο οποίος είναι ο μόνος που κατέχει αποκλειστικά την απόλυτη ελευθερία και είναι ουσιαστικά ο μόνος που διακρίνεται για το αυτεξούσιό του. Ο άνθρωπος κινείται στα πλαίσια της ελευθερίας που έλαβε από το Θεό, μέσω του βίου του, που ταυτίζεται με την εν Χριστώ ζωή. Ο άνθρωπος που αποτελεί μέρος του όλου της εν Χριστώ ζωής, έχει τη δυνατότητα να γευθεί το δώρο της πραγματικής ελευθερίας μέσα από την κοινωνία με την πηγή της ελευθερίας, που δε θα μπορούσε να είναι άλλη από τον ίδιο τον Θεό, που μεταδίδει την απόλυτη μορφή της ελευθερίας στον κόσμο διαμέσου των άκτιστων ενεργειών Του. Ο άνθρωπος ως απόρροια της ενέργειας του Θεού, έγινε μέρος του κύκλου της ζωής μέσα από την εξάρτηση από τον Δημιουργό του. Ως κτίσμα λοιπόν ο άνθρωπος γίνεται δέκτης της ελευθερίας από το Θεό, μιας και είναι ο ίδιος εικόνα του Δημιουργού του και αποτελεί μια φύση που υπόκειται στη λογική και το αυτεξούσιο.

Η έννοια της ελευθερίας στην διδασκαλία της Εκκλησίας δεν έχει την έννοια της αυτονομίας, αλλά της ετερονομίας. Η ελευθερία ορίζεται στη σχέση του ανθρώπου με το Θεό, με το συνάνθρωπο και το περιβάλλον του. Αυτή η σχέση δεν είναι τίποτε άλλο από μια σχέση αγάπης. Χωρίς αγάπη δεν υπάρχει ελευθερία. Η αγάπη ενεργεί ελεύθερα, γιατί αφανίζει κάθε ιδιοτέλεια και εξαφανίζει κάθε σχέση εκδίκησης, υστεροβουλίας, συναλλαγής και άλλων σχέσεων.

Η ελευθερία είναι δωρεά του Θεού αλλά και υπόθεση του ανθρώπου, αφού μαζί με το «κατ’ εικόνα» έλαβε και το «καθ’ ομοίωσιν». Το «καθ’ ομοίωσιν» έχουν μόνο εκείνοι, οι όποιοι υπέταξαν και υποδούλωσαν με πολλή αγάπη την ελευθερία τους στο Θεό. Ο άνθρωπος γίνεται συνυπεύθυνος και συνδημιουργός της ελευθερίας του όσο αγωνίζεται να ανεξαρτητοποιηθεί από την αμαρτία και να ζήσει την εν Χριστώ ζωή.

Η ελεύθερη ανταπόκριση στην πρόσκληση του Θεού συνιστά την ουσία της εν Χριστώ ελευθερίας. Ελεύθερος δεν είναι ο χειραφετημένος, αλλά αυτός που υποτάσσεται στο Θεό. Ο αγώνας εναντίον των παθών, και κυρίως εναντίον του ανθρώπινου εγωισμού, είναι αγώνας για την απόκτηση της ελευθερίας.

Η εν Χριστώ ελευθερία καλλιεργείται μέσα στην αλήθεια. Σε αντίθεση προς το ψευδός, που υποδουλώνει τον άνθρωπο και κερδοσκοπεί σε βάρος της ελευθερίας του, η αλήθεια, που είναι ο Χριστός, απελευθερώνει τον άνθρωπο, «γνώσεσθε την αλήθειαν, και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς» και τον οδηγεί στη σωτηρία του. Σωτηρία που είναι αποτέλεσμα της συνέργειας δύο παραγόντων, της Θείας Χάριτος και της ανθρώπινης ελευθερίας.

Η Θεία Χάρις συνοδεύει τον άνθρωπο σε κάθε του βήμα και τον βοηθά και τον ενισχύει στον αγώνα του να ανταποκριθεί στην πρόσκληση της για σωτηρία. Στην ανθρώπινη ελευθερία εναπόκειται όμως, αν θα ανταποκριθεί ή αν την απορρίψει. Η σωτηρία αποτελεί δωρεά τον Θεού και την αποκτά εκείνος που ελεύθερα ενώνεται και κοινωνεί με το Θεό.

Η ελευθερία λοιπόν στη χριστιανική ζωή εξαρτάται απόλυτα από την αποστολή της Θείας Χάριτος του Θεού, ο οποίος είναι και ο μόνος που μπορεί να την προσφέρει στον άνθρωπο. Βέβαια, από τη στιγμή που ο άνθρωπος έχει δημιουργηθεί κατ’εικόνα και καθ’ομοίωση του δημιουργού του, τότε συνεργεί και αυτός στην κατάκτηση της αληθινής ελευθερίας, από τη στιγμή που είναι κάτοχος του αυτεξουσίου. Άλλωστε, το αυτεξούσιο του ανθρώπου βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με την ελευθερία, όχι μόνο στα πλαίσια της κτιστότητας του ανθρώπου, αλλά και σε σχέση με την κατ’εικόνα Θεού δημιουργία του. Ο άνθρωπος μέσα στα όρια της ελευθερίας που απολαμβάνει, καλείται να πορευθεί προς το αγαθό ή το κακό ανάλογα με την προαίρεσή του, ελεύθερος να αποφασίσει για τον προσανατολισμό του πάντα δυνάμει του αυτεξουσίου, που προϋποθέτει τη σχετική ύπαρξη λογικής.

«Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθήτω μοι». Η Εκκλησία μέσα από τον Σταυρό και την πρόσκληση για την άρση του από τον καθένα από εμάς προβάλει σε όλους τον τρόπο ζωής με τον οποίο καλείται να ζήσει ο άνθρωπος, ώστε συσταυρούμενος με τον Κύριο να αξιωθεί και αυτής της Αναστάσεως, αντλώντας από αυτόν δύναμη και χάρη. Ο Σταυρός του Χριστού είναι το σύμβολο της υπακοής, της ταπείνωσης, της αγάπης και της απόλυτης ελευθερίας, ενώ ταυτόχρονα είναι και το τρόπαιο κατά του μίσους, της ιδιοτέλειας, της αμαρτίας, των παθών, του εγωισμού και κάθε μορφής δουλείας.

Η ελευθερία τελικά είναι απόρροια της αποδέσμευσης του ανθρώπου από τα δεσμά των φθοροποιών δυνάμεων και η μόνη διέξοδος που οδηγεί στη σωτηρία είναι η συναίσθηση της ανθρώπινης αδυναμίας και η μεταβολή των στάσεων με σκοπό την ανάδειξη της καλύτερης πτυχής της ανθρώπινης φύσεως που έλκεται από το Θεό. Η ζωή του Χριστιανού δεν νοείται αποκομμένη από το αγαθό της ελευθερίας και συγχρόνως η αληθινή ελευθερία συναντάται αποκλειστικά ως στοιχείο της χριστιανικής ζωής. Η απόλυτη ελευθερία πραγματώνεται μέσα στη εν Χριστώ ζωή ως αναφαίρετο κομμάτι της και εκπληρώνει τον πρωταρχικό στόχο του πιστού, την ανακαίνισή του ως προσώπου και την πνευματική του τελείωση.

Ο Χριστιανός μέσα από τη ζωή της Εκκλησίας απολαμβάνει την ελευθερία και οριοθετεί τη συμπεριφορά του, χωρίς αυτό να σημαίνει πως η ελευθερία του περιορίζεται ή αίρεται. Άλλωστε το Ευαγγέλιο δεν επιβάλει κανόνες και πρακτικές, αλλά καθίσταται οδηγός και βακτηρία του ανθρώπου εξασφαλίζοντας το δώρο της ελευθερίας. Ο Χριστιανός γεύεται την ελευθερία στην παρούσα ζωή, η πλήρη βίωση της οποίας πραγματοποιείται στα έσχατα.

Με το έργο της Θείας Οικονομίας, που πραγματώθηκε στο πρόσωπο του Χριστού, ο άνθρωπος απελευθερώνεται οντολογικώς από την αμαρτία, τον διάβολο και τον εσχατολογικό θάνατο και αποκτά τη χαρισματική ελευθερία. Ο Θεός κινούμενος από άκρα ευσπλαχνία για τον άνθρωπο προσέλαβε την ανθρώπινη φύση «καθ’ υπόστασιν» στο πρόσωπο του Θεού Λόγου για ν’ απελευθερώσει τον άνθρωπο, ν’ ανακαινίσει το αμαυρωμένο κατ’ εικόνα και να το ζωοποιήσει με την άκτιστη χάρη του πρωτοτύπου.

Το θεμέλιο απελευθερώσεως της ανθρωπίνης φύσεως από την εξουσία του διαβόλου, της αμαρτίας, της φθοράς και του θανάτου, τέθηκε ήδη με την ενανθρώπηση του Θεού Λόγου, ενώ με την ανάσταση του Χριστού επισφραγίστηκε η οντολογική απελευθέρωση του ανθρώπου από την πολλαπλή δουλεία του. Η ενανθρώπηση, η σταύρωση και η ανάσταση του Χριστού έχουν απελευθερωτική σημασία για τον άνθρωπο. Αρκεί ο άνθρωπος για να απελευθερωθεί από την δουλεία στην αμαρτία, τον πονηρό και τον θάνατο, είναι να μετάσχει μυστηριακώς στο θάνατο και την ανάσταση του Χριστού.

Η εν Χριστώ ζωή προϋποθέτει τη συμμετοχή του πιστού στα μυστήρια της Εκκλησίας και η συμμετοχή αυτή δεν μπορεί παρά να είναι αποτέλεσμα της ελεύθερης βούλησης του ανθρώπου, και την ίδια στιγμή η ελευθερία πραγματώνεται μέσα από την τέλεση των μυστηρίων. Μάλιστα η Θεία Ευχαριστία, ως η πεμπτουσία της λειτουργικής ζωής, πραγματώνει και οικοδομεί εν τόπω και χρόνο το μυστικό σώμα του Χριστού που είναι η Εκκλησία. Επομένως θα μπορούσαμε να πούμε πως η Εκκλησία μας ζει από την Τράπεζα της Θείας Ευχαριστίας και κάθε φορά που τελείται το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, ενεργεί η χάρις του Θεού και εκεί που ενεργεί η χάρις του Θεού βιώνεται η ελευθερία, η απόλυτη εν Χριστώ ελευθερία.

Ν. ΜΠΕΡΝΤΙΑΕΦ Από το «Περί δουλείας και ελευθερίας του ανθρώπου» [Μετάφραση: Τασίας Ευθυμιάδου-Αλισανδράτου]




ΥΠΑΡΧΕΙ μια πολύ αυστηρή διάκριση ανάμεσα στον Θεό και την ανθρώπινη ιδέα για το Θεό, ανάμεσα στον Θεό ως υπάρχοντα και τον Θεό ως αντικείμενο. Ανάμεσα στον Θεό και τον άνθρωπο βρίσκεται η ανθρώπινη συνείδηση, η εξωτερίκευση και η προβολή της περιορισμένης κατάστασης αυτής της συνείδησης, με μια λέξη η αντικειμενοποίηση. Ο αντικειμενοποιημένος Θεός αποτέλεσε για τον άνθρωπο το αντικείμενο ενός δουλικού θαυμασμού. Αλλά το παράδοξο συνίσταται στο γεγονός ότι ο αντικειμενοποιημένος Θεός είναι ένας Θεός αλλοτριωμένος από τον άνθρωπο και που τον κυριαρχεί, ένας Θεός που δημιουργήθηκε από τον περιορισμένο και πεπερασμένο άνθρωπο και ο οποίος αντανακλά ό,τι το περιορισμένο και πεπερασμένο έχει ο άνθρωπος. Ο άνθρωπος γίνεται -ας πούμε- δούλος εκείνου που ο ίδιος αντικειμενοποίησε και εξωτερίκευσε. Σ’αυτό ο Feuerbach είχε ασφαλώς δίκιο, παρ’όλο που το πρόβλημα του Θεού δε βρίσκει εκεί τη λύση του. Ο άνθρωπος πλάθει τον Θεό «κατ' εικόνα και ομοίωσίν» του, αποδίδοντάς του όχι μόνο ό,τι έχει καλύτερο, αλλά και ό,τι έχει χειρότερο. Ο Θεός, όπως αποκαλύπτεται στην ανθρώπινη συνείδηση, έχει μια σφραγίδα ανθρωπομορφισμού και κοινωνιομορφισμού. Αλλά μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα εδώ ο κοινωνιομορφισμός της ιδέας που ο άνθρωπος σχηματίζει για τον Θεό. Οι ιδέες που ο άνθρωπος σχηματίζει για τον Θεό, αντανακλούν, πράγματι, τις κοινωνικές σχέσεις των ανθρώπων, τις σχέσεις μεταξύ δουλείας και κυριαρχίας με τις οποίες είναι συνυφασμένη η ιστορία της ανθρωπότητας. Η γνώση του Θεού απαιτεί έναν αδιάπτωτον εξαγνισμό που αφορά προ παντός τον δουλικό κοινωνιομορφισμό. Στις σχέσεις μεταξύ Θεού και ανθρώπου έχουν επεκταθεί οι σχέσεις μεταξύ κυριάρχων και δούλων, όπως υπάρχουν στην κοινωνική ζωή. Λέγοντας ότι ο Θεός είναι ο κύριος και ο άνθρωπος δούλος, ακολουθούμε μια κοινωνιομορφική σκέψη, ενώ ο Θεός και οι σχέσεις του με τον άνθρωπο και τον κόσμο δεν παρουσιάζουν τίποτε που να μοιάζει με κοινωνικές σχέσεις και η ταπεινωτική «κατηγορία» της κυριαρχίας είναι ανεφάρμοστη για τον Θεό. Ο Θεός δεν είναι κύριος και δεν κυριαρχεί, δεν έχει καμμιά δύναμη, καμμιά θέληση ισχύος. Δεν απαιτεί τον δουλικό θαυμασμό του υπόδουλου ανθρώπου. Ο Θεός είναι ελευθερία. Είναι ο ελευθερωτής και όχι ο δυνάστης. Εμπνέει το συναίσθημα της ελευθερίας και όχι της υποταγής. Είναι Πνεύμα και το Πνεύμα δεν γνωρίζει ούτε κύριον, ούτε δούλο. Δεν μπορούμε να σκεφτόμαστε τον Θεό κατ' αναλογίαν όσων συμβαίνουν στην κοινωνία, ούτε όσων συμβαίνουν στην φύση. Όταν σκεφτόμαστε τον Θεό δεν μπορούμε να εφαρμόσουμε την αρχή του προσδιορισμού γιατί δεν προσδιορίζει τίποτε, ούτε την αρχή της αιτιότητας, γιατί δεν είναι αιτία ουδενός. Βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα μυστήριο που ξεφεύγει από κάθε αναλογία που συνάγουμε από την αναγκαιότητα, από την αιτιότητα, από την κυριαρχία: από την αιτιότητα των φυσικών φαινομένων, από την κυριαρχία, ως κοινωνικό φαινόμενο. Η μόνη δυνατή αναλογία είναι εκείνη πού συνάγεται από την ελεύθερη ζωή του πνεύματος. Ο Θεός δεν είναι η αιτία του κόσμου, δεν δρα επάνω στην ψυχή του ανθρώπου ως μία αναγκαιότης. Δεν κρίνει και δεν αποφαίνεται όπως γίνεται στην κοινωνική ζωή των ανθρώπων. Δεν είναι ένας κυρίαρχος που κρατά στην εξουσία του την ζωή και τον κόσμο. Καμμία από τις κοσμομορφικές και κοινωνιομορφικές «κατηγορίες» δεν μπορεί να αποδοθεί στον Θεό. Ο Θεός είναι ένα Μυστήριο προς το οποίο ο άνθρωπος εξαίρεται και με το οποίο κοινωνεί. Είναι η ψεύτικη και δουλική αντίληψη για τον Θεό, η δουλική καταφατική σύλληψη, που ήταν το τελευταίο καταφύγιο της ανθρώπινης δουλείας, ο τελευταίος της πόρος. Δεν είναι ο Θεός που έκαμε τον άνθρωπο δούλο, γιατί ο Θεός είναι ελευθερωτής, αλλά η θεολογία, η θεολογική αποπλάνηση. Η ειδωλολατρία είναι δυνατή, ακόμη και απέναντι στο Θεό, και οι κοινωνικές σχέσεις, με βάση την δουλικότητα, που υπάρχουν ανάμεσα στους ανθρώπους, εχρησίμευσαν για παράδειγμα στην δημιουργία σχέσεων μεταξύ Θεού και ανθρώπων. Ο Θεός, θεωρούμενος ως αντικείμενο μαζί με ό,τι χαρακτηρίζει τον κόσμο της αντικειμενικότητας, έγινε πηγή δουλείας. Ο Θεός, ως αντικείμενο, δεν αντιπροσωπεύει παρά την δύναμη φυσικού προσδιορισμού ή κοινωνικής κυριαρχίας, αναγόμενη στο απόλυτο. Ό,τι είναι ο ντετερμινισμός στη φύση, είναι η κυριαρχία στην κοινωνική ζωή.
Αλλά ο Θεός, ως υποκείμενο, ως ξένος προς κάθε αντικειμενοποίηση, είναι αγάπη και ελευθερία και όχι ντετερμινισμός και κυριαρχία. Είναι αυτός ο ίδιος ελευθερία και δεν δίνει παρά την ελευθερία. Ο Duns Scott είχε δίκιο, όταν υπερασπιζόταν την ελευθερία του Θεού αλλά, από την ελευθερία του Θεού συνήγαγε ένα εσφαλμένο και δουλικό συμπέρασμα, καθιστώντας τον Θεό έναν απόλυτο κυρίαρχο. Για τον Θεό δεν μπορούμε να σχηματίσουμε καμμιάν έννοια και η έννοια που μπορεί λιγώτερο ν’ αποδοθεί στον Θεό είναι η έννοια του Όντος, που είναι πάντοτε το αντίστοιχο του ντετερμινισμού και είναι πάντοτε μια εκλογίκευση. Δεν μπορούμε να σκεφθούμε τον Θεό παρά συμβολικά. Η αποφατική και όχι η καταφατική θεολογία έχει δίκιο, και ακόμη δεν έχει δίκιο παρά εν μέρει. Δεν θέλουμε να πούμε, όπως ο Σπένσερ, ότι ο Θεός είναι το Αγνώριστο. Oι συναντήσεις και η κοινωνία (communion) με τον Θεό, ο δραματικός αγώνας με τον Θεό είναι πάντοτε ενδεχόμενα. [...] Ο μόνος θρησκευτικός μύθος που εκφράζει μιαν αλήθεια είναι όχι ο μύθος ενός κυριάρχου Θεού που επιδιώκει την κυριαρχία, αλλά ο μύθος ενός Θεού που έλκεται προς ένα «άλλο», αναζητά μιαν αμοιβαία αγάπη και περιμένει την δημιουργική απάντηση του ανθρώπου. Όσο για την πατριαρχική αντίληψη του Θεού, αυτή εξαρτάται από σχέσεις που αναφέρονται καθαρά στο γένος και αντανακλά αυτές τις σχέσεις. Η ιστορία μας δείχνει ότι στην επιθυμία τους να γνωρίσουν τον Θεό, οι άνθρωποι ελάτρευσαν ως Θεό τον διάβολο.

