Σάββατο 27 Απριλίου 2013

Περί καταλαλιάς

Περί καταλαλιάς

27 Μαΐ 2009


Κ Λ Ι Μ Α Ξ
Λ Ο Γ Ο Σ  Δ Ε Κ Α Τ Ο Σ
Περί καταλαλιάς
ΚΑΝΕΙΣ ΑΠΟ όσους σκέπτονται ορθά δεν θα έχη, νομίζω, αντίρρησι ότι η καταλαλιά γεννάται από το μίσος και την μνησικακία. Γι΄αυτό και την ετοποθετήσαμε στην σειρά της μετά τους προγόνους της. Καταλαλιά σημαίνει γέννημα του μίσους, ασθένεια λεπτή, αλλά και παχειά παχειά βδέλλα, κρυμμένη και αφανής, πού απορροφά και εξαφανίζει το αίμα της αγάπης. Σημαίνει υπόκρισις αγάπης, αιτία της ακαθαρσίας, αιτία του βάρους της καρδιάς, εξαφάνισις της αγνότητος.
2. Υπάρχουν κόρες που διαπράττουν αίσχη, χωρίς να κοκκινίζουν. Υπάρχουν και άλλες οι οποίες φαίνονται ντροπαλές, και όμως διαπράττουν, κρυφά, χειρότερα αίσχη από τις προηγούμενες. Κάτι παρόμοιο παρατηρούμε και στα πάθη της ατιμίας. Τέτοιες κόρες είναι η υποκρισία, η πονηρία, η λύπη, η μνησικακία, η εσωτερική καταλαλιά της καρδιάς. Άλλη εντύπωσι δημιουργούν εξωτερικά και άλλος είναι ο στόχος τους.
3. Άκουσα μερικούς να καταλαλούν και τους επέπληξα. Και για να δικαιολογηθούν οι εργάτες αυτοί του κακού μου απήντησαν ότι το έκαναν από αγάπη και ενδιαφέρον προς αυτόν που κατέκριναν. Εγώ τότε τους είπα να την αφήσουν αυτού του είδους την αγάπη, για να μη διαψευσθή εκείνος που είπε: «Τον καταλαλούντα λάθρα τον πλησίον αυτού, τούτον εξεδίωκον» (Ψαλμ. ρ΄ 5). Εάν ισχυρίζεσαι ότι αγαπάς τον άλλον, ας προσεύχεσαι μυστικά γι΄ αυτόν και άς μη τον κακολογής. Διότι αυτός ο τρόπος της αγάπης είναι ευπρόσδεκτος από τον Κύριον.
4. Επί πλέον άς μη λησμονής και τούτο, και έτσι οπωσδήποτε θα συνέλθης και θα παύσης να κρίνης αυτόν πού έσφαλε: Ο Ιούδας ανήκε στην χορεία των μαθητών, ενώ ο ληστής στην χορεία των φονέων. Και είναι άξιο θαυμασμού πώς μέσα σε μία στιγμή ο ένας επήρε την θέσι του άλλου!
5. Όποιος θέλει να νικήση το πνεύμα της καταλαλιάς, ας επιρρίπτη την κατηγορία όχι στον άνθρωπο που αμάρτησε, αλλά στον δαίμονα πού τον έσπρωξε στην αμαρτία. Διότι κανείς δεν θέλει να αμαρτήση στον Θεόν, μολονότι όλοι αυτοπροαίρετα αμαρτάνομε.
6. Είδα άνθρωπο πού φανερά αμάρτησε, αλλά μυστικά μετενόησε. Και αυτόν πού εγώ τον κατέκρινα ως ανήθικο, ο Θεός τον εθεωρούσε αγνό, διότι με την μετάνοιά του Τον είχε πλήρως εξευμενίσει.
7. Αυτόν που σου κατακρίνει τον πλησίον, ποτέ μη τον σεβασθής, αλλά μάλλον να του ειπής: «Σταμάτησε, αδελφέ. Εγώ καθημερινώς σφάλλω σε χειρότερα, και πώς μπορώ να κατακρίνω τον άλλον»; Έτσι θα έχης δύο οφέλη, με ένα φάρμακο θα θεραπεύσης και τον εαυτό σου και τον πλησίον.
8. Μία οδός, και μάλιστα από τις σύντομες πού οδηγούν στην άφεσι των πταισμάτων, είναι το να μη κρίνωμε, εφ΄ όσον είναι αληθινός ο λόγος του Κυρίου «μη κρίνετε, και ού μη κριθήτε» (Λουκ. στ΄ 37). Όπως δεν συμβιβάζεται η φωτιά με το νερό, έτσι και η κατάκρισις με εκείνον που αγαπά την μετάνοια.
9. Ακόμη και την ώρα του θανάτου του, αν ιδής κάποιον να αμαρτάνη, μήτε τότε να τον κατακρίνης. Διότι η απόφασις του Θεού είναι άγνωστη στους ανθρώπους. Μερικοί έπεσαν φανερά σε μεγάλα αμαρτήματα, κρυφά όμως έπραξαν πολύ μεγαλύτερα καλά. Έτσι εξαπατήθηκαν οι φιλοκατήγοροι, και εκείνο πού εκρατούσαν στα χέρια τους ήταν καπνός και όχι ήλιος.
10. Ας με ακούσετε, ας με ακούσετε όλοι εσείς οι κακοί κριταί των ξένων αμαρτιών. Εάν είναι αλήθεια, όπως και πράγματι είναι, ότι «έν ώ κρίματι κρίνετε, κριθήσεσθε» (Ματθ. ζ΄ 2), τότε ας είσθε βέβαιοι, ότι για όσα αμαρτήματα κατηγορήσαμε τον πλησίον είτε ψυχικά είτε σωματικά, θα περιπέσωμε σ΄αυτά. Και δεν είναι δυνατόν να γίνη διαφορετικά.
11. Όσοι είναι αυστηροί και σχολαστικοί κριταί των σφαλμάτων του άλλου, νικώνται από αυτό το πάθος, επειδή δεν απέκτησαν ακόμη για τα ιδικά τους αμαρτήματα ολοκληρωτική φροντίδα (γνώσι) και μνήμη. Διότι όποιος αφαιρέση «το περικάλυμμα της φιλαυτίας» και ιδή με ακρίβεια τα ιδικά του κακά, για τίποτε άλλο δεν θα φροντίση πλέον στην ζωή του, αναλογιζόμενος ότι ο χρόνος της ζωής του δεν του επαρκεί για να πενθήση τις ιδικές του αμαρτίες, έστω και αν θα εζούσε εκατό έτη, και αν θα έβλεπε ολόκληρο τον Ιορδάνη ποταμό να βγαίνη από τους οφθαλμούς του ως δάκρυ.
12. Περιεργάσθηκα καλά την κατάστασι του πένθους και δεν ευρήκα σ΄ αυτήν ίχνος καταλαλιάς ή κατακρίσεως.
13. Οι δαίμονες μας σπρώχνουν πιεστικά ή στο να αμαρτήσωμε ή, αν δεν αμαρτήσωμε, στο να κατακρίνωμε όσους αμάρτησαν, ώστε με το δεύτερο να μολύνουν οι κακούργοι το πρώτο. Ας γνωρίζης ότι γνώρισμα των μνησικάκων και φθονερών ανθρώπων είναι και τούτο: Τις διδασκαλίες, τά πράγματα ή τα κατορθώματα του άλλου τα κατηγορούν και τα διαβάλλουν με ευχαρίστησι και ευκολία, (νικημένοι και) καταποντισμένοι άθλια από το πνεύμα του μίσους.
14. Είδα μερικούς οι οποίοι μυστικά και κρυφά διαπράττουν σοβαρώτατα αμαρτήματα, και στηριζόμενοι στην υποκριτική καθαρότητά τους, επιτιμούν με αυστηρότητα αυτούς που υποπίπτουν σε μερικά μικρά σφάλματα, τα οποία και φανερώνουν.
15. Η κρίσις είναι αναιδής αρπαγή του δικαιώματος του Θεού, ενώ η κατάκρισις όλεθρος της ψυχής αυτού ο οποίος κατακρίνει.
16. Όπως η «οίησις» και χωρίς να υπάρχη άλλο πάθος, μπορεί να καταστρέψη τον άνθρωπο, έτσι και η κατάκρισις, εάν και μόνη υπάρχη μέσα μας, μπορεί να μας καταστρέψη ολοσχερώς, αφού άλλωστε και ο Φαρισαίος εκείνος της παραβολής εξ αιτίας αυτής κατεδικάσθη.
17. Ο καλός «ραγολόγος» τρώγει τις ώριμες ρώγες των σταφυλιών και δεν πειράζει καθόλου τις άγουρες. Παρόμοια ο καλόγνωμος και συνετός άνθρωπος, όσες αρετές βλέπει στους άλλους τις σημειώνει με επιμέλεια, ενώ ο ανόητος αναζητεί τα ελαττώματα και τις κατηγορίες. Γι΄ αυτόν μάλιστα έχει λεχθή: «Εξηρεύνησαν ανομίαν, εξέλιπον εξερευνώντες εξερευνήσεις» (Ψαλμ. ξγ΄ 7).
18. Μη κατακρίνης και όταν ακόμη βλέπης κάτι με τους ίδιους τους οφθαλμούς σου, διότι και αυτοί πολλές φορές εξαπατώνται.
Βαθμίς δεκάτη! Όποιος την κατέκτησε είναι εργάτης της αγάπης ή του πένθους.

Παρασκευή 19 Απριλίου 2013

Η ευώδης προσευχή.

Τετάρτη, 25 Ιανουαρίου 2012

"Η ευώδης προσευχή"

















                                                                                        
Η ευώδης προσευχή.


του Μητροπολίτη Εδέσσης Ιωήλ


«Κατευθυνθήτω η προσευχή μου, ως θυμίαμα ενώπιόν σου».
Σε πολλούς ψαλμούς, αλλά και στην Β’ προς Κορινθίους επιστολή και στην Αποκάλυψη, παρομοιάζεται η προσευχή των πιστών με θυμίαμα ευώδες. «Κατευθυνθήτω η προσευχή μου ως θυμίαμα ενώπιον σου». Ας φθάσει ενώπιον Σου ως θυμίαμα η προσευχή μου, Κύριε, λέει ο ψαλμός. Επίσης, στο μεγαλόπνοο βιβλίο της Αποκάλυψης ο ευαγγελιστής Ιωάννης περιγράφει τις προσευχές των άγιων ως ευωδία θυμιάματος.

Όπως ακριβώς το θυμίαμα, δηλαδή το λιβάνι, όταν καεί γεμίζει ευωδίες τον αέρα, έτσι ακριβώς και η ψυχή του ανθρώπου είναι ένα θυμιατήρι, που μέσα του καίει το λιβάνι της προσευχής. Είναι όμως αδύνατο να καεί το λιβάνι, εάν πρώτα δεν ανάψουμε το θυμιατό, δηλαδή φωτιά. Έτσι ακριβώς συμβαίνει και με την ψυχή μας. Η προσευχή πρέπει να προέρχεται από μια ψυχή που καίγεται από πίστη, από αγάπη προς τον Θεό και τον πλησίον. Χρειάζεται να είμαστε «τω πνεύματι ζέοντες», να φλεγόμαστε δηλαδή από πνευματικό ζήλο, ώστε και η προσευχή μας να γίνεται θυμίαμα εύοσμο ενώπιον του Θεού.

Πώς όμως θα ανάψουμε το θυμιατήρι μας; Πώς θα γίνουμε λαμπάδες της πίστεως;
Όταν η ζωή μας είναι καθαρή.
Η αρετή κατά τους πατέρας είναι ευωδία, ενώ η αμαρτία δυσωδία. Και εάν θεωρούμε παράλογη απόφαση ένα χρυσό σκεύος να το γεμίσουμε με ακαθαρσίες, έτσι ακριβώς και ακόμη περισσότερο παράλογο είναι να μη διατηρούμε καθαρό τον εαυτό μας, το σώμα μας και την ψυχή μας, που είναι ναός του Αγίου Πνεύματος. «Χριστού ευωδία εσμέν»• είμαστε λιβάνι του Χριστού, λέγει ο απόστολος Παύλος σε μια επιστολή του.

Για να διατηρηθεί όμως η ψυχή μας καθαρή, για να μείνει ο ναός του Αγίου Πνεύματος αμόλυντος, απαιτείται να έχουμε έντονη μυστηριακή ζωή. Να εξομολογούμεθα και να κοινωνούμε τακτικά. Μόνο από μια ψυχή που ενισχύεται τακτικά από τα ιερά μυστήρια, προκύπτει προσευχή αρωματισμένη με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Μόνο όταν μέσα μας έχουμε τον Χριστό, μπορούμε να σηκώσουμε τα χέρια μας και να πούμε «αββά ο Πατήρ» ή «Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς». Έτσι μπορούμε να προσευχηθούμε χωρίς μίσος και πονηρές επιθυμίες, γεμάτοι από την αγάπη του Θεού. Έτσι η ζωή μας γίνεται μια πύρινη προσευχή. Γινόμαστε σαν την Παναγία «θυμίαμα εύοσμον, μύρον πολύτιμον».
Πόσοι όμως προσεύχονται έτσι;

Πολλοί έχουν ακάθαρτο στόμα. Αισχρολογούν και βλασφημούν. Χρησιμοποιούν το στόμα τους για να κατακρίνουν και να κουτσομπολεύουν. Πόσες συζητήσεις δεν ακούγονται καθημερινά ανώφελες, επιζήμιες και βλαβερές; Είναι δυνατόν οι άνθρωποι που χρησιμοποιούν το στόμα τους έτσι, να το χρησιμοποιήσουν έπειτα για την προσευχή; «Έστω τοίνυν θυμιατήριόν σου το στόμα». Ας γίνει θυμιατήρι προσευχής το στόμα σου, λέγει ο ιερός Χρυσόστομος.
Πολλοί προσεύχονται στον Θεό, ενώ μέσα στην ψυχή τους έχουν πονηρές επιθυμίες. Το στόμα λέγει την προσευχή, αλλά η ψυχή σκέπτεται άτοπα.

Άλλοι προσεύχονται εναντίον των εχθρών τους -να πάθουν κακό, να έλθουν συμφορές στις οικογένειες τους. Η Εκκλησία όμως μας διδάσκει ότι πρέπει να αγαπάμε τους εχθρούς μας. Για να προσευχηθούμε δεν πρέπει να έχουμε καθόλου θυμό και οργή μέσα μας.
Άλλοι προσεύχονται στον Θεό για να ικανοποιηθεί η πλεονεξία και η φιλαργυρία τους. Κάποιος για παράδειγμα, πριν αρχίσει να χαρτοπαίζει έκανε τον σταυρό του επικαλούμενος τη βοήθεια του Θεού. Πολλοί είναι αυτοί που επιζητούν ακόμη και με τέτοιο τρόπο τα υλικά αγαθά, ενώ ο Χριστός τόνισε: «ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού» και όλα τα άλλα θα έρθουν μόνα τους.

