Κυριακή 13 Μαρτίου 2016

ΤΟ ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΚΑΛΛΟΣ ΤΗΣ ΧΑΡΑΣ ΤΟΥ ΚΑΘΕ ΛΕΠΤΟΥ Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου Κωνσταντίνου Στρατηγόπουλου,

 

ἀπό τήν ἱστοσελίδα floga.gr, ἐπάνω στό χωρίο τοῦ κατά Ματθαῖον Εὐαγγελίου, κεφάλαιο 1ο, στίχοι 1 ἔως 25, στά πλαίσια τῆς ἑρμηνείας πού ἔγινε στό κήρυγμα τῆς Κυριακῆς 19-12-2004.

Ὁ Θεός, μέσα στήν ἀγαπητική Του συγκατάβαση γιά μᾶς, πολλές φορές κάνει ἀπρόβλεπτα πράγματα - κατά τά μέτρα τοῦ δικοῦ μας μυαλοῦ ἀπρόβλεπτα. Ἀπρόβλεπτο, ἐξάλλου, καί σάν ἔκφραση εἶναι τό γεγονός τῆς Σαρκώσεως. Ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος στήν κυριολεξία μιμεῖται αὐτό τό μέγεθος, γιατί κάνει μιά ἀπρόβλεπτη ἔναρξη τοῦ Εὐαγγελίου του, τοῦ πρώτου κατά σειρά μάλιστα ἐκ τῶν τεσσάρων Εὐαγγελίων τῆς Καινῆς Διαθήκης, τοῦ πρώτου κειμένου τῆς Καινῆς Διαθήκης.
Ἀπρόβλεπτο, λοιπόν, στήν κυριολεξία καί μάλιστα τό ἀπρόβλεπτο αὐτό τοῦ Ματθαίου ἀποκτᾶ μείζονα, μεγαλύτερη βαρύτητα γιατί δέν εἶναι κάτι πού τό ἄκουσε διδαχθέν ἀπό τόν Χριστό, νά μεταφέρει τά λόγια Του, ὅπως κάνει στήν ἐπί τοῦ Ὄρους Ὁμιλία, [ὅπου] μεταφέρει τά λόγια τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι, θά ἔλεγα, μιά δική του σύλληψη, ἀλλά κατά Χάρη σύλληψη, μέσα στήν ἔκφραση τῆς θεοπνευστίας τῶν κειμένων. Κοιτάξτε τί εἶναι αὐτή ἡ σειρά τῶν ὀνομάτων, πού δέν ξέρω πόσοι ἀπό ἐσᾶς πρίν ἀπό λίγο θά εἶπαν, «Κουραστήκαμε, εἶναι πολλά ὀνόματα. Τί μᾶς τά λέει; Τί εἶναι αὐτά τά ὀνόματα; Δέν τά ξέρουμε. Καθυστεροῦμε, νά πᾶμε στό τέλος, νά πᾶμε στό ἀποτέλεσμα. Τί ἔγινε στό τέλος;». Ἀκριβῶς ἐδῶ εἶναι τό κάλλος τοῦ κειμένου, τό ἀπρόβλεπτο, τό μυστήριο καί θά ἔλεγα, ἄν ἐπιτρέπεται νά τό πῶ, ἡ ποιητική μαγεία τοῦ κειμένου.
Ὁ Θεός ὅ,τι κάνει τό κάνει μέ ἕναν διπλό τρόπο. Τό κάνει ἔχοντας ἕναν στόχο, πού εἶναι ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπινου γένους, ἀλλά ταυτόχρονα δέν ἐξαντλεῖται στόν στόχο. Ὁ Θεός καθορίζει καί μπαίνει στή λεπτομέρεια τῆς πορείας, λέγοντας «θέλουμε νά γίνουμε ἅγιοι, αὐτό πού θέλει ὁ Θεός». Αὐτό ἔχει μιά λεπτομέρεια τοῦ κάθε λεπτοῦ. Εἶναι ἡ καλλιέργεια, τό κάλλος, ὁ θρίαμβος καί αὐτή ἡ ὀμορφιά τοῦ κάθε λεπτοῦ. Ὁ Ματθαῖος πραγματικά, μέ ἕναν μοναδικό τρόπο, γίνεται ἀπρόβλεπτος γι᾽ αὐτόν τόν λόγο. Θέλει νά καταλήξει στή Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, πού τήν περιγράφει τό κείμενο πού ἀκούσαμε πρίν ἀπό λίγο, ἀλλά ἀκριβῶς κάνει μιά καταπληκτική πορεία ἀναφέροντας τά γνωστά καί τά ἄγνωστα ὀνόματα τά ὁποῖα προηγήθηκαν γενεαλογικά κατά τά μέτρα τά ἀνθρώπινα τοῦ Χριστοῦ. Ὅπου δέν εἶναι ἁπλῶς τό τέλος πού ἔρχεται ὁ Χριστός· εἶναι ἀκριβῶς ἡ ὀμορφιά, ὁ θρίαμβος αὐτῶν τῶν προσώπων, γνωστῶν τε καί ἀγνώστων, πού ζήσανε κάποιες στιγμές ὅπου καλλιέργησαν βαθιά πράγματα τοῦ Θεοῦ καί μάλιστα, μέ ἕναν μοναδικό τρόπο κατά τά ἀνθρώπινα μέτρα, ἑτοίμασαν τόν δρόμο τοῦ Θεοῦ.
Ἡ ἀκραία πίστη τοῦ Ἀβραάμ, ὁ ὁποῖος πάει νά θυσιάσει τόν γιό του ἑτοιμάζει τήν πιό βαθιά κατανόηση γιά ἐμᾶς πού ὁ Θεός θυσιάζει τόν Γιό Του καί προηγεῖται ὁ ἄνθρωπος πού θυσιάζει πρίν τόν γιό του. Ἡ ἀκραία ἔκφραση τῆς μετανοίας τοῦ Δαυίδ καί, βλέπετε, στέκεται καί λέει ἀπό τόν Ἀβραάμ μέχρι τόν Δαυίδ γενεές δεκατέσσερις, ἀπό τόν Δαυίδ μέχρι τήν μετοικεσία Βαβυλῶνος (ἡ ἀκραία ἔκφραση τῆς μετανοίας ἤ τῆς πτώσης ὁλόκληρου λαοῦ, πού εἶναι ἡ μετοικεσία τῆς Βαβυλῶνος). Ἡ κάθε στιγμή, τό κάθε λεπτό, ἀποκτᾶ μιά ὀμορφιά. Καί ὁ Θεός στέκεται καί περιμένει. Περιμένει ὄχι ἁπλῶς γιατί Τοῦ ἀρέσει νά περιμένει, [ἀλλά] γιατί Τοῦ ἀρέσει ὅ,τι γίνεται νά γίνεται σέ βάθος καί νά ἀποκτᾶ ἕνα θριαμβικό μέγεθος.
Αὐτό ἀκριβῶς νά τό μεταφέρετε στή ζωή σας, αὐτό τό ἦθος τοῦ ἀπρόβλεπτου, τοῦ ἀνείπωτου τοῦ Ματθαίου καί τοῦ Χριστοῦ μας νά τό μεταφέρετε στή ζωή σας, ὅπου ἡ ζωή σας ἔχει στόχους, ἀλλά ταυτόχρονα αὐτοί οἱ στόχοι δέν ἐπιτυγχάνονται μέ μιά μονοτενῆ, δηλαδή μέ μιά ἀπρόσωπη βαρύτητα. Ἡ κάθε στιγμή ἔχει μιά προσωπικότητα, ἔχει μιά ὀμορφιά. Εἶναι τό κάλλος, ὁ θρίαμβος τοῦ κάθε λεπτοῦ, εἶναι ἡ γεύση τοῦ κάθε λεπτοῦ, εἶναι τό ὅτι ὁ χριστιανός «ρουφάει» τό κάθε λεπτό καί τό ἀνασαίνει τό κάθε λεπτό, τό κάνει μιά μοναδικότητα τοῦ Χριστοῦ καί αὐτό τό κάθε λεπτό, ἐπειδή εἶναι τόσο ὄμορφο καί τόσο πανέμορφο μέσα στίς δυσκολίες καί στούς πειρασμούς καί εἶναι τόσο συγκαταβατικό καί τόσο ἀπρόβλεπτο στήν ὀμορφιά πού ἔχει μέσα στίς δυσκολίες καί στούς πειρασμούς, ἀποκτᾶ ὁ ἄνθρωπος ἀπό τώρα γεύση παραδείσου καί ἐκεῖνο πού ἔρχεται στό τέλος σάν ἁγιότητα, σάν παράδεισος, εἶναι κάτι τό ὁποῖο βιώθηκε καί ἐγεύθηκε· καί γίνεται ὁ χριστιανός ἀπρόβλεπτος. Πῶς μπορεῖ νά χαίρεται μές στίς δυσκολίες, μές στίς λύπες, μέσα στούς πόνους, μές στίς ἀρρώστιες; Εἶναι αὐτό τό κάλλος τό ποιητικό, τό ὁποῖο καταυγάζει τό ἀπρόβλεπτο τοῦ Χριστοῦ μας καί τό ἀπρόβλεπτο τοῦ εὐαγγελιστοῦ Ματθαίου.
Τό κείμενο, λοιπόν, ὁρίζει πάρα πολύ οὐσιαστικά πράγματα γιά τή ζωή μας. Ἀποκαλύπτει τήν ἐπωνυμία τῶν ἀνωνύμων καί ἀποκαλύπτει τήν προβολή τῆς δικῆς μας ἐπωνυμίας, πού, ὄντες ἀνώνυμοι πολλές φορές γιά τά μέτρα τά δημοσιογραφικά τοῦ κόσμου, παραμένουμε ἐπώνυμοι καλλιεργηταί τῶν μεγάλων πραγμάτων τοῦ Θεοῦ, ἄν καλλιεργήσουμε βαθιά αὐτό τό κάλλος, αὐτό τό ποιητικό κάλλος τῆς χαρᾶς, τῆς εὐλογίας, τῆς ἀπαντοχῆς τοῦ κάθε λεπτοῦ.


ΔΡΟΜΟΣ : ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΚΑΙ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου Κωνσταντίνου Στρατηγόπουλου,

 

ἀπό τήν ἱστοσελίδα floga.gr, ἐπάνω στό χωρίο τοῦ κατά Μᾶρκον Εὐαγγελίου, κεφάλαιο 1ο, στίχοι 1 ἕως 8, στά πλαίσια τῆς ἑρμηνείας πού ἔγινε στό κήρυγμα τῆς Κυριακῆς 2-1-2005.

Ἡ περικοπή πού ἀκούσαμε πρίν ἀπό λίγο εἶναι ἡ ἔναρξη, ἡ ἀρχή τοῦ κατά Μᾶρκον Εὐαγγελίου καί, ἀπ᾿ ὅ,τι φαίνεται, ὁ Εὐαγγελιστής Μᾶρκος ἐπέλεξε ἕναν πρωτότυπο τρόπο γιά νά δώσει στήν ἀρχή πολύ συνοπτικά (ἐξάλλου τό Εὐαγγέλιό του εἶναι τό μικρότερο, εἶναι πολύ λιτός ὁ Εὐαγγελιστής Μᾶρκος). Διάλεξε λοιπόν αὐτή τήν ἀρχή τοῦ Εὐαγγελίου -ὁ ἴδιος τό λέει «ἀρχή τοῦ Εὐαγγελίου»- νά τήν ὁρίσει στίς πρῶτες γραμμές μέ ἕναν τρόπο πού καθορίζει τό τί σημαίνει νά ζοῦμε κοντά στόν Χριστό. ῞Ολο του τό Εὐαγγέλιο εἶναι περιεκτικό σέ νοήματα, ἀλλά ἐδῶ ὁ Μᾶρκος εἶναι πραγματικά λιτός καί πολύ βαθιά περιεκτικός, καί ἐπέλεξε τή διήγηση αὐτή πού ἀφορᾶ τόν Ἰωάννη τόν Πρόδρομο γιά νά κάνει αὐτό τό γεγονός. Οἱ ἄλλοι Ἀπόστολοι ἄλλες μεθόδους ἐπέλεξαν γιά τήν ἔναρξη τοῦ Εὐαγγελίου τους.
Νά δοῦμε λοιπόν τί χαράσσει μέ αὐτόν τόν λιτό καί ἁπλό τρόπο, σέ λίγες γραμμές μέσα, στήν καρδιά μας ὁ Εὐαγγελιστής Μᾶρκος καί χαράσσει οὐσιαστικά τό πῶς θά λειτουργήσει πάνω μας -προσέξτε, πάνω μας- προσωπικά τό Εὐαγγέλιο. Γι᾿ αὐτό, λίγο νά ξεφύγετε ἀπό τή διήγηση πού ἀφορᾶ τόν Πρόδρομο καί τή Βάπτιση, χωρίς νά φύγετε ἀπό αὐτήν, καί νά μπεῖτε σέ ἕνα ἀνθρωπολογικό περιεχόμενο: Τί σημαίνει γιά μᾶς, πέρα ἀπό τό ἱστορικό καί σωτηριολογικό γεγονός. Κοιτάξτε τά κείμενα πόσο λιτά ἔρχονται καί ἔρχονται μάλιστα μέ ἕναν τρόπο βομβαρδιστικό. Λέει: (χρησιμοποιώντας μιά προφητεία) «εὐθείας ποιεῖτε τὰς τρίβους αὐτοῦ». Οὐσιαστικά σημαίνει ἀνοῖξτε δρόμο στόν Θεό. Θά ᾿λεγε κάποιος: «τί σημαίνει αὐτό;», «πῶς θά ἀνοίξω δρόμο στόν Θεό;». Μάλιστα ὁ Χριστός εἶχε πεῖ: «ἐγώ εἰμι ἡ ὁδὸς». Καί μόνο πού τό εἶπε ὁ Χριστός, ἐφόσον εἶναι ἡ ὁδός Ἐκεῖνος, ὅλοι ἐμεῖς κατά χάρη ἀποκτοῦμε τά χαρίσματά Του. Νά λοιπόν, γινόμαστε ἕνας δρόμος. Ἐκεῖνος εἶναι δρόμος καί ἐμεῖς, μετέχοντας στή ζωή Του, γινόμαστε δρόμοι.
Τί σημαίνει νά ἀνοίξουμε δρόμο στόν Θεό; Αὐτό σημαίνει νά ἀφήσουμε νά λειτουργήσει πάνω μας Ἐκεῖνος καί νά ἀφήσουμε δρόμο στούς ἄλλους νά ζήσουν γιά νά πᾶνε στόν Θεό. Μάλιστα ὁ Εὐαγγελιστής Μᾶρκος αὐτό τό περιγράφει, πῶς ἐμεῖς θά γίνουμε δρόμοι πού θά ἀνοίξουμε δρόμο στόν Θεό νά περάσει καί ταυτόχρονα νά ἀνοίξουμε δρόμο στούς ἄλλους γιά νά ζήσουν καί νά ὑπάρξουν. Κοιτάξτε τί κάνει ἐδῶ ὁ Πρόδρομος μέ τά λόγια τοῦ Μάρκου. Βαπτίζει καί κηρύττει. Νά ἕνα πρῶτο γεγονός οὐσιαστικό γιά νά γίνουμε δρόμοι. Εἶναι τά πρωτογενῆ μελήματά μας, δηλαδή ὁ λόγος μας, ἡ ὕπαρξή μας, ἡ παρουσία μας, ὁ λόγος (ἡ αἰτία) μας εἶναι ἀπό Ἐκεῖνον καί γιά Ἐκεῖνον. Ἀπό Ἐκεῖνον μιλᾶμε καί γιά Ἐκεῖνον μιλᾶμε καί διακονοῦμε μέ ἕναν ἔτσι ἤ ἄλλον τρόπο ἐκεῖνο πού εἶναι Ἐκεῖνος. Ὁ Πρόδρομος ἁπλῶς ὁμιλεῖ καί διακονεῖ βαπτίζοντας. Ἄλλος τό κάνει ἀλλιῶς. Ἀλλά ὁ λόγος, ἡ αἰτία μας, εἶναι Ἐκεῖνος καί ὁ λόγος μας εἶναι Ἐκεῖνος· καί γιά νά τό κάνεις αὐτό τό γεγονός, λέει ὁ Μᾶρκος σέ αὐτό τό λιτό καί συνοπτικό ἐναρκτήριο εὐαγγελικό του κήρυγμα, γιά νά τό κάνεις χρειάζονται οἱ ἑξῆς ἁπλές προϋποθέσεις:
Πιάστε καί πλησιάστε τή λέξη «φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ». Τό κάνεις καί δέν περιμένεις τίποτε. Δέν περιμένεις ὁ ἄλλος νά ἀνταποκριθεῖ, νά σέ χειροκροτήσει, νά ἀνταποδώσει, νά πεῖ ὁτιδήποτε, ἀλλά τό κάνεις γιατί εἶναι ἀλήθεια, εἶναι ἡ μόνη ἀλήθεια. Θά τολμοῦσα νά πῶ ὅτι εἶναι ἡ μόνη ἀλήθεια πού τήν κάνεις χωρίς νά περιμένεις τίποτε, γιατί εἶναι ἡ ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ. Δέν τήν ἔφτιαξες, δέν τήν δημιούργησες, δέν τήν καλλώπισες ἐσύ· εἶναι τοῦ Θεοῦ ἡ ἀλήθεια. Ὅλα τά ἄλλα γιά τά ὁποῖα κουραζόμαστε, τά φτιάχνουμε, τά τελειοποιοῦμε καί τά προσφέρουμε στόν ἄλλον, μᾶς δίνουν δῆθεν κάποια αἴγλη καταξιώσεως, θέλουμε κάτι ἀπό αὐτά. Τίποτε δέν θέλουμε, ἁπλῶς τό μεταδίδουμε. Ὁ Θεός ἔτσι τό ἐπέτρεψε. Λοιπόν, «φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ». Δέν περιμένεις τίποτε.
Πέρα ἀπό αὐτό, γιά νά λειτουργήσει αὐτό τό γεγονός, ὑπάρχουν πάνω στόν ἄνθρωπο δύο προϋποθέσεις: Οἱ προϋποθέσεις οἱ σωματικές καί οἱ βαθιές πνευματικές, ψυχολογικές προϋποθέσεις τοῦ ἀνθρώπου. Οἱ μέν σωματικές προϋποθέσεις γιά νά γίνει αὐτό τό πράγμα, νά γίνεις δρόμος καί νά μπορεῖς νά εἶσαι αὐτό πού εἶσαι χωρίς νά περιμένεις τίποτε, εἶναι πρῶτα ἡ ἐξωτερική λιτότητα τῶν αἰσθήσεων. Τό ὅτι περιγράφει τό τί ἔτρωγε, τό πῶς ζοῦσε, τό τί ροῦχα φοροῦσε ὁ Πρόδρομος, εἶναι μιά προσέγγιση αὐτῆς τῆς λιτότητας. Τί κάνει ὁ Πρόδρομος; Ἀξιοποιεῖ τό περιβάλλον. Φοράει αὐτό πού ἔχει, φοράει τό δέρμα πού ἔχει γύρω του. Τρώει τό μέλι πού ἔχει γύρω του, τίποτε ἄλλο. Ἀξιοποιεῖ τό περιβάλλον, δέν ἔχει ἐξεζητημένες ἀναζητήσεις. Ζεῖ μέσα στά πράγματα τοῦ κόσμου, καλύπτει τίς αἰσθήσεις του, ἀλλά δέν ἐξαρτᾶται ἀπό αὐτές καί δέν κάνει ἄλλες ἀναζητήσεις. Εἶναι ἐλεύθερος ἀπό τόν χῶρο τῶν αἰσθήσεων, ἀπό τόν χῶρο τῶν σωματικῶν λειτουργιῶν, χωρίς νά παύει νά τίς λειτουργεῖ, χωρίς νά τίς ἀναιρέσει. Ταυτόχρονα εἶναι πολύ βαθιά μέσα του ψυχικά, πνευματικά ἐλεύθερος γιατί, λέει: «ὁ ἰσχυρότερός μου ἔρχεται» καί ξέρει ὅτι δέν εἶναι ἰσχυρότερος. Ἐκεῖνος πού λέει ὅτι ὑπάρχει ἐπάνω ἀπό αὐτόν ἰσχυρότερος καταλύει τόν πρωτογενῆ λόγο τῆς ἁμαρτίας καί τῆς πτώσεως, καταλύει τόν ἐγωισμό. Νά λοιπόν, εἶναι ἐλεύθερος ἀπό τά πράγματα, εἶναι μέσα στά πράγματα καί εἶναι ἰσχυρότερος ὁ Χριστός καί ἐκεῖνος δέν εἶναι ἰσχυρότερος· καί τότε γίνεται δρόμος.
Ὅπως σᾶς εἶπα στήν ἀρχή, καί μόνο αὐτή ἡ ἀρχή τοῦ Εὐαγγελίου ὁρίζει τί εἶναι τό Εὐαγγέλιο. Διαβάστε το αὐτό τό κείμενο καί μελετῆστε το καί πάλι νά δεῖτε πού εἶναι ἡ ζωή μας ὁλόκληρη. Ἡ εὐχή, μέσα ἀπό αὐτή τήν πρόταση τοῦ Εὐαγγελίου καί τήν πρόκληση, εἶναι νά καταξιώσουμε τόν μοναδικό τρόπο τοῦ ζῆν. Γιά νά μποροῦμε νά ζοῦμε, πρέπει νά ἔχουμε αὐτή τή μοναδικότητα τοῦ ζῆν καί μέ αὐτή τή μοναδικότητα τοῦ ζῆν νά γίνουμε δρόμοι, μέ τόν τρόπο πού περιέγραψε ὁ Μᾶρκος καί ἀγγίζει τήν καρδιά μας ὁ λόγος του. Τότε μπορεῖ νά βροῦμε τήν πραγματική ἐλευθερία, τήν ὄντως ἐλευθερία, πού οἱ λαοί τῆς γῆς τήν ἀναζητοῦν τελείως σπασμωδικά μέ τελείως δαιμονιώδεις συμπλεγμένους τρόπους.
Ἀρχή, λοιπόν, τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ καί εἶναι μιά ἀρχή πού δέν τελειώνει ποτέ. Εἶναι μιά ἀρχή πού πάντα τελειώνεται, γίνεται δρόμοι. Θά μπεῖτε σέ μιά ἀρχή, σέ μιά βαθιά ἐλευθερία καί αὐτός ὁ δρόμος εἶναι δρόμος ἀτέλειωτος, γιατί πηγαίνει πάντοτε πρός τήν αἰωνιότητα.



ΜΙΚΡΗ ΝΗΠΤΙΚΗ ΚΛΙΜΑΚΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου Κωνσταντίνου Στρατηγόπουλου,

 

ἐπάνω στό χωρίο τοῦ κατά Λουκᾶν Εὐαγγελίου, κεφάλαιο 8ο, στίχοι 5 ἕως 15, στά πλαίσια τῆς ἑρμηνείας πού ἔγινε στό κήρυγμα τῆς Κυριακῆς 16-10-2005.

Τήν πολύ γνωστή παραβολή τοῦ σπορέως πού ἀκούσαμε πρίν ἀπό λίγο, ἀπό τό Κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο, μποροῦμε νά τή διαφοροποιήσουμε ἀπό ἄλλες περικοπές γιά ἕναν ἰδιαίτερο λόγο: Εἶναι μιά περικοπή πού μέσα σέ μιά μοναδική ἔκφραση, ἑρμηνεύεται ἡ ἴδια ἀπό τόν Χριστό. ῎Ετσι, θά μποροῦσε κανείς νά πεῖ ὅτι κανείς δέν μπορεῖ νά παρέμβει ἑρμηνευτικά σέ αὐτό τό κείμενο, ἐφόσον ὁ ἴδιος ὁ Χριστός ἑρμηνεύει τά δικά Του τά λόγια. Καί παρόλο πού δέν μποροῦμε πραγματικά νά μιλήσουμε γιά ἑρμηνευτικές προεκτάσεις ἤ ἀναλύσεις, ἀφοῦ τά εἶπε ὅλα ὁ Χριστός, μποροῦμε, μέσα ἀπό τό δεύτερο κείμενο τῆς ἑρμηνείας τοῦ Χριστοῦ πού δίνει στήν παραβολή, νά ἀποκαλύψουμε – καί αὐτό εἶναι μιά μικρή νηπτική, θά ᾽λεγα μιά μικρή κλίμακα πνευματικῆς ζωῆς πού ὁδηγεῖ στόν ἴδιο τόν Χριστό.
Νά δοῦμε αὐτή τήν ἑρμηνεία τοῦ Χριστοῦ, πῶς εἶναι μιά μικρή κλίμακα καί μιά πορεία πνευματικῆς ζωῆς καί ἀποκαλύπτεται στή ζωή μας ὁ Χριστός. Πρῶτα-πρῶτα ἡ ἑρμηνεία πού δίνεται γιά τόν Λόγο. Ὁ σπόρος εἶναι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, καί δέν εἶναι ὁ Λόγος ἁπλῶς τό ἄκουσμα· εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἐλλογοποίηση τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδή πού μπαίνει μές στήν καρδιά μας [ὁ Λόγος]. Δύο φορές μέσα ἀπό τό κείμενο περνάει ἡ λέξη «καρδιά». Μπαίνει μές στήν καρδιά μας ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, πού εἶναι ὁ Θεός-Λόγος, καί ἐμεῖς χριστοποιούμεθα καί γινόμαστε λογικοί, ὄντως λογικοί ἄνθρωποι, ἄνθρωποι τοῦ Χριστοῦ. ῎Ετσι λοιπόν, αὐτή ἡ κλίμακα ὁδηγεῖ στή χριστοποίηση τοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ ἑρμηνεία τοῦ Χριστοῦ μας πορεύεται σέ τέσσερα στάδια· αὐτή ἡ κλίμακα ἔχει τέσσερα στάδια. Καί στά τέσσερα στάδια ἡ εἰσαγωγική λέξη εἶναι ἡ λέξη «ἀκοή». Ἀλλοῦ ἡ ἀκοή γίνεται ἀποδεκτή καί ἀλλοῦ ἀπορρίπτεται, ἀλλά παντοῦ ὑπάρχει ἡ ἀκοή, δηλαδή ὁ ἄνθρωπος ἔχει αἰσθήσεις, εἶναι ζωντανός ἄνθρωπος, δέν εἶναι ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος δέν σκέπτεται, εἶναι ἄνους, ἀλλά μπορεῖ νά καταλάβει. Αὐτή ἡ ἀκοή τώρα πῶς ἀξιοποιεῖται καί πῶς ὁδεύει αὐτή ἡ κλίμακα τῶν ἀρετῶν καί ἡ πορεία τῆς πνευματικῆς ζωῆς πού μᾶς πάει στόν Χριστό.
Στό πρῶτο ὑπάρχει μιά δυσκολία. Ὑπάρχει ἡ προσβολή, λέει, τοῦ διαβόλου. Εἶναι γεγονός ἐξωτερικό καί πράγματι ὁ ἄνθρωπος σέ ὅλη του τή ζωή παλεύει μέ τούς πειρασμούς πού τίθενται ἀπό τόν διάβολο, ἀλλά εἶναι γεγονός ἐξωτερικό καί ὁ ἄνθρωπος, κατά τά μέτρα πού θέλει τόν Χριστό, οὔτε κἄν παλεύει, θά λέγαμε. Δέν κουβεντιάζει καθόλου μέ τόν διάβολο. Εἶναι τό στάδιο στό ὁποῖο ὁ Χριστός μπαίνει στή ζωή μας καί μᾶς δίνει τή δύναμη νά ἔχουμε ἀντίδραση καί μιά στάση ἀλλιώτικη πρός τόν διάβολο. Δέν κουβεντιάζουμε μαζί του. Ἐμεῖς προχωροῦμε στόν Χριστό. Θά ἔλεγα ὁ ἄνθρωπος δέν φταίει γιά τόν πειρασμό. Φταίει ἄν ἀποδεχθεῖ καί κουβεντιάσει.
Στό δεύτερο στάδιο ὑπάρχει πάλι ἕνα γεγονός ἐξωτερικό πού εἶναι ἀντικειμενικό. Μιλάει γιά τούς πειρασμούς τῆς ζωῆς. Προσέξτε! Δέν εἶναι ἁπλῶς ὁ πειρασμός τοῦ διαβόλου, εἶναι οἱ δυσκολίες τῆς ζωῆς καί αὐτό εἶναι γεγονός ἐξωτερικό. Τό λέει «πειρασμό» ὁ Χριστός ἐδῶ γιατί μέσα ἀπό τίς δυσκολίες παίρνουμε πείρα, τό πῶς θά ἀντιμετωπίσουμε τά δύσκολα πράγματα. Εἶναι μιά ἐμπειρία. Ἡ κάθε δυσκολία λοιπόν, ἄν ἀντιμετωπιστεῖ ἐλλόγως, ἔχοντας ὡς ἐργαλεῖο μές στήν καρδιά μας πάλι τόν Χριστό –εἶναι καρδιακό γεγονός– ἔρχεται ὁποιαδήποτε δυσκολία νά μή μᾶς ταράξει. Ὅπως ὁ διάβολος μέ τήν ἐπίθεσή του δέν μᾶς ταράζει, γιατί εἴμαστε ἄνθρωποι λογικοί, ἔλλογοι τοῦ Χριστοῦ, ταυτόχρονα οἱ δυσκολίες δέν μᾶς ταράζουν. Ὁ ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος κουβεντιάζει μέ τόν διάβολο ἤ ταράσσεται μέ δυσκολίες, ἀκριβῶς δέν μπορεῖ νά πάει παρακάτω στή χριστοποίηση, στό τελευταῖο σκαλοπάτι πού εἶναι ἡ ὁριστική κατάληξη τῆς πνευματικῆς ζωῆς.
Στό τρίτο σκαλοπάτι ἀρχίζει νά λειτουργεῖται πιά ἡ εὐθύνη τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι ἐκεῖ ὅπου ὁ ἄνθρωπος συμπλέκεται μέ τίς εὐθύνες τῆς ζωῆς καί μέ τά πράγματα τῆς ζωῆς καί προσκολλᾶται πάνω τους. Ἐδῶ ὑπάρχει μιά καίρια εὐθύνη. Τά πράγματα εἶναι ὅπως εἶναι καί ἐμεῖς τά ἔχουμε τά πράγματα ἔχοντας αὐτή τή λογική τοῦ Χριστοῦ, ἔχοντας χριστοποιήσει τή ζωή μας, νά τά κάνουμε κι αὐτά χριστοποιημένα, νά τά εὐλογήσουμε. Ὁ ἄνθρωπος εὐλογεῖ τά πάντα. Δέν δέχεται νά δεθεῖ μέ τά πράγματα, οὔτε νά ὑποταγεῖ στά πράγματα. Καί αὐτά τά χριστοποιεῖ, θά λέγαμε, καί αὐτά τά φωτίζει, γιατί εἶναι ἡ ἔλλογη παρουσία τοῦ Χριστοῦ πάνω στή γῆ. Ὁ ἄνθρωπος εὐλογεῖ καί δέν καταράσεται ἀπό τά πράγματα, δέν διαλύεται ἀπό τά πράγματα, δέν ὑποτάσσεται στά πράγματα. Δέν ὑποτάσσεται πουθενά παρά μόνο στόν Χριστό. Ἄν ὑποταχθοῦμε σέ ἄλλα γεγονότα, χάνουμε αὐτή τή νηπτική, αὐτή τήν κλίμακα. Ἤ ἄνθρωποι εἶναι ἤ ἀντικείμενα εἶναι, δενόμαστε μέ τά πράγματα καί χάνεται ἡ λογική μας πορεία καί γινόμαστε δοῦλοι τῶν πραγμάτων πού δέν ἔχουν λογική πάνω τους.
Καί στό τέλος ὑπάρχει τό θετικό κοίταγμα καί ἐπανέρχεται ἡ λέξη «καρδιά». Βλέπετε, ὅλα αὐτά τά γεγονότα μέσα στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου λειτουργοῦν, μέ ἕνα μυστικό τρόπο. Μυστικά ὁ Χριστός κουβεντιάζει μαζί μας καί ἔρχεται στό τελευταῖο στάδιο ἀκριβῶς νά ὑπάρχει μιά λέξη ἡ ὁποία εἶναι πολύ κοινότυπη καί τή δίνουμε πολλές φορές σάν συμβουλή πνευματική. Λέει ὅτι ὅλα αὐτά λειτουργοῦνται «ἐν ὑπομονῇ». Εἶναι ἡ ὑπομονή πού ξέρουμε, εἶναι ἡ ὑπομονή ὅμως ἡ ὁποία ἔχει καί μιά ἄλλη ἔκφραση. Εἶναι μιά ὑπομονή ἡ ὁποία δέν κουβεντιάζει μέ τόν διάβολο, ἡ ὑπομονή πού λέει δέν σέ πειράζουν οἱ πειρασμοί, οἱ δυσκολίες τῆς ζωῆς, ἡ ὑπομονή πού λέει δέν ὑποτάσσομαι στά πράγματα, ἀλλά καί μέσα της, ἀκόμη καί γιά τούς Πατέρες-ἑρμηνευτές, ἔχει μιά διαχρονικότητα. Βλέπετε, ἐμεῖς βιαζόμαστε νά ξεπεράσουμε τή δυσκολία. Ἡ ὑπομονή ἔχει μιά διαχρονικότητα, εἶναι μιά προσμονή. Βλέπετε ὁ σπόρος ἔχει μιά διαχρονικότητα γιά νά καλλιεργηθεῖ. Ἡ ἀρετή, λοιπόν, καλλιεργεῖται οὐσιαστικά καί ὁ ἄνθρωπος γίνεται χριστοποιημένος ἄν προσμένει, ἀναμένει, ὄχι ἁπλῶς πῶς θά ἔρθουν τά πράγματα. Προσμένει πῶς σιγά-σιγά, μέσα ἀπό τό δικό του θέλημα θά καλλιεργηθεῖ ἐντόνως καί πιό ἐνεργῶς πάνω στήν καρδιά του ὁ Χριστός. Κι ἡ καρδιά καλλιεργεῖται ὅπως καλλιεργεῖται ὁ σπόρος. Ἡ ζωή τοῦ χριστιανοῦ εἶναι καρδιακό γεγονός, γεγονός σπόρου, γεγονός ἀναπτύξεως ὑπομονῆς, πορείας διαχρονικῆς. Ὅποιος βιάζεται στά πνευματικά δέν κάνει τίποτε. Ὅποιος βιάζεται νά ξεπεράσει τούς πειρασμούς δέν παίρνει ἐμπειρία τῆς πείρας τῶν πειρασμῶν, δέν μπορεῖ νά γίνει ἄνθρωπος πνευματικός.
Αὐτά ὅλα τά τέσσερα σκαλοπάτια εἶναι μιά κλίμακα, καί μάλιστα οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καί ὁ ἴδιος ὁ Ἰωάννης τῆς Κλίμακας μετά πού ἔγραψε τήν «Κλίμακα» διηύρυνε αὐτόν τόν πυρήνα οὐσιαστικά τῆς κλίμακας. Μπορεῖτε νά τά ἀξιοποιήσετε, γιατί ἡ περικοπή εἶναι πολύ γνωστή καί πάρα πολύ κατανοητή, γιά νά μπορεῖτε νά προχωρήσετε μέ πολύ ἁδρά βήματα, μέ πολύ σοβαρά καί σταθερά βήματα, στή δική σας προσωπική πνευματική ζωή.

ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΔΙΑΣΤΡΟΦΗΣ ΤΟΥ ΝΟΥ Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου Κωνσταντίνου Στρατηγόπουλου,


ἀπό τήν ἱστοσελίδα floga.gr, ἐπάνω στό χωρίο τοῦ κατά Λουκᾶν Εὐαγγελίου, κεφάλαιο 8ο, στίχοι 27 ἕως 39, στά πλαίσια τῆς ἑρμηνείας πού ἔγινε στό κήρυγμα τῆς Κυριακῆς 22-10-2006.

Γνωστή καί πάλι ἡ διήγηση καί ἀπό ἄλλες περιπτώσεις παράλληλης θεραπείας δαιμονισμένων ἀπό τόν Χριστό, ἡ ὁποία ὅμως διήγηση δέν μπορεῖ νά κοιταχτεῖ μονοτόνως, δηλαδή μόνο μέ μιά ματιά, ὅτι ὁ Χριστός βρίσκει ἕνα δαιμονισμένο καί τόν γιατρεύει. Αὐτό εἶναι δεδομένο. Ἡ περικοπή ἀνοίγει ἄλλες πολύ βαθιές προοπτικές καί μάλιστα κεντρικό σημεῖο ἀφετηρίας, γιά νά μποῦμε στίς βαθύτερες προοπτικές τῆς περικοπῆς, εἶναι αὐτό τό ὁποῖο εἶπε ὁ δαιμονισμένος ὅταν ὁ Χριστός τόν ρώτησε «ποιό εἶναι τό ὄνομά σου;», πού εἶπε «λεγεών», γιατί, λέει τό κείμενο, ἦταν πολλά τά δαιμόνια πού εἶχε μέσα.
Προσέξτε αὐτή τήν πολλαπλότητα. Δέν θά τό δεῖτε αὐτό μόνο ποσοτικά, τά πολλά τά δαιμόνια. Μπορεῖ καί νά εἶναι, ἀλλά ἀναφέρεται σέ κάτι πολύ βαθύ ποιοτικό, πού ἀφορᾶ τήν ποικιλία τῶν δαιμονικῶν καταστάσεων πού ζοῦμε χωρίς νά τό καταλαβαίνουμε. Αὐτό κάνει ἡ περικοπή καί μᾶς βάζει σέ μιά σκληρή ἀναμέτρηση μέ δαιμονικά πράγματα πού ζοῦμε καθημερινά χωρίς νά τό καταλαβαίνουμε. Νά ἀκολουθήσω τήν πορεία τῆς περικοπῆς προσπαθώντας μέ ἁδρό τρόπο νά περιγράψω, ἀξιοποιώντας τά λόγια τῆς περικοπῆς, αὐτό τό «πολλά δαιμόνια». Τί εἶναι αὐτό τό πολλαπλό; Τί εἶναι αὐτά τά πολλά; Κάποιος θά πεῖ «πολλά πάθη», πράγματι ἔτσι εἶναι, ἀλλά τό κείμενο τό περιγράφει μέ ἄλλο τρόπο, καί ἐξωτερικό καί ἐσωτερικό. Κοιτάξτε τήν πορεία τοῦ κειμένου:
Πρῶτα-πρῶτα βάζει τόν δαιμονισμένο νά μετριέται μέ τήν ἀδυναμία νά σταθεῖ σέ ἕναν τόπο -ὅταν κάνω τήν ἀνάλυση τώρα, νά βάζετε σέ ἕναν παράλληλο ἐκφραστικό τρόπο τόν ἑαυτό σας καί τόν ἑαυτό μας. Τήν ἀδυναμία λοιπόν νά σταθεῖ σέ ἕναν τόπο, καί αὐτό τό ἐκφράζει, τό θέμα τοῦ τόπου, πολυποίκιλα. Πρῶτα-πρῶτα τό λέει: «Δέν μποροῦσε νά μείνει στήν οἰκία του, ἀδυνατεῖ νά κάτσει κάπου». Ὑπάρχουν χίλιοι λόγοι γι᾽ αὐτό, ἀλλά τίποτε δέν μπορεῖ νά εἶναι δυσκολία παρά μόνο ὁ ἑαυτός μας καί τό δαιμονικό στοιχεῖο πού κουβαλᾶμε, ἡ ἀδυναμία δηλαδή νά στραφοῦμε νά κάνουμε κάτι γιά τόν κόσμο -αὐτό εἶναι τό δαιμονικό- καί κάνουμε τό ἀντίθετο, καί περιμένουμε οἱ ἄλλοι νά κάνουν κάτι γιά μᾶς κι ἄν δέν γίνεται οἱ τόποι δέν μᾶς ἀντέχουν.
Εἶναι λοιπόν ἡ ἀδυναμία μας νά σταθοῦμε στόν τόπο. Χίλιες αἰτίες μπορεῖ νά ὑπάρχουν, ἀλλά μέσα κρύβεται κάτι δαιμονικό. Κάτι περιμένουμε νά γίνει καί δέν γίνεται καί ἀδυνατοῦμε νά σταθοῦμε στούς τόπους· καί μάλιστα κάνει μιά προέκταση τό κείμενο καί λέει: «ἠλαύνετο εἰς τὰς ἐρήμους», πήγαινε σέ ἔρημους τόπους. Βέβαια καί οἱ ἀσκητές πήγαιναν στίς ἐρήμους, ἀλλά πήγαιναν γιά νά ἁγιάσουν στίς ἐρήμους. Αὐτός πήγαινε στήν ἔρημο γιά νά ἀναπαυθεῖ. Βλέπετε, ἡ δεύτερη ἀναζήτησή μας σέ σχέση μέ τούς τόπους, ἡ δαιμονική μας ἀναζήτηση, πιστεύοντας πού κάποιοι τόποι, κάποια ἀλλαγή τῶν τόπων θά μᾶς ἀλλάξουν καί ἡ ὁριστική κατάληξη τοῦ τόπου του ἦταν, λέει, τά μνήματα ὅπου ἔμενε. Τό μνῆμα εἶναι χῶρος θανάτου, ἐκεῖ πού δέν ὑπάρχει ἐλπίδα, ἐκεῖ πού δέν ὑπάρχει ζωή, ἐκεῖ πού δέν ὑπάρχει Χριστός. Ὅπου καί νά κουβαλᾶμε τά δαιμονικά στοιχεῖα μας καί προσπαθοῦμε νά τά ἀναπαύσουμε πουθενά δέν θά ἀναπαυόμαστε καί καθημερινά σέ φαινομενικά ὡραίους τόπους θά μένουμε, ἀλλά σέ μνήματα θά μένουμε γιατί ἐκεῖ δέν θά ὑπάρχει ζωή, δέν θά ὑπάρχει ἐλπίδα. Ὅταν λέω «νά ὑπάρχει ὁ Χριστός» σημαίνει ὁ Χριστός νά γίνει βίωσή μας, νά γίνουμε ἐμεῖς μέσα ἀπό τόν Χριστό ἐλπίδα τοῦ κόσμου καί, ἀντί νά ἀπαιτοῦμε, νά κάνουμε κάτι γιά τούς ἄλλους. Αὐτό εἶναι τό στοιχεῖο τῆς δαιμονικῆς ἀναμετρήσεως μέ τούς τόπους.
Καί ἔρχεται μιά ἄλλη πρόκληση δαιμονικῆς ἀναμετρήσεως μέ τήν ἐμφάνιση. Ἐδῶ ἀναφέρεται στά ροῦχα μέν, ἀλλά τό κείμενο πάει πολύ μακριά οὐσιαστικά, γιατί εἶναι αὐτό πού εἴμαστε ἡ ἐμφάνιση. Ἐδῶ τό λέει, «δέν μποροῦσε νά βάλει ροῦχα ἐπάνω του». Εἶναι πρακτικό τό θέμα, ἀδυναμία κάτι νά τοῦ ἀρέσει, καί ἐκεῖνο πού ἐπέλεγε ἦταν νά φοράει ἁλυσίδες. Αὐτό εἶναι ἡ ἔκφραση τοῦ δαιμονικοῦ στοιχείου, ἡ ἐναγώνια ἀναζήτησή μας τοῦ πῶς φαινόμαστε πρός τά ἔξω. Ἔτσι νά πάρετε καί τό ἔνδυμα, νά πάρετε τή βαθιά θεολογική προοπτική του. Νά θυμηθεῖτε πού ὁ ἄνθρωπος ἐνεδύθη «χιτῶνας δερματίνους» μετά τήν πτώση. Εἶναι πολύ βαθιά ἡ προοπτική αὐτή, τό πῶς φαινόμαστε, τό πῶς θέλουμε νά φαινόμαστε, οἱ ἀπαιτήσεις πού ἔχουμε γιά τό πῶς θά μᾶς καταλάβουν. Αὐτό εἶναι δαιμονικό στοιχεῖο, γιατί τό θέμα εἶναι ὄχι νά μᾶς καταλάβουν, [ἀλλά] ἐμεῖς τί θά καταλάβουμε ἀπό αὐτούς. Ἐκεῖ κρύβεται λοιπόν δαιμονικό στοιχεῖο κι ἄς μή φαινόμαστε ἐξωτερικά δαιμονισμένοι.
Ἕνα τρίτο στοιχεῖο πού πολλαπλασιάζει αὐτή τήν ταραχή τοῦ κόσμου εἶναι τό δαιμονικό κοινωνικό στοιχεῖο. Βλέπετε, ὁ Χριστός γιατρεύει καί αὐτοί τόν διώχνουν, τοῦ λένε «νά φύγεις». Εἶναι ἄλλη ἱστορία, ὅτι κάποιοι προσπαθοῦν νά κρατήσουν ἰσορροπίες στόν κόσμο (ἡσυχία, τάξη, ἀστυνόμευση). Φαίνονται καλά πράγματα. Ὅλα εἶναι δαιμονιώδη χωρίς τόν Χριστό, γιατί ἄν ὅλα αὐτά τά κάνουν καί βγάλουν ἔξω τόν Χριστό, δέν ἔκαναν τίποτε, ἁπλῶς κρατοῦν μιά δαιμονιώδη ἡσυχία καί ἐμεῖς τέτοια δαιμονιώδη ἡσυχία δέν τή θέλουμε. Ἐμεῖς θέλουμε μιά χριστοειδή ταραχή στόν κόσμο. «Ἐγώ ἦρθα γιά νά βάλω πῦρ στόν κόσμο», εἶπε ὁ Χριστός. Ὅσοι λοιπόν μᾶς ὑποσχεθοῦν σέ κοινωνικό ἐπίπεδο ὅτι θά ἐξασφαλίσουν ἰσορροπίες ἡσυχίας πολυποίκιλης (κοινωνικῆς, οἰκονομικῆς, ὅ,τι καί νά σᾶς ποῦν) καί ἐκεῖ ἀπουσιάζει ἡ ταραχή τοῦ Χριστοῦ, νά μήν τούς πιστέψετε. Εἶναι τό τρίτο δαιμονικό στοιχεῖο.
Καί ἔρχεται ἕνα ἄλλο, πιό βαθύ, δαιμονικό στοιχεῖο, πού ἔρχεται ὁ δαίμονας καί παρακαλεῖ τόν Χριστό νά μήν τόν καταστρέψει. Φοβᾶται τόν Χριστό. Εἶναι ἄλλο δαιμονικό στοιχεῖο. Τόν ἀναγνωρίζει, ἀλλά δέν Τόν ἀντέχει. Βλέπετε, εἶναι μιά ἄλλη ἱστορία, πού εἶναι τό δαιμονικό στοιχεῖο τοῦ θρησκευόμενου ἀνθρώπου ἤ τοῦ θρησκευτικοῦ ἀνθρώπου πού ἔρχεται νά θέσει στοιχεῖα πίστεως στόν Χριστό, ἀλλά δέν ἀντέχει νά ἀναμετρηθεῖ μαζί Του, μέ τήν ἀγάπη Του, καί λέει: «μέχρι ἐδῶ· μέχρι ἐδῶ εἴμαστε».
Ὅλος αὐτός ὁ καμβάς χαρακτηρίζει, μέ ἕναν ἁδρό τρόπο πραγματικά, αὐτό τό πολυποίκιλο τῆς λεγεῶνος τῶν δαιμόνων. Ἦταν πολλά τά δαιμόνια, τά ὁποῖα κουβαλᾶμε κι ἐμεῖς πάνω μας καθημερινά, καί ἡ λύση αὐτῆς τῆς τραγωδίας μέσα ἀπό τό κείμενο εἶναι -καί πάλι στή φράση τοῦ κειμένου- ὅτι ἦρθαν οἱ περίοικοι τοῦ τόπου καί βρίσκουν τόν δαιμονισμένο «παρά τούς πόδας τοῦ ᾿Ιησοῦ», «ἱματισμένον καί σωφρονοῦντα». Βλέπετε, τό «ἱματισμένον» ἀλλάζει τόν τρόπο ὄχι ἁπλῶς τῆς ἐμφανίσεώς του· ἀλλάζει τό πῶς θέλει νά φανεῖ ὁ ἴδιος. Εἶναι αὐτός πού εἶναι. Καί προσέξτε τή λέξη, τή λέξη-κλειδί πιά: Ἦταν «σωφρονῶν». Προσέξτε: «σώας τάς φρένας». Εἶναι αὐτό πού κάνει ἡ Ἐκκλησία· γιατρεύει τόν νοῦ, γιατρεύει τάς φρένας, γιατί ὅλη αὐτή ἡ ἱστορία τοῦ δαιμονικοῦ στοιχείου εἶναι ἀκριβῶς μιά ἱστορία φρενῶν, τοῦ νοῦ, διαστροφῆς τοῦ νοῦ, καί ἐκεῖ πάνω μπορεῖ νά ἔρθει μιά ὁριστική κατάσταση καί πρακτικοῦ δαιμονισμοῦ, ὅπως σέ ἕναν διεστραμμένο νοῦ μποροῦν νά ἐγκατασταθοῦν καί τά δαιμόνια. Εἶναι ὅμως μιά ἱστορία διαστροφῆς τοῦ νοῦ. «Σώας τάς φρένας» καί κάθεται πλάι στόν Χριστό «σωφρονῶν», πού σημαίνει ὅσοι εἶναι κοντά στόν Χριστό εἶναι σωφρονοῦντες, ἔχουν καθαρό τόν νοῦ, ἔχουν καθαρή τή διάνοια, ἔχουν περάσει ἀπό τήν κάθαρση τοῦ νοῦ.
Τό κείμενο λοιπόν εἶναι πάρα πολύ βαθύ, εἶναι πολύ προκλητικό καί μᾶς ἀναγάγει σέ πολλά καθημερινά γεγονότα, πού θά μπορεῖτε νά τά ἀναλύσετε σέ μιά συγκριτική πορεία μέ τή ζωή σας καί νά δεῖτε ποῦ μπορεῖ νά χάνουμε κάτι καί πῶς μποροῦμε νά γιατρευτοῦμε.
Ὁ Χριστός καί ὁ δαιμονισμένος τῶν Γαδαρηνῶν.
...καί τόν Χριστό δέν τόν ἄντεξαν οὔτε τά δαιμόνια οὔτε οἱ περίοικοι. Ἄς εὐχηθοῦμε νά μήν εἴμαστε σάν αὐτούς, ἀλλά νά εἴμαστε αὐτοί πού εἴμαστε παρά τούς πόδας τοῦ Χριστοῦ σωφρονοῦντες.


«ΗΔΟΝΗ ΚΙ ΟΔΥΝΗ» Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου Κωνσταντίνου Στρατηγόπουλου, ἐπάνω στό χωρίο τοῦ κατά Λουκᾶν Εὐαγγελίου, κεφάλαιο 16ο, στίχοι 19 ἕως 31, στά πλαίσια τῆς ἑρμηνείας τοῦ κηρύγματος τῆς Κυριακῆς,



Ἡ πολύ γνωστή αὐτή περικοπή τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου καί τοῦ πλουσίου, μπορεῖ νά φανεῖ πού εἶναι ἀπόλυτα κατανοητή στό νοῦ μας. Ἀλλά αὐτό τό φαινομενικά ἁπλό, περικλείει μέσα του ἕναν κίνδυνο: Νά ἑρμηνεύουμε τήν περικοπή μέ ἕναν τρόπο νομικό.
Δηλαδή, αὐτοί πού κάνουν καλά ἐπιβραβεύονται [ἀπό τόν Θεό] κι αὐτοί πού κάνουν κακά τιμωροῦνται. Εἶναι ἀληθινό μέν τό σχῆμα, ἀλλά ὁ Θεός δέ λειτουργεῖ πάνω μας νομικά, ἀλλά ἀγαπητικά.
Καί θά πεῖτε αὐτό δέν εἶπε ἡ παραβολή;
Ὑπάρχουν κάποια κλειδιά, πολύ βαθιά ἑρμηνευτικά, πού μποροῦμε αὐτό τό κείμενο νά τό ἑρμηνεύσουμε, χωρίς νά καταλήξουμε σέ μιά τέτοια νομική ἐμπειρία, πού στό βάθος - βάθος ἐξοντώνει τή σχέση μας μέ τόν Θεό, πού ἀντί νά Τόν βλέπουμε ἀγαπητικά, Τόν βλέπουμε σάν φαινομενικό, καθημερινό μας κίνδυνο.
Τό κλειδί αὐτῆς τῆς περικοπῆς πάει πολύ παλιά. Πάει στίς πρῶτες σελίδες τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Στίς σελίδες τῆς Γενέσεως καί δή στό δεύτερο κεφάλαιο τῆς Γενέσεως, μέ τό γνωστό κείμενο πού ξέρετε, πού ὁ Θεός ἐν τῷ παραδείσῳ τῆς τρυφῆς, ἔδωσε στόν ἄνθρωπο τήν εὐκαιρία, νά γευθεῖ ἀπ' ὅλων τῶν καρπῶν τῆς γῆς. Τοῦ ἔδωσε μιάν ἐλευθερία βλέπετε, ἀλλά μέ ἕναν περιορισμό: Νά μή γευθεῖ ἀπό ἕναν καρπό!
Αὐτό τό κλειδί, λέει τά ἑξῆς: Ὅ,τι χρησιμοποιεῖς, τό χρησιμοποιεῖς ὡς δῶρο, ὄχι ἀπαιτητικά, ὄχι κυριαρχικά, ὄχι μέ διαμαρτυρίες καί ταυτόχρονα τό χρησιμοποιεῖς ἐν ἐγκρατείᾳ, ἐν ταπεινώσει καί δοξολογικά.
Ἡ ἐγκράτεια, αὐτό τό μάζεμα δηλαδή, δηλώνει μίαν ἄλλη ἰσορροπία. Καταργεῖ τό κυριαρχικό, τό ἀπαιτητικό, τό ἐγωϊστικό. «Αὐτό πού θέλω θά γίνει». Ὑπάρχει μία ἰσορροπία. Κρατῆστε αὐτή τή διπλή ἰσορροπία, γιά νά καταλάβετε τή συνέχεια.
Ὁ πλούσιος, βλέπετε τί εἶπε τό κείμενο; «εὐφραινόμενος καθ' ἡμέραν λαμπρῶς... καί ἐνεδιδύσκετο πορφύραν». Ἔκανε χρήση τῶν πραγμάτων, ἀλλά ἔκανε τήν ἀπαιτητική χρήση, χωρίς τό ἄλλο σημεῖο, τό ἐγκρατευτικό, τό δοξολογικό καί τό εὐχαριστιακό. Αὐτό δέ φαίνεται πουθενά.
Ἄρα ἤδη πάνω του, σέ ὅλη τήν ἰσορροπία τῆς ὑπάρξεώς του, μπῆκε μιά ἀρρώστια, διότι αὐτή ἡ ἀνισορροπία εἶναι ἀρρώστια. Ὅπου δέν λειτουργεῖ οὔτε τό σῶμα, λόγω τῆς περαιτέρω παχύνσεως τῶν αἰσθήσεων, ἀλλά δέν λειτουργεῖ οὔτε ἡ ψυχή. Πῶς νά λειτουργεῖ ἡ ψυχή, ἄν τό σῶμα ἔχει παχυνθεῖ; Αὐτή εἶναι ἡ ἀνισορροπία.
Κοιτάξτε τό φτωχό Λάζαρο, κι αὐτός χρησιμοποιοῦσε τροφή, αὐτά τά ψιχία. Ἔπαιρνε κάποια ἡδονή, γεύση, ἀλλά πῶς; Χωρίς διαμαρτυρία, χωρίς νά πεῖ τίποτε, χωρίς νά κάνει ἐνστάσεις, χωρίς νά μιλάει γιά τήν ἀδικία τῶν πραγμάτων. Αὐτά τά λίγα πού ἔπαιρνε, τά ἔπαιρνε εὐχαριστιακά. Ἄρα, ὁ ἕνας χρησιμοποιοῦσε τά πράγματα ἀπαιτητικά, ἐγωιστικά κι ὁ ἄλλος τά χρησιμοποιοῦσε μέν, ἀλλά ἐν ἐγκρατείᾳ καί δοξολογικά.
Κι ἐδῶ εἶναι τό κρυμμένο κλειδί αὐτῆς τῆς περικοπῆς, ὅπου ὅπως βλέπετε μετά, ὁ πλούσιος ἔχει ὑποστεῖ μιά διαστροφή πάνω του. Δέν εἶναι τό ὅτι τιμωρεῖται νά μήν μπορεῖ νά πλησιάσει τόν Ἀβραάμ, ἀλλά δέν ἔχει τή δυνατότητα νά πλησιάσει αὐτό πού εἶναι ὁ Ἀβραάμ, γιατί βλέπετε ἀκόμη διαμαρτύρεται. Διαμαρτύρεται πού δέν ἔχει νερό νά βάλει στή γλώσσα του, διαμαρτύρεται γιατί ὁ Θεός δέ στέλνει κάποιον στή γῆ νά πεῖ αὐτά πού πρέπει νά πεῖ, εἶναι ὅλος σέ μιά ἔνσταση, σέ μιά διαμαρτυρία, ὅπου εἰσέρχεται πιά μέσα σέ ὅλη τήν πατερική θεολογία, αὐτό πού λένε οἱ πατέρες κι ἑρμηνεύουν αὐτό τό κείμενο, ἡ ἰσορροπία τῶν λέξεων: Ἡδονή κι Ὀδύνη.
Ὅταν ἡ ἡδονή λειτουργήσει κυριαρχικά, ἀπαιτητικά, ἐγωιστικά, ὄχι δοξολογικά, ὄχι χαρισματικά, ὄχι εὐχαριστιακά, τότε μπαίνουμε σέ μιά βαθιά ὀδύνη. Καί τότε θά μποῦμε στήν ἀσκητική ὀδύνη πιά, τήν περικοπή, τήν περιστολή, τή μετάνοια, πού εἶναι μιά ὀδύνη, πού εἶναι τά δάκρυα, τά κλάματα τῆς μετανοίας, ὅπου ἡ ἡδονή πιά ἀποκαθίσταται, διά τῆς ὀδύνης.
Ὁ Θεός δέν τό θέλησε ἔτσι. Ἔδωσε ταυτόχρονα καί τήν ἡδονή τῆς γεύσεως καί ταυτόχρονα τήν εὐχαριστιακή ἀντιμετώπιση τῶν πραγμάτων.
Ἔτσι λοιπόν, ἡ κόλαση εἶναι καταδική μας καί εἶναι μιά δική μας ἐπιλογή καί γίνεται ἀκόμη πιό ἔντονη, ὅσο ἀναμετριόμαστε, μέ τήν ἀπέραντη Ἀγάπη κι ὄχι τή νομική ἔκφραση τοῦ Θεοῦ πρός ἡμᾶς.
Ὁ πλούσιος κι ὁ Λάζαρος.
Τό κατακτητικό, τό κυριαρχικό, τό διαμαρτυρόμενο, χωρίς ἐγκράτεια, χωρίς δοξολογία, χωρίς εὐχαριστία. Αὐτό δέ χαράσσει κάθε μέρα τή ζωή μας; Αὐτό δέ διαλύει κάθε μέρα τή ζωή μας;
Ἡ περικοπή ὄχι μόνο εἶναι ἐπίκαιρη, εἶναι πρός καθημερινή μας ἀντιμετώπιση!
Ἡ ἡδονή καί ἡ ὀδύνη.
Ὄχι μόνο ἐπίκαιρη, εἶναι ἡ καθημερινότητά μας!
Πλησιάστε καί ὄχι ἁπλῶς θά ὠφεληθεῖτε. Θά γίνετε πολύ βαθιά ἄνθρωποι εὐχαριστιακοί κι ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ!


Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία τοῦ πρωτοπρεσβύτερου Κωνσταντίνου Στρατηγόπουλου, ἐπάνω στό χωρίο τοῦ κατά Λουκᾶν Εὐαγγελίου, κεφάλαιο 6ο, στίχοι 31 ἕως 36, στά πλαίσια τῆς ἑρμηνείας τοῦ κηρύγματος τῆς Κυριακῆς,




Τά κείμενα τά βιβλικά, καί δή τά εὐαγγελικά ὅπως αὐτό πού ἀκούσαμε πρίν ἀπό λίγο, εἶναι διαχρονικά· δηλαδή ἔχουν ἐφαρμογή πέρα ἀπό συνθῆκες ὁποιασδήποτε ἐποχῆς. Παντοῦ ἐφαρμόζονται καί ὅλα τά ἑρμηνεύουν. Κάτω ἀπό αὐτή τήν προοπτική, αὐτή ἡ εὐαγγελική περικοπή μπορεῖ νά ἀκουμπήσει τό σημερινό καί διαχρονικό θέμα, τῆς κρίσεως τοῦ κόσμου.
Ἀκοῦμε συνεχῶς -ἐρχόμενη ἡ ἀκοή μέσα ἀπό πολυποίκιλα ἐπίπεδα- τήν ἔννοια «κρίση». Μπορεῖ σήμερα νά ἐκφράζεται ὡς μιά ἔννοια παγκοσμίου οἰκονομικῆς κρίσεως. Ἡ εὐαγγελική περικοπή προσεγγίζει τό θέμα στό μεδούλι του καί πιάνει τήν ἱστορία στό βάθος της. Πρωτογενῶς μέν, γιά νά μποροῦμε νά ἐφαρμόσουμε τό λόγο τοῦ Χριστοῦ: «μή ταρασσέσθω ὑμῶν ἡ καρδία», δέν μπορεῖ ὁποιαδήποτε κρίση νά μᾶς πιάσει, ἀλλά ἀφετέρου, νά μποροῦμε νά μποῦμε στή ρίζα τοῦ πράγματος καί νά θεραπεύσουμε.
Ἄν ἀκούσουμε τή φωνή τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἀκόμη καί τοῦ εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, πού λέει: «νῦν κρίσις ἐστί τοῦ κόσμου τούτου», θά γνωρίσουμε πολύ καλά, πώς ἡ κρίση τοῦ κόσμου προέρχεται ἀπό τό σκοτισμό τοῦ μυαλοῦ τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος ἀπομακρυνόμενος ἀπό τό Θεό ἀλλοῦ στρέφεται καί τέλος στρέφεται στόν ἑαυτό του. Ὅλο τό μέγεθος τῆς κρίσεως εἶναι ἡ προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου νά ἀμυνθεῖ, νά ζήσει, νά προστατευθεῖ, ἀγνοώντας ὅλους τούς ἄλλους. Καί μάλιστα θέλει νά ζήσει καί ζώντας, θέλει ἄν κάτι δώσει, νά πάρει ἄλλα τόσα. Καί ἔρχεται αὐτή ἡ εὐαγγελική περικοπή ἡ ὁποία προσδιορίζει τήν κρίση στό βάθος ἑνός ἐμπορικοῦ, οἰκονομικοῦ, συναλλακτικοῦ μεγέθους καί σπάζει αὐτό τό μέγεθος.
Θυμηθεῖτε τί εἶπε τό κείμενο σέ τριπλό ἐπίπεδο: «ἄν ἀγαπᾶτε αὐτούς πού σᾶς ἀγαποῦν, τί ἔγινε;». «Ἄν ἀγαθοποιῆτε αὐτούς πού ἀγαθοποιοῦν γιά σᾶς, τί ἔγινε;». «Κι ἄν ἀπελπίζετε, δηλαδή ἐξουθενώνετε, αὐτούς πού τούς δανείσατε γιά νά τά πάρετε πίσω, τί ἔγινε;». Βλέπετε τό κείμενο, οὐσιαστικά ξέροντας τήν ποιότητα τῆς ζωῆς μας πού εἶναι αὐτός ὁ νοῦς ὁ ἐσκοτισμένος, πού θέλουμε ἐγωιστικά νά ζήσουμε κι ὅλο νά πάρουμε κι ἔστω νά δώσουμε ἀνταλλακτικά καί κάτι, μπαίνει στό μεδούλι τοῦ πράγματος καί προσέξτε τά τρία ἐπίπεδα μέσα ἀπό αὐτό πού εἶπε ὁ Χριστός· μίλησε γι’ αὐτή τήν κρίση πού εἶναι κρίση συναλλακτική. Βλέπετε, «ἄν ἀγαπᾶτε αὐτούς πού σᾶς ἀγαποῦν», εἶναι πνευματικό μέγεθος ἡ ἀγάπη, ὁ Θεός εἶναι ἡ ἀγάπη, καί κατεβάζουμε τήν ἀγάπη πού εἶναι ὁ Θεός καί τήν κάνουμε ἐμπόριο, σ’ ἀγάπησα καί δέν μ’ ἀγάπησες.
Τό δεύτερο μέγεθος τό «ἀγαθοποιεῖτε», τό νά κάνεις κάτι στό κοινωνικό ἐπίπεδο, νά κάνεις κάτι καλό κι αὐτό τό κάναμε ἐμπορικό στοιχεῖο. Ἐμπορικό κάναμε τό θέμα τῆς σχέσης μας μέ τό Θεό, ἐμπορικό τό θέμα τῶν κοινωνικῶν μας σχέσεων μέ τούς ἄλλους καί φυσικά παραμένει κι ἕνα τρίτο ἐπίπεδο τό «ἄν δανείσεις», λέει, «μήν ἀπελπίζεις τόν ἄλλο»· αὐτό εἶναι ἐμπορικό πού εἶναι! Ὁ Χριστός σπάζει κι αὐτό. Τό μόνο πού εἶναι ἐμπορικό καί νομικό τό σπάζει καί λέει μήν τούς διαλύετε, μήν τούς ἀπελπίζετε, μήν τούς ἐξουθενώνετε. Ὁ Χριστός λοιπόν, ἀναιρεῖ τήν ἐμπορικότητα τῆς σχέσεως τῆς ἀγάπης, τήν ἐμπορικότητα τῆς σχέσεως τῆς κοινωνικῆς πού ἔχουμε μέ τούς ἄλλους κι αὐτό πού εἶναι ἀπό τή φύση του ἐμπορικό καί οἰκονομικό κι αὐτό τό διαλύει.
Κι ἔρχεται λοιπόν ὁ Χριστός καί παρεμβαίνει σ’ αὐτή τήν κρίση, πού εἶναι κρίση τοῦ νοός μας, εἶναι κρίση τοῦ ἐγωισμοῦ μας, ἡ ὁποία ἐκφράζεται σέ πολυποίκιλα ἐπίπεδα κι ἔτσι ὅλα καί τά πνευματικά καί τά κοινωνικά, τά κάναμε ἐμπόριο, τά κάναμε συναλλαγή καί ζοῦμε συναλλακτικά· κι αὐτή εἶναι ἡ κρίση.
Ἄρα, ἡ λύση μιᾶς κρίσεως ἔρχεται ἀπό μέσα μας, καί ἡ λύση μιᾶς κρίσεως κι ἄς φαίνεται ὁ λόγος μου ἀφελής, ἔρχεται ἀπό τή δική μας στάση ἐμπρός στή ζωή. Καί κρίση νά μήν ὑπῆρχε οἰκονομική καί κρίση νά ὑπάρχει οἰκονομική, ἐμεῖς ἤδη κρινόμαστε ἀπό αὐτό τό θολωμένο μυαλό πού ὅλα τά ἀντιμετωπίζει μέ ἕναν τρόπο ἐμπορικό καί συναλλακτικό· καί τό εὐαγγελικό λοιπόν τό κείμενο ὅλα τά σπάζει καί λέει στό τέλος ὁ Χριστός τοῦ κειμένου: «ὁ Θεός, ὁ πατήρ μου εἶναι χρηστός ἐπί ἀχαρίστους καί πονηρούς» ἀγαπάει τούς πάντες· σπάζει τήν ἐμπορικότητα τοῦ «μ’ ἀγαπᾶς δέ μ’ ἀγαπᾶς», «σ’ ἀγαπῶ δέ σ’ ἀγαπῶ», κι αὐτό εἶναι τό κριτήριο μας.
Ἔτσι λοιπόν, ἄν ἀκοῦτε ὅτι ἔρχονται κρίσεις πολυποίκιλες, σέ πολυποίκιλα ἐπίπεδα, πρῶτα νά ἀνακρίνετε, ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, τόν ἑαυτό σας· πόσο μετέχετε σ’ αὐτή τήν κρίση δημιουργώντας τήν κρίση καί μετέχοντας σ’ αὐτή τήν κρίση καί δημιουργώντας τήν κρίση, τό πρῶτο πού ἔχουμε νά κάνουμε εἶναι νά ποῦμε: «τί μποροῦμε νά κάνουμε ἐμεῖς γιά νά λύσουμε τήν κρίση». Δέν μποροῦμε νά σταθοῦμε ὡς ἀφανεῖς ἥρωες μιᾶς τραγωδίας πού παίζεται κι ἁπλῶς νά μεμψιμοιροῦμε. Κάτι πρέπει νά κάνουμε ἐμεῖς παρεμβαίνοντας στή ζωή μας· κι ἄν παρέμβουμε στή ζωή μας, καί τό θέμα τό πνευματικό τῆς ἀγάπης ἤ τό κοινωνικό τοῦ «ἀγαθοποιεῖν» τό σπάσουμε ἀπό τόν κώδικα τοῦ ἐμπορίου καί τῆς συναλλαγῆς, τότε κάτι μπορεῖ νά γίνει. Ποῦ μπορεῖ νά μπεῖ αὐτό τό ἄκουσμα; Παντοῦ καί πουθενά. Μά ὁ Θεός εἶναι πανταχοῦ παρών· εἶναι πέρα ἀπό τό παντοῦ καί τό πουθενά. Ἐμεῖς κάνουμε αὐτό πού κάνουμε καί παρεμβαίνουμε στή ζωή ἐμεῖς, μέσα ἀπό αὐτό πού μποροῦμε μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ. Τά ἄλλα εἶναι ἁπλῶς φληναφήματα ταραχοποιῶν ἀνθρώπων πού ταράζουν τό νοῦ τοῦ λαοῦ τους. Ὁ λαός λοιπόν, πρέπει νά παρέμβει μ’ ἕνα δικό του μοναδικό τρόπο καί νά σπάσει τούς κώδικες καί τίς κλεῖδες τοῦ ἐγωισμοῦ καί τῆς συναλλαγῆς, οἱ ὁποῖοι κατατρύχουν κάθε μέρα τή ζωή καί τήν ἰσορροπία του. Καί τότε πραγματικά, ὅπως ἔγινε πολλές φορές μέσα στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς ἱστορίας της, πολλά μποροῦν νά γίνουν.
Ἔτσι λοιπόν, «ὁ Πατήρ μου εἶναι χρηστός ἐπί ἀχαρίστους καί πονηρούς»· μποροῦμε τό ἴδιο νά κάνουμε; Ὄχι ἁπλῶς γιά λόγους τοῦ νά γίνουμε καλοί χριστιανοί, ἀλλά γιά κάτι βαθύτερο. Γιά νά παρέμβουμε καί νά βάλουμε τό χέρι μας στόν τύπο τῶν ἥλων, στήν κρίση τοῦ κόσμου τήν ὁποιαδήποτε κοινωνική ἤ οἰκονομική, ὅπως κι ἄν λέγεται.

ΝΗΠΙΟΤΗΤΑ : ΒΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΘΕΩΣΗ Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου Κωνσταντίνου Στρατηγόπουλου,


ἀπό τήν ἱστοσελίδα floga.gr, ἐπάνω στό χωρίο τοῦ κατά Λουκᾶν Εὐαγγελίου, κεφάλαιο 10ο, στίχοι 16 ἕως 21, στά πλαίσια τῆς ἑρμηνείας πού ἔγινε στό κήρυγμα τῆς Κυριακῆς 18-10-2009.

Ἡ εὐαγγελική περικοπή πού ἀκούσαμε πρίν ἀπό λίγο ἀναγιγνώσκεται τιμητικῶς πως, διά τήν ἑορτή τοῦ Ἁγίου καί Ἀποστόλου Εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ πού γιορτάζει σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας, πού σημαίνει ὅτι περιγράφει τό ἦθος τό ἀποστολικό. Ἀλλά πρέπει νά ὑπενθυμίσω -καί ἔχει πολύ μεγάλη σημασία γιά τίς ἑρμηνευτικές δυνατότητες καί προοπτικές αὐτῆς τῆς περικοπῆς- ὅτι τήν ἴδια περικοπή διαβάζουμε στήν ἑορτή τῶν Ἁγίων Ἀρχαγγέλων. Αὐτό ὑπάρχει σάν μιά σπουδαία δυνατότητα κατανοήσεως καί τῆς σχετίσεως τοῦ ἀποστολικοῦ ἤθους μέ τό ἦθος τῶν ἀγγέλων καί ἔτσι θά καταλάβουμε τήν περικοπή.
Τί εἶναι οἱ ἄγγελοι; Εἶναι οὐράνιες δυνάμεις, πού διακονοῦν καί λειτουργοῦν τόν Θεό. Τόν διακονοῦν στέλνοντας σέ μᾶς τά μηνύματά Του καί ταυτόχρονα Τόν λειτουργοῦν, πού σημαίνει [ὅτι] οἱ Ἀπόστολοι καί ὁ Ἀπόστολος καί Εὐαγγελιστής Λουκᾶς κάνουν τό ἴδιο πράγμα ἀκριβῶς: Γίνονται ἡ φωνή τοῦ Θεοῦ καί ὑπηρετοῦν τόν Θεό· καί φυσικά ἡ προοπτική τοῦ κειμένου πού ἀνοίγεται μπροστά μας ἀνοίγει αὐτό τόν δρόμο, πού εἶναι τό ἦθος τό ἀγγελικό καί τό ἀποστολικό, στή ζωή τοῦ καθενός μας. Ἀκριβῶς αὐτό νά δοῦμε, γιατί ἡ ἐπέκταση πιά τοῦ ἤθους τοῦ ἀγγελικοῦ καί τοῦ ἀποστολικοῦ στή ζωή τοῦ καθενός μας μᾶς ἀφορᾶ καί μᾶς ἐνδιαφέρει πάρα πολύ, γιατί κι ἐμεῖς κατ᾽ αὐτόν τόν τρόπο πρέπει νά λειτουργήσουμε.
Τί λέει ὁ Χριστός μας τώρα, ὁμιλώντας στούς μαθητές Του; Ξεκινάει μέ μιά φράση πού δηλώνει τήν ἑνότητα πού ἔχει μαζί τους καί τήν ἑνότητα τήν ὁποία ἔχει μέ τόν Πατέρα Του. Λέει: «Ὅποιος ἀκούει ἐσᾶς -πού ἐσεῖς τί ὁμιλεῖτε καί λέτε; Λέτε τόν λόγο μου- ἐμένα ἀκούει, καί ὅποιος δέν ἀκούει ἐμένα δέν ἀκούει τόν Πατέρα μου». Βλέπετε, ὑπάρχει μιά ἄμεση σχέση ἑνότητας· ἑνότητας καί ὑπακοῆς τῶν μαθητῶν -ἀκούω, ὑπακούω- καί ταυτόχρονα ἑνότητας καί ὑπακοῆς τοῦ Υιοῦ πρός τόν Πατέρα. Δηλαδή τά πάντα, ὅλα ἀνάγονται μέσα στή ζωή τῆς Ἁγίας Τριάδας. Ἐκεῖ ὑπάρχει ἑνότητα, ὑπάρχει ἀγάπη· καί ἀφοῦ ὑπάρχει αὐτό ἐκεῖ -ἔτσι εἶναι ὁ Θεός- αὐτό ὁ Θεός τό δίνει σέ μᾶς σάν δῶρο καί ἀποκτοῦμε μέ Ἐκεῖνον καί ὅλοι μας αὐτή τήν ἑνότητα τήν τριαδική. Ὑπάρχει ἡ ἀγάπη καί ἡ ἑνότητα. Μέσα ἀπό αὐτή τήν ἀγάπη καί τήν ἑνότητα πιά μποροῦμε νά λειτουργήσουμε τό πρῶτο βῆμα τό ἀποστολικό καί γιά νά μπορέσεις νά ἔχεις αὐτή τήν ἑνότητα καί τήν ἀγάπη, πρέπει νά ξεπεράσεις τά πάθη σου, ἄρα δίνεις μιά μάχη μέ τά πάθη σου.
Καί στέλνει ὁ Χριστός τούς Ἀποστόλους Του καί ἐμᾶς ὅλους γιά νά μποροῦμε νά ἐκφράσουμε στή ζωή τοῦ κόσμου τή φωνή Του καί τό ἦθος Του καί τό τί εἶναι Ἐκεῖνος καί αὐτή εἶναι ἡ ὀφειλή μας καί τό καθῆκον μας· ὅπως στέλνει τούς μαθητές Του στέλνει καί μᾶς. Καί πᾶνε οἱ μαθητές Του καί χαίρονται ὅταν βλέπουν πού τά πνεύματα ὑποτάσσονται σέ αὐτούς καί πᾶνε χαρούμενοι καί λένε στόν Χριστό: «Ξέρεις, τά πνεύματα ὑποτάσσονται σέ μᾶς». Πολύ μεγάλη ἱστορία! Σάμπως καί ἔκαναν κάτι ἰδιαίτερο οἱ μαθητές; Ἁπλῶς ἀγάπησαν τόν Χριστό καί ἀκολούθησαν τίς πρῶτες διδαχές Του. Γιατί τά πνεύματα ὑποτάσσονται σέ αὐτούς; Κι ὁ Χριστός ἀπαντάει: «Μή χαίρεστε γι᾽ αὐτό», λέει. «Γι᾽ αὐτό νά μή χαίρεστε. Νά χαίρεστε γιατί τά ὀνόματά σας γράφτηκαν στόν οὐρανό». Νίκησαν τά δαιμόνια καί τά δαιμόνια σ᾽ αὐτούς ὑποτάσσονται; Εἶναι γιατί πρῶτα νίκησαν τά πάθη τους. Καί ἐπειδή νίκησαν τά πάθη τους, ἀπέκτησαν ἦθος χριστοειδές καί θεοειδές πᾶνε στόν κόσμο κι εἶναι σάν τόν Θεό καί ἐπειδή ἡ ἀγάπη νικάει ὁτιδήποτε καί ἐπειδή ἀκριβῶς κι ἡ κόλαση τοῦ διαβόλου εἶναι ἡ παρουσία τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, αὐτή ἀκριβῶς ἡ νίκη πάνω στά πάθη τούς κάνει νά νικήσουν καί τά δαιμόνια. Δέν εἶναι ἕνα ἀνεξάρτητο διακόνημα καί ἕνα ἀνεξάρτητο ἐπίτευγμα νά κάνουν αὐτό τό πράγμα. Ὅποιος στρέφεται στόν Χριστό, ὅποιος ἀγαπάει τήν Ἀγάπη, ὅποιος γίνεται σάν τόν Χριστό, σάν τήν Ἁγία Τριάδα καί ἔχει ἑνότητα, νικάει ὁτιδήποτε κακό. Δέν εἶναι μιά ἰδιαίτερη πάλη καί μιά ἀγωνία.
Γι᾽ αὐτό νά χαίρεστε λοιπόν, γιατί νικήσατε τά πάθη σας, καί μέσα ἀπό τή νίκη τῶν παθῶν γράφονται τά ὀνόματά σας στόν οὐρανό. Καί φυσικά προσθέτει ὁ Χριστός μετά λέγοντας, στούς μαθητές Του τό λέει, ἀλλά μέ τόν δικό Του τρόπο στρεφόμενος στόν Πατέρα Του -γιά νά προσδιορίσει ὁριστικά αὐτό τό ἦθος τό ἀποστολικό, τό ὁποῖο περνάει στό πρόσωπό μας καί στή ζωή μας- κάνει μιά σύντομη προσευχή στό τέλος καί λέει: «Σέ εὐχαριστῶ Πατέρα μου γιατί αὐτά δέν τά ἔμαθες καί δέν τά ἔδειξες στούς σοφούς καί τούς συνετούς τοῦ κόσμου αὐτοῦ», δηλαδή αὐτούς πού εἶναι ἐγωιστές καί προσπαθοῦν τόν κόσμο νά τόν κυβερνήσουν ὄχι μέ τήν ἑνότητα, ὄχι μέ τήν ἀγάπη, ὄχι μέ τό ἦθος τό τριαδολογικό, ἀλλά πᾶνε νά νικήσουν τά δαιμόνια μέ τά δαιμόνια, ὄντες δαίμονες». Καί λέει: «Εὐχαριστῶ Πατέρα μου, γιατί σέ αὐτούς τούς συνετούς καί τούς φρονίμους, δηλαδή στούς ἐγωιστές τοῦ κόσμου, δέν τούς τά ἔδειξες αὐτά τά πράγματα. Καί σέ ποιούς τά ἔδειξες; Στά “νήπια”, δηλαδή στούς ταπεινούς» καί μᾶς καλεῖ σέ μιά νηπιότητα, σέ μιά κάθαρση τῶν παθῶν, μιά ἀλλαγή τῆς νοοτροπίας τῆς ζωῆς μας, ὅπου τό καθετί δαιμονιῶδες, τό ὁποῖο δέν ἐκφράζει ἀγάπη καί ἑνότητα, καταλύει τόν κόσμο καί τόν διαλύει. Καί τότε γινόμαστε νήπιοι καί τότε προσομοιάζουμε κατά χάρη στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί τότε προσομοιάζουμε καί στίς οὐράνιες δυνάμεις καί στούς Ἀποστόλους καί στόν σήμερα τιμώμενο Ἀπόστολο.
Ἄρα τό κείμενο πού ἀκούσαμε εἶναι συγκλονιστικό, γιατί ἀφορᾶ τόν βηματισμό τῆς ζωῆς μας καί ὄχι μόνο αὐτό, δέν εἶναι ἁπλῶς τό ἦθος «τί κάνουμε ἐμεῖς»· εἶναι τό τί ἀφήνουμε στά γύρω μας, τό τί πατήματα, τό τί ἴχνη ἀφήνουμε στό περιβάλλον μας. Μπαίνει ἕνα ἦθος ἀποστολικό, ἀγαπητικό, ἑνότητας, νίκης κατά τῶν δαιμόνων, πού σημαίνει νίκης κατά τῶν παθῶν ἤ μπαίνουμε στόν κόσμο ὡς δῆθεν ἔξυπνοι καί συνετοί καί φρόνιμοι γιά νά κερδίσουμε μέ τά δικά μας ἐπιτεύγματα καί τόν ἐγωισμό μας τόν κόσμο; Καί ἐδῶ ὅλα καταλύονται καί ἐδῶ ὁ Χριστός καλεῖ ὅλους μας σέ μιά νηπιότητα.
Τιμοῦμε, λοιπόν, σήμερα τόν Ἀπόστολο καί Εὐαγγελιστή Λουκᾶ. Ταυτόχρονα, ἔμμεσα, τιμήσαμε τούς ἀγγέλους. Ταυτόχρονα, ἔμμεσα καί ἄμεσα, τιμοῦμε ὅλους ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἀπέκτησαν αὐτή τή νηπιότητα· καί ταυτόχρονα ἀνοίγουμε μιά ἄλλη προοπτική στόν κόσμο: Τήν προοπτική πού ἡ φωνή μας νά γίνει φωνή τοῦ Θεοῦ, τά πατήματά μας νά γίνουν πατήματα τοῦ Θεοῦ πάνω στόν κόσμο καί ἡ παρουσία μας νά γίνει παρουσία ἀποστόλου.