ΑΠΟ ΟΛΕΣ τις μορφές ανθρώπινης δουλείας, η υποδούλωση στην κοινωνία είναι η πιο σημαντική. Ο άνθρωπος είναι ένα ον, η κοινωνιοποίηση του οποίου είναι προϊόν πολιτισμού πολλών χιλιετηρίδων. Και η κοινωνιολογική αντίληψη θα ήθελε να μας πείσει ότι αυτή ακριβώς η κοινωνιοποίηση έπλασε τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος ζούσε, υποτίθεται, σε μία κατάσταση κοινωνικής υπνώσεως. Και θα του ήταν δύσκολο ν’ αντιτάξει την μοίρα του στις δεσποτικές απαιτήσεις της κοινωνίας, γιατί, σύμφωνα με τους κοινωνιολόγους όλων των τάσεων, η ύπνωση δεν παύει να του υποβάλλει την πεποίθηση ότι από την κοινωνία και μόνο δέχθηκε την ελευθερία του. Είναι σαν να του έλεγε η κοινωνία: «Είσαι το προϊόν μου, ό,τι καλύτερο έχεις το χρωστάς σε μένα γι’ αυτό το λόγο μου ανήκεις και οφείλεις να δίνεσαι ολόκληρος σε μένα». Ο Χέρτσεν είχε βέβαια σοσιαλιστικές τάσεις, αλλά η οξεία αντίληψή του για την προσωπικότητα του υπαγόρευε εμβαθυντικές θεωρήσεις. Σ’αυτόν χρωστάμε την πρόταση: «Η υποταγή του ατόμου στην κοινωνία, στον λαό, στην ανθρωπότητα, στην Ιδέα, δεν κάνει άλλο παρά να συνεχίζει τις ανθρωποθυσίες». Και αυτό είναι μια ιερή αλήθεια. Επανερχόμενος στην διάκρισή μας μεταξύ του ατόμου και του προσώπου (personne), μπορούμε να πούμε ότι μόνο το άτομο είναι ένα μέρος της κοινωνίας και της είναι υποταγμένο, ενώ σε ό,τι αφορά το πρόσωπο, το αντίστροφο είναι αληθινό: δεν αποτελεί το πρόσωπο μέρος της κοινωνίας, αλλά η κοινωνία αποτελεί μέρος του. Επειδή ο άνθρωπος είναι ένας μικρόκοσμος και ένας μικροθεός, προκύπτει ότι η κοινωνία και το Κράτος αποτελούν επίσης μέρος του προσώπου. Η εξωτερίκευση της κοινωνίας, η αντικειμενοποίηση των κοινωνικών σχέσεων είναι μία αιτία υποδούλωσης του ανθρώπου. Στις πρωτόγονες κοινωνίες το πρόσωπο είναι εντελώς απορροφημένο από την ομάδα. O Lévy–Brühl λέει πολύ σωστά ότι στις πρωτόγονες κοινωνίες η συνείδηση του ατόμου εξαρτάται από την συλλογική συνείδηση της ομάδας. Αλλά δεν είναι αυτή η έσχατη αλήθεια που αναφέρεται στον άνθρωπο. Η κοινωνία είναι μία ξεχωριστή πραγματικότητα, ένα κλιμάκιο της πραγματικότητας. Το «εγώ» συνδυαζόμενο με το «εσύ» είναι μια πραγματικότητα διαφορετική από το «εγώ», που περιλαμβάνεται στο «εμείς». Αλλά η κοινωνία δεν είναι ένας οργανισμός, δεν είναι ένα ον, ένα πρόσωπο. Η πραγματικότητα της κοινωνίας περιέχεται μέσα στα ίδια τα πρόσωπα, και όχι στις αμοιβαίες πράξεις και αντιδράσεις τους περιέχεται στο «εμείς», που δεν είναι μια αφαίρεση, αλλά κάτι που έχει συγκεκριμένη ύπαρξη. Η πραγματικότητα της κοινωνίας δεν είναι η πραγματικότητα ενός ιδιαίτερου «εγώ», αλλά ενός «εμείς». Η κοινωνία (communion) του «εγώ» με τους άλλους πραγματοποιείται μέσα στο «εμείς». Αυτό το «εμείς» συνιστά το ποιοτικό περιεχόμενο του «εγώ», την κοινωνική του υπερβατικότητα. Το «εγώ» βρίσκεται σε κοινωνία (communion) όχι μόνο με το «εσύ», δηλαδή από πρόσωπο σε πρόσωπο, αλλά και με το «εμείς», δηλαδή με την κοινωνία. Αλλά αν το «εγώ» συμμετέχει στη σύνθεση του «εμείς», δηλαδή της κοινωνίας ως ένα μέρος του Όλου, ως όργανο του οργανισμού, τούτο το κάνει μόνο ως άτομο, ως άνθρωπος, όπως τον έπλασε η φύση. Το πρόσωπο, ο άνθρωπος δεν αποτελεί ποτέ μέρος της κοινωνίας ως μέρος ενός Όλου, ως όργανο ενός οργανισμού. Το «εμείς» δεν είναι ένα συλλογικό υποκείμενο ή μία ουσία. Το «εμείς» έχει μίαν υπαρξιακή σημασία χωρίς να είναι ωστόσο ένα υπαρξιακό κέντρο. Το υπαρξιακό κέντρο βρίσκεται μέσα στο «εγώ» και στις σχέσεις του με το «εσύ» και το «εμείς». Αυτές οι σχέσεις του «εγώ» όχι μόνο με το «εσύ» αλλά και με το «εμείς» είναι η πηγή της κοινωνικής υπαρξιακής πραγματικότητας. Αλλά η αντικειμενοποίηση της ανθρώπινης ύπαρξης, η προβολή της προς τα έξω, δημιουργούν την «κοινωνία» που ισχυρίζεται ότι είναι μία πραγματικότητα ανώτερη, και προγενέστερη από την πραγματικότητα του ανθρώπου και του προσώπου. Η κοινωνία είναι μία αντικειμενοποίηση του «εμείς» που δεν έχει καμμία -πραγματικότητα και καμμίαν ύπαρξη έξω από τις σχέσεις που διατηρεί μαζί του το «εγώ» και έξω από τις σχέσεις μεταξύ του «εγώ» και του «εσύ». Το «εμείς», στην υπαρξιακότητά του είναι μία κοινότητα και όχι μία κοινωνία. Η κοινωνία είναι μία πολύ-μονάδα (multi -unité), (Frank). Αλλά αυτή η πολύ-μονάδα μπορεί να γίνει ένα «εμείς» μέσα στις υπαρξιακές σχέσεις μεταξύ του «εγώ», απ’την μία πλευρά, του «εσύ» και του «εμείς», απ’ την άλλη. Αλλ’ εδώ προκύπτει η δουλεία του ανθρώπου σε σχέση με την κοινωνία. Η κοινωνία οφείλει την πραγματικότητά της στο γεγονός ότι το άτομο δημιουργεί σχέσεις όχι μόνο με άλλα άτομα, αλλά μ’ ένα μεγαλύτερο ή μικρότερο αριθμό ατόμων συγκεντρωμένων σε κοινωνία. Η υποδουλωτική δύναμη της κοινωνίας επάνω στο πρόσωπο είναι προϊόν της ψευδαίσθησης που δημιουργεί η αντικειμενοποίηση. Το πραγματικό «εμείς», δηλαδή η κοινότητα των ανθρώπων, η κοινωνία τους (communion) μέσα στην αγάπη, την ελευθερία, τη φιλευσπλαχνία, όχι μόνο δεν υποδουλώνει τον άνθρωπο, αλλά ευνοεί την πραγματοποίηση της πληρότητας της ατομικής ζωής, την έξαρσή του προς τον «άλλον».

ΕΙΝΑΙ μια αλήθεια που δεν πρέπει να κουραζόμαστε να επαναλαμβάνουμε, ότι δηλαδή ο άνθρωπος είναι ον αντιφατικό και σε σύγκρουση με τον εαυτό του. Ο άνθρωπος επιδιώκει την ελευθερία, την αναζητά αδιάκοπα και με όλες του τις δυνάμεις και συμβαίνει ωστόσο όχι μόνο να πέφτει εύκολα στη δουλεία, αλλά ν’ αγαπά τη δουλεία. Ο άνθρωπος είναι βασιλιάς μαζί και δούλος. Βρίσκουμε στην «Φαινομενολογία του Πνεύματος» του Hegel αξιόλογες σκέψεις πάνω στον κύριο και τον δούλο, πάνω στην «Herrschaft und Knechtschaft». Ο κύριος και ο δούλος, εξετάζονται εδώ όχι ως κοινωνικές κατηγορίες, αλλά σε μια πολύ βαθύτερη έννοια. Πρόκειται για το πρόβλημα της δομής της συνείδησης. Υπάρχουν, κατά την γνώμη μου, τρεις καταστάσεις στον άνθρωπο, τρεις δομές της συνείδησης που αναλογούν αντίστοιχα, μ’αυτό που μπορούμε να δηλώσουμε με τις λέξεις: «κύριος», «δούλος», «ελεύθερος άνθρωπος». Ο κύριος και ο δούλος είναι συσχετικές έννοιες, δεν μπορούν να υπάρχουν η μία χωρίς την άλλη. Όσο για τον ελεύθερον άνθρωπο, υπάρχει αφ’ εαυτού, κατέχει την ιδιαίτερη ιδιότητά του, χωρίς συσχετισμό με ό,τι θα του ήταν αντίθετο. Ο κύριος είναι μια συνείδηση που δεν υπάρχει παρά εξ αιτίας του συσχετισμού της με μιαν άλλην, με τον δούλο. Αλλά αν η συνείδηση του κυρίου είναι συνείδηση της ύπαρξης ενός άλλου, επειδή αυτός ο άλλος είναι στην υπηρεσία του, η συνείδηση του δούλου είναι η συνείδηση της ίδιας του της ύπαρξης, επειδή είναι στην υπηρεσία ενός άλλου. Όσο για την συνείδηση του ελεύθερου ανθρώπου, είναι η συνείδηση της ύπαρξης του καθενός για τον εαυτό του, με ελεύθερη έξοδο από τον εαυτό του προς τους άλλους και προς πάντας. Η ύπαρξη της δουλείας δεν είναι δυνατή παρά όταν απουσιάζει η συνείδηση της δουλείας. Ο κόσμος της δουλείας είναι ο κόσμος του πνεύματος που έχει αλλοτριωθεί απ' τον εαυτό του. Η εξωτερίκευση είναι η πηγή της δουλείας, ενώ η ελευθερία είναι ένα προϊόν της εσωτερίκευσης. Η δουλεία προέρχεται πάντοτε από την αλλοτρίωση της ανθρώπινης φύσης, από προβολές της προς τα έξω. Ο Feuerbach και ύστερ’ απ’ αυτόν ο Μαρξ διέκριναν καλά, αυτήν την πηγή δουλείας του ανθρώπου, αλλά επειδή εξέτασαν αυτό το γεγονός από την άποψη της υλιστικής φιλοσοφίας, δεν έκαναν τίποτε άλλο παρά να νομιμοποιήσουν την δουλεία. Η αλλοτρίωση, η εξωτερίκευση, η προς τα έξω προβολή της πνευματικής φύσης του ανθρώπου, όλα αυτά σημαίνουν την δουλεία του ανθρώπου. Στον οικονομικόν τομέα, η αλλοτρίωση, η εξωτερίκευση, η προς τα έξω προβολή της πνευματικής φύσης του ανθρώπου σημαίνουν περισσότερο από δουλεία, εφ' όσον ο άνθρωπος μεταβάλλεται απλούστατα σε πράγμα. Επάνω σ’αυτό ο Μαρξ έχει απόλυτο δίκιο. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να ελευθερωθεί παρά αν ξαναβρεί την πνευματική του φύση, παρά αν αναγνωρίσει τον εαυτό του ως ένα ελεύθερο ον και ως ένα πνευματικό όν. Όσο θεωρείται και θεωρεί τον εαυτό του ως ένα υλικό και οικονομικό ον και όσο η πνευματική του φύση θεωρείται ως μία ψευδαίσθηση της συνείδησης, ο άνθρωπος μένει δούλος και έχει φύση δούλου. Στον αντικειμενοποιημένο κόσμο ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι ελεύθερος παρά σχετικά, ποτέ απόλυτα, και η ελευθερία του δεν μπορεί να κατακτηθεί παρά με αγώνα και με αντίσταση εναντίον της αναγκαιότητας την οποίαν πρέπει να κατακτήσει. Γι’αυτόν τον λόγο η ελευθερία προϋποθέτει την ύπαρξη μιας πνευματικής αρχής μέσα στον άνθρωπο, η οποία του επιτρέπει να αντιτίθεται στην αναγκαιότητα, που υποδουλώνει. Η ελευθερία ως αποτέλεσμα της αναγκαιότητας δεν είναι πραγματική ελευθερία, δεν είναι παρά ένα από τα στοιχεία μέσα στην διαλεκτική της αναγκαιότητας. Στο βάθος, ο Hegel δεν εγνώριζε την αληθινή ελευθερία.

