Κυριακή 27 Μαΐου 2018

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ: αγίου Ιωάννου, αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως του Χρυσοστόμου


ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ: (Ιω.ζ΄37-52 και η΄12)
Eπιλεγμένα αποσπάσματα από τον υπομνηματισμό του αγίου Ιωάννου, αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως του Χρυσοστόμου στην ευαγγελική περικοπή της Κυριακής της Πεντηκοστής(ομιλία ΝΒ΄από το υπόμνημα του αγίου στο Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο)
Μέρος Δεύτερο: υπομνηματισμός των χωρίων Ιω. ζ΄44-52 και η΄19
«Ἦλθον ον ο πηρέται πρς τος ρχιερες κα Φαρισαίους, κα επον ατος κενοι· διατί οκ γάγετε ατόν; πεκρίθησαν ο πηρέται· οδέποτε οτως λάλησεν νθρωπος, ς οτος νθρωπος(:Επέστρεψαν λοιπόν οι υπηρέτες στους αρχιερείς και Φαρισαίους, χωρίς να έχουν συλλάβει τον Χριστό και εκείνοι τους είπαν: ‘’γιατί δεν Τον φέρατε εδώ;’’ Αποκρίθηκαν οι υπηρέτες: ‘’Ποτέ μέχρι σήμερα άλλος άνθρωπος δεν δίδαξε με τόση σοφία, δύναμη και χάρη, με όση διδάσκει αυτός ο άνθρωπος’’)»[Ιω. ζ΄45-46].
Τίποτε καθαρότερο δεν υπάρχει από την αλήθεια, τίποτε απλούστερο, εάν εμείς δεν φερόμαστε με κακή διάθεση· όπως βεβαίως τίποτε δυσκολότερο δεν υπάρχει από το να επιδεικνύουμε δυσμενή διάθεση. Διότι ιδού: οι μεν Φαρισαίοι και οι Γραμματείς, οι οποίοι φαίνονταν δήθεν ότι είναι σοφότεροι, συναναστρέφονταν πάντοτε τον Χριστό, έχοντας όμως ως σκοπό τους να Τον επιβουλεύονται, και ενώ έβλεπαν θαύματα και διάβαζαν τις Γραφές, ουδεμία ωφέλεια συναπεκόμισαν, αλλά απεναντίας έπαθαν μεγάλη ζημία· οι δε υπηρέτες, ενώ δεν ήσαν σε θέση τίποτε να πουν από αυτά, από μία και μόνο δημόσια ομιλία Του σαγηνεύτηκαν, και ενώ έφυγαν και πήγαν εκεί που ήταν ο Ιησούς, με σκοπό να Τον δέσουν και να Τον συλλάβουν, επέστρεψαν δέσμιοι του θαυμασμού για Αυτόν

ΑΓΩΝΙΣΟΥ ΝΑ ΒΑΛΗΣ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑΣ ΣΟΥ ΤΟΝ ΘΕΟΝ - ΑΓ ΝΙΚΟΔΗΝΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ


Να γνωρίζεις ότι πολλές φορές θα αισθανθείς τον εαυτό σου να ενοχλείται και να λείπει από μέσα του αυτή η αγία ειρήνη και γλυκιά μοναξιά και αγαπητή ελευθερία, και μερικές φορές μπορεί να σηκωθεί από τις κινήσεις της καρδιάς σου μία σκόνη, που θα σε ενοχλήσει στην πορεία που πρόκειται να εκτελέσεις.
Και αυτό σου το παραχωρεί ο Θεός για μεγαλύτερο καλό σου. Θυμήσου ότι αυτός είναι ο πόλεμος από τον οποίον οι άγιοι έλαβαν τα στεφάνια των μεγάλων μισθών. Σε όλα εκείνα που σε συγχίζουν πρέπει να πείς: «Κύριέ μου, βλέπεις εδώ τον δούλο σου, ας γίνει σε μένα το θέλημά σου.
Γνωρίζω και το ομολογώ ότι η αλήθεια των λόγων σου παραμένει πάντοτε σταθερή και οι υποσχέσεις σου είναι αψευδείς και σ αυτές ελπίζω. Εγώ παραμένω μόνον για σένα». Ευτυχισμένη, βέβαια, είναι η ψυχή εκείνη που προσφέρεται με τον τρόπο αυτό στον Κύριό της, κάθε φορά που ενοχληθεί ή συγχισθεί. Και αν παραμείνει ο πόλεμος αυτός και δεν μπορέσεις έτσι γρήγορα, όπως θέλεις να ενώσεις το θέλημά σου με το θέλημα του Θεού, μην δειλιάσεις γι αυτό ούτε να λυπηθείς.
Αλλά συνέχισε να προσφέρεις τον εαυτό σου και να προσκυνάς και θα νικήσεις.Ρίξε μία ματιά και στον κήπο που ήταν ο Χριστός σου και που τον αποστρεφόταν η ανθρωπότητα λέγοντας: «Πατέρα, αν είναι δυνατό, ας παρέλθει το ποτήριο αυτό από εμένα». Αλλά αμέσως διέταξε να βάλει την ψυχή του σε μοναξιά και με ένα θέλημα απλό και ελεύθερο έλεγε με πολύ βαθειά ταπείνωση: «αλλά όχι όπως θέλω εγώ, αλλά όπως Εσύ» (Ματθ. 26,39).
Όταν βρίσκεσαι σε κάποια δυσκολία, μην υποχωρήσεις καθόλου, αν δεν υψώσεις πρώτα τα μάτια σου στο Χριστό, πάνω στο σταυρό, και θα δεις τυπωμένο εκεί με μεγάλα γράμματα ότι κι εσύ πρόκειται να οδηγηθείς στην θλίψη εκείνη και τον τύπο αυτόν αντέγραψέ τον με τα έργα στον εαυτό σου, και όταν καμμιά φορά ενοχληθείς από την αγάπη του εαυτού σου, μην δειλιάσεις, ούτε να χωρισθείς από το σταυρό, αλλά τρέξε σε προσευχή και δείξε υπομονή στην ταπείνωση, μέχρις ότου νικήσεις την θέλησή σου και θελήσεις να γίνει σε σένα το θέλημα του Θεού.
 Και αφού αναχωρήσεις από την προσευχή, συγκεντρώνοντας μόνον τον καρπόν αυτόν, να σταθείς χαρούμενος. Αλλά αν δεν έφθασε σ αυτό η ψυχή σου, ακόμη παραμένει νηστική και χωρίς την τροφή της. Αγωνίζου ώστε να μην κατοικήσει στην ψυχή σου κανένα άλλο πράγμα, ούτε για λίγο χρονικό διάστημα, παρά μόνον ο Θεός.
 Μή λυπάσαι και μην πικραίνεσαι για κανένα πράγμα, ούτε να παρατηρείς τις πονηριές και τα κακά παραδείγματα των άλλων, αλλά ας είσαι σαν ένα μικρό παιδί, που δεν υποφέρει από καμμία από τις πικρίες αυτές, αλλά τα ξεπερνά όλα χωρίς καμία βλάβη.
https://paraklisi.blogspot.gr/2017/05/blog-post_510.html

Τό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα, Ψυχοσαββάτου, ΑΓ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ


 πρωτοπρεσβ. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος 

 Τό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα, ποῦ ἐμμελῶς ἐπαγγέλλεται στή Θεία Λειτουργία τοῦ Ψυχοσαββάτου, προέρχεται ἀπό τήν A΄ Θεσ. ἐπιστολή τοῦ Ἄπ. Παύλου καί συγκεκριμένα ἀπό τό Δ΄ κεφ. καί περιλαμβάνει τούς στίχους 13 ἕως 17. Ἡ περικοπή αὐτή κάνει λόγο περί τῶν κεκοιμημένων καί περί ἀναστάσεως. Γι’ αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία μας καθόρισε νά ἀναγινώσκεται σέ κάθε ἐξόδιο ἀκολουθία, ὅπως ἐπίσης καί στά δύο ψυχοσάββατα, τό Σάββατο πρό τῶν Ἀπόκρεω καί τό Σάββατο πρό τῆς Πεντηκοστῆς.
 Θά προσπαθήσουμε, λοιπόν, νά ἀναλύσουμε αὐτούς τούς πέντε στίχους μέ τήν βοήθεια ἑνός ἀπό τούς ἀρίστους ἑρμηνευτές τῶν ἐπιστολῶν τοῦ Ἄπ. Παύλου, τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου.
   Ὁ πρῶτος στίχος λέει :«οὐ θέλομεν δέ ὑμᾶς ἁγνοεῖν, ἀδελφοί, περί τῶν κεκοιμημένων».
Ἐδῶ ὁ θεῖος Ἀπόστολος ξεκινᾶ τόν περί ἀναστάσεως λόγο, διότι, ἄν καί πρότερον εἶχε μιλήσει στούς Θεσσαλονικεῖς γι’ αὐτόν, τώρα, ὅμως, φανερώνει καί ξεσκεπάζει σ’ αὐτούς ἕνα μυστηριῶδες νόημα περί τῆς ἀναστάσεως. Διότι, οἱ Θεσσαλονικεῖς, ἄν καί εἶχαν ὅλη τήν γνώση περί ἀναστάσεως, ἐντούτοις θρηνοῦσαν ὑπέρ τό πρέπον τούς κεκοιμημένους καί ἀποθανόντας ἀδελφούς. Γι’ αὐτό τώρα ὁ Ἄπ. Παῦλος διορθώνει αὐτό τό σφάλμα. Ἐπειδή πολλά πράγματα, ὅταν δέν τά ξέρουμε, μᾶς λυποῦν, ἀφοῦ, ὅμως, τά μάθουμε, ἐλευθερωνόμαστε ἀπό τήν λύπη τους, γι’ αὐτό ὁ Ἄπ. Παῦλος λέει ὅτι «δέν θέλω νά μήν ξέρετε, ἀδελφοί». Δέν εἶπε «περί τῶν ἀποθανόντων», ἀλλά «περί τῶν κεκοιμημένων», γιά νά δείξει ὅτι καί ἀπό αὐτό τό ὄνομα, πού λαμβάνουν οἱ ἐν Χριστῷ κοιμηθέντες, φανερώνουν ὅτι πρόκειται νά ἀναστηθοῦν˙ διότι, φυσικά, ὅποιος κοιμᾶται, αὐτός πρόκειται νά σηκωθεῖ.
Ἐν συνεχεία, ὁ δεύτερος στίχος λέει: «ἵνα μή λυπῆσθε, καθώς καί οἱ λοιποί οἱ μή ἔχοντες ἐλπίδα».
Ἐκεῖνοι, λέει ὁ Ἄπ. Παῦλος, πρέπει νά λυποῦνται καί νά θρηνοῦν μέ ὑπερβολή τούς ἀποθανόντας, ὅσοι δέν ἔχουν ἐλπίδα. Τίνος πράγματος δέν ἔχουν ἐλπίδα; Τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν. Ποιοί δηλ. εἶναι αὐτοί; Οἱ ἄπιστοι καί οἱ ἀσεβεῖς. Καί ὄχι ἐσεῖς οἱ Χριστιανοί, πού ἔχετε ἐλπίδα ὅτι πρόκειται νά ἀναστηθεῖτε μέ ἀφθαρσία καί δόξα.
Ἄς ἀκούσουμε ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί, μᾶς παροτρύνει ὁ ἅγιος Νικόδημος, αὐτά τά λόγια του Ἄπ. Παύλου καί ἄς τρομάξουμε, διότι κλαίοντας τούς ἐν Χριστῷ κοιμηθέντας ἀδελφούς μας, κατά μέν τόν ἱερό Χρυσόστομο, πικρῶς, κατά δέ τόν Θεοδώρητο, ἀμέτρως, γινόμαστε ὅμοιοι μέ τούς ἀσεβεῖς καί ἀπίστους, πού δέν ἔχουν ἐλπίδα ἀναστάσεως. Ρωτάει, λοιπόν, ὁ ἅγιος Νικόδημος τόν Ἄπ. Παῦλο : «Τί, λοιπόν, ὦ μακάριε Παῦλε; Γι’ αὐτό δέν θέλεις νά ἀγνοοῦν περί τῶν κεκοιμημένων οἱ Θεσσαλονικεῖς, μόνο γιά νά μή λυποῦνται; Καί πῶς δέν λές καλύτερα, ὅτι δέν θέλεις νά ἀγνοοῦν, γιά νά μήν κολαστοῦν, ἀλλά γιά νά μήν λυποῦνται»; Καί ἀποκρίνεται ὁ Ἄπ. Παῦλος : «Ναί, ἐγώ τούς λέω νά μήν λυποῦνται γιά τούς κεκοιμημένους, γιατί αὐτή ἡ λύπη ἡ ὑπερβάλλουσα προξενεῖ σ’ αὐτούς τήν κόλαση».

«Σταχυολόγηση καί διασκευή κειμένων ἀπό τά «Πνευματικά Γυμνάσματα» τοῦ ὅσίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου»