Ο πιστός χριστιανός, αυτός που αγαπά τον Θεό, πρώτα λέει «ελθέτω η βασιλεία σου» και μετά προσθέτει «τον άρτον ημών τον επιούσιον δος ημίν σήμερον». Πρώτα ζητάει από τον Θεό την άφεση των αμαρτιών και τη σωτηρία του και ύστερα θυμάται την εκπλήρωση των υλικών αναγκών του.
Τέτοια προσευχή, που θα βγαίνει μέσα από το καμίνι της πίστεως και θα ευωδιάζει την ζωή μας και την ζωή των άλλων κοντά μας, είναι ανάγκη να αποκτήσουμε. Για να μπορούμε να λέμε με παρρησία: «κατευθυνθήτω η προσευχή μου ως θυμίαμα ενώπιον σου, έπαρσις των χειρών μου θυσία εσπερινή». Αμήν.


*  «Θυσία εσπερινή - σκέψεις βασισμένες στον λειτουργικό πλούτο της Μ. Τεσσαρακοστής»
    Από το:  ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΓΝΩΣΕΩΝ ΚΑΙ ΕΥΣΕΒΕΙΑΣ

Ο Ορθόδοξος Δρόμος

Ο Ορθόδοξος Δρόμος



Κάλλιστος Γουέαρ, Επίσκοπος Διοκλείας

Ο Ορθόδοξος Δρόμος

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

ΔΕΙΚΤΕΣ ΣΤΗΝ ΟΔΟ



"Εγώ ειμί η οδός και η αλήθεια και η ζωή".
(Ιωαν. 14,6)

"Η Εκκλησία δεν μας δίνει ένα σύστημα, αλλά ένα κλειδί· δεν μας δίνει ένα σχέδιο της Πολιτείας του Θεού, αλλά το μέσο για να μπούμε σ' αυτήν. Ίσως κάποιος χάσει το δρόμο μου γιατί δεν έχει σχέδιο. Αλλά ό,τι δει, θα το δει δίχως μεσολαβητή, θα το δει άμεσα, θα είναι πραγματικό γι' αυτόν· ενώ αυτός που έχει μελετήσει μόνο το σχέδιο κινδυνεύει να μείνει απ' έξω και να μη βρει πράγματι τίποτα".
(π. Γεώργιος Florovsky)

Ένας από τους φημισμένους Πατέρες της Ερήμου στην Αίγυπτο του 4ου αι., ο αγ. Σεραπίων ο Σινδωνίτης, ταξίδευε μια φορά για προσκύνημα στη Ρώμη. Εκεί του είπαν για μια περίφημη έγκλειστη, μια γυναίκα που ζούσε πάντα σ' ένα μικρό δωμάτιο, χωρίς ποτέ να βγαίνει έξω. Δυσπιστώντας για τον τρόπο της ζωής της -γιατί ο ίδιος ήταν ένας μεγάλος περιπλανώμενος- ο Σεραπίων την επισκέφθηκε και τη ρώτησε: «Γιατί κάθεσαι εδώ;» κι εκείνη του απάντησε: «Δεν κάθομαι. Ταξιδεύω».

Δεν κάθομαι. Ταξιδεύω. Ο κάθε Χριστιανός θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει αυτά τα λόγια για τον εαυτό του. Το να είσαι Χριστιανός σημαίνει να είσαι ταξιδιώτης. Η κατάστασή μας, λένε οι Έλληνες Πατέρες, είναι σαν κι' αυτή του Ισραηλιτικού λαού μέσα στην έρημο του Σινά. Ζούμε σε σκηνές, όχι σε σπίτια γιατί πνευματικά είμαστε πάντα σε κίνηση. Ταξιδεύουμε μέσω του εσωτερικού χώρου της καρδιάς, σ' ένα ταξίδι που δεν μετριέται με τις ώρες του ρολογιού μας ή με τις μέρες του ημερολογίου γιατί είναι ένα ταξίδι έξω απ' το χρόνο και μέσα στην αιωνιότητα.

Έν' από τ' αρχαιότερα ονόματα για τον Χριστιανισμό ήταν απλώς «η οδός». «Εγένετο δε κατά τον καιρόν εκείνον», λέγεται στις Πράξεις των Αποστόλων, «τάραχος ουκ ολίγος περί της οδού» (19,23)· ο Φήλιξ, ο Ρωμαίος κυβερνήτης της Καισάρειας, αναφέρεται «ακριβέστερον ειδώς τα περί της οδού» 24,22). Είναι μια ονομασία που δίνει έμφαση στον πρακτικό χαρακτήρα της Χριστιανικής πίστης. Ο Χριστιανισμός είναι κάτι περισσότερο από μια θεωρία για το σύμπαν, κάτι περισσότερο από διδασκαλίες γραμμένες στα χαρτιά· είναι ένα μονοπάτι που παίρνουμε ταξιδεύοντας -με τη βαθύτερη και ουσιαστικώτερη έννοια, η οδός της ζωής.

Υπάρχει μόνο ένα μέσο για ν' ανακαλύψουμε την αληθινή φύση του Χριστιανισμού. Πρέπει ν' ανοίξουμε το βήμα σ' αυτό το μονοπάτι, να συντονιστούμε σ' αυτόν τον τρόπο ζωής και μετά θ' αρχίσουμε ν' αντιλαμβανόμαστε μόνοι μας. Όσο παραμένουμε έξω, δεν μπορούμε να κατανοήσουμε σωστά. Βέβαια είναι ανάγκη να μας δοθούν οδηγίες πριν ξεκινήσουμε· είναι ανάγκη, να μας πουν ποιους δείκτες ν' αναζητήσουμε, και πρέπει να έχουμε και συντρόφους. Πράγματι, χωρίς καθοδήγηση από άλλους είναι σχεδόν αδύνατο ν' αρχίσουμε το ταξίδι. Αλλά οδηγίες που έδωσαν άλλοι ποτέ δεν μπορούν να είναι υποκατάστατο για την άμεση, την προσωπική εμπειρία.



Ο καθένας καλείται να επαληθεύσει για τον εαυτό του ό,τι έχει διδαχθεί, ο καθένας χρειάζεται να ξαναζήσει την Παράδοση που έχει λάβει. «Το Σύμβολο της Πίστεως», είπε ο Μητροπολίτης Φιλάρετος της Μόσχας, «δεν σου ανήκει αν δε το έχεις ζήσει». Κανείς δεν μπορεί να ταξιδεύει μ' όλη του την άνεση σ' αυτό το ταξίδι που είναι το πιο σημαντικό απ' όλα. Κανείς δεν μπορεί να είναι Χριστιανός από δεύτερο χέρι. Ο Θεός έχει παιδιά, αλλά δεν έχει εγγόνια.

Σαν Χριστιανός της Ορθόδοξης Εκκλησίας, επιθυμώ να υπογραμμίσω ιδιαίτερα αυτή την ανάγκη για ζωντανή εμπειρία. Στη Δύση του 20ου αιώνα σε πολλούς η Ορθόδοξη Εκκλησία φαίνεται κυρίως αξιόλογη για το πνεύμα της αρχαιότητάς της και για τον συντηρισμό· το μήνυμα των Ορθοδόξων στους Δυτικούς αδελφούς τους μοιάζει να είναι: «είμαστε το παρελθόν σας». Για τους ίδιους τους Ορθοδόξους όμως η προσήλωση στην Παράδοση δεν σημαίνει κατά κύριο λόγο την αποδοχή των τύπων ή των εθίμων από τις περασμένες γενιές, αλλά μάλλον την πάντοτε νέα, προσωπική και άμεση εμπειρία του Αγ. Πνεύματος στο παρόν, εδώ και τώρα.

Περιγράφοντας μιαν επίσκεψη σ' ένα ξωκκλήσι στην Ελλάδα, ο John Betjeman τονίζει το στοιχείο της αρχαιότητος, αλλά τονίζει επίσης και κάτι περισσότερο:

[...] Μες το θολόχτιστο εσωτερικό η μέρα χάνεται. Εδώ, όπου προσεύχεσαι όταν ανάβεις ένα κερί, η φλόγα του κεριού φωτίζει τ' αμυγδαλωτά μάτια των αγίων του τόπου που αντικρύζουν δίχως έκπληξη στους τοίχους ιστορημένα τα μαρτύριά τους, κι όπου φιλτραρισμένο, πέφτει αχνό το πρωϊνό φως της ημέρας. Η φλόγα αποκαλύπτει εδώ τις ραγισμένες ζωγραφιές- γαλαζοπράσινο της θάλασσας, χρυσό και κόκκινο κι ανάμεσα να ξεχωρίζουν οι ίνες του ξύλου- με άπειρα (ίσως απ' τον 14ον αιώνα ως σήμερα) φιλήματα επάνω τους. Έτσι γεναία υψώνεται το αρχαίο δένδρο με κλαδεμ' απ' τους διωγμούς και μ' αίμα ποτισμένο, βυθίζοντας τις ζωντανές του ρίζες ίσαμε την προχριστιανικήν ιλύ. Δεν του χρειάζεται καμιά γραφειοκρατική πρόνοια. Είναι η δική του συνεχής ανάσταση...

Ο Betjeman εδώ επισύρει την προσοχή σε πολλά από κείνα που ένας Ορθόδοξος θεωρεί πολύτιμα: την αξία των συμβολικών χειρονομιών, όπως είναι το άναμα του κεριού· το ρόλο των εικόνων που εκφράζουν μιαν έννοια της τοπικής εκκλησίας σαν «ουρανού επί γης»· τη σημασία του μαρτυρίου μες την Ορθόδοξη εμπειρία κάτω από τους Τούρκους από το 1453, κάτω από τον Κομμουνισμό από το 1917. Η Ορθοδοξία στο σύγχρονο κόσμο είναι πράγματι ένα «παλιό δένδρο». Αλλά περ' απ' την ηλικία υπάρχει ακόμη ζωτικότητα, μια «συνεχής ανάσταση»· και αυτό είναι που μετράει και όχι μόνη η αρχαιότητα. Ο Χριστός δεν είπε, «Εγώ ειμί το έθιμον»· είπε, «εγώ ειμί η Ζωή».

Σκοπός αυτού του βιβλίου είναι ν' αποκαλύψει τις βαθειές πηγές γι' αυτή την αδιάκοπη ανάσταση. Το βιβλίο επισημαίνει μερικούς απ' αυτούς τους αποφασιστικούς δείκτες και τα ορόσημα στην πνευματική οδό. Εδώ δεν γίνεται προσπάθεια να δοθεί μία αναφορά γεγονότων της ιστορίας του παρελθόντος και η σύγχρονη κατάσταση του Ορθόδοξου κόσμου. Πληροφορίες γι' αυτά μπορεί να βρει κανείς στο προηγούμενο έργο μου «The Orthodox Church» (Penguin Books), που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1963· και, όσο είναι δυνατό, έχω αποφύγει να επαναλάβω ό,τι αναφέρεται εκεί.

Πρόθεσή μου σ' αυτό το βιβλίο είναι να δώσω μια σύντομη αναφορά των θεμελιωδών διδασκαλιών της Ορθόδοξης Εκκλησίας, προσεγγίζοντας την πίστη ως τρόπο ζωής και τρόπο προσευχής. Όπως ο Tolstoy τιτλοφόρησε μία από τις σύντομες ιστορίες του «Πώς ζουν οι άνθρωποι», έτσι θα μπορούσε κι αυτό το βιβλίο να ονομασθεί «Πώς ζουν οι Χριστιανοί». Σε προγενέστερη και πιο τυπική εποχή θα μπορούσε να είχε πάρει τη μορφή μιας «κατήχησης για ενηλίκους», με ερωτήσεις και απαντήσεις. Αλλά δεν υπάρχει πρόθεση να είναι διεξοδικό. Πολύ λίγα αναφέρονται εδώ για την Εκκλησία και τον «συνοδικό» της χαρακτήρα, για την κοινωνία των αγίων, τα μυστήρια, την έννοια της λειτουργικής λατρείας· ίσως μπορέσω αυτά να τα κάνω θέμα ενός άλλου βιβλίου. Όποτε αναφέρομαι περιπτωσιακά σε άλλες χριστιανικές κοινωνίες, δεν επιχειρώ καμιά συστηματική σύγκριση. Επιθυμία μου είναι να περιγράψω με όρους θετικούς την πίστη με την οποία ζω ως Ορθόδοξος, παρά να υποδείξω περιοχές συμφωνίας ή διαφωνίας με το Ρωμαιοκαθολικισμό ή τον Προσταντισμό.

Επιθυμώντας ν' ακουστεί η φωνή άλλων και καλυτέρων μαρτυριών εκτός απ' τη δική μου, έχω συμπεριλάβει πολλά αποσπάσματα, ιδιαίτερα στην αρχή και στο τέλος κάθε κεφαλαίου. Τα περισσότερα από τα παραθέματα, είναι από τα ορθόδοξα λειτουργικά βιβλία που χρησιμοποιούνται καθημερινά στη λατρεία μας, ή απ' αυτούς που ονομάζουμε Πατέρες -συγγραφείς κυρίως των οκτώ πρώτων αιώνων της Ιστορίας του Χριστιανισμού, αλλά, σε μερικές περιπτώσεις, και μεταγενέστεροι· γιατί ένας συγγραφέας στις μέρες μας μπορεί επίσης να είναι «Πατήρ». Αυτά τα αποσπάσματα είναι τα «λόγια» που έχουν αποδειχθεί τα πιο πολύ βοηθητικά σε μένα προσωπικά σαν δρομοδείχτες για τις προσωπικές μου εξερευνήσεις στην Οδό. Εκτός από τα κείμενα των Πατέρων της Εκκλησίας, συμπεριλαμβάνω επίσης μερικά αποσπάσματα από μη ορθόδοξους, ή ακόμη κι από μη Χριστιανούς συγγραφείς, που φυσικά βρίσκονται σε τελείως διαφορετικό επίπεδο από τους Ορθοδόξους Πατέρες. Αν χρησιμοποιώ αυτά τα μη ορθόδοξα συγγράματα, τούτο γίνεται μόνο με σκοπό διευκρινιστικό, όπως οι Πατέρες αναφέρονταν μερικές φορές στον Όμηρο ή στον Πλάτωνα· αντίθετα, τα ορθόδοξα κείμενα τα παραθέτω σαν αυθεντικές πηγές. Υπάρχουν βέβαια πολλοί άλλοι συγγραφείς, που δεν έχουν αναφερθεί εδώ ονομαστικά, από τους οποίους επίσης έχω αντλήσει. Ω, Σωτήρα,που ταξίδεψες μαζί με τον Λουκά και τον Κλεόπα στους Εμαούς· ταξίδεψε με τους δούλους σου καθώς τώρα ξεκινούν το δρόμο τους και υπεράσπισέ τους από κάθε κακό.
(Προσευχή στην αρχή ταξιδιού)

Εορτή του Αγίου Αποστόλου του Ευαγγελιστού Ιωάννου του Θεολόγου, 26 Σεπτεμβρίου 1978.

Αρχιμανδρίτης Κάλλιστος

Κάλλιστος Γουέαρ, Επίσκοπος Διοκλείας

Ο Ορθόδοξος Δρόμος

Μετάφραση: Μαρία Πάσχου Έκδοση: Επτάλοφος


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Πρόλογος του Συγγραφέως: Δείχτες στην Οδό

1. Ο Θεός ως Μυστήριο
α) Η ετερότητα και η εγγύτητα του Αιώνιου
β) Ο Θεός ως Μυστήριο
γ) Η πίστη στο Θεό ως Πρόσωπο
δ) Τρεις δείχτες
ε) Ουσία και Ενέργειες

2. Ο Θεός ως Τριάς
α) Ο Θεός ως αμοιβαία Αγάπη
β) Τρία Πρόσωπα σε μία Ουσία
γ) Προσωπικά χαρακτηριστικά
δ) Τα δύο Χέρια του Θεού
ε) Ικετεύοντας την Τριάδα
στ) Ζώντας την Τριάδα

3. Ο Θεός ως Δημιουργός
α) Κοίταξε στους ουρανούς
β) Η διαμαντένια γέφυρα
γ) Ο άνθρωπος ως σώμα, ψυχή και πνεύμα
δ) Μικρόκοσμος και Μεσολαβητής
ε) Εικόνα και ομοίωση
στ) Ιερέας και Βασιλιάς
ζ) Το εσωτερικό βασiλειο
η) Το κακό, ο πόνος και η πτώση του ανθρώπου
θ) Συνέπειες της πτώσεως
ι) Κανείς δεν πέφτει μόνος του
ια) Ένας Θεός που υποφέρει

4. Ο Θεός ως Άνθρωπος
α) Ο σύντροφός μας στην Οδό
β) Κύριε, ελέησον
γ) Διττός και ένας
δ) Η σωτηρία ως μετοχή
ε) Γιατί παρθενική γέννηση;
στ) Υπήκοος μέχρι θανάτου
ζ) Ο Θάνατος σαν νίκη
η) Χριστός ανέστη!

5. Ο θεός ως Πνεύμα
α) Σφιγμένη γροθιά ή ανοιχτά χέρια;
β) Ο άνεμος και η φωτιά
γ) Το Πνεύμα και ο Υιός
δ) Το δώρο τής Πεντηκοστής
ε) Πνευματικοί πατέρες καί Σαλοί
στ) Γίνε αυτό που είσαι

6. Ο Θεός ως Προσευχή
α) Τα τρία στάδια στην Οδό
β) Τρεις προϋποθέσεις
γ) Η Βασιλεία των Ουρανών βιάζεται
δ) Αλλαγή του νου
ε) Από τη δημιουργία στο Δημιουργό
στ) Από τα λόγια στη σιωπή
ζ) Ένωση με το Θεό
η) Σκοτάδι και φως

7. Επίλογος. Ο Θεός ως Αιωνιότητα
α) Το τέλος πλησιάζει
β) Η μελλοντική Άνοιξη
γ) Ένα ταξίδι μέσα στο Άπειρο

ΠΗΓΗ

Ακολουθώντας την οδό της αλήθειας - Η οδός του πόνου

Ακολουθώντας την οδό της αλήθειας - Η οδός του πόνου

Ακολουθώντας την οδό της αλήθειας, Θεολογία, Κινεζική φιλοσοφία,Ταο
Ό Αρχαίος Σοφός, πού ακολουθούσε τήν Όδό, είπε:
«Ή Όδός είναι σάν άδειο δοχείο άπ'δπου μπορείς νά αντλήσεις χωρίς ποτέ νά χρειάζεται γέμισμα.
Είναι σάν βαθιά λίμνη πού ποτέ δέν στερεύει.»
Καί η Όδός, δταν ένσαρκώθηκε, είπε στή γυναίκα στό πηγάδι: «Όποιος πιεί άπό τό νερό πού θά τού δώσω έγώ δέν θά διψάσει ποτέ, Αλλά τό νερό πού θά τού δώσω θά γίνει μέσα του μιά πηγή πού θ' άναβλύζει νερό ζωης αιώνιας».
Πρίν μπορέσετε νά πιείτε άπό τήν ήρεμη λίμνη Τήν κρυμμένη κάτω άπό τό έδαφος της θλίψης,
Πρέπει νά γίνετε σάν τή λίμνη,
Νά γίνετε σάν τό νερό, πού κυλάει μόνο πρός τά κάτω.
Τό νερό έχει ένα νόμο νά άκολουθήσει,
Καί ποτέ δέν τόν παραβαίνει.
Οί άνθρωποι έχουν κι αύτοί νόμους νά άκολουθήσουν:
Νόμους συμπαντικούς, πού δέν έχουν έπινοηθεί άπό άνθρώπους. Νόμους απλούς, ώστόσο άναλλοίωτους, άμείλικτους.
Δέν γίνεται νά ύπάρξουν άλλοι.
Δέν γίνεται νά ύπάρξει κανείς νόμος καλύτερος.
Ούτε κι ό ίδιος ό Πλάστης τού σύ μπαντος δέν πρόκειται νά σάς άλλάξει Άν δέν άλλάξετε τό νού σας.
Άν δέν έγκαταλείψετε τό μονοπάτι της φιλαργυρίας, της φιληδονίας καί της κενοδοξίας.
Άν δέν καταρρεύσετε, άν δέν άναδιπλωθείτε στόν έαυτό σας, καί άναδυθείτε άπό τόν έαυτό σας.
Άν δέν άφήσετε τά πάντα, άν δέν άνακατευθύνετε δλη τήν ένέργειά σας,
Δέν άπογυμνωθείτε άπ'δλα δσα δέν είναι της Όδού,
Δέν γυ μνώσετε τήν καρδιά σας άπό δλα τά κτιστά,

Δέν άπαρνηθειτε τό θέλημά σας, τίς κλίσεις σας, τίς χίμαιρες σας καί τίς φαντασιώσεις σας, Καί δέν άφήσετε τόν έαυτό σας νά όδηγηθει άπό Αύτόν πρός τά κάτω, Μέχρι τήν ήρεμη λίμνη,
Πού άπό αύτήν αν πιείτε Δέν θά διψάσετε ποτέ ξανά.

Όταν γεννιέται ό έρωτας, δέν έχεις νά πάρεις καμιά άπόφαση. Προκύπτει αυθόρμητα, σάν νά ήταν πάντα έκει.
Αλλά γιά νά κρατήσει ό έρωτας, πρέπει κανείς νά πάρει μιά άπόφαση. Τήν άπόφαση νά θυσιαστεί γιά τόν άγαπημένο του.
Τό ίδιο συμβαίνει καί μέ όποιον άκολουθεί τήν Όδό άπό άγάπη,
Μέ όποιον θέλει νά γίνει ένα μαζί Του.
Ή άπόφαση δέν είναι νά άγαπήσει, άλλά νά θυσιαστεί.
Καί ή θυσία είναι ή μαρτυρία καί ή έπιβεβαίωση τής άγάπης.

«Όσοι», είπε ό Αρχαίος Σοφός,
«Θέλουν νά κατακτήσουν τόν κόσμο καί νά τόν κάνουν όπως αυτοί επιθυμούν,
Βλέπω ότι δέν πετυχαίνουν.
Ό κόσμος είναι σάν κούφιο αγγείο,
Καί δέν μπορείς νά τό κάνεις ό,τι θέλεις.
Ό,τι πάει ένάντια στήν Όδό καταστρέφεται γρήγορα.
Γι'αύτό ό Σοφός, χωρίς νά τολμά νά παρέμβει,
Βοηθάει όλα τά οντα νά έπιστρέψουν στόν έαυτό τους.»
Όταν κάτι συμφωνεί μέ τήν Όδό,
Όλη η πλάση βοηθάει σ' αύτό.
Όταν όμως κάτι η Όδός τό άπορρίπτει,
Σ'αύτό καί η πλάση έναντιώνεται.
Τό νερό στό ρέμα κυλάει ήρεμα, άλλά ή πορεία του είναι άμετάκλητη.
Ύ πάρχουν πολλές κατευθύνσεις,
Αλλά ύπάρχει μόνο μία Όδός όπου κυλάει τό ρέμα.
Ή Όδός έχει δώσει στήν ψυχή έλευθερία κινήσεων Καί έξουσία πάνω στόν έαυτό της.
Ασκώντας αύτή τήν έλευθερία καί αύτή τήν έξουσία Μπορεί νά νομίζει ότι έκπληρώνει τήν άληθινή της φύση,
Μή γνωρίζοντας ότι ή φύση της είναι πλασμένη οχι μόνο γιά νά κινείται,
Αλλά γιά νά κινείται πρός τή σωστή κατεύθυνση.
Ώς έλεύθερος άπό τήν Όδό, μπορεί κάποιος νά πάει πρός πολλές κατευθύνσεις,
Αλλά τότε γίνεται δούλος αύτών τών κατευθύνσεων.
Ώς δούλος τής Όδού, δέν μπορεί παρά νά άκολουθεί μία πορεία, Αλλά τότε είναι έλεύθερος.

Ή Συμπαντική ελευθερία είναι ψέμα,
Γιατί ύπάρχει μόνο Μία Πορεία στό σύμπαν, όχι πολλές. Ωστόσο η συμπαντική ελευθερία είναι αλήθεια,
Γιατί, όταν κάποιος ακολουθεί τή Μία Συμπαντική Πορεία, Καταλαμβάνει ολόκληρο τόν κόσμο.
Έχοντας τήν ελευθερία επιλογής,
Επιλέγει τήν ελευθερία από τίς επιλογές.

«Καλύτερα ν' άφήσεις κάτι όπως είναι», ειπε ό Αρχαίος Σοφός,
«Παρά νά προσπαθείς μέ τό ζόρι νά τό γεμίσεις».
«Όταν η αίθουσα είναι γεμάτη χρυσάφι καί ίχάδι δέν είναι εύκολο νά τή φυλάξεις.
Όταν τά πλούτη καί οί τιμές φέρνουν άλαζονεία, η άλαζονεία θά φέρει τήν καταστροφή.»
Ακόμα καί άν έχουμε τά πάντα σέ άφθονία,
Πάντα θά μάς φαίνεται ότι είμαστε στερημένοι.
Πάντα θά είμαστε φοβισμένοι,
Αποθαρρυμένοι, ταραγμένοι, λιγόψυχοι,
Όλη τήν ώρα γεμάτοι έγνοιες, άγωνίες καί μάταιους άναστεναγμούς, Μέχρις ότου στραφούμε ξανά πρός τήν Όδό καί ύψωθούμε πρός Αύτόν.
Σάν τό ηλιοτρόπιο πού πάντα γυρνάει πρός τόν ήλιο.


Ακολουθώντας την οδό της αλήθειας, Θεολογία, Κινεζική φιλοσοφία,Ταο
Ή Όδός δέν βρίσκεται από αυτούς πού ζητούν νά δούν σημεία Άν καί μπορεί νά δίνει σημεία.
Ή Όδός δέν βρίσκεται από αύτούς πού ζητούν νά δούν θαύματα,
Άν καί μπορεί νά εκδηλώνει θαύματα.
Ή Όδός δέν βρίσκεται μεταξύ αύτων πού ζητούν επικοινωνία μέ πν εύ ματα,
Άν καί μόνον Αύτός είναι αγνό Πνεύ μα καί λατρεύεται από πνεύ ματα.
Όσοι ζητούν νά δούν ση μεία μπορεί νά δούν απατηλά ση μεία.
Όσοι ζητούν νά δούν θαύματα μπορεί νά έξαπατηθούν από ψευτοθαύματα.
Όσοι ζητούν επικοινωνία μέ πνεύματα μπορεί νά έρθουν σέ επαφή μέ σκοτεινά πνεύματα, μεταμφιεσμένα σέ αγγέλους φωτός.
Ή Όδός δέν βρίσκεται από αύτούς τούς αναζητητές,
Αλλά από αύτούς πού, είτε ψάχνουν είτε όχι,
Έλκύονται ακαταμάχητα Πρός ο,τι είναι σοφό καί αληθινό.
Πρός ο,τι είναι απλό καί αγνό,
Πρός ο,τι είναι παιδιάστικο,
Πρός ο,τι είναι ταπεινό καί λυπη μένο,
Λυπημένο καί όμορφο.

Ή Όδός του Ουρανού, επειδή είναι ο ίδιος απλός καί ακέραιος, Θέλει καί οι ψυχές πού Τόν πλησιάζουν νά είναι απλές καί άδολες. Ανεπηρέαστες από πανούργες σκέψεις,
Μακριά από ύστερόβουλους στόχους.
Μέ απερίεργη σκέψη, ανυπόκριτη συμπεριφορά,
Όμιλία φυσική καί ανεπιτήδευτη.
Ακόμη καί οι συνήθεις ανθρώπινες γνώσεις,
Μέ τίς ποικίλες έννοιες, τήν πολλή περίσκεψη καί έκλέπτυνση, Μάς εμποδίζει νά είσέλθουμε στήν πρωταρχική, ένοποιημένη Απλότητα,
Στήν άδολη άληθινή μας φύση. Γι'αύτό, είπε ο Αρχαίος Σοφός:
«Άδειασε εντελώς τόν έαυτό σου Φτάσε στήν ύπέρτατη καθαρότητα Άσε τό νού σου νά μείνει στή γαλήνη.
Καί η Όδός τού Ούρανού, όταν ενσαρκώθηκε, είπε:
«Άς μή ταράσσεται η καρδιά σας,
Καί άς μή δειλιάζει.
Ποιός από σάς μέ τή μέριμνά του
Μπορεί νά προσθέσει ένα πηχυ στό ανάστημά του;
Άν λοιπόν δέν έχετε τή δυνατότητα νά πετύχετε ούτε τόσο λίγο,
Γιατί μεριμνάτε γιά τά ύπόλοιπα;»
Έτσι, όποιος ακολουθεί τήν Όδό, ελευθερώνεται από ανησυχίες, σχέδια καί ύπολογισμούς,
Ελευθερώνεται από ύποδούλωση σέ ανθρώπινες αντιλήψεις.
Μήν αφήνοντας τόν έαυτό του νά παρασυρθεί από σκέψεις καί εικόνες,
Μένει σταθερός σέ μιά παιδιάστικη κατάσταση τού νού.
Γίνεται βρέφος, αλλά χωρίς τήν αδυναμία τού βρέφους. Είναι ενήλικας, αλλά χωρίς τήν πολυπλοκότητα τού ενήλικα. «Ξαναγίνεται παιδί», είπε ο Αρχαίος Σοφός.

Καί η Όδός, όταν ενσαρκώθηκε, είπε:
«Άν δέν μεταστραφειτε, καί δέν γίνετε σάν παιδιά,
Δέν θά είσέλθετε στή Βασιλεία των Ούρανων.»  Δηλαδή, στήν πνευματική Θεία όραση,
Όπου, σάν άθωο βρέφος, άπολαμβάνει κανείς τήν απλότητα, τήν άγαλλίαση,
Τήν απλή Αλήθεια πού ύπερβαίνει τίς σύνθετες γνώσεις.
Γιατί τά μυστικά, είπε η Όδός,
«Αύτά πού άπέκρυψες άπό τούς σοφούς καί συνετούς,
Τά φανέρωσες στά νήπια».
Οι καθαροί στήν καρδιά, αύτοί καί μόνον, θά δουν τόν Θεό όπως είναι.


«Ή Όδός», λέει ό Αρχαίος Σοφός,
«Περιέχει τήν ύπέρτατη Αλήθεια.
Περιέχει μιά δύναμη,
Μιά ουσία δημιουργική, άλάθητη.
Απ'τήν άπαρχή μέχρι σήμερα τό όνομά Του παραμένει.» Ένας άνθρωπος διπρόσωπος,
Κάποιος πού είναι άλλο πράγμα έξωτερικά καί άλλο έσωτερικά,
Όχι μόνο ψεύδεται, άλλά ή ίδια του ή ζωή είναι ένα ψέμα.
Ό δόλος καί ή διπλοπροσωπία ύπονομεύουν τή δύναμη του άνθρώπου. Γεννούν δειλία καί φόβο.
Αλλά ό τίμιος καί άληθινός άνθρωπος -
Αύτός πού είναι ό ίδιος έξωτερικά καί έσωτερικά -
Δέν πέφτει σέ σύγχυση
Καί έτσι έχει παρρησία χωρίς φόβο.
Όταν ή Όδός θά έπιστρέψει,
Θά έρθει μέ παρρησία καί δύναμη.
Γιατί δέν βρίσκεται δόλος σ' Αύτόν.
Έχει παρρησία γιατί είναι ένα.
Έχει δύναμη γιατί δέν είναι διπλός.
Είναι άκατανίκητος, γιατί είναι άδιαίρετος.
Ό οφθαλμός του είναι άπλούς.
Καί τό Φως τού Οφθαλμού Του γεμίζει όλόκληρο τό σώμα μέ τή μοναδική Του, τήν αιώνια 'Ύπαρξη.
Όλοκληρωτικά ένιαίος, άπλός καί άσύγχυτος,
Είναι λοιπόν όλοκληρωτικά άληθινός.
Καί όχι μόνο είναι άληθινός, άλλά είναι ή ίδια ή Αλήθεια,
Καί όχι άπλά μιά άλλη ένσάρκωση τής Αλήθειας.
Γιατί είπε: «Εγώ είμί ή Αλήθεια».

«Ή Όδός», είπε ό Αρχαίος Σοφός, «είναι κρυ μμένη καί χωρίς όνομα». «Κι όμως στηρίζει όλα τά όντα καί τά φέρνει στήν πλήρωση».
Όταν η Όδός έρχεται σ' ενα παιδί, πληγωμένο, φοβισμένο, άνίδεο,
Τό παιδί γίνεται άνδρας, βαθύς, δυνατός καί σοφός.
Όταν η Όδός έρχεται σ' εναν άνδρα, κατάκοπο καί κηλιδωμένο,
Ό άνδρας γίνεται παιδί, άθώο καί αγνό.
Στήν Όδό, ύπάρχει μιά άντιστροφή,
Τό κάθε τι κάνει κύκλο καί επιστρέφει στόν έαυτό του,
Ώστε νά όλοκληρωθ εί καί νά γίνει πλήρες άφ ’ έαυτού,
Καί ό κάθε άνθρωπος νά γίνει ενα σύμπαν.

Όποιος βλέπει ολους τούς δρόμους σάν νά περικλείουν τήν ίδια αλήθεια,
Θά διαπιστώσει οτι ολη του η ζωή δέν αρκεί γιά νά ακολουθήσει τήν Όδό μέχρι τέλους.
Δέν μπορεί νά είναι απλός καί άδολος, απαλλαγμένος από τίς πολλές συγκρίσεις καί τήν πολλή περίσκεψη.
Θά είναι σάν νά έχει πολλούς εραστές,
Νά ασχολείται μέ τόν καθένα τους, αλλά σέ κανέναν νά μή δίνεται όλοκλη ρωτ ικά.
Δέν θά παντρευτεί τήν Όδό,
Αλλά θά μείνει έξω από τόν Νυμφώνα.
Νά παντρευτείς τήν Όδό σημαίνει νά ανήκεις όλοκληρωτικά σ' Αύτόν.
Νά ανήκεις όλοκληρωτικά σ' Αύτόν σημαίνει καί Αύτός νά ανήκει όλοκληρωτικά σέ σένα.
Μόνο τότε μπορεί νά τελειώσει τό έργο Του μέσα σου.
Μόνο τότε μπορεί νά σέ μεταφέρει στό δικό Του τέλος.
Στό δικό Του τέλος, οπου τίποτα δέν θά μπορεί νά σέ χωρίσει από Αύτόν,
Τόν μοναδικό Νυμφίο.


Χριστός, το αιώνιο Ταο, Η οδός του πόνου, Θεολογία, Κινέζικη φιλοσοφία,Ταο

... διαβάστε επίσης: Η οδός του πόνου


Πηγή: Χριστός: Το αιώνιο Ταό. "Η οδός του πόνου", Τίτλος Πρωτοτύπου: Christ the Eternal Tao by Hieromonk Damascene. Ἐκδόσεις: Valaam Books 2004 - Μετάφραση: Μαρία Ζηρά.

Σάββατο 13 Απριλίου 2013

ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΕΚΔΟΧΕΣ

Σάββατο, 5 Ιουνίου 2010

ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΕΚΔΟΧΕΣ




ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΕΚΔΟΧΕΣ
ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ
Του Παν. Α. Ανδριόπουλου
θεολόγου
Στον 20ο αιώνα πολύ λίγο απασχόλησε, κατά πως φαίνεται, τους νεοέλληνες ζωγράφους, η Ανάσταση του Χριστού. Δεν είναι πράγματι συνηθισμένο θέμα, παρά το γεγονός ότι πρόκειται για τη μεγαλύτερη ελληνική γιορτή, που συνδέθηκε μάλιστα και με την Ανάσταση του Γένους. Ζωγραφικούς πίνακες με την Ανάσταση δεν έχουμε, με εξαίρεση το γνωστό έργο του Παρθένη. Έτσι οι άλλες τρεις παραστάσεις της Ανάστασης, που θα παρουσιάσουμε εδώ, έχουν να κάνουν με το ξεχωριστό είδος της τέχνης της αγιογραφίας που αφορά κυρίως στο ναό.



Γύρω στα 1907 έχουμε μαρτυρίες πολλές ότι ο Θεόφιλος κάνει για πρώτη φορά την εμφάνισή του στα μέρη της Παλαιάς Ελλάδας και συγκεκριμένα στο Βόλο και στο Πήλιο. Εκεί ο Θεόφιλος, έδειξε τα πρώτα δείγματα της ζωγραφικής του ιδιοφυΐας και μερικοί θεωρούν την εξαιρετικά δημιουργική αυτή δραστηριότητά του ως την πιο χαρακτηριστική της τέχνης του, όπως μαρτυρούν τα καφενεία και τα σπίτια της Ανακασιάς και του Άνω Βόλου. Στην εκκλησία της Μακρυνίτσας ο Θεόφιλος φαίνεται να θυμάται τον παππού του τον αγιογράφο, αφού ζωγραφίζει αγίους και εικονογραφικές παραστάσεις ολότελα αντιπροσωπευτικές της υψηλής λαϊκής τέχνης της Τουρκοκρατίας. "Η ανάστασις του Χριστού" (0,68x0,46) είναι σύνθεση με έντονη διακοσμητική διάθεση και μια κάποια δόση απλοϊκότητας πρωτόγονης. Το εικονογραφικό πρότυπο δεν έχει σχέση με το Βυζαντινό, αλλά μάλλον με το αντίστοιχο δυτικό. Ο Χριστός απεικονίζεται μετέωρος πάνω από τον Τάφο, καθώς ανεβαίνει θριαμβευτικά στους ουρανούς περιβαλλόμενος από απαστράπτουσα φωτεινή δόξα. Κρατά σημαία με τον σταυρό (λάβαρο) και το σουδάριό του σκεπάζει ένα μέρος του σώματός του, ενώ το υπόλοιπο ανεμίζει ανάμεσα στα σύννεφα και τη δόξα. Ο άγγελος που κάθεται πάνω στο μνημείο δείχνει τον κενό τάφο, ενώ οι τρεις στρατιώτες, που αποτελούν την φρουρά, ζωγραφίζονται σε διαφορετικές στάσεις. Ο ένας κοιμάται, ο άλλος φαίνεται θαμπωμένος από το θαύμα και το φως, ο τρίτος παρακολουθεί με έκπληξη τα γενόμενα. Δύο από τις μυροφόρες στέκουν, στα δεξιά της εικόνας, κρατώντας μυροδοχεία αφού σκοπός τους ήταν να αλείψουν με μύρο τον νεκρό Ιησού. Η σύνθεση περιλαμβάνει και κτήρια που προφανώς παριστάνουν την πόλη της Ιερουσαλήμ. Οι ζωγραφικοί νόμοι που γνωρίζει ο Θεόφιλος αδιαφορούν για την προοπτική κι αυτή η δυσκολία προσαρμογής του στη διάσταση του βάθους, κάνουν την "Ανάσταση" κατ' εξοχήν "ανατολική" αν και το πρότυπο έχει δυτική καταγωγή. Άλλωστε η δυτική εικονογραφικά και τεχνοτροπικά - απεικόνιση της Αναστάσεως, υπήρξε θέμα ιδιαίτερα αγαπητό για τους Κρήτες ζωγράφους του 17ου αι., αλλά και για τους ζωγράφους της λεγόμενης "Επτανησιακής Σχολής" του 17ου και του 18ου αι.



"Η Ανάστασις" του Κωνσταντίνου Παρθένη (1878 - 1967), είναι ένα έργο του 1917, και ανήκει στη θρησκευτική "τριλογία" (τα άλλα δύο είναι: Οι τρεις Μάγοι και Ο Θρήνος) που δημιουργήθηκε την ίδια χρονιά. H "Ανάσταση" του Παρθένη (ελαιογραφία σε μουσαμά 114x130 εκ. Αθήνα, Εθνική Πινακοθήκη και Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου 6505) είναι αποκαλυπτική της μοναδικής ικανότητας που είχε ο ζωγράφος να αποδίδει στους πίνακές του το πνευματικό και γενικά το αιθέριο. Η πνευματικότητα καθίσταται ορατή με το χρώμα, τη λεπτότητα της πινελιάς και τις εξαϋλωμένες φιγούρες. Το σώμα του Χριστού -που εικονίζεται λίγο δεξιότερα από το μέσο τυλιγμένος με το σάβανο- είναι εξαιρετικά σχηματοποιημένο, και συνδυάζει θερμά και ψυχρά χρώματα, που ανταποκρίνονται και στα χρώματα των άλλων μορφών και του χώρου (κυπαρίσσια, λόφοι). "Στην περίπτωση των φρουρών ο Παρθένης χρησιμοποιεί το μανιεριστικό τύπο της figura serpentinata, για να δώσει σαφέστερα τη δύσκολη θέση τους. Έτσι, με την καθετότητα του Χριστού τονίζονται η βεβαιότητα και η ασφάλεια, με την κυρτότητα των φρουρών, η αβεβαιότητα και η ανασφάλεια" (Χρ. Χρήστου).

Αξιοσημείωτο είναι ότι το πρόσωπο του Χριστού συνδέεται με τη Βυζαντινή παράδοση.

Η "Ανάσταση" του Παρθένη έχει τη σφραγίδα της ιδιοτυπίας του ελληνικού και ειδικότερα του αττικού φωτός. Έτσι το έργο παίρνει ένα δοξαστικό χαρακτήρα, όπως είναι αυτός της Ανάστασης του Χριστού, της νίκης της ζωής πάνω στο θάνατο.




Ο Φώτης Κόντογλου (1895-1965) ιστόρησε την "Εις Άδου Κάθοδο", τον βυζαντινό εικονογραφικό τύπο της Αναστάσεως, στην Αγία Λουκία, το παρεκκλήσια της οικογένειας Ζαΐμη στο Ρίο Πατρών, το οποίο εξ ολοκλήρου αγιογράφησε τη διετία 1934-35. Το έργο αυτό είναι ο αντίποδας της σύνθεσης του Παρθένη και αποτελεί, όπως όλο το έργο του Κόντογλου, μια ενσυνείδητη στροφή προς το βυζαντινό παρελθόν, προκειμένου να εξαρθεί η σωτηριολογική διάσταση. Ο Χριστός τραβά από τις σαρκοφάγους και ανασταίνει τους πρωτοπλάστους, τον Αδάμ και την Εύα, που εικονίζονται δεξιά και αριστερά του Χριστού, βρίσκονται δηλαδή μεταξύ τους απέναντι. Η σκηνή περιλαμβάνει τον Πρόδρομο Ιωάννη και τους Βασιλείς Δαυίδ και Σολομώντα από τη μια πλευρά και το χορό των Δικαίων από την άλλη. Αυτή η διάταξη αναδεικνύει την ιδιαίτερη συμμετρία της παράστασης. Χαρακτηριστικό είναι ότι τα πολλά βουνά που ζωγραφίζονται, υψώνονται και φτάνουν ως την κορυφή της τοιχογραφίας. "Η εικόνα, τόσο στη διάταξη του κεντρικού θέματος όσο και στα βουνά, σχηματικά και χρωματικά, έχει ισχυρές αναμνήσεις από την παράσταση που διαμόρφωσε ο κύκλος των ζωγράφων που δούλεψε στη Μονή Φιλανθρωπηνών, στη Μονή Μυρτιάς, στη Μονή Ζάβορδας και στο παρεκκλήσια του Αγίου Νικολάου στη Μονή Λαύρας" (Ν. Ζίας). Έτσι ο Φώτης Κόντογλου επιχειρεί στον 20ο αιώνα μια δυναμική επιστροφή στη Βυζαντινή Τέχνη, με σκοπό την αναβάπτιση της αγιογραφίας στις καθάριες πηγές της ανατολικής ορθόδοξης πνευματικότητας.



Ένα άλλο τυπικό παράδειγμα αγιογράφησης, όπου μέσα στους παραδοσιακούς κανόνες χτυπάει η καρδιά του δημιουργού, είναι η "Εις Άδου Κάθοδος", που ζωγράφησε το 1930 ο Σπύρος Βασιλείου στην εκκλησία του πολιούχου της Αθήνας, στον Άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη (Κολωνάκι). Κυριαρχούν, στη σύνθεση, τα ρόδινα χρώματα που εναλλάσσονται με τα απαστράπτοντα λευκά, κι έτσι η χρωματική διάσταση αποκτά ιδιαίτερη σημασία στη συγκεκριμένη σύνθεση. Αξιοσημείωτο είναι ότι ο Βασιλείου παριστάνει έναν άγγελο να δένει τον Βεελζεβούλ, ακολουθώντας έτσι την περιγραφή του Διονυσίου του εκ Φουρνά, στην "Ερμηνεία της Ζωγραφικής Τέχνης" δύο αιώνες πριν (περί το 1730). Ιδιαίτερη θέση στη σύνθεση κατέχει το "πλήθος" των Αγγέλων -ασυνήθιστο στοιχείο στην εις Άδου Κάθοδο- που ξεπροβάλλουν πίσω από τους βράχους και πλαισιώνουν τον νικητή Χριστό. Επίσης, ενώ ο Χριστός ανασταίνει τον Αδάμ με το ένα του χέρι, με το άλλο κρατάει τον Σταυρό και δεν σηκώνει την Εύα, η οποία βρίσκεται στα αριστερά -ως προς τον θεατή- δηλ. δεν βρίσκεται μαζί με τον Αδάμ και είναι στη συνήθη στάση της Δέησης, (με καλυμμένα μάλιστα τα χέρια). "Όλος ο Σπύρος Βασιλείου που αγαπήσαμε μετά βρίσκεται σ' αυτή τη σχετικώς νεανική εργασία του" (Μαρία Καραβία).

Ίσως πολλές φορές οι κατηγοριοποιήσεις που προέρχονται από εξειδικεύσεις θεματολογικές του τύπου: "Η Ανάσταση στη Νεοελληνική ζωγραφική" να εγκυμονούν τον κίνδυνο της αποσπασματικότητας ή ακόμα και μιας γενικευμένης θεώρησης. Όμως από τις τέσσερεις συνθέσεις που επιλέξαμε αναδεικνύονται τρεις διαφορετικές τάσεις που κατά παράδοξο τρόπο συνυπήρχαν παράλληλα κατά την διάρκεια του μεταπελευθερωτικού μας βίου: Το λαϊκό στοιχείο, η λογιοσύνη στην τέχνη και η επανακάλυψη του Βυζαντινού κόσμου.

Φώτης Κόντογλου – Τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια Ἡ γνήσια ἑλληνικὴ τέχνη

Φώτης Κόντογλου – Τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια Ἡ γνήσια ἑλληνικὴ τέχνη


«Ἐκτήσω τῇ ταπεινώσει τὰ ὑψηλά, τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια». Αὐτὰ τὰ θαυμάσια λόγια εἶναι παρμένα ἀπὸ τὸ τροπάρι τοῦ ἁγίου Νικολάου καὶ λένε πὼς αὐτὸς ὁ ἅγιος ἀπέκτησε μὲ τὴν ταπείνωση τὰ ὑψηλά, δηλαδὴ ἀξιώθηκε νὰ πάρει μεγάλα πνευματικὰ χαρίσματα μὲ τὴν ταπείνωση, καὶ μὲ τὴ φτώχεια πλούτισε τὴν ψυχή του μὲ οὐράνιους θησαυρούς.
Ἀλλὰ αὐτὰ τὰ λόγια εἶναι καὶ γενικὰ σύμβολα γιὰ τὴν Ἑλλάδα καὶ γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία, ποὺ εἶναι ἡ θρησκευτικὴ ἔκφρασή της. Τὸ «τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια» εἶναι παρόμοιο μὲ τὸ ἀρχαῖο ρητὸ «καλλιτεχνοῦμεν μετ᾿ εὐτελείας», ποὺ ἐξηγεῖ τὴν ἁπλότητα, τὴν λιτότητα ποὺ ὑπάρχει στὴν τέχνη μας, καὶ γενικὰ σὲ ὅλα μας.
Πρῶτα-πρῶτα, ἡ φύση μας εἶναι «τῇ πτωχείᾳ πλουσία», δηλαδὴ φαίνεται ἀπ᾿ ἔξω φτωχή, μὰ στὸ βάθος εἶναι πλούσια. Ἕνα μάτι ποὺ βλέπει μοναχὰ ἐξωτερικὰ καὶ ξώπετσα, δὲ μπορεῖ νὰ νοιώσει τὸ πνευματικὸ βάθος ποὺ ὑπάρχει πίσω ἀπὸ τὰ φαινόμενα. Ἡ ἑλληνικὴ φύση εἶναι ἁπλὴ καὶ λεπτή: Βουνὰ ποὺ εἶναι σπανὰ τὰ περισσότερα, δίχως δέντρα ἢ μὲ λιγοστὰ δεντράκια, μικρὰ λαγκάδια, ἀνάμεσα στὶς πλαγιές, ξεροπόταμα μὲ δάφνες, λυγαριὲς καὶ λίγες ταπεινὲς ἰτιές, κάμποι κίτρινοι, δίχως πολλὲς πρασινάδες, ἀμπέλια κατάχλωρα, ἀκροθαλασσιὲς ἥμερες, νησιὰ πολλὰ καὶ ξέρες, βράχοι σκουριασμένοι. Παντοῦ λίγη βλάστηση, λίγος σκοῖνος, μὰ τὰ λιγοστὰ δέντρα καὶ τὰ πολλὰ ἀγριόκλαρα εἶναι ἐκφραστικὰ στὸν ὑπέρτατο βαθμό, λὲς κ᾿ εἶναι ζωντανὰ πλάσματα, μὲ ψυχὴ καὶ μὲ μιλιά. Ἕνα δέντρο ποὺ στέκεται στὴν ἔρημη πλαγιὰ ἀπομοναχιασμένο, ἢ ἕνα ἄλλο καμπουριασμένο ἀπάνω ἀπὸ μία βρύση ἡ δίπλα σ᾿ ἕνα ρημοκκλήσι, θαρρεῖς πὼς εἶναι ζωντανοὶ ἄνθρωποι. Σ᾿ ἄλλο μέρος φαίνουνται ἀπὸ μακρυὰ δυὸ τρία δέντρα μαζωμένα, μὲ διάφορα σχήματα, καὶ θαρρεῖς πὼς κουβεντιάζουνε μεταξύ τους, ἀγναντεύοντας κάτω τὸν κάμπο ἢ τὸ γαλανὸ πέλαγο. Ἀλλοῦ πάλι βλέπεις περισσότερα δέντρα, ἕνα κοπάδι καὶ σοῦ φαίνουνται κι αὐτὰ σὰν ζωντανά. Δὲν εἶναι σὰν ἐκεῖνα ποὺ βλέπει κανένας σὲ ἄλλες χώρες, ἀκαταμέτρητα, πυκνά, ἀπαράλλαχτα τό ῾να μὲ τ᾿ ἄλλο, στοιβαγμένα τό ῾να κοντὰ στ᾿ ἄλλο μέσα στὰ δάση, σὰν νεκρά, σὰν νὰ βγήκανε ἀπὸ κανένα ἐργοστάσιο, ὅπως τὰ σπιρτόξυλα μέσα στὸ κουτί, χωρὶς φυσιογνωμία ἰδιαίτερη, χωρὶς ἔκφραση, δίχως μυρουδιά. Όπως ὁ ἄνθρωπος χάνει τὸν ἑαυτό του μέσα σ᾿ ἕνα πλῆθος ἀκαταμέτρητα, ἔτσι καὶ τὸ δέντρο ἢ ὅ,τι ἄλλο φυσικὸ κτίσμα, χάνεται μέσα στὸ ἀκαταμέτρητα διάστημα. Ἡ φύση σ᾿ αὐτὲς τὶς χῶρες εἶναι ἀκόμα σὰν χάος, ποὺ βαραίνει σὰν βραχνὰς τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου.
Τὸ ἴδιο γίνεται καὶ μὲ τὰ μεγάλα βουνὰ ποὺ ὑπάρχουνε στὶς ξένες χῶρες, ποὺ εἶναι ἔξω ἀπὸ τὰ μέτρα τοῦ ἀνθρώπου, κ᾿ ἡ ματιά του δὲν μπορεῖ νὰ τὰ περιλάβει, οὔτε ἡ ψυχή του νὰ τὰ νοιώσει, κρυμμένα μέσα σὲ πυκνὲς ἀντάρες. Ἐνῷ τὰ δικά μας τὰ βουνά, θαρρεῖς πὼς εἶναι καμωμένα γιὰ τὸν ἄνθρωπο, λίγο πολὺ στὰ μέτρα του. Ἔχουνε κάποια ἐκφραστικὰ σχέδια, ὅπως προβάλλουνε τό ῾να πίσ᾿ ἀπὸ τ᾿ ἄλλο, ἥσυχα, ξαπλωμένα στὸν ἥλιο, ἢ γερμένα γιὰ νὰ ξεκουραστοῦνε κατὰ τὸ βασίλεμα, σὰν τὰ βόδια ποὺ κείτουνται στὸ χωράφι, ἀναχαράζοντας εἰρηνικά, θαρρεῖς πὼς εἶναι ἄνθρωποι, σὰν τσομπαναρέοι, σὰν τσελιγκάδες. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὰ θαυμάσια τραγούδια μας τὰ τραγουδήσανε, σὰν νὰ εἶναι κάποια ζωντανὰ πλάσματα:
Ὁ Ὄλυμπος κι ὁ Κίσσαβος τὰ δυὸ βουνὰ μαλώνουν
γυρίζ᾿ ὁ γέρο Ὄλυμπος καὶ λέγει τοῦ Κισσάβου...
Ἔχετε γεια ψηλὰ βουνὰ
καὶ δροσερὲς βρυσοῦλες,
κι ἐσεῖς Τζουμέρκα κι Ἄγραφα,
παλληκαριῶν λημέρια.
Στὴ φύση μας ὅλα εἶναι ἁπλά, καθαρά, λιγοστά, ὄχι πλῆθος ποὺ κουράζει τὸ μυαλό. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὰ αἰσθήματά μας εἶναι τὰ ἴδια, ἁπλά, ὅσο εἴμαστε εἰλικρινεῖς μὲ τὸν ἑαυτό μας καὶ δὲν θέλουμε νὰ κάνουμε τὸν Εὐρωπαῖο.
Αὐτή, λοιπόν, ἡ ἁπλότητα ποὺ ὑπάρχει στὴ φύση μας καὶ στὴν ψυχή μας, εἶναι ἡ πλούσια φτώχεια ποὺ εἴπαμε. Ἡ ἁπλότητα φαίνεται γιὰ φτώχεια στὸ μάτι καὶ στὴν ψυχὴ τοῦ ρηχοῦ ἀνθρώπου. Καὶ πλοῦτος νομίζεται τὸ πλῆθος. Ὁ ἀρχαῖος εἶπε τὸ ρητό: «Οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ᾿ ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ».
Ἐρχόμαστε τώρα στὴν τέχνη. Ἡ τέχνη μας εἶναι κι αὐτὴ σὰν τὴ φύση μας, ἁπλὴ ἀπ᾿ ἔξω καὶ πλούσια ἀπὸ μέσα. Τὰ ἀρχαῖα χτίρια ξεκουράζουνε μὲ τὴν ἁπλότητά τους. Οἱ κολόνες, τὰ ἀετώματα, οἱ μετόπες, ὅλα εἶναι ἁπλούστατα. Δυὸ τρεῖς κολόνες στέκουνται ἀπάνω σ᾿ ἕναν ψηλὸν κάβο, κ᾿ εἶναι τόσο ἁρμονικὲς μὲ τὴν τοποθεσία, ποὺ θαρρεῖ κανένας πὼς καὶ τὰ δυό, τὸ φυσικὸ καὶ τὸ τεχνητό, τὰ ἔκανε τὸ ἴδιο χέρι, τὸ ἴδιο αἴσθημα!
Οἱ βυζαντινὲς ἐκκλησίες μὲ τὸν τροῦλο θαρρεῖς πὼς εἶναι μικρὰ βουναλάκια ἀπάνω στὰ μεγάλα. Τὰ μικρὰ ρημοκκλήσια μὲ τὴν καμαρωτὴ σκεπή, μὲ τὸ ἀνεπιτήδευτο χτίσιμο, στέκουνται ἀπάνω στὶς ράχες ἢ στὶς πλαγιές, μ᾿ ἕνα δυὸ δεντράκια γιὰ συντροφιά, κ᾿ εἶναι τόσο ταιριαστὰ μὲ τὴ γύρω τοποθεσία, ποὺ τὰ χαίρεσαι, ὅπως χαίρεσαι ἕναν ἔμορφο βράχο, ἕνα νησάκι, ἕναν κάβο.
Τὰ χωριάτικα σπίτια, τὰ παλιά, ὄχι αὐτὰ ποὺ χτίζουνε τώρα οἱ χωριάτες, πιθηκίζοντας τὴν Ἀθήνα, κοίταξε πόσο σύμφωνα εἶναι μὲ τὴ φύση. Ἐνῷ ὅσα κάνουνε τώρα κάποιοι ξιππασμένοι χωριάτες, τὰ μοντέρνα, μὲ τὸ στερεότυπο κρύο σχέδιο, μὲ τὰ στερεότυπα χρώματα, μὲ τὶς εὐρωπαϊκὲς σιδεριὲς μὲ τὰ «ἄρ-τιφισιέλ», κοίταξε κι ὁμολόγησε τί φωναχτὴ παραφωνία εἶναι μέσα στὴν ἁπλὴ καὶ ταπεινὴ ἁρμονία ποὺ κάνουνε τ᾿ ἄλλα τὰ σπίτια τοῦ χωρίου. Ἡ τέχνη εἶναι σωστὴ κι ἀληθινή, ὅταν ἐκεῖνος ποὺ τὴν κάνει ἔχει καὶ γερὸ ἔνστικτο, ὅπως οἱ ἁπλοὶ ἄνθρωποι τῶν χωριῶν, ἐνῷ ἐκεῖνος ποὺ κάνει ὅ,τι κάνει μὲ ξερὴ γνώση, καὶ κείνη δανεικὴ καὶ συμβατική, ὅπως ἡ ἀρχιτεκτονική, ἡ ζωγραφικὴ κ᾿ ἡ μουσικὴ ποὺ διδάσκονται σήμερα στὶς διάφορες σχολές, δὲν ἔχει καθόλου αὐτὴ τὴν αἴσθηση ποὺ χρειάζεται γιὰ νὰ εἶναι σὲ ἁρμονία αὐτὸ ποὺ κάνει μὲ τὰ γύρω τοῦ φυσικὰ φαινόμενα. Γιὰ τοῦτο ἡ παράδοση σ᾿ ἕναν τόπο εἶναι ὁ μοναχὸς ἀληθινὸς δρόμος γιὰ τὶς τέχνες, καὶ γενικὰ γιὰ κάθε ἔκφραση τῆς ζωῆς, τὰ δὲ ἄλλα εἶναι «ξύλα, πλίνθοι καὶ κέραμοι, ἀτάκτως ἐρριμμένα», χωρὶς κανέναν δεσμό, οὔτε μεταξύ τους, οὔτε μὲ τὸν τόπο, χωρὶς καμμιὰ δικαίωση.
Κοιτάξετε πόσο πολύπλοκα καὶ μπερδεμένα κατα-φορτωμένα, μὲ ἀνόητες σαβοῦρες εἶναι τὰ κτίρια τῆς γοτθικῆς τέχνης, τῆς ἰταλικῆς Ἀναγέννησης, καὶ τ᾿ ἄλλα ποὺ κάναμε στὶς λατινικὲς καὶ στὶς ἀγγλοσαξονικὲς χῶρες. Ἀπελπισία! Μπιχλιμπίδια καὶ στριφογυρίσματα. Τὸ ἴδιο καὶ στὴν Ἀνατολή, στὴν Ἰνδία καὶ στὴν Κίνα: Παγόδες σὰν λαβύρινθοι, βραχνὰς ἀληθινός!
Οἱ δυτικοί, ἀπὸ τὸ ἀνόητο παραφόρτωμα ποὺ κάνανε στὰ χτίριά τους, μὲ κορνίζες, μὲ πάστες, μὲ λογῆς λογῆς ἀνάγλυφα, ποὺ φτάξανε πιὰ στὶς τοῦρτες τῆς Νότιας Ἀμερικῆς, πήρανε σήμερα βόλτα καὶ φτάξανε μονομιᾶς στὴν ἄλλη ἄκρη, στὸ μοντέρνο στὸν Λε-κορμπυζιέ, δηλαδὴ στὸ ξεγύμνωμα, στὴν πουριτανικὴ αἰσθητική, στὸ σκέτο κασσόνι.
Τὰ ἴδια γίνουνται καὶ στὶς ἄλλες τέχνες. Ἡ δική μας ζωγραφική, δηλαδὴ ἡ βυζαντινή, εἶναι ἁπλὴ καὶ λιτὴ στὴν ὄψη, καθαρισμένη ἀπὸ τὰ μάταια κι ἀνώφελα στολίδια τῆς προοπτικῆς καὶ τῆς ἀνατομίας, καθαρὴ σὰν κρούσταλλο, κι ἀπὸ μέσα γεμάτη πνευματικὸ βάθος, χωρὶς ἐπιτήδεψη ποὺ θέλει, νὰ ξεγελάσει τὸ μάτι (trompe d᾿ oeil), δηλαδὴ πράγματα σαλντιμπαγκικά, κατώτερα ἀπὸ τοὺς σκοποὺς ποὺ πρέπει νά ῾χει ἡ τέχνη. Ἡ ζωγραφικὴ σὲ ἄλλες χῶρες στάθηκε κολλημένη μόνο στὸ φαινόμενο, παραφορτωμένη μὲ ἀδιαφόρετα πράγματα, μὲ προοπτικές, μὲ ἀνατομίες, μὲ σκηνοθεσίες θεατρικές, μὲ φωτισμοὺς ἐπιτηδευμένους καὶ ψεύτικους, παραγεμισμένη μὲ ἕνα σωρὸ ἀνόητα ἐφευρήματα, μὲ ταβάνια πλουμισμένα, ποὺ δείχνουνε τάχα βάθος στὸ διάστημα, χωρὶς καμμιὰ ἁπλότητα, μπερδεμένη καὶ πατικωμένη, ὅπως π.χ. εἶναι τὰ ἔργα τοῦ Μιχαὴλ Ἀγγέλου, μ᾿ ἕνα σωρὸ μπεχλιβάνηδες, τοῦ Τισιάνου, τοῦ Βερονέζε, προπάντων τοῦ Τιντορέττο, μὲ χιλιάδες πρόσωπα, σὲ σημεῖο νὰ μὴ βλέπεις τίποτα, τὰ ἔργα τοῦ Ροῦμπενς, ποὺ εἶναι σὰν κρεοπωλεῖο γεμάτο σάρκες καὶ μάταιες ἐπιδείξεις. Ἀκόμα κ᾿ οἱ πιὸ παλιοὶ τεχνῖτες τους εἶναι γεμάτοι ἀπὸ ἀνόητη ματαιότητα καὶ στὰ θρησκευτικὰ ἔργα, ὅπως π.χ. «ἡ προσκύνηση τῶν Μάγων» τοῦ Τζεντίλε ντὰ Φαμπριάνο καὶ τοῦ Μπενότσο Γκότσολι, ποὺ παριστάνουνε ἕναν στρατὸν ὁλόκληρον ἀπὸ «ἱππότες» ντυμένους καρναβαλίστικα, ἄλλους καβαλάρηδες κι ἄλλους πεζούς, μὲ καμῆλες φορτωμένες, μὲ λυκόσκυλα, μὲ γεράκια τοῦ κυνηγίου, μὲ ἐλάφια, μὲ χρυσὰ κι ἀργυρὰ ροῦχα μὲ ἀραπάδες, μὲ σαρίκια, μὲ ρόμπες λογιῶν λογιῶν, μὲ βάζα, μὲ κουτιά, μὲ ὅ,τι φαντασθεῖ κανένας· κι ὅλοι αὐτοὶ πᾶνε νὰ προσκυνήσουνε, τάχα, «τὸ θεῖον βρέφος», ποὺ δὲν φαίνεται καθόλου μέσα σ᾿ ἐκεῖνον τὸν κυκεῶνα! Ἐνῷ οἱ δικοί μας ζωγράφοι ζωγραφίζουνε τοὺς τρεῖς Μάγους, ἁπλὰ καὶ καθαρά, μάλιστα μικρόσωμους, καὶ δίνουνε τὰ δῶρα τους στὴν Παναγιά, ποὺ κρατᾷ τὸν νιογέννητο Χριστό, ταπεινά, ἁπλά, ὅπως εἶναι γραμμένα καὶ στὸ Εὐαγγέλιο, χωρὶς αὐτὲς τὶς παράτες καὶ τὶς φιέστες στοῦ κασίδη τὸ κεφάλι. Βάθος δὲ πνευματικὸ κανένα δὲν ὑπάρχει στοὺς δυτικούς, μοναχὰ βουὴ καὶ σαματᾶς: Ὄπερα!
Κ᾿ ἡ μουσική μας εἶναι καὶ κείνη ἁπλή, σεμνή, καθαρή, καὶ κάνει πιὸ ἐκφραστικὰ τὰ λόγια ἑνὸς τραγουδιοῦ, καὶ τὰ ὄργανα ποὺ τὴν παίζουνε εἶναι ἁπλὰ καὶ λιγοστά: ἡ λύρα ποὺ ἔπαιζε ὁ Τέρπανδρος, τὸ σαντούρι ποὺ ἔπαιζε ὁ Ὅμηρος, ἡ φλογέρα ποὺ ἔπαιζε ὁ Εὔμαιος. Κ᾿ ἡ ψαλμῳδία μας εἶναι ἁπλή, παθητικὴ καὶ πνευματική, χωρὶς κανένα ὄργανο.
Σὲ ἄλλες χῶρες ἡ μουσικὴ γίνηκε ἐπιστήμη βαρεῖα. Ἕνα τιποτένιο «μοτίβο» γίνεται περίπλοκο καὶ φοβερὸ «ἔργο», βαρὺ καὶ καταθλιπτικό, σὰν τὰ κτίρια τους, σὰν τὶς ζωγραφιές τους, σὰν τὰ δράματά τους. Καὶ τὰ ὄργανα ποὺ παίζουνε αὐτὴ τὴ μουσικὴ εἶναι ἀκαταμέτρητα, ὁλόκληρες φάλαγγες, ποὺ τὸ τίποτα τὸ κάνουμε βροντὴ τοῦ οὐρανοῦ! Αὐτὰ ξιππάζουνε τοὺς ματαιόδοξους, ποὺ παίρνουνε τὸ πλῆθος γιὰ πλοῦτο, καὶ δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ ζητήσουνε τὸ «τιμιώτατον», ποὺ βρίσκεται μοναχὰ μέσα στὴν ἁπλότητα.
Προσπάθησα νὰ σοῦ δώσω νὰ νοιώσεις τὴν «πλούσια φτώχεια», ποὺ ὑπάρχει στὰ δικά μας πράγματα, δηλαδὴ τὴν ἁπλὴ ὄψη τῆς φύσης μας καὶ τῆς τέχνης μας, ποὺ κρύβει ὅμως μυστικοὺς θησαυρούς. Ὅπου ὑπάρχει τυμπανοκρουσία καὶ μεγάλη φασαρία καὶ σκηνοθεσία, νὰ ξέρεις πὼς δὲν ὑπάρχει παραμέσα τίποτε ἄλλο ἀπ᾿ αὐτὸ ποὺ ἀκοῦς καὶ βλέπεις. Ἄν, λοιπόν, ἔνοιωσες κάτι ἀπ᾿ αὐτὰ ποὺ εἴπαμε, τώρα ποὺ τελειώνεις τὸ διάβασμα θὰ καταλάβεις καλύτερα τὴν ἐμορφιὰ καὶ τὴν ἀλήθεια, ποὺ ἔχουνε τὰ λόγια ποὺ διάβασες στὴν ἀρχή: «Τῇ ταπεινώσει τὰ ὑψηλά, τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια».άπό

Βυζαντινή τέχνη

Βυζαντινή τέχνη

Με τον όρο Βυζαντινή τέχνη αναφερόμαστε γενικά στην καλλιτεχνική παραγωγή και έκφραση που αναπτύχθηκε την περίοδο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μεταξύ του 4ου αιώνα και της άλωσης της Κωνσταντινούπολης το 1453. Η βυζαντινή τέχνη θεωρείται πως γεννήθηκε αρχικά στην πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας Κωνσταντινούπολη, αλλά επεκτάθηκε στο μεγαλύτερο τμήμα του μεσογειακού κόσμου και ανατολικά ως την Αρμενία. Υπήρξε αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης αφενός της αρχαίας ελληνικής παράδοσης και αφετέρου της ανατολικής επίδρασης και θρησκευτικότητας. Με την επικράτηση του Χριστιανισμού, η βυζαντινή τεχνοτροπία χαρακτηρίζεται από τα στοιχεία μιας αμιγώς θρησκευτικής τέχνης, σκοπός της οποίας δεν είναι τόσο η αναζήτηση του κάλλους και της αρμονίας όσο η εσωτερικότητα, ο συμβολισμός και η υποβολή της θρησκευτικής συγκίνησης.
Η βυζαντινή τέχνη έφθασε στο ύψιστο επίπεδο δημιουργικής δύναμης και πρωτοτυπίας κληροδοτώντας στην ανθρωπότητα έργα διαχρονικής αξίας. Η βυζαντινή τέχνη προήλθε από τη γόνιμη σύζευξη της ελληνορωμαϊκής παράδοσης, των ανατολικών επιρροών και της νέας θρησκευτικής πραγματικότητας του χριστιανισμού, ωστόσο ανέπτυξε μια ξεχωριστή και ευδιάκριτη φυσιογνωμία. Τεράστιο ενδιαφέρον παρουσιάζει η βυζαντινή τέχνη και από ιστορικής άποψης, καθώς καθρεπτίζει με μοναδική καθαρότητα τη σύνθεση του βυζαντινού πολιτισμού από διαφορετικά πολιτισμικά στοιχεία, όλα ενωμένα σε ένα τέλειο μίγμα, όπου το σύνολο είναι κάτι περισσότερο από τα μέρη που το συνθέτουν.
Περίοδοι
Οι χαρακτηριστικές καλλιτεχνικές μορφές της βυζαντινής τέχνης άρχισαν να αναπτύσσονται στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία από τον 4ο αιώνα. Η ίδρυση της Κωνσταντινούπολης το 324 συνδέθηκε με τη δημιουργία ενός μεγάλου νέου καλλιτεχνικόυ κέντρου για το ανατολικό μισό της αυτοκρατορίας και ειδικότερα ένα κέντρο με έντονα χριστιανικά στοιχεία. Μπορούμε να διακρίνουμε τρεις βασικές περιόδους της βυζαντινής τέχνης:
* παλαιοχριστιανική τέχνη και πρωτοβυζαντινή περίοδος(4ος-7ος αιώνας) 324 - 610
* εικονομαχία και μεσοβυζαντινή τέχνη (8ος-12ος αιώνας)
* περίοδος των Παλαιολόγων και ύστερη βυζαντινή τέχνη (13ος-15ος αιώνας).
Παλαιοχριστιανική και Πρωτοβυζαντινή τέχνη
Η πρώτη περίοδος της βυζαντινής τέχνης αποτελεί ένα μεταβατικό διάστημα και χαρακτηρίζεται κατά συνέπεια από μία συνύπαρξη της ρωμαϊκής παράδοσης με τα πρότυπα της ύστερης αρχαιότητας και των χριστιανικών επιδράσεων. Χαρακτηριστική μορφή έκφρασης της παλαιοχριστιανικής αρχιτεκτονικής τέχνης, αποτελεί ένας νέος ρυθμός εκκλησιαστικού ναού, η βασιλική, που συναντάται σε τρεις μορφές, δρομική βασιλική, βασιλική με εγκάρσιο κλίτος και σταυροειδής βασιλική και η οποία στα χρόνια του Ιουστινιανού συνοδεύεται και από την παρουσία τρούλου. Η κατασκευή της Αγίας Σοφίας αποτελεί ίσως το σπουδαιότερο δείγμα, πρότυπο για όλους τους μεταγενέστερους βυζαντινούς ναούς αλλά και σύμβολο εξουσίας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ο ημισφαιρικός τρούλος της, στηρίζεται σε τέσσερις ογκώδεις πεσσούς, με τη βοήθεια τεσσάρων ημικυκλικών τόξων. Άλλα σημαντικά κτίσματα επί βασιλείας Ιουστινιανού είναι η βασιλική της Αγίας Ειρήνης και οι ναοί των Αγίων Αποστόλων και Αγίου Ιωάννη στην Έφεσο.
H τέχνη της Πρώιμης Βυζαντινής περιόδου παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη της καλλιτεχνικής δημιουργίας στο Βυζάντιο. Bασικό χαρακτηριστικό της τέχνης των δύο πρώτων αιώνων, μετά την αναγνώριση του χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας του ρωμαϊκού κράτους, υπήρξε ο συγκερασμός του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού και του χριστιανικού πνεύματος. Kορύφωμα της Πρώιμης βυζαντινής τέχνης υπήρξε η εποχή του Iουστινιανού A' (527-565). Στη διάρκειά της συντελέστηκε η ουσιαστική σύνθεση των στοιχείων εκείνων που χαρακτήρισαν την καλλιτεχνική δραστηριότητα στους επόμενους αιώνες, δηλαδή της μεγαλοπρέπειας, της αρμονίας και του μέτρου.
"Aπό τους πολυάριθμους ευρωπαϊκούς πολιτισμούς που η αισθητική μας θεωρεί τα μνημεία τους μεγάλα, η βυζαντινή εικαστική τέχνη ήταν η πρώτη που ανακάλυψε την αρχή της ερμηνείας, αντί της αναπαράστασης των νοητών φαινομένων, πράγμα που στην εποχή μας αποτελεί βάση κάθε καλλιτεχνικής δημιουργίας"

Στη ζωγραφική, αν και διατηρείται αρχικά η ελληνιστική θεματολογία (τοπία και συμβολικές αναπαραστάσεις), σταδιακά -- και ειδικότερα στις ανατολικές επαρχίες της αυτοκρατορίας -- αρχίζουν να διακρίνονται και αυστηρά θρησκευτικά θέματα. Χαρακτηριστικό δείγμα παλαιοχριστιανικής ζωγραφικής αποτελούν οι εικόνες, οι τοιχογραφίες και τα διακοσμητικά ψηφιδωτά διαφόρων ναών. Ειδικότερα τα τελευταία, αν και είχαν πρωτοεμφανιστεί και διαμορφωθεί κατά τον 5ο αιώνα π.Χ., κατά τη βυζαντινή περίοδο θεωρείται πως φθάνουν στην μεγαλύτερη ακμή τους. Αρχικά γινόταν χρήση των ψηφιδωτών για την κάλυψη επιφανειών, όπως δαπέδων κατοικιών, ανακτόρων ή ναών καθώς και εσωτερικών τοίχων των εκκλησιαστικών ναών.
Η θεματολογία της διακόσμησης περιλαμβάνει κυρίως θρησκευτικά σύμβολα και θέματα από την Αγία Γραφή, ενώ σπανιότερα απεικονίζονται μυθολογικά αλληγορικά θέματα. Χαρακτηριστικά δείγματα ψηφιδωτών βρίσκονται στο Μαυσωλείο της κόρης του Μεγάλου Κωνσταντίνου, στο ναό της Αγίας Μαρίας της Μείζονος και του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη, στο Βαπτιστήριο της Μητροπόλεως στη Νεάπολη αλλά και στο Μαυσωλείο της Γκάλα Πλακιδίας στη Ραβέννα.
H εποχή του Iουστινιανού A' (527-565) υπήρξε το κορύφωμα της Πρώιμης Βυζαντινής τέχνης. Στη διάρκειά της συντελείται η ουσιαστική σύνθεση των στοιχείων εκείνων που θα αποτελέσουν τη βυζαντινή τέχνη: το ρωμαϊκό ιδεώδες της μεγαλοπρέπειας και τεχνικής δεξιοτεχνίας, η ελληνική αίσθηση της αρμονίας και του μέτρου, το ανατολικό πνεύμα της διακοσμητικότητας και φαντασίας.
 
Στον τομέα της αρχιτεκτονικής κάνει την εμφάνισή του ένας νέος αρχιτεκτονικός τύπος, η τρουλαία βασιλική, ενώ σταδιακά τα επιμέρους αρχιτεκτονικά στοιχεία θα απομακρυνθούν από τις παραδόσεις της κλασικής και ελληνιστικής αρχαιότητας. Nέες τάσεις εμφανίζονται και στη γλυπτική, που χαρακτηρίζεται από την απομάκρυνση από τα φυσιοκρατικά πρότυπα των προηγούμενων αιώνων και τη στροφή προς ένα πιο διακοσμητικό ύφος. Σημαντικά επιτεύγματα επίσης έχει να επιδείξει η περίοδος στην τέχνη του ψηφιδωτού, των εικόνων, και των εικονογραφημένων χειρογράφων.

Tέλος, μοναδικής ομορφιάς και τεχνικής τελειότητας είναι τα έργα μικροτεχνίας, αντικείμενα από ελεφαντοστό και πολύτιμα μέταλλα, που σώζονται μέχρι τις μέρες μας.

Παράλληλα με την αρχιτεκτονική και την ζωγραφική, αναπτύσσεται και η μικροτεχνία με βάση υλικά όπως το ελεφαντόδοντο, το χρυσάφι ή το ασήμι, αν και δεν διασώζεται σήμερα μεγάλο μέρος δημιουργιών αυτού του είδους.

Μεσοβυζαντινή περίοδος
Η περίοδος που ξεκίνησε με τη βασιλεία του Ηρακλείου, το 610, και κατέληξε με την άνοδο στο θρόνο της δυναστείας των Μακεδόνων, το 867,αποτελεί μια μεταβατική εποχή για το Βυζάντιο. Οι δύο αιώνες μετά τον Ιουστινιανό και κυρίως το διάστημα 640-843 ονομάζονται στην τέχνη Πρωτοβυζαντινή περίοδος, ορολογία που χρησιμοποιείται με σκοπό να φανερώσει το τέλος της υστερορωμαϊκής παράδοσης και την απαρχή της νέας εποχής, όπου κυριάρχησε η αυστηρά δομημένη, υπερβατική μορφή της τέχνης. Τόσο η διαμάχη που προκάλεσε η μονοενεργητική-μονοθελητικήαίρεση όσο και η εικονομαχική έριδα επηρέασαν έντονα την τέχνη και στάθηκαν αφορμή για την πλούσια συγγραφική παραγωγή του πνευματικού κόσμου.

Tην περίοδο 730-843 η βυζαντινή αυτοκρατορία κλονίζεται από τις έριδες σχετικά με τη λατρεία των θείων μορφών και την απεικόνισή τους στην τέχνη. Στα πλαίσια αυτών, πολλές εικόνες και τοιχογραφίες καταστρέφονται ή αντικαθίστανται από άλλες, με αποκλειστικά διακοσμητικά θέματα, που περιλαμβάνουν την απεικόνιση ζώων, πτηνών, ή γεωμετρικών μορφών καθώς και σταυρών. Μετά την εικονομαχία στην αγιογράφηση των ναών, εφαρμόζεται ένας κοινός κανόνας, αν και όχι πάντα με την ίδια ακρίβεια. Συγκεκριμένα, κάθε μέρος του ναού αποκτά μία συγκεκριμένη συμβολική σημασία και κατά συνέπεια και μία ξεχωριστή θεματολογία στην εικονογράφηση. Κατά αυτό τον τρόπο, στον τρούλο απεικονίζεται ο Θεός που περιβάλλεται από τους Προφήτες ενώ στην αψίδα παριστάνεται η Παναγία είτε κρατώντας το θείο βρέφος είτε μόνη. Στο δεύτερο μισό του 9ου αιώνα και κατά τη διάρκεια του 10ου αιώνα, σημαντική άνθηση γνωρίζουν και τα εικονογραφημένα χειρόγραφα, με μικρογραφίες που διακοσμούν τα θρησκευτικά κυρίως κείμενα.
Από την περίοδο 610-867 σώζονται λίγες εικόνες. Αξίζει να παρατηρήσει κανείς ότι η συμβολή της εικονομαχικής περιόδου είναι αναμφίβολη στη διαμόρφωση του ρόλου των θρησκευτικών εικόνων. Kατά την ίδια περίοδο, η παραγωγή των εικόνων συνεχίστηκε σε περιοχές έξω από το βυζαντινό κράτος, όπου δεν ίσχυαν τα διατάγματα των εικονοκλαστών, γιατί οι περιοχές αυτές βρίσκονταν υπό αραβική κυριαρχία. Το Σινά αποτελεί το μοναδικό κέντρο, όπου η παραγωγή εικόνων, και επομένως και η εξέλιξή τους, δε σταμάτησε ποτέ. Εκεί σώζονται εικόνες που χρονολογούνται στον 7ο και 8ο αιώνα.

Την περίοδο της ύφεσης που παρατηρήθηκε στα χρόνια της εικονομαχίας, διαδέχεται η μεγάλη ακμή της βυζαντινής τέχνης στα χρόνια της Μακεδονικής δυναστείας. Σε αυτή την περίοδο, αναπτύσσεται ιδιαίτερα η αρχιτεκτονική, ενώ επικρατεί ο σταυροειδής με τρούλο ναός, χωρίς να απουσιάζει ωστόσο και ο προγενέστερος τύπος της βασιλικής. Οι εκκλησιαστικοί ναοί διακρίνονται από μεγαλύτερη κομψότητα και είναι λιγότερο λιτοί, χωρίς όμως να αποκλίνουν από τον κυρίως σκοπό της πρόκλησης μίας πνευματικής ανάτασης στους πιστούς. Ένας ακόμα τύπος που εμφανίζεται αυτή την περίοδο είναι ο οκταγωνικός, του οποίου η ονομασία προέρχεται από τη στήριξη του τρούλου που είναι οκταγωνική. Οι ναοί αυτοί διακρίνονται στον ηπειρωτικό και τον νησιωτικό οκταγωνικό τύπο, ονομασίες που προέρχονται από το γεγονός πως τα ανάλογα μνημεία που έχουν σωθεί βρίσκονται στην ηπειρωτική και την νησιωτική Ελλάδα αντίστοιχα. Τα υλικά που κυριαρχούν είναι οι πλίνθοι και οι ακατέργαστες ή λαξευμένες πέτρες, υλικά που εναλλάσσονται προσδίδοντας ένα χαρακτηριστικό αισθητικό αποτέλεσμα.

Η γλυπτική τέχνη είναι άρηκτα συνδεδεμένη με την αρχιτεκτονική και τα περισσότερα έργα που έχουν διασωθεί αποτελούν τμήμα αρχιτεκτονικών κτισμάτων. Τα θέματα των γλυπτών είναι κυρίως γεωμετρικά με έντονα διακοσμητικό χαρακτήρα, ενώ σπανιότερα απεικονίζονται και ανθρώπινες μορφές.

Την Μακεδονική δυναστεία διαδέχτηκε η δυναστεία των Κομνηνών (1057-1185) και συγχρόνως μια δεύτερη περίοδο αναγέννησης της βυζαντινής τέχνης. Το σημαντικότερο ίσως έργο αυτής της περιόδου είναι η βασιλική του Αγίου Μάρκου στη Βενετία, έργο που ξεκίνησε το 1063.

Υστεροβυζαντινή περίοδος
Η ύστερη βυζαντινή τέχνη οριοθετείται από την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους και εκτείνεται χρονικά ως την άλωση της. Την περίοδο αυτή, το Βυζάντιο παύει να αποτελεί το ισχυρό πολιτικό και πολιτιστικό κέντρο της μεσοβυζαντινή εποχή.

Οι αρχιτεκτονικοί τύποι δεν διαφοροποιούνται αισθητά από τα παραδείγματα των προγενέστερων εποχών. Κύριο χαρακτηριστικό τους είναι η μεγαλύτερη ποικιλομορφία, η οποία εκδηλώνεται με τη δημιουργία συνδυαστικών τύπων. Τα είδη ναών που απαντούν κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο είναι η βασιλική, ο σταυροειδής εγγεγραμμένος τύπος με τρούλο, ο οκταγωνικός, ο μικτός τύπος και ο σταυρεπίστεγος. Επιπλέον, σε ορισμένα μνημεία, αναγνωρίζονται μορφολογικές επιδράσεις της γοτθικής αρχιτεκτονικής που οφείλονται κυρίως στην επιρροή των Φράγκων, με χαρακτηριστικότερο στοιχείο τις οξυκόρυγες αψίδες.

Οι εικονογραφίες της εποχής ακολουθούν τα πρότυπα της μεσοβυζαντινή εποχής, ενώ παράλληλα εμπλουτίζονται προοδευτικά με θέματα από την παιδική ηλικία και τα πάθη του Χριστού ή το βίο της Παναγίας. Συνηθίζεται επίσης η χρήση παραστάσεων της Παλαιάς Διαθήκης που θεωρούνται ότι προεικονίζουν την Καινή Διαθήκη.

Στη ζωγραφική αυτής περιόδου, εμφανίζονται πιο έντονα φυσιοκρατικά στοιχεία, ενώ αρκετοί καλλιτέχνες επιδιώκουν σταδιακά μία περισσότερο υποκειμενική απόδοση των παραδοσιακών θεμάτων που αναπτύσσουν, με αποτέλεσμα να τονίζονται οι εκφράσεις των προσώπων ή οι κινήσεις των μορφών που απεικονίζονται. Κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο η τέχνη της φορητής εικόνας φτάνει στη μεγαλύτερή της ακμή, με πολλές εικόνες να σώζονται μέχρι σήμερα.

H Δυναστεία των Παλαιολόγων που ξεκινά το 1259, αποτελεί ίσως την τελευταία άνθηση της βυζαντινής τέχνης, κυρίως διότι κατά αυτή την περίοδο εντείνεται η αλληλεπίδραση μεταξύ βυζαντινών και Ιταλών καλλιτεχνών.
Η Ζωγραφική τέχνη στο Βυζάντιο εκφράστηκε με τις μικρογραφίες (πάνω σε ιερά και όχι μόνο βιβλία), με τα ψηφιδωτά, τις τοιχογραφίες, τις φορητές εικόνες και τα ψηφιδωτά δάπεδα. Μετά την Εικονομαχία καθιερώνεται για την αγιογράφηση των ναών ένα πρόγραμμα-κανόνας που εφαρμόζεται σε όλους τους ναούς του βυζαντινού κόσμου, όχι όμως πάντα με την ίδια ακρίβεια. Κάθε μέρος του ναού έχει συμβολική σημασία γι΄ αυτό θα έχει και ειδική εικονογράφηση. 
 Ο τρούλος συμβολίζει τον ουρανό με τον Παντοκράτορα περιστοιχισμένο από αγγέλους ή προφήτες. Στην αψίδα του ιερού η Θεοτόκος ανάμεσα στους αρχαγγέλους Μιχαήλ και Γαβριήλ, άλλοτε ορθή Δεομένη, άλλοτε καθιστή Βρεφοκρατούσα. Πιο κάτω, στην αψίδα, εικονίζεται η Κοινωνία των Αποστόλων. Στα λοφία του τρούλου οι Ευαγγελιστές και γύρω στους τοίχους του ναού και του νάρθηκα οι Δεσποτικές Εορτές. Στα άλλα μέρη του ναού οι άγιοι: μάρτυρες, διάκονοι, επίσκοποι, πολεμικοί άγιοι. Παραδείγματα αυτού του εικονογραφικού προγράμματος διατηρούνται στον Όσιο Λουκά στη Φωκίδα, στη Νέα Μονή της Χίου και στην εκκλησία του Δαφνίου στην Αττική.
 
Τα ψηφιδωτά
Τα ψηφιδωτά, καθώς προχωράμε στη μελέτη της παλαιοχριστιανικής αρχιτεκτονικής, είναι ένα άλλο αξιόλογο χαρακτηριστικό της διακόσμησης των ναών. Πρόκειται βέβαια για έναν τύπο δημιουργίας που είχε πρωτοεμφανιστεί και διαμορφωθεί τον 5ο πΧ αιώνα, παρόλα αυτά όμως στο Βυζάντιο έφτασε στην τελείωσή του. Αρχικά γινόταν χρήση των ψηφιδωτών για την κάλυψη επιφανειών, όπως δαπέδων κατοικιών, ανακτόρων, ναών και εσωτερικών τοίχων των χριστιανικών ναών. Τα ψηφιδωτά των δαπέδων ακμάζουν κατά τους αιώνες 4ο, 5ο και 6ο.
Διακοσμητικά θέματα έχουν, πλην του σταυρού και των θεμάτων από την Αγία Γραφή, τα γεωμετρικά σχέδια, φυτά, ζώα με συγκεκριμένες σκηνές κυνηγιού και αλληλοεξόντωσης, ακόμη και μυθολογικά θέματα συμβολικά και αλληγορικά. Τα ψηφιδωτά των τοίχων των ναών θα δώσουν τη μεγαλύτερη άνθιση στο είδος και καθώς συγκρινόμενα με τη ζωγραφική είναι συνθέσεις δύσκολες στην εκτέλεση αλλά και δαπανηρές γι' αυτούς που επιθυμούν την απόκτησή τους, θα βρουν πρόσφορο έδαφος εξαιτίας και των πολιτικών εξελίξεων και της κατίσχυσης του Χριστιανισμού στη Μεσόγειο των παλαιοχριστιανικών χρόνων.
Το χαρακτηριστικό των δημιουργών των ψηφιδωτών αυτών είναι ότι προσπαθούν και το κατορθώνουν να αποδώσουν την πνευματική περισσότερο υπόσταση των μορφών έναντι της σωματικής-υλικής, με έναν τρόπο υπερβατικό και με τονισμό των ματιών, κέντρου του ανθρώπινου ψυχισμού. Χαρακτηριστικά δείγματα ψηφιδωτών της δυτικής τέχνης είναι το Μαυσωλείο της κόρης του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ο ναός της Αγίας Μαρίας της Μείζονος και του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη, το Βαπτιστήριο της Μητροπόλεως στη Νεάπολη, το Μαυσωλείο της Γκάλα Πλακιδίας στη Ραβέννα.
Η βυζαντινή τέχνη είναι μια καθαρά θρησκευτική τέχνη και διακρίνεται για τον εσωτερισμό, το συμβολισμό, την υπερβατικότητα αλλά και τη συμβατική χρήση των μέσων έκφρασης. Ο συμβατισμός αυτός στηρίζεται σε δυο βασικά γνωρίσματα , 1ο, την αποδοχή τρόπων έκφρασης από την αρχαιότητα που δίνει έμφαση στην φυσική παρουσία της φιγούρας σαν μέσου έκφρασης και διατύπωσης μηνυμάτών και 2ο, κάτω από ανατολίτικες επιδράσεις, τη μεταμόρφωση των αρχαίων τύπων για χάρη μιας συμβολικής και υπερβατικής αποτίμησης της φιγούρας.

Στη μακραίωνη ιστορία της βυζαντινής τέχνης τα δύο αυτά χαρακτηριστικά βρίσκονται συχνά αντιμέτωπα ο εξωτερικός με τον εσωτερικό πνευματικό κόσμο, το ορατό με το αόρατο ασώματο, το φυσικό με το υπερφυσικό, πάντοτε όμως υπερισχύει το εσωτερικό.

‘Ομως η φύση και ο ορατός κόσμος δεν έχουν σοβαρή θέση στη βυζαντινή τέχνη. Ο χώρος στερείται προοπτικής και βάθους δέντρα, σπίτια, πόλεις αποδίδονται σχεδιαγραμματικά συνοπτικά. Στην προσπάθειά της να εξαΰλωση το φυσικό κόσμο η βυζαντινή τέχνη στοχεύει στη μεταβολή του φυσικού κόσμου σε σύμβολα, με την επιπεδοποίηση του όγκου την κατάργηση του βάρους τη μετωπικότητα, την καταστολή του προσωπικού συναισθήματος κτλ.

Πράγματι οι πολύ συγκρατημένες κινήσεις και χειρονομίες το πολύ αυστηρό πνευματικό και υπερκόσμιο ύφος στα πρόσωπα ακόμη και στις δραματικές ή τραγικές σκηνές είναι στοιχεία που δεν επιτρέπουν την έκφραση προσωπικού έντονου συναισθήματος χαράς, λύπης, απόγνωσης, γιατί αυτές οι ψυχικές εκδηλώσεις ταιριάζουν μόνο στη ν παρούσα πρόσκαιρη ζωή, όχι όμως στην αιώνια.

- «... ‘Ενθα ούκ έστι πόνος, ου λύπη, ου στεναγμός αλλά ζωή ατελεύτητος». Αρκετά από τα αυστηρά χαρακτηριστικά της βυζαντινής τέχνης κάνουν την εμφάνισή τους από τους πρώτους κιόλας αιώνες της χριστιανικής τέχνης, ενώ εκτοπίζουν σταδιακά τα δανεισμένα από την ειδωλολατρία στοιχεία μολονότι ποτέ δεν θα μπορέσουν να τα εξοστρακίσουν τελείως. Οι αρχαίοι τύποι έκφρασης θα κάνουν συχνό την εμφάνισή τους, όπως για παράδειγμα στους χρόνους του Ιουστινιανού και στους χρόνους του Κωνσταντίνου VII του Πορφυρογέννητου που ενθαρρύνει τις κλασικές σπουδές.

‘Υστερα από τις πρώτες «εκκλησίες» που στεγάζονταν στις κατακόμβες, οι πρώτοι ναοί κτίζονται στο πρότυπο της ρωμαϊκής βασιλικής ενός στενόμακρου οικοδομήματος, ή στα περίκεντρα κυκλικά οικοδομήματα των ρωμαϊκών χρόνων. ‘Ενας μάλιστα τύπος βυζαντινής βασιλικής, όπως είναι η Αγία Σοφία στην Κωνσταντινούπολη, στολίζεται με τρούλο. Αργότερα αναπτύσσονται κι άλλες ποικίλες κατόψεις που βασίζονται στο σχήμα του σταυρού που συνδυάζουν βαρελοειδείς θόλους, κεντρικό μεγαλοπρεπή τρούλο κι όμορφα επιβλητικά καμπαναριά.

Ενώ οι πρώτες παραστάσεις περιορίζονται σε διάφορα σύμβολα, στον ΙΧΘΥ, την άγκυρα, το παγώνι, την άμπελο και σε άλλα, όπως η συμβολική φιγούρα του καλού ποιμένα ή άλλες ολιγοπροσωπες και δίχως σύνδεση παραστάσεις, στους βυζαντινούς χρόνους οι συνθέσεις γίνονται πολυπρόσωπες και κοσμούν όλο το εσωτερικό των νοών. Είναι ψηφιδωτά και τοιχογραφίες με σκηνές από τη ζωή του Χριστού, της Παναγίας, των Αγίων της εκκλησίας, σκηνές από την Παλαιά Διαθήκη, από τα απόκρυφα συγγράμματα κτλ.
Πλάι στις μνημειακές αυτές συνθέσεις που συναντούμε σ’ όλο το χριστιανικό κόσμο, τη Ραβέννα και την Ιταλία, την Κωνσταντινούπολη, τις Σλαβικές χώρες, την Ελλάδα, Μικρά Ασία, τα νησιά και την Κύπρο, τη χριστιανική Ανατολή ως τη μακρινή Ρωσία, είναι και φορητή εικόνα με ανάλογες παραστάσεις όπως και στις μνημειακές συνθέσεις που αποτελούν μάλιστα αντικείμενα λατρείας.
Η αργυροχοία , χρυσοχοΐα, η υφαντική-κεντητική, αλλά και το ξυλόγλυπτο, απλό ή επιχρυσωμένο, είναι κλάδοι που ανθούν στα βυζαντινά χρόνια και συνδέονται άμεσα με την εκκλησία. Τις τέχνες αυτές συναντούμε στα ιερά σκεύη, στα άμφια, στα περίτεχνα ξυλόγλυπτα εικονοστάσια, προσκυνητάρια, θρόνους, άμβωνες κτλ.

Ενώ η ελληνιστική τέχνη και αργότερα η ρωμαϊκή απελευθερώνει τον καλλιτέχνη, σε κάποιο βαθμό, από την αποκλειστική εξυπηρέτηση της θρησκείας, η εμφάνιση του Χριστιανισμού στα ρωμαϊκά χρόνια βάζει ξανά την τέχνη κάτω από τη σφαίρα επιρροής της θρησκείας, από τα πρώτα κιόλας χρόνια. Τους πρώτους αιώνες της παλαιοχριστιανικής τέχνης θα ακολουθήσουν, τον 4ο αιώνα ως το 15ο αιώνα, η βυζαντινή τέχνη που θα επιβιώσει ως τις μέρες μας, πολύ εξασθενημένη φυσικά, ως βυζαντινή παράδοση.

Η χριστιανική αρχιτεκτονική εκδηλώνεται για πρώτη φορά με τους πρώτους μεγάλους ναούς της Χριστιανοσύνης που εμφανίζονται στη Ρώμη, όταν πια η θρησκεία επισημοποιείται. Αυτές οι εκκλησίες βασίζόνται σε περίκεντρα σχέδια και στο ρωμαϊκό σχέδιο της μακρόστενης βασιλικής. Με την Αγία Σοφία που κτίζει ο Ιουστινιανός στα 532-7 στο Βυζάντιο, λύνεται ένα σπουδαίο αρχιτεκτονικό πρόβλημα, η στήριξη ενός ημισφαιρικού τρούλου πάνω σε τετράγωνη βάση. Η Αγία Σοφία σύντομα γίνεται το σύμβολο της Χριστιανοσύνης, εγκαινιάζει μια λαμπρή περίοδο αρχιτεκτονικής δραστηριότητας και δίνει μάλιστα ένα πρότυπο σχέδιο για μίμηση.

‘Ομως κι άλλα σχέδια εκκλησιών εμφανίζονται εκτός από τη βασιλική με τρούλο. Ο τύπος που τελικά επικρατεί στο δεύτερο μισό του 9ου αιώνα είναι ο σταυροειδής με τρούλο, το σχέδιο που έχει στην τετραγωνική του κάτοψη εγγεγραμμένο τον ελληνικό σταυρό, με δύο βαρελοειδείς θόλους να τέμνονται και να σχηματίζουν σταυρό στο δε σημείο της τομής τους να υψώνεται τρούλος, όπως είναι για παράδειγμα η μικρή εκκλησία του Οσίου Λουκά στη Φωκίδα (11ος αι.)

Στους πολύ πλούσιους ναούς τα δάπεδα, οι κολόνες και σι τοίχοι κοσμούνται με ακριβά πολύχρωμα μάρμαρα, ενώ εξωτερικά οι τοίχοι και τα ανοίγματα των παραθύρων, τα καμπαναριά κτλ. διακοσμούνται με κεραμοπλαστικά στολίσματα. Πρόσθετη ομορφιά προσδίδουν τα μονόλοβα, δίλοβα ή τρίλοβα παράθυρα στους τοίχους και τα μικρότερα παράθυρα στο τύμπανο του τρούλου που αφήνουν το φως να λούζει μυστηριακά το εσωτερικό της εκκλησίας.

Παράλληλα με τη διακόσμηση του εσωτερικού με μάρμαρα και άλλα αρχιτεκτονικά μέσα, οι εκκλησίες στολίζονται με ζωγραφιές, τοιχογραφίες και ψηφιδωτά, με ξυλόγλυπτα εικονοστάσια, θρόνους και προσκυνητάρια, με φορητές εικόνες και άλλα. Οι παραστάσεις από ψηφιδωτά και τοιχογραφίες ιεραρχούνται και έχουν τη δική τους Θέση ανάλογα με το τι απεικονίζουν. Ψηλά στον τρούλο είναι η μορφή του Χριστού-Παντοκράτορα: στο θόλο ή ψηλά στους τοίχους σκηνές από τη ζωή του Χριστού και της Παναγίας, πιο χαμηλά παραστάσεις αγίων κτλ., ενώ στο τεταρτοσφαίριο του ιερού απεικονίζεται η Θεοτόκος δεόμενη, όρθια με υψωμένο τα χέρια ή καθιστή σε θρόνο.

Η χριστιανική τέχνη γενικά από την πρώτη κιόλας φάση της, την παλαιοχριστιανική, παρουσιάζεται λιτή, συμβολική, εσωτερική. Κι αυτό είναι απόλυτα κατανοητό, γιατί η νέα θρησκεία προετοιμάζει τον άνθρωπο για την πραγματική, αιώνια ζωή που είναι πνευματική, άυλη και υπερκόσμια. Μερικά από τα πιο γνωστά σύμβολα που πρώτο χρησιμοποιήθηκαν και που επέζησαν για αιώνες είναι ο ιχθύς, το μονόγραμμα Χ Ρ, η άγκυρα, το πλοίο, η άμπελος, ο καλός ποιμήν κτλ. ‘Οσο κι αν η νέα θρησκεία είναι διαμετρικά αντίθετη προς την κρατούσα ειδωλολατρική κι όσο κι αν η χριστιανική τέχνη θέλει να εκφράσει μια κοσμοθεωρία με καινούρια εικαστική γλώσσα, αυτό δε θα το πετύχει ολοκληρωτικά κι απόλυτα, σχεδόν ποτέ, πολύ δε περισσότερο στους πρώτους αιώνες. Οι τύποι της αρχαιότητας θα κάνουν πάντα την εμφάνισή τους, ανεπαίσθητα ή αισθητά και θα σμίγουν με τους νέους τύπους.

‘Ετσι οι τοιχογραφίες, τα ψηφιδωτά και οι ανάγλυφες σαρκοφάγοι του 3ου και 4ου αιώνα, ιδίως στη Δύση (Ρώμη), αποκαλύπτουν ακριβώς μια παλαιοχριστιανική τέχνη όχι απλώς επηρεασμένη αλλά βασισμένη σε παγανιστικά πρότυπα. Ο Χριστός για παράδειγμα στα πρώτα αυτά έργα παριστάνεται νεαρός και αγένειος σαν αρχαίος έφηβος. Σ’ ένα μάλιστα ψηφιδωτό, αρχές 4ου αι., στο υπόγειο του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη, ο Χριστός παριστάνεται σαν ήλιος σε άρμα που σέρνουν άλογα, μια ακόμα έκδοση του Απόλλωνα, ενώ παραστάσεις του «Καλού Ποιμένα» Θυμίζουν το «Μοσχοφόρο» της αρχαϊκής τέχνης· άλλες παραστάσεις του Δαβίδ με το λιοντάρι έλκουν μια μακρινή καταγωγή από τη Μεσοποταμία μέσω της αρχαίας Ελλάδας. Ακόμα και οι απεικονίσεις αγίων Θυμίζουν αρχαίους φιλοσόφους.

http://www.istoriatexnis.1sweethost.com/byzantini.htm