Από το «Οι πηγές και το νόημα του ρωσικού κομμουνισμού»

Ο ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ήταν η κρίση της ρωσικής intelligentzia, η συνείδηση της αδυναμίας της. Δεν εσημείωσε μόνο την αλλαγή μιας κοσμοθεωρίας αλλά και μιας ψυχικής δομής. Ο ρωσικός σοσιαλισμός γινόταν λιγώτερο συγκινησιακός και συναισθηματικός, έπαιρνε πνευματικές βάσεις πιο δυνατές και ενίσχυε την σκληρότητά του. Οι πρώτοι Ρώσοι μαρξιστές ήταν πιο ευρωπαίοι, πιο δυτικοί από τους λαϊκούς (populistes). Ύστερα η θέληση επεξετάθη προς τη δύναμη, προς την παραδοχή της δύναμης και προς την ιδεολογία της δύναμης. Το θέμα της συμπόνιας, της ανθρώπινης συμπάθειας, εξασθένησε, έπαυσε να κατευθύνει τον επαναστατικόν αγώνα. Η θέση που πήραν απέναντι στους προλεταρίους δεν καθορίζονταν πια από οίκτο για την καταπιεζόμενη και άθλια ζωή τους, αλλά μάλλον από την ιδέα ότι αυτός ο λαός καλείται να νικήσει, ότι είναι η εν πορεία δύναμη και ο ελευθερωτής της ανθρωπότητας. Σε όλες αυτές τις διαφορετικές ενσαρκώσεις, η intelligentzia, κρατά τα ίδια πνευματικά θεμέλια: η αναζήτηση του βασιλείου της κοινωνικής δικαιοσύνης και ισότητας. Το πνεύμα θυσίας, μία ασκητική θέση του πνευματικού προβλήματος, μία θεωρία της ολοκληρωτικής ζωής που καθορίζεται απ’ αυτόν τον ουσιώδη σκοπό: την πραγματοποίηση του σοσιαλισμού. Ήδη από το ξεκίνημα του, ο ρωσικός μαρξισμός ήταν μια πολυσύνθετη εκδήλωση, που απετελείτο από διαφορετικά στοιχεία. Αυτό φάνηκε καλύτερα αργότερα. Αν ένα μέρος Ρώσων μαρξιστών στους οποίους η ιδέα της ολοκληρίας ήταν αγαπητή υπεράνω όλων, κρατούσε την ορθοδοξία του και διακρινόταν για μίαν ακραν αδιαλλαξία, αν γι’ αυτούς ο μαρξισμός και ο σοσιαλισμός ήταν μια θρησκεία -άλλα στοιχεία, αντίθετα, εδέχονταν την ιδέα μιας διάκρισης ανάμεσα στις διάφορες περιοχές του πνεύματος. Αρνούνταν αυτήν την λατρεία της ολοκληρίας και απελευθέρωναν το πνεύμα, την δημιουργία, την τέχνη, από την υποδούλωση της ζωής. Αυτή η κατηγορία των μαρξιστών έμελλε να διακηρύξει τα δικαιώματα της θρησκείας, της φιλοσοφίας, της αισθητικής, ανεξάρτητα από τον κοινωνικό ωφελιμισμό και από την κοινωνική ηθική,- δηλαδή τα πνευματικά δικαιώματα που ο ρωσικός μηδενισμός, το κόμμα των λαϊκών και ο επαναστατικός μαρξισμός είχε αρνηθεί. Έπαυσαν πράγματι, να βλέπουν στον μαρξισμό και στον σοσιαλισμό μια θρησκεία, μιαν ομοιογενή κοσμοθεωρία που να ανταποκρίνεται σε όλα τα προβλήματα της ζωής, κρατούσαν μιαν ελεύθερη περιοχή και για την θρησκευτικήν έρευνα και για την καλλιτεχνική δημιουργία. Όσο παράξενο κι αν φανεί, σε πρώτη ματιά, από την εστία ακριβώς του μαρξισμού -του κριτικού μάλον παρά του ορθόδοξου μαρξισμού- επρόκειτο ν’ αναπηδήσει πρώτα ένα ιδεαλιστικό, ύστερα ένα θρησκευτικό ρεύμα. Στους ανθρώπους που ακολούθησαν αυτό το ρεύμα συγκαταλεγόταν ο Boulgakoff, σήμερα ιερέας και καθηγητής της δογματικής θεολογίας και συγγραφεύς αυτών των σελίδων(1).

Μια κρίση ανοιγόταν, λοιπόν, μέσα στην φιλοσοφική θεώρηση του κόσμου. Έπαυαν να στρέφονται αποκλειστικά προς την επίγεια ζωή, ανακάλυπταν ένα άλλο σύμπαν, ένα υπερπέραν. Το αποκλειστικό βασίλειο του υλισμού και του θετικισμού έμοιαζε κλειστό για την intelligentzia. Αλλά μια τέτοια μεταφυσική και θρησκευτική επαναστροφή δεν μπορούσε να επιβληθεί παρά μ’ ένα λυσσώδη αγώνα. Η νέα ιδεαλιστική τάση συνάντησε μιαν εμπαθή εχθρότητα, τόσο μέσα στο στρατόπεδο του μαρξισμού όσο και μέσα στο παλαιό λαϊκό και ριζοσπαστικό στρατόπεδο. Παντού αυτή η διαγώνια ερμηνεύθηκε ως προδοσία της χειραφετικής υπόθεσης. Στο στρατόπεδο των μαρξιστών η αντίσταση επήρε πρώτα το σχήμα ενός εσωτερικού αγώνα ανάμεσα στην ομάδα, τη λεγομένη ορθόδοξη, δηλαδή ολοκληρωτική, και την κριτική ομάδα που δεχόταν μια φιλοσοφία όχι υλιστική και μια κριτική επαναθεώρηση ορισμένων απόψεων του μαρξισμού. Πολύ γρήγορα όμως το καινούργιο ιδεαλιστικό κίνημα επρόκειτο να διακόψει κάθε δεσμό μ’ ένα οποιοδήποτε σχήμα του μαρξισμού και να ριχθεί στην πάλη, στο όνομα και μόνο των πνευματικών τους αξιών, σε ό,τι αφορούσε την τέχνη, την επιστήμη, την ηθική και θρησκευτική ζωή. Επροσπαθούσε να δώσει στον σοσιαλισμό μιαν ιδεαλιστική και ηθική βάση, και να υπερνικήσει την επίδραση του μηδενισμού, του ουτοπισμού, του υλισμού, του θετικισμού. Ύστερα, αυτήν την ολοκληρία, οι άνθρωποι για τους οποίους μιλάμε δεν την αναζήτησαν πια στην επανάσταση αλλά στην θρησκεία. Η Ρωσία, στις αρχές του 20ού αιώνα ήταν το θέατρο μιας αληθινής πνευματικής, θρησκευτικής, φιλοσοφικής, καλλιτεχνικής Αναγέννησης: και σ’ αυτήν ακριβώς την εποχή δημιουργήθηκε μια επιστροφή στην παράδοση της μεγάλης λογοτεχνίας, στην φιλοσοφική, θρησκευτική σκέψη. Από τον Τσερνυτσέφσκι και τον Πλεχάνωφ ξαναγύρισαν προς τον Ντοστογιέφσκι, προς τον Τολστόϊ, προς τον Σολόβιεφ. Έτσι οι πνευματικές και ιδεαλιστικές τάσεις αποσπάσθηκαν όλο και περισσότερο από τον επαναστατικό σοσιαλισμό, κι έφθασαν στο σημείο να χάσουν σιγά-σιγά κάθε κοινωνική βάση. Η μορφωμένη ηγεσία που εσχηματιζόταν ολοένα, έχασε κάθε αποτελεσματικήν επίδραση επάνω στις πλατιές μάζες του λαού και της ρωσικής κοινωνίας. Επρόκειτο πάλι για ένα από εκείνα τα σχίσματα από τα οποία είναι τόσο πλούσια, στη Ρωσία, η ιστορία της intelligentzia. Σχίσμα που καταδίκαζε σε αδυναμία το ιδεαλιστικό κίνημα και που είχε για μοιραίες συνέπειες την ιδεολογία της ρωσικής Επανάστασης και τον αγώνα της εναντίον του πνεύματος.

Ας εξετάσουμε πάλι αυτήν την αληθινή αναγέννηση του πολιτισμού και της ρωσικής σκέψης που έγινε στις αρχές του 20ού αιώνα. Θα εμφανισθεί μία φιλοσοφική σχολή, προικισμένη με τελείως πρωτότυπη θρησκευτική σκέψη. Η ποίηση αναπτύσσεται πάλι μετά την παρακμή της καλαισθησίας που είχε παρατηρηθεί σε πολλές γενεές, βρισκόμαστε μπροστά σε μιαν επίμονη επιστροφή στον αισθητισμό. Το ενδιαφέρον ξυπνά για όλα τα πνευματικά θέματα πού είχαν αναταράξει τη Ρωσία, εκατό χρόνια πρίν. Ίσως, στη Ρωσία πρώτα θα συναντήσει κανείς ανθρώπους με μια τόσο εκλεπτυσμένη παιδεία που να εγγίζει την παρακμή: είναι η εποχή του συμβολισμού, της μεταφυσικής και του μυστικισμού. Η επίδραση του Nietzsche ήταν τότε τεράστια όπως
και του Ντοστογιέφσκι. Ενθουσιάζονται για στοχαστές όπως ο Σέλλιγκ και ο Baader, διάσημοι ανάμεσα στους γερμανούς φιλοσόφους. Έρχεται η μόδα του Ίψεν και η μόδα των γάλλων συμβολιστών. Αλλά ο ρωσικός συμβολισμός δεν σταματά σ’αυτήν την αισθητικό-καλλιτεχνική σφαίρα, εισδύει σε λίγο στην μυστικιστική και θρησκευτική περιοχή. Μισοξεχασμένοι στοχαστές, πολύ λίγο γνωστοί ή που τους εκτιμούσαν ελάχιστα, όπως ο Chomiakoff, ο Vladimir Solovieff, ο Λεόντιεφ, ο Φεντόρωφ, ο Ροζάνωφ έρχονται ξανά στην επιφάνεια ή ευνοούνται πάλι. Αντίθετα, η «φωτισμένη» μηδενιστική, λαϊκή πλευρά της ρωσικής σκέψης μοιάζει να έχει χάσει κάθε ενδιαφέρον. Είναι η εποχή όπου «στον πύργο του Venceslas Ivanoff» -έτσι ονόμαζαν το διαμέρισμα του έκτου πατώματος, απέναντι από το Μέγαρο της Ταυρίδας, ενός από τους πιο λεπτούς συμβολιστές ρώσους ποιητές- εγίνονταν κάθε Τετάρτη πολύ ενδιαφέρουσες συζητήσεις πάνω σε θέματα αισθητικής και μυστικισμού. Η Επανάσταση του 1905 βροντούσε ολόγυρα. Ανάμεσα στα ανώτερα και τα κατώτερα στρώματα του ρωσικού πολιτισμού, το διαζύγιο ήταν πλήρες. Ενόμιζε κανείς ότι εζούσε σε χωριστούς πλανήτες. Στο σύνολό του, το κίνημα μπορεί να χαρακτηρισθεί ως ένας ρομαντισμός, ιδιαίτερος ρομαντισμός στην Ρωσία, και που εγγίζει με το ένα άκρο του τον θρησκευτικό ρεαλισμό. Κανένα ίχνος κοινωνικής αντίδρασης σ’ αυτή την πνευματική αναγέννηση, μερικοί απ’ αυτούς που συμμετείχαν συμπαθούσαν μ’ ένα καθορισμένο τρόπο την επανάσταση και τον σοσιαλισμό. Αλλά το ενδιαφέρον για τα κοινωνικά θέματα όλο κι εξασθενούσε. Γι’αυτό το λόγο, και επιμένουμε σ’ αυτό, οι δημιουργοί αυτού του πνευματικού κινήματος δεν ασκούν πια καμμιά επίδραση στην τρέχουσα επαναστατική ζύμωση, ζουν απομονωμένοι μέσα στην κοινωνία, σχηματίζοντας ένα κύκλο πολύ προσεκτικά κλειστό. Στο διάστημα αυτών των ετών διαδραματίζονται οι σκληρές έριδες μεταξύ μπολσεβίκων και μενσεβίκων, που καταλήγουν στην οργάνωση του μπολσεβικισμού ως Κόμματος. Ο Πλεχάνωφ, αρχηγός της σοσιαλ-δημοκρατίας των μενσεβίκων, ήταν ένας θεωρητικός συγγραφέας του μαρξισμού και όχι ένας επαναστάτης οδηγητής. Πραγματικός επαναστάτης οδηγητής δεν υπάρχει άλλος από τον Λένιν που ήταν ο μόνος ιδρυτής του ρωσικού και παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος. Το σχίσμα της ρωσικής σοσιαλ-δημοκρατίας μεταξύ μπολσεβίκων και μενσεβίκων έγινε στο Λονδίνο, το 1903, στο Συνέδριο του σοσιαλ-δημοκρατικού Κόμματος. Οι μπολσεβίκοι ήταν αριθμητικά οι «πλειοψηφήσαντες» και οι μενσεβίκοι οι «μειοφηφήσαντες». Η ίδια η μοίρα της λέξης μπολσεβίκος παρουσιάζει ενδιαφέρον στη μελέτη αυτή. Πρώτα, είναι μια λέξη τελείως άχρωμη και σημαίνει απλά ένα «μέλος της πλειοψηφίας». Αλλά έπειτα περιβάλλεται με μια συμβολικήν έννοια. Με τη λέξη «μπολσεβικισμός» συνδέει κανείς μια έννοια δύναμης, δίνουμε στη λέξη «μενσεβικισμός» μιαν έννοια αδυναμίας. Στη λαίλαπα της Επανάστασης του 1917, οι ξεσηκωμένες λαϊκές μάζες συνεπάρθηκαν από τον «μπολσεβικισμό» σαν από μια δύναμη που πρέπει ν’ αποδώσει περισσότερο, ενώ ο «μενσεβικισμός», πιο αδύνατος, επρόκειτο ν’ αποδώσει λιγώτερο. Έτσι, η λέξη, που δεν εσήμαινε, στη γέννησή της, παρά λίγα πράγματα, παίρνει τώρα αξία σημαίας, εμβλήματος. Αντηχεί τώρα μ’ ένα δυνατό και χτυπητό τρόπο. Αλλά εκείνο που είναι πολύ χαρακτηριστικό του σχίσματος που διαιρούσε τον ρωσικό πολιτισμό είναι ότι οι μπολσεβίκοι, οι μενσεβίκοι και όλοι όσοι έδρασαν στο επαναστατικό κίνημα δεν εμπνέονταν καθόλου από ιδέες που εξουσίαζαν τις ανώτερες σφαίρες του πολιτισμού. Η ρωσική φιλοσοφία τους ήταν ξένη, δεν ενδιαφέρονταν για τα πνευματικά προβλήματα, αποδεικνύονταν υλιστές και θετικιστές. Το πνευματικό επίπεδο, όχι μόνο των μεσαίων επαναστατών αλλά και των αρχηγών της επανάστασης δεν είναι υψηλό, απλοποιούν τον τρόπο της σκέψης τους. Εκείνη η πνοή του πνεύματος που, στο τέλος του 19ου και στις αρχές του 29ου αιώνα, φύσηξε επάνω από τη Ρωσία και την Ευρώπη, δεν φαίνεται να τους άγγιξε. Αντίθετα, ανάμεσα στα στοιχεία που, στα χρόνια 1903-1904, σχημάτισαν την «Union pour l’affranchissement», ένα είδος ριζοσπαστικού-φιλελεύθερου συνασπισμού, με σκοπό την πολιτική πάλη κατά του αυταρχισμού, ο μέσος πνευματικός όρος είναι πιο υψηλός. Μεγάλες ομάδες της αριστερής intelligentzia προσπάθησαν να ενωθούν με τους φιλελεύθερους που οργάνωναν τις αυτοδιοικήσεις των πόλεων και της υπαίθρου. Οι πιο μετριοπαθείς από τους σοσιαλ-δημοκράτες προσεχώρησαν επίσης σ’ αυτούς. Αλλ’ αυτή η ένωση, στην οποίαν εν τούτοις οι πνευματικές δυνάμεις δεν έλειψαν, δεν κατάφερε να εξουσιάσει το επαναστατικό κίνημα, διότι στη Ρωσία ένα μόνο κίνημα μπορεί να επιτύχει, εμπνεόμενο όχι από τον φιλελευθερισμό, αλλά από τον σοσιαλισμό, ένα κίνημα που να πηγάζει από μιαν ολική κοσμοθεωρία. Εκείνο που ήταν χονδροειδές και υποτυπώδες μέσα στην ιδεολογία της Επανάστασης του 1905, όπου ανάπνεε κανείς την ταγγάδα του μηδενισμού, έμελλε ν’αηδιάσει τους επιγόνους της πνευματικής Επανάστασης και εξ αιτίας αυτού του πράγματος να προκαλέσει μια πνευματικήν αντίδραση. Εκείνη την εποχή όλα τα στοιχεία της κοσμοθεωρίας της intelligentzia υποβάλλονται σε αναθεώρηση. Η κατάσταση αυτή των πραμάτων βρίσκει την έκφρασή της σε μια συλλογή, που έκαμε τότε πολύ θόρυβο και που είχε τίτλο «Viekhi» μέσα στην οποία ο υλισμός, ο θετικισμός, ο ωφελιμισμός της επαναστατικής intelligentzia, η αδιαφορία της για τις πιο υψηλές αξίες της πνευματικής ζωής, εκρίνονταν αυστηρά. Η μάχη για το πνεύμα άρχιζε, χωρίς να συνοδεύεται από καμμιά κοινωνική ακτινοβολία. Διότι, σύμφωνα με μια παλιά παράδοση της ρωσικής intelligentzia, αυτή η μάχη εθεωρείτο ως αντίδραση, σχεδόν ως προδοσία των χειραφετικών τάσεων. Αυτή ήταν η ατμόσφαιρα των καλλιεργημένων προεπαναστατικών κύκλων. Μέσα στο ίδιο το επαναστατικό κίνημα, η αδυναμία, η έλλειψη προετοιμασίας των σοσιαλ-δημοκρατών μενσεβίκων και των σοσιαλιστών επαναστατών που ήταν συνεχιστές της παράδοσης των λαϊκών εκδηλωνόταν φανερά. Η εποχή για την οποία μιλάμε τώρα είναι η εποχή της Ντούμας, των αρχών του ρωσικού κοινοβουλευτισμού που ήταν αρκετά απογυμνωμένος από εξουσία, η εποχή ενός μεγάλου φιλελευθέρου κόμματος, του οποίου αρχηγός ήταν ο Milioukoff. Στην επιφάνεια της ρωσικής ζωής φαίνεται ότι ο φιλελευθερισμός αρχίζει να παίζη κάποιο ρόλο και ότι η κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να τον υπολογίζει. Αλλά το μεγαλύτερο παράδοξο της ρωσικής μοίρας, της ρωσικής Επανάστασης, είναι ότι οι φιλελεύθερες ιδέες, οι ιδέες δικαίου -με μια λέξη ο μεταρρυθμισμός (réformisme)- έμελλε να θεωρηθεί ουτοπικός: ο μπολσεβικισμός, αντίθετα, θα εμφανισθεί λιγώτερο χιμαιρικός, πιο ρεαλιστής, πιο σύμφωνος προς την κατάσταση, στην οποία βρισκόταν η Ρωσία του 1917, πιο πιστός στην αξιομνημόνευτη παράδοσή της, στην ρωσική αναζήτηση της κοινωνικής παγκόσμιας αλήθειας, εννοουμένης με την υλιστικήν αντίληψη, τέλος, πιστός στις ρωσικές μεθόδους των διακυβερνήσεων που βασίζονται στην παντοδυναμία του πειθαναγκασμού(2). Μία τέτοια συνέπεια ήταν καθορισμένη εκ των προτέρων μέσα σε όλη την διαδρομή της ρωσικής ιστορίας, αλλά η ένδεια δημιουργικών πνευματικών δυνάμεων είχε συμβάλει στο να την οδηγήσει εκεί. Ο κομμουνισμός αποκαλύφθηκε ως η αναπόφευκτη μοίρα της Ρωσίας, ως μία εσωτερική στιγμή του πεπρωμένου της.