ΤΟ ΣΠΛΑΓΧΝΙΚΟ ΜΕΤΡΟ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου Κωνσταντίνου Στρατηγόπουλου,

 

ἀπό τήν ἱστοσελίδα floga.gr, ἐπάνω στό χωρίο τοῦ κατά Λουκᾶν Εὐαγγελίου, κεφάλαιο 10ο, στίχοι 25 ἕως 37, στά πλαίσια τῆς ἑρμηνείας πού ἔγινε στό κήρυγμα τῆς Κυριακῆς 14-11-2010.

Μελετώντας ἕνα βιβλικό κείμενο ὅπως αὐτό πού ἀκούσαμε πρίν ἀπό λίγο ἔχεις, ἄν θέλεις, δύο δρόμους, δύο δυνατότητες: Νά ἀρκεστεῖς σέ αὐτό πού αὐτονοήτως ἀκουστικά κατάλαβες καί νά πεῖς «ἁπλό καί τό κατάλαβα», ἤ νά μήν ἀρκεστεῖς καί νά πεῖς (ἄν τό ξέρεις μάλιστα ὅτι τά κείμενα αὐτά τά βιβλικά ἔχουν βάθος ἑρμηνευτικό κατά τή μεθοδολογία τῶν Πατέρων πού τά ἑρμηνεύουν ἁγιοπνευματικά) νά πεῖς: «νά πάω παρακάτω» καί τότε ἔρχεται ὁ ἑπόμενος κίνδυνος πού εἶναι ἤ νά μορφωθεῖς βαθύτατα ἤ νά παρα-μορφωθεῖς καί νά πειρασθεῖς. Τά λέω ὅλα αὐτά γιά νά πάρω ὡς ὑπόδειγμα καί παράδειγμα τήν ἁπλούστατη, λιτή καί αὐτονόητη περικοπή, κατανοητή γιά ἐμᾶς τούς χριστιανούς πού ἀκοῦμε τίς Λειτουργίες (καί αὐτή ἡ περικοπή τοῦ Σαμαρείτου τοῦ καλοῦ ἐπαναλαμβάνεται συνέχεια κάθε χρόνο). Μελετώντας αὐτή τήν αὐτονόητη περικοπή, νά δοῦμε αὐτόν τόν κίνδυνο, ἀλλά καί τό βαθύτατο ὄφελος πού μπορεῖς νά πάρεις ἄν δέν πεῖς: «τήν ἄκουσα, τήν κατάλαβα καί τελειώσαμε», [γιατί αὐτό θά ἦταν] μιά στατικότητα.
Γιά νά σᾶς βοηθήσω στήν κατανόηση αὐτῆς τῆς σύντομης πορείας μας πάνω σ᾽ αὐτό τό κείμενο, νά σᾶς θυμίσω ὅτι μπορῶ νά δομήσω τόν σκελετό του πάνω σέ δύο σχήματα. Τό πρῶτο εἶναι αὐτό πού λέει ὁ Χριστός, τό πῶς ἀγαποῦμε τόν Θεό ἐξ ὅλης τῆς καρδίας, τῆς διανοίας, τῆς ἰσχύος μας. Εἶναι μιά πρώτη κίνηση (ἐγώ καί ὁ Θεός) καί ὑπάρχει μιά δεύτερη κίνηση, ἡ ὁποία λέει «ἀγαπήσεις τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν» καί μετά τό ἑρμηνεύει μέ τήν παραβολή τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη. Δύο δομές. Ἐρωτήματα τά ὁποῖα ἀρχίζουν νά ἀναδύονται στόν νοῦ μας ἄν δέν σταθοῦμε στήν ἁπλή κατανόηση καί ποῦμε: «τό καταλάβαμε».
Πρῶτο ἐρώτημα καί πάρα πολύ οὐσιαστικό, τό ὁποῖο ἀναδύεται: Τί σχέση ἔχει τό πρῶτο μέρος μέ τό δεύτερο. Δηλαδή, ἄν δέν ἀγαπήσω τόν Θεό ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος μου, δέν θά μπορῶ νά εἶμαι φιλάνθρωπος; Γιατί νά μήν τό κάνω; Ἀφοῦ τό κάνουν οἱ πρόσκοποι, ἀφοῦ τό κάνει ἡ UNICEF, ἀφοῦ τό κάνουν οἱ φιλανθρωπικοί ὀργανισμοί. Δέν συνδέουν τή φιλανθρωπία τους μέ καμιά τομή ἤ πρόταση ἐξ ὅλης τῆς καρδίας, ἐξ ὅλης τῆς διανοίας, πού εἶναι μάλιστα καί (φαίνεται) ὁριακό τό σχῆμα αὐτό. Πρῶτο ἐρώτημα τό ὁποῖο ἀναφύεται καί, ὅπως σᾶς εἶπα, μπορεῖ, μελετώντας τό βάθος τῆς περικοπῆς, καί νά μορφωθεῖς ἤ καί νά παραμορφωθεῖς.
Δεύτερο ἐρώτημα οὐσιαστικό (δέν ξέρω ἄν τό μελετήσατε ποτέ): «Ἀγαπήσεις τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν», δηλαδή τό μέτρο εἶμαι ἐγώ, ὁ ἑαυτός μου. Καί πῶς ἀγαπῶ τόν ἑαυτό μου; Ποιά εἶναι τά μέτρα αὐτῆς τῆς ἀγάπης; Ἄν ἔχω δέκα ἐπιχειρήσεις καί γιά νά ἐκφράσω αὐτό τό κείμενο, [θά πρέπει νά] ἀγοράσω στόν πλαϊνό μου δέκα ἐπιχειρήσεις; Εἶναι αὐτή ἡ περικοπή; Νά μήν πᾶμε παρακάτω στά ἐρωτήματα καί παραμορφωθεῖτε πρίν νά πάρετε ἀπαντήσεις. Νά ἀρχίσω ἁπλά νά μπαίνω στίς διττές ἐρωτήσεις πού ἔθεσα μπροστά σας. Τί σχέση ἔχει αὐτή ἡ φιλανθρωπία μέ τό «ἀγαπήσεις τόν Κύριον καί Θεόν σου»;
Πρῶτα-πρῶτα, αὐτή ἡ στροφή πρός τόν Θεό εἶναι μιά πολύ βαθιά κάθαρση τοῦ ἐγωισμοῦ, γιατί βγαίνεις ἀπό τό «ἐγώ» σου. Ἐνῶ ἄν ἔλεγες «θά ἀγαπήσω ἐγώ τόν ἄλλο σάν τόν ἑαυτό μου», ἄρα τό μέτρο εἶσαι ἐσύ, ἀλλά τό μέτρο εἶναι ὁ Θεός, αὐτό τό ἄνοιγμα, αὐτή ἡ ἔξοδος, εἶναι πραγματικά ἁγιοπνευματικό. Θεραπεύει τόν ἄνθρωπο καί ἀρχίζει καί ἀλλάζει ὅλο τό μέσα τοῦ ἀνθρώπου, γιατί στράφηκε στόν Θεό πιά. Τό μέτρο δέν εἶναι ὁ ἴδιος. Ἄν τό μέτρο ἦταν ὁ ἴδιος, πῶς ἐγώ ἀγαπῶ τόν ἄλλο ὅπως τόν ἑαυτό μου; Εἶναι τό μέτρο ἐσύ. Καταλήγουμε μάλιστα λίγο-λίγο καί σέ ἐκφράσεις ἀνατολικῶν θρησκευμάτων. Ἄρα νά ἡ σχέση λοιπόν. Ἄν δέν ἀγαπήσεις, τί κάνεις παρακάτω;
Καί τώρα τά οὐσιαστικά μέρη τῆς περικοπῆς. Τί σημαίνει ἀγαπῶ ἐγώ; Πῶς νά ἀγαπάω; Πῶς ἀγαπῶ τόν ἑαυτό μου; Μᾶς τά λέει τό κείμενο ὅλα, πάρα πολύ ἁπλά. Πρῶτα-πρῶτα, κατεβαίνοντας ὁ Σαμαρείτης, λέει «ἐσπλαγχνίσθη». Βλέπετε; Τί σημαίνει σπλαχνίζομαι; Κατά τή γλώσσα τή βιβλική καί δή καί τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἡ ἔκφραση «σπλάγχνα» σημαίνει ὅλη τή διεργασία πού γίνεται γιά τήν κάθαρση τῆς ψυχῆς μας. Ὅπου γίνεται λόγος γιά σπλάγχνα, πέρα ἀπό τήν καρδιά καί ὅλα τά γνωστά, γίνεται μιά κάθαρση βαθιά τοῦ ἑαυτοῦ μας. Ἄρα τό «ἐσπλαγχνίσθη» σημαίνει ὅτι, κατά τά μέτρα τῆς θείας εὐδοκίας, αὐτός μπῆκε στή δυνατότητα νά καταλαβαίνει τόν ἄλλο ὄχι ἐπειδή εἶναι ἀκριβῶς ἕνας ἀνθρωπίνως φιλάνθρωπος διαβάτης αὐτοῦ τοῦ δρόμου, ἀλλά γιατί ζήτησε καί στράφηκε στόν Θεό καί καθάρισε τόν ἑαυτό του, τά σπλάγχνα του. Αὐτό σημαίνει «ἐσπλαγχνίσθη».
Τό πρῶτο μέτρο λοιπόν εἶναι αὐτό τό «ἐσπλαγχνίσθη», αὐτή ἡ δυνατότητα νά ἐκζητήσεις τόν Θεό, νά ἀφήσεις τόν Θεό νά σέ γιατρέψει, νά γιατρέψει τά σπλάγχνα σου, ὅλο τό μέσα σου, ὅλη τήν ὕπαρξή σου πιά, τόν νοῦ καί τήν καρδιά σου. Τά ἔστρεψες στόν Θεό καί τά καθάρισε καί γίνεσαι ἄνθρωπος σπλαχνικός. Δέν εἶναι τό αὐτονόητο «εἶμαι καλός», «εἶμαι πρόσκοπος», «ἔχω καλή διάθεση», «ἀγαπῶ τούς ἄλλους». Αὐτό δέν λέει τίποτε μόνο του καί μάλιστα εἶναι καί δαιμονιῶδες, γιατί γίνεσαι ἐσύ ἕνας αὐτο-Θεός γιά τόν ἑαυτό σου. Νά, λοιπόν, τό «ἐσπλαγχνίσθη».
Ἀλλά μετά τό κείμενο ἔχει μιά καταπληκτική διαδρομή, γιά νά δείξει καί τό μέτρο τῆς ἀγάπης πρός τόν ἄλλο. Ἔδωσα τό παράδειγμα: Ἄν ἔχω δέκα ἐπιχειρήσεις, νά τοῦ πάρω δέκα ἐπιχειρήσεις; Τό κείμενο εἶναι ἁπλό, λιτό, ἀλλά καί πολύ συγκεκριμένο. Κοιτάξτε στήν πράξη αὐτῆς τῆς ἀγάπης του τί ἔκανε. Οἱ λέξεις εἶναι ἁπλές καί οὐσιαστικές. Πρῶτο, λέει, «κατέδησε τά τραύματά του». Κάλυψε τίς βασικές του ἀνάγκες. Εἶχε ἕναν πόνο, τό κάλυψε. Ἄρα μιά πρώτη ἔκφραση. Ἐγώ γιά νά ζήσω πρέπει νά καλύψω τίς βασικές μου ἀνάγκες, πρέπει νά φάω καί νά πιῶ. Αὐτό εἶναι βασική ἀνάγκη. Αὐτό τό κάνει. Ἀφοῦ τό κάνει γιά τόν ἑαυτό του, καλύπτει καί τήν ἀνάγκη τοῦ ἄλλου, ἀλλά εἶναι πιά ἡ ἔκφραση τῆς βασικῆς ἀνάγκης, ἡ ὁποία στήν ἑπόμενη πρόταση ἔχει ἕνα περισσότερο κάλλος καί λέει «κατέδησε» πάνω στά τραύματα αὐτά, καλύπτοντας βασικές ἀνάγκες, «ἔλαιον καί οἶνον».
Ἐδῶ πέρα εἶναι πολύ ὑψηλή θεολογία. Ἤδη ὁ χῶρος ὁ ἰουδαϊκός γνώριζε τή θεολογία τοῦ ἐλαίου καί τοῦ οἴνου. Τό ἔλαιο ἦταν ἕνα ἀντικείμενο, ἕνα ὑλικό μέ τό ὁποῖο ἔχριαν προφῆτες καί βασιλεῖς, ἄρα χρησιμοποιεῖτο σάν ἕνας χῶρος λειτουργικῆς προσεγγίσεως τοῦ ἄλλου. Ἐμεῖς τό χρησιμοποιοῦμε στό μυστήριο τοῦ Εὐχελαίου τό ἔλαιο, στό Βάπτισμα τό ἔλαιο. Τό ἔλαιο εἶναι ἕνα στοιχεῖο πού καλύπτει τό μυστήριο καί εἰσέρχεται μές στό μυστήριο, ἄρα τόν βάζει στόν χῶρο τῆς σχέσης τῆς θεραπείας μέ τόν Θεό. Δέν εἶναι ἁπλῶς ὁ ἴδιος πού βάζει λάδι πάνω. Καί μάλιστα τό κρασί, ἡ φράση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης πού ἐπαναλαμβάνεται ἀπό τόν Ἀπόστολο Παῦλο: «Καί οἶνος εὐφραίνει καρδίαν ἀνθρώπου», «καί οἶνος καρδίαν ἀνθρώπου στηρίζει». Προσέξτε, δέν λέει «στηρίζει τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου». «Καρδίαν ἀνθρώπου στηρίζει». Ἡ καρδιά εἶναι κάτι πολύ βαθύ. Ὁ ἄνθρωπος τῆς καρδιᾶς, ὁ ἄνθρωπος τῶν ἀρετῶν, ὁ ἄνθρωπος τῆς νήψεως. «Καί οἶνος», λέει, «καρδίαν ἀνθρώπου στηρίζει». Λένε οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας πώς αὐτός ὁ οἶνος εἶναι πιά μιά πρόκληση, μιά προβολή προφητική γιά τή θεία Εὐχαριστία. Τόν προσεγγίζει σέ ἕνα χῶρο μυστηρίου. Προσέξτε: Ἔλαιον καί οἶνον.
Καί δέν σταματάει ἐκεῖ. Θεραπεύει τίς βασικές του ἀνάγκες, τόν προσεγγίζει μυστηριακά πρός τόν Θεό καί κάνει μιά κίνηση. Τόν πῆρε, λέει, τόν μετέφερε κάπου. Τοῦ ἔκανε μιά κίνηση, θεράπευσε τήν κίνησή του. Προσέξτε. Αὐτό δέν κάνει ἡ Ἐκκλησία; Ἐνῶ κινούμαστε κάθε μέρα, πολλές φορές ἀνερμάτιστα, ἡ Ἐκκλησία θεραπεύει τήν κίνησή μας – ποῦ κινούμαστε; Γιατί κινούμαστε; Καί ποῦ τόν πηγαίνει; Στό πανδοχεῖο. Τί λένε οἱ Πατέρες; Καί μάλιστα ὁ Ἱερός Χρυσόστομος κάνει μιά ὁλόκληρη ἀνάλυση. Τό πανδοχεῖο, λέει, εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Θεραπεύει τίς κινήσεις του, ὄχι μόνο πιά τίς ἀνάγκες του. Τόν βάζει στόν χῶρο τοῦ Θεοῦ ἐν μυστηρίῳ, ἐλαίῳ καί οἴνῳ, θεραπεύει τήν κίνησή του, τόν πάει ἐκεῖ καί -προσέξτε τό πιό καταπληκτικό- καλύπτει καί τό μέλλον του καί λέει «ὅταν γυρίσω θά σοῦ ἀποδώσω. Αὐτό πού κάνει ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι μόνο ἕνα στατικό γεγονός τοῦ τώρα, μιά θεραπεία τοῦ τώρα, μιά φιλάνθρωπη κίνηση τοῦ τώρα· εἶναι καί τοῦ μέλλοντος. Μέσα ἀπό τόν ἄλλο πιά βρίσκεις τόν ἑαυτό σου. Βρίσκω τί πρέπει νά κάνω ἐγώ, πού πρέπει νά καλύπτω τίς βασικές μου ἀνάγκες, νά πλησιάσω τό μυστήριο τοῦ ἐλαίου καί τοῦ οἴνου, νά κάνω τήν κίνηση πρός τήν Ἐκκλησία καί νά καλύψω καί τό μέλλον μου καί ἀφοῦ πιά μέσα ἀπό τόν ἄλλο, μαθαίνω τί εἶμαι ἐγώ, τότε ξέρω πώς ὁ ἄνθρωπος προχωρεῖ καί σώζεται.
Γι᾽ αὐτό ἡ περικοπή εἶναι πραγματικά πανέμορφη, ἑρμηνευτικά πολύ οὐσιαστική γιά τή ζωή μας καί δίνει λύση στό πρόβλημα, τί σχέση ἔχει ἡ φιλανθρωπία μέ τόν Θεό καί, πέρα ἀπό αὐτό, τί σχέση ἔχει ὁ ἄλλος μέ μένα, γιατί ὁ ἄλλος εἶναι τό μέτρο τό δικό μου καί ἐγώ δέν εἶμαι πιά τό μέτρο. Τό μέτρο εἶναι ὁ Θεός. Ἀνοίγομαι στόν Θεό, ἀλλάζουν τά σπλάγχνα μου, ἀποκτῶ σπλάγχνα οἰκτιρμῶν καί τότε μετέχω σέ ὅλο τό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας, σέ ὅλη τήν κίνηση πού σᾶς ἀνέλυσα.
Βλέπετε λοιπόν, αὐτή ἡ περικοπή τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη πόσο βαθύ κοίταγμα ἔχει. Οὐσιαστικά εἶναι ἕνα κοίταγμα τό ὁποῖο ἀφορᾶ τήν πράξη ζωῆς μας, γιατί -δυστυχῶς πού τό λέμε- γινόμαστε πολλές φορές, καί ἄς ξέρουμε τήν Ἐκκλησία, ἐμεῖς κέντρο τοῦ κόσμου καί βάζουμε τό δικό μας μέτρο. Ὁ ἄλλος εἶναι τό μέτρο, ὁ Θεός εἶναι τό μέτρο καί ἐγώ ἀναμετρῶμαι μέ δύο μέτρα: μέ τόν Θεό καί μέ τόν ἄλλο. Καί ἄν μπορῶ αὐτά νά τά συνδέσω, τότε γίνομαι φορέας τῆς μεταμορφώσεως ἑνός τόπου.
Ἡ παραβολή τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη. Ἡ παραβολή μιᾶς βαθιᾶς μεταλλαγῆς τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος μεταλλάσσεται ἀπό τή Χάρη τοῦ Θεοῦ καί ταυτόχρονα, ἐπειδή εἶναι μές στή Χάρη τοῦ Θεοῦ, μεταλλάσσει καί τούς ἄλλους. Αὐτή εἶναι ἡ προσωπική μας ἱστορία, ὅπου γινόμαστε πραγματικά βασιλεῖς πάνω στή γῆ. Ἀνώνυμοι, χωρίς πρόσωπο πολλές φορές γιά τόν κόσμο, χωρίς κάποια προβολική κατάσταση πού μᾶς καταλαβαίνουν, ἀλλά εἴμαστε ἐπώνυμοι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί βρίσκουμε πρόσωπο μπροστά στόν ἄλλο, γιατί κάνουμε κάτι οὐσιαστικό γι᾽ αὐτόν.
Αὐτά γιά τήν παραβολή τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη. Μελετῆστε τόν δρόμο, γιατί ἄλλη φορά ἄν τή μελετήσετε αὐτή τήν περικοπή, ὅπως εἶπα, χωρίς τήν πατερική θεολογία, μπορεῖ νά μορφωθεῖτε, ἔ, καί μπορεῖ νά παραμορφωθεῖτε.


Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου Κωνσταντίνου Στρατηγόπουλου,

 

ἀπό τήν ἱστοσελίδα floga.gr, ἐπάνω στό χωρίο τοῦ κατά Λουκᾶν Εὐαγγελίου, κεφάλαιο 18ο, στίχοι 18 ἕως 27, στά πλαίσια τῆς ἑρμηνείας πού ἔγινε στό κήρυγμα τῆς Κυριακῆς 28-11-2010.

Τό ἀφετηριακό ἐρώτημα τό ὁποῖο ὑποβάλλει αὐτός ὁ ἄρχων στόν Χριστό εἶναι ἐρώτημα πανανθρώπινο καί διαχρονικό. Τό ἀκούσατε καί τό ξέρετε πολύ καλά: «Τί πρέπει νά κάνω γιά νά κληρονομήσω τήν αἰώνια ζωή». Ἀλλά αὐτό τό γενικό ἐρώτημα ἔτσι μόνο του δέν λέει τίποτε, γιατί μπορεῖ κάποιος νά τό ἀπαντήσει φιλοσοφικά, νά τό ἀπαντήσει μέ λογισμικά συστήματα ἄλλων θρησκειῶν, ἀλλά πρέπει νά τό ἀκουμπήσει χριστιανικά τε καί ὀρθόδοξα αὐτό τό ἐρώτημα καί νά βρεῖ τά βαθύτατα ἐρείσματά του γιά νά γίνει καί μιά βιωματική πραγματικότητα.
Νά μποῦμε στήν ἀνάλυση τῆς πορείας, ἀλλά νά ξεκαθαρίσουμε δύο πράγματα -ἄς τό πῶ ἔτσι- σάν κατήχηση, γιά νά μείνει στή μνήμη τοῦ λαοῦ. «Ποιά εἶναι ἡ διαχρονικότητα, ἀπό πότε ἀρχίζει ἡ αἰωνιότητα;» εἶναι τό πρῶτο ἐρώτημα καί τό δεύτερο: «σέ ποιά ἐμβέλεια βιώνεται πάνω μου καί ποῦ ἀλλοῦ πιάνει;» καί μετά: «ποιός ὁ τρόπος;». Θά ἀπαντήσω ὅπως εἶπα κατηχητικά στά δύο πρῶτα ἐρωτήματα, «ποιά εἶναι ἡ ἐμβέλεια;». Ἡ αἰωνιότητα εἶναι αἰωνιότητα, ἀλλά ἀπό ποῦ ἀρχίζει; Ὁ Χριστός δίνει μιά σαφέστατη ἀπάντηση, γιατί ἀπαντάει μέ τά πρῶτα λόγια «οὐ κλέψεις, οὐ μοιχεύσεις» - ἀπό τώρα. Νά λοιπόν μιά πεντακάθαρη ἀπάντηση: Ἡ αἰωνιότητα ἀρχίζει ἀπό τώρα. Αὐτό δέν κουβεντιάζεται, θεολογικά. Δίνεται ἔτσι ἁπλά δοσμένη ἡ ἀπάντηση ἀπό τόν Χριστό. Ποιά εἶναι ἡ ἐμβέλειά του; Ἀκουμπάει τόν νοῦ μου, τή διάνοιά μου, τά προσωπικά μου, τά ἀτομικά μου, ἤ ἀκουμπάει καί τίς κοινωνικές δομές; Καί πάλι ἡ ἀπάντηση δίνεται μέ πολύ λιτό τρόπο ἀπό τόν Χριστό, ὅταν λέει: «πώλησε τά ὑπάρχοντά σου καί δῶσε τοῖς πτωχοῖς». Ἀκουμπάει ἄρα καί τό κοινωνικό θέμα. Βλέπετε, τό λέω σάν κατήχηση γιά νά συλλαμβάνουμε ἁπλές ἀπαντήσεις ἀπό τά λιτά καί συγκλονιστικά βαθιά λόγια τοῦ Χριστοῦ.
Τώρα νά πᾶμε στήν οὐσία τοῦ θέματος. Αὐτά ἦταν τά εἰσαγωγικά σημεῖα πού εἶπα νά τά ξέρετε σάν κατήχηση. Ποιός εἶναι ὁ τρόπος γιά νά μπορῶ νά κληρονομήσω τήν αἰώνια Βασιλεία; Ὁ Χριστός ἀκολουθεῖ ἕνα δρόμο, καί πάλι ἁπλό καί λιτό, τόν ὁποῖο ἀκολούθησε ὅλη ἡ Ἐκκλησία μας στίς ἐκφράσεις τῆς σωτηριολογίας της ἤ στόν δρόμο τῆς νηπτικῆς θεολογίας τῆς καθάρσεως. Νά ἀκολουθήσουμε λοιπόν τόν δρόμο τοῦ Χριστοῦ γιατί εἶναι δρόμος μας, ὁ ὁποῖος πιάνει, ὅπως εἶπα, καί τό πρόσωπό μας καί τά κοινωνικά δεδομένα μετά ἀπό τό πρόσωπό μας.
Ξεκινάει πρῶτα-πρῶτα ὁ Χριστός ἀπό μερικές προτάσεις τοῦ Δεκαλόγου: «Οὐ μοιχεύσῃς, οὐ κλέψῃς, οὐ φονεύσῃς». Πρῶτα-πρῶτα ξεκινάει ἀπό τόν τρόπο ἀντιμετωπίσεως ἀνθρωπίνων πραγμάτων πού τά ἀντιμετωπίζεις λανθασμένα. Τό «οὐ μοιχεύσῃς» σημαίνει μιά διαστρέβλωση μιᾶς ἀνθρώπινης λειτουργίας, ὅπου μιά ἀνθρώπινη λειτουργία διαστρεβλώνεται καί λειτουργεῖ σάν ἀνάγκη πού καταστρέφει τό πρόσωπό σου. Ἄρα ξεκινάει ὁ Χριστός ἀπό τίς προσωπικές στάσεις καθάρσεως πάνω στά προσωπικά μας πάθη πού προέρχονται ἀπό λανθασμένη ἀντιμετώπιση λεγομένων λανθασμένων ἀναγκῶν. Ἀκόμη καί τό «οὐ κλέψῃς»: μιά λανθασμένη ἀντιμετώπιση τῆς πείνας. Ἡ πείνα εἶναι ἕνα δεδομένο ἀνάγκης, ἀλλά [ἡ κλεψιά εἶναι] λανθασμένη ἀντιμετώπιση τῆς πείνας.
Ξεκινάει ὁ Χριστός, βλέπετε, ἀπό τά πρῶτα, τά ἀνθρώπινα στοιχεῖα. Πάει λίγο βαθύτερα μετά ὅταν μπαίνει στό «οὐ ψευδομαρτυρήσῃς», ὅταν πηγαίνει στό «τίμα τόν πατέρα σου καί τήν μητέρα σου». Θίγει τά δεδομένα τῆς βαθύτερης ἐκφράσεως τῆς διαστρεβλώσεως τῆς προσωπικῆς μας τάσεως πρός τή ζωή - τοῦ ἐγωισμοῦ δηλαδή. Ὅταν λέει «τίμα τόν πατέρα σου» σημαίνει ἐδῶ πέρα ὅτι ὑπάρχει μιά στρέβλωση στίς σχέσεις τίς ἀνθρώπινες. Ὅταν λέει «οὐ ψευδομαρτυρήσῃς» κρύβεται μιά ὑποκρισία γιά νά μπορεῖς νά σταθεῖς ὄρθιος, νά δώσεις καλό κοινωνικό πρόσωπο μέ ἕνα λανθασμένο τρόπο. Ἀφοῦ λοιπόν ἀκούμπησε τή λανθασμένη χρήση τῶν ἀναγκῶν, πηγαίνει στή βαθύτερη ἔκφραση τῆς λανθασμένης χρήσεως τοῦ «ἐγώ» καί τῆς προσωπικότητάς μας ἡ ὁποία, διαστρεβλούμενη, προβάλλει ἄλλο πρόσωπο ἀπό αὐτό πού εἶναι.
Βλέπετε, ἡ πορεία εἶναι νηπτική: Οἱ ἀνάγκες, τό πρόσωπο, ὁ ἐγωισμός· καί μετά, μέσα σέ αὐτή τήν πραγματικά ἐκρηκτική λιτότητα τοῦ κειμένου καί τῶν λόγων τοῦ Χριστοῦ, -μέσα ἀπό τό προσωπικό, μέσα ἀπό τή νήψη τήν προσωπική- περνάει στό θέμα τό κοινωνικό. Λέει: -τώρα προσέξτε- «πώλησε τά ὑπάρχοντά σου “καί διάδος πτωχοῖς”». Πρῶτα-πρῶτα ἐδῶ χρειάζεται μιά ἀπελευθέρωση ἀπό τά δεσίματα πού ἔχουμε μέ τά πράγματα, γι᾽ αὐτό εἶναι μιά ἐσωτερική κατάσταση, μιά ἀπελευθέρωση. Ἄρα εἴμαστε δουλωμένοι καί μᾶς ζητάει ὁ Χριστός νά κάνουμε μιά ἀπο-δούλωση καί -προσέξτε- «πώλησον τά ὑπάρχοντά σου» ἀλλά δέν λέει κάνε τα κάτι ἄλλο, νά τά βάλεις στό χρηματιστήριο. Λέει: «διάδος πτωχοῖς». Σέ αὐτό τό σημεῖο ἀκριβῶς γίνεται τό πέρασμα στό κοινωνικό μέγεθος, ἀκριβῶς σέ αὐτό τό καίριο σημεῖο· καί λέει μετά ὅτι πόσο δύσκολο εἶναι ἕνας πλούσιος νά μπεῖ στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, γιατί αὐτό δέν τό κάνει. Ἤδη ἀξιοποίησε τήν ἐσωτερική πορεία, τή νηπτική πορεία τῆς μετανοίας, τῆς λανθασμένης χρήσεως τῶν ἀναγκῶν, τῆς τάσεως τοῦ ἐγωισμοῦ μας. Πηγαίνει στό κοίταγμα τῆς ἐλευθερίας ἀπό τά πράγματα (καίριο σημεῖο). «Διάδος πτωχοῖς» -προσέξτε- «καί ἀκολούθει μοι». Ἀκόμη καί ἄν τά πουλήσεις κι ἀκόμη ἄν τά δώσεις στούς φτωχούς καί δέν μέ ἀκολουθήσεις, αὐτό δέν θά σέ ὁδηγήσει στή σωτηρία.
Ἐδῶ τό θέμα γίνεται κεντρικό. Ὁ Χριστός γίνεται τό κέντρο καί ὅλα αὐτά γίνονται γιά τόν Χριστό. Δέν γίνονται γιά νά κάνουμε φιλανθρωπία, γιά κανένα κοινωνικό σύστημα, γιά κανένα φιλανθρωπικό ὀργανισμό. Ἔτσι ἡ Ἐκκλησία ξεπερνάει μέν ὁποιοδήποτε παραλήρημα κάποιου καπιταλιστικοῦ συστήματος πού στρέφει τό πρόσωπό μας στήν ἐγωιστική χρήση τοῦ κόσμου καί ὁποιουδήποτε ἀριστερίστικου συστήματος, τό ὁποῖο μιλάει γιά φιλανθρωπική ἰσότητα τῶν πραγμάτων, ἀλλά εἶναι χωρίς Χριστό. Λέει «καί ἀκολούθει μοι» καί διαλύει τό ὁποιοδήποτε κοίταγμα τῶν παρατηρήσεων γιά τά συστήματα, κάνει δηλαδή μιά πρόσθετη θεραπευτική γιά τό σύνολο τοῦ κόσμου. Γι᾽ αὐτό σᾶς εἶπα θεραπεύεται ὁ ἄνθρωπος καί θεραπεύεται ταυτόχρονα καί αὐτό πού λέμε: «τρόπος λειτουργίας τῶν συστημάτων τοῦ κόσμου». Χωρίς αὐτό τό πράγμα δέν μπορεῖ νά βιωθεῖ ἀπό τώρα -τό εἴπαμε αὐτό, τό ξεκαθαρίσαμε, μέ τά λόγια τοῦ Χριστοῦ- ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Ἐκεῖ μέσα κρύβονται ὅλες οἱ κρίσεις μας (οἱ προσωπικές μας κρίσεις, οἱ ἀποτυχίες μας, οἱ μελαγχολίες μας, τά λεγόμενα ψυχολογικά μας) καί οἱ κρίσεις τοῦ κόσμου, οἱ πολιτικές καί οἱ κοινωνικές. Ὅλη αὐτή τήν πορεία, ἄν τήν ἀκουμπήσεις κάπου σχετικά καί ὄχι ἀπόλυτα, στήν πορεία αὐτή τήν ἀπόλυτη μέχρι «καί ἀκολούθει μοι» - ἀλλά ὄχι μόνο τό «ἀκολούθει μοι»· καί τά προηγούμενα, τά νηπτικά τῆς καρδιᾶς καί ἀπελευθέρωσης ἀπό τά πάθη καί ἀπό τό δέσιμο μέ τά πράγματα πού ἔχεις γύρω σου - τότε δέν δίνεις ἀπάντηση στό ἐρώτημα καί δέν ἀπαντᾶς προσωπικά τό ἐρώτημα γιά τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ («πῶς θά ζήσω τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ;»). Μπορεῖ νά καταλήξεις νά μιλᾶς γιά μιά μελλοντική Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί τώρα νά ζεῖς σέ μιά μεγάλη ἀπελπισία, ὁπότε εἶναι μιά τραγωδία αὐτό τό κοίταγμα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Τώρα νά κάνεις μερικές καλές πράξεις, νά λές «νά, ἐγώ βοηθῶ κάποιους» καί νά μήν ἀκολουθεῖς τόν Χριστό κι αὐτό εἶναι μιά τραγωδία. Νά πᾶς νά διορθώσεις τά συστήματα χωρίς νά ξέρεις Χριστό κι αὐτό εἶναι μιά τραγωδία. Νά πᾶς νά πεῖς ὅτι: «θά κάνω τά συστήματα νά ἀλλάξουν μέ τόν Χριστό» καί χωρίς νά ζεῖς τόν Χριστό νά λές ὅτι εἶσαι χριστιανός, πού θά ἀλλάξει τό σύστημα καί πάλι μιά τραγωδία. Καί ἐδῶ δίνεται μιά συγκλονιστική ἀπάντηση, στό καθολικό ἐπίπεδο πιά, τῆς κρίσεως τοῦ κόσμου, πού εἶναι προσωπική τε καί κοινωνική, μέσα ἀπό αὐτό τό ὁριστικό πεδίο τῆς προσωπικῆς καθάρσεως, τῆς κοινωνικῆς καθάρσεως, ἐν Χριστῷ.
Γι᾽ αὐτό, αὐτό τό κείμενο εἶναι πραγματικά καθοριστικός ὁδηγός γιά τίς ὁποιεσδήποτε ἀναζητήσεις τῶν ὁποιωνδήποτε ἐπαϊόντων, ἐπιστημόνων, πολιτικῶν, οἰκονομολόγων καί σέ ὅλα τά ἄλλα ἐπίπεδα, πού ψάχνουν καλά, ψάχνουν τίς αἰτίες τῆς κρίσεως γιά νά τίς θεραπεύσουν καί δέν μποροῦν ποτέ νά δώσουν ἀπάντηση ἄν δέν δοῦν αὐτό τό κείμενο.
«Δεῦρο ἀκολούθει μοι» λέει «καί διάδος πτωχοῖς» καί τότε δίνεται ἡ λύση τοῦ προβλήματος. Ἡ πορεία τοῦ χριστιανοῦ εἶναι μιά πορεία ἐλευθερίας: ἐλευθερίας ἀπό τά πάθη του, ἀπό τά πράγματα ἀπό τά ὁποῖα δεσμεύεται καί ἀπό τίς ἰδέες πού τόν δεσμεύουν γιά νά μήν μπορεῖ νά ἀκολουθήσει τόν Χριστό. Διαβάστε τό κείμενο. Μελετῆστε το, ὄχι ἁπλῶς γιά ὁποιαδήποτε κουλτούρα, [ἀλλά] γιατί εἶναι θέμα ζωῆς. Αὐτό τό θέμα μᾶς καίει. Ἤ ζοῦμε ἤ πεθαίνουμε.


ΒΑΣΗ ΤΗΣ ΝΗΠΤΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ...



Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου Κωνσταντίνου Στρατηγόπουλου, ἐπάνω στό χωρίο τοῦ κατά Ματθαῖον Εὐαγγελίου, κεφάλαιο 22ο, στίχοι 35 ἔως 46, στά πλαίσια τῆς ἐρμηνείας τοῦ κηρύγματος τῆς Κυριακῆς, πού ἔγινε τήν Κυριακή στίς 03-02-2013.

Ἄν ἀκούσατε καλά τό κείμενο τό εὐαγγελικό, πού ἀνεγνώσθη πρίν ἀπό λίγο καί εἶναι πολύ γνωστό καί ἀρκετά γνωστό, θά κατανοήσατε τά βασικά διαγραμματικά στοιχεῖα αὐτῆς τῆς κουβέντας τοῦ Χριστοῦ μέ αὐτό τό νομικό. Ἄν λοιπόν  ἀκούσατε αὐτό τό Εὐαγγέλιο καί ἔβγαινα καί σᾶς ἔλεγα [ὅτι] σέ αὐτό τό κείμενο, ὑπάρχει ἡ βάση ὅλης τῆς νηπτικῆς θεωρίας τῶν νηπτικῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας, γιά τόν πόλεμο μέ τούς λογισμούς, θά λέγατε ἄλλο πράγμα μᾶς λέει αὐτός.
Κι ὅμως πράγματι αὐτό τό κείμενο εἶναι ἡ βάση, δηλαδή τό κύτταρο, πάνω στό ὁποῖο στηρίζεται ἡ νηπτική θεολογία τῶν Πατέρων, γιά τήν κάθαρση καί τόν πόλεμο μέ τούς λογισμούς.
Καί γιά νά μπορῶ νά γίνω σαφής καί βατός γι᾽ αὐτήν τήν πρόταση πού ἔκανα, γιά νά μή νομίζετε πού ἄλλο Εὐαγγέλιο ἄκουσα ἐγώ καί ἄλλο ἐσεῖς, νά τό προσδιορίσω καί ἀπό τήν ἑρμηνευτική τοῦ κειμένου, νά μποῦμε λιγάκι στό μεδούλι, στό κύτταρο τοῦ κειμένου νά τό κατανοήσουμε. Κι ὅπως γνωρίζετε, ἡ βασική ἐκφραστική δυνατότητα, τό ὅπλο τῆς ἑρμηνευτικῆς, εἶναι οἱ λέξεις οἱ ὁποῖες περνοῦν μέσα ἀπό τό κείμενο. Καί οἱ λέξεις εἶναι τό δομικό ὑλικό. Νά ἀκούσουμε τίς λέξεις τοῦ κειμένου· ἦταν πολύ μικρό ἀλλά οἱ λέξεις [ἦταν] σαφεῖς.
Πρῶτα-πρῶτα ἡ συνάντηση γίνεται μέ ἕνα νομικό. Προσέξτε! Ἔχουν σημασία οἱ λέξεις. Ἐνῶ εἶναι γνωστή στήν ἱστορία τοῦ Ἰσραήλ ἡ λέξη τοῦ νομοδιδασκάλου, καί ὁ Χριστός κάποτε ἄλλοτε εἶπε, «Οὐαί ὑμῖν τοῖς νομικοῖς». Δέν εἶπε «τοῖς νομοδιδασκάλοις». Εἶναι πολύ σπουδαῖο αὐτό τό πράγμα. Ἄλλο νομοδιδάσκαλος, πού διδάσκει τό Νόμο καί μπορεῖ νά μήν τόν πιστεύει ἀλλά τόν διδάσκει. Ἄς φανταστοῦμε πού εἶναι κύμβαλον ἀλαλάζον ἀλλά τόν διδάσκει. Λέει μπλά, μπλά, μπλά, ἀλλά λέει ἀλήθειες, λέει τό Νόμο. Ἄλλο ὁ νομικός. Δέν λέει νομοδιδάσκαλος.
Ὁ νομικός εἶναι αὐτός πού ἑρμηνεύει τό Νόμο μέ δική του ἐγκεφαλική ἐπιχειρηματολογία. Γι᾽ αὐτό ὁ Χριστός ἔκανε τή διάκριση σέ ἄλλη περικοπή καί εἶπε «Οὐαί ὑμῖν τοῖς νομικοῖς», ὄχι «τοῖς νομοδιδασκάλοις». Εἶναι πολύ σπουδαία ἡ λέξη νομικός. «Προσῆλθε σέ αὐτόν νομικός». Μπορεῖ νά ἦταν καί νομοδιδάσκαλος ἀλλά τό κείμενο δίνει ἔμφαση στό νομικό. Εἶναι γνωστό πιά ἡ λέξη νομικός, μέσα ἀπό αὐτή τήν προσέγγιση, εἶναι μιά προσέγγιση τοῦ Νόμου μέ δικά του ἐγκεφαλικά ἐπιχειρήματα ἤ ἡ κατανόηση τοῦ Νόμου διά ἐγκεφαλικῶν ἐπιχειρημάτων.
«Προσῆλθε, λοιπόν, νομικός πειράζων». Βλέπετε; Ἔχει ἐγκεφαλικά ἐπιχειρήματα καί προσπαθεῖ νά πειράξει. Ἡ λέξη «πειρασμός», ἀφετηριακά στήν ἑρμηνευτική Θεολογία [τήν] ξέρετε· ὁ πρῶτος πειρασμός, εἶναι ὁ πειρασμός πού μπαίνει στούς πρωτοπλάστους. Καί ποῦ μπαίνει ὁ πειρασμός; Μπαίνει ὁ πειρασμός μέσα στό νοῦ. Γι᾽ αὐτό ἀποκτοῦν οἱ πρωτόπλαστοι μετά ἀπό τήν ἀποδοχή τοῦ πειρασμοῦ ἐσκοτισμένο νοῦ.
Ἄρα λοιπόν βλέπετε «πειράζων», εἶναι κάτι πού πάει νά μπεῖ στό μυαλό, νά πειράξει, νά διαστρέψει, νά σκοτίσει τό νοῦ· κι αὐτό τό κάνει μέ ποιό ὅπλο; Μέ τό λόγο, μέ τό λέγων, τό λέγει. Καί ὁ λόγος δέν εἶναι μονάχα λόγια, εἶναι καί λόγος. Ἐδῶ εἶναι λόγος, ἀλλά δέν εἶναι πάντα ἔτσι. Εἶναι οὐσιαστικά καί μιά πρόσβαση μέσα στή λογική.
Νά λοιπόν προσέξτε, ὁ νομικός, μιά ἐγκεφαλική προσέγγιση. Κι αὐτός ὁ ἐγκέφαλος μόνο ἐγκεφαλικά προσεγγίζει τά πράγματα. Τό μόνο πού μπορεῖ νά κάνει εἶναι νά προσέλθει καί νά ἀκουμπήσει τόν ἐγκέφαλο, τό νοῦ, νά τό  ᾽λεγα ἔτσι. Αὐτή ἡ διεργασία εἶναι τοῦ πειρασμοῦ.
Καί μάλιστα προσέξτε κι ἕνα ἐπιχείρημα. Τί τοῦ λέει; Λέει ποιά εἶναι ἡ μεγάλη ἐντολή. Ἐνῶ  ὁ Χριστός ὅταν λέει, λέει ποιά [εἶναι] ἡ πρώτη ἐντολή. Διαφέρει τό μεγάλο ἀπ᾽ τό πρῶτο. Τί εἶναι τό μεγάλο; Εἶναι τό ὀγκῶδες, εἶναι ἐκεῖνο τό ὁποῖο κάνει ἐμφάνιση. Εἶναι ἐκεῖνο πού θέλει νά παρουσιαστεῖ, νά δείξει πού  ὑπάρχει. Ἄλλο τό πρῶτο. «Ἐγώ ὁ Θεός εἶμαι πρῶτος». Κι ὅμως ὁ Θεός κρύβεται. «Ὁ πρῶτος ἐξ ὑμῶν ἔστω πάντων διάκονος». Τελευταῖος. Ἄλλο πρῶτος κι ἄλλο τό μεγάλο. Προσέξτε. Λέει ποιά εἶναι ἡ μεγάλη ἐντολή. Ἐδῶ φαίνεται μιά σαφής διαστρέβλωση ἤ μιά θά ἔλεγα διαφημιστική διάθεση, ποιά εἶναι ἡ μεγάλη ἐντολή. Βλέπετε, ἤδη χρησιμοποιεῖ ἐγκεφαλικά ἐπιχειρήματα κι εἶναι αὐτό πού κάνει ὁ κόσμος. Μέ τά μεγάλα, τά ὀγκώδη, τά φανφαρώδη, πάει νά μᾶς  ἐπηρεάσει. Εἶναι τά μεγάλα.
Ἤδη τό κείμενο εἶναι καθοριστικό. Καί ἔρχεται ὁ Χριστός τώρα νά μπεῖ σέ μιά θεραπευτική καί ἡ ἐρώτηση πού ὑποβάλει εἶναι ποιά εἶναι ἡ μεγάλη ἐντολή. Καί ὁ Χριστός τώρα κάνει τή θεραπευτική. Προσέξτε. Ὁ Χριστός δέν ἀντιπαλαίει ὡς ἕνας διαλεκτικός φιλόθεος, πού θέλει νά πεῖ μιά ἄλλη ἀλήθεια γιατί ἔχει μιά ἀντίθεση. Ὁ Χριστός γιατρεύει καί ὁ λόγος Του, μπορεῖ νά φαίνεται ἀντιθετικός ἀλλά δέν εἶναι· [οὔτε ἀντιθετικός], οὔτε γελοιοποιητικός. Εἶναι θεραπευτικός.
Καί μπαίνει καί στήν ἀπάντηση ὁ Χριστός, στή θεραπευτική ἀπάντηση. Καί τί λέει; Λέει «ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου, ἐξ ὅλης τῆς καρδίας, ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς καί ἐξ ὅλης τῆς διανοίας».
Προσέξτε τώρα τήν ἀπάντηση, εἶναι γνωστή ἡ ἀπάντηση. Ἀλλά ποιό εἶναι τό δομικό ὑλικό πού χρησιμοποιεῖ ὁ Χριστός; Τί πρέπει νά ἀγαπήσεις; Λέει ἡ ψυχή καί μετά βάζει τά βασικά ἐκφραστικά μεγέθη τῆς ψυχῆς, πού εἶναι ἡ καρδιά καί ἡ διάνοια. Εἶναι ἡ ψυχή πού ἔχει ὄργανό της, κατά τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, ἔχει τήν καρδιά καί τή διάνοια. Καί λέει αὐτά, ὅλα μαζί πρέπει νά γιατρευτοῦν. Καί αὐτά θά γιατρευτοῦν ἄν ἀγαπήσεις τόν Θεό, πού σημαίνει ἀγαπῶ, σημαίνει ἀκολουθῶ, προσκολλῶμαι, τάσσομαι, ὑποτάσσομαι, ὑπακούω. Κι ὅποιον ἀγαπῶ, τόν ἀγαπῶ ἔτσι. Δέν ἀντιτίθεμαι.
Κι ἐδῶ ἀντί ὁ Χριστός νά κάνει μιά ἀντιπαλότητα θεολογική, θά μποροῦσε νά τό κάνει χίλιες φορές ἀφοῦ Ἐκεῖνος εἶναι ὁ Δοτήρ τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἀντί νά μπεῖ σέ ἄλλα λογικά ἐπιχειρήματα, νά στρέψει τή λογική του, μπαίνει στή θεραπευτική. Καί μπορεῖ γιά τόν ἄλλον ἡ ἀπάντηση ἐφόσον [εἶναι] τόσο λογοκρατούμενος καί μόνο μέ τόν ἐγκέφαλο νά κινεῖται, νά μή λέει τίποτα, ἀλλά τοῦ διεγείρει τά ἄλλα τά μεγέθη νά ξυπνήσουν. Ὄχι μόνο τά ἐγκεφαλικά μεγέθη. Ἔστω νά ξεφύγει ἀπό μιά νομική ἀνάλυση τῶν πραγμάτων, ἐγκεφαλική. Καί  αὐτός μετά θά γιατρευτεῖ. Κι αὐτός [μετά] θά εἰσέλθει θεολογικά. Ἀλλά μπαίνει βλέπετε στήν καρδιά. Μπαίνει στή διάνοια. Ἡ διάνοια μπαίνει στό νοῦ. Ἔτσι λοιπόν τό κείμενο ἀποκτᾶ μιά βαθιά θεραπευτική διάσταση.
Κι ὅμως τό κείμενο πού ἀκούσατε δέν τελείωσε ἐκεῖ. Θά νόμιζε κάποιος πού τελειώνει αὐτή ἡ συνάντηση τοῦ Χριστοῦ μέ τό νομικό. Καί ὑπάρχει μιά ἄλλη περιπέτεια ἐδῶ καί [ποιά] εἶναι ἡ ἄλλη περιπέτεια; Εἶναι ἡ συνέχεια τοῦ κειμένου. Καί βάζει τόν Χριστό, ἐκείνη τή στιγμή, νά διαλέγεται καί νά ὑποβάλλει ἐρωτήματα στούς  ῾Εβραίους πού εἶναι ἐκεῖ παρόντες.
Ἐδῶ εἶναι τό σπουδαῖο τοῦ κειμένου. Καί δέν τελειώνει τό κείμενο. Καί τότε ἀντί νά ὑποστεῖ ὁ Χριστός ἕνα ἐρώτημα, ποιά εἶναι ἡ μεγάλη ἐντολή, πού ἀπήντησε θεραπευτικά μ᾽ ἕναν ἄλλο τρόπο, ταυτόχρονα τώρα ὁ Χριστός ὑποβάλει ἕνα ἐρώτημα. Καί ὑποβάλει ὁ Χριστός ἕνα βαθύ θεολογικό ἐρώτημα. Προσέξτε ἐδῶ τώρα τήν ἱστορία. Δέν τό κάνει ὁ Χριστός γιά νά τούς γελοιοποιήσει. «Ρωτᾶτε; Δέν ξέρετε, τί ρωτᾶτε; Σᾶς ἔδωσα ἀπάντηση. Τώρα πάρτε καί μιά ἐρώτηση νά γελάσω μαζί σας». Ὄχι. Ἡ συνέχεια τοῦ κειμένου εἶναι ἀκόμα πιό βαθιά θεραπευτική. Προσέξτε καί αὐτό τό σημεῖο. Πῶς προσλαμβάνουμε τά κείμενα δηλαδή. Καί ρωτάει ἕνα βαθύ θεολογικό ἐρώτημα. Πού θά ἔλεγα, ἄν δέν καταλάβαινε κανείς τή θεραπευτική διάσταση τοῦ κειμένου, θά ἔλεγα πώς θέλει νά παίξει μαζί τους. Λέει, ποιός εἶναι ὁ Πατέρας τοῦ Κυρίου. Ἕνα πολύ βαθύ θεολογικό ἐρώτημα. Ἐπειδή ἔχουν λανθασμένη θεολογική κατανόηση τῶν κειμένων, λένε ὁ Δαυίδ. Καί ὁ Χριστός τούς ἀνατρέπει καί λέει πώς «ὁ Δαυίδ λέει τόν Θεό Κύριο. Πῶς εἶναι Κύριός του ἄν εἶναι ὁ Πατέρας του;». Ἕνα βαθύ θεολογικό ἐρώτημα πού ἀπαντιέται γιατί ὁ Χριστός εἶναι ὁ Κύριος τῶν πάντων. Τί σημαίνει αὐτό τό ἐρώτημα τώρα πού ὑποβάλει ὁ Χριστός; Ἀνατρέπει μέν τή λογική τους καί τί λέει; Προσέξτε ἐδῶ εἶναι ἡ ἱστορία. Λέει: «Τί λέει ὁ Δαυίδ; Ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ τό λέει». Προσέξτε. Ἄ!!!!! Στήν ἱστορία αὐτή, ὁ Δαυίδ λέει κάτι ἀλλά ὁ νοῦς του δέν εἶναι ἕνας νοῦς πού εἶναι μόνο ἐγκέφαλος πού κάνει μιά διεργασία σχημάτων. Ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι τό λέει. Τό σπουδαῖο τοῦ κειμένου εἶναι ἐδῶ πιά. Ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι τό λέει ὁ Δαυίδ. Ἄρα ὁ νοῦς του ἔχει καταυγαστεῖ ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα -πιά πήγαμε στήν ἱστορία τῆς ψυχῆς, τῆς καρδίας καί τοῦ νοῦ- ἔχει καθαριστεῖ ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα, καί τό λέει ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Καί τούς κάνει καί τή θεραπευτική, τούς δίνει καί τήν πρόταση θεραπευτικῆς καί τούς μαθαίνει πῶς νά ξεπεράσουν τή νομική διάσταση. Γιά νά μποῦνε σέ μιά ἄλλη ἀνάλυση, κατανόηση, ἑρμηνεία τοῦ Νόμου. Πῶς θά τό καταλάβουν αὐτό [γιά] νά τό κάνουνε; Ἄν εἶναι ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Ἄν καθαρθεῖ ἡ ψυχή, ὁ νοῦς [καί] ἡ καρδιά τους. Αὐτά λοιπόν τά δεδομένα, εἶναι αὐτά πού ἔδωσαν ἀφορμή νά σᾶς πῶ, ὅτι τό κείμενο αὐτό, εἶναι ἀφετηρία τῆς νηπτικῆς θεραπευτικῆς θεωρίας τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας, γιά τήν κατανόηση τῶν πραγμάτων, τήν ἐγκεφαλική λειτουργία καί ἀκόμα περισσότερο, δευτερευόντως μέν ἀλλά περισσότερο, ἀκόμη καί γιά τήν ἑρμηνεία τῶν κειμένων. Οἱ ἑρμηνευτικές τῆς Ὀρθοδοξίας μας σέ αὐτά στηρίζεται. Δέν μπαίνει σ᾽ ἕναν ἐγκέφαλο πού τόν μελετάει, μελετάει καί κάνει ἀναλύσεις. Μπαίνει στή νηπτική θεωρία. Βλέπετε οἱ Πατέρες ἦταν ἄνθρωποι πού λειτουργοῦσαν, μετάνιωναν, ἔκλαιγαν, νήστευαν. Ὅλα μπαίνουν σέ μιά ἄλλη διαδικασία. Τό κείμενο λοιπόν πραγματικά, ὁρίζει, καί κρατῆστε το πολύ, ὁρίζει τήν προσέγγιση ὅλης τῆς ἱστορίας τῆς Ἐκκλησίας, τῆς ζωῆς μας δηλαδή, τόν τόπο πού ζοῦμε, τό σπίτι μας, τή μητέρα μας ὁρίζει. Καί πῶς θά τήν προσεγγίζουμε. Καί χωρίς νά καταργήσει τόν ἐγκέφαλο καί τό νοῦ ὡς ἐξωτερικές διαδικασίες. Τά καθαρίζει καί τά ἐντάσσει μέσα σ᾽ ἕνα γενικότερο πλαίσιο ἁγιοπνευματικό. Ὅπου ἔτσι, ζώντας στήν Ἐκκλησία ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, μποροῦμε νά καταλάβουμε ὄχι μόνο τά κείμενα, ὄχι μόνο τή ζωή μας. Νά καταλάβουμε τόν ἄλλο, τόν παρακάτω. Νά καταλάβουμε τά δρώμενα. Νά καταλάβουμε τί θέλει ἀπό μᾶς ἡ πολιτική, τί θέλει ἡ οἰκονομία, τί θέλουν ἀπό μᾶς… Ὅλα μπαίνουν σέ μιά ἄλλη ἱστορία. Τολμῶ νά πῶ πιά, μέσα ἀπό αὐτό τό κείμενο, καταλαβαίνω, πώς ἡ ἱστορία, τό εἶναι μου, τό τώρα μου, ἡ γειτονιά μου, μποροῦν νά γίνουν κατανοητά, ἑρμηνεύσιμα, ὄχι ἀναλυτικά ἐγκεφαλικά, μέσα ἀπό ἄλλες διαστάσεις. Ἄν τά δεῖς ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Πράγματι αὐτή ἡ συνάντηση εἶναι καθοριστική.
Τελειώνοντας λέω, γιατί ἔκανα αὐτή τήν ἀνάλυση; Γιά νά μάθετε καλύτερα τήν ἑρμηνεία τοῦ κειμένου; Πιστέψτε με [πώς] ὄχι. Ἡ διάθεσή μας δέν εἶναι νά μάθετε πολλά. [Τήν ἔκανα] γιά νά μπεῖτε στήν πρακτική αὐτοῦ τοῦ κειμένου.
Γιά νά μπορεῖτε νά καταλάβετε καί νά ζήσετε πραγματικά τή ζωή σας ὡς ὄντως ζωή καί ὄχι ὡς περιγραφή ἐγκεφαλικῶν διαγραμμάτων! 

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΑΚΟΥΣΙΩΝ ΘΛΙΨΕΩΝ


 
-Σκοπός μιας ενορίας είναι να θεραπεύσει τον νου του ανθρώπου. -Αν μια ενορία κάπου διασπαστεί σ'ένα έργο ενοριακό, σε μία κοσμική συμβατικότητα, και σ'ένα μπλα-μπλα προβολής έργων, τότε θα χάσει το κέντρο της, που 'ναι οι ακολουθίες της και η Θεία Λειτουργία. -Η Εκκλησία θεραπεύει τα συστήματα της κοινωνίας, όχι με διοικητικές αποφάσεις αλλά ως ένα σώμα, που λειτουργεί μέσα απ' την ενορία. -Τι είναι ανάγκη; Μόνο ό,τι μας κρατάει στην ζωή. Στον προσδιορισμό της ανάγκης κρύβεται η αιτία της εκάστοτε οικονομικής κρίσης. Διότι μπορεί μία ολόκληρη κοινωνία ν' αναλώνει και να σπαταλά τις παραγωγικές της δυνάμεις, για την κάλυψη περιττών αναγκών. -Ζούμε σε μία κοινωνία που τόσο πολύ μας έχει διαλύσει, από ρεμβασμούς, φαντασίες και χρησιμοθηρίες, και μας έχει βάλει με την βία σε μία δουλεία εργασιομανίας, που να μην μπορούμε να προσευχηθούμε. -Ο Ιησούς Χριστός δεν είναι κάποιο απωθημένο απλησίαστο ιδανικό μοντέλο!
 
-Πώς εκπαιδεύουμε τους νέους κληρικούς μας; Η Εκκλησία τι έχει να δώσει στον λαό της; Μία κατ’ἐπίφαση μελλοντική σωτηριολογία; Και πώς θα ζήσει ο λαός της σήμερα; Σερνάμενος μεταξύ ταραχών & ψυχολογικών μεθοδολογιών; -Όταν η σάρκα αποκτήσει δικό της θέλημα, αντιστρατεύεται τους Πνευματικούς νόμους, ο άνθρωπος πεθαίνει απ’τόν Θεό & ζει την δική του φύση. -Εγκράτεια είναι η εξάλειψη του θελήματος της σαρκός. Η προσευχή μ’ ἐγκράτεια είναι το μόνο κλειδί οποιασδήποτε οικονομίας & οικονομικής κρίσεως. -Όχι μόνο να μην κάνουμε τα εφάμαρτα του κόσμου αλλά & να μην ταρασσόμασθε με τα πράγματα του κόσμου, διότι η κάθε ταραχή δηλώνει αποστασία απ’ τόν Θεό. -Γίνω ή όχι καλά σκοπός είναι να γίνει το Θέλημα του Θεού, διότι Εκείνος ξέρει που πάει την ιστορία. Αν έχουμε την τόλμη να πούμε γεννηθείτο το Θέλημά Σου, τότε κάπου λίγο προχωρήσαμε στα Πνευματικά & θ’ ἀπελευθερωθοῦμε από πολλά άγχη κι αυτό είναι Ευχαριστία!!!
 
-Κρίση είναι όταν δεν αναζητούμε πρώτα την Βασιλεία των Ουρανών. -Κάθε τι κακό που μας συμβαίνει είναι επακόλουθο των δικών μας πράξεων, που πρέπει να μας οδηγήσει σε μετάνοια και όχι σε αντίσταση. -Για τα μέτρα της σκέψεως του κόσμου υπάρχει οικονομική κρίση, για τα μέτρα της εν Χριστώ μωρίας δεν υπάρχει. -Η Θεία Λειτουργία είναι η αποφατική, η άλλη απάντηση που έχει η Εκκλησία στα προβλήματα του κόσμου. -Υπομονή με πραότητα κάνουμε μόνο όταν εμπιστευόμαστε απόλυτα τον Χριστό. -Προσευχή με ταπεινοφροσύνη και όχι κενοδοξία και βιοτική μέριμνα.
 
-Η διεύρυνση του χώρου και του χρόνου μας, δεν θ’αλλάξει τίποτε πάνω μας, εάν δεν μετανοήσουμε κι αν δεν έχουμε αγιασμένη ζωή. -Το έργο της Εκκλησίας δεν προσμετράται. -Παραμένουμε σε μια συνεχή μαθητεία σ’αυτή και πέρα απ’αυτήν την ζωή, πορευόμενοι από δόξαν εις δόξαν. -Αν ο λόγος μας δεν είναι αναπαυτικός και αν είναι για να καταξιωθεί ο εγωισμός μας, καλύτερα να μην μιλάμε. -Αν η ενορία είναι ζωντανή δεν μπορεί να υπάρχει συνενορίτης που να πεινάει. -Δεν έχουμε ένα σύστημα σκέψεως και κάποια ιδεολογία. Εμείς εμπιστευόμασθε ότι μας λέει ο Χριστός μέσα από την Εκκλησία.
 
Μεταφορά στον εξωτερικό δεσμό: Η ΑΛΛΗ ΟΨΙΣ

†. Κυ 29-12-2013, O ΧΡΟΝΟΣ ΚΑΙ H ΙΣΤΟΡΙΑ ΩΣ ΜΥΣΤΗΡΙΟ

  O ΧΡΟΝΟΣ ΚΑΙ H ΙΣΤΟΡΙΑ ΩΣ ΜΥΣΤΗΡΙΟ. Πώς συνειδητοποιούμε, και πώς μπορούμε να ερμηνεύσουμε την προσωπική μας ιστορία, τον πόνο μας, την τραγωδία μας, και το κάθε γιατί, το οποίο προκύπτει κάθε μέρα στη ζωή μας;
ΚΥ 29-12-2013 (Κατά Ματθαίον, Κεφ.2, στιχ. 13-23)

†. Κυ 14-01-2007, ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΕΘΝΗ


 
Η ΑΝΑΜΕΤΡΗΣΗ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ ΚΑΙ Η ΑΝΑΜΕΤΡΗΣΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΕ ΟΛΑ ΤΑ ΕΘΝΗ. Χωρίς τήν κατανόηση τοῦ ἄλλου πολιτισμοῦ, τοῦ ξένου, τοῦ ἀλλόκοτου, τήν ὁποία σήμερα ζοῦμε πάρα πολύ ἔντονα καί ἐκρηκτικά σέ ὅλες τίς διαστάσεις της, ἀναιροῦμε τόν ἑαυτό μας, τήν πνευματική μας ζωή καί ταυτόχρονα τήν ἐκκλησιολογία μας!
Κυ 14-01-2007 (Κατά Ματθαίον, Κεφ.1, στιχ. 1-8)
 

†. Κυ 16-01-2005, ΦΩΤΙΣΜΟΣ : Η ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΚΗ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ

  Ο φωτισμός, αυτή η ευχαριστιακή θεραπευτική της προαιρέσεως, που την έχει η Εκκλησία μας με ένα μοναδικό τρόπο και μας το προτείνει να το ζήσουμε, να το καλλιεργήσουμε πάνω μας, για μία ολοκληρωτική θεραπεία!
Κυ 16-01-2005 (Κατά Λουκάν, Κεφ.17, στιχ. 12-19)

Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΜΑΓΕΙΑ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΩΝ





Η συνάντηση
Η σύγχρονη ιεραποστολική αναζήτηση της εκκλησίας μας δημιούργησε μία ιδιότυπη συνάντηση. Είναι μία συνάντηση με κοινωνίες που βιώνουν πρωτόγνωρες για μας θρησκευτικές εμπειρίες. Οι γνωστοί λόγοι των Πατέρων κατά Ελλήνων, Ιουδαίων και Εθνικών, παρ’ όλη την ευρύτητα τους, δεν καλύπτουν το χώρο των αναζητήσεων των λαών που βρίσκονται μέσα στο χώρο των παραδοσιακών θρησκειών της Αφρικής και της Ασίας. Η συνάντηση αυτή απαιτεί ουσιαστική μελέτη των θρησκευτικών συντεταγμένων των λαών αυτών προκειμένου να γίνει «ξεκαθάρισμα» εννοιών εκεί που υπάρχει ο κίνδυνος του συγκρητισμού. Οι απολογητές Πατέρες των πρώτων αιώνων γνώριζαν πολύ καλά π.χ. την έννοια που απέδιδε ο Πλάτων στην ψυχή προκειμένου να ομιλήσουν για την αθανασία της ψυχής δίδοντας έμφαση στα στοιχεία που διαφοροποιούν τις έννοιες.

Η πανσπερμία των απόψεων και η λιτότητα των εργαλείων
Μιλήσαμε πριν από λίγο για τις παραδοσιακές θρησκείες της Αφρικής και της Ασίας. Θα ήταν αφελές να προσπαθήσουμε να περιγράψουμε με κοινούς ορισμούς τις θρησκευτικές διαφοροποιήσεις που κρύβονται μέσα στο γεωγραφικό αυτό τόξο που χαράσσει έναν ορίζοντα απέραντο. Μέσα, όμως, στην πανσπερμία των απόψεων μπορούμε διακριτικά να προσδιορίσουμε κάποια λιτά εργαλεία που έχουν την ιδιότητα να αγγίζουν μεγάλο αριθμό θρησκευτικών συστημάτων και Ιδεολογιών.

Το στοιχείο του μαγικού ως εργαλείο ερεύνης
Ένα από τα εργαλεία ερεύνης είναι το στοιχείο του μαγικού. Φωλιάζει σ' όλες σχεδόν τις θρησκευτικές παραλλαγές. Παρ’ όλο που η εξωτερική του εμφάνιση έχει διαφορετικά τελετουργικά και πρακτικές, έχει, στη ρίζα του, το ίδιο πρόσωπο. Από τη φανερή μαγική αντίληψη του κόσμου που κρύβει η κάθε παραλλαγή των αφρικανικών θρησκειακών αντιλήψεων, μέχρι την αφηρημένη και φιλοσοφική προσέγγιση του βουδισμού κυριαρχεί το μαγικό στοιχείο. Ο βουδισμός μάλιστα, παρ' όλη την υπερβατική διαλογιστική του, το χρησιμοποιεί κατ’ εξοχήν όταν θελήσει να προσεγγίσει τις απαιτήσεις της θρησκευόμενης μάζας για μια θρησκεία που εξασφαλίζει στον πιστό πρακτικές παροχές και προφυλάσσει από το κακό και τις προσβολές του. Αν θέλαμε να προσδιορίζαμε το μαγικό, θα στεκόμασταν σε κάποια πρακτική που αφ' εαυτής εξασφαλίζει τον πιστό ή σε αντικείμενα που μόνα τους, λόγω μαγικής τελετουργικής φορτίσεως έχουν αυτονομία για να δίνουν προστασία και ευλογία. Από το μαγικό απουσιάζει σχεδόν η προσωπική επιθυμία και άσκηση καθώς και η συνάντηση η προσωπική με τον Θεό. Ακόμη και οι ποιo «υψηλές» μορφές θρησκευτικότητας, όπως ο διαλογισμός, η γιόγκα, η εμβάθυνση στο μάντρα, οδεύουν σταθερά στην αφαίρεση του προσώπου και στην εξαφάνιση στο πέλαγος μιας απρόσωπης εννοίας νιρβάνα.

Η σπουδαιότητα τον μαγικού ως εργαλείου αποφυγής συγκρητισμού
Η Ιεραποστολική πρακτική πρέπει να σταθεί κατηχητικά στο σημείο αυτό. Ο κατηχούμενος που προέρχεται από τις παραδοσιακές θρησκευτικές εμπειρίες κινδυνεύει άμεσα να εντάξει τα μυστήρια της Εκκλησίας, όπως και τα Ιερά σκεύη και αντικείμενα, στο γνωστό χώρο του μαγικού. Είναι πολύ πιο βολικό γι' αυτόν να έχει τη νέα θρησκεία που του εξασφαλίζει και ορατά φετίχ, τα οποία μπορεί να χρησιμοποιεί για κάθε περίπτωση. Όπου έγινε πρόχειρη η ανεπαρκής κατήχηση, στο σημείο αυτό ήταν φανερή η αποτυχία στη συγκρότηση πραγματικά ορθόδοξων κοινοτήτων. Η συχνή και παράλληλη προσφυγή στο μάγο και στον ιερέα δηλώνει του λόγου το αληθές. Κάθε φορά που ξεσπούν τάσεις διχασμού, χαρισματικών φαινομένων, προβλημάτων εκκλησιολογικής φύσεως και τυπολατρικού συγκρητισμού μπορεί ο νηφάλιος παρατηρητής να συλλάβει στο κέντρο του προβλήματος κάποια μορφή μαγικού στοιχείου που υποκρύπτεται επιμελώς.

Δυνατότητες θεραπείας
Οι ευθύνες για τη συγκατοίκηση του μαγικού στοιχείου με το χριστιανισμό δεν βαρύνουν τους κατηχούμενους και τους νεοφώτιστους. Εκείνοι έτσι μεγάλωσαν. Ήταν η αγωγή εξ απαλών ονύχων και έτσι εμαθήτευσαν παρά τους πόδας κάποιου «Γαμαλιήλ» της παραδόσεώς τους. Μια παλαιά πίστη μπορεί να την αλλάξεις. Και το πράγμα είναι σίγουρα πιο εύκολο αν ακούσεις τη φωνή της θείας χάριτος. Το δέσιμο όμως με μια παράδοση που έχει επεκτείνει τα πλοκάμια της σε κοινωνικές, πολιτιστικές, εθιμοτυπικές και διανθρώπινες σχέσεις δύσκολα το αποτάσσεις. Είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις τα ζιζάνια από τον καρπό. Αν αποβάλλοντας τα ζιζάνια, δηλαδή το μαγικό, απορρίψεις κοινωνικές συνθήκες και τρόπους διαβιώσεως, μπορεί να τραυματίσεις βαθύτατα το πρόσωπο ενός τόπου. Η μόνη θεραπευτική πρόσβαση είναι η βαθειά μελέτη των δεδομένων της υπό κατήχηση κοινωνίας και η μακροχρόνια παραμονή του ιεραποστολικά εργαζομένου στον τόπο της Ιεραποστολής με άσκηση και προσευχή. Ο φωτισμός του νου και το ζύμωμα με το περιβάλλον θα δώσει τις δυνατότητες για να διαπιστωθεί που κρύβεται το μαγικό και που όχι. Η μακροχρόνια φυσικά και συστηματική κατήχηση, χωρίς την αγωνία των αριθμών, θα διευκολύνει την όλη προσπάθεια.
Στώμεν, λοιπόν, καλώς και μετά φόβου ενώπιον της προσπάθειας του ευαγγελισμού των λαών. Η μαγική διάσταση έχει ζυμωθεί με τον πολιτισμό πολλών τριτοκοσμικών κοινωνιών. Αφορκισμοί, συνθήματα και συγκινητικές Ιεραποστολικές περιγραφές δεν προσεγγίζουν το πρόβλημα. Το φαινόμενο δεν μπορούμε να το παραβλέψουμε. Η απώθηση δεν δίνει λύσεις. Χρειάζεται ανατομία της μαγικής νοοτροπίας, αν δεν θέλουμε σε λίγα χρόνια οι κοινότητες των νεοφώτιστων να έχουν μεταφέρει μέσα στα πλαίσια της ορθόδοξης παραδόσεως τα χαρακτηριστικά ενός μαγικού χριστιανισμού.

† π.Κ.Σ.
Πηγή: Περιοδικό «ΣΥΝΑΞΗ». Τεύχος 67, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 1998. Τίτλος περιοδικού: Η μαγεία εντός των τειχών: στρεβλώσεις της εκκλησιαστικής συνείδησης.