 
 «Σταχυολόγηση καί διασκευή κειμένων
ἀπό τά «Πνευματικά Γυμνάσματα»
τοῦ ὅσίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου»
Πῶς λοιπόν μπορεῖ νά γιατρευτεῖ ἡ φοβερή ἀρρώστια τῆς ὑπερηφάνειας; Αὐτή μπῆκε μέσα στήν καρδιά μας καί μᾶς ἔκανε πνευματικά φτωχούς καί δυστυχισμένους. Μᾶς φούσκωσε σάν τ᾿ ἀσκιά καί μᾶς ἀπογύμνωσε ἀπό κάθε ἀρετή. Ἔτσι ἐφαρμόζεται σέ μᾶς τό ρητό τοῦ σοφοῦ Σειράχ:
«Τρία εἴδη ἐμίσησεν ἡ ψυχή μου καί προσώχθισα σφόδρα τῇ ζωῇ αὐτῶν· πτωχόν ὑπερήφανον, καί πλούσιον ψεύστην, γέροντα μοιχόν ἐλαττούμενον συνέσει»1.
Καί ἐπειδή ἡ μεγαλύτερη ὑπερηφάνεια εἶναι τό νά πιστέψουμε ὅτι μποροῦμε νά γιατρέψουμε τήν ψυχική αὐτή ἀσθένεια μέ τίς δικές μας δυνάμεις, γι᾿ αὐτό ἡ μόνο θεραπεία εἶναι νά προστρέξουμε στό Θεό καί νά Τόν παρακαλέσουμε μαζί μέ τόν Προφήτη Δαβίδ, λέγοντας:
«Μή ἐλθέτω μοι πούς ὑπερηφανίας»2. Δηλαδή: Μήν παραχωρήσεις, Κύριε, νά βάλει τό πόδι της ἡ καταραμένη ὑπερηφάνεια στήν ψυχή μου.Πρῶτα πρέπει νά θεραπευτοῦν ὁ νοῦς καί ἡ θέληση τῶν ὑπερηφάνων.
Ὁ νοῦς θεραπεύεται μέ τό νά γνωρίζει ὁ ἄνθρωπος πώς εἶναι ἕνα τίποτα μπροστά στό Θεό καί στούς ἁγίους, καί πώς ἡ δόξα τοῦ κόσμου εἶναι ἕνας καρπός πού δέν τόν τρέφει ἀλλά τόν φαρμακώνει. Ὁ Θεός, ἀφοῦ ἔκανε ὅλο τόν κόσμο, μέ ἄπειρη ἀγαθότητα τόν πρόσφερε στούς ἀνθρώπους γιά νά τόν ἀπολαμβάνουν καί νά δοξάζουν Ἐκεῖνον. Γιά τόν ἑαυτό Του κράτησε μόνο τή δόξα, πού «φύσει» Τοῦ ἀνήκει. Θυμηθεῖτε τί ἔλεγαν οἱ ἄγγελοι:
«Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καί ἐπί γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία»3.
Μέ τό νά θέλουν οἱ ὑπερήφανοι νά κλέψουν αὐτή τή δόξα, φανερώνουν θρασύτητα καί ἀναίδεια μπροστά στή μεγαλειότητα τοῦ Θεοῦ.
Οὐαί κι ἀλλοίμονο σ᾿ ἐκεῖνον πού πηγαίνει γυρεύοντας νά τόν τιμάει ὁ κόσμος. Γιατί δέν ὑπάρχει τίποτα ματαιότερο ἀπό τήν τιμή. Καί νά γιά ποιούς λόγους:
Πρῶτα-πρῶτα ἡ τίμή αὐτή καθεαυτή εἶναι μάταιη, γιατί δέν μπορεῖ οὔτε νά μᾶς προσθέσει οὔτε νά μᾶς ἀφαιρέσει τίποτα. «Ἐάν ἐγώ δοξάζω ἐμαυτόν, ἡ δόξα μου οὐδέν ἐστιν», ἔλεγε ὁ Ἰησοῦς στούς Ἰουδαίους4, πού σημαίνει, πώς ἄν ἐγώ ἀποδίδω, γιά τίς ἱκανότητές μου, δόξα στόν ἑαυτό μου, ἀντί νά τήν ἀποδίδω ὅλη στό Θεό, ἡ δόξα μου εἶναι μηδέν. Κρίνε τώρα ἐσύ πόσο περισσότερο μηδέν εἶναι ὁ ἔπαινος καί ἡ τιμή πού ζητᾶμε ἀπό τόν κόσμο.
Εἶναι μάταιη ἐπιπλέον ἡ δόξα καί ἀπό τήν πλευρά ἐκείνων, πού τή δίνουν. Γιατί αὐτοί, μέ τό νά μή γνωρίζουν τί ταλαίπωρος καί ἁμαρτωλός εἶσαι ἐσωτερικά, καί ὑπολογίζοντας μόνο στήν ἐξωτερική σου ἐμφάνιση, ποιά ἄλλη δόξα μποροῦν νά σοῦ δώσουν, παρά ἐκείνη πού θά ᾿ διναν σ᾿ ἕνα στολισμένο τάφο, ἀπ᾿ ἔξω λαμπρό κι ἀπό μέσα γεμάτο βρώμα καί σαπίλα; Θυμήσου τό λόγο τοῦ Κυρίου:

Ποίημα του εν Αγίοις Πατρός ημών Νικόδημου του Αγιορείτου.. Πέτρε, Παύλε


Ποίημα του εν Αγίοις Πατρός ημών 
Νικόδημου του Αγιορείτου
Τους συν ανθρώποις πριν φανέντας αγγελόφρονας,
και συν Αγγέλοις Θεούς ήδη χρηματίζοντας,
Αγγελικοίς άσμασι και θεοπρεπέσιν,
Αποστόλων τους εξάρχους ευφημήσωμεν,
Ώς σωτήρας των ψυχών ημών υπάρχοντας,
Χαίρε κράζοντες, Πέτρε, Παύλε Απόστολοι.
Άναρχος ών τω χρόνω, αρχήν είληφε χρόνου, ο χρόνων Ποιητής Θεός
Λόγος· και πεμφθείς ημίν προς του Πατρός, Απόστολος άκρος σε Πέτρε δείκνυσι, πρωτόθρονον Απόστολον δι’ ο προσαγορεύομέν σε.
Χαίρε, χορού μαθητών ακρότης
χαίρε, Χριστού απορρήτων μύστης.
Χαίρε, Θεολόγων απάντων υπέρτατε
χαίρε, οικονόμων του Πνεύματος πρώτιστε.
Χαίρε, ότι απεκάλυψεν ο Πατήρ σοι τον Χριστόν
χαίρε, ότι ανεκήρυξας Τούτον αληθή Θεόν.
Χαίρε, αρραγεστάτη πέτρα της Εκκλησίας·
χαίρε, βασιμωτάτη κρηπίς ομολογίας.
Χαίρε, αρχή στοιχειώδης Πίστεως·
χαίρε, φωστήρ Ουρανίου γνώσεως.
Χαίρε, δι’ ού ο Χριστός εδοξάσθη·
χαίρε, δι’ ου ο Σατάν κατησχύνθη
Χαίρε Πέτρε Απόστολε.
Βλέμμα το νοερόν σου εκκαθάρας, εισέδυς εις κόλπους τους πατρώους
ώ θαύμα! και είδες εν αυτοίς τον Χριστόν, ανομμάτως Πέτρε
Θεόν συνάναρχον, Πατρί τε και τω Πνεύματι, κηρύττων Τούτον και κραυγάζων
Αλληλούια.
Γνώσεως απροσίτοις, ελλαμφθείς φρυκτωρίαις*, φωτός εν Ουρανώ
σοι οφθέντος, και νικώντος ηλίου φώς, ανειλκύσθης Παύλε προς Πίστιν
ένθεον και σκεύος εχρημάτισας της εκλογής· δι’ ο ακούεις·
Χαίρε, φωτός απλέτου διόπτρα
χαίρε, Χριστού μυστηρίων μύστα.
Χαίρε, Εκκλησίας ο ρήτωρ ο εύλαλος·
χαίρε, οικουμένης ο κήρυξ ο πάνσοφος.
Χαίρε, ώ Κόσμος εσταύρωται, ότι εν σοι ζη Χριστός·
χαίρε, ός Κόσμω εσταύρωσαι, οτι συ ζεις εν Χριστώ.
Χαίρε, ότι ανέβης Ουρανού έως τρίτου·
χαίρε, ότι ηρπάγης εις πλάτος Παραδείσου.
Χαίρε, Εθνών ο μέγας Διδάσκαλος·
χαίρε, πιστών Πατήρ δια Πνεύματος.
Χαίρε, δι’ ου ο Κόσμος εφωτίσθη·
χαίρε, δι’ ού το σκότος απηλάθη
Χαίρε Παύλε Απόστολε.
Διαβάς την των όντων φύσιν πάσαν ώ Παύλε, Χριστώ τω εραστώ
εκολλήθης, και ώφθης μετ’ Αυτού Πνεύμα εν, Χριστώ ζών μόνω, Χρι­στού
ερών, Χριστόν ηγούμενος πνοήν και φώς και έρωτα, και ψάλλων Τούτω
Αλληλούια.
Εισελθών θεωρίας τον υπέρφωτον γνόφον, ενέβαψας τα χείλη σου, Πέτρε·
και θεώσεως πρώτος πλησθείς, του ενθέου δώρου ημίν μετέδωκας,
σοίς θεογράφοις ρήμασι δι’ ο σοι προσφωνούμεν ταύτα·
Χαίρε, Θεέ Θεώ ηνωμένε·
χαίρε, Φωτός ανεσπέρου γόνε.
Χαίρε, αλιεύ των αλιέων όρχαμε
χαίρε, Ουρανέ των Ουρανών ανώτερε.
Χαίρε, ότι θείας φύσεως ανεδείχθης κοινωνός·
χαίρε, οτι θεούς έδειξας των ανθρώπων τούς υιούς.
Χαίρε, της Εκκλησίας σύμβουλε αναγκαίε
χαίρε, της Χριστού Ποίμνης προστάτα γηραλέε.
Χαίρε, νοών τερπνότατον ήδυσμα·
χαίρε, βροτών το θείον εντρύφημα.
Χαίρε, δι’ ου η Πίστις εφηπλώθη·
χαίρε, δι’ ού η πλάνη κατηργήθη·
Χαίρε Πέτρε Απόστολε.
Ζωής ρήματα έχεις αιωνίου ο Πέτρος, τη Πέτρα της ζωής ανεβόα·
και ημείς προς τίνα εκτός Σού, απελευσόμεθα και ζησόμεθα; το φίλτρον ενδεικνύμενος το περί τον Δεσπότην, κράζων
Αλληλούια.
Ηρπάγης εις τα ύψη αιωνίων ορέων, και έξω πάντων γέγονας Παύλε,
αισθητών ομού και νοητών, ουκ εν διανοία άλλ’ εν τω Πνεύματι συν
ύλη η ως άϋλος, ο Θεός οίδε· δι ο κράζω·
Χαίρε, Χριστού ο μανικός έρως·
χαίρε, Θεού ο γνήσιος φίλος.
Χαίρε, αρπαγής ο γνωρίσας μυστήριον
χαίρε, σιωπής νοεράς εργαστήριον.
Χαίρε, ότι πάντα σκύβαλα ήγησαι δια Χριστόν
χαίρε, οτι πάντα γέγονας, ίνα σώσης τους πολλούς.
Χαίρε, Θεού σοφίας πολυχώρητον σκεύος
χαίρε, κύκλον εν κύκλω δείξας Χάριν εν Νόμω.
Χαίρε, πυκνόν Χριστού αδολέσχημα·
χαίρε, γλυκύ Ιησού μελέτημα.
Χαίρε, οις μεν οσμή ζωηφόρος
χαίρε, οις δε οσμή του θανάτου·
Χαίρε Παύλε Απόστολε.
Θεουργεί καθ’ εκάστην τους ανθρώπους ώ Παύλε, σεπτών επιστολών
σου τα φώτα· δι’ ών οι γνωστικοί αληθώς, μεταμορφούμενοι προς
ξένην θέωσιν, την δόξαν, ως τις έφη, κατοπτρίζονται Θεού, βοώντες·
Αλληλούια.
Ίδιον ουκ εκτήσω επί γης Σίμων Πετρε, χρυσόν ουκ άργυρον εις την
ζώνην. Ιησού δε Όνομα φρικτόν έχων διεδίδως προίκα μακάριε, και
δι’ Αυτού τα θαύματα ενήργεις τοίς βοώσι τάδε
Χαίρε, ψυχής ξένη αμβροσία
χαίρε, σαρκός νεκταρώδες πόμα.
Χαίρε, αβλεπτούντων το θείον κολλούριον*·
χαίρε, ασθενούντων ξενήκουστον φάρμακον.
Χαίρε, ότι ζώσαν ήγειρας την θανούσαν Ταβιθάν
χαίρε, οτι νεκράν έδειξας την Σάπφειραν παραυτά*.
Χαίρε, ο Ανανίαν νεκρόν άφνω ποιήσας·
χαίρε, ο λόγω μόνω τον παράλυτον σφίγξας.
Χαίρε, πηγή υγείαν προχέουσα.
χαίρε, κρουνέ βλυστάνων ιάματα.
Χαίρε, σκιά ο νόσους απελάσας
χαίρε, ευχή ο Σίμωνα νεκρώσας·
Χαίρε Πέτρε Απόστολε.
Κατεθέλχθης τω κάλλει, της Θεότητος, Πέτρε, Χριστού της αστραψάσης
εν όρει δι’ ό εστολισμένην ορών νυμφικώς απείρου φωτός
ελλάμψεσι, καλόν έστιν ώδε μένειν, εκστατικώς εβόας, ψάλλων.
Αλληλούια.
Λόγους τους αποκρύφους των υψίστων δογμάτων, Χριστού οικονο­μίας
ω Παύλε, εκ των αδύτων προενεγκών, ερμηνεύεις τούτους
υπερφυέστατα, τους πιστούς διεγείρων, συν θαύματι αναβοάν σοι
Χαίρε, κλεινόν θαύμα Αποστόλων
χαίρε, Καινής Γραφής καλλιστείον.
Χαίρε, θεοπνεύστων λογίων η άβυσσος·
χαίρε, θεοσόφων νοημάτων πέλαγος.
Χαίρε, θείας ενσαρκώσεως υψηγόρε ερμηνεύ·
χαίρε, βίβλε θεοχάρακτε δυσαντίβλεπτε νοϊ.
Χαίρε, θείε ταμία θησαυρών Ουρανίων
χαίρε, η αναγκαία ύλη των Διδασκάλων.
Χαίρε, λαβών τα Έθνη εις σχοίνισμα*·
χαίρε, πυκνά τελέσας τεράστια.
Χαίρε, Χριστού Όνομα ο βαστάσας
χαίρε, σκηνής αρχιτέκτων της νέας
Χαίρε Παύλε Απόστολε.
Μέγα θαύμα ωράθη, εν τω τέλει της θείας ζωής σου ώ μακάριε Παύλε·
τμηθείσα γάρ σου η κεφαλή, τρισσάκις εις ύψος ήλατο, τοις άλμασιν
ως άσμασιν, αινούσα την Τριάδα ούτως·
Αλληλούια.
Νέον λαόν ειργάσω, διά Πνεύματος θείου, λαόν τον παλαιόν Ιουδαίων,
θεογενεσίας τω λουτρώ, εγκαινίσας τούτους Πέτρε αοίδιμε, και
οίκους ενδειξάμενος της Χάριτος, ούτω βοώντας·
Χαίρε, σκιάς Νόμου καθαιρέτα·
χαίρε, στερρά στήλη αληθείας.
Χαίρε, Ισραήλ ο εκστήσας του γράμματος·
χαίρε, ο Χριστώ τούτον δήσας εν Πνεύματι.
Χαίρε, ότι της Θεότητος το φως είδες εν Θαβώρ·
χαίρε, ότι άλλος γέγονας ήλιος ολολαμπής.
Χαίρε, φωτός νεφέλης ένδον ο εισχωρήσας·
χαίρε, φωνής Πατρώας ακουστής χρηματίσας.
Χαίρε, λαβών τον Νόμον του Πνεύματος· ·
χαίρε, κληθείς προς Χριστού μακάριος.
Χαίρε, πλούτων αυθεντίαν εν λόγοις·
χαίρε, πιστούς εν υπομονή σώσας
Χαίρε Πέτρε Απόστολε.
Ξένως επί του όρους, διπλούν έπαθες πάθος, κατ’ αίσθησιν και νόησιν
Πέτρε· νικηθέντων γάρ φωτός τη προσβολή, σών φυσικών μόνος
Θεός εφαίνετο, δια ψυχής και σώματος· ‘Ω και πρηνής εβόας ένθους·
Αλληλούια.
Ουρανός ανεδείχθης νοητός, Θεού δόξαν τοις πάσι διηγούμενος Παύλε·
και φθόγγος σου εις πάσαν γην εξήλθε, κηρύττων Τριάδα άκτιστον,
και Θεού Υιόν τον Χριστόν, τοις Έθνεσιν, ούτω βοώσι·
Χαίρε, πλούτων Πνεύματος τα βάθη·
χαίρε, αύχών* την άληστον γνώσιν*.
Χαίρε, της Τριάδος ο οίκος ο πάνσεπτος·
χαίρε, της δυάδος των φύσεων τέμενος.
Χαίρε, πλάτος απερίληπτον της αγάπης της διπλής·
χαίρε, μήκος προαιώνιον του θείου Προορισμού.
Χαίρε, θεολογίας το απρόσιτον ύψος·
χαίρε, οικονομίας αθεώρητον βάθος.
Χαίρε, βουλών Θεού τηλεσκόπιον
χαίρε τραχύ όρος αποκαλύψεων,
Χαίρε, το πυρ όλης της θεοπτίας
χαίρε, βαθύ φρέαρ θεοσοφίας·
Χαίρε Παύλε Απόστολε.
Πόθω τους απυθμάντους ψηλαφήσας κευθμώνας, βυθού του ανωτάτω
ώ Παύλε, εύρες μαργαρίτας εν αυτοίς, σιγήν νοεράν έκπληξίν τε
έκστασιν, κατάπαυσιν, ανάτταυσιν, χαράν μετά του υποψάλλειν ούτως·
Αλληλούια.
Ρήτορας κενολόγους, και σοφούς ως ασόφους έδειξεν ο ιδιώτης Πέ­τρος,
τη θεοσοφία στομωθείς, και πυρίνη γλώσση του Θείου Πνεύ­ματος·
εγείρων τους πιστεύοντας, βοάν αυτώ από καρδίας·
Χαίρε, σεπτόν Παρακλήτου στόμα·
χαίρε, πυρί στομωθείσα γλώσσα.
Χαίρε, της σοφών σοφίας η κατάργησις·
χαίρε, συνετών συνέσεως αθέτησις.
Χαίρε, Πέτρε χαριέστατε, η λευκή περιστερά·
χαίρε, πίναξ θεομόρφωτε, πάντων των μακαρισμών.
Χαίρε, της Βασιλείας Ουρανών ο κλειδούχος·
χαίρε, των Μυστηρίων του Χριστού ταμιούχος.
Χαίρε, πιστών το πολιόν φρόνημα·
χαίρε, κλεινόν της Χάριτος άγαλμα.
Χαίρε, πυρός έξαλμα* ουρανίου·
χαίρε, φωτός μύημα αδιδάκτου·
Χαίρε Πετρε Απόστολε.
Σύμβολον της αγάπης, ο Χριστός της ιδίας, νομήν την των προβάτων
δεικνύων, ει φιλείς με Πέτρε έφη σοι, ποίμαινε προθύμως τα εμά πρόβατα·
ά και χαίρων εποίμανας, δι’ αγάπησιν θείαν, κράζων.
Αλληλούια.
Τί μοι πλούτος και δόξα, και τρυφή φθειρομένη; βοά η του Χριστού
Εκκλησία· εμοί πλούτος και δόξα και τρυφή, ο Παύλος υπάρχει η­δύ
φθεγγόμενος, και ρητορεύων ύψιστα· όν και κατασπαζομένη κράζω·
Χαίρε, η σάλπιγξ της αληθείας·
χαίρε, κιθάρα θεολογίας.
Χαίρε, αηδών ουρανού η ηδύλαλος·
χαίρε, χελιδών του Χριστού ή πολύφωνος.
Χαίρε, λύρα μελωδήσασα Ευαγγέλιον Λουκά
χαίρε, όργανον πνεόμενον Παρακλήτου ταίς πνοαίς.
Χαίρε, γλώσσα πυρίπνους, ή τα θεία βροντώσα
χαίρε, νάβλα* κιννύρα*, και του Πνεύματος Μούσα.
Χαίρε, σεμνόν ωτίων μου ήδυσμα
χαίρε, εμών κροτάφων ανάπαυλα.
Χαίρε, δι’ ου των ειδώλων ερρύσθην
χαίρε, δι’ ου τω Χριστώ προσηρμόσθην
Χαίρε Παύλε Απόστολε.
Υπερβάς την της ύλης ατακτούσαν δυάδα*, Δυάδα Χριστού φύσεως
έγνως· καθαρθείς δε ψυχής το τριμερές, της Τριάδος ώφθης επόπτης
άϋλος, αϋλως συγγινόμενος, και ψάλλων Παύλε εκ καρδίας ταύτη·
Αλληλούια.
Φως το πρώτον σε Πέτρε, εκ Παρθένου εκλάμψαν, φως δεύτερον ανέδειξε
κόσμω, ταις φαεινοτάταις αστραπαίς της θεογνωσίας, αυγάζον
άπαντας, και διεγείρον ύμνοις σε χαριστηρίοις αναμέλπειν
Χαίρε, το φως των εσκοτισμένων
χαίρε, οδός των πεπλανημένων.
Χαίρε, των θαυμάτων Χριστού κήρυξ πρώτιστε·
χαίρε, Παθημάτων Αυτού μάρτυς άριστε.
Χαίρε, ότι άδου κάθοδον σαφηνίζεις μόνος σύ·
χαίρε, ότι την Ανάστασιν πρώτος ήγγειλας λαοίς.
Χαίρε, δημηγορήσας την χύσιν Παρακλήτου·
χαίρε, υπαγορεύσας Ευαγγέλιον Μάρκου.
Χαίρε, λαμπτήρ Εθνών ο πρωτόφωτος·
χαίρε, Χριστού ίππος ο αγιόλεκτος.
Χαίρε, λαμπρέ παρήλιε Ηλίου
χαίρε, Θεού μίμημα αμιμήτου·
Χαίρε Πετρε Απόστολε.
Χαίρεις ανεκλαλήτως εν υψίστοις ώ Πέτρε, Χριστώ τω ποθητώ Διδασκάλω,
οία Θεός αμέσως Θεώ, τω φύσει ο θέσει νυν παριστάμε­νος,
και δόξης εμφορούμενος θεαρχικής, βοών απαύστως·
Αλληλούια.
Ψάλλεις παναρμονίως τω Θεώ τη Τριάδι, τον ύμνον τον Τρισάγιον
Παύλε και πνεύματι λόγω και νοϊ ηνωμένοις βλέπεις Νουν Λόγον
Πνεύμα τε, εικόνι το Αρχέτυπον, θεός θεόν δι’ ο ακούεις·
Χαίρε, εικών αρχετύπου κάλλους
χαίρε, Θεού δογμάτων το κράτος.
Χαίρε, νοητοί κόσμου η ανακάλυψις·
χαίρε, νοερών Ταγμάτων η φανέρωσις.
Χαίρε, στόμα το Χριστόλαλον, Χρυσοστόμου η πνοή
χαίρε, νου θεοειδέστατε, Διονυσίου αυγή
Χαίρε, των αθεάτων θεατά θεαμάτων
χαίρε, των ανηκούστων ακουστά ακουσμάτων.
Χαίρε, καρπών του Πνεύματος έμπλεως
χαίρε, Αυτού Χαρίτων ανάμεστος.
Χαίρε, οι ου η Τριάς εκηρύχθη·
χαίρε, δι’ ου η Μονάς εδοξάσθη·
Χαίρε Παύλε Απόστολε.
Ω γλυκύτατε Πέτρε, και παμφίλτατε Παύλε, Πατέρες της ημών
ευσεβείας (εκ γ’) εφύμνιον τούτο το βραχύ, ως μικρών νηπίων
ψελλισμόν δέξασθε, και δόξης αιωνίου αξιώσατε, τους μελωδούντας·
Αλληλούια.
https://paraklisi.blogspot.gr/2017/06/blog-post_101.html#more

ὸ Σῶμα καὶ Αἷμα τοῦ Κυρίου,ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ


ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ Αφού ξυπνήσεις το πρωί,


ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
Αφού ξυπνήσεις το πρωί, και αφού προσευχηθείς κάμποση ώρα, λέγοντας, Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ του Θεού ελέησόν με, το πρώτο πράγμα, που έχεις να στοχασθείς είναι αυτό · το να σου φανεί πως βλέπεις τον εαυτό σου περικλεισμένο μέσα σ’ έναν τόπο, και στάδιο, το οποίο δεν είναι άλλο, παρά η ίδια σου η καρδιά, και όλος ο εσωτερικός άνθρωπος · μ’ αυτό τον νόμο, ότι, όποιος εκεί δεν πολεμήσει, να μένει πάντοτε πεθαμένος · και μέσα σ’ αυτό λογάριασε πως βλέπεις εμπρός σου εκείνο τον εχθρό, και εκείνη την κακή σου όρεξη, την οποία αποφάσισες για να πολεμήσεις, και είσαι έτοιμος να πληγωθείς και να πεθάνεις, αρκεί μόνο να την νικήσεις. Και από μεν το δεξί μέρος του σταδίου, νόμισε πως βλέπεις το νικηφόρο σου Αρχιστράτηγο, τον Κύριό μας Ιησού Χριστό, με την Παναγία του Μητέρα, και με πολλά Τάγματα Αγγέλων και Αγίων και μάλιστα με τον Αρχάγγελο Μιχαήλ · από δε το αριστερό, πως βλέπεις τον καταχθόνιο διάβολο, με τους δικούς του δαίμονες, για να σηκώσουν το πάθος εκείνο, και την κακή όρεξη καταπάνω σου, και να σε παρακινήσουν να αφήσεις τον πόλεμο, και να υποταχθείς σ’ αυτό · φαντάσου και πως ακούς μια φωνή, σαν από το φύλακά σου Άγγελο, να σου λέει έτσι ·
«Εσύ σήμερα πρέπει να πολεμήσεις εναντίον αυτού ακριβώς του πάθους, και των άλλων εχθρών · και μη δειλιάσει καθόλου η καρδιά σου, και φύγεις από τον πόλεμο λόγω φόβου, ή άλλης συστολής, με κανένα τρόπο · γιατί ο Κύριός μας και Αρχιστράτηγός σου Ιησούς, στέκεται εδώ συντροφιασμένος μαζί με όλους τους χιλιάρχους και εκατόνταρχούς του, δηλαδή με όλα του τα ένδοξα τάγματα, για να πολεμήσει όλους τους εχθρούς σου, και να μη τους αφήσει να σε δυναστεύουν ή να σε νικήσουν · «Κύριος λέει, πολεμήσει περί υμών» (Εξοδ. Ιδ΄ 14). Γι’ αυτό, στάσου στέρεος, βίασε τον εαυτό σου, υπόφερε το βάσανο που θα αισθανθείς καμιά φορά · φώναζε πολλές φορές από τα σπλάχνα της καρδιάς σου · «μη παραδώς με εις ψυχάς θλιβόντων με» (Ψαλμ. Κστ΄ 18). Φώναζε τον Κύριό σου, και την Παρθένο, και όλους τους Αγίους, και Αγίες · και σίγουρα θα νικήσεις · γιατί λέει «Γράφω υμίν, νεανίσκοι, ότι νενικήκατε τον πονηρόν» (Ιωάν. Α΄ β΄ 13). Και αν εσύ είσαι αδύνατος, και συνηθισμένος στα κακά, ενώ οι εχθροί σου είναι δυνατοί, και πολλοί, αλλά, πολύ περισσότερες είναι οι βοήθειες εκείνου, που σε έπλασε και σε λύτρωσε, και από σένα ασυγκρίτως δυνατότερος είναι ο Θεός στον πόλεμο αυτό · όπως έχει γραφεί · «Κύριος κραταιός και δυνατός εν πολέμω» (Ψαλμ. Κγ΄ 8). Και περισσότερο πόθο έχει αυτός να σε σώσει, από ότι έχει ο εχθρός να σε καταστρέψει. Γι’ αυτό πολέμα, και μη βαρεθείς ποτέ σου τον κόπο. Γιατί από τον κόπο, και από τη βία, και το βάσανο, που αισθάνεσαι για τη συνήθεια, την οποία απέκτησες από το κακό, γεννιέται η νίκη, και ο μεγάλος θησαυρός, με τον οποίο αγοράζεται η βασιλεία των ουρανών, και ενώνεται η ψυχή διαπαντός με το Θεό.

΄, η Mεταμόρφωσις του Kυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Iησού Xριστού ΑΓ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ


 
 Tω αυτώ μηνί ϛ΄, η Mεταμόρφωσις του Kυρίου και Θεού
και Σωτήρος ημών Iησού Xριστού
Θαβώρ υπέρ παν γης εδοξάσθη μέρος,
Ιδόν Θεού λάμψασαν εν δόξη φύσιν.
Mορφήν ανδρομέην κατά έκτην Xριστός άμειψεν.
+ Kατά την έκτην του Aυγούστου μηνός1 την ανάμνησιν της θείας Mεταμορφώσεως του Kυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Iησού Xριστού η Aγία του Θεού Eκκλησία περιχαρώς εορτάζει. H δε αιτία της εορτής ταύτης είναι η εφεξής.
O Δεσπότης ημών Xριστός πολλαίς φοραίς προείπεν εις τους Aγίους του μαθητάς, διά τους κινδύνους και πάθη και θάνατον, οπού αυτός έμελλε να λάβη. Oμοίως και διά τας σφαγάς και τον θάνατον των μαθητών του.
Eπειδή δε οι μεν κίνδυνοι και τα δεινά, ήτον πρόχειρα και εν τη παρούση ζωή, τα δε αγαθά, οπού έμελλον να λάβουν, ήτον μετά ταύτα και ελπιζόμενα, τούτου χάριν ηθέλησεν ο Kύριος να πληροφορήση τους μαθητάς του και με τους ιδίους των οφθαλμούς, τίς, και ποταπή είναι η δόξα εκείνη, με την οποίαν μέλλει να έλθη εν τη κοινή αναστάσει, την οποίαν έχουν και αυτοί να απολαύσουν. Όθεν αναβιβάζει αυτούς επάνω εις όρος υψηλόν κατ’ ιδίαν, και μετεμορφώθη έμπροσθεν αυτών, και έλαμψε το πρόσωπον αυτού ως ο ήλιος, τα δε ιμάτια αυτού έγιναν άσπρα ωσάν το φως.Eφάνη δε εις αυτούς ο Mωυσής και Ηλίας, συνομιλούντες με τον Xριστόν. Eπήρε δε τρεις μόνους Aποστόλους, ως προκρίτους και υπερέχοντας. O μεν γαρ Πέτρος επροκρίθη, επειδή ηγάπα πολλά τον Xριστόν. O δε Iωάννης, επειδή ηγαπάτο από τον Xριστόν. O δε Iάκωβος, επειδή εδύνετο να πίη το ποτήριον του θανάτου, το οποίον και ο Kύριος έπιεν. Έφερε δε εις το μέσον τους τον Mωυσήν και τον Ηλίαν, διά να διορθώση τας σφαλεράς υποψίας, οπού είχον οι πολλοί περί αυτού. Kαθότι, άλλοι μεν έλεγον τον Kύριον, πως είναι ο Ηλίας. Άλλοι δε, πως είναι ο Iερεμίας. Διά τούτο λοιπόν επαράστησεν εις το Θαβώρ τους πρώτους και κορυφαίους Προφήτας, διά να γνωρίσουν οι μαθηταί, και διά των μαθητών όλοι οι άνθρωποι, πόση διαφορά είναι αναμεταξύ του Xριστού, και των Προφητών. O μεν γαρ Xριστός, είναι Δεσπότης. Oι δε Προφήται, είναι δούλοι. Kαι ίνα μάθουν, ότι ο Kύριος έχει την εξουσίαν του θανάτου και της ζωής. Διά τούτο, από μεν τους αποθαμένους, έφερε τον Mωυσήν. Aπό δε τους ζωντανούς, έφερε τον Ηλίαν. (Όρα εις τον Θησαυρόν του Δαμασκηνού, και εις τον Mακάριον Kωφόν2.)

ΟΣΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ Τί πρέπει νά κάνουμε, ὅταν εἴμαστε πληγωμένοι.


http://www.byzmusic.gr/wp-content/uploads/2011/04/14_07_agios_nikodimos_o_agioreitis.jpg
  Ο Αόρατος πόλεμος 
ΟΣΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ

Απόδοση στη νέα Ελληνική: Ιερομόναχος Βενέδικτος
Έκδοση Συνοδείας Σπυρίδωνος Ιερομονάχου, Νέα Σκήτη, Άγιον Όρος
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΚΖ΄   Τί πρέπει νά κάνουμε, ὅταν εἴμαστε πληγωμένοι.
Όταν βρίσκεσαι πληγωμένος, επειδή έπεσες σε κάποιο αμάρτημα λόγω αδυναμίας σου ή καμιά φορά με την θέλησί σου για κακό σου, μη δειλιάσης· ούτε να ταραχθής γι αυτό, αλλά αφού επιστρέψης αμέσως στο Θεό, μίλησε έτσι· «Βλέπε, Κύριέ μου· έκανα τέτοια πράγματα σαν τέτοιος που είμαι· ούτε ήταν δυνατό να περίμενες και τίποτα άλλο από εμένα τον τόσο κακοπροαίρετο και αδύνατο, παρά ξεπεσμό και γκρέμισμα».
Και εδώ, ξευτελίσου στα μάτια σου αρκετή ώρα και λυπήσου με πόνο καρδιάς για την λύπη που προξένησες στον Θεό και χωρίς να συγχυσθής, αγανάκτησε κατά των αισχρών σου παθών, ιδιαιτέρως δε και μάλιστα, εναντίον εκείνου του πάθους που έγινε αιτία να πέσης· έπειτα πές πάλι· «Ούτε μέχρι εδώ θα στεκόμουνα, Κύριέ μου, και θα αμάρτανα χειρότερα, εάν εσύ δεν με κρατούσες με την πολύ μεγάλη σου αγαθότητα».Και ευχαρίστησέ τον και αγάπησέ τον περισσότερο παρά ποτέ θαυμάζοντας την τόση μεγάλη ευσπλαγχνία του, ότι και παρόλο που λυπήθηκε από σένα, πάλι σου δίνει το δεξί του χέρι και σε βοηθάει, για να μη ξαναπέσης στην αμαρτία· τελευταία πές με μεγάλο θάρρος στη μεγάλη ευσπλαγχνία του· «Εσύ, Κύριέ μου, κάνε σαν εκείνος που είσαι και συγχώρεσέ με και μην επιτρέψης στο εξής να ζω χωρισμένος από σένα, ούτε να απομακρυνθώ ποτέ, ούτε να σε λυπήσω πλέον».
Και κάνοντας έτσι, μη σκεφθής αν σε συγχώρεσε, διότι αυτό δεν είναι τίποτα άλλο, παρά υπερηφάνεια, ενόχλησις του νού, χάσιμο του καιρού και απάτη του διαβόλου, χρωματισμένη με διαφόρες καλές προφάσεις. Γι αυτό, αφήνοντας τον εαυτό σου ελεύθερα στα ελεήμονα χέρια του Θεού, ακολούθησε την άσκησί σου, σαν να μην είχες πέσει. Και αν συμβή εξαιτίας της αδυναμίας σου να αμαρτήσης πολλές φορές την ημέρα (65) και να μείνης πληγωμένος, κάνε αυτό που σου είπα όλες τις φορές, όχι με μικρότερη ελπίδα στο Θεό. Και κατηγορώντας περισσότερο τον εαυτό σου και μισώντας την αμαρτία περισσότερο, αγωνίσου να ζής με περισσότερη προφύλαξι.
Αυτή η εκγύνασις δεν αρέσει στο διάβολο· γιατί βλέπει Πως αρέσει πολύ στο Θεό, επειδή και μένει ντροπιασμένος ο αντίπαλος, βλέποντας ότι νικήθηκε από εκείνον, που αυτός είχε πριν νικήσει. Γι αυτό και διαφορετικούς απατηλούς τρόπους χρησιμοποιεί για να μας εμποδίση να μη το κάνουμε. Και πολλές φορές πετυχαίνει τον σκοπό του εξαιτίας της αμέλειάς μας και της λίγης φροντίδας που έχουμε στον εαυτό μας. Γι αυτό, όσο εσύ βρείς δυσκολία σε αυτό από τον εχθρό, τόσο περισσότερο πρέπει να αγωνισθής να το κάνης πολλές φορές, ακόμη και αν μία μόνο φορά έπεσες· μάλιστα πρέπει αυτό να κάνης, αν, αφού αμαρτήσης, αισθάνεσαι ότι ενοχλείσαι και συγχύζεσαι και σε πιάνη απελπισία για να μπορέσης έτσι με αυτό να αποκτήσης ειρήνη και γαλήνη στην καρδιά σου και θάρρος μαζί· και αφού οπλισθής με αυτά τα όπλα, να στραφής στο Θεό.
Γιατί, αυτή η παρόμοια ενόχλησις και ταραχή που έχει κάποιος για την αμαρτία, δεν γίνεται επειδή με αυτό που έκανε λύπησε τον Θεό, αλλά γίνεται για τον φόβο της δικής του καταδίκης· και αυτό σημαίνει ότι, αυτή προέρχεται από την φιλαυτία, όπως πολλές φορές είπαμε.
Ο τρόπος λοιπόν, για να αποκτήσης την ειρήνη, είναι ο εξής· να ξεχάσης τελειωτικά την πτώσι και την αμαρτία σου (66) και να παραδοθής στην σκέψι της μεγάλης και άφατης αγαθότητας του Θεού· και ότι, αυτός μένει πολύ πρόθυμος και επιθυμεί να συγχωρέση κάθε αμαρτία, όσο και αν είναι βαρειά, προσκαλώντας τον αμαρτωλό με διάφορους τρόπους και μέσα από διάφορους δρόμους, για να έλθη σε συναίσθησι και να ενωθή μαζί του σε αυτή την ζωή με την χάρι του· στην δε άλλη, να τον αγιάση με τη δόξα του και να τον κάνη αιώνια μακάριο. Και αφού με αυτές και παρόμοιες σκέψεις και στοχασμούς, γαληνέψης το νού σου, τότε θα επιστρέψης στην πτώσι σου, κάνοντας όπως είπα πιο πάνω· κατόπιν, όταν έρθη η ώρα της εξομολογήσεως (την οποία σε προτρέπω να κάνης πολύ συχνά), θυμήσου όλες σου τις αμαρτίες, και με νέο πόνο και λύπη, για την λύπη του Θεού, και με πρόθεσι και απόφασι να μη τον λυπήσης πλέον, φανέρωσέ τες όλες στον Πνευματικό σου και κάνε με προθυμία τον κανόνα που θα σου ορίση.
65. Το κς΄ και κζ΄ κεφάλαιο του β΄ μέρους αυτού του βιβλίου, μας διδάσκει καθαρώτερα, ότι τα αμαρτήματα που λέει το παρόν κεφάλαιο, δεν εννοούνται Πως είναι θανάσιμα, αλλά μη θανάσιμα και συγγνωστά, και αυτοί που σε αυτά αμαρτάνουν δεν εννοούνται ότι είναι αυτοί που ζούνε απλά και αδιάφορα και κάνουνε θανάσιμα πταίσματα κάθε λίγο· (γιατί αυτοί πρέπει και να ενοχλούνται και με πόνο καρδιάς να κλαίνε και μεγάλη σκέψι να έχουν στο να εξετάζουν πάντα την συνείδησί τους και να εξομολογούνται· και λύπη ανάλογη να έχουν πάντα, όχι όμως και από την υπερβολική λύπη να πέφτουν σε απελπισία)· άλλα αυτοί που ζούνε πνευματική ζωή, οι αγωνιζόμενοι στη αρετή. Γιατί αυτοί αυτά τα συγγνωστά αμαρτήματα κάνοντας (ποιά δε είναι αυτά, βλέπε στην αρχή του κς΄ κεφαλαίου) ή και βαρύτερα από αυτά και μεγαλύτερα (στα οποία κάποτε πέφτουν και αυτοί, κατά παραχώρησι Θεού), κάνουν κατά την διάταξι του παρόντος κεφαλαίου· πλήν η διάταξις αυτή, ωφελεί απλά κάθε άνθρωπο, που κάνει το οποιοδήποτε αμάρτημα.
66. Σε αυτό αρμόζει η ιστορία που αναγινώσκομε στο Γεροντικό· φαίνεται εκεί ότι ένας μοναχός από συναρπαγή έπεσε σε πορνεία. Και επειδή οι λογισμοί της απογνώσεως από μέσα τον ενωχλούσαν, ότι έχασε την ψυχή του και πλέον σωτηρία δεν υπάρχει, αυτός ως φρόνιμος και έμπειρος στον κατά του εχθρού αόρατο πόλεμο, έλεγε στους λογισμούς του· «ουχ ήμαρτον, ούχ ήμαρτον»· έως ότου μπήκε στο κελλί του και κλείσθηκε και αφού ειρήνευσε την καρδιά του, τότε έδειξε την πρέπουσα μετάνοια δια την αμαρτία του· οπότε και αποκαλύφθηκε σε ένα άλλο διορατικό Γέροντα, ότι ο μοναχός εκείνος, έπεσε, ναί, αλλά σηκώθηκε και νίκησε.

http://www.oodegr.com/oode/biblia/aor_pol1/perieh.htm

Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης – ὀλιγοψυχία


 Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης – Ἀόρατος Πόλεμος
 
  Σχετικὰ μὲ αὐτό, βρίσκονται σὲ πλάνη πολλοί, ὅσοι νομίζουν γιὰ ἀρετὴ τὴν ὀλιγοψυχία καὶ τὴν ὑπερβολικὴ λύπη ποὺ τοὺς συνοδεύει ὕστερα ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, μὴ γνωρίζοντας ὅτι αὐτὴ προέρχεται ἀπὸ κρυφὴ ὑπερηφάνεια καὶ πρόληψι, ποὺ ἔχουν κάνει θεμέλια πάνω στὴν ἐλπίδα καὶ στὸ θάρρος ποὺ ἔχουν στὸ ἑαυτό τους καὶ στὶς δυνάμεις τους.
  Γιατὶ αὐτοί, ὑπολογίζοντας τὸν ἑαυτό τους ὅτι εἶναι κάτι, κατὰ κάποιον τρόπο, ξεθάρρεψαν πολύ, καὶ βλέποντας μὲ τὴν δοκιμὴ τῆς πτώσεως, ὅτι δὲν ἔχουν καμμία δύναμι, ταράζονται καὶ ἀποροῦν, σὰν γιὰ κανένα πρᾶγμα καινούργιο καὶ ὀλιγοψυχοῦν βλέποντας πεσμένο στὴ γῆ ἐκεῖνο στὸ ὁποῖο βασίσθηκαν (δηλαδὴ τὸν ἑαυτόν τους), πάνω στὸν ὁποῖο εἶχαν ἀποθέσει τὸ θάρρος καὶ τὴν ἐλπίδα τους….
Αὐτὸ ὅμως δὲν γίνεται καὶ στὸν ταπεινό, ὁ ὁποῖος μόνο στὸ Θεὸ ἔχει τὴν ἐλπίδα καὶ τὸ θάρρος του, χωρὶς νὰ ἔχῃ καμία ἐλπίδα στὸν ἑαυτό του. Γι᾿ αὐτό, ὅταν πέσῃ σὲ κάθε εἴδους σφάλμα, ἂν καὶ αἰσθάνεται πόνο καὶ λύπη, μὲ ὅλο τοῦτο δὲν ταράσσεται, οὔτε ἀπορεῖ. Γιατὶ ξέρει ὅτι αὐτὸ τοῦ συνέβη ἀπὸ τὴν ἀθλιότητα καὶ τὴν ἀδυναμία τοῦ ἑαυτοῦ του, ἡ ὁποία γνωρίζεται πολὺ καλὰ μὲ τὸ φῶς τῆς ἀλήθειας.
https://proskynitis.blogspot.gr/2017/09/blog-post_45.html?m=1

ΑΓ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ ΓΙΑ ΑΓΙΟ0 ΣΥΜΕΩΝ


Αποτέλεσμα εικόνας για Αγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος
Σήμερα κοινή χαρά ανέτειλε σε όλο τον κόσμο για τη φωτεινή εορτή και λαμπρή πανήγυρη του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου. Χαίρεται ο ουρανός άνω και πανηγυρίζει όλη η θριαμβεύουσα Εκκλησία, επειδή έχει ανάμεσά της τη μακάρια ψυχή και το θείο και ολόφωτο πνεύμα του ιερού Συμεών. Χαίρεται και η γη κάτω, και όλη η στρατευομένη Εκκλησία των Ορθοδόξων πανηγυρίζει, επειδή κατέχει ως πολύτιμους θησαυρούς και εντρυφά και απολαμβάνει τα θεόπνευστα και φωτολαμπή και μελίρρυτα συγγράμματα του Συμεών. Και με την κοινή αυτή χαρά του ουρανού και της γης δοξολογείται από τους ουράνιους και τους επίγειους η ζωαρχική και παναγία Τριάς, ο Πατέρας, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα, ο Θεός των όλων, που χαρίτωσε και δόξασε και ανέδειξε μέγα τον άγιό του Συμεών, και όταν ήταν στη γη, με τόσα υπερφυσικά χαρίσματα, και όταν μετατέθηκε στον ουρανό, με τόσες ασύλληπτες δόξες και μακαριότητες.
***
Εμείς, αδελφοί, οι χριστιανοί και μοναχοί του πονηρού αυτού αιώνα, τι να κάνουμε, για να ευαρεστήσουμε στον Θεό και να σωθούμε; Ας μιμούμαστε το παράδειγμα της θεάρεστης ζωής και πολιτείας του οσίου και θεοφόρου πατέρα μας Συμεών. Διότι σήμερα εορτάζουμε τη σεβάσμια μνήμη του όχι τόσο για να τιμήσουμε τον ίδιο –επειδή αρκεί σε αυτόν η υπερκόσμια τιμή και δόξα που απολαμβάνει στα ουράνια και δεν χρειάζεται από εμάς περισσότερη–, αλλά για να ωφεληθούμε εμείς με τη μίμηση του κατά Θεόν βίου του.

Είχε ο θείος Συμεών στην ψυχή του τον φόβο του Θεού και τη μνήμη του θανάτου και της κρίσης και της κόλασης; Κι εμείς παρομοίως ας φυτέψουμε μέσα στις καρδιές μας τον φόβο του Θεού και ας θυμόμαστε πάντοτε τον θάνατο, την κρίση και την αιώνια κόλαση, ώστε με τον φόβο να καρφώνονται οι σάρκες μας και να μη σκιρτούν τα άλογα πάθη, όπως είπε ο θείος Δαβίδ: «Κάρφωσε με τον φόβο σου τις σάρκες μου» (Ψαλμ. 118:120), και με την ενθύμηση του τέλους μας να εμποδιζόμαστε από την αμαρτία, όπως λέει ο Σειράχ: «Να θυμάσαι τα τέλη σου, και δεν θ’ αμαρτήσεις ποτέ» (Σ. Σειρ. 7:36).

«Σταχυολόγηση καί διασκευή κειμένων ἀπό τά «Πνευματικά Γυμνάσματα» τοῦ ὅσίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου»


 «Σταχυολόγηση καί διασκευή κειμένων
 ἀπό τά «Πνευματικά Γυμνάσματα»
 τοῦ ὅσίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου»
  Ἄς σκεφτοῦμε, ἀγαπητοί, ὅτι τρεῖς εἶναι οἱ σπουδαιότεροι λόγοι, πού μᾶς παρακινοῦν – ἤ καλύτερα μᾶς ἀναγκάζουν – ν᾿ ἀγαπᾶμε τό Θεό.
Ὁ πρῶτος εἶναι, ὅτι ὁ Ἴδιος μᾶς προστάζει νά Τόν ἀγαπᾶμε·
ὁ δεύτερος, ὅτι Αὐτός εἶναι ἄξιος ἀγάπης περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλο·
καί ὁ τρίτος, ὅτι Αὐτός προκαλεῖ τήν ἀγάπη μας μέ τή δική Του ἀγάπη καί μέ ἀναρίθμητες εὐεργεσίες.
Ἡ πρώτη ἀπ᾿ ὅλες τίς ἐντολές εἶναι:
«Ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου ἐν ὅλη τῇ καρδίᾳ σου καί ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ σου καί ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου· αὕτή ἐστί πρώτη καί μεγάλη ἐντολή»1.
Εἶναι πρώτη, γιατί ἀποτελεῖ τό θεμέλιο ὅλης τῆς χριστιανικῆς ἠθικῆς καί τελειότητος. Γι᾿ αὐτό πρέπει νά ἔχει τήν πρώτη θέση στήν καρδιά τῶν χριστιανῶν. Ἡ ἀγάπη στόν πλησίον καί κάθε ἄλλη ἀρετή κρέμεται καί τρέφεται ἀπό τήν ἀγάπη στόν Θεό.
Εἶναι πρώτη, γιατί ἐναντιώνεται λιγότερο ἀπό τίς ἄλλες ἐντολές στήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου. Δέν μπορεῖ ποτέ ὁ ἄνθρωπος νά ἐκπληρώσει τήν ἐντολή αὐτή, ἄν δέν θελήσει.
Εἶναι πρώτη, γιατί ἀποτελεῖ τήν ψηλότερη πνευματική κορυφή, πού μπορεῖ νά φτάσει ἡ ψυχή.
Εἶναι πρώτη, γιατί δέν ἔχει ποτέ τέλος. Γι᾿ αὐτό εἶπε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὅτι «νυνί μένει πίστις, ἐλπίς, ἀγάπη, τά τρία ταῦτα· μείζων δέ τούτων ἡ ἀγάπη»2.
Ὕστερα ἀπ᾿ αὐτά, ἄς σκεφτοῦμε πόσο πρέπει νά τιμᾶμε αὐτή τήν ἀρετή καί πόση προθυμία καί ἐπιμέλεια πρέπει νά δείχνουμε στήν ἐφαρμογή της. Ἀκόμα κι ἄν ὁ Θεός μᾶς ἀπαγόρευε νά Τόν ἀγαπᾶμε, ἐμεῖς θά ἔπρεπε ἀκατάπαυστα νά Τόν παρακαλοῦμε, ζητώντας Του νά μᾶς ἐπιτρέψει τήν ἐκπλήρωση αὐτῆς τῆς ὕψιστης ἀρετῆς. Καί τώρα μάλιστα, πού μᾶς προστάζει τόσο ἔντονα, εἶναι δυνατό νά μήν ὑπακούσουμε στήν ἐντολή Του;
Μά τί ἄλλο θά μποροῦσαν ν᾿ ἀποζητήσουν οἱ κολασμένοι στόν ἅδη, παρά τή θεία ἀγάπη; Ἄν κηρυσσόταν στόν Ἅδη μιά τέτοια ἐντολή, αὐτή καί μόνο μποροῦσε νά μεταβάλει ἀμέσως σέ γλυκιά θαλπωρή ἐκείνη τή βασανιστική καί ἄσβεστη φωτιά τῆς κολάσεως. Ἡ μεγαλύτερη δυστυχία τῶν κολασμένων εἶναι πού δέν ἀγάπησαν τό Θεό. Γι᾿ αὐτό ἀθέτησαν τίς ἐντολές Του. Καί στήν ἄλλη ζωή τούς κολάζει ἀκριβῶς ἡ ἔλλειψη αὐτῆς τῆς ἀγάπης, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος:
«Οἱ ἐν τῇ γεέννῃ κολαζόμενοι, τῇ μάστιγι τῆς ἀγάπης μαστίζονται… Τουτέστιν ἐκεῖνοι οἵτινες ᾐσθήθησαν ὅτι εἰς τήν ἀγάπην ἔπταισαν, μείζονα τήν κόλασιν ἔχουσα πάσης φοβουμένης κολάσεως»3.

Η πνευματική χαρά του εκκλησιασμού, κατά τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη

Η πνευματική χαρά του εκκλησιασμού, κατά τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη
Σάββας Ηλιάδης, δάσκαλος- Κιλκίς
      Υπάρχουν σήμερα πολλά αγιοπατερικά βιβλία, από τα οποία μπορούμε με λίγο κόπο να ρουφήξουμε τους ευώδεις χυμούς του Πνεύματος. Ένα τέτοιο βιβλίο, στο οποίο άκρως θεολογεί ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, είναι «Η ΝΕΑ ΚΛΙΜΑΞ», καθώς ερμηνεύει και μας προσφέρει ως δώρα πνευματικά τα μηνύματα των Αναβαθμών της Οκτωήχου.
Ερμηνεύοντας το τρίτο Αντίφωνο των Αναβαθμών του Α΄ ήχου: « Ἐπὶ τοῖς εἰρηκόσι μοι ὁδεύσωμεν εἷς τὰς αὐλὰς τοῦ Κυρίου, εὐφράνθη μου τὸ Πνεῦμα, συγχαίρει ἡ καρδία»,γράφει:
     «Ο Αναβαθμός αυτός είναι δανεισμένος από τον τρίτο ψαλμό των Αναβαθμών του Δαβίδ, ο οποίος λέει: «Εὐφράνθην ἐπὶ τοῖς εἰρηκόσι μοι· εἰς οἶκον Κυρίου πορευσόμεθα» (Ψαλμ. 121,1). Ο μεν Θεοδώρητος ερμηνεύει ότι τον στίχο αυτό τον έλεγαν οι Εβραίοι με χαρά, όταν γύριζαν από την Βαβυλώνα στην Ιερουσαλήμ. Ο δε Ευσέβιος προσθέτει και ένα χαριτωμένο που συνέβαινε. Ότι οι νέοι, οι οποίοι γεννήθηκαν στη Βαβυλώνα, μέσα στα εβδομήντα χρόνια της σκλαβιάς, ρωτούσαν στο δρόμο τους γέροντες, που έζησαν μετά τη σκλαβιά μέχρι την ελευθερία και ήξεραν την Ιερουσαλήμ: «Ω, γέροντες, που πηγαίνουμε;». Εκείνοι δε τους αποκρίνονταν: «Ω, νέοι, πηγαίνουμε στον οίκο του Θεού, ο οποίος βρίσκεται στην Ιερουσαλήμ». Όταν άκουγαν, λοιπόν οι νέοι αυτόν το λόγο, ευχαριστούνταν και χαίρονταν πάρα πολύ.

     Αυτόν τον στίχο, λοιπόν, παραφράζει εδώ ο μελωδός των Αναβαθμών της Οκτωήχου, τον οποίο ερμηνεύοντας ο Νικηφόρος ο Κάλλιστος λέει ότι, οι Εβραίοι, όταν βρίσκονταν στα Ιεροσόλυμα, κυριευμένοι από την αμέλεια και την μαλθακότητα,  απομακρύνονταν από την λατρεία και την προσκύνηση του αληθινού Θεού. Έτσι, φεύγοντας μακριά από τον ναό του Θεού, πήγαιναν συχνά στα βουνά και εκεί θυσίαζαν στους δαίμονες και στα είδωλα των δαιμόνων. Γι` αυτό λοιπόν οργίστηκε εναντίον τους ο Θεός και παραχώρησε, ώστε να πάνε σκλάβοι στην Βαβυλώνα.
                 Αφού δε εκεί δοκίμασαν πολλές κακοπάθειες και θλίψεις, τότε θυμήθηκαν την πατρίδα τους Ιερουσαλήμ, την οποία στερήθηκαν, περισσότερο δε από όλα και εξαιρέτως τον πολυθαύμαστο εκείνο και ωραιότατο ναό του Σολομώντος. Λοιπόν, έτσι, κατακαιόμενοι από τον πόθο για να τον δουν, αν καμιά φορά τους θύμιζε κάποιος κάτι σχετικά με το ναό, ευφραίνονταν πολύ και γέμιζε η ψυχή τους με ανέκφραστη χαρά και αγαλλίαση: «Εὐφράνθην ἐπὶ τοῖς εἰρηκόσι μοι· εἰς οἶκον Κυρίου πορευσόμεθα». (Ψαλ. 121,1). Γι` αυτόν τον λόγο, και όταν σε άλλα μέρη ευρισκόμενοι τον θυμούνταν τον ναό, έλεγαν: «ταῦτα ἐμνήσθην καὶ ἐξέχεα ἐπ᾿ ἐμὲ τὴν ψυχήν μου, ὅτι διελεύσομαι ἐν τόπῳ σκηνῆς θαυμαστῆς ἕως τοῦ οἴκου τοῦ Θεοῦ ἐν φωνῇ ἀγαλλιάσεως καὶ ἐξομολογήσεως ἤχου ἑορτάζοντος». (Ψαλμ. μα΄, 5).
     Διότι, συνηθίζει ο Θεός να το κάνει αυτό. Δηλαδή, όταν εμείς έχουμε τα καλά στα χέρια μας και δεν τα γνωρίζουμε, τότε ο Θεός παραχωρεί να τα στερούμαστε, ώστε η στέρηση αυτών να μας κάνει να γνωρίσουμε τι είχαμε και το χάσαμε. Έτσι, η ρητορική γραφίδα του Ιωάννου έγραψε χρυσά λόγια  για την ερμηνεία του παρόντος αναβαθμού: «Έτσι συνηθίζει να κάνει ο Θεός. Όταν έχουμε τα αγαθά και δεν αναγνωρίζουμε την αξία τους, τα παίρνει από τα χέρια μας, με σκοπό, ώστε αυτό που δεν μπόρεσε να επιτύχει η απόλαυση, αυτό να το πετύχει η στέρηση». Είπε δε και ένας από τους σοφούς, ο οποίος δεν είναι χριστιανός: «Αυτοί που έχουν στη διάθεσή τους τα αγαθά και τα διαχειρίζονται με χαλασμένη λογική, δεν γνωρίζουν την αξία τους, παρά όταν κάποιος τους τα πάρει».
     Αυτό είναι λοιπόν το νόημα του τρίτου Αναβαθμού από τους ψαλμούς. Ο δε μελωδός στον Αναβαθμό αυτό, μιμούμενος εκείνον, λέγει: «Όταν κάποιοι ομόπιστοι χριστιανοί μου είπαν αυτόν τον παρακινητικό λόγο, ας πάμε, αδελφέ, στον ναό και στην Εκκλησία του Κυρίου, τότε, όταν το άκουσα, γέμισε με ευφροσύνη το πνεύμα μου  και με χαρά η καρδιά μου». Άκουσε, λοιπόν: ο άνθρωπος είναι διπλός ` από ψυχή άυλη και από σώμα υλικό. Έτσι, επειδή η μεν ψυχή είναι άυλη, το δε σώμα υλικό, γι` αυτό ο μελωδός απέδωσε την μεν αϋλότερη ευφροσύνη στην άυλη ψυχή, διότι αυτήν ονομάζει πνεύμα, την δε παχυλότερη χαρά την απέδωσε στην υλική καρδιά, καθώς χαρά είναι η διάχυση του αίματος στην καρδιά, ενώ αντιθέτως λύπη είναι η συστολή του ίδιου αίματος στην καρδιά.

Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης: Η αληθινή μετάνοια προσελκύει το έλεος του Θεού


Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης:
Η αληθινή μετάνοια προσελκύει το έλεος του Θεού
Από το βιβλίο:«ΝΕΑ ΚΛΙΜΑΞ» – (Ερμηνεία στον δεύτερο Αναβαθμό του Β΄ ήχου)
«Ἐλέησον ἡμᾶς τοὺς πταίοντάς σοι πολλὰ καθ’ ἑκάστην ὥραν, ὦ Χριστέ μου, καὶ δὸς πρὸ τέλους τρόπους τοῦ μετανοεῖν σοι».
Και αυτόν τον Αναβαθμό τον δανείζεται ο μελωδός από τον ίδιο Αναβαθμό του Δαβίδ, από τον οποίο δανείστηκε και τον προηγούμενο. Διότι λέγεται σε εκείνον από μέρους των Εβραίων: «ἐλέησον ἡμᾶς, Κύριε, ἐλέησον ἡμᾶς, ὅτι ἐπὶ πολὺ ἐπλήσθημεν ἐξουδενώσεως» (Ψαλμ. 122,3). Η επανάληψη δε του «ελέησον», δείχνει κατά τον Θεοδώρητο, την θερμότητα της ψυχής των Εβραίων και γι` αυτό λοιπόν παρακαλούν, ώστε να ελεηθούν μια ώρα νωρίτερα. Πρόσεξε δε, πως μόνο από το έλεος του Θεού παρακαλούν να σωθούν από τη σκλαβιά τους και όχι από τα έργα τους. Διότι τα έργα των ανθρώπων, αυτά καθ` εαυτά, δεν είναι άξια για τη σωτηρία, επειδή παρουσιάζουν άπειρες ελλείψεις.
Μιμούμενος λοιπόν τους Ιουδαίους, ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης, ο μελωδός των Αναβαθμών, απευθύνει αυτόν τον Αναβαθμό προς τον Χριστό και λέει: «Ω φιλανθρωπότατε, Ιησού Χριστέ μου». Πρόσθεσε δε τη λέξη «μου», για να φανερώσει την ξεχωριστή οικειότητα που είχε με τον Χριστό, όπως είπε και ο Γρηγόριος ο Θεολόγος στα Φώτα: «Πάλι ο Ιησούς ο δικός μου». Λέγει, λοιπόν στον Αναβαθμό, «εσύ Χριστέ μου, ελέησέ μας, εμάς, που κάθε ώρα αμαρτάνουμε πολύ σε σένα», δηλαδή με υπερβολικά και μεγάλα αμαρτήματα.
Ή το «πολλά» μπορεί να έχει τη σημασία κατά πολλούς τρόπους. Δηλαδή αμαρτάνουμε σε σένα και με λόγια και με έργα. Αμαρτάνουμε σε σένα και με τη θέληση και χωρίς τη θέλησή μας και γνωρίζοντας ότι είναι αμαρτία και μη γνωρίζοντας ότι είναι αμαρτία. Αμαρτάνουμε σε σένα και σχεδιάζοντας και μελετώντας την αμαρτία, αλλά και αιφνιδιαζόμενοι από αυτήν. Αμαρτάνουμε καθ` υπερβολή κάθε ώρα, για να μην πω κάθε στιγμή, με τους λογισμούς και τις ενθυμήσεις. Πάνω σ` αυτό είπε ο μέγας Βασίλειος: «Εμείς οι άνθρωποι είμαστε εύκολοι στη διάπραξη των αμαρτημάτων, αυτών που γεννιούνται στο μυαλό μας. Διότι, οι μεν πράξεις του σώματος, για να γίνουν, χρειάζονται χρόνο και κατάλληλη ευκαιρία και κόπο και συνεργούς και κάθε άλλη βοήθεια, οι δε κινήσεις του νου γίνονται σε οποιαδήποτε στιγμή, ανεξάρτητα από το χρόνο. Επίσης επιτελούνται χωρίς κόπο, παίρνουν τη μορφή της αμαρτίας, χωρίς να έχουν ανάγκη από υλικά πράγματα και κάθε στιγμή είναι διαθέσιμη, για να διαπράττονται» (Λόγος, πρόσεχε σεαυτώ). Το δανείστηκε δε αυτό ο μελωδός από τον Αδελφόθεο Ιάκωβο, ο οποίος λέει: «πολλὰ γὰρ πταίομεν ἅπαντες» (Ιακ. 3,2), ο δε Σολομών είπε: «τίς καυχήσεται ἁγνὴν ἔχειν τὴν καρδίαν; ἢ τίς παῤῥησιάσεται καθαρὸς εἶναι ἀπὸ ἁμαρτιῶν;» (Παρ. 20,9). Και πάλι: «οὐκ ἔστιν ἄνθρωπος, ὃς οὐχ ἁμαρτήσεται» (Γ΄Βασ. 8, 46). Και ο αγαπημένος Ιωάννης λέει: «ἐὰν εἴπωμεν ὅτι ἁμαρτίαν οὐκ ἔχομεν, ἑαυτοὺς πλανῶμεν καὶ ἡ ἀλήθεια οὐκ ἔστιν ἐν ἡμῖν» ( Α΄Ιωάν. 1,8).
Επειδή λέγει λοιπόν, πως κάθε μέρα εμείς είμαστε φταίχτες απέναντί σου Κύριε, γι` αυτό εσύ μην θυμώσεις μαζί μας ούτε να προσέξεις τις αμαρτίες μας, διότι δεν μπορούμε να αντέξουμε την οργή σου: «ἐὰν ἀνομίας παρατηρήσῃς, Κύριε Κύριε, τίς ὑποστήσεται;» (Ψαλμ. 129,3). Βέβαια κανένας. Γι` αυτό κάνε πως δεν βλέπεις τις αμαρτίες μας και ελέησέ μας, καθώς είσαι ελεήμων και πολυέλαιος. Διότι εσύ μόνος σου ονόμασες έτσι τον εαυτό σου: «ἐλεήμων γάρ εἰμι» (Έξ. 22, 27). Και καθώς είναι άπειρη η μεγαλοσύνη σου, έτσι είναι άπειρο το έλεός σου, όπως είπε ο Σειράχ: «ὡς γὰρ ἡ μεγαλωσύνη αὐτοῦ, οὕτως καὶ τὸ ἔλεος αὐτοῦ» (Σειρ. 2, 18).
Στη συνέχεια είπε ο μελωδός ότι αμαρτάνουμε στο Θεό. Διότι, όποιος αμαρτάνει, αμαρτάνει στο νομοθέτη Θεό, επειδή παραβαίνει τους νόμους του, όπως ερμηνεύει ο Ζηγαβινός. Αυτό, το ότι αμαρτάνουμε στο Θεό, μπορεί να ερμηνευτεί και αλλιώς, δηλαδή, ότι ακόμη και αν κάποιος αμαρτήσει κρυφά και δεν τον βλέπει κανένας, αμαρτάνει όμως στο Θεό, διότι ο Θεός τον βλέπει και δεν μπορεί να κρυφτεί. Έτσι, όταν ο Δαβίδ μοίχευσε κρυφά την Βηρσαβεέ, έλεγε εξομολογούμενος προς τον Θεό: «Σοὶ μόνῳ ἥμαρτον» (Ψαλμ. 50,6), το οποίο, ερμηνεύοντας ο Θεοδώρητος, είπε: «το Σοι μόνω ήμαρτον, γίνεται κατανοητό, σαν να ήθελε να πει, σε σένα μόνο έγινε φανερό το αμάρτημά μου. Και μπορεί να κρύφτηκε από όλα τα μάτια του κόσμου, δεν ξέφυγε όμως από τα μάτια του Θεού, αλλά ελέγχθηκε διά του προφήτου Νάθαν».

«Κύκλω τῆς τραπέζης σου εὐφράνθητι, καθορῶν σου Ποιμενάρχα, τὰ ἔκγονα φέροντα, κλάδους αγαθοεργίας»ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ


  Ἀπὸ τὸ βιβλίο «ΝΕΑ ΚΛΙΜΑΞ»: Ἑρμηνεία τοῦ Ὄγδοου Ἀναβαθμοῦ τοῦ Γ΄ ἤχου: «Κύκλω τῆς τραπέζης σου εὐφράνθητι, καθορῶν σου Ποιμενάρχα, τὰ ἔκγονα φέροντα, κλάδους αγαθοεργίας»
 
Ἀπόδοση στὴν Νεοελληνικὴ: Σάββας Ἠλιάδης – Δάσκαλος
Αὐτὸν τὸν Ἀναβαθμὸ τὸν δανείστηκε ὁ μελωδὸς ἀπὸ τὸν 127ο Ψαλμὸ τοῦ Δαβίδ, ὅπως καὶ τὸν προηγούμενο Ἀναβαθμό. Ἐκεῖ γράφεται τὸ ἑξῆς, γὶ` αὐτὸν ποὺ ἔχει φόβο Θεοῦ: «μακάριος εἰ, καὶ καλῶς σοὶ ἔσται. ἡ γυνή σου ὡς ἄμπελος εὐθηνοῦσα ἐν τοῖς κλίτεσι τῆς οἰκίας σου· οἱ υἱοί σου ὡς νεόφυτα ἐλαιῶν κύκλω τῆς τραπέζης σου» (Ψάλμ. 127,3). Καὶ αὐτὰ μὲν τὰ ἀγαθὰ δόθηκαν ὡς εὐλογίες στὸν σωματικὸ καὶ κατὰ σάρκα Ἰσραὴλ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Στὸν δὲ νοητὸ καὶ κατὰ πνεῦμα νέο Ἰσραήλ, δηλαδὴ στὸν χριστιανικὸ λαό, δόθηκαν ἄλλες εὐλογίες πνευματικές, κατὰ τὸν Κάλλιστο καὶ τὸν Εὐθύμιο. Δηλαδή, ὡς γυναίκα μὲν ἐννοεῖται ἡ ψυχή, ἡ ὁποία συνυπάρχει μέσα στὸ σῶμα καὶ ἀνθοφορεῖ μὲ τὶς ἀρετές, σὰν τὸ ἀμπέλι. Ὡς σπίτι δέ, δόθηκε σ` αὐτὸν (τὸν νέο Ἰσραὴλ) τὸ σῶμα, τὸ ὁποῖο εἶναι καθαρὸ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ στολισμένο μὲ τὶς καλὲς πράξεις. Ὡς παιδιά, τέλος, τοῦ δόθηκαν οἱ μαθητεύοντες σ` αὐτόν, οἱ ὁποῖοι εἶναι καὶ οἱ διάδοχοι τῶν ἀρετῶν του καὶ ἀναφύονται σὰν τὰ τρυφερὰ νέα φυτὰ τῶν ἐλαιῶν καὶ αὐξάνουν κατὰ τὴν πνευματικὴ ἡλικία καὶ τὸν περικυκλώνουν, ὅταν τοὺς διδάσκει καὶ τοὺς φιλεύει μὲ τὰ ἄφθαρτα φαγητὰ τῶν θείων λόγων. Ἀπευθύνεται δὲ ὁ Ἀναβαθμὸς αὐτὸς ἰδιαιτέρως στοὺς Ποιμένες, Ἀρχιερεῖς καὶ Πνευματικοὺς καὶ Διδασκάλους. Γὶ` αὐτὸ καὶ λέει ὁ μελωδός, μεταποιώντας τὰ παραπάνω λόγια του Δαβίδ: «Ὢ ποιμενάρχα, δηλαδή, ποιμένα καὶ πρόεδρε καὶ διδάσκαλε τῆς κάθε μητροπόλεως καὶ ἐπισκοπῆς καὶ ἐκκλησίας` βλέποντας ἐσὺ τὰ τὰ ἔκγονά σου, δηλαδὴ τὰ παιδιά, τὰ ὁποία γεννήθηκαν καὶ μεγάλωσαν ἀπὸ σένα, μέσα στὴν εὐσέβεια καὶ στὸν ἐνάρετο τρόπο ζωῆς, βλέποντας τὰ λέω αὐτά, νὰ βρίσκονται γύρω ἀπὸ τὸ τραπέζι σου καὶ νὰ πεινοῦν καὶ νὰ ζητοῦν ἀπὸ σένα τὴν ἀθάνατη καὶ λογικὴ τροφὴ τῆς θείας διδασκαλίας, νὰ χαίρεσαι καὶ νὰ εὐφραίνεσαι πνευματικά. Διότι, τὸ νὰ πεινοῦν τὰ πνευματικά σου παιδιὰ

γιος Νικόδημος ο Αγιορείτης: Αν έπεσες, αδελφέ μου, από το ύψος του θεϊκού νόμου, μην απελπίζεσαι. Αγωνίσου να επιστρέψεις και ο Θεός θα σε στολίσει και θα σε στερεώσει με τις αρετές του.


Αποτέλεσμα εικόνας για Αγιος Νικόδημος ο ΑγιορείτηςΆγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης:  
Αν έπεσες, αδελφέ μου, από το ύψος του θεϊκού νόμου, μην απελπίζεσαι. Αγωνίσου να επιστρέψεις και ο Θεός θα σε στολίσει και θα σε στερεώσει με τις αρετές του.
 Από το βιβλίο «ΝΕΑ ΚΛΙΜΑΞ»: Ερμηνεία του τετάρτου Αναβαθμού του Α΄ ήχου:
 Απόδοση στην Νεοελληνική Σάββας Ηλιάδης, δάσκαλος- Κιλκίς
 Ἀντίφωνον Β΄
«Εἰς τὰ ὄρη τῶν σῶν, ύψώσας με νόμων, ἀρεταῖς ἐκλάμπρυνον, ὁ Θεός, ἵνα ὑμνῶ σε».
 Ο μεν Θεοπάτωρ Δαβίδ έτσι άρχισε τον β΄ Ψαλμό των Αναβαθμών: «Ἦρα τοὺς ὀφθαλμούς μου εἰς τὰ ὄρη, ὅθεν ἥξει ἡ βοήθειά μου» (Ψαλμ. 120,1), εννοώντας όρη τους ουρανούς, επειδή είναι ψηλοί και στέκονται πάνω απ` αυτόν τον κόσμο, όπως λένε ο Χρυσόστομος και ο Ευθύμιος. Διότι οι Ιουδαίοι, που ήταν αιχμάλωτοι στην Βαβυλώνα, από τους ουρανούς έλπιζαν να έλθει η βοήθεια του Κυρίου και να τους οδηγήσει στην πατρίδα τους, την Ιερουσαλήμ. Ο δε Θεόδωρος ο Στουδίτης, ο μελουργός των Αναβαθμών αυτών, ως όρη εννοεί τους νόμους και τα προστάγματα του Θεού, επειδή, όπως τα ψηλά βουνά στέκονται  ψηλότερα από τη χαμηλή γη και από όλα τα γήινα, έτσι και οι νόμοι και οι προσταγές του Θεού είναι ψηλότερα από κάθε γήινο νόημα και μας ανεβάζουν στα ύψη της πρακτικής και της θεωρητικής αρετής, με την προϋπόθεση ότι όλοι μας και ολοκληρωτικά είμαστε προσηλωμένοι σ` αυτές  και τις εργαζόμαστε με προθυμία(1).
     Και με άλλα λόγια δε, θα μπορούσαμε να πούμε πως οι νόμοι και οι εντολές του Θεού μοιάζουν με έναν μεγάλο φάρο, ο οποίος ανάβει πάνω σε ψηλό μέρος, για να οδηγεί στο λιμάνι αυτούς που ταξιδεύουν στη θάλασσα. Γι `αυτό είπε ο Προφητάναξ Δαβίδ: «Φωτοβόλος λύχνος στην πορεία της ζωής μου είναι ο Νόμος σου. Φως πλούσιο στους δρόμους μου». (Ψαλμ. 118,105) και πάλι: «οι εντολές του Κυρίου σκορπίζουν μέχρι των πλέον μακρινών περάτων άπλετο το φως και φωτίζουν τους οφθαλμούς των ανθρώπων» (Ψαλμ. 18,9). Και ο Ησαΐας έλεγε: «διότι γνωρίζω, ότι φως είναι τα προστάγματά σου για τους ανθρώπους της γης» (Ησ. 26,9). Ποιος δε υψώνεται στα όρη των νόμων και των εντολών του Θεού;Όποιος

Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ΓΙΑ ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ


Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης
Σκέψου, ἀγαπητέ μου, ὅτι ὅπως εἶναι συναρμολογημένος ἀπ’ ὅλα τα κτίσματα αὐτὸς ὁ αἰσθητὸς ἀπέραντος κόσμος, ἔτσι ἀκόμη εἶναι καμωμένος ἕνας ἄλλος κόσμος νοητὸς ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ ἁμαρτωλούς, τοῦ ὁποίου τὰ στοιχεῖα εἶναι οἱ τρεῖς διεστραμμένοι ἔρωτες, ποὺ ἀναφέρει ὁ Θεολόγος Ἰωάννης: δηλ. α) ὁ ἔρωτας τῶν ἡδονῶν, β) ὁ ἔρωτας τοῦ πλούτου καὶ γ) ὁ ἔρωτας τῆς δόξας. «Πὰν ἐν τῷ κό­σμω ἡ ἐπιθυμία τῆς σαρκὸς καὶ ἡ ἐπιθυμία τῶν ὀφθαλμῶν καὶ ἡ ἀλαζονεία τοῦ βίου» (Ἃ’ Ἰω. 2,16)1.
Αὐτὸς ὁ πονηρὸς κόσμος ποὺ ἀντίκειται στὸ σκοπὸ τοῦ Θεοῦ καὶ ἐξουσιάζεται ἀπὸ τὸν ἑωσφόρο (ὁ ὁποῖος γι’ αὐτὸ καὶ ὀνομάζεται κοσμοκράτορας) εἶναι ἐκεῖνος ὁ μεγάλος ἐχθρός, τὸν ὁποῖο ὁ σαρκωθεῖς Λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρός, ἀφοῦ γεννήθηκε στὴ γῆ, ἦρθε γιὰ νὰ πολεμήσει πρῶτα μὲ τὸ παράδειγμά του τὸ σιωπηλό, καὶ μετά, στὸν κατάλληλο καιρό, μὲ τὸν λόγο καὶ τὴ διδασκαλία του.

1.Μὲ τὴ φτώχεια γιατρεύει τὸν ἔρωτα τοῦ πλούτου.

Συλλογίσου λοιπὸν πὼς πρῶτα πολεμάει μὲ τὴν φτώχεια τοῦ τὸν ἄτακτο ἔρωτα τοῦ πλούτου. Ὁ κοσμικὸς ἄνθρωπος νομίζει πὼς κάθε καλό το βρίσκει στὰ πρόσκαιρα ἀγαθά. γι’ αὐτὸ γιὰ νὰ τ’ ἀποτυπώσει ἢ γιὰ νὰ μὴ τὰ χάσει ξοδεύει σχεδὸν ὅλο τὸν καιρό, ποὺ τοῦ ἔδωσε ὅμως ὁ Θεὸς γιὰ νὰ κερδίσει τὰ αἰώνια ἀγαθά.
Καὶ ἰδοὺ ποὺ ὁ προαιώνιος Λόγος καὶ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρὸς κατεβαίνει ἀπὸ τὸν οὐρανὸ γιὰ νὰ μᾶς λυτρώσει ἀπ’ αὐτὴ τὴν πλάνη καὶ νὰ ξερριζώσει ἀπὸ τὶς καρδιὲς μᾶς τὴν καταραμένη ρίζα ὅλων των κακῶν, τὴν φιλαργυρία, ὅπως τὴν χαρακτηρίζει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. «Ρίζα πάντων των κακῶν ἐστὶν ἡ φιλαργυρία» (Ἃ’ Τιμ. 6,16). Πρόσεξε ὅμως σὲ τί εἴδους ταλαιπωρία κατάντησε ἀπὸ ἀγάπη γιὰ μᾶς Ἐκεῖνος ποὺ διαμοιράζει τὰ πλούτη καὶ τοὺς θησαυροὺς στὴν παροῦσα καὶ στὴ μέλλουσα ζωή. «ἐμὸν γάρ, τὸ ἀργύριον καὶ ἐμὸν τὸ χρυσίον, λέγει Κύριος Παντοκράτωρ» (Ἄγγ. 2,8). Στοχάσου ποῦ εἶναι τὸ παλάτι ποῦ γεννήθηκε; Ποῦ εἶναι οἱ προετοιμασίες; Ποῦ οἱ μαῖες; Ποῦ τὸ βασιλικὸ στρῶμα; Ποῦ τὰ βρεφικὰ λουσίματα; Ποῦ εἶναι ἡ ἀκολουθία τῶν δούλων; Ποῦ ἡ θαλπωρὴ καὶ ἡ ἀνάπαυση; Ποῦ εἶναι ἡ συμπαράσταση τῶν συγγενῶν καὶ φίλων; Ἔλα μέσα καὶ δὲς τὸ φτωχότατο σπήλαιο ὅπου γεννήθηκε καὶ τὴν εὐτελέστατη φάτνη ὅπου «ἀνεκλίθη». Σίγουρα ὄχι μόνο δὲν θὰ βρεῖς κανένα περιττό, ἀλλὰ ἀντίθετα θὰ διαπιστώσεις μεγάλη ἔλλειψη ἀπ’ ὅλα τα ἀναγκαῖα. γιατί ὁ γλυκύτατός μου Ἰησοῦς γεννιέται σὲ τόπο σχεδὸν ξέσκεπο, τὰ μεσάνυχτα στὴν καρδιὰ τοῦ χειμώνα, μόνος μὲ μόνη τὴν μητέρα του καὶ τὸν θεωρούμενο πατέρα του, χωρὶς σκεπάσματα, χωρὶς ζεστὰ φαγητὰ ποὺ συνηθίζονται στὶς γεννήσεις καὶ τῶν πιὸ φτωχῶν παιδιῶν χωρὶς τὶς ἐλάχιστες ἐκεῖνες ἀνέσεις τοῦ φτωχικοῦ σπιτιοῦ ποὺ εἶχε στὴ Ναζαρέτ. Καὶ τὸ πιὸ σημαντικὸ εἶναι ὅτι, ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὴ τὴ φτώχεια ποὺ προτίμησε ὁ Ἰησοῦς ἑκουσίως, θέλησε ἀκόμη καὶ ἄλλη περισσότερη πτωχεία σχεδὸν βίαιη καὶ ἀφύσικη: παραγγέλλει ἐκεῖ στὸ σπήλαιο νὰ μὴ τοῦ γίνει καμιὰ ὑποδοχὴ καὶ φιλοξενία ἀπὸ κανένα ἄνθρωπο. ἤθελε νὰ διαφέρει ἀπὸ τοὺς συμπατριῶτες του ποὺ ἀνέβηκαν στὴν Βηθλεὲμ γιὰ ἀπογραφή. ὅλοι αὐτοὶ εἶχαν πολλὲς προμήθειες μαζί τους καὶ ξεκουράζονταν φιλοξενούμενοι μέσα στὰ σπίτια καὶ στὰ πανδοχεῖα. «οὐκ ἣν αὐτοῖς τόπος ἐν τῷ καταλύματι» (Λουκ. 2,7). Ἀλλὰ ἐπειδὴ ὁ κόσμος, ὄχι μόνο βδελύσσεται τὴν φτώχεια καὶ τὴν θεωρεῖ μεγάλη ντροπή, παρακινώντας ἀκόμη τοὺς φτωχοὺς νὰ ὑποκρίνονται καὶ νὰ παριστάνουν τοὺς πλουσίους, γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς δὲν νοιώθει ντροπὴ γιὰ τὴν φτώχειά του, ἀντίθετα κάνει ἐπίδειξη τῆς φτώχειάς του. καὶ ἀπὸ μὲν τοὺς οὐρανοὺς φωνάζει τοὺς Ἀγγέλους, ἀπὸ τοὺς ἀγροὺς δὲ καὶ τὰ χωράφια καλεῖ τοὺς ποιμένες γιὰ νὰ τὸν προσκυνήσουν, ὅταν γεννήθηκε σὲ κείνη τὴν κατάσταση τῆς ἔνδειας καὶ τῆς ἐγκατάλειψης, σὲ κεῖνο τὸ θρόνο μιᾶς εὐτελέστατης φάτνης καὶ σὲ κείνη τὴν αὐλὴ ἑνὸς πενιχρότατου σπηλαίου! «ὢ πτώχεια ὑπερπλοῦτος! ὢ συγκατάβασις ὑπερύψιστος!»

Ἐν τῷ θλίβεσθαί με, εἰσάκουσόν μου τῶν ὀδυνῶν, Κύριε σοὶ κράζω». Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης:


  Αποτέλεσμα εικόνας για Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης

Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης:
Κύριε, στη θλίψη μου, άκουσε τη φωνή της καρδιάς μου!
«Ἐν τῷ θλίβεσθαί με, εἰσάκουσόν μου τῶν ὀδυνῶν, Κύριε σοὶ κράζω».
Απόδοση στην Νεοελληνική Σάββας 
Ηλιάδης, δάσκαλος- Κιλκίς
(Από το βιβλίο «ΝΕΑ ΚΛΙΜΑΞ»: Ερμηνεία του πρώτου Αναβαθμού του Α΄ ήχου, Ἀντίφωνον Α΄)
Ερμηνεία
     Όταν οι Ισραηλίτες βρίσκονταν στην πατρίδα τους τα Ιεροσόλυμα και είχαν κάθε ευτυχία και ανάπαυση και απολάμβαναν εκείνον τον ωραιότατο και υπερθαύμαστο ναό του Σολομώντος, τότε, αντί να ευχαριστούν περισσότερο τον Θεό, αυτοί επιδόθηκαν σε καλοπεράσεις και σε ειδωλολατρίες. Εξ αιτίας αυτού, παραχώρησε ο Θεός και σκλαβώθηκαν από τους Βαβυλώνιους και έμειναν σκλάβοι για εβδομήντα χρόνια (1). Έπειτα, όταν αναλογίστηκαν την προηγούμενη άνεση και ευτυχία που είχαν στην πατρίδα τους από τη μια, και τη θλίψη και τη δυστυχία που δοκίμαζαν στη σκλαβιά από την άλλη, παρακάλεσαν με καρδιά συντετριμμένη τον φιλάνθρωπο Κύριο και είπαν τον 119ο ψαλμό του Δαβίδ, ο οποίος είναι ο πρώτος ψαλμός των Αναβαθμών, δηλαδή, το: «Πρὸς Κύριον ἐν τῷ θλίβεσθαί με ἐκέκραξα, καὶ εἰσήκουσέ μου» (Ψαλμ. 119,1).
Από εδώ, από τον πρώτο αυτό Αναβαθμό του Δαβίδ, δανείστηκε και ο ιερός Θεόδωρος ο Στουδίτης, ο ποιητής των Αναβαθμών, αυτόν τον πρώτο Αναβαθμό της Οκτωήχου. Βέβαια, το «εκέκραξα» και το «εισήκουσέ μου» αναφέρονται σε μελλοντικό χρόνο, διότι η σκλαβιά των Ιουδαίων ήλθε ύστερα από τη γραφή των Ψαλμών. Ο Δαβίδ όμως τα γράφει αυτά, σαν να έγιναν στο παρελθόν. Επειδή οι Προφήτες έβλεπαν τόσο φανερά τα πράγματα με το νου, ο οποίος φωτιζόταν από το Άγιο Πνεύμα, ώστε προέλεγαν τα μέλλοντα, σαν να ήταν παρελθόντα. Έτσι, είπε και ο χρυσός στη γλώσσα και στην ψυχή άγιος Ιωάννης: «Είναι συνηθισμένο στους Προφήτες σε πολλές περιπτώσεις, να προλέγουν τα μέλλοντα ως περασμένα.Διότι, όπως δεν μπορεί, αυτά που έχουν ήδη γίνει, να πούμε πως δεν έχουν γίνει, έτσι ούτε και αυτά τα οποία, αν και είναι μελλοντικά, δεν μπορεί να μην γίνουν οπωσδήποτε. Μ` αυτόν τον τρόπο, μέσα από το πεπερασμένο κύλισμα και μέτρημα του χρόνου, προαναγγέλλουν και καταδεικνύουν το αμετάβλητο αυτών και τη βεβαιότητα ότι θα γίνουν» (λόγ. εις το Πάτερ, ει δυνατόν, Τόμω ε΄).
     Εκείνο, λοιπόν, που ο Δαβίδ το είπε σε χρόνο παρελθοντικό, αυτό το λέει εδώ ο μελωδός σε χρόνο παροντικό. Έτσι λέει, εγώ Κύριε, κράζω σε σένα, εν τω θλίβεσθαί με, δηλαδή, στον καιρό της θλίψης μου. Γι` αυτό, εύχομαι κάποτε να ακούσεις τις οδύνες μου, δηλαδή, τους πόνους και τους αναστεναγμούς της καρδιάς μου. Διότι, εδώ η προστακτική «εισάκουσον» έχει την έννοια της ευκτικής, δηλαδή, «είθε να με ακούσεις», όπως και το «Κύριε ελέησον», αντί του «είθε να με ελεήσεις». Και όλα αυτά βέβαια, επειδή δεν επιτρέπεται σε κανέναν να διατάζει τον Θεό, για να κάνει κάτι, αλλά να τον παρακαλάει με θερμή προσευχή, ώστε να δεχτεί τη βοήθειά του και την συμπαράστασή του. Έτσι και ο βαθυστόχαστος Ευστάθιος είπε ότι, όσα υποκείμενα μικρότερα παρακαλούν τα μεγαλύτερα για κάποια χάρη, πρέπει να παρακαλούν με λόγια παρακλητικά και όχι με προσταγές. Αν δε, χρησιμοποιούν στις παρακλήσεις τους σχήμα προστακτικού λόγου, αυτό εκλαμβάνεται ως ευχετικό.

Αγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης: Κύριε και Σωτήρα μου, υψώνω τα μάτια της καρδιάς μου ψηλά στον ουρανό, προς εσένα και σου ζητώ να με σώσεις, με τη φώτιση του Αγίου σου Πνεύματος!


Αποτέλεσμα εικόνας για Άγιος Νικόδημος ο ΑγιορείτηςΆγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης:
Κύριε και Σωτήρα μου, υψώνω τα μάτια της καρδιάς μου ψηλά στον ουρανό, προς εσένα και σου ζητώ να με σώσεις, με τη φώτιση του Αγίου σου Πνεύματος!

Ήχος Β.΄ Ἀντίφωνον Α΄
«Ἐν τῷ οὐρανῷ τὰ ὄμματα, ἐκπέμπω μου τῆς καρδίας, πρὸς σὲ Σωτήρ, σῶσόν με σῇ ἐπιλάμψει».

Απόδοση στην Νεοελληνική  Σάββας Ηλιάδης, δάσκαλος- Κιλκίς
Αδελφοί μου, είναι μεγάλο καλό το να βρίσκεται ο άνθρωπος σε στενοχώρια και θλίψη. Και το βλέπετε αυτό στους Ιουδαίους, οι οποίοι εξορίστηκαν και σκλαβώθηκαν στη Βαβυλώνα. Διότι, καθόσον αυτοί βρίσκονταν στην εξορία, έδειξαν μεγάλη φιλοσοφία και θεοσέβεια. Και όταν μεν βρίσκονταν στην πατρίδα τους Ιερουσαλήμ και απολάμβαναν τον εκεί ευρισκόμενο, περίφημο ναό του Σολομώντος, ζούσαν μακριά από τον Θεό κατά τη διάνοιά  τους και καταγίνονταν με τα μάταια πράγματα του κόσμου. Όταν δε έγιναν δούλοι από τον Ναβουχοδονόσορα και εξορίστηκαν στη Βαβυλώνα, τότε θυμήθηκαν τον Θεό και έτρεξαν σ` αυτόν, χρησιμοποιώντας λόγια συγγνώμης και παράκλησης, τα οποία περιέχει ο τέταρτος Αναβαθμός του Δαβίδ και έλεγαν: «Πρὸς σὲ ἦρα τοὺς ὀφθαλμούς μου τὸν κατοικοῦντα ἐν τῷ οὐρανῷ».(Ψαλμ. 122,1).
Διότι, πραγματικά, κατά τον Ευθύμιο, από τους Ιουδαίους, που ήταν στη Βαβυλώνα προφέρεται αυτός ο ψαλμός, είτε για όσα έχουν σχέση με τον Ζοροβάβελ και τον Ιησού, τον γιο του Ιωσεδέκ, είτε για τον Νεεμία και τον Έσδρα, οι οποίοι ταλαιπωρούνταν κατά την πορεία τους, όταν επέστρεφαν στην Ιερουσαλήμ. Γι` αυτό και ο Χρυσόστομος λέει: «Αν αγρυπνούμε και είμαστε προσεκτικοί, όχι μόνο δεν θα πάθουμε κανένα κακό από τη θλίψη, αλλά θα απολαύσουμε και μυριάδες αγαθά. Αν όμως πέφτουμε σε οκνηρία και νωθρότητα, η άνεση αυτή θα μας καταστρέψει». (Ανδριαντ. Δ΄)
Λέγεται βέβαια, ότι ο Θεός κατοικεί στον ουρανό, όχι διότι κατοικεί εκεί κυρίως, αφού είναι άυλος και αμέριστος και άπειρος κατά την ουσία και την δύναμη και δεν περιορίζεται σε τόπο, αλλά είναι ολόκληρος παντού και ολόκληρος πάνω από τα πάντα, όπως λέει ο ίδιος διά του προφήτη Ιερεμία: «μὴ οὐχὶ τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν ἐγὼ πληρῶ; λέγει Κύριος» (Ιερ. 23,24). Και ο Δαμασκηνός είπε: «Το θείο είναι αδιαίρετο, βρίσκεται παντού ολόκληρο καθ` ολοκληρία. Δεν διαιρείται σε μέρη, όπως τα σώματα, αλλά όλο βρίσκεται σε όλα και πάνω απ` όλα». (κεφ. 13 του α΄ βιβλ. του Θεολογικού) και πάλι: «Το θείο είναι πανταχού παρόν και πάνω απ` όλα και με μια απλή ενέργειά του ενεργεί συγχρόνως με διαφορετικούς τρόπους». (αυτόθι). Λέγεται λοιπόν ότι ο Θεός κατοικεί στον ουρανό, διότι κατά τον Χρυσόστομο και τον Ευθύμιο και τον Κάλλιστο αναπαύεται στις εκεί νοερές και καθαρές δυνάμεις των αγίων Αγγέλων, καθώς λέγεται ότι κατοικεί και στους αγίους που βρίσκονται στη γη, όπως είπε ο ίδιος: «Θα κατοικήσω και θα περπατήσω ανάμεσα σ` αυτούς». (Λευϊτ. 26,12). Για ποιο λόγο δε, κατοικεί ο Θεός στους αγίους της γης; Για τον αγιασμό και την καθαρότητα της ψυχής και του σώματός τους. Γι` αυτό είπε ο Απόστολος Παύλος: «Αγωνίζεσθε και προσπαθείτε να έχετε ειρήνη με όλους, να αποκτήσετε δε την αγιότητα και καθαρότητα της καρδίας, διότι χωρίς αυτήν την αγιότητα, κανείς δεν θα δει τον Κύριο». (Εβρ. 12,14). Είπε δε και ο Ιωάννης της Κλίμακος: «Νομίζω πως κανείς δεν μπορεί να λέγεται πραγματικά άγιος, αν δεν μεταποιήσει το χώμα τούτο (δηλαδή την σάρκα) σε αγιασμένο χώμα` αν βέβαια είναι κατορθωτή αυτή η μεταβολή». (Λόγος ιε΄ περί αγνείας). Δες δε ότι, κατά τον όσιο αυτό, άγιος σημαίνει ανώτερος από τη γη, σύμφωνα και με τον Φώτιο. Γράφει δε και ο σχολιαστής αυτού του λόγου: «άγιος ονομάζεται αυτός που είναι καθαρός από κακία και από κάθε αμάρτημα. Γι` αυτό και είναι πολύ μεγάλο κατόρθωμα της ψυχής και αρεστό στον Θεό, το να μην υπάρχει κακία μέσα στον άνθρωπο. Αγιασμός δε είναι το να αναφέρονται όλα στον Θεό».
Βλέπεις, αδελφέ, πόσο είναι το κέρδος της θλίψης και της εξορίας; Διότι, όπως είπαμε, όταν οι Εβραίοι ήταν στην εξορία, τότε εγκατέλειψαν όλα τα βιοτικά και τις φροντίδες του κόσμου και όλοι διά παντός προσέβλεπαν μόνο προς τον Θεό, άλλοτε μεν σηκώνοντας τα μάτια τους προς τον ουρανό, άλλοτε δε παίρνοντας την ελεεινή στάση του δούλου και της μικρής δούλης, έλεγαν: «Ιδού, όπως τα μάτια των δούλων είναι προσηλωμένα εις τα χέρια των κυρίων τους, και οι οφθαλμοί της δούλης εις τα χέρια της κυρίας της, περιμένοντας από εκείνους αγαθά, έτσι και τα μάτια μας στρέφονται προς Κύριο, τον Θεό μας και τον παρακαλούν, μέχρις ότου εκδηλώσει πλούσιο προς εμάς το έλεός του». (Ψαλμ. 122,2). Εξ αυτού είπε ο χρυσός άγιος, επαινώντας το κέρδος της θλίψης: «Λοιπόν, ας μην λυπούμαστε για τα παρόντα κακά. Διότι, αν έχεις αμαρτίες, εξαφανίζονται και κατακαίονται εύκολα από τη θλίψη. Αν δε έχεις αρετή, γίνεσαι εξαιτίας της, πιο λαμπρός και πιο χαρούμενος. Διότι δεν είναι η φύση των πειρασμών αλλά η ραθυμία των πειραζομένων, που εργάζεται και δημιουργεί τα πτώματα». (Ανδριαντ. Δ΄).
Αυτό είναι καταρχάς το κατά γράμμα νόημα του Αναβαθμού αυτού. Ο δε ιερός Θεόδωρος εδώ τον εννοεί μεταφορικώς. Γι` αυτό και λέει: «Ω, Σωτήρα του κόσμου Χριστέ, εγώ έγινα σκλάβος στην αμαρτία, γι` αυτό και υψώνω τα μάτια μου στον ουρανό, δηλαδή προς εσένα, ο οποίος κατοικείς στον ουρανό και έχεις τη δύναμη να σώζεις. Και επειδή βρίσκομαι μέσα στο σκοτάδι της αμαρτίας, χάριν αυτής της καταστάσεως, σε παρακαλώ να με σώσεις. Με τι; Με την έλλαμψη, (τον φωτισμό) του Αγίου Πνεύματος. Διότι, όταν φωτιστώ από αυτήν, τότε θα δύναμαι να γνωρίζω τους γκρεμούς και τους λάκκους της αμαρτίας και έτσι θα μπορώ  να φυλάγομαι ώστε να μην πέσω μέσα σ` αυτούς». Είπε δε ότι στρέφει τα μάτια του στον ουρανό, για να δείξει ότι μόνο ο άνθρωπος, ως επί το πλείστον, βλέπει στον ουρανό, τα δε άλογα ζώα ως επί το πλείστον βλέπουν στη γη και στα φθαρτά πράγματα της γης. Διότι ο άνθρωπος έχει το όρθιο σχήμα του σώματος και λέγεται άνθρωπος από το άνω αθρείν, το οποίο σημαίνει βλέπει επάνω. Έτσι, από το σχήμα του σώματός του και από την ετυμολογία του ονόματός του, να γνωρίζει πως, ο τρόπος που ζει έχει αντίκρισμα στον ουρανό, σύμφωνα με τον μακάριο Παύλο, ο οποίος λέει: «Αλλ’ ημών των πιστών μαθητών του Κυρίου η πατρίδα μας και η πολιτεία μας, το πολίτευμά μας και η συμπεριφορά μας είναι, όπως και των αγγέλων, στους ουρανούς». (Φιλιπ. 3,20).(1).
Από δω, ένας από τους έξω της πίστης σοφούς, ο Πλάτων δηλαδή, ονόμασε τον άνθρωπο ουρανοφύτευτο δέντρο, αντίθετα με τα άλλα δέντρα, τα οποία έχουν χαμηλά στη γη τον κορμό και τις ρίζες τους. Ακόμη και επειδή τρέφονται κάτω από τη γη, ο δε άνθρωπος τα έχει όλα επάνω. Τις μεν τρίχες ως ρίζες, το δε κεφάλι ως κορμό. Γι` αυτό και τρέφεται από πάνω. Το ίδιο λέει και ο Φίλων ο Ιουδαίος, ο οποίος ονόμασε τον άνθρωπο δέντρο ουράνιο, διότι ζητάει από τον ουρανό την αθάνατη τροφή της ψυχής του. Μάλλον δε, αν θέλουμε να πούμε ακριβέστερα, ο άνθρωπος έχει τη ρίζα στην καρδιά του και φυσικώς και κατά χάρη. Κατά την φύση, διότι στην καρδιά είναι η ουσία της ψυχής, όπως λένε οι φυσικοί και οι γιατροί και κατά την χάρη, διότι στην καρδιά έχει την έδρα της η χάρη του Αγίου Πνεύματος, όπως λένε οι θεολόγοι. Από εδώ, ο άγιος Χρυσόστομος ερμηνεύοντας το: «Ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ βλέπων γυναῖκα πρὸς τὸν ἐπιθυμῆσαι αὐτὴν ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτὴν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ. (Ματθ. 5,28), λέει: «Επειδή δεχόμαστε στην καρδιά τη χάρη του Πνεύματος, αυτήν καθαρίζει πρώτη». (Ομιλ. ιζ΄ εις το κατά Ματθ.).(2)
Αλλά και συ, αδελφέ , αν τύχει να σε καταλάβει κάποια θλίψη ή δυστυχία ή ασθένεια ή επίθεση εχθρού, άφησε τη γη και τα γήινα και τη βοήθεια των ανθρώπων, καθώς κατά τον Δαβίδ: «Είναι μάταιη, δηλαδή, ανωφελής και άκαρπη για σωτηρία, κάθε βοήθεια, που προέρχεται από άνθρωπο» (Ψαλμ. 59,13) και σήκωσε τα μάτια σου στον ουρανό και επικαλέσου με θερμότητα τη βοήθεια του Θεού. Και βέβαια, αν ο Θεός αργήσει να σε βοηθήσει, μην αφήσεις την προσευχή, αλλά και αν λάβεις και αν δεν λάβεις, επίμενε παρακαλώντας, έως ότου σε ελεήσει ο Θεός και απαντήσει  στο αίτημά σου. Έτσι σε συμβουλεύει να κάνεις ο θείος Χρυσόστομος: «Έτσι και τα μάτια μας στρέφονται προς Κύριο, τον Θεό μας και τον παρακαλούν, μέχρις ότου εκδηλώσει πλούσιο προς εμάς το έλεός του. Δεν είπε, μέχρι να αποδώσει το μισθό, ούτε μέχρι να αποδώσει την αμοιβή, αλλά μέχρι να σε ελεήσει. Και συ λοιπόν, παράμενε αδιαλείπτως άνθρωπε! Κι αν λάβεις κι αν δεν λάβεις, μην απομακρύνεσαι από την προσευχή και θα τα λάβεις όλα. Δεν βλέπεις, πώς οι δούλες των κυρίων είναι προσηλωμένες σ` αυτούς, χωρίς να αφήνουν ούτε το μυαλό τους ούτε τα μάτια τους να πλανώνται αλλού; Έτσι να κάνεις και συ. Ακολούθησε μόνο τον Θεό και αφού αφήσεις όλα τα άλλα, γίνε δικός του και θα λάβεις όλα όσα ζήτησες και είναι για το συμφέρον σου».
Δες δε, πως ο Αναβαθμός λέει, ότι της καρδιάς τα μάτια έστρεψε στον ουρανό, για να μάθεις και συ, όταν επικαλείσαι την βοήθεια του Θεού, να απλώνεις προς αυτόν και το βλέμμα των εξωτερικών ματιών του σώματος αλλά και των εσωτερικών της καρδιάς σου. Διότι σ` αυτά βλέπει καλύτερα και περισσότερο ο Θεός, παρά στα του σώματος. Μάλιστα, όταν τα δει να απλώνονται σε στάση λύπης, με καρδιά συντετριμμένη και ταπεινωμένο φρόνημα. Διότι λέει ο Ψαλμός: «Ο Κύριος έριξε ευμενές βλέμμα στην προσευχή των ταλαιπωρουμένων δούλων του και δεν εξουθενώνει πλέον ως μηδαμινή την δέησή τους. (Ψαλμ. 101,18). Και πάλι: «Ο άνθρωπος βλέπει στο πρόσωπο, ο δε Θεός βλέπει στην καρδιά». (Α΄Βασ. 16,7).
(1). Σημειώνουμε εδώ και τα του Χρυσοστόμου, τα οποία είναι πολύ παραστατικά και έχουν ως εξής: «Δεν ντρέπεσαι και γι` αυτήν την φύση και τη διάπλαση του σώματός σου; Διότι ο Θεός δεν το σχημάτισε σε μας όπως και στα ζώα, αλλά όπως έπρεπε να είναι, καθώς επρόκειτο να υπηρετήσει ψυχή λογική και αθάνατη. Γιατί, σ` όλα μεν τα άλογα ζώα έκανε ο Θεός τα μάτια τους να βλέπουν κάτω, σε σένα δε, όπως ακριβώς πάνω σε ακρόπολη, τα έφερε και τα εγκατέστησε στο κεφάλι; Όχι βέβαια, επειδή για εκείνα δεν υπάρχει τίποτε κοινό με τον ουρανό, ενώ για σένα δόθηκε εξαρχής νόμος και από τον Θεό και από τη φύση, να αναζητάς πάρα πολύ τα άνω; Γιατί έκανε σε σένα μεν το σώμα το έκανε όρθιο, σε κείνα δε πάλι να βλέπουν κάτω; Δεν είναι πάλι η ίδια αιτία; Δεν είναι, ότι θέλει να σε διδάξει και απ` αυτήν την ίδια τη διάπλαση του σώματος, ώστε να μην έχεις τίποτε κοινό με τη γη, ούτε να προσκολλάσαι στα παρόντα πράγματα; Μη λοιπόν προδίδουμε βαριά την ευγενική καταγωγή μας, ούτε να ξεφεύγουμε προς την ταπεινή καταγωγή των ζώων, για να μην ισχύει και για μας το: «ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὢν οὐ συνῆκε». Διότι, το να  θεωρεί κάποιος ως ευημερία την καλοπέραση και τον πλούτο και τη δόξα και γενικά τα παρόντα πράγματα, δεν είναι χαρακτηριστικό ανθρώπων, που εξετάζουν επιμελώς την ευγενική καταγωγή τους, αλλά ανθρώπων, οι οποίοι κατάντησαν άλογα και γαϊδούρια» (λόγ. α΄ περί προνοίας τόμ. Στ΄). Συμφωνεί δε με τον Χρυσόστομο και ο μαθητής του Θεοδώρητος, ο οποίος λέει: «Χρησιμοποίησέ το, και μόνο αυτό, ώστε να υμνολογείς τον κτίστη σου` το ό,τι, ούτε είσαι σκυμμένος στη γη σαν τα άλογα ζώα, ούτε στην κοιλιά σου έχεις στραμμένο το κεφάλι σου, όπως τα γουρούνια. Σήκωσε το κεφάλι σου μόνο και δες τη θεία Πρόνοια. Σε δημιούργησε όρθιο μόνο εσένα από τα ζωντανά  πλάσματα, να περπατάς πάνω σε δύο πόδια και το καθένα απ` αυτά δεν το έκανε μονοκόμματο, αλλά το συνέθεσε από τρία μέρη και το έντυσε με τρία αρμονικά κομμάτια». (λόγ. γ΄περί προνοίας).