Από την «Πνευματική αυτοβιογραφία»

ΔΕΝ ΕΧΩ την πρόθεση να μιλήσω για την ερωτική μου ζωή. Αισθάνομαι απέχθεια για κάθε ομολογία πάνω σ’ αυτό το θέμα. Δεν θα αποκαλύψω ούτε την ιδιαίτερη ζωή μου ούτε προ παντός τις ιδιαίτερες σχέσεις μου με τα πρόσωπα στα οποία χρωστώ πολλά. Τέτοιος δεν είναι ο χαρακτήρας του βιβλίου αυτού. Τα ηθικά πάθη -πάθη και όχι κανόνες- κυριαρχούν σε μένα. Γι’ αυτό συγκαταλέγω τον εαυτό μου ανάμεσα στους ερωτικούς φιλοσόφους. Η ομορφιά της αυθόρμητης απάρνησης είναι ίσως αυτό που με θέλγει περισσότερο. Αλλά ανήκω, ίσως, σ’ εκείνη την ανθρώπινη φυλή και σ’ εκείνη τη ρωσική γενιά που θεωρούσε την οικογένεια και την τεκνογονία ως κάτι το κοινότοπο ενώ ο έρωτας ήταν η αληθινή ζωή. Θα ήθελα εδώ να ανακοινώσω μερικές από τις παρατηρήσεις μου και την άμεση αντίληψη (intuitions) που βασίζονται στην πείρα. Εμελέτησα αρκετά τις σχέσεις που υπάρχουν ανάμεσα στους διάφορους τύπους έρωτος, προ παντός ανάμεσα στην αγάπη-συμπόνια και την αγάπη-έρωτα, την φιλευσπλαχνία και την ερωτικήν αγάπη. Το φύλο δεν είναι καθόλου μια λειτουργία του ανθρώπινου οργανισμού, συνδέεται με ολόκληρο το ον, πράγμα που έχει αναγνωρισθεί από την νεώτερη επιστήμη. Το φύλο πιστοποιεί τον ανθρώπινο εκπεσμό και ο άνθρωπος αισθάνεται ντροπή και ταπείνωση γι αυτό. Έχει πάντα κανείς κάπως την επιθυμία ν’ αποκρύψει την αλήθεια πάνω σ' αυτό το θέμα. Η αγάπη -συμπόνια δεν κρύβεται, ενώ έχουμε την τάση να κρατάμε μυστικό τον σεξουαλικό έρωτα. Αυτό πάντα μου έκανε πολλήν εντύπωση. Η ίδια η σεξουαλική πράξη έχει κάτι το τερατώδες. Ο Λεονάρδος ντα Βίντσι είπε αυτό το ουσιαστικό πράγμα: η ασχήμια του σεξουαλικού οργάνου είναι τόσο μεγάλη, που το ανθρώπινο γένος δεν θα υπήρχε αν η έμμονη ιδέα δεν έμπαινε στο παιχνίδι. Υπάρχει στην σεξουαλική ζωή κάτι που χαμηλώνει τον άνθρωπο. Μονάχα, στις μέρες μας, αποκαλύφθηκε η σεξουαλική ζωή. Και ο άνθρωπος αποδείχτηκε τεμαχισμένος: όπως ο Freud στην ψυχανάληση, όπως επίσης το νεώτερο μυθιστόρημα. Είναι η αναισχυντία της εποχής μας, αλλά είναι επίσης και η αύξηση της γνώσης του ανθρώπου. Είχα πάντα τη γνώμη ότι έπρεπε να διακρίνουμε ανάμεσα στον Έρωτα και το φύλο, την ερωτική αγάπη και την φυσιολογική ζωή. Αυτές οι σφαίρες διασταυρώνονται αλλά είναι διαφορετικές. Η ζωή του φύλου είναι απρόσωπη και ανήκει στο γένος, ο άνθρωπος αποδεικνύεται μέσα σ’ όλ’ αυτά το παιγνίδι του φυλετικού στοιχείου. Μην έχοντας τίποτε το ατομικό, η σεξουαλική πράξη συνδέει τον άνθρωπο με ολόκληρο τον ζωϊκό κόσμο. Στην σεξουαλική έλξη, η ανθρώπινη προσωπικότητα δεν εδραιώνεται, αλλά συνθλίβεται. Το φύλο αγνοεί το άτομο, είναι ανελέητο απέναντι στον άνθρωπο, έτοιμο ν’ αρνηθεί την ανθρωπότητα. Η ατομικοποίηση της έλξης καθορίζει όρια στη δύναμη του φύλου. Ο έρωτας, αντίθετα, είναι προσωπικός, ατομικός, προσανατολισμένος προς το μοναδικό και αναντικατάστατο πρόσωπο, ενώ η σεξουαλική έλξη συγκατατίθεται στην υποκατάσταση και η υποκατάσταση είναι πραγματικά δυνατή. Μια δυνατή ερωτική αγάπη μπορεί μάλιστα να εξασθενίσει την σεξουαλικήν έλξη, αντί να την αυξήσει. Ο ερωτευμένος έχει λιγώτερη εξάρτηση από την φυσιολογική ανάγκη, η αποχή του φαίνεται πιο εύκολη, μπορεί μάλιστα να γίνει ασκητής. Ο έρωτας αναφέρεται πάντα στο ιδιαίτερο, ποτέ στο γενικό. Η ερωτική αγάπη έχει την πηγή της μέσα στο φύλο, έξω από το οποίο δεν υπάρχει. Αλλά, στον έρωτα, το φύλο δαμάζεται, εξαγοράζεται από μια καινούργια αρχή. Ο Έρωτας έχει άλλη καταγωγή, προέρχεται από έναν διαφορετικό κόσμο. Η φύση του είναι αρκετά πολύπλοκη και πολύ αντιφατική δημιουργεί αναρίθμητες συγκρούσεις μέσα στην ανθρώπινη ζωή και προκαλεί δράματα.

Διέκρινα στον εαυτό μου αυτή τη σύγκρουση: ο Έρωτας με τραβούσε και περισσότερο ακόμη με απωθούσε. Όταν ανάφεραν μπροστά μου ερωτικούς δεσμούς, συνηγορούσα υπέρ των ερωτευμένων και για το δικαίωμα που είχαν στον έρωτα, χωρίς ποτέ να τους κατηγορήσω, αλλά αισθανόμουν κάποτε μιαν ενστικτώδη αηδία και προτιμούσα να τ’αγνοώ όλα. Υπεράσπιζα με πάθος την ελευθερία του έρωτα και αγανακτούσα με τους αντιπάλους του. Η φαρισαϊκή ηθικολογία και τα κηρύγματα για την αρετή μου ήταν μισητά, ανυπόφορα. Μ’ ενδιέφερε περισσότερο, νόμιζα κάποτε, η ελευθερία από τον έρωτα. Ο γνήσιος έρωτας είναι ένα πολύ σπάνιο λουλούδι. Η θυσία του έρωτα στο όνομα της ελευθερίας μου φαινόταν το ίδιο θελκτική όπως και η ίδια η ελευθερία του έρωτα. Θυσιασμένος, πνιγμένος στο όνομα της ελευθερίας η της συμπόνιας, ο έρωτας κερδίζει σε βάθος και αποκτά μια ξεχωριστή σημασία. Τα πρόσωπα που κατέχονταν αποκλειστικά από τον έρωτά τους, μου ήταν δυσάρεστα, ορισμένες ερωτικές εκδηλώσεις με αγανακτούσαν. Αλλά η διονυσιακή φύση του έρωτα τον ανεβάζει εύλόγα πάνω από τον νόμο. Εδοκίμαζα με πολύ ζωηρό τρόπο την σύγκρουση του Έρωτα τόσο με την συμπόνια όσο και με την ελευθερία. Δεν έχει κανείς το δικαίωμα ν’ αρνηθεί τον έρωτα και την ελευθερία του, στο όνομα του καθήκοντος, του νόμου, της κοινής γνώμης με τους κανονισμούς της, αλλ’ αυτή η άρνηση επιτρέπεται στο όνομα της συμπόνιας και της ελευθερίας. Ο έρωτας παραμορφώνεται τόσο, βεβηλώνεται και εκχυδαΐζεται τόσο από τον ξεπεσμό της ζωής μας που είναι σχεδόν αδύνατο να προφέρουμε ερωτικές λέξεις, πρέπει να βρούμε καινούργιες λέξεις. Ο γνήσιος έρωτας ξεπροβάλλει τότε μέσα από μια συνάντηση προκαθορισμένη από το πεπρωμένο. Αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις είναι το τυχαίο που αποφασίζει, σε άλλες περιστάσεις θα μπορούσαμε να βρούμε κάποιον που θα μας ταίριαζε καλύτερα. Έτσι εξηγείται ένας τόσο μεγάλος αριθμός ακαταλόγιστων γάμων.

H ανάμιξη της κοινωνίας στην ιδιωτική ζωή του ατόμου με αγανακτούσε. Διαμαρτυρόμουν βίαια ενάντια στους κοινωνικούς περιορισμούς των δικαιωμάτων του και μου συνέβαινε να έχω γι’αυτό το πράγμα πραγματικές κρίσεις μανίας. Ο έρωτας είναι μια περιοχή βαθύτατα προσωπική, η κοινωνία δεν πρέπει να ανακατεύεται. Γενικά, την «κοινωνία», δεν την αγαπώ καθόλου! Είμαι ένας άνθρωπος επαναστατημένος εναντίον της κοινωνίας. Όταν πρόκειται για αγάπη ανάμεσα σε δυο ανθρώπους, ένας τρίτος είναι περιττός, έλεγα στο Destination de l’homme. Αν μου ανάφεραν την περίπτωση ενός παράνομου έρωτα, απαντούσα ότι αυτό δεν αφορούσε κανένα και λιγώτερο ακόμη αυτόν που το ανακοίνωνε. Ο έρωτας είναι πάντα παράνομος. Ένας νόμιμος έρωτας είναι ένας πεθαμένος έρωτας. Η νομιμότητα δεν έχει γίνει παρά για την καθημερινή ζωή, αλλά ο έρωτας είναι τοποθετημένος πέρα απ’ όλα αυτά. Ο κόσμος θα έπρεπε ν’ αγνοεί τα πάντα για τον έρωτα δύο όντων. Ο θεσμός του γάμου έχει την αναισχυντία να κάνει δημόσιο ό,τι θα έπρεπε να είναι μυστικό, προστατευμένο από τη ματιά του ξένου. Στη θέα ενός ζευγαριού αισθανόμουν μια ξεχωριστή στενοχώρια ωσάν να κατασκόπευα εκείνη την στιγμή ό,τι ώφειλα ν’ αγνοώ. Είναι μια μέθοδος από τις πιο προσβλητικές μέσα στην ανθρώπινη Ιστορία η μέθοδος της κοινωνιοποίησης του φύλου και του έρωτα, ακρωτηριάζοντας την ανθρώπινη ζωή προκαλεί αναρίθμητους πόνους. Η οικογένεια είναι ένας απαραίτητος κοινωνικός θεσμός που υπόκειται στους ίδιους νόμους στους οποίους υπακούουν το Κράτος, η οικονομία, κλπ. Πολύ δεμένη με την οικονομική τάξη, η οικογένεια δεν έχει σχεδόν τίποτε κοινό με τον έρωτα εκτός από την αγάπη-φιλευσπλαχνία ή, πολύ έμμεσα, με το φύλο. Τα στοιχεία υποδούλωσης υπήρξαν πάντα ισχυρά μέσα στην οικογένεια και υπάρχουν ακόμη ως σήμερα. Η οικογένεια είναι ένας ιεραρχικός θεσμός που στηρίζεται πάνω στην κυριαρχία και την υποταγή. Κοινωνιοποιημένος από την οικογένεια, ο έρωτας πνίγεται μέσα σ' αυτήν. Βάση της οικογένειας, ο γάμος είναι ένα μυστήριο πολύ προβληματικό. Ο χριστιανισμός δεν κατέχει ένα μυστήριο γάμου δικό του, επικυρώνει απλώς τον ειδωλολατρικό και τον ιουδαϊκό γάμο.

Αυτό το φυσικό μυστήριο κοινωνιοποιεί ό,τι είναι αδιόρατο από τη φύση του την ίδια, τόσο για την κοινωνία όσο και για την Εκκλησία, ως εξωτερική θρησκευτική κοινωνία. Τον γνήσιον έρωτα θα έπρεπε να αναγνωρίσουμε ως γνήσιο μυστήριο που είναι αδύνατο να το κοινωνιοποιήσουμε ή να το υποβάλουμε στον ορθολογισμό. Από δω προέρχεται η τραγική μοίρα του έρωτα μέσα στις ανθρώπινες κοινωνίες: η κοινωνία αποδιώχνει τον έρωτα. Ο εραστής με την πιο υψηλή σημασία της λέξης, είναι ένας εχθρός της κοινωνίας. Η παγκόσμια λογοτεχνία και κατ’αρχήν οι προβηγκιανοί τροβαδούροι μιλούσαν για τα δικαιώματα του έρωτα, κυρίως για τον έρωτα που δεν ήταν Κοινωνιοποιημένος, και για την ευγένειά του. Αυτό είναι ακριβώς που αποτελεί την τεράστια θρησκευτικήν αξία της λογοτεχνίας. Αποκλείω εδώ την λογοτεχνία που κατατρύχεται από το φύλο. Η θεολογία όπως επίσης και η ηθική και η νόμιμη κοινή γνώμη ήταν πάντα εχθρικές απέναντι στην λογοτεχνία σχετικά μ’ αυτό το θέμα και την ανέχθηκαν με αρκετή δυσαρέσκεια. Πάνω σ’ αυτό οφείλω να πω ότι παρά τη μεγάλη μου αγάπη για τον Λ. Τολστόι, ήμουν απόλυτα αντίθετος με τη βασική ιδέα της Άννας Καρένινας: δεν είναι ο έρωτας της Άννας και του Βρόνσκυ, είναι οι συζυγικές σχέσεις της Άννας και του Καρένιν πού θεωρώ εγκληματικές. Το θέμα του διαζυγίου μου φαινόταν επιπόλαιο. Δεν είναι το δικαίωμα για διαζύγιο που θέτει το πραγματικό πρόβλημα -το δικαίωμα αυτό πρέπει ασφαλώς να είναι δεκτό- αλλά η υποχρέωση για διαζύγιο σε περίπτωση σβησμένης αγάπης! Η συζυγική ένωση χωρίς αγάπη είναι ανήθικη, μόνο η αγάπη δικαιώνει τα πάντα, η αγάπη-έρως και η αγάπη-συμπόνια. Τα παιδιά, είναι ένα πρόβλημα τελείως διαφορετικό, πολύ σημαντικό, αναμφίβολα. Αλλά όταν οι γονείς δεν αγαπιούνται, αυτό έχει μια κακή απήχηση στα παιδιά. Η άποψή μου, το ξέρω, θα κριθεί ως αντικοινωνική και επικίνδυνη. Λοιπόν, χαίρομαι γι αυτό. Αν ή οικονομική κοινωνιοποίηση είναι δίκαιη και επιθυμητή, η κοινωνιοποίηση μέσα στην Ιστορία του ίδιου του ανθρώπου είναι μια πηγή δουλείας και μαρτυρεί το αντιδραστικό πνεύμα. Ό,τι αποκρούω, προ παντός, είναι η κατηγορία του κινδύνου. Ο κίνδυνος δεν είναι καθόλου ένα κακό πράγμα, πρέπει ο άνθρωπος να περνά από κινδύνους.

Το «Que faire?» του Τσερνυτσέφσκι είναι ένα έργο απογυμνωμένο από φιλολογικό ταλέντο και βασίζεται σε μιαν αδύνατη φιλοσοφία. Αλλ’ από κοινωνική και ηθική άποψη είμαι εντελώς σύμφωνος με τον Τσερνυτσέφσκι τον οποίον εκτιμώ πολύ. Έχει πολύ δίκιο, είναι πολύ ανθρώπινος όταν διακηρύσσει την ελευθερία του συναισθήματος και όταν επαναστατεί κατά της ζήλειας. Υπάρχει εξ άλλου στο βιβλίο του που τόσο συκοφαντήθηκε από τους κύκλους της δεξιάς, πολλή καθαρότητα και πολύς ασκητισμός. Ο Τσερνυτσέφσκι, ένας από τους καλύτερους ανθρώπους της Ρωσίας, ένιωθε ο ίδιος για την γυναίκα του μιαν αγάπη βαθειά και συγκινητική. Τα γράμματα που της έστελνε από τα κάτεργα αποτελούν ένα δείγμα έρωτα εξαιρετικά σπάνιου στη ζωή των ανθρώπων. Η ελευθερία του έρωτα και της
πίστης του ήταν απόλυτη. Αυτός ο μηδενιστής-ωφελιμιστής είχε τη λατρεία του Αιωνίου Θήλεος συγκεντρωμένη σε μια μοναδική γυναίκα, ήταν ο Έρως συγκεκριμένος και όχι αφηρημένος. Ο Τσερνυτσέφσκι είχε την τόλμη να επαναστατήσει κατά της ζήλειας που είναι στενά δεμένη με τον Έρωτα. Εθεωρούσα πάντα το συναίσθημα της ζήλειας ως ευτελές, δουλικό και υποδουλωτικό, αναφερόμενο, αν και ταπεινωμένο, στο ένστικτο της ιδιοκτησίας και της κυριαρχίας. Η ζήλεια είναι ασυμβίβαστη με την ελευθερία του ανθρωπίνου όντος. Πρέπει ν’ αναγνωρίσουμε τα δικαιώματα του έρωτα, να πολεμήσουμε τα δικαιώματα της ζήλειας και να πάψουμε να την εξιδανικεύουμε. Αυτό ακριβώς έκαμε, με ευθύγραμμο και απλοποιημένο τρόπο, χωρίς ψυχολογικήν εκλέπτυνση, ο Τσερνυτσέφσκι.

Η ζήλεια είναι μια τυραννία και η γυναικεία ζήλεια είναι η πιο άθλια. ζωντανεμένη από ένα δαιμονιακό φύραμα που ανήκει δυνάμει στην γυναικεία αγάπη, μπορεί να μεταβάλει την γυναίκα σε μαινάδα. Υπάρχουν δαιμονιακές γυναίκες, εγνώρισα μερικές από τα γράμματα τους. Τις είλκυε ο «αστρικός» έρωτας, είναι πολύ θλιβερές περιπτώσεις. Ο έρωτας του άντρα και ο έρωτας της γυναίκας είναι ασύμμετροι σε ό,τι αφορά τις απαιτήσεις και τις προσδοκίες. Ο αρσενικός έρωτας είναι μερικός, δεν κυριεύει ολόκληρο το ον. Ο έρωτας της γυναίκας είναι πιο απόλυτος, η γυναίκα κατέχεται απ’ αυτόν πιο εύκολα. Αυτό παρουσιάζει ένα θανάσιμο κίνδυνο. Υπάρχει μαγεία μέσα στον απόλυτον έρωτα της γυναίκας και υπάρχει πάντα μια δυσαναλογία με το ιδανικό της πρόσωπο. Η εικόνα της ομορφιάς είναι συχνά απατηλή. Η γυναίκα είναι καμμιά φορά ψεύτρα: είναι η αυτοάμυνα ενός όντος που έχει στερηθεί δικαιώματα δια μέσου των αιώνων και από την εποχή του θριάμβου της πατριαρχίας. Αλλά ο γυναικείος έρωτας μπορεί επίσης ν’ ανέβει στις πιο ψηλές κορυφές. Όπως η Solveig στον Ίψεν, η Βερονίκη στον Jouhandeau, που είναι εικόνες σωτήριας πίστης. Δεν είναι ο μη αμοιβαίος έρωτας που είναι στα μάτια μου ο πιο θλιβερός, αντίθετα προς την τρέχουσαν άποψη, αλλά ο έρωτας που θα μπορούσε κανείς να μοιρασθεί, πράγμα που είναι πιο συχνό. Ενυπάρχει ένα συναίσθημα ενοχής.

Οι στενές μου φιλίες ήταν συχνότερα με γυναίκες παρά άνδρες, ενόμιζα, ίσως άδικα, ότι εκείνες μ’ εκαταλάβαιναν καλύτερα. Η γυναίκα είναι προικισμένη με την εξαιρετικήν ικανότητα να κάνει να ξεπροβάλλουν ψευδαισθήσεις και να φαίνεται διαφορετική απ' ό,τι είναι πραγματικά. Αν και ευαίσθητος στη γυναικεία χάρη, ήμουν απόλυτα ξένος προς ό,τι ονομάζουν λατρεία του Αιωνίου Θήλεος, που αρέσκονταν τόσο να επικαλούνται στην αρχή του 20ού αιώνα, αναφερόμενοι στην belle-dame, στον Dante ή στον Goethe. Παρόλο πού δεν ήμουν αδιάφορος στο γυναικείο στοιχείο, δεν το συμπαθούσα πάντοτε. Καταλάβαινα κι εκτιμούσα τους trouvères, αυτούς τους πρώτους αγγελιοφόρους στην Ιστορία του πολιτισμού, της ιδανικής ερωτικής αγάπης. Αλλά αισθανόμουν εχθρός στην ανάμιξη του γυναικείου και ερωτικού στοιχείου στην θρησκευτική ζωή και στις σχέσεις με τον Θεό. Η έννοια του Ανδρογύνου που εθριάμβευε του φύλου, στον J. Boehme μου ήταν πιο συγγενική. Ήταν ένας καιρός που αντιδρούσα ζωηρά ενάντια στην λατρεία του Αιωνίου Θήλεος. Ο τύπος του Έρωτα στον W. Solovieff μου ήταν αντιπαθητικός, αν και είχα μεγάλην εκτίμηση για το έργο του Sens de l’amour που θεωρώ ως το ωραιότερο δοκίμιο, ίσως, που υπάρχει γι’αυτό το θέμα. Διακρίνω, εν τούτοις, μιαν αντινομία ανάμεσα στις αξιοπρόσεκτες ιδέες αυτού του δοκιμίου και στην θεωρία του για την σοφία. Παρόλ’ αυτά είναι αλήθεια ότι το γυναικείο στοιχείο είναι κοσμικό, βρίσκεται στη βάση της δημιουργίας και διά μέσου της θηλυκότητας ο άνδρας επικοινωνεί με την κοσμική ζωή. Ο σύμπας άνδρας είναι συγχρόνως κόσμος και άτομο.

Το φύλο ανήκει στην ζωή του είδους, η αγάπη στην ατομική ζωή. Μια αμείωτη αποστροφή για την ζωή του γένους μου ήταν έμφυτη. Η έγκυος γυναίκα με αηδίαζε κι αυτό μου προξενούσε θλίψη και μου φαινόταν κακό. Είχα ένα παράξενο συναίσθημα φόβου ανακατεμένου με ενοχή ακόμη πιο παράξενη. Δεν μπορώ εν τούτοις να πω ότι δεν αγάπησα τα παιδιά, το αντίθετο μάλλον είναι αληθινό. Ήμουν γεμάτος στοργή για τ’ ανήψια μου. Αλλά η πράξη της τεκνοποιίας που θεωρούσα ως μοιραία για το άτομο και ως διάλυσή του, μου φαινόταν εξ αιτίας αυτού εχθρική προς το άτομο. Όπως ακριβώς ο Κίρκεγκωρ, έβλεπα σ’ αυτήν το αμάρτημα και το κακό. Οι προοπτικές της αθανασίας του γένους είναι ασύμφωνες με τις προοπτικές της ατομικής αθανασίας. Επάνω σ’ αυτό το σημείο δεν συμμερίζομαι απλά και μόνο τις ιδέες του Solovieff, αλλά οι απόψεις μου και περισσότερο ακόμη τα συναισθήματά μου ήταν όμοια με τα δικά του, πριν ακόμη διαβάσω τα έργα του. Η ζωή του είδους μπορεί να προκαλέσει το συναίσθημα της συμπόνιας, αλλά όχι το ερωτικό συναίσθημα. Ο ιδανικός έρωτας είναι ασυμβίβαστος με την ζωή του είδους, αντιπροσωπεύει την νίκη του ατόμου πάνω στην αιματηρή και απρόσωπη αρχή του φύλου. Ο Έρωτας θριαμβεύει του φύλου. Μια ισχυρή ερωτική συγκίνηση κατέχει το βάθος του απείρου. Αλλά το φύλο δεν συμμετέχει πάντα στην μεταμορφωμένη ολοκληρωτική ζωή, μπορεί να παραμένει ένα στοιχείο έκπτωτο και απομονωμένο. Η απομόνωσή του δημιουργεί την αγωνία του φύλου και γίνεται εύκολα ένα στοιχείο διαλυτικό. Η αυτονομία του φύλου είναι απαράδεκτη. Έχει ήδη λεχθεί ότι ο έρωτας είναι μια έξοδος από την κοινωνική ρουτίνα, μόνος πιθανός αντιπερισπασμός για πολλούς ανθρώπους. Ο έρωτας είναι έτσι στην αρχή, καθώς εξελίσσεται υφίσταται εύκολα την επίδραση της ρουτίνας. Ο έρωτας κατέχει σύγχρονα το άπειρο και τον περιορισμό που προσδιορίζει όρια στο άπειρο. Είναι ένα άνοιγμα ανάμεσα από την αντικειμενοποιημένη φυσική και κοινωνική τάξη. Είναι το εισδυτικό όραμα του κάλλους του αγαπημένου οντος, το όραμά του μέσα στον Θεό, ο θρίαμβος πάνω στην ασχήμια που βασιλεύει μέσα στον έκπτωτο κόσμο. Αλλά, σ’ αυτόν τον κόσμο η αγάπη δεν θα μπορούσε ν’ αναπτυχθεί και αν η αγάπη-συμπόνια δεν ενωθεί με την αγάπην-έρωτα, οι συνέπειες του τελευταίου μπορούν ν’ αποδειχθούν καταστρεπτικές και οδυνηρές. Ο Έρωτας αφ’ εαυτού ενδέχεται να είναι σκληρός, πρέπει να δαμασθεί από την φιλευσπλαχνία. Μπορεί να ενωθεί με την Χριστιανικήν Αγάπη. Ο ανελέητος έρωτας είναι μισητός. Είναι ένα τεράστιο και δύσκολο θέμα ο συσχετισμός της ερωτικής αγάπης και της συμπόνιας, ο έρωτας που ανεβαίνει ελκόμενος από το κάλλος των κορυφών και ο έρωτας πού κατεβαίνει ελκόμενος από τη θλίψη του κόσμου που υποφέρει, κάτω. Ο πλατωνικός Έρωτας καθ’ εαυτόν είναι απρόσωπος, είναι προσανατολισμένος προς το κάλλος και τις θεϊκές κορυφές, όχι στο συγκεκριμένο όν. Αλλά, στον χριστιανικό κόσμο μεταμορφώνεται διαπερώμενος από το ατομικό στοιχείο. Ο σεξουαλικός πανθεϊσμός που τον υπερασπίσθηκε με τόση ζωηρότητα ο Rozanoff, δεν είναι ο Έρωτας, είναι μια επιστροφή στο ειδωλολατρικό φύλο: αντίθετος πόλος προς τις ιδέες του Solovieff και τις δικές μου. Αντίθετα προς την περσοναλιστική του θεωρία, ο Σολόβιεφ επηρεάστηκε έντονα από τον πλατωνικόν έρωτα που στρέφεται προς το Αιώνιον θήλυ του Θεού αλλά όχι προς την συγκεκριμένη γυναίκα. Ο
Έρωτας γεννά ελκυστικές ψευδαισθήσεις που είναι δύσκολο να ξεχωρίσει κανείς από την πραγματικότητα. Το ερωτικό όνειρο είναι μέσα στη φύση του ανθρώπου. Ο Chateaubriand δίνει μια πολύ ωραία περιγραφή. Αλλά υπάρχει μέσα στον Έρωτα ένας πραγματικός πυρήνας, άξιος της αιωνιότητας. Αυτό που είναι πολύ οδυνηρό είναι η λησμοσύνη που προδίδει την αιωνιότητα και την εγκαταλείπει στον χρόνο που φεύγει. Κάποτε ένα όνειρο θυμίζει το παρελθόν, η ψυχή τότε κυριεύεται από λύπη. Εκτός από μερικές σπάνιες στιγμές, η ερωτική πλευρά της ανθρώπινης ζωής είναι η πιο θλιβερή. Αν η λήθη μπορεί να προδώσει ό,τι υπήρξε πολύτιμο, η ανάμνηση μπορεί να ανασυγκροτήσει επίσης ό,τι είναι ανάξιο ανασύνθεσης. Δεν μου άρεσαν ποτέ οι αναμνήσεις αυτού του είδους και δεν τις έφερνα στο μυαλό μου ποτέ. Ο έρωτας είναι βαθύτατα ποτισμένος από τραγικότητα και ο δεσμός του με τον θάνατο δεν είναι συμπτωματικός. Υπάρχει μια τραγική σύγκρουση ανάμεσα στον έρωτα και την δημιουργική δραστηριότητα. Αυτό το θέμα το ανάπτυξε με μεγαλοφυΐα ο Ίψεν. Έβρισκα πάντοτε παράξενο να μπορούν να μιλάνε για χαρές του έρωτα. Μια βαθύτερη θέαση θα επέτρεπε να θυμηθούμε την τραγωδία και τις θλίψεις του έρωτα. Κοιτάζοντας ένα ευτυχισμένο ζευγάρι, αισθανόμουν μιαν απέραντη μελαγχολία. Ο έρωτας, λοιπόν, αγνοεί την πραγματοποίηση των ελπίδων του. Η συζυγική ζωή μπορεί να είναι σχετικά ευτυχισμένη, αλλά είναι μια κοινή ευτυχία. Αν υπήρξα ρομαντικός, υπήρξα χωρίς ψευδαισθήσεις και χωρίς ελπίδες, ανίκανος να εξιδανικεύσω την πραγματικότητα -ένας ρομαντικός υπερβολικά πραγματιστής. Όσο για την κοινωνική πλευρά του έρωτα, αισθανόμουν τον εαυτό μου επαναστάτη, κατήγγελα την ευτέλεια της οργανωμένης και τυραννικής ρουτίνας και εκήρυττα την επανάσταση σ’ αυτόν τον τομέα. Είχα το πάθος της ελευθερίας, ελευθερίας του έρωτα επίσης, παρόλο που η δουλεία του έρωτα μου ήταν πολύ γνωστή. Αλλά η αγάπη-ευσπλαχνία, η αγάπη-συμπόνια με συγκινούσαν πιο βαθειά, ενώ αντίθετα ήμουν εχθρός του εγωκεντρικού και άπληστου έρωτα. Ο έρωτας λοιπόν, μπορεί να είναι υπερφυσικός και να συνδέεται με το ύψιστο νόημα της ζωής. Αλλ’ αυτό είναι σπάνιο.

Γιατί ο Κύριος απαγορεύει στη αγία Μαρία Μαγδαληνή να τον αγγίξει;

"Μη μου άπτου". Φορητή εικόνα του 1985. Αγιογραφείο του Ιερού Μετοχίου Ορμύλιας.
«Μη μου άπτου»
 Τότε ο Ιησούς, επιτρέποντας να γνωρισθεί και η μορφή του και η φωνή του, την προσφωνεί «Μαρία». Η Μαρία μετά την απάντησή της προς τον δήθεν κηπουρό είχε στραφεί πάλι προς τον τάφο, αφήνοντάς τον πίσω της. Μόλις ακούει τη φωνή του Κυρίου στρέφεται αμέσως πίσω, τον βλέπει και οπωσδήποτε προσπίπτοντας στα πόδια του φωνάζει «Ραββουνί»,που σημαίνει «Διδάσκαλε μου!». Όχι πια Κύριε, αλλά Ραββουνί. Ο άγνωστος που την πλησίασε, που πονετικά τη ρώτησε γιατί κλαίει, δεν είναι άγνωστος, είναι πολύ γνωστός της, είναι ο αγαπημένος της Διδάσκαλος. Ένας κεραυνός χαράς τη συγκλονίζει και ορμά ασυγκράτητη να πιάσει, να φιλήσει τα πόδια του. Αλλά ο Κύριος σοβαρά την εμποδίζει λέγοντας· «Μη μου άπτου· ούπω γαρ αναβέβηκα προς τον πατέρα μου· πορεύου δε προς τους αδελφούς μου και είπε αυτοίς· αναβαίνω προς τον πατέρα μου και πατέρα υμών, και Θεόν μου και Θεόν υμών» (Ίω 20,17).
Στο χωρίο αυτό, ένα από τα δυσκολότερα της Καινής Διαθήκης, δόθηκαν ποικίλες ερμηνείες, τις οποίες δεν θεωρώ σκόπιμο να εκθέσω εδώ. Καταρχήν, ορισμένοι ερμηνευτές κακώς απέκοψαν το λόγο του Κυρίου «μη μου άπτου» από την υπόλοιπη συνάφεια και διατύπωσαν την απορία: Γιατί ο Κύριος απαγορεύει στη Μαρία να τον εγγίζει; Την ορθή ερμηνεία δίνει ο αυθεντικότερος ερμηνευτής της Εκκλησίας μας, ο άγιος Χρυσόστομος. Η απαγόρευση «μη μου άπτου», που εκφέρεται σε ενεστώτα χρόνο, φανερώνει ότι η Μαρία είχε ήδη περιπτυχθεί τα άχραντα πόδια του Κυρίου, όταν αυτός της μιλά. Εξάλλου λίγο αργότερα ο Κύριος συναντά τις μυροφόρες και επιτρέπει ν’ αγκαλιάσουν και να φιλήσουν τα πόδια του. Ο ίδιος επίσης παρότρυνε το Θωμά και τους άλλους μαθητές να τον ψηλαφήσουν. Με το «μη μου άπτου», λοιπόν, ο Κύριος αποτρέπει τη Μαρία, όχι διότι δεν πρέπει να τον αγγίξει, αλλά διότι θέλει να της διδάξει ορισμένα πράγματα.

Η Μαρία, όταν βλέπει τον αγαπημένο Διδάσκαλο, νομίζει ότι αυτός αναστήθηκε, όπως ανέστησε και τόσους άλλους νεκρούς, και ότι θ’ αρχίσει πάλι την παλιά συναναστροφή με τους μαθητές και τις μαθήτριες του, ότι θα κηρύττει θα έχει ανάγκη της διακονίας της, πράγμα που της δίνει ιδιαίτερη χαρά. Νομίζει ότι η νίκη του και η δόξα του ήταν ν’ αποδείξει στους κακούς φαρισαίους ότι άδικα τον δολοφόνησαν. Δεν μπορεί να συλλάβει τον παγκόσμιο, τον αιώνιο, τον πνευματικό χαρακτήρα της νίκης του κατά του θανάτου. Δεν γνωρίζει ότι η κατάσταση της ανθρώπινης φύσεως του Κυρίου δεν είναι πλέον η κατάσταση της φθοράς, των φυσικών αναγκών, της ταπεινώσεως. Δεν τον είδε ακόμη να παρουσιάζεται «των θυρών κεκλεισμένων», αλλά μόνο να πλησιάζει σαν ταπεινός κηπουρός. Χαίρεται, όπως ακριβώς χάρηκαν οι αδελφές του Λαζάρου, όταν είδαν αναστημένο τον αδελφό τους. Τίποτε περισσότερο δεν κατάλαβε. Πρέπει όμως να τα μάθει όλα.
Ο Κύριος, λοιπόν, θέλει να της διδάξει ότι είναι πλέον στη δόξα του, ότι Αυτός είναι ο Θεός και ανήκει τόσο σ’ αυτήν όσο και σε ολόκληρο τον κόσμο, ότι πρέπει να τον πλησιάζει με ένα άλλο φρόνημα. Επειδή όμως ήταν υπεροπτικό και αντιπαιδαγωγικό να της πει κατευθείαν όλα αυτά, υψώνει έμμεσα και σιγά-σιγά το νου της στα υψηλότερα, λέγοντας ότι «δεν ανέβηκε ακόμη στον Πατέρα του».
Έτσι, επισημαίνει ο άγιος Χρυσόστομος, δείχνει ότι εκεί, στον Πατέρα, σκοπεύει και σπεύδει να πάει. Γι’ αυτό και τους μαθητές του κατά καιρούς μόνο τους πλησιάζει. Η σχέση του με τους μαθητές του και με τους πιστούς του στο εξής δεν θα είναι όπως πριν. Θα είναι εντελώς πνευματικές. Για να μη λυπηθεί όμως από την απαγόρευση η Μαρία και αρχίσει να συλλογίζεται ότι περιφρονήθηκε, την καθιστά ο Κύριος πρώτη ευαγγελίστρια της Αναστάσεώς του, παραγγέλλοντας να πει στους μαθητές ό,τι της είπε Αυτός.
Το νόημα των λόγων του είναι· «Μη με αγγίζεις, Μαρία, διότι δεν ανέβηκα ακόμη στον Πατέρα μου. Εκεί όμως πρόκειται να πάω και δεν θα συναναστρέφομαι πλέον με ανθρώπους, γι’ αυτό δεν πρέπει να με βλέπεις έτσι όπως μ’ έβλεπες μέχρι τώρα».
Η συμπεριφορά του Κυρίου προς τη Μαρία τη Μαγδαληνή είναι ανάλογη με τη συμπεριφορά του προς τη μητέρα του στο γάμο της Κανά. Τότε στην προτροπή της μητέρας του να κάνει κάτι, διότι «οίνον ουκ έχουσι», ο Κύριος απήντησε σοβαρά· «τί εμοί και σοι, γύναι;». Της έδειξε έτσι ότι ο Διδάσκαλος Ιησούς δεν ανήκει πλέον στην ταπεινή οικογένεια της Ναζαρέτ, αλλά στην πνευματική οικογένεια των μαθητών του. Και τώρα στη Μαγδαληνή ο Κύριος λέει· «μη μου άπτου». Δεν ανήκει πλέον στην πνευματική έστω αλλά περιορισμένη οικογένεια των μαθητών μπήκε τώρα στην παγκόσμια οικογένεια που έχει πατέρα το Θεό. Αλλάζουν οι σχέσεις του με τους μαθητές και τις μαθήτριες του. Μετά την Ανάσταση, λοιπόν, ο Κύριος κηρύττει τη νέα κατάστασή του, ενημερώνει το στενό του περιβάλλον για τις νέες μεταβολές και τα αποτελέσματα της νίκης του. Και αρχίζει από τη Μαρία με το «μη μου άπτου».
 Το γεγονός ότι ο Κύριος εμφανίστηκε πρώτα στη γυναίκα αυτή, έχει ορισμένα βαθύτερα νοήματα.
♦     Η Μαρία απολαμβάνει πρώτη τη χαρά της συναντήσεως με τον Κύριο κι αυτό για να βραβευτεί η αφοσίωση, η πίστη της στο Διδάσκαλο, η αγάπη της ευγνώμονης καρδιάς της.
♦     Στο πρόσωπο της Μαρίας επιβραβεύεται η ταπεινή αφοσίωση των μαθητριών του Κυρίου, που δεν σκανδαλίσθηκαν καθόλου από το θάνατό του, ενώ οι μαθητές σκανδαλίσθηκαν. Και φαίνεται ο σκανδαλισμός τους τόσο από το διασκορπισμό τους κατά τη σύλληψη όσο και από την απελπισία των πορευομένων προς Εμμαούς.
Τέλος, το ότι εμφανίσθηκε πρώτα σε γυναίκα και έπειτα σε άνδρα, καθώς λέγουν και οι αρχαίοι ερμηνευτές, έγινε για να ενθαρρυνθεί η γυναίκα, η οποία πρώτη και περισσότερο από τον άνδρα αμάρτησε στο Παράδεισο.
«Η γυναίκα άκουσε πρώτη την απατηλή υπόδειξη του όφεως, είδε με παράνομη επιθυμία τον καρπό του απαγορευμένου δένδρου και καταδικάστηκε σε θλίψη. Γι’ αυτό ο αναστημένος Κύριος», ερμηνεύει ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, «της επέτρεψε την προσκύνηση και την απέστειλε να φέρει το χαρμόσυνο άγγελμα στους άνδρες. Ήθελε να κάνει άγγελο χαράς αυτή που διακόνησε τη λύπη στον Αδάμ». Η γυναίκα έδειξε κατά την αποκατάσταση πίστη που βραβεύτηκε στο πρόσωπο της Μαρίας Μαγδαληνής, για να αποπλύνει το όνειδός της στο Παράδεισο, που πρώτη παρέβηκε την εντολή του Θεού.
(Στεργ.Ν.Σάκκου, «Αληθώς ανέστη ο Κύριος»)
http://vatopaidi.wordpress.com/2010/04/18.

Το αποστολικό έργο της μυροφόρου Αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής.


Λεπτομέρεια Κτιτορικής φορητής εικόνας του 1986. Ι.Μ.Ορμύλιας
Ως ισαπόστολος τιμάται από την Εκκλησία μας για το αποστολικό της έργο η πανεύφημη μυροφόρα Μαρία η Μαγδαληνή. Ωστόσο, ενώ οι περισσότεροι χριστιανοί γνωρίζουν τα, ελάχιστα πάντως, γεγονότα του βίου της που αναφέρονται στη Καινή Διαθήκη και που φτάνουν ως την Ανάσταση του Ιησού, αγνοούν εκείνα που ακολούθησαν, και μάλιστα τους ιεραποστολικούς της κόπους  για τη δόξα του Χριστού και τη σωτηρία των ανθρώπων. Γι’ αυτό στις ακόλουθες γραμμές θα σκιαγραφήσουμε την ένθεη πολιτεία και την ιερή δράση της, όπως τις διασώζουν τα θεία Ευαγγέλια και η εκκλησιαστική παράδοση.
Η αγία επονομάστηκε Μαγδαληνή, επειδή καταγόταν από τη Μαγδάλα, μικρή πόλη στη δυτική όχθη της Τιβεριάδας. Γεννήθηκε από γονείς εύπορους, φιλόθεους και φιλάνθρωπους, τον Σύρο και την Ευχαριστία. Μεγαλώνοντας, δεν θέλησε ν’ ασχοληθεί με τα συνηθισμένα έργα των γυναικών της εποχής, το γνέσιμο, την υφαντική, το ράψιμο και άλλα παρόμοιο. Προτίμησε να επιδοθεί στις σπουδές. Όπως γράφει ο βυζαντινός αγιολόγος Νικηφόρος Κάλλιστος Ξανθόπουλος (13ος – ι14ος αι.), αφού έμαθε γράμματα, μαθητεύοντας σε ένα καλό δάσκαλο, μελέτησε όλη την Παλαιά Διαθήκη. Ιδιαίτερα αγάπησε το Ψαλτήρι και τις Προφητείες, όπου διάβασε τις προρρήσεις των θεόπνευστων προφητών για την έλευση του Μεσσία.
Μετά το θάνατο των γονιών της,  που της  κληροδότησαν σημαντική περιουσία, δεν σαγηνεύτηκε από τη ζωή των ανέσεων, της πολυτέλειας και της απόλαυσης. Έζησε σεμνά και λιτά, ελεώντας τους φτωχούς. Ο μισόκαλος διάβολος, όμως, βλέποντας την ενάρετη βιοτή της,  φθόνησε. Έστειλε, λοιπόν, επτά δαιμόνια που την κυρίεψαν. Για να λυτρωθεί από τη δαιμονική κυριαρχία, κατέφυγε στον Ιησού, το γιατρό των ψυχών και των σωμάτων, που είχε αρχίσει τότε να κηρύσσει και να θαυματουργεί. Και Εκείνος, ως παντοδύναμος και φιλάνθρωπος, τη θεράπευ­σε, φυγαδεύοντας τα πονηρά πνεύματα.

Από την ημέρα της θεραπείας της η Μαρία, πιστεύοντας πια ακράδαντα πως ο Ιησούς είναι ο Μεσσίας των προφητειών, Τον ακολουθούσε παντού, στις πόλεις και στα χωριά, που περιόδευε, φέρνοντας το χαρμόσυνο άγγελμα της βασιλείας του Θεού, και πρόσφερε από τα υπάρχοντά της για τη συντήρηση τόσο Εκείνου όσο και των μαθητών Του. Ας σημειωθεί εδώ, πως η Μαγδαληνή Μαρία, που φύλαξε ως το τέλος της ζωής της την αγνεία και την παρθενία της, δεν πρέπει να συγχέεται με την αμαρτωλή γυναίκα, που άλειψε με μύρο τα πόδια του Κυρίου.
Ακολουθώντας, λοιπόν, τo Χριστό, αναδείχθηκε σε μια αφοσιωμένη μαθήτριά Του, σε μια ακούραστη διακόνισσα του Ίδιου και των αποστόλων Του, σε μια φιλόστοργη συντρόφισσα της Παναγίας Μητέρας Του, σε μια ταπεινή συνεργάτρια Του στο έργο της σωτηρίας των ανθρώπων. Ξεχώριζε απ’ όλες τις σεμνές γυναίκες, που βρίσκονταν κοντά Του. Όπως ο Πέτρος ήταν ο κορυφαίος των μαθητών Του, έτσι και η Μαγδαληνή Μαρία ήταν η κορυφαία των μαθητριών Του. Εκείνη, μάλιστα, έμεινε πιστή στο θειο Διδάσκαλο της ως το τέλος, ενώ ο Πέτρος Τον αρνήθηκε τρεις φορές λίγο πριν παραδοθεί στο Πόντιο Πιλάτο.
Τη σύλληψη, την ανάκριση, τη μαστίγωση, τους εμπαιγμούς, τα φτυσίματα, τα ραπίσματα, και όλα τα παθήματα του Κυρίου τα παρακολούθησε με αγωνία και πόνο από μακριά, μαζί με την Ύπεραγία Θεοτόκο και άλλες γυναίκες. Και όταν Εκείνος σταυρώθηκε στο Γολγοθά, πήγε και στάθηκε, καταλυπημένη μα άφοβη, κάτω απ’ το Σταυρό, δίπλα στη Μητέρα Του, τη θεία Του Μαρία του Κλωπά και το μαθητή Του Ιωάννη.
Έμεινε εκεί, ώσπου ο Λόγος του Θεού παρέδωσε το πνεύμα στον ουράνιο Πατέρα Του. Πνίγοντας την απερίγραπτη οδύνη και τα δάκρυα της, παρηγόρησε και στήριξε τη συντριμμένη θεομήτορα, που άρχισε να σπαράζει και να οδύρεται, όταν άκουσε τον αγαπημένο της Υιό να ψελλίζει το «Τετέλεσται».
Παραβρέθηκε η Μαρία και στην αποκαθήλωση του πάνσεπτου Κυριακού Σώματος από το Σταυρό. Είδε τον Ιωσήφ και το Νικόδημο να Το αλείφουν με σμύρνα και αλόη, να Το τυλίγουν ευλαβικά σε λευκό σεντόνι και να Το ενταφιάζουν σ’ ένα κήπο δίπλα στο Γολγοθά. Και όταν οι δύο κρυφοί μαθητές αναχώρησαν, εκείνη και η Μαρία του Ιωσή κάθισαν απέναντι από τον Τάφο.  Έκλαψαν εκεί ως το σούρουπο. Ύστερα έφυγαν κι αυτές, όχι για να κρυφτούν, όπως oι απόστολοι, που είχαν κλειδαμπαρωθεί σ’ ένα σπίτι «διά τον φόβον των Ιουδαίων». Έφυγαν για ν’ αγοράσουν από τα Ιεροσόλυμα μύρα πολύτιμα και αρώματα ακριβά, Μ’ αυτά θα ξανάρχονταν στον Τάφο, για ν’ αλείψουν τιμητικά το θείο Σώμα.
Ήταν βράδυ Παρασκευής. Την άλλη μέρα, λόγω της αργίας του Σαββάτου, δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα. Έτσι, την ημέρα μετά το Σάββατο, οι μαθήτριες του Κυρίου, με επικεφαλής τη Μαγδαληνή Μαρία, ήρθαν από τα βαθιά χαράματα στο Τάφο, έχοντας μαζί τους τα αρώματα. Στο δρόμο έλεγαν: «Ποιός θα μας κυλήσει την πέτρα από την είσοδο του μνήματος;». Γιατί ο τάφος ήταν κλεισμένος με μια πολύ μεγάλη πέτρα. Φτάνοντας όμως εκεί, διαπίστωσαν με έκπληξη πως η πέτρα είχε κυλήσει από τον τόπο της. Μπήκαν στο Τάφο, και τί να δουν! Ένας λευκοντυμένος νέος καθόταν στα δεξιά. Τρόμαξαν. «Μην τρομάζετε!», τις καθησύχασε. «Ψάχνετε για τον Ιησού από τη Ναζαρέτ, τον σταυρωμένο; Δεν είναι εδώ. Αναστήθηκε! Να και ο τόπος που Τον είχαν βάλει. Πηγαίνετε τώρα να πείτε στους μαθητές Του και στον Πέτρο, ότι θα πάει πρώτος στη Γαλιλαία, όπου και θα τους περιμένει. Εκεί θα Τον δουν, καθώς τους είχε πει». Οι γυναίκες βγήκαν αμέσως από το μνήμα κι έφυγαν έντρομες και σαστισμένες. Από φόβο δεν είπαν σε κανέναν τίποτα. Καμιά τους δεν κατανόησε τότε τη σημασία των λόγων του αγγέλου. Καμιά τους δεν συνειδητοποίησε ότι ο Ιησούς είχε αναστηθεί από τους νεκρούς.
Έτρεξε, λοιπόν, η Μαγδαληνή Μαρία στους αποστόλους Πέτρο και Ιωάννη. «Πήραν τον Κύριο από το μνήμα», τους είπε συγχυσμένη. «Τον πήραν, και δεν ξέρουμε πού Τον έβαλαν». Οι δύο μαθητές του Κυρίου πήγαν γοργά στο Τάφο. Μπαίνοντας μέσα, δεν βρήκαν παρά τις πάνινες λουρίδες και το σουδάριο του Νεκρού. Έφυγαν απορημένοι, αφήνοντας μόνη τη Μαρία, που στεκόταν εκεί έξω κι έκλαιγε. Σε μια στιγμή, ανάμεσα στ’ αναφιλητά της, έσκυψε να δει μέσα στο μνήμα. Βλέπει τότε δύο λευκοντυμένους αγγέλους να κάθονται εκεί όπου πρωτύτερα βρισκόταν το Σώμα του Ιησού, «Γιατί κλαις, γυναίκα;», τη ρώτησαν. «Γιατί πήραν τον Κύριο μου», αποκρίθηκε εκείνη, «και δεν ξέρω πού Τον έβα­λαν». Αλλά, να! Ένιωσε ότι κάποιος ήταν πίσω της. Γύρισε και είδε τον Ιησού να στέκεται όρθιος, «Γιατί κλαις; Ποιόν ζητάς;», τη ρώτησε. Δεν τον αναγνώρισε αμέσως. Νόμισε πως ήταν ο κηπουρός. «Αν Τον σήκωσες εσύ, πες μου πού Τον έβαλες, για να Τον πάρω», παρακάλεσε. «Μαρία!», της είπε τότε Εκείνος. «Διδάσκαλε!», αναφώνησε έκπληκτη, αναγνωρίζοντάς Τον. Έκανε να πέσει στα πόδια Του για να τ’ ασπασθεί, μα την εμπόδισε. «Μη με αγγίζεις, γιατί δεν ανέβηκα ακόμα στον Πατέρα μου. Πήγαινε, όμως, στους αδελφούς μου και πες τους ότι ανεβαίνω σ’ Εκείνον που είναι δικός μου και δικός τους Πατέρας, δικός μου και δικός τους   Θεός». Χωρίς χρονοτριβή η Μαρία πήγε στους  μαθητές, τους ανακοίνωσε πως είδε τον Κύριο και τους διηγήθηκε όσα της είπε.
Η μακαρία Μαγδαληνή, λοιπόν, αξιώθηκε να δει πρώτη τον αναστημένο Χριστό. Αυτή προστάχθηκε ν’ αναγγείλει στους αποστόλους την Ανάσταση. Αυτή έγινε ο πρώτος κήρυκας του Ευαγγελίου, που συνέχισε να το κηρύττει ως την οσιακή τελευτή της.
Μετά την Ανάληψη του Κυρίου στους ουρανούς, σύχναζε στο ανώγι των Ιεροσολύμων, όπου μαζεύονταν για προσευχή οι έντεκα απόστολοι, άλλοι μαθητές και μαθήτριες του Ιησού, καθώς και η Παναγία Μητέρα Του.
Αφού μοίρασε την περιουσία της στους φτωχούς, έμεινε μαζί με τη Θεοτόκο στο σπίτι του ευαγγελιστή Ιωάννη. Και μετά την Πεντηκοστή, όταν οι θείοι απόστολοι, έχοντας λάβει το Άγιο Πνεύμα, σκορπίστηκαν στην οικουμένη για να κηρύξουν το Ευαγγέλιο σε όλους τους λαούς, άφησε και η φιλόχριστη Μαρία την Αγία Πόλη, θαρραλέα και αποφασιστική, όπως πάντα, κατευθύνθηκε προς τη Ρώμη, για να συναντήσει τον αυτοκράτορα· θα του ζητούσε ν’ αποδώσει δικαιοσύνη για τον άδικο θάνατο του Διδασκάλου της. Ως μιμήτρια των αποστόλων και ισαπόστολος, σ’ όλο το μακρινό και επικίνδυνο ταξίδι της, κήρυττε τον αναστημένο Ιησού. «Ποιός μπορεί να διηγηθεί τις δυσκολίες που αντιμετώπισε κατά την οδοιπορία της; Και ποιός μπορεί να υπολογίσει το πλήθος των ανθρώπων που προσείλκυσε στη πίστη με τη σαγήνη του Ευαγγελίου;», αναρωτιέται ο Νικηφόρος Κάλλιστος Ξανθόπουλος. Χρόνια κράτησε η πορεία της προς την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, πορεία που, με τη χάρη και τη βοήθεια του Θεού, και τέλος καλό είχε και με ιεραποστολική επιτυχία στεφανώθηκε.
Αυτοκράτορας ήταν τότε ο διάδοχος του Αυγούστου, ο Τιβέριος. Σε αυτόν, έπειτα από πολλές προσπάθειες, κατόρθωσε να παρουσιαστεί η αγία· του εξήγησε με κάθε λεπτομέρεια το πως οι Ιουδαίοι αρχιερείς Άννας και Καϊάφας παρέδωσαν από φθόνο τον Ναζωραίο Ιησού στον Πόντιο Πιλάτο και πως στη συνέχεια ο ηγεμόνας, μολονότι κατάλαβε πως Εκείνος ήταν αθώος, επέτρεψε τη σταύρωσή Του. Ο Τιβέριος πρόσταξε να έρθουν στη Ρώμη για ν’ απολογηθούν στον ίδιο οι τρεις κύριοι υπαίτιοι της θανατώσεως του Ιησού. Απ’ αυτούς ο Καϊάφας πέθανε στη Κρήτη, που στάθμευσε για λίγο το πλοίο που τους μετέφερε. Οι άλλοι δύο, ο Άννας και ο Πιλάτος, έφτασαν στη πρωτεύουσα, όπου, επειδή οι εξηγήσει τους για τη σταύρωση του Κυρίου δεν κρίθηκαν ικανοποιητικές, τιμωρήθηκαν παραδειγματικά από τον αυτοκράτορα.
Η γενναία Μαγδαληνή αφοσιώθηκε πια ολοκληρωτικά στο αποστολικό έργο. Αφού κήρυξε στη Ρώμη, όπου κατήχησε και στερέωσε στη πίστη πολλούς, πε­ριόδευσε στην Ιταλία και τη Γαλλία. Επιστρέφοντας ύστερα στη Παλαιστίνη, πέρασε από την Αίγυπτο, τη Φοινίκη, τη Συρία και την Παμφυλία. Σ’ όλες αυτές τις χώρες διαλαλούσε την Ανάσταση του Ιησού και ευαγγελιζόταν τη σωτηρία του κόσμου.
Φτάνοντας στα Ιεροσόλυμα, έμεινε μαζί με τη θεομήτορα Μαριάμ, διακονώντας την ως την ένδοξη μετάστασή της. Παράλληλα βοηθούσε και τον απόστολο Πέτρο στο έργο του.
Αργότερα πήγε στην Έφεσο, για να συντρέξει τον αγαπημένο μαθητή του Κυρίου, τον Ιωάννη, που ζούσε και δίδασκε εκεί μέσα σε δυσκολίες και κινδύνους. Έμεινε κοντά του ως την αναχώρησή της από τα εγκόσμια, συμμετέχοντας στους κόπους και στις θλίψεις του. Οδήγησε κι εκείνη πολλούς στην πίστη. Ο λαός της Εφέσου την αγάπησε για τη φιλανθρωπία, τη καλοσύνη και τη σεμνότητά της.
Αλλά ήρθε κάποτε και η ώρα της υποταγής της στον κοινό νόμο ης ανθρώπινης φύσης, το σωματικό θάνατο. Ύστερα από μια σύντομη ασθένεια, λοιπόν, παρέδωσε το πνεύμα στον αγαπημένο της Κύριο. Ο απόστολος Ιωάννης και οι Εφέσιοι χριστιανοί ενταφίασαν με τιμές το σώμα της, έξω από τη σπηλιά, όπου είχαν κοιμηθεί οι άγιοι Επτά Παίδες. Πολλά θαύματα έγιναν την ώρα της ταφής της.
Το 890 ο αυτοκράτορας Λέων Στ ο Σοφός (886 -912) ανακόμισε το τίμιο λείψανό της στη Κωνσταντινούπολη και το τοποθέτησε στην περικαλλή μονή του Αγίου Λαζάρου. Η ανακομιδή εκείνη εορτάζεται στις 4 Μαΐου, ενώ η μνήμη της αγίας στις 22 Ιουλίου.
(Μ.Σ.Π. «Πάντα τα ΄Εθνη», τεύχος 94)
http://vatopaidi.wordpress.com/

Οι ιδεολόγοι μπορεί να μην απατούν, αλλά ενδέχεται να απατώνται!



Μπορούμε να εμπιστευθούμε τους μάρτυρες;
Είναι πράγματι καταιγιστικές οι μαρτυρίες της Αναστάσεως. Αλλά μπορούμε να εμπιστευθούμε τους μάρτυρες; Είναι αξιόπιστοι και αληθινοί; Η αξιοπιστία τους ελέγχεται από την πρώτη στιγμή που καταθέτουν τη μαρτυρία τους. Μιλούν πρώτη φορά για την ανάσταση του Χριστού στον ίδιο τόπο όπου συνέβησαν τα γεγονότα και ενώ είχε περάσει ελάχιστος χρόνος από τη διεξαγωγή τους, μόλις 50 μέρες μετά την Ανάσταση.
Ασφαλώς, όταν κάποιος μιλά π.χ. στη Θεσσαλονίκη και υποστηρίζει ότι αναστήθηκε ένας νεκρός προ 50 ή 100 ετών στην Ιαπωνία, αφήνει αρκετά περιθώρια αμφισβήτησης. Στην περίπτωση όμως των αποστόλων το πράγμα είναι εντελώς διαφορετικό. Μιλούν για την ανάσταση του Χριστού μέσα στην πόλη που έγινε η σταύρωσή του, στα Ιεροσόλυμα, και απευθύνονται σ’ αυτούς τους ίδιους τους σταυρωτές, στους αρχιερείς και στους φαρισαίους και στα πλήθη που συνήργησαν στη σταύρωση. Μιλούν «μετά παρρησίας» (Πραξ. 4,31) και «μεγάλη δυνάμει απεδίδουν το μαρτύριον της αναστάσεως» (Πραξ. 4,33), διότι, όπως παρατηρεί ο άγιος Χρυσόστομος, καταθέτουν μία χειροπιαστή μαρτυρία. «Καθάπερ εγχειρισθέντας αυτούς τούτο δείκνυσιν, ή και ως περί οφλήματος λέγει· τουτέστι, το μαρτύριον της βασιλείας μετά παρρησίας πάσιν απεδίδουν» (Εις Πράξεις 11,1- ΕΠΕ 15,320).
Μόλις πενήντα μέρες μετά την Ανάσταση και δέκα μέρες μετά την Ανάληψη, την τελευταία εμφάνιση, ο απόστολος Πέτρος απευθυνόμενος στους Ισραηλίτες των Ιεροσολύμων τους ελέγχει με θάρρος και παρρησία ως σταυρωτές του Χριστού. Τονίζει κατ’ επανάληψη: Αυτός, τον οποίο σεις σταυρώσατε, αναστήθηκε και εμφανίσθηκε μετά την Ανάστασή του· τον είδαμε τόσοι άνθρωποι! Αναστήθηκε, όπως το προφήτευσαν οι προφήτες.
Κάθε απάτη και ανακρίβεια θα μπορούσε άνετα να επισημανθεί. Αν δηλαδή ο Χριστός δεν είχε αναστηθεί, αλλά ήταν νεκρός στο μνήμα, είχαν κάθε λόγο οι αρχιερείς -είχαν δε και τον τρόπο- να βγάλουν στην επιφάνεια το νεκρό σώμα του Κυρίου και να διαψεύσουν το κήρυγμα της Αναστάσεως. Δεν συμβαίνει όμως κάτι τέτοιο και οι ακροατές του κηρύγματος κατά χιλιάδες πιστεύουν στη μαρτυρία των αποστόλων. Και μάλιστα αυτή η μαρτυρία δεν περιορίζεται μόνο σε αδιάσειστα και αδιάψευστα επιχειρήματα, αλλά επιβεβαιώνεται και ενισχύεται από πρωτοφανή σημεία: ο «χωλός εκ κοιλίας μητρός αυτού», που «εν τω ονόματι Ιησού Χριστού» θεραπεύεται (Πραξ. 3,1-10), ο παράλυτος Αινέας, που μετά από οκταετή ακινησία σηκώνεται και πάλι στα πόδια του (Πραξ. 9, 33-35), διότι ο Ιησούς Χριστός του χαρίζει την υγεία, η νεκρή Ταβιθά που επιστρέφει στη ζωή (Πραξ. 9,40),  είναι μερικά από τα περιστατικά που δεν επιβεβαιώνουν απλώς την ανάσταση του Ιησού Χριστού, αλλά συνιστούν αυτή την ίδια την παρουσία του Αναστημένου μπροστά στα μάτια εχθρών και φίλων.
Την ειλικρίνεια και τιμιότητα των μαρτύρων της Αναστάσεως εγγυάται επίσης το γεγονός ότι θυσιάζονται για τη μαρτυρία τους. Δεν μπορεί να λέει ψέματα ένας άνθρωπος παρά μόνο για να κερδίσει κάτι, όχι για να χάσει τη ζωή του. «Πιστεύω», γράφει ένας μεγάλος επιστήμονας των θετικών επιστημών, «τους μάρτυρες που βεβαιώνουν τη μαρτυρία τους με μαρτύριο». Αλλά, θα πει κάποιος, υπάρχουν και άλλοι ιδεολόγοι, που θυσιάζονται για τις ιδέες τις οποίες πιστεύουν. Υφίσταται όμως μία βασική διαφορά. Οι άλλοι θυσιάζονται για ιδέες, για θεωρίες, ενώ οι μάρτυρες της Αναστάσεως θυσιάζονται για ένα πρόσωπο, τον Ιησού Χριστό, και για ένα γεγονός, την Ανάστασή του. Η θυσία τους σφραγίζει μία κατάθεση που δεν είναι θέμα κρίσεως ή αντιλήψεως αλλά θέμα αισθήσεων. Οι ιδεολόγοι μπορεί να μην απατούν, αλλά ενδέχεται να απατώνται, διότι η μαρτυρία τους είναι θέμα κρίσεως ή πεποιθήσεως, ιδεολογίας. Οι μάρτυρες γεγονότων δεν μπορεί να απατώνται. Είναι δε πολύ σπουδαίο το γεγονός ότι οι άνθρωποι που με τις ίδιες τις αισθήσεις τους είχαν βεβαιωθεί για την Ανάσταση, μαρτυρούν με το αίμα τους για την αλήθεια της. Αν, παρατηρεί ο άγιος Χρυσόστομος, οι διωγμοί των χριστιανών δεν άρχιζαν ήδη από τον πρώτο αι. μ.Χ., αλλά μερικούς αιώνες αργότερα, θα είχαμε λόγους να αμφιβάλλουμε για την ανάσταση του Χριστού.
(Στέργιου Ν. Σάκκου, «Αληθώς Ανέστη ο Κύριος»)
http://vatopaidi.wordpress.com/2010/05/2
Πηγή εἰκόνας:
Ι.Ἡσ. «Ἀνάστασις Χριστοῦ- Ἐμμαούς» Ἅγιος Βασίλειος- Λαγκαδᾶ.

Άνθρωποι και Κτίση συμπορευόμαστε εις την Αιωνιότητα!




Η Εκκλησία είναι ο Χριστός παρατεινόμενος εις τους αιώνας. Η "στρατευομένη Εκκλησία" είναι το αδιάσπαστο σώμα των εν Χριστώ ανθρώπων που ζουν και κινούνται (τουλάχιστον προσπαθούν εν ταπεινώση και μετανοία) μέσα στον χωροχρόνο θεοπρεπώς.
Όλοι οι άνθρωποι από την σύλληψή τους είναι ενωμένοι με όλη την Κτίση. Κάθε πράξη, κάθε λόγος ή λογισμός επηρεάζει όχι μόνο την ατομική ζωή του καθενός αλλά συμπαρασύρει μυστικώς όλη την Δημιουργία. 


«Λογίζομαι γρ τι οκ ξια τ παθήματα το νν καιρο πρς τν μέλλουσαν δόξαν ποκαλυφθναι ες μς. Η γρ ποκαραδοκία τς κτίσεως τν ποκάλυψιν τν υἱῶν το Θεο πεκδέχεται. τ γρ ματαιότητι κτίσις πετάγη, οχ κοσα, λλ δι τν ποτάξαντα, π’ λπίδι τι κα ατ κτίσις λευθερωθήσεται π τς δουλείας τς φθορς ες τν λευθερίαν τς δόξης τν τέκνων το Θεο. Οδαμεν γρ τι πσα κτίσις συστενάζει κα συνωδίνει χρι το νν·…» (Ρωμ. 8. 18-22)


Όπως δεν υπάρχει Σωτηρία ατομική, έτσι δεν υπάρχει και ατομική Απώλεια. Οι άνθρωποι με κάθε τους κίνηση μέσα στον χωροχρόνο επηρεάζουν είτε θετικά είτε αρνητικά τον γύρω κόσμο τους.
Ο άνθρωπος αγιαζόμενος ο ίδιος εν Χριστώ, αγιάζει και την κτίση γύρω του, ο άνθρωπος ζώντας εγωιστικά μακράν του Θεού συμπαρασύρει και την κτίση γύρω του στην πτώση, στην διαστροφή και στην κακία.
Όλοι μας είμαστε υπόλογοι για όλη την δημιουργία. Αυτή είναι η σκέψη και η ευθύνη που πρέπει πάντοτε να υπάρχει στο νου κάθε χριστιανού, κάθε ανθρώπου ο οποίος έχει το αυτεξούσιο και τον νου να μπορεί να πράττει και να ενεργεί όχι μόνο με το ένστικτο αλλά και με την λογική ή ακόμα και με την πίστη και την ελπίδα.
Η Κτίση συμπαρασύρθηκε από τον άνθρωπο(Αδάμ-Εύα) στην πτώση, με την ενανθρώπηση του Υιού και Λόγου του Θεού η Κτίση ανακαινίστηκε, κατά την Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου Ιησού Χριστού η Κτίση θα «χριστοποιηθεί», θα φθάσει δηλαδή στην τελειότητα. Η Κτίση δεν θα μηδενιστεί μετά την Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου, αλλά θα αλλάξει... θα πάρει ένα νόημα βαθύτερο, θα γίνει και αυτή στον υπέρτατο βαθμό κοινωνός της Αλήθειας και την εν Χριστώ ενότητος.
Ο πολιτισμός, η τεχνολογική πρόοδος, η επιστήμη, οι δομές της κοινωνίας είναι πράγματα πεπερασμένα που ανήκου σε ένα σκιώδη παρελθόν (και υπαρκτά μόνο μέσα στην φθαρτή κτιστή πραγματικότητα) σε σχέση με το Αιώνιο Παρών της Βασιλείας Του (μετά το πέρας της Ιστορίας).
Βεβαίως ο άνθρωπος στην προ θανάτου περίοδο της ζωής του δημιουργεί τις συνθήκες για την μετά θάνατον ζωή του. Δεν πρέπει όμως να θεωρούμε την Σωτηρία μας ως ένα ατομικό γεγονός το οποίο έχει αντίκτυπο μόνο στον εαυτό μας. Η Σωτηρία είναι: η ενότητα-κοινωνία εν Χριστώ.
Καθώς όλοι μας θα περάσουμε την πύλη του θανάτου (και ειδικά μετά την Δευτ. Παρουσία)θα εισέλθουμε μέσα σε ένα πρωτόγνωρο βίωμα της εν Χριστώ ενότητας, το οποίο είτε θα μας ευφραίνει και θα μας ειρηνεύει είτε θα μας ελέγχει και θα μας βασανίζει.
Η Αλήθεια αδελφοί μου είναι Μοναδική, όλες οι άλλες εκδοχές της είναι απλά αναλήθειες. Και η Αλήθεια είναι ο Χριστός.
Ο Θεός μας έχει όνομα…είναι ο Ων (δηλαδή: Αυτός που είναι) , όσο περιγραπτός είναι, άλλο τόσο απερίγραπτος είναι , όσο προσιτός είναι άλλο τόσο απρόσιτος είναι.
Το σίγουρο όμως είναι ότι με την ενανθρώπησή Του ο Θεός ενσάρκωσε την Αλήθεια. Και η Αλήθεια είναι ο Χριστός, η Αλήθεια είναι η Αγάπη, η Αλήθεια είναι αυτό που βίωσαν και βιώνουν οι Όσιοι, οι Μάρτυρες, οι Άγιοι…αυτό που εκπλήσσει συνεχώς τις Επουράνιες Δυνάμεις.
Η Αλήθεια δεν έχει ανάγκη από εμάς…εμείς έχουμε ανάγκη να ζήσουμε με την Αλήθεια-για την Αλήθεια δηλαδή τον Χριστό.
Όσο οι άνθρωποι αρνούνται να δούνε την Αλήθεια και να την αποδεχτούν τόσο θα βυθίζονται μέσα στο σκοτάδι του ψεύδους συντροφιά με τους ομοιοπαθείς τους δαίμονες.
Ο Θεάνθρωπος Χριστός με την ενανθρώπησή του ανακαίνισε την Κτίση και μας έδωσε την δυνατότητα να βιώσουμε την Αλήθεια και την Αγάπη στον υπέρτατο βαθμό μέσω της εν Χριστώ κοινωνίας μας με όλη την Κτίση.
Άνθρωποι και Κτίση συμπορευόμαστε εις την Αιωνιότητα.
Η Αρχή της νέας αυτής πορείας ήρθε με την ενανθρώπηση του Λόγου του Θεού…και τέλος δεν θα υπάρξει... μόνο μία Ατέλεστη Τελειότητα.