Κυριακή 28 Δεκεμβρίου 2014

Η κατά σάρκα του Χριστού Οικονομία (Αγ. Γρηγόριος Παλαμάς) Συγγραφέας: kantonopou




Σχετικά με τη συγκαταβατική ενσάρκωση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και τα όσα προσφέρθηκαν εξαιτίας της σ’ αυτούς που τον εμπιστεύτηκαν αληθινά και σχετικά με την αιτία που ο Θεός, αν και μπορούσε να ελευθερώσει με ποικίλους άλλους τρόπους το ανθρώπινο γένος από την υποταγή στο διάβολο, προτίμησε να χρησιμοποιήσει αυτή τη συγκαταβατική τακτική.
Μπορούσε, οπωσδήποτε, ο προαιώνιος και απεριόριστος και παντοκράτορας Λόγος και παντοδύναμος Υιός του Θεού, και χωρίς ο ίδιος να περιβληθεί την ανθρώπινη φύση, να απαλλάξει τους ανθρώπους από την υποτέλεια στο θάνατο και την υποδούλωση στο διάβολο, γιατί όλα υπακούουν στις εντολές του και το καθετί εξαρτιέται από τη θεϊκή εξουσία του, όλα έχει τη δύναμη να τα ενεργεί και, σύμφωνα με τον Ιώβ, τίποτε δε βρίσκεται έξω από τις δυνατότητές του, άλλωστε, απέναντι στην απόλυτη υπεροχή του δημιουργού, η δύναμη αντίστασης των δημιουργημάτων χρεοκοπά, κανένα δεν είναι ισχυρότερο από τον Παντοκράτορα.
Όμως, αυτή η τακτική σωτηρίας, δηλαδή με την ενανθρώπηση του Λόγου του Θεού, ήταν η πιο προσαρμοσμένη στη δική μας φύση, την ανθρώπινη αδυναμία μας κι ακόμα ήταν η πιο αντάξια του Θεού που την εφάρμοζε μια και χαρακτηριζόταν από το στοιχείο της δικαιοσύνης, χωρίς το οποίο καμιά ενέργεια του Θεού δεν πραγματοποιείται. «Δίκαιος γαρ ο Θεός, και δικαιοσύνας ηγάπησε, και ουκ έστιν αδικία εν αυτω», όπως λέει κι ο ψαλμωδός Προφήτης.
Ο άνθρωπος εγκατέλειψε το Θεό πρώτος και, κατά συνέπεια, δίκαια εγκαταλείφθηκε από το Θεό, τότε κατέφυγε, με τη θέλησή του, στον αρχηγό της κακίας, που τον είχε παρασύρει με τις δόλιες αντίθεες συμβουλές του, δίκαια, πάλι, κατά συνέπεια, παραδόθηκε σ’ αυτόν, έτσι εισχώρησε στον κόσμο ο θάνατος, ως αποτέλεσμα του φθόνου του πονηρού και με την άδεια, τη δίκαιη, του αγαθού Θεού. Και ο θάνατος, εξαιτίας της υπερβάλλουσας κακότητας του αρχηγού της κακίας διπλασιάστηκε, κοντά σε κείνον που προσκολλήθηκε στην ανθρώπινη φύση, προστέθηκε κι ο άλλος που αυτός ο ίδιος ο διάβολος βίαια τον προξενεί.
Επειδή, λοιπόν, η υποταγή στο διάβολο και η παράδοση στο θάνατο επήλθε ως δίκαιη συνέπεια, έπρεπε και η επάνοδος του ανθρώπινου γένους στην ελευθερία και τη ζωή να συντελεστεί από το Θεό πάλι ως δίκαιη συνέπεια. Και δεν ήταν μόνο η παράδοση του ανθρώπου στο φθονερό εχθρό του, που πρόκυψε ως συνέπεια της θείας δικαιοσύνης, ήταν και το γεγονός ότι ο ίδιος ο διάβολος, που αποξενώθηκε από τη δικαιοσύνη του Θεού και επεδίωξε άδικα να εξουσιάζει και να μην υπακούει πουθενά και να καταπιέζει, βρισκόμενος σε διάσταση με τη δικαιοσύνη, χρησιμοποίησε τη δύναμή του ενάντια στον άνθρωπο.
Ο Θεός, λοιπόν, θεώρησε ότι προείχε να νικηθεί πρώτα ο διάβολος με τη δικαιοσύνη, με την οποία έχει ανοιχτή διαμάχη, και κατόπιν να νικηθεί με τη θεϊκή υπεροχή, δηλαδή με την ανάσταση και τη μέλλουσα κρίση. Γιατί αυτή είναι η σωστή σειρά, να προηγείται η δικαιοσύνη από τη δύναμη, αυτό αρμόζει αληθινά στη θεϊκή αγαθή διακυβέρνηση του κόσμου, όχι στην καταπιεστική επιβολή: να ακολουθεί η δύναμη, αφού πρώτα επιβληθεί η δικαιοσύνη.
Και, όπως ο διάβολος, ο παμπάλαιος φονιάς του ανθρώπου, ξεσηκώθηκε εναντίον μας από φθόνο και μίσος, έτσι κι ο ζωοδότης μπήκε στη μάχη με το μέρος μιας από άπειρη αγαθότητα κι αγάπη για τον άνθρωπο. Και όπως εκείνος, χωρίς να του έχει παρασχεθεί το δικαίωμα, έβαλε σκοπό του να καταστρέψει το πλάσμα του Θεού, έτσι κι ο πλάστης, έχοντας αντίθετα, κάθε δικαίωμα, αποφάσισε να σώσει το δημιούργημά του. Και όπως εκείνος πέτυχε με την αδικία και τη δολιότητα να καταγάγει νίκη και να γκρεμίσει τον άνθρωπο από το θεοδώρητο αξίωμά του, έτσι κι ο ελευθερωτής με δικαιοσύνη και σοφό σχέδιο επέφερε την πανωλεθρία του αρχηγού της κακίας και την ανακαίνιση του ανθρώπου.
Λοιπόν, ο Θεός απέφευγε να χρησιμοποιήσει, πράγμα που μπορούσε, τη δύναμη, ώσπου να προχωρήσει στην απόδοση της δικαιοσύνης, πράγμα που ήταν αναγκαίο. Έτσι άλλωστε φάνηκε ξεκάθαρα η δύναμη της δικαιοσύνης, αφού προτιμήθηκε ως τακτική από τον παντοδύναμο που κανένας δεν μπορεί να τον νικήσει. Απ’ αυτό μάλιστα θα ‘πρεπε και οι άνθρωποι να παραδειγματιστούν, ώστε να ζουν με δικαιοσύνη την επίγεια ζωή τους, ώστε στην αιώνια ζωή της αθανασίας ν’ αναλάβουν τη δύναμη και να μη τη χάσουν ποτέ.
Κι ακόμα έπρεπε ο διάβολος που τότε νίκησε τον άνθρωπο, να νικηθεί από τη νικημένη ανθρώπινη φύση και να κατατροπωθεί αυτός που με τόση πανουργία παγίδευσε τον άνθρωπο. Γι’ αυτό το σκοπό χρειαζόταν απαραίτητα να υπάρξει ένας άνθρωπος αναμάρτητος. Όμως κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο. «Ουδείς γαρ, λέει η Γραφή, αναμάρτητος, ουδ’ αν μία ημέρα η ζωή αυτού» και «τις καυχήσεται αγνήν έχειν την καρδίαν;»
Μονάχα ο Θεός, κανένας άλλος, δεν μπορεί να είναι αναμάρτητος. Γι’ αυτό ακριβώς ο Θεός Λόγος, ο γεννημένος από το Θεό ευθύς απ’ την αρχή της ύπαρξής του, και πάντοτε ενωμένος μ’ Αυτόν (δεν είναι δυνατό να υπάρξει η να εννοηθεί ποτέ Θεός στερημένος λόγου) και ουδέποτε διαχωρισμένος απ’ Αυτόν, ο ένας υπαρκτός Θεός (το αντιφέγγισμα του ήλιου δεν είναι άλλον φως διαφορετικό απ’ τον ήλιο και οι ηλιακές ακτίνες δεν είναι άλλοι ήλιοι), γι αυτό, λοιπόν, ο μόνος αναμάρτητος Υιός και Λόγος του Θεού καθίσταται γιος ανθρώπου, χωρίς βέβαια, να αλλάζει τίποτε ως προς τη θεότητά του, μένοντας, όμως, ακηλίδωτος ως προς την ανθρώπινή του ιδιότητα.
«Ος, όπως προφήτευσε ο Ησαϊας, αμαρτίαν ουκ εποίησεν, ουδέ ευρέθη δόλος εν τω στόματί αυτού». Και όχι μόνο αυτό, αλλά και κείνος που δε «συνελήφθη εν ανομίαις» και δεν «εκυήθη εν αμαρτίαις» καθώς διαπιστώνει, μιλώντας για τον εαυτό του, ή μάλλον για ολόκληρο το γένος των ανθρώπων, ο Δαβίδ στους Ψαλμούς. Γιατί η επανάσταση της σάρκας έχει ως αυτόματη συνέπεια την καταδίκη που είναι και λέγεται φθορά.
Αυτή η επανάσταση αν και δε γίνεται με τη θέληση του ανθρώπου, αν και φανερά βρίσκεται σε αντίθεση με τους νόμους της νόησης και παρά το γεγονός ότι τιθασεύεται από τους ενάρετους και προσανατολίζεται μόνο προς τον τομέα δημιουργίας παιδιών, έτσι ή αλλιώς σπρώχνει τον άνθρωπο προς τη φθορά και δεν είναι παρά έφεση για ικανοποίηση των παθών αυτού που δε συνειδητοποίησε την τιμή που αξιώθηκε η φύση μας από το Θεό, αλλά εξομοιώθηκε με τα κτήνη.
Γι αυτό και δε γεννήθηκε, απλώς Θεός ανάμεσα στους ανθρώπους, αλλά και από Παρθένο επίλεκτη και απαλλαγμένη από βρώμικους σαρκικούς λογισμούς, σύμφωνα με τους προφήτες, γεννήθηκε από Παρθένο στη μήτρα της οποίας επέφερε τη σύλληψη όχι κάποια σαρκική όρεξη, αλλ’ ο ερχομός του Αγίου Πνεύματος. Αυτό που συνέβηκε ήταν η υποδοχή και η αποδοχή του ουράνιου χαρμόσυνου μηνύματος, όχι υπόκυψη και δοκιμή στη γεμάτη πάθος σαρκική επιθυμία.
Μακριά από κάθε τέτοια εμπειρία, η σύλληψη έγινε μέσα στην πνευματική ευφροσύνη και την επικοινωνία με το Θεό. «Ιδού γαρ η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου», απάντησε η άσπιλη Παρθένος στον άγγελο που της έφερε το μήνυμα της χαράς, συνέλαβε και γέννησε. Προκειμένου έτσι ο νικητής του διαβόλου, όντας άνθρωπος – θεάνθρωπος να κατάγεται, βέβαια, από το ανθρώπινο γένος, να μη μετέχει όμως στην κληρονομούμενη αμαρτία. Αυτός μόνος απ’ όλους τους ανθρώπους να συλληφθεί χωρίς να συντρέχει το γεγονός της παρακοής, μόνος αυτός να μπει στη μήτρα της μητέρας του χωρίς να μεσολαβήσει η εμπαθής ηδονή της σάρκας και οι βρώμικες επιθυμίες που χαρακτηρίζουν τη μιασμένη από την παρακοή ανθρώπινη φύση.
Προκειμένου έτσι ο Χριστός να υπάρξει τέλεια απαλλαγμένος από κάθε μόλυνση που μεταδίδεται στους απογόνους, με αποτέλεσμα να μην έχει καμιά ανάγκη κάθαρσης ο ίδιος, και να δέχεται τα πάντα με σοφία για χάρη μας. Και έτσι να γίνει ο ολοκληρωτικά νέος Άνθρωπος και να παραμείνει νέος πραγματικά κι αταλάντευτα, χωρίς καθόλου να παλιώνει πάλι, και να ανοικοδομήσει, προσφερόμενος ο ίδιος ως θεμέλιο και ως όργανο, τον παλιό Άνθρωπο και να τον διατηρήσει πάντα νέο, μια και μπορεί να διώξει μακριά κάθε στοιχείο παλιό και φθαρμένο.
Γιατί και κείνος, ο πρώτος Άνθρωπος δημιουργήθηκε καταρχήν πεντακάθαρος και ήταν νέος ωσότου με τη θέλησή του ακολούθησε το διάβολο και εκτράπηκε στις σαρκικές ηδονές και ξέπεσε μες το βούρκο της αμαρτίας με αποτέλεσμα να παλιωθεί και να κατρακυλήσει στην παραφθορά της φυσικής του κατάστασης.
Γι’ αυτό ο Κυβερνήτης του κόσμου δεν ανακαινίζει τον άνθρωπο, παράδοξα, μόνο με κάποια εξωτερική ενέργεια του, αλλά τον προσλαμβάνει και τον αγκαλιάζει. Και δεν ανορθώνει μόνο και ξαναστεριώνει την ανθρώπινη φύση, αλλά και την περιβάλλεται με τρόπο απερίγραπτο και ενώνεται και ταυτίζεται μαζί της, και γεννιέται συγχρόνως Θεός και άνθρωπος από γυναίκα βέβαια, ώστε να πάρει πίσω της φύση του που ο ίδιος έπλασε κι ο πονηρός με τη συμβουλή του τού έκλεψε, παρθένο όμως, για να καταστήσει τον άνθρωπο νέο, γιατί αν γεννιόταν με σπέρμα ανδρός, θα έφερνε την κληρονομιά της αμαρτίας και δε θα ήταν καινούριος άνθρωπος, δε θα ήταν ο αρχηγός και χορηγός της ζωής εκείνης που ποτέ δεν παλιώνει, δε θα κατάφερνε, αν άνηκε στην παλιά ξεπεσμένη κατάσταση, να προσλάβει ολόκληρη τη διαφανή θεότητα και να καταστήσει τη σάρκα ανεξάντλητη πηγή αγιασμού τόσο, ώστε να ξεπλύνει και να καθαρίσει πλέρια το μολυσμό των προπατόρων και να επαρκέσει για τον εξαγιασμό και όλων των επιγόνων. Γι’ αυτό ακριβώς, ούτε άγγελος, ούτε άνθρωπος, αλλά αυτός ο ίδιος ο Κύριος, νικημένος από την αγάπη του για μας, θέλησε να μας σώσει και να μας αναπλάσει, με το να γεννηθεί τέλειος άνθρωπος όπως και μεις, μένοντας όμως συγχρόνως αναλλοίωτα Θεός.
(Πηγή: Χ.Φ.Ε.)  : alopsis

Δευτέρα 15 Δεκεμβρίου 2014

Σχόλια στην παπαδιαμαντικὴ λογοτεχνία των Χριστουγέννων


11123

Η εκκλησία ως καταφύγιο και σκέπη και θαλπωρή
1. Εισαγωγικό
Καθώς προσεγγίζουμε την παπαδιαμαντική λογοτεχνία των Χριστουγέννων, έχουμε ολοένα και περισσότερο την αίσθηση πως εκείνο που διαπερνά τη θεματική της είναι η μεταμέλεια και η μεταστροφή των ανθρώπων και η συνακόλουθη σωτηρία. Η είσοδος στον τόπο του φωτός. Η ανάδειξη της Εκκλησίας ως καταφυγίου και σκέπης και ανάπαυσης όλων των ναυαγισμένων και σπαρασσομένων από τα δεινά και τα πάθη του βίου ανθρώπων. Ο Παπαδιαμάντης προσεγγίζει τρυφερά και απαλά και με αγάπη, τις ημέρες των Χριστουγέννων, έναν σπαρασσόμενο κόσμο, που διαπερνά τα αφηγηματικά του τοπία. Είναι όλος εκείνος ο κόσμος της δοκιμασίας και των παθών, ο κόσμος της ξενιτείας αλλά και της πενίας και της πείνας και της ορφάνιας. Είναι ο κόσμος της καθημερινής στέρησης και της περιπέτειας και της δυσκολίας. Οι χαροκαμένες μητέρες. Τα ορφανά. Οι γριές που θητεύουν πενθοφορούσες μέσα στον κόσμον και μεγαλώνουν καρτερικώς τα εγγόνια τους. Ο πληθυσμός των χαροκαμένων γυναικών. Οι θαλασσοδαρμένοι. Οι ξενιτεμένοι αδελφοί μας. Οι ναυαγισμένοι του κόσμου τούτου. Οι ασωτεύοντες και καταστρέφοντες τον βίον.
Εξαίφνης, μέσα από όλο αυτό το πλήθος των οδυνωμένων και σπαρασσομένων από την κοινωνική αδικία και τη στέρηση ανθρώπων, μέσα από τα πάθη και τους καημούς του κόσμου τούτου, μέσα από τον τόπο της ενήδονης και κατασπαραγμένης και διαλυμένης ζωής μας, αναδεικνύει και προβάλλει και αποκαλύπτει ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης τη μοναδική δυνατότητα απόδρασης και διαφυγής και σωτηρίας και λύτρωσης όλων ημών, που είναι ο  Χριστός. Γιατί ο Χριστός είναι, κατά τον εκκλησιαστικό λόγο, πέραν των άλλων «η ελπίς πάντων των περάτων της γης και των εν θαλάσση μακράν.» Η χαρά πάντων ημών. Το τελευταίο μας καταφύγιο. Η σκέπη και η προστασία μας. Η πρώτη και υστερνή μας αγάπη.
Του Νίκου Ορφανίδη

Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2014

Ιωάννης Ε. Θεοδωρόπουλος - Καθηγητής Παιδαγωγικής Η ζωή της ησυχίας στο πέλαγος της θείας Χάριτος



[Προηγούμενη δημοσίευση: http://www.pemptousia.gr/?p=83590]
Η ασκημένη ύπαρξη του ασκητή-φορέα αυτής της επιθυμητότητας παραμένει αλώβητη από πάθη και αγωνία φόβο θανάτου. Από το ανεξιχνίαστο βάθος της αναβλύζει κάλλος ιλαρό, πυρακτωμένο από την «άκρα ταπείνωση» του Χριστού. Ο ησυχαστής φιλιώθηκε τόσο πολύ με το μυστήριο, που το τελευταίο του αποκαλύφθηκε και τον έντυσε με κάλλος. Έγινε όλος κάλλος, αλλά τι κάλλος; Τι είναι αυτό που ακτινοβολεί; Είναι η απεραντοσύνη της αθανασίας, που σε γεμίζει κι εσένα ελευθερία. Η κτιστότητα έχει υποχωρήσει έναντι της λαμπρότητας του μακαρίου κάλλους. «Των μεν ουν αγίων η θεοειδής του Πνεύματος εικών από του νυν ένδον ώσπερ εντυπωθείσα και το σώμα θεοειδές έξω και ουράνιον απεργάζεται» λέγει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής (Πόποβιτς 1992, 168). Από τούδε  φέρει επάνω του ο ησυχαστής αυτό που ο  ίδιος άγιος ονομάζει «καλλονή λαμπρότητος και ωραιότητος ουρανίου» (ό.π.α.).Μια νέα πραγματικότητα καταυγάζει, αφού ισχύει αυτό που ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος τονίζει για τη γνώση:«τα αρχαία παρήλθε, γέγονε καινά τα πάντα»(ό.π.α.,193). Κυριαρχεί η  «Θεία Ειρήνη»,οι αντιφάσεις του χρόνου και του χώρου δεν είναι θανατηφόρες(ό.π.α.).
HSYX8XARH2
Ο ησυχαστής δεν είναι ούτε ένα  εμπερίστατο ον, ούτε υπεράνθρωπος. Αλλά ούτε και προβάλλει έναν κοινό πρότυπο βίου για όλους τους θνητούς.  Αυτό που αδιαφιλονίκητα προβάλλει είναι οι δυνατότητες του ανθρώπου όχι να έχει οράματα (πολύ της μόδας ήταν πάντα η έννοια αυτή), αλλά να διαθέτει τη σωματικότητά του στην υπηρεσία του ακτίστου κάλλους! Ενός κάλλους που δεν το δημιουργεί η φύση, αφού είναι ανίκανη να το φτιάξει, ενδημεί όμως σε όλη την κτίση ως ποίημα Θεού. Δεν το φτιάχνει η επαγγελματίας αισθητικός, ούτε και ο ευρηματικός καλλιτέχνης. Είναι κάλλος που κρατάει τον άνθρωπο στην αντίπερα της επαληθευσιμότητας και της θέλησης για δύναμη όχθης, στη χώρα της μη αναγωγιμότητας. Εκεί, στη χώρα του έρωτα, υπέρ κάθε έρωτα, της επιθυμητότητας υπέρ πάσαν επιθυμία, πρωταρχικό ρόλο δεν έχει η κάθε μία αίσθηση ξεχωριστά, αλλά η σύνολη σωματικότητα. Και γι’ αυτό εξάλλου ο ασκητής ακούει με τα μάτια και βλέπει με τα αυτιά, οσφρύζεται το γλυκύ και γεύεται την ευωδία. Και για να μην ξεχνάμε την ποίηση του Ελύτη: «άκου, άκου ομορφιά»(Ελεγείο τουGruningen).
Εάν ορισμένοι ησυχαστές έχουν τη Χάρη κρυφή, δεν είναι δική τους επιλογή, δεν είναι μοναδικοί, ούτε εξάλλου οι ίδιοι πιστεύουν κάτι τέτοιο για τον εαυτό τους. Ούτε είναι δική τους επιλογή να δείχνουν τη Χάρη. Ο καθένας όμως από εμάς είναι συνόμιλος τους και έχει το μερίδιο συναιτιότητας- σε ένα αποτέλεσμα «χωρίς» αίτιο!- που του αναλογεί: οφείλει να αναλάβει αυτό το μερίδιο από τη ζωή του ησυχαστή και να συν-αλλοιωθεί μαζί του κατανοώντας το μέχρις ενός σημείου, όχι γνωρίζοντάς το. Το κάλλος αυτό δεν  είναι ένα αντι-κείμενο, ούτε ένα θέαμα προς απόλαυση, αλλά  μια κατάσταση, που σε κάνει να μεταστοιχειώνεις τις  επιθυμίες σε δοξολογία. Διαδικασία ασφαλώς επισφαλής, αφού δεν υπάρχει εδώ μέθοδος προσέγγισης. Αν υπήρχε κάποια, σίγουρα θα τις ακρωτηρίαζε. Υπάρχει όμως η αλλοιωμένη οντότητα του ησυχαστή που σε συν-αναλλοιώνει και δεν βλέπεις απλώς κάποιο «ατεμάχιστο» κάλλος, αλλά μετέχεις σε αυτό ανακτώντας κάτι από την ανακτημένη, μέχρι αφέλειας, παιδικότητά του και μεταλλάσσεις  τότε με τη σειρά σου τον εαυτό σου. Γίνεσαι όλος επιθυμία, γιατί δεν έχεις καμία, γίνεσαι ολάκαιρος μακάριο κάλλος
Πολλοί, ενδεχομένως, διαβάζοντας το βιβλίο του π. Εφραίμ ίσως σκανδαλισθούν, θεωρώντας ότι ο γέροντας Ιωσήφ ήταν, ως θιασώτης εξοντωτικής άσκησης, σωματοκτόνος. Ίσως οι πιο θεωρητικοί θα πουν  ότι διακατεχόταν από την πλατωνική ή την πλωτινική, και την εν γένει αρχαιοελληνική, αντίληψη, την απαξιωτική για το σώμα. Ο Γέροντας Ιωσήφ, όμως, ήταν σύμφωνα με την πατερική παράδοση, όπως π.χ. εκφράζεται από τον άγιο Μάξιμο, έμψυχο σώμα και ένσωμη ψυχή, ήτοι ένας, τη ευδοκία του Θεού, ψυχοσωματικός άνθρωπος, που αγιάζει όντας ουσιωμένος από το Θεό. Φέρει επάνω στο σώμα του τον άκτιστο προαιώνιο λόγο του Θεού. Στον πυρήνα του σώματός του έχει ψήγματα θείας λογικότητας. Συνεπώς, είναι προπτωτικός ως προς τη φύση του, όχι όμως σε σχέση με ένα  χαμένο παρελθόν, αλλά ως μέτοχος των Εσχάτων. Είναι ένα όλος. Η σχέση σώματος και ψυχής είναι άρρηκτη οντολογική σχέση,  όπου «ουκ έστιν ουν όλως σώμα δυνατόν ή ψυχήν ευρείν ή λέγειν άσχετον»(ό.π.α., 168).
Το άκτιστο-μακάριο κάλλος του ησυχαστή αντλείται από τη Χάρη και καταφάσκει στην σωματικότητά του. Το σώμα του ασκητή δεν τιμωρείται, ακόμα και όταν ο ίδιος αυτομαστιγώνεται. Δεν πρόκειται για συναίσθηση ενοχών. Η αστοχία του όλου  Είναι του είναι που τον θλίβει και η συνείδησή του τον ελέγχει, καθώς διαπιστώνει αυτή την αστοχία. Δεν πρόκειται για επιβολή προκαθορισμένων ποινών επί τελεσμένων αμαρτημάτων. Το σώμα του, περιέχον θείας βουλής, δεν είναι χημικές ουσίες, αλλά θεουργημένο με τη θεία λαμπρότητα, με την, κατά τον ανωτέρω άγιο, «θείαν της μακαρίας δόξης λαμπρότητα, μεθ‘ ήν ουκ έστι τι επινοήσαι λαμπρότερον ή υψηλότερον»(ό.π.α.,170).
Εξ αυτού του λόγου είναι σώμα ταγμένο να διατηρεί το θείο άκτιστο-μακάριο-αθάνατο κάλλος. Αυτό το πετυχαίνει λογικοποιημένο (ό.π.α.,172 κ.εξ.), ήτοι αγιασμένο, θεωμένο με τη Χάρη, ικανό για αθανασία, συνεπώς πανωραίο. Το σώμα λαμβάνει το άκτιστο κάλλος, επειδή και αυτό πάσχει μαζί με τις αισθήσεις τα «μακάρια θεία πάθη»(άγιος Νικόδημος)(ό.π.α.329). Ο ησυχαστής είναι ένας εξαιρετικά λογικός άνθρωπος. Έχει τα ένστικτά του ως άνθρωπος, έχει τις ανάγκες της φύσης του, αλλά δεν τις αφήνει ανεξέλεγκτες. Βάζει θεληματικά μπροστά τη  λογική του, με αυτή λέει όχι στο παράλογο, με τον ιδρώτα της άσκησής του και τη λογική του χαλιναγωγεί τα πάθη του. Διαπιστώνει τις εσωτερικές του αντιφάσεις και  τις αστοχίες που του στερούν τη Χάρη. Δεν ανέχεται ένα αντιφατικό σώμα, πασχίζει να το διατηρήσει ενωμένο με το μακάριο κάλλος.
Ουδεμία σχέση έχει αυτή η στάση με μαζοχισμούς. Απόγνωση νοιώθει, που λοξεύει το εν κοινωνία γίγνεσθαι προς τα έσχατα, απόγνωση επειδή υπονομεύεται η ακτιστοποίησή του(ό.π.α.). «Ο  Θεός Λόγος φωτίζει το σώμα, ενώ το σύγχρονο αφώτιστο σώμα παραπαίει μέσα στο σκοτεινό ναρκισσισμό του»(ό.π.α.,182). Το σώμα και η ψυχή του ησυχαστή είναι ταγμένα να διατηρούν το μακάριο κάλλος, να το εκπέμπουν και να το πολλαπλασιάζουν. Παράδειγμα συνιστά ο π. Πορφύριος (δες: αρχ.Γοντικάκης ό.π.α., 2005).

Δευτέρα 8 Δεκεμβρίου 2014

Η ΘΗΡΙΟΜΑΧΙΑ ΠΡΙΝ...ΤΗΝ ΘΗΡΙΟΜΑΧΙΑ Περί τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου

Πορεία μελλοθανάτου ἦτο ἡ πορεία τοῦ γέροντος ἐπισκόπου (Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου) τῆς Ἀντιοχείας. Πορεία πού ἐκράτησε δέκα περίπου μῆνας. Ποῖοι θά συνώδευαν τόν Ἰγνάτιον εἰς τήν Ρώμην; Οἱ φρουροί του, οἱ ρωμαῖοι στρατιῶται. Καί ἕνας στρατιώτης ἦτο ἀρκετός διά τόν Ἰγνάτιον. Καί μόνον του ἐάν τόν ἄφηναν καί χωρίς τά δεσμά, θά ἐβάδιζε χαίρων πρός τήν Ρώμην, διά νά μαρτυρήση εἰς τό ἀμφιθέατρον. Τόν ἐτραβοῦσε πρός τήν κοσμοκράτειρα ἡ ἀκατανίκητος ἕλξις τοῦ μαρτυρίου, ὅπως ἑλκύει κάθε πρωταθλητήν ὁ στίβος. Οἱ εἰδωλολάτραι ὅμως ἐφοβοῦντο καί διά μεγαλυτέραν ἀσφάλειαν, ἀνέθεσαν τήν φρούρησιν τοῦ καταδίκου εἰς δέκα στρατιώτας. Τίς οἶδε, τί διαταγάς ἔλαβαν ἀπό τόν ἡγεμόνα τῆς Ἀντιοχείας οἱ φρουροί τοῦ Ἰγνατίου! Τί ἄνθρωποι νά ἦσαν οἱ στρατιῶται; Σπλαγχνικοί, πονόψυχοι ἤ ἄσπλαγχνοι, τραχεῖς καί σκληροί; Καί μόνον ἡ θέα ἑνός μελλοθανάτου μαλάσσει τήν καρδιά, πού δέν ἐσκληρύνθη πέρα ὡς πέρα, πού δέν ἔγινε πέτρινη. Ἡ ἰδική των καρδιά ποτέ δέν ἐλύγισε. Ἕνας λόγος συμπαθείας δέν ἐβγῆκε ἀπό τά χείλη των διά τόν Ἰγνάτιον. Τό βλέμμα των ποτέ δέν ἔπεσεν ἥμερον, γλυκύ καί ἱλαρόν εἰς τό πρόσωπον τοῦ ἁγίου ἐπισκόπου. Καί οἱ δέκα ἦσαν ἐγκληματικαί φύσεις, ἄνθρωποι ζυμωμένοι μέ τό αἷμα. Ἐάν εἶχαν τό δικαίωμα, θά ἐκτελοῦσαν τόν Ἰγνάτιον, μόλις ἐβγῆκεν ἀπό τήν Ἀντιόχειαν, διά νά ἀπαλλαγοῦν ἀπό τήν ταλαιπωρίαν τοῦ μακροῦ ταξειδίου. Τώρα πού ἦσαν ὑποχρεωμένοι νά τόν συνοδεύσουν, ἐπῆραν τήν ἀπόφασιν νά τόν βασανίσουν κάθε στιγμή καί ὥρα. Πῶς παίζει ἡ τίγρις μέ τό θήραμά της; Ἔτσι ἐδοκίμαζαν ἱκανοποίησιν καί οἱ στρατιῶται νά ταλαιπωροῦν τόν Ἰγνάτιον. Ἔπειτα αὐτός ἦτο ὁ ἀρνητής τῶν θεῶν των, ὁ περιφρονητής τοῦ Καίσαρος, ὁ καταδικασμένος νά ξεσχισθῆ ἀπό τά θηρία. Διατί νά τόν λυπηθοῦν αὐτοί τώρα; Ἀς φανοῦν φοβερώτεροι ἀπό τά θηρία τοῦ Κολοσσαίου.

Μήπως οἱ στρατιῶται δέν εἶχαν ἀφορμάς νά συμπαθήσουν τόν Ἰγνάτιον καί νά ἐλαφρώσουν κάπως τά δεινά του μέ μίαν ἀνθρωπίνην τέλος πάντων συμπεριφοράν; Εἶχαν ἐνώπιόν των ἕνα ἀπό τούς μεγαλυτέρους ἁγίους. Τό πρόσωπόν του ἀκτινοβολοῦσε ἀπό ἁγιότητα καί καλωσύνην. Μεγάλη δύναμις ἡ ἁγιότης. Ὡρισμένοι ἅγιοι, πού ἔζησαν εἰς τάς ἐρήμους, μέ τήν ἀγιότητά των ἐτιθάσσευσαν καί ἡμέρεψαν καί τά θηρία ἀκόμη, τούς λέοντας καί τάς τίγρεις. Ἔπειτα ὁ Ἰγνάτιος καί δέσμιος πού ἦτο, εὐεργετοῦσε τούς στρατιώτας. Τούς ἔδιδε φαίνεται συχνά τρόφιμα καί ἄλλα εἴδη, ἀπό αὐτά πού τοῦ πρόσφεραν οἱ Χριστιανοί εἰς τάς πόλεις πού ἐστάθμευε. Ὅλα ὅμως εἰς μάτην. Ἀνήμερα θηρία οἱ δέκα στρατιῶται. Μέ κάθε νέαν εὐεργεσίαν ἐγίνοντο χειρότεροι. Δέν ὑπερβάλλομεν τά πράγματα. Δέν υἱοθετοῦμεν τίποτε τό φανταστικόν διά τήν συμπεριφοράν τῶν στρατιωτῶν πρός τόν Ἰγνάτιον. ‘Ας ἀκούσωμεν τόν ἴδιον τόν μάρτυρα πῶς ὁμιλεῖ διά τούς συνοδούς του: «’Από Συρίας μέχρι Ρώμης θηριομαχῶ διά γῆς καί θαλάσσης, νυκτός καί ἡμέρας δεδεμένος δέκα λεοπαρδάλοις, ὅ ἐστι στρατιωτικόν τάγμα, οἵ καί εὐεγετούμενοι, χείρους γίνονται, ἐν δέ τοῖς ἀδικήμασιν αὐτῶν μᾶλλον μαθητεύομαι, ἀλλ’ οὐ παρά τοῦτο δεδικαίωμαι». Διά νά θηριομαχήση εἰς τήν Ρώμην κατεδικάσθη ὀ Ἰγνάτιος. Μέσα εἰς τό κολοσσαῖον θά ἀνεδεικνύετο ὁ μεγάλος πρωταθλητής τῆς πίστεως εἰς τόν Χριστόν.

Καί νά τώρα, εἶναι ὑποχρεωμένος νά θηριομαχῆ καθημερινῶς μέ τά ἀνθρωπόμορφα θηρία, τούς δέκα φρουρούς του, μέ τάς δέκα λεοπαρδάλεις. Τούς εὐεργετεῖ καί ἀγριεύουν περισσότερον. Σπείρει ἀγάπην εἰς τήν καρδιά των καί θερίζει μῖσος, ἐκδίκησιν, κακίαν, ἐγκληματικότητα. Δέν κουράζεται ἐκεῖνος νά εὐεργετῆ. Δέν κουράζονται αὐτοί νά χύνουν ὅλον τό δηλητήριον τῆς κακούργου ψυχῆς των. Τί ἀσύλληπτα δεινά διά τόν Ἰγνάτιον κρύπτονται κάτω ἀπό τήν φράσιν, «ἀπό Συρίας μέχρι Ρώμης θηριομαχῶ διά γῆς καί θαλάσσης, νυκτός καί ἡμέρας δεδεμένος δέκα λεοπαρδάλοις»! Τήν ὥραν πού ἦτο κατάκοπος καί ἐξηντλημένος ἀπό τήν πορείαν ὁ γέρων δεσμώτης καί ἐζητοῦσε νά ἀναπαυθῆ, αὐτοί τόν ἐπίεζαν νά συνεχίση τήν πορείαν. Πόσα κτυπήματα ἐδέχθη ὁ Ἰγνάτιος ἀπό τούς συνοδούς, πόσας χυδαίας ὕβρεις ἤκουσε, ποίας ἀθλιότητας τῆς διαγωγῆς των ἀντίκρυσε, εἰς ποίας στερήσεις καί ἀγρυπνίας ὑπεβλήθη! Πόσες φορές θά ἔπεσεν εἰς τόν δρόμον, διότι παρέλυσαν ἀπό τήν πορείαν τά τρεμάμενα γεροντικά του γόνατα καί θά ἐσύρετο βίαια ἀπό τάς δέκα λεοπαρδάλεις. Καί ὅλα αὐτά νά παρατείνωνται ὄχι μίαν καί δύο ἑβδομάδες, ἀλλά δέκα μῆνες!

Μάχην μέ τά θηρία ἔδιδεν ὁ Ἰγνάτιος. Καί ποῖον τό ὅπλον του εἰς τήν μάχην αὐτήν; Ἡ ἀγάπη καί ἡ ὑπομονή. Ἡ εὐεργεσία καί ἡ χριστιανική, ἡ ἁγία συμπεριφορά. Γογγυσμός, διαμαρτυρία, λόγος παραπόνου δέν ἐβγῆκεν ἀπό τά χείλη τοῦ Ἰγνατίου: «’Εν δέ τοῖς ἀδικήμασι αὐτῶν μᾶλλον μαθητεύομαι», γράφει πρός Ρωμαίους. Ἐμαθήτευεν εἰς τήν ὑπομονήν, ὅταν οἱ συνοδοί του τόν ἐταλαιπωροῦσαν. Ἀλήθεια, τί ὑπέροχον ἠθικόν μεγαλεῖον φανερώνει ἡ στάσις αὐτή τοῦ μελλοθανάτου ἐπισκόπου! Ὅ,τι καί νά ὑποφέρη ὁ Χριστιανός, ὅσην καταδρομήν καί ἄν ὑφίσταται ἀπό τούς ἄλλους, ὅσας προσβολάς καί ὕβρεις καί διωγμούς καί ἄν ἀντιμετωπίζη, ποτέ δέν πρέπει νά ἀνταποδίδη τά ἴδια, ἀλλά νά ὑπομένη καί νά μαθητεύη «ἐν τοῖς ἀδικήμασιν αὐτῶν». Αὐτό εἶναι τό μεγάλο σύνθημα, πού μᾶς δίδει μέ τά «θεοπρεπῆ δεσμά» εἰς χέρια του ὁ Ἰγνάτιος.

Ἔπειτα ὁ ἀθλητής τοῦ Κυρίου εἶχε νά παλαίση καί μέ τά στοιχεῖα τῆς φύσεως, μέ τόν ἀφόρητον καύσωνα τοῦ θέρους καί μέ τό δριμύτατον ψῦχος τοῦ χειμῶνος. Διότι συνελήφθη τό 107 μ.Χ., ἀλλ’ εἰς τήν Ρώμην ἔφθασε μετά 10 μῆνας. Ἡ πορεία του ἑπομένως ἦτο θερινή καί χειμερινή. Πότε εὑρίσκετο εἰς ἐκτεταμένας πεδιάδας καί πότε εἰς ὑψηλά, ἀπότομα καί χιονισμένα βουνά. Τί τεράστιον ἀπόθεμα πίστεως εἶχε, γιά νά χαλυβδώνη καθημερινῶς τήν θέλησίν του καί νά ἀντιμετωπίζη τήν θηριωδίαν τῶν ἀνθρώπων καί τάς φοβεράς δυσκολίας, πού δημιουργοῦν εἰς τήν πορείαν αἱ ἀντιθέσεις, χειμῶνος καί θέρους, ψύχους καί καύσωνος.

http://kirykos.livejournal.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια: Σύνδεσμοι σε αυτήν την ανά

ΤΟΥ ΔΕΙΠΝΟΥ ΣΟΥ ΤΟΥ ΜΥΣΤΙΚΟΥ...

 
 
 
 

 

Όραμα Αγ. Ιωάννη της Κροστάνδης


Ο Άγιος Ιωάννης της Κροστάνδης (1829-1908), από τη Ρωσία, διηγείται αυτό το όραμα που είχε τον Ιανουάριο του 1901





Μετά τις βραδινές προσευχές, ξάπλωσα λίγο να ξεκουραστώ στο αμυδρά φωτισμένο κελί μου, καθώς ήμουν κουρασμένος. Μπροστά από την εικόνα της Μητέρας του Θεού βρισκόταν κρεμασμένη η λαμπάδα μου. Δεν είχε περάσει πάνω από μισή ώρα, όταν άκουσα ένα θρόισμα. Κάποιος ακούμπησε τον αριστερό μου ώμο και με τρυφερή φωνή μου είπε: «σήκω δούλε του Θεού Ιωάννη, και ακολούθησε το θέλημα του Θεού!»

Σηκώθηκα και είδα κοντά στο παράθυρο έναν ένδοξο στάρετς (γέροντα) με ψαρά μαλλιά, φορώντας ένα μαύρο μανδύα, και κρατώντας μια ράβδο στο χέρι του. Με κοιτούσε τρυφερά και κρατιόμουν με δυσκολία να μην πέσω εξαιτίας του μεγάλου φόβου μου. Τα χέρια και τα πόδια μου έτρεμαν, ήθελα να μιλήσω, άλλα η γλώσσα μου δεν με υπάκουε. Ο γέροντας έκανε το σημείο του σταυρού σε μένα και σύντομα γέμισα με γαλήνη και χαρά. Έπειτα, έκανα το σταυρό μου κι ο ίδιος. Στη συνέχεια, έδειξε με τη ράβδο του προς το δυτικό τοίχο του κελιού μου, έτσι ώστε να παρατηρήσω ένα συγκεκριμένο σημείο. Ο γέροντας είχε χαράξει στον τοίχο τους ακόλουθους αριθμούς:1913, 1914, 1917, 1922, 1924 και 1934. Ξαφνικά ο τοίχος εξαφανίστηκε και περπατούσα με το γέροντα σε ένα πράσινο λιβάδι και είδα πλήθος από χιλιάδες σταυρούς σαν σημάδια τάφων. Ήταν ξύλινοι, πήλινοι ή χρυσοί. Ρώτησα τον γέροντα, για πιο λόγο υπήρχαν αυτοί οι σταυροί. Μου απάντησε γαλήνια, ότι οι σταυροί αυτοί υπάρχουν γι΄ αυτούς που υπέφεραν και δολοφονήθηκαν για την πίστη τους στο Χριστό και για τον Λόγο του Θεού, και έγιναν μάρτυρες. Και έτσι συνεχίσαμε να περπατάμε. Ξαφνικά είδα ένα ολόκληρο ποτάμι από αίμα και ρώτησα τον γέροντα, ποια είναι η σημασία αυτού του αίματος και πόσο είχε χυθεί. Ο γέροντας κοίταξε γύρω και απάντησε: «Αυτό είναι το αίμα των αληθινών Χριστιανών!» Έδειξε έπειτα σε κάποια σύννεφα , και είδα πλήθος από αναμμένα καντήλια που έκαιγαν με άσπρη φλόγα. Άρχισαν να πέφτουν προς το έδαφος το ένα μετά το άλλο κατά δεκάδες και εκατοντάδες. Κατά την πτώση τους, σκοτείνιαζαν και γινόταν στάχτες. Τότε ο γέροντας μου είπε, «Κοίτα!», και είδα σε ένα σύννεφο εφτά καιγόμενα καντήλια. Ρώτησα ποιο είναι το νόημα των καιγομένων καντηλιών που πέφτουν στο έδαφος και μου απάντησε: «Αυτές είναι οι εκκλησίες του Θεού που έχουν πέσει σε αίρεση, άλλα αυτά τα εφτά καντήλια στα σύννεφα είναι οι εφτά Εκκλησίες της μίας Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, που θα μείνουν μέχρι τέλους του κόσμου!». Ο γέροντας στη συνέχεια, έδειξε ψηλά στον αέρα και είδα και άκουσα αγγέλους να ψάλλουν: « Άγιος, Άγιος, Άγιος Κύριος Σαβαώθ!».Ένα μεγάλο πλήθος ανθρώπων με κεριά στα χέρια τους μας προσπέρασαν, ενώ η χαρά φαινόταν να λάμπει στα πρόσωπά τους. Ήταν αρχιεπίσκοποι, μοναχοί, μοναχές, ομάδες λαικών, ενήλικες, νέοι, ακόμα και παιδιά και μωρά. Ρώτησα το θαυματουργό γέροντα ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι κι αυτός αποκρίθηκε: « Όλοι αυτοί είναι οι άνθρωποι που υπέφεραν για την Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία και για τις άγιες εικόνες που βρέθηκαν στα χέρια αμαρτωλών καταστροφέων». Έπειτα ρώτησα το μεγάλο γέροντα, αν θα μπορούσα να κάτσω δίπλα τους. Ο γέροντας είπε: « Είναι πολύ νωρίς για σένα να υποφέρεις, επομένως το να καθίσεις μαζί τους δεν είναι ευλογημένο από το Θεό!» Είδα πάλι ένα μεγάλο πλήθος από νεογέννητα που υπέφεραν για το Χριστό από τον Ηρώδη και έλαβαν στέμμα από τον Επουράνιο Βασιλέα. Προχωρήσαμε περισσότερο και πήγαμε σε μια μεγάλη εκκλησία. Ήθελα να κάνω το σημείο του σταυρού, άλλα ο γέροντας με συμβούλευσε: «Δεν είναι ανάγκη να κάνεις το σταυρό σου, επειδή αυτό το μέρος είναι το βδέλυγμα της ερημώσεως». Η εκκλησία ήταν σκοτεινή και καταθλιπτική. Στην Αγία Τράπεζα ήταν ένα αστέρι και ένα Ευαγγέλιο με αστέρια. Κεριά καμωμένα από πίσσα καιγόντουσαν και έτριζαν σαν καυσόξυλα. Το δισκοπότηρο στεκόταν εκεί, καλυμμένο με μια απαίσια βρωμιά. Υπήρχε κι ένα πρόσφορο με αστέρια. Ένας ιερέας στεκόταν μπροστά από την Αγία Τράπεζα με ένα πρόσωπο κατάμαυρο σαν πίσσα, και μια γυναίκα βρισκόταν κάτω από την Αγία Τράπεζα, καλυμμένη με κόκκινα και με ένα αστέρι στα χείλη της και ούρλιαζε και γελούσε σε όλη την εκκλησία λέγοντας: «Είμαι ελεύθερη!» Σκέφτηκα: « Θεέ μου, πόσο τρομερό!».
Οι άνθρωποι σαν τρελοί άρχισαν να τρέχουν γύρω από την Αγία Τράπεζα, φωνάζοντας, σφυρίζοντας και χειροκροτώντας. Μετά, άρχισαν να τραγουδούν άσεμνα τραγούδια. Ξαφνικά, ένας κεραυνός άστραψε, ένα φοβερό αστροπελέκι αντήχησε, η γη σείσθηκε και η εκκλησία κατέρρευσε, στέλνοντας τη γυναίκα, τους ανθρώπους, τον παπά και τους υπόλοιπους στην άβυσσο. Σκέφτηκα: «Θεέ μου πόσο τρομερό, σώσε μας!». Ο γέροντας είδε αυτό που είχε γίνει όπως και εγώ. Τον ρώτησα:»Πάτερ, πείτε μου, ποια είναι η σημασία αυτής της φοβερής εκκλησίας»; Αποκρίθηκε: «Αυτοί είναι οι κοσμικοί άνθρωποι, οι αιρετικοί, οι οποίοι εγκατέλειψαν την Αγία, Καθολική, Αποστολική Εκκλησία και αναγνώρισαν την πρόσφατη νεωτερίζουσα εκκλησία την οποία ο Θεός δεν έχει ευλογήσει. Σ' αυτή την εκκλησία δεν νηστεύουν, δεν παρακολουθούν ακολουθίες και δεν λαμβάνουν τη Θεία Κοινωνία»! Φοβήθηκα και είπα: « Ο Θεός μας ελεεί μα καταριέται αυτούς με θάνατο»! Ο γέροντας με διέκοψε και είπε: « Μη θρηνείς, μόνο προσευχήσου».
Έπειτα, είδα μια κοσμοσυρροή, καθένας από τους οποίους είχε ένα αστέρι στα χείλη και ήταν τρομερά εξαντλημένοι από τη δίψα, περπατώντας εδώ και εκεί. Μας είδαν και φώναξαν δυνατά: «Άγιοι Πατέρες, προσευχηθείτε για μας. Είναι πολύ δύσκολο για μας, επειδή εμείς οι ίδιοι δεν μπορούμε. Οι πατέρες και οι μητέρες μας δεν μας δίδαξαν το Νόμο του θεού. Ούτε το όνομα του Χριστού δεν έχουμε και δεν έχουμε λάβει ειρήνη. Απορρίψαμε το Άγιο Πνεύμα και το σημείο του σταυρού. Άρχισαν να κλαίνε. Ακολούθησα το γέροντα. «Κοίτα!», μου είπε δείχνοντας με το δάκτυλο του. Είδα ένα βουνό από ανθρώπινα πτώματα βαμμένα στο αίμα. Φοβήθηκα πολύ και ρώτησα τον γέροντα ποιο είναι το νόημα αυτών των νεκρών πτωμάτων. Μου απάντησε: «Αυτοί είναι οι άνθρωποι που έζησαν μοναστική ζωή, απορρίφθηκαν από τον Αντίχριστο, και δεν έλαβαν τη σφραγίδα του. Υπέφεραν για την πίστη τους για τον Χριστό και την Αποστολική Εκκλησία και έλαβαν τους στεφάνους του μαρτυρίου πεθαίνοντας για τον Χριστό. Να προσεύχεσαι γι΄ αυτούς τους δούλους του θεού!». Χωρίς προειδοποίηση ο γέροντας γύρισε στο βορρά και έδειξε με το χέρι του. Είδα ένα αυτοκρατορικό παλάτι, γύρω από το οποίο έτρεχαν σκυλιά. Άγρια τέρατα και σκορπιοί ούρλιαζαν και επιτίθονταν έχοντας προτεταμένα τα δόντια τους. Και είδα τον Τσάρο να κάθεται σ' ένα θρόνο. Το πρόσωπό του ήταν χλωμό, άλλα ανδρείο. Έλεγε την ευχή του Ιησού. Ξαφνικά έπεσε σαν νεκρός άνθρωπος. Το στέμμα του έπεσε. Τα άγρια θηρία, οι σκύλοι και οι σκορπιοί τσαλαπάτησαν τον βασιλιά. Ήμουν φοβισμένος και έκλαιγα πικρά. Ο γέροντας με πήρε από το δεξί ώμο. Είδα μια φιγούρα σαβανωμένη στα άσπρα ήταν ο Νικόλαος ο Β'. Στο κεφάλι του ήταν ένα στεφάνι από πράσινα φύλλα, και το πρόσωπό του ήταν άσπρο και κάπως ματωμένο. Φορούσε ένα χρυσό σταυρό γύρω από το λαιμό του και ψιθύριζε ήσυχα μια προσευχή. Και μετά μου είπε με δάκρυα: «Προσευχήσου για μένα, Πάτερ Ιωάννη.
Πες σε όλους τους Ορθοδόξους Χριστιανούς ότι εγώ ο Τσάρος μάρτυρας, πέθανα ανδρείως για την πίστη μου στο Χριστό και την Ορθόδοξη Εκκλησία. Πες στους Άγιους Πατέρες ότι πρέπει να κάνουμε μια Παννυχίδα για μένα τον αμαρτωλό, αλλά δεν θα υπάρξει τάφος για μένα!» Σύντομα όλα έγιναν άφαντα στην ομίχλη. Έκλαψα πικρά προσευχόμενος για τον Τσάρο μάρτυρα. Τα χέρια μου και τα πόδια μου έτρεμαν από φόβο. Ο γέροντας είπε: «Κοίτα!». Μετά είδα μια κοσμοσυρροή από ανθρώπους διασκορπισμένους γύρω στη γη που είχαν πεθάνει από πείνα, ενώ οι άλλοι έτρωγαν γρασίδι και φυτά. Τα σκυλιά κατέτρωγαν τα σώματα των πεθαμένων, ενώ η δυσοσμία ήταν τρομερή. Σκέφτηκα: «Κύριε, αυτοί οι άνθρωποι δεν είχαν πίστη». Από τα στόματά τους έβγαιναν βλασφημίες και γι' αυτό δέχθηκαν το θυμό του Κυρίου. Είδα, επίσης, ένα ολόκληρο βουνό από βιβλία και ανάμεσα στα βιβλία σέρνονταν σκουλήκια εκπέμποντας μια τρομερή δυσοσμία. Ρώτησα το γέροντα ποια ήταν η σημασία αυτών των βιβλίων. Αυτός είπε: «Αυτά τα βιβλία είναι ασέβεια και βλασφημία που θα μολύνουν όλους τους Χριστιανούς με αιρετικές διδασκαλίες! Μετά ο γέροντας ακούμπησε το ραβδί του σε κάποια από τα βιβλία και άρπαξαν φωτιά. Ο άνεμος διασκόρπισε τις στάχτες. Στη συνέχεια είδα μια εκκλησία γύρω από την οποία ήταν στοίβα από δεήσεις για τους αποθανόντες. Έσκυψα και θέλησα να τις διαβάσω, αλλά ο γέροντας είπε: «Αυτές οι δεήσεις για τους πεθαμένους βρίσκονται εδώ πολλά χρόνια και οι ιερείς τις έχουν ξεχάσει. Δεν πρόκειται ποτέ να τις διαβάσουν, αλλά οι νεκροί θα ζητούν κάποιον να προσευχηθεί γι' αυτούς!» Εγώ τον ρώτησα: «Ποιοι θα προσευχηθούν γι' αυτούς;». Ο γέροντας αποκρίθηκε: « Οι Άγγελοι θα προσευχηθούν γι' αυτούς».
Προχωρήσαμε πιο πέρα, και ο γέροντας τάχυνε το βήμα του τόσο που με δυσκολία τον προλάβαινα. «Κοίτα!», μου είπε. Είδα ένα μεγάλο πλήθος από ανθρώπους να καταδιώκονται από τους δαίμονες οι οποίοι τους κτυπούσαν με πασσάλους, με δίκρανα και γάντζους. Ρώτησα τον γέροντα ποιο είναι το νόημα αυτών των ανθρώπων. Μου αποκρίθηκε: «Αυτοί είναι εκείνοι που απαρνήθηκαν την πίστη τους και άφησαν την Αγία, Καθολική, Αποστολική Εκκλησία και δέχθηκαν την καινούρια νεωτερίζουσα εκκλησία. Αυτή η ομάδα, εκπροσωπεί τους ιερείς, τους μοναχούς, τις μοναχές, και τους λαικούς οι οποίοι απαρνήθηκαν τους όρκους τους, ή το γάμο τους, και δεσμεύθηκαν με το ποτό, την ανηθικότητα, και όλου του είδους τις βλασφημίες και τις διαβολές. Όλοι αυτοί έχουν τρομακτικά πρόσωπα και μια τρομερή δυσοσμία βγαίνει από τα στόματά τους. Οι δαίμονες τους κτυπούσαν, οδηγώντας τους στην τρομερή άβυσσο, από την οποία βγαίνουν οι φλόγες της κολάσεως. Ήμουν πολύ φοβισμένος. Έκανα το σημείο του σταυρού ενώ προσευχόμουν, ο Κύριος να μας αποτρέψει από τέτοια μοίρα!. Μετά, αντίκρισα μια ομάδα ανθρώπων, νέοι και γέροι μαζί, που ήταν όλοι ντυμένοι άσχημα, και κρατούσαν ψηλά ένα μεγάλο αστέρι με 5 σημεία. Σε κάθε γωνία ήταν 12 δαίμονες και στην μέση ήταν ο Σατανάς ο ίδιος με κέρατα και αχυρένιο κεφάλι. Έβγαλε ένα βλαβερό αφρό στους ανθρώπους, ενώ ανακοίνωνε αυτές τις λέξεις: «Σηκωθείτε εσείς οι καταραμένοι με τη σφραγίδα μου...» Ξαφνικά εμφανίστηκαν πολλοί δαίμονες με σιδερένιες σφραγίδες και πάνω σε όλους τους ανθρώπους τοποθέτησαν τη σφραγίδα: στα χείλη τους, στους αγκώνες και στο δεξί χέρι. Ρώτησα τον γέροντα: «Τι σημαίνει αυτό;» Και αποκρίθηκε: «Αυτό είναι το σημάδι του Αντιχρίστου!». έκανα το σταυρό μου και ακολούθησα το γέροντα.
Ξαφνικά, σταμάτησε και έδειξε προς την Ανατολή με το χέρι του. Είδα μια μεγάλη συγκέντρωση από ανθρώπους με χαρούμενα πρόσωπα που κουβαλούσαν σταυρούς και κεριά στα χέρια. Στο μέσο τους υπήρχε μια Αγία Τράπεζα τόσο λευκή όσο το χιόνι. Στην Αγία Τράπεζα υπήρχε ο σταυρός και το Άγιο Ευαγγέλιο και πάνω από την Αγία Τράπεζα ήταν ο αέρας με ένα χρυσό αυτοκρατορικό στέμμα πάνω στο οποίο ήταν γραμμένο με χρυσά γράμματα «Για το άμεσο μέλλον». Πατριάρχες, επίσκοποι, ιερείς, μοναχοί, μοναχές και λαικοί στέκονταν γύρω από την Αγία Τράπεζα. Όλοι έψαλαν: «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη». Από μεγάλη χαρά έκανα το σταυρό μου και δόξασα το Θεό. Ξαφνικά ο γέροντας κούνησε το σταυρό του προς τα πάνω τρείς φορές και είδα ένα βουνό από πτώματα καλυμμένα από ανθρώπινο αίμα και από πάνω τους πετούσαν Άγγελοι. Έπαιρναν τις ψυχές αυτών που είχαν δολοφονηθεί για το Λόγο του Θεού προς τα ουράνια ενώ έψαλλαν: «Αλληλούια!». Παρατήρησα όλα αυτά και έκλαψα δυνατά. Ο γέροντας με πήρε από το χέρι και μου απαγόρευσε να κλαίω. Ό,τι ευχαριστεί το Θεό είναι το ότι ο Κύριος Ιησούς Χριστός υπέφερε και έχυσε το πολύτιμο αίμα του για μας. Κάποιοι σαν αυτούς θα γίνουν μάρτυρες, που δε θα δεχθούν τη σφραγίδα του Αντιχρίστου, και όλοι αυτοί που θα χύσουν το αίμα τους θα λάβουν ουράνια στέμματα. Ο γέροντας έπειτα προσευχήθηκε γι' αυτούς τους δούλους του Θεού και στράφηκε στην Ανατολή καθώς τα λόγια του Προφήτη Δανιήλ βγήκαν αληθινά:
«Το βδέλυγμα της ερημώσεως».
Τελικά είδα το θόλο του ναού της Ιερουσαλήμ. Πάνω του ήταν ένα αστέρι. Μέσα στην εκκλησία εκατομμύρια άνθρωποι συνέρεαν και πάλι πολλοί προσπαθούσαν να μπούν. Ήθελα να κάνω το σημείο του σταυρού, άλλα ο γέροντας μου άρπαξε το χέρι και είπε: «Εδώ είναι το βδέλυγμα της ερημώσεως». Έτσι μπήκαμε στην εκκλησία, που ήταν γεμάτη κόσμο. Είδα μια Αγία Τράπεζα, που έκαιγαν κεριά από λίπος ζώων. Στην Αγία τράπεζα ήταν ένας βασιλιάς με κόκκινα, φλογισμένος, πορφυρός. Στο κεφάλι του ήταν ένα χρυσό στέμμα με ένα αστέρι. Ρώτησα το γέροντα: «ποιος είναι αυτός;» Μου απάντησε: « Ο Αντίχριστος». Ήταν πολύ ψηλός με μάτια σαν φωτιά, μαύρα φρύδια, ξυρισμένο μούσι, θηριώδης, πανούργος, διαβολικός με τρομακτικό πρόσωπο. Ήταν μόνος του στην Αγία Τράπεζα και έτεινε τα χέρια του στους ανθρώπους. Είχε νύχια σουβλερά σαν τίγρης και φώναζε: «Είμαι βασιλιάς, είμαι Θεός. Είμαι ο Αρχηγός. Αυτός που δεν έχει τη σφραγίδα μου θα θανατωθεί.». Όλοι οι άνθρωποι έπεσαν κάτω και τον προσκύνησαν και εκείνος άρχισε να βάζει τη σφραγίδα του στα χείλη τους και στα χέρια τους, έτσι ώστε να μπορέσουν να λάβουν λίγο ψωμί και να μην πεθάνουν από πείνα και δίψα. Γύρω από τον Αντίχριστο, υπηρέτες του οδηγούσαν αρκετούς ανθρώπους που τα χέρια τους ήταν δεμένα, και δεν είχαν πέσει να τον προσκυνήσουν. Αυτοί είπαν: «είμαστε Χριστιανοί, και όλοι πιστεύουμε στον Κύριο μας Ιησού Χριστό!» Ο Αντίχριστος σύντριψε τις κεφαλές τους αστραπιαία, και το Χριστιανικό αίμα άρχισε να ρέει. Ένα παιδί οδηγήθηκε μετά στην Αγία Τράπεζα του Αντιχρίστου να τον προσκυνήσει, άλλα τολμηρά διακήρυξε: «Είμαι Χριστιανός και πιστεύω στον Κύριο μας Ιησού Χριστό, άλλα εσύ είσαι υπηρέτης του Σατανά»! θάνατος σ΄ αυτόν!» , αναφώνησε ο Αντίχριστος. Άλλοι που δέχθηκαν το σφράγισμα του Αντιχρίστου έπεσαν και τον προσκύνησαν. Ξαφνικά μια βοή από κοσμοσυρροή ξανακούστηκε και χιλιάδες φωτισμένες αστραπές άρχισαν να αστράφτουν. Βέλη άρχισαν να χτυπούν τους υπηρέτες του Αντιχρίστου. Έπειτα, ένα μεγάλο φλεγόμενο βέλος άστραψε και χτύπησε τον Αντίχριστο τον ίδιο στο κεφάλι. Καθώς κουνούσε το χέρι του, το στέμμα του έπεσε και συνετρίβη στο έδαφος. Μετά εκατομμύρια πουλιά πέταξαν και κούρνιασαν στους υπηρέτες του Αντιχρίστου. Ένιωσα το γέροντα να με παίρνει από το χέρι. Προχωρήσαμε περισσότερο, και είδα πάλι πολύ αίμα Χριστιανών. Ήταν εδώ που θυμήθηκα τις λέξεις του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στο Βιβλίο της Αποκαλύψεως, ότι το αίμα θα έφτανε ως το χαλινάρι του αλόγου. Σκέφτηκα: «Θεέ μου σώσε μας!» Εκείνη τη στιγμή είδα Αγγέλους να πετούν και να ψάλουν « Άγιος, ‘Αγιος, Άγιος Κύριος Σαβαώθ»!. Ο γέροντας κοίταξε πίσω και άρχισε να λέει: «Μη λυπάσαι, γιατί σύντομα, πολύ σύντομα θα έρθει το τέλος του κόσμου! Προσευχήσου στον Κύριο. Ο Θεός είναι εύσπλαχνος στους υπηρέτες του». Ο καιρός πλησίαζε στο τέλος του. Έδειξε στην Ανατολή, έπεσε στα γόνατα και άρχισε να προσεύχεται. Κι εγώ προσευχήθηκα μαζί του. Μετά ο γέροντας άρχισε να απομακρύνεται γρήγορα από τη γη εις τας ουρανίους μονάς. Καθώς έκανε αυτό, θυμήθηκα ότι δε γνώριζα το όνομά του και έτσι ικέτεψα δυνατά: «Πάτερ πιο είναι το όνομά σου;» Τρυφερά απάντησε: «Σεραφείμ του Σαρώφ». Ένα μεγάλο κουδούνι χτύπησε πάνω από το κεφάλι μου, άκουσα τον ήχο και σηκώθηκα από το κρεβάτι. « Κύριε, ευλόγησε και βοήθησέ με μέσω των προσευχών του Αγίου Γέροντα! Με φώτισες, τον αμαρτωλό δούλο σου, τον ιερέα της Κροστάνδης.»

Τετάρτη 26 Νοεμβρίου 2014

Άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης – Για την ιερή και θεοποιό προσευχή. (Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, Τόμος E΄).


Άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης
Για την ιερή και θεοποιό προσευχή
Κεφάλαιο 296
Αυτή λοιπόν η θεία προσευχή, η επίκληση του Σωτήρα μας, το «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με», είναι και προσευχή και ευχή και ομολογία της πίστεως· παρέχει το Άγιο Πνεύμα, είναι χορηγός θείων δωρεών, κάθαρση της καρδιάς, εκδίωξη των δαιμόνων, κατοίκηση μέσα μας του Ιησού Χριστού, πηγή πνευματικών εννοιών και θείων λογισμών, απολύτρωση από τις αμαρτίες, θεραπεία των ψυχών και των σωμάτων, χορηγός του θείου φωτισμού, βρύση του ελέους του Θεού, δωρητής θείων αποκαλύψεων και μυήσεων στον ταπεινό, και το μόνο σωτήριο, γιατί έχει το σωτήριο όνομα του Θεού μας, που είναι το μόνο όνομα που μας δόθηκε, το όνομα του Ιησού Χριστού, του υιού του Θεού, και δεν είναι δυνατό να σωθούμε με κανένα άλλο όνομα, όπως λέει ο Απόστολος.

Είναι εν πρώτοις προσευχή, γιατί με αυτή ζητούμε το θείο έλεος. Και ευχή, γιατί παραδίνομε τον εαυτό μας στο Χριστό με την επίκλησή Του. Και ομολογία, γιατί αυτό ομολόγησε ο Πέτρος και δέχτηκε το μακαρισμό του Κυρίου. Και παρέχει το Πνεύμα, γιατί κανένας δε λέει Κύριο τον Ιησού παρά μόνο με το Άγιο Πνεύμα. Είναι και χορηγός θείων δωρεών, αφού γι” αυτή την ομολογία υποσχέθηκε ο Χριστός στον Πέτρο να του δώσει τα κλειδιά της βασιλείας των ουρανών. Και κάθαρση της καρδιάς, γιατί βλέπει και καλεί το Θεό και καθαίρει αυτόν που Τον βλέπει. Και εκδίωξη δαιμόνων, γιατί με το όνομα του Ιησού Χριστού εκδιώχθηκαν και εκδιώκονται όλοι οι δαίμονες. Και κατοίκηση μέσα μας του Χριστού, γιατί με τη θύμησή Του ο Χριστός είναι μέσα μας και με αυτή είναι ένοικός μας και μας γεμίζει ευφροσύνη, όπως λέει και ο Ψαλμωδός: «Θυμήθηκα το Θεό και ένιωσα ευφροσύνη». Και πηγή πνευματικών εννοιών και λογισμών, γιατί ο Χριστός είναι ο θησαυρός κάθε σοφίας και γνώσεως και τις χορηγεί σε όποιους κατοικεί. Και απολύτρωση από τις αμαρτίες, επειδή γι” αυτή την ομολογία είπε στον Πέτρο ο Κύριος: «Όσα θα λύσεις, θα είναι λυμένα στον ουρανό». Και θεραπεία ψυχών και σωμάτων, γιατί ο Πέτρος είπε: «Στο όνομα του Ιησού Χριστού σήκω και βάδισε» καί: «Αινέα, σε θεραπεύει ο Ιησούς Χριστός». Και χορηγός θείου φωτισμού, γιατί ο Χριστός είναι το φως το αληθινό και μεταδίδει τη λαμπρότητα και τη χάρη Του σ” εκείνους που τον επικαλούνται· όπως λέει και ο Ψαλμωδός: «Ας είναι η λαμπρότητα του Κυρίου και Θεού μας επάνω μας», και ο Κύριος: «Όποιος με ακολουθεί, θα έχει το φως της ζωής». Και βρύση θείου ελέους, γιατί ζητούμε έλεος και ο Κύριος είναι ελεήμων και σπλαχνίζεται όλους όσοι τον επικαλούνται και αποδίδει το δίκαιο γρήγορα σ” εκείνους που φωνάζουν προς Αυτόν. Και δωρητής θείων αποκαλύψεων και μυήσεων στους ταπεινούς, γιατί και η ίδια δόθηκε με αποκάλυψη του ουράνιου Πατέρα στον Πέτρο που ήταν ένας ταπεινός ψαράς, και ο Παύλος ανυψώθηκε στο όνομα του Χριστού και άκουσε αποκαλύψεις, και πάντοτε ενεργεί με αυτό τον τρόπο. Και το μόνο σωτήριο, γιατί στο όνομα κανενός άλλου δεν μπορούμε να σωθούμε, όπως λέει ο Απόστολος και Αυτός είναι ο σωτήρας του κόσμου, ο Χριστός· γι” αυτό και κατά την έσχατη ημέρα όλοι θα ομολογήσουν και θα υμνήσουν θέλοντας μη θέλοντας, ότι Κύριος είναι ο Ιησούς Χριστός για τη δόξα του Θεού Πατέρα. Τούτο είναι το σημείο της πίστεώς μας, αφού και είμαστε και ονομαζόμαστε Χριστιανοί, και είναι και η μαρτυρία ότι είμαστε του Θεού. Γιατί λέει ο Απόστολος: «Κάθε πνεύμα που ομολογεί Κύριο τον Ιησού Χριστό που ήρθε με σάρκα ανθρώπου, είναι από το Θεό», όπως προείπαμε, και όποιο δεν το ομολογεί αυτό, δεν είναι από το Θεό• είναι από τον αντίχριστο όποιο δεν ομολογεί τον Ιησού Χριστό. Γι’αυτό πρέπει όλοι οι πιστοί να ομολογούμε αδιάλειπτα τούτο το όνομα και για τη διακήρυξη της πίστεως, και για την αγάπη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, από την οποία τίποτε ποτέ δεν πρέπει να μας χωρίσει, αλλά και γιατί το όνομά Του παρέχει χάρη και άφεση και απολύτρωση και θεραπεία, αγιασμό και φωτισμό και προπάντων τη σωτηρία. Γιατί με αυτό το θείο όνομα οι Απόστολοι έκαναν και δίδαξαν μεγάλα και θαυμαστά. Και ο θείος Ευαγγελιστής λέει: «Αυτά έχουν γραφεί για να πιστέψετε ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού» -ιδού η πίστη- «και πιστεύοντας να έχετε ζωή στο όνομά Του» -ιδού η σωτηρία και η ζωή.
Κεφάλαιο 297
Αυτή λοιπόν την ονομασία (του Ιησού Χριστού) ως προσευχή, ας λέει κάθε ευσεβής συνεχώς με το νου του και με τα χείλη, και όταν στέκεται και όταν βαδίζει και όταν κάθεται και όταν πλαγιάζει και ό,τι κι αν κάνει και λέει, και να βιάζει τον εαυτό του σε τούτο πάντοτε. Θα βρει έτσι πολύ μεγάλη γαλήνη και χαρά, όπως γνωρίζουν από την πείρα τους εκείνοι που φροντίζουν γι” αυτή. Επειδή όμως αυτό το έργο είναι ανώτερο από εκείνους που ζουν στον κόσμο, ακόμη και από τους μοναχούς που έχουν μέριμνες, γι” αυτό όλοι αυτοί ας έχουν τουλάχιστον ορισμένο καιρό γι” αυτό το έργο. Και όλοι ας έχουν ως κανόνα να ασκούν αυτή την προσευχή όσο μπορούν, και οι ιερωμένοι και οι μοναχοί και οι λαϊκοί. Οι μοναχοί λοιπόν ως ταγμένοι σ” αυτό κι επειδή την έχουν χρέος τους απαραίτητο· κι αν είναι στη μέριμνα των διακονημάτων, όμως ας βιάζουν τον εαυτό τους, αφού οφείλουν να ασκούν αυτή την ευχή και να προσεύχονται προς τον Κύριο αδιάκοπα, ακόμα και αν βρίσκονται σε ρεμβασμό και σύγχυση και στην όνομα και πράγμα αιχμαλωσία του νου, και να μην αμελούν γελασμένοι από τον εχθρό, αλλά να επιστρέφουν στην προσευχή και να χαίρονται που επιστρέφουν. Οι ιερωμένοι, ας την επιμελούνται ως αποστολικό έργο και θείο κήρυγμα κι επειδή η ευχή αυτή εκτελεί θεία ενεργήματα και παριστά την αγάπη του Χριστού. Οι κοσμικοί ας ασκούν κατά δύναμη την ευχή σαν σφραγίδα του εαυτού τους και σημείο της πίστεως και φύλαξη και αγιασμό και αποδίωξη κάθε πειρασμού. Όλοι επομένως, ιερωμένοι, λαϊκοί και μοναχοί, μόλις σηκωθούμε από τον ύπνο, πρέπει πρώτα να βάλομε στο νου μας το Χριστό και το Χριστό να θυμηθούμε πρώτα. Και αυτό ως απαρχή κάθε σκέψης και ως θυσία να προσφέρομε στο Χριστό. Γιατί πριν από κάθε άλλη σκέψη, πρέπει να θυμηθούμε το Χριστό που μας έσωσε και τόσο μας αγάπησε, αφού και Χριστιανοί είμαστε και ονομαζόμαστε, και Αυτόν ντυθήκαμε κατά το θείο βάπτισμα, σφραγιστήκαμε με το μύρο Του κι έχομε κοινωνήσει και κοινωνούμε την αγία Του σάρκα και το αίμα Του και είμαστε μέλη Του και ναός και Αυτόν έχομε ντυθεί και κατοικεί μέσα μας. Και γι” αυτό οφείλομε να Τον αγαπούμε και να Τον θυμόμαστε πάντα. Γι” αυτό και καθένας ας έχει ένα ορισμένο καιρό κατά τη δύναμή του και κάποιο μέτρο αυτής της προσευχής σαν χρέος. Ας σταθούμε ως εδώ γι” αυτό το θέμα. Επειδή για όσους ζητούν να μάθουν για τούτο, υπάρχουν πάρα πολλά για κατατόπισή τους.
Πηγή : Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, ε΄τόμος, σελ. 281-283.

Τρίτη 25 Νοεμβρίου 2014

Νά τιμᾶς τούς πατέρες καί ἀδελφούς πού συναντᾶς μέ μία ἐλαφρά ὑπόκλιση προσέχοντας νά μήν τούς κοιτάζεις ἐρευνητικά.

   

 Αγίου Ιγνατίου Μπριαντσανίνωφ
 Έναν πολύ καλό τρόπο ασκήσεως της προσευχής του Ιησού προτείνει ο ιερομόναχος Δωρόθεος, Ρώσος ασκητής και πνευματικός συγγραφέας.
«Όποιος προσεύχεται με τα χείλη» λέει «αλλά δε ενδιαφέρεται για την ψυχή και δεν φυλάει την καρδιά προσεύχεται στον αέρα και όχι στον Θεό, γι΄αυτό κοπιάζει μάταια.
Γιατί  ο Θεός δίνει προσοχή στον νου, στον ζήλο και όχι στην πολυλογία.
Πρέπει να προσευχόμαστε με όλη μας την προθυμία με την ψυχήν και τον νου και την καρδιά μας, με φόβο Θεού και με όλη μας τη δύναμη.
Η νοερά προσευχή δεν επιτρέπει να μπαίνουν στο εσωτερικό του νου της ούτε περισπασμοί ούτε αισχροί λογισμοί.
Θέλεις να μάθεις την εργασία της νοεράς και καρδιακής προσευχής; Θα σου την διδάξω.
Άκουσέ με αγαπητέ μου με προσοχή και φρόνηση:
 Στην αρχή θα πρέπει να κάνεις την προσευχή του Ιησού προφορικά δηλαδή με τα χείλη και τη γλώσσα έτσι ώστε να την ακούς.
Όταν τα χείλη η γλώσσα κι οι αισθήσεις σου ικανοποιηθούν με τη μεγαλόφωνη προφορική προσευχή θα την σταματήσεις και θα αρχίσεις  να προσεύχεσαι ψιθυριστά. 
Κι έπειτα από αυτό πρέπει να προσεύχεσαι με τον νουν συγκεντρωμένο. Τότε η νοερά και καρδιακή προσευχή θα αρχίσει από μόνη της με την ενέργεια της θείας χάριτος να ασκείται αδιάλειπτα, να περιφέρεται και να ενεργεί σε κάθε στιγμή σε κάθε έργο και σε κάθε τόπο.
  Ο γέροντας Σεραφείμ του Σάρωφ συμβουλεύει εκείνον που θέλει να κάνει ζωή νηπτική:
  • Να μην ακούει άσχετες συζητήσεις που γεμίζουν το κεφάλι με κούφιες σκέψεις και μάταιες ενθυμήσεις.
  • Να μην ασχολείται με τις ξένες υποθέσεις.
  • Να μην συλλογίζεται. να μην κρίνει και να μην σχολιάζει τους άλλους.
  • Να αποφεύγει τις συνομιλίες και να φέρεται σαν ένας  περαστικός προσκυνητής.
  • Να τιμά τους πατέρες και αδελφούς που συναντά με μια ελαφρά υποκλιση προσέχοντας να μην τους κοιτάζει ερευνητικά.
Το ερευνητικό βλέμμα προκαλεί αναπόφευκτα στην ψυχή κάποιων εντύπωση που της φέρνει περισπασμό προσελκύοντας έτσι την  την προσοχή της και απομακρύνοντάς την από την προσευχή.
Γενικά όποιος κάνει νηπτική ζωή δεν πρέπει ούτε να κοιτάζει τίποτα με ερευνητικό βλέμμα ούτε να ακούει τίποτα με ιδιαίτερη προσοχή. Αλλά να βλέπει και να ακούει φευγαλέα. έτσι που η μνήμη και η δύναμη της προσοχής να είναι πάντα ελεύθερες απαλλαγμένες από τις εντυπώσεις του κόσμου κι έτσι ικανές να δέχονται τις θεϊκές εντυπώσεις.
Αποσπάσματα από το βιβλίο: Ασκητικές Εμπειριές Δ΄
Αγίου Ιγνατίου Μπριαντσανίνωφ, σελ. 110-112

Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2014

Βασίλειος Γοντικάκης - Πανοσ. Αρχιμανδρίτης Το κάλλος θα σώση τον κόσμο – Μια αγιορείτικη θεώρησι



Όταν μιλούμε για το κάλλος που δεν είναι απλώς θέαμα εξωτερικό και πρόσκαιρο ή αισθητικό κατηγόρημα, αλλά δύναμι που σώζει τον κόσμο, τότε το Άγιον Όρος, με την ύπαρξι και τη ζωή του, έχει κάτι να μας πη· γιατί ονομάζεται Περιβόλι της Παναγίας και όρος της Μεταμορφώσεως.
Panagia Portaitissa, Adelfotis Ananaion, Skiti Agia Annis, Agion Oros 65
Και η Παναγία, κατά την υμνολογία της Εκκλησίας, είναι: Η πάναγνος και κεχαριτωμένη Κόρη η «ωραϊζομένη τω κάλλει των αρετών» που υπεδέχθη «τη αίγλη του Πνεύματος», «την καλλοποιόν ευπρέπειαν», (τον θεάνθρωπον Κύριον) «τον τ σύμπαντα καλλωπίσαντα»
Αλλά, για να πλησιάσωμε με το απαιτούμενο δέος και να κατανοήσωμε το μυστήριο του κάλλους που σώζει, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι δεν είναι άλλο το κάλλος, άλλο η αγάπη και άλλο το αγαθόν. «Ταγαθόν υμνείται προς των ιερών θεολόγων και ως καλόν, και ως κάλλος, και ως αγάπη και ως αγαπητών… και ως πάντα προς εαυτό καλούν, όθεν και κάλλος λέγεται». Δηλαδή ο Θεός, που είναι αγάπη και κάλλος αμήχανον, δημιουργεί τα πάντα «καλά λίαν». Και καλεί διά του κάλλους σε μετοχή ζωής όλη τη δημιουργία.
Ακούγοντας την κλήσι του θείου κάλλους ο άνθρωπος γίνεται κοινωνός της μακαρίας Τριαδικής ζωής. Αντιστεκόμενος και μη υπακούων δημιουργεί την κόλασι της μη κοινωνίας, την κατάρα της παρά φύσιν ασχήμιας, που δεν σώζει, αλλά καταστρέφει τον άνθρωπο και τη δημιουργία.
Και δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι, εκτός από το αληθινό κάλλος που καλεί και σώζει, υπάρχει και κάποιο άλλο κίβδηλο, που προκαλεί και καταστρέφει, γιατί δεν είναι φανέρωσι καλοσύνης αλλά επίφασι κάλλους και λειτουργεί ως δέλεαρ. Ζαλίζει και παγιδεύει τον άνθρωπο και τον οδηγεί στην τελική υποδούλωσι και καταστροφή, υποσχόμενο μία, ως διά μαγείας εύκολη, σωτηρία.
Μέσα σ’ αυτόν τον αγώνα και στη δοκιμασία της εκλογής κάποιου κάλλους, εξελίσσεται η ιστορία του ανθρώπου και της ανθρωπότητας: Ποιο κάλλος θα μας ελκύση περισσότερο; Σε ποιο θα υποταχθούμε;
Από την πρώτη στιγμή μας παρέσυρε κάποιο κάλλος που μας κατέστρεψε, επειδή το χωρίσαμε από την αγάπη και την υπακοή στον Θεό. Κινηθήκαμε βιαστικά και απερίσκεπτα. «Ωραίος ην εις όρασιν και καλός εις βρώσιν, ο εμέ θανατώσας καρπός».
Στην καινή κτίσι πάλι μία γυναίκα γίνεται αφορμή της σωτηρίας. Η άγνωστη και ασήμαντη κοσμικά, αλλά ταπεινή και ακήρατη Κόρη της Ναζαρέτ, αναδεικνύεται η «εν γυναιξίν ευλογημένη», που δέχεται τον αρχαγγελικό ασπασμό και συλλαμβάνει τον Υιό και Λόγο του Θεού.
Το κάλλος της αρετής των δικαίων, ο ζήλος των Προφητών και η προσδοκία όλης της άνθρωπότητος ετοιμάζουν και κυοφορούν το κάλλος και την αρετή της Παρθένου.
Η Παρθένος, με την αγία ταπείνωσι και την εκούσια υπακοή της στο θέλημα του Θεού, ανεδείχθη το όργανο της σωτηρίας όλου του κόσμου. Είναι το «μεθόριον της κτίστης και ακτίστου φύσεως». Η «κλίμαξ, δι’ ης κατέβη ο Θεός». Και η γέφυρα η «μετάγουσα τους εκ γης προς ουρανόν». Το παιδί της είναι Θεός (ο Θεός Λόγος). Και ο Θεός είναι το παιδί που η ίδια εγέννησε. Ως «υπέρ φύσιν μητέρα και κατά φύσιν παρθένος», ζη την διά Πνεύματος Αγίου μητρότητα της αειπαρθενίας και απολαμβάνει την παρθενικότητα της θεοτοκίας. Ενώνει τον ουρανό και τη γη.
Και ενώ είχαμε αμαυρώσει το κάλλος της εικόνος του Θεου, γίνεται ο Θεός Λόγος, διά των αχράντων αιμάτων της Αειπαρθένου, τέλειος άνθρωπος και «την ρυπωθείσαν εικόνα τω θείω κάλλει συγκατέμιξε».
Δεν παρουσιάστηκε εξωτερικά ο Θεός Λόγος, αλλά συγκατέμιξε ολόκληρη τη φύσι μας «τω θείω κάλλει».
Η σωτηρία του ανθρώπου νοείται και βιούται ως συμμετοχή και αναμόρφωσι εις το αρχαίον κάλλος.
Το θείον κάλλος σώζει τον άνθρωπο όχι μαγικά, εν αγνοία του, ούτε έξωθεν, διά της βίας· έτσι, θα τον υποτιμούσε. Αντιθέτως, ο άνθρωπος σώζεται τιμώμενος, με το να γίνη ο ίδιος καλλιτέχνης, πηγή κάλλους και σωτηρίας για τους πολλούς· «πηγή ύδατος αλλομένου εις ζωήν αιώνιον». Να γεννηθή απ’ όλη του την ύπαρξι, ως ευχαριστία, ή δοξολογία προς τον Θεό.
Και η Παρθένος, ως θεογεννήτρια, ανέδειξε την ανθρώπινη φύσι Θεοτόκο. Με το παράδειγμα και τη βοήθεια της Παναγίας κάθε ψυχή που ησυχάζει και καθαρεύει, υποτασσόμενη στο θείο θέλημα, μπορεί να γίνη κατά χάριν Θεοτόκος. Να συλλάβη και να γεννήση μία μικρή χαρά που ξεπερνά τον θάνατο. Τότε ζη ο άνθρωπος την επίσκεψι της Χάριτος σε όλη του την ύπαρξι, την επίσκεψι της Παναγίας στον εσωτερικό του κόσμο. Και διερωτάται, όπως η Ελισάβετ: «πόθεν μοι τούτο, ίνα έλθη η μήτηρ του Κυρίου μου πρός με;»
Αυτή η παρουσία της Θεοτόκου παραμένει ως προστασία και τροφός του Αγίου Όρους.


Πηγή: Προηγούμενος της Ι.Μ. Ιβήρων Αρχιμ. Βασίλειος Γοντικάκης, Το κάλλος θα σώσει τον κόσμο – Μια αγιορείτικη θεώρηση, «Πειραϊκή Εκκλησία», Μηνιαίο περιοδικό Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς, Μάϊος 2009

Παρασκευή 10 Οκτωβρίου 2014

Τα δύο είδη ταπεινώσεως: Η άκτιστη-Θεία και η κτιστή-ασκητική Γέροντας Σωφρόνιος του Έσσεξ

Ο Κύριος μας έδωσε την εντολή να ταπεινωθούμε, για να ομοιάσουμε προς Αυτόν. Η ταπείνωση, σε αντίθεση με την υπερηφάνεια, ανοίγει την καρδιά με κίνηση αγάπης προς όλη την κτίση· κάνει τον άνθρωπο να αισθάνεται ευτυχής βλέποντας τους άλλους σε δόξα. Καθιστά τον άνθρωπο αληθινά θεοειδή.


Ελκύει σε αυτόν το Άκτιστο Φως του Θεού. Εμπνέει τη δίψα να ομοιωθεί με Αυτόν σε όλα τα επίπεδα. Κάποια χροιά της ταπεινώσεως της Θείας αγάπης έχει η αγάπη της μητέρας προς το παιδί της. Αυτή υπηρετεί το βρέφος, υποδουλώνει τον εαυτό της, χωρίς να αισθάνεται καμία εξουδένωση. Έτσι και στην αγάπη του Χριστού δεν υπήρξε εξουδένωση, όταν Αυτός, δίνοντάς μας υπόδειγμα, ένιψε τα πόδια των Αποστόλων κατά τον Μυστικό Δείπνο. Η αγάπη του Χριστού θέλει να υπηρετήσει τους «μικρούς» και αδυνάτους του αιώνος αυτού.

Δεν θα μας έδινε ο Κύριος την εντολή, «μη καταφρονήσητε ενός των μικρών τούτων» (Ματθ. 18,10), αν ο Ίδιος δεν ενεργούσε με αυτό τον τρόπο. Η γνήσια πνευματική αγάπη ασπάζεται τον τόπο όπου στάθηκαν τα πόδια του Χριστού, που μας χάρισε την ουράνια αυτή κατάσταση. Η αγάπη του Χριστού, ως φορέας της αιωνιότητος που δεν γνωρίζει θάνατο, παραδίδεται στην υπηρεσία ή ακόμη και στην καταδαπάνησή της για τους άλλους.

Αυτό το Φως της αιωνιότητος είναι βεβαίως καθαρή δωρεά. Εμείς τίποτε δεν έχουμε «ως μη λαβόντες» (βλ. Α’ Κορ. 4,7). Ωστόσο το καθαρό αυτό δώρο αφομοιώνεται από μας με δύσκολο αγώνα, με τη σταύρωση μας. Και αυτό, για να μπορέσει ο Κύριος κατά την έσχατη κρίση να μας αποδώσει εκείνο που ο Ίδιος πραγματοποίησε μέσα μας με τον ερχομό Του.

Από την άλλη πλευρά δεν μπορώ να συναισθανθώ τον εαυτό μου ελεύθερο στην πράξη της αγάπης, αν η αγάπη ήταν μόνο ευχαρίστηση. Όταν είμαι «σταυρωμένος», τότε έχω την τόλμη να πω στον Πατέρα: «Σε αγαπώ», και η καρδιά γνωρίζει ότι η αγάπη αυτή είναι αληθινή και αγία. Έτσι ο Θεός ζητά αφορμή να καταγράψει σε μας κάθε καλή μας ενέργεια· εμείς όμως όλα τα αποδίδουμε σε Εκείνον. Επειδή δεν βρίσκουμε μέσα μας τίποτε άξιο της αιώνιας Βασιλείας, γινόμαστε κληρονόμοι και κάτοχοι της στην πληρότητα.

Ο Γέροντας Σιλουανός πριν από τη μακαρία λήξη του είπε: «Δεν ταπεινώθηκα ακόμη». Στις γραφές του Γέροντα χωρίς κόπο βρίσκουμε δύο είδη ταπεινώσεως: την ασκητική και τη θεία. Από ασκητική άποψη η ταπείνωση εκδηλώνεται με τη συναίσθηση του εαυτού μας ως «χειρίστου πάντων». Η Θεία όμως ταπείνωση δεν επιδέχεται σύγκριση. Είναι οντολογικό κατηγόρημα της Θείας Αγάπης. Η Αγάπη αυτή είναι απλή, χωρίς ίχνος υπερηφάνειας ή έπαρσης. Ο Θεός είναι ταπεινός· αντίθετος στην υπερηφάνεια. «Ο Θεός αγάπη εστίν» (Α’ Ιωάν. 4,8), ενώ η υπερηφάνεια αντιτάσσεται στην αληθινή αγάπη. Η ταπείνωση του Θεού έγκειται στο ότι Αυτός παραδίδει τον Εαυτό Του χωρίς όρια, σε όλη την πληρότητά Του. Αναφέρεται στη Γραφή: «Ο Θεός υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσι χάριν» (Ιωάν. 4,6· Α’ Πέτρ. 5,5). «Αντιτάσσεται» σημαίνει δεν δέχεται αιώνια ένωση με τους υπερηφάνους· τους αφήνει να βασανίζονται στην υπερήφανη απομόνωσή τους, στην χωρίς αγάπη αποκοπή τους από τον Θεό και τα άλλα λογικά κτίσματα.

Λέγοντας ότι «ακόμη δεν ταπεινώθηκα» ο Γέροντας είχε υπ’ όψιν του τη Θεία «απερίγραπτη ταπείνωση», που γνώρισε κατά την εμφάνιση του Χριστού σε αυτόν. «Ακόμη δεν ταπεινώθηκα» σημαίνει, γνώρισα την ταπείνωση «Πνεύματι Αγίω», αλλά δεν μπόρεσα να την αποκτήσω στην πληρότητα.

Η αυτοεξουδένωση του Γέροντα δεν πρέπει να μας αποκρύπτει εκείνο που ο ίδιος έλεγε: «Αν κρατούσε ακόμη μία στιγμή η όραση (του Ζώντος Χριστού), θα πέθαινα». Συνεπώς, δεν μπορεί ο άνθρωπος «να αποκτήσει την ταπείνωση αυτή» και να παραμείνει ζωντανός. Θυμάμαι ότι κάποτε ο Γέροντας μου είπε: «Η γήινη φύση μας δεν αντέχει την τέλεια χάρη … Είναι ευκολότερο να κρατήσει κάποιος με γυμνά χέρια αναμμένα κάρβουνα, παρά να βαστάξει το ουράνιο αυτό πυρ». Το πυρ αυτό καταβροχθίζει όλα εκείνα, που ούτως ή άλλως υπόκεινται στη φθορά: «Σαρξ και αίμα Βασιλείαν Θεού κληρονομήσαι ου δύνανται, ουδέ η φθορά την αφθαρσίαν κληρονομεί» (Α’ Κορ. 15,50). Είναι απαραίτητη η μεταποίησή της σε άλλο, σε πνευματικό σώμα, όμοιο με το Σώμα του αναστάντος Χριστού, όπου «θάνατος ουκέτι κυριεύει» (Ρωμ. 6,9).

Η χριστιανική ασκητική πράξη έχει κενωτικό χαρακτήρα. Η δική μας «κένωση» (αυτοελάττωση) στη δεδομένη κατάσταση είναι απαραίτητη εξαιτίας της πτώσεως μας στην υπερηφάνεια. Για τη δική μας όμως σωτηρία ο Θεός προχωρεί ασυγκρίτως μακρύτερα· εμείς ποτέ δεν Τον φτάνουμε στην αυτοσμίκρυνσή Του. Σε Αυτόν ως Απόλυτο είναι χαρακτηριστικό σε όλα να προχωρεί στο άπειρο, όπου εμείς δεν τολμάμε να πάμε. Η Λειτουργία μας συνδέεται με τις κοσμοσωτήριες πράξεις του Χριστού. Με το αγιότατο αυτό μυστήριο μαθαίνουμε να ζούμε τον αιώνιο χαρακτήρα της «κενώσεως» του Λόγου του Πατρός. Την κένωση του Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού είναι δυνατόν να συλλογιστούμε θεολογικά, παραμένοντας στα όρια της Προς Φιλιππησίους Επιστολής (2,4-11)· επιτρέπεται όμως επίσης να προχωρήσουμε πέρα από τα όρια αυτά στη θεωρία μας για τον Ίδιο τον Θεό, δηλαδή στο άναρχο Είναι Του.

Κένωση επίσης διαπιστώνουμε στο ότι ο Δημιουργός όλης της κτίσεως προσέλαβε το «ομοίωμα» του κτιστού και τη «μορφήν δούλου»: σάρκωση-Θεανθρώπινη. Τον γνωρίζουμε ως πραγματικό άνθρωπο, αν και δεν έπαυσε να είναι Θεός. Απορρίπτουμε την επικίνδυνη ιδέα του «δοκητισμού». Είναι αληθινά Θεάνθρωπος. Κατά την Ανάληψή Του δεν παρατηρήθηκε φαινόμενο «αποσαρκώσεως».

Συνεπώς, η κένωση δεν τελείωσε στον Σταυρό, ούτε στον Τάφο και την Κάθοδο στον άδη, ούτε στην Ανάσταση και την Ανάληψή Του. Δεν πρέπει να Τον εννοήσουμε μόνο στα όρια αυτά, αλλά να δούμε την «κένωση» και στο ότι Αυτός, ως Φορέας του ιδίου Είναι με το Είναι που έχει ο Πατέρας, δηλαδή ίσος προς τον Πατέρα, Αυτός παραδίδει τα πάντα στον Πατέρα Του. Από αυτό παρατηρούμε ότι και ο Πατέρας στην προαιώνια Γέννηση του Υιού εξέχεε όλο το πλήρωμά Του, εναποθέτοντάς το στον Γεννώμενο: Πατρική Κένωση. Στον Θεό λοιπόν της Αγάπης είναι χαρακτηριστική η απολυτότητά της. Με ακατάληπτο για μας τρόπο συνδυάζονται στον Θεό δύο ακρότητες: από τη μία η πληρότητα του Είναι και από την άλλη η πληρότητα της αυτοσμικρύνσεως-ταπεινώσεως. Ο Θεός μας είναι απόλυτος σε όλες τις κινήσεις Του: απόλυτος στο «μεγάλο», αλλά και άπειρος στο «μικρό».

Μας αποκαλύφθηκε η άπειρη Αγάπη στην ενότητά της με την εξίσου άπειρη Ταπείνωση. Στην ταπείνωση υπάρχει το μεγαλείο. Επειδή ο Χριστός ταπείνωσε τον Εαυτό Του, Του δόθηκε όνομα, επάνω από κάθε άλλο όνομα: «Πας ο υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται και ο ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται» (Λουκ. 14,11). Και οι πατέρες μας πίστευαν ότι, αν μόνη η υπερηφάνεια αρκούσε για την πτώση, τότε δεν αρκεί άραγε για τη σωτηρία και μόνη η ταπείνωση;



(Αρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Το μυστήριο της Χριστιανικής ζωής, Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου Έσσεξ Αγγλίας, 2010 σ. 399- 403).

Τρίτη 1 Ιουλίου 2014

Ο Σταυρός ως αξεπέραστο επίπεδο και μοντέλο Παιδείας (π. Κωνσταντίνος Στρατηγόπουλος) alopsis


ΘΕΟΛΟΓΙΑ

Απομαγνητοφωνημένη ομιλία του πρωτοπρεσβύτερου Κωνσταντίνου Στρατηγόπουλου, που πραγματοποιήθηκε στον Ιερό Ναό Κοιμήσεως Θεοτόκου Βούλας, την Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως, 11/03/2007


Σεβασμιώτατε Επίσκοπε - υπόμνηση και τύπος του εν τω μέσω ημών Σταυρωμένου και Αναστημένου Χριστού. Σεβαστοί πατέρες - και ταυτόχρονη υπενθύμιση της καθημερινής θυσίας του Χριστού. Λαέ του Θεού ορθόδοξε - φορέα του σταυροαναστάσιμου ήθους της πονεμένης και μαρτυρικής ορθοδοξίας.

Εδώ και μερικές μέρες στο κέντρο της Αθήνας γίνεται μια πάλη για την παιδεία. Η μια μεριά χρησιμοποιεί δακρυγόνα, για να επιβληθεί ένα μοντέλο παιδείας. Η άλλη μεριά έκαψε την ελληνική σημαία. Μήπως, υπενθύμιση της χαμένης και ξεχασμένης προτάσεως περί παιδείας; Κάποιοι άλλοι έκαψαν ένα φρούριο στον «Άγνωστο Στρατιώτη». Μήπως και πάλι υπενθύμιση της χαμένης και ανύπαρκτης ιστορίας των αγνώστων, μαρτυρικών στρατιωτών αυτού του τόπου; Η Παιδεία.

Μερικές μέρες μετά, μετά απ’ τα καπνογόνα, η Ορθόδοξη Εκκλησία θυμάται το Σταυρό και γιορτάζει σήμερα αυτή τη μνήμη Του και την προτείνει ως αξεπέραστο επίπεδο και μοντέλο Παιδείας. Μην το ξεχάσουμε -εμείς τουλάχιστον- γιατί θα μπούμε πάλι στην αντιπαλότητα - ποιο είναι το υπόδειγμα της Παιδείας. Καθημερινές προτάσεις παιδείας, εδώ κι αιώνες καταθέτει η Ορθοδοξία μας μπροστά στα μάτια μας. Ή τις δεχόμαστε ή καίμε μετά τη σημαία μας ή πετάμε δακρυγόνα.

Ο Άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος μια μέρα κατηγορήθηκε με μια πολύ βαριά κατηγορία. Μια κοπέλα που βρέθηκε έγκυος, για να δικαιολογηθεί, κατήγγειλε τον αναχωρητή ότι τη βίασε. Ρίχθηκαν τότε πάνω του και τον διαπόμπευσαν, κρεμώντας πάνω του μαγειρικά σκεύη και χτυπώντας και βρίζοντάς τον. Ο Άγιος δεν είπε λέξη για να απολογηθεί και μάλιστα δέχθηκε να εργάζεται πολύ για να ανταπεξέλθει στις ανάγκες της γυναίκας και του παιδιού του -όπως έλεγε- που του’ χε στείλει η θεία Πρόνοια. Όταν μετά από καιρό αναγνωρίστηκε η αθωότητά του, όλο το χωριό, έμπλεο θαυμασμού, πήγε να ζητήσει συγνώμη. Εκείνος όμως είχε φύγει. Έπρεπε να φύγει, γιατί αυτό το μοντέλο της παιδείας δεν ζητάει ούτε την καταξίωση, ούτε την κενοδοξία. Ήταν μια πρόταση παιδείας σταυρού της αδίκου κατηγορίας.

Ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, όταν βρέθηκε μπροστά σε μια ψευτοσύνοδο εκπροσώπων των ποικιλώνυμων Εκκλησιών της εποχής του, που είχαν καταντήσει σε αίρεση, άκουσε το ερώτημα: «Μάξιμε, σε ποια Εκκλησία ανήκεις; Του Βυζαντίου, της Ρώμης, της Αλεξανδρείας; Ορίστε, εμείς είμαστε ενωμένοι». Εννοείται στην αίρεσή τους. Κι αυτός τους είπε: «Ανήκω στην Εκκλησία όπου υπάρχει η ορθή και σωστή πίστη». Είναι το μαρτύριο της ορθής ομολογίας. Μετά από λίγο -δεν τον κατάλαβαν- καταδικάστηκε. Του ’κοψαν το χέρι και τη γλώσσα.

Υπάρχει το μαρτύριο και η παιδεία της αμεριμνησίας. Ο Άγιος Φιλάρετος τα ’χασε όλα · δεν είχε τίποτε. Το τελευταίο ζώο που του ’χε μείνει το ’δωσε σ’ έναν φτωχό που το χρειαζόταν. Και στο τέλος του ’μεινε ένα μελίσσι κι αφού το μοίρασε όλο σε φτωχούς, έδωσε το ρούχο του το τελευταίο σ’ έναν ζητιάνο που το ’χε ανάγκη. Αυτός σήκωσε την παιδεία της αμεριμνησίας.

Ο Άγιος Κύριλλος ο Φιλεώτης, όταν κατάλαβε ότι το μυστήριο της Ορθόδοξης Παιδείας κρύβεται στην ταπείνωση και στη διακονία, πήγε μόνος του, οικειοθελώς, για τρία χρόνια και εργάστηκε ως ναύτης σ’ ένα καράβι, αποφασισμένος να υπακούει σε όλους, όπως στον ίδιο τον Κύριο · δεχόμενος με χαρά χλευασμούς, λοιδορίες, ταπεινώσεις και αδικίες κάθε λογής. Ήταν άλλο μαρτύριο και μια άλλη παιδεία.

Υπάρχει ο σταυρός και η παιδεία της απλότητας. Ο Άγιος Θεμιστοκλής ήταν άνθρωπος με απλούς τρόπους και καθαρή καρδιά. Ήταν τσοπάνης. Μια μέρα ένας Χριστιανός της πόλεως -Διοσκουρίδης ονόματι- που τον κυνηγούσαν οι στρατιώτες για κάποιο δήθεν έγκλημα, βρέθηκε κοντά και ζήτησε να τον κρύψει ο άγιος. Τον έκρυψε ο Θεμιστοκλής. Λίγες στιγμές αργότερα κατέφθασαν οι διώκτες του και ρώτησαν αν είδε τον φυγάδα. Πιστεύοντας ο Θεμιστοκλής από απλότητα στην καλή τους προαίρεση και νομίζοντας πως όλοι οι άνθρωποι είναι όπως εκείνος, γεμάτοι συμπόνια και καλοσύνη, τους είπε : «αφήστε τον να φύγει, αδελφοί μου, για να γλιτώσει από τον θάνατο. Μην τον προσάγετε στον δικαστή. Χαρίστε του τη ζωή. Είναι χριστιανός, όπως και εγώ». Αυτά τα λόγια εξόργισαν τους διώκτες του. «Αν αρνηθείς να μας δώσεις αυτόν, θα συλλάβουμε εσένα στη θέση του». – «Σας έκανα την πρόταση για να ωφεληθείτε», είπε ο άγιος, «αλλά αφού την απορρίπτετε, με χαρά δέχομαι να με συλλάβετε αντ’ αυτού, γιατί είμεθα και οι δυο δούλοι του Χριστού και μέλη του αυτού Σώματος». Πέθανε μαρτυρικά ο Θεμιστοκλής. Έκανε την παιδεία της απλότητας και της θυσίας.

Ο Άγιος Ιλάριος [επίσκοπος] Πικταβίου - μια περιοχή της Ευρώπης, σήμερα λέγεται Πουατιέ. Σε μια τοπική σύνοδο, αφού είχε ομολογήσει θερμά την Ορθοδοξία, ο τοπικός τύραννος του είπε ότι αυτά που λέει τον αναγκάζουν να τον εξορίσει και φυσικά έχοντας πάνω του το μαρτυρικό ήθος της Ορθοδοξίας, ο Άγιος Ιλάριος είπε : «τους επισκόπους μπορείς να τους εξορίσεις, αλλά την αλήθεια όχι». Είναι το μαρτύριο της παρρησίας.

Ο Άγιος Μάξιμος ο Καυσοκαλυβίτης πέρασε από το μαρτύριο της υποτιθέμενης πλάνης. Μια μέρα είδε σε όραμα την Παναγία, η οποία τον διέταξε να ανεβεί στην κορυφή του Άθωνα, για να παραλάβει -ως άλλος Μωυσής- τις πλάκες του πνευματικού νόμου. Επί τρία μερόνυχτα έμεινε στην κορυφή, προσευχόμενος καρτερικά και αντιστεκόμενος θαρραλέα στις αδιάκοπες επιθέσεις των δαιμόνων. Τέλος, του παρουσιάστηκε η Παναγία και του είπε πολύ ωραίες προτάσεις για το πώς θα κατευθύνει τη ζωή του και του λαού. Όταν κατέβηκε απ’ την κορφή του βουνού ολόχαρος, πήγε σ’ έναν γέροντα ασκητή, ο οποίος, μη έχοντας το χάρισμα της διακρίσεως, τον κατηγόρησε ότι είναι πλανεμένος. Αντί να ζητήσει δικαίωση ο ταπεινός Μάξιμος, εξέλαβε τα λόγια αυτά ως θείο σημείο και αποφάσισε στο εξής να υποκρίνεται το σαλό και πλανεμένο. Στερήθηκε από τα πάντα, αλλά φοβόταν και τον πειρασμό της κενοδοξίας και φοβόταν τον πειρασμό του να ’ναι πραγματικά πλανεμένος. Σταυρό σήκωσε και πόνεσε. Ένα άλλο μοντέλο Παιδείας.

Υπάρχει ο σταυρός της αποφυγής της ματαιοδοξίας. Ο όσιος Πινούφριος ήταν ιερομόναχος και κάτω στην Αίγυπτο διοικούσε πνευματικά μια πολύ μεγάλη μονή. Τιμούμενος απ’ όλους για τις αρετές και τους αγώνες του εντός του μοναστηριού, αλλά και σ’ όλη την περιοχή, φοβήθηκε ότι θα στερούταν τους καρπούς της αιωνίου δόξης, λόγω της ανθρώπινης ματαιοδοξίας και αναγνωρίσεως της αγιότητός του. Σηκώθηκε κι έφυγε, χάθηκε, πήγε σ’ ένα ησυχαστήριο κι είπε αν μπορεί να γίνει καλόγηρος · κανείς δεν τον ήξερε κι έμεινε για χρόνια άγνωστος, κάνοντας όλα τα πιο ευτελή διακονήματα. Ήταν το μαρτύριο, αλλά ταυτόχρονα η παιδεία της αποφυγής της άκαιρης ματαιοδοξίας.

Υπάρχει ο σταυρός του έρωτα. Μας τον γνωρίζει ο Άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος όταν είπε : «ο εμός έρως εσταύρωται». Για να υπάρχει αγάπη και έρωτας, πρέπει να υπάρχει Χριστός και να ’ναι σταυρωμένος. Είναι το μαρτύριο και η παιδεία του σταυρωμένου έρωτα.

Η Αγία Θωμαΐδα η Λεσβία ήταν νέο κορίτσι όταν παντρεύτηκε μ’ έναν άνθρωπο που ήταν πάρα πολύ άγριος, σκληρός, κακός και βίαιος. Ανεχόταν υπομονετικά την κακή συμπεριφορά του, δοξολογώντας το Θεό και ζώντας κάθε ημέρα σταυρικά. Έζησε μαζί του δεκατέσσερα χρόνια και σε ηλικία 38 ετών εκοιμήθη μετά από ξυλοδαρμό που υπέστη από τον άνδρα της. Την έθαψαν και μετά από 40 ημέρες ο τάφος της ανάβλυζε ιάματα και θεράπευε ασθενείς. Μέσα σ’ αυτούς και ο δαιμονισμένος πλέον άντρας της που απ’ αυτήν θεραπεύτηκε. Ήταν μια άλλη παιδεία της υπομονής.

Υπάρχει ο σταυρός του πολιτικού ηγέτη. Ο Άγιος Μιχαήλ, ηγεμών της πόλεως Τβερ, κοντά στη Μόσχα. Ήταν τότε πρωτεύουσα εκεί, του κράτους, λόγω της κατοχής της Μόσχας από τους Τατάρους. Όταν έμαθε ότι γίνεται κάποιο κίνημα επαναστατικό για να τον διώξουν κάποιοι πολιτικοί αντίπαλοι, φώναξε και είπε : «μα, αν πρόκειται να χυθεί αίμα, πάρτε την εξουσία». Και ταυτόχρονα, όταν μετά από λίγο οι ορδές των Τατάρων έφτασαν έξω από την Τβερ για να την καταλάβουν, και δεν ήθελε να χυθεί ούτε μια στάλα αίματος του στρατού και των γυναικοπαίδων της πόλεως, πρότεινε στον ηγέτη των Τατάρων: «αν εγώ παραδοθώ, θα κάνεις αιματοχυσία;» Του είπε «όχι, εσένα θέλω». Και πήγε μόνος του και παραδόθηκε αιχμάλωτος. Επί μήνες τον Άγιο Μιχαήλ του Τβερ τον γύριζαν σ’ όλες τις πόλεις και τα χωριά των Τατάρων και της ευρύτερης Ρωσίας γελοιοποιώντας τον. Έγινε άγιος, γιατί ήταν ο πραγματικός ηγέτης· αυτός που πεθαίνει πρώτος για το λαό του.

Όταν ο Άγιος Ιωάννης ο Ελεήμων μοίραζε επανειλημμένα τρόφιμα σε φτωχούς, κατάλαβε μια μέρα ότι ένας φτωχός ήρθε πρώτη φορά, πήρε, μετά άλλαξε ρούχα ξαναπήρε, άλλαξε τρεις φορές ρούχα και ξαναπήρε. Δε θύμωσε μαζί του και είπε «δεν πειράζει, ίσως να είναι ο Χριστός που θέλει σήμερα να με επισκεφτεί τρεις φορές επανειλημμένα». Ήταν η απάντηση στην κοροϊδία και στον εμπαιγμό. Είναι μια άλλη παιδεία.

Όλοι ξέρετε την παιδεία της απόλυτης υπακοής του Αγίου Ιωάννου του Κολοβού. Μια μέρα ο γέροντάς του πήρε ένα ξύλο και το φύτεψε στη γη λέγοντας : «να το ποτίζεις κάθε μέρα μ’ ένα λαγήνι νερό, ώσπου να καρπίσει. Το νερό όμως ήταν πολύ μακριά. Κι έπρεπε να ξεκινάει το βράδυ και να επιστρέφει την άλλη μέρα το πρωί. Ο Ιωάννης, όμως, ανέλαβε το έργο αγόγγυστα και μετά τρία έτη το ξύλο έλαβε ζωή κι έκανε καρπός. Ο γέροντας το πήρε, πήρε και τους καρπούς, τους έφερε στην Εκκλησία λέγοντας στους άλλους αδελφούς : «λάβετε φάγετε, καρπό υπακοής». Ήταν το μαρτύριο, αλλά και η θεραπεία της υπακοής.

Ο Άγιος Οπρέα Μικλάου, ρουμάνος άγιος, ήταν χωρικός κι είχε οικογένεια. Βλέποντας τις διώξεις που υπέφεραν οι ορθόδοξοι και τις ταλαιπωρίες τους κάτω από δυνάμεις που αγαπούσαν άλλα πράγματα, σηκώθηκε μόνος του και πήγε στους ηγεμόνες των κρατών και τους είπε πως δεν είναι σωστό να ταλαιπωρούν τον ορθόδοξο λαό. Τον συνέλαβαν και τον σκότωσαν. Ήταν ο σταυρός και το μαρτύριο της παρρησίας στους δυνατούς της γης.

Ο Άγιος Νικόλαος του Πσκωφ, η Εκκλησία τον θέλει ως δια Χριστόν σαλό, είχε μια παρόμοια παρρησία. Ήταν Μεγάλη Σαρακοστή του 1570, όταν ο Ιβάν ο 4ος ο Τρομερός επιστρέφοντας στο Νόβγκοροντ, είχε πυρπολήσει και είχε καταστρέψει όλα τα γύρω χωριά. Ο Νικόλαος, ο μακάριος, ζούσε στην πόλη αυτή αγιασμένα και ταπεινά. Όταν έμαθε ότι έρχεται ο Ιβάν ο Τρομερός που έλεγε ότι ήταν ορθόδοξος και πίστευε -έλεγε- στο Χριστό, πήγε εκεί που πήγε να λειτουργηθεί ο Ιβάν. Μπήκε στη Λειτουργία και είχε μαζί του ένα δώρο για τον Ιβάν, ένα κομμάτι κρέας που έσταζε από αίμα. Εξοργισμένος ο Ιβάν του είπε «εγώ είμαι χριστιανός, δεν τρώω κρέας τη Σαρακοστή» και ο Νικόλαος του είπε «το αίμα των χριστιανών όμως το πίνεις μια χαρά». Ο Ιβάν έφυγε. Ήταν μια άλλη μορφή παρρησίας από έναν δια Χριστόν σαλό.

Ο Άγιος Βησσαρίων ο Αιγύπτιος είχε το σταυρό της ακτημοσύνης. Ήταν μονοχίτων. Μια μέρα στο δρόμο είδε έναν φτωχό, έβγαλε το χιτώνα του, τον έβαλε πάνω του κι έμεινε γυμνός. Όταν κατέβηκε στην πόλη του είπαν : «ποιος σε γύμνωσε;» και τους είπε : «ελάτε να σας δείξω». Μπήκε στην πρώτη Εκκλησία και τους έδειξε το Χριστό. Είναι ο σταυρός της ακτημοσύνης.

Η Αγία Ευδοκία η πόρνη, όταν άλλαξε και μετάνιωσε, βρέθηκε μπροστά στους αντιπάλους της που ήταν οι παλιοί εραστές της που την κατήγγειλαν στον οικείο διοικητή. Της προσέφεραν τρεις προτάσεις - για να αλλάξει. Η πρώτη πρόταση ήταν να λατρέψει τα είδωλα. Η δεύτερη να ξαναγίνει πόρνη. Και η τρίτη την περιουσία που είχε μαζέψει απ’ την πορνεία να τη δώσει στο κράτος και όχι στους φτωχούς. Δεν δέχτηκε τίποτε. Ήταν ο σταυρός των επιλογών. Κι αυτή η επιλογή καταλήγει στο μαρτύριό της.

Και τέλος, ως ένα πεδίο παιδείας άκρας ταπεινώσεως, θα σας θυμίσω τον Άγιο Αγάπιο τον Βατοπαιδινό. Ήταν ασκητής και μοναχός στην Κολιτσού, κοντά στη μονή Βατοπαιδίου. Τον συνέλαβαν οι Τούρκοι πειρατές και τον πούλησαν σκλάβο σ’ έναν ομόθρησκό τους ο οποίος τον κράτησε δώδεκα ολόκληρα χρόνια αλυσοδεμένο και τον έβαζε να κάνει τις πιο βαριές δουλειές. Υποτάχθηκε ταπεινά επί χρόνια στις βουλές της θείας Πρόνοιας και τέλος απελευθερώθηκε μ’ ένα θαύμα της Παναγίας και γύρισε πάλι στο κελί του στο Άγιον Όρος. Όταν τον είδε ο γέροντας του είπε : «τι δουλειά έχεις εδώ;» Λέει: «η Παναγία μ’ ελευθέρωσε». Του λέει «γύρνα πίσω, εκεί που ήσουνα. Αφήνεις το διακόνημά σου». Κι ο Άγιος Αγάπιος κάνοντας υπακοή επιστρέφει πάλι πίσω στο σκληρό αφέντη του. Κάθεται άλλα τόσα χρόνια και στο τέλος -έτσι γίνεται πάντα όταν έχουμε υποδείγματα παιδείας- αυτός του είπε : «γιατί τα κάνεις όλα αυτά;» Κι έμαθε για το Χριστό. Το αφεντικό το σκληρό κατέληξε με τα δύο παιδιά του μοναχός στο Άγιον Όρος.

Η ορθόδοξη παιδεία δεν είναι γραμμένη ούτε με καμένες σημαίες ούτε με δακρυγόνα. Είναι γραμμένη με αίμα. Αλλά αυτή η παιδεία είναι αυτή που πιάνει. Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως. Η άλλη παιδεία. Η ξεχασμένη παιδεία. Αν και εμείς σ’ αυτόν εδώ τον τόπο την ξεχάσουμε, κάθε μέρα θα ψάχνουμε νέα μοντέλα παιδείας. Θα ταλαιπωρούμεθα και θα ταλαιπωρούμε. Και τα δακρυγόνα και ίσως και το αίμα να πλεονάσουν καμιά μέρα ή κάποια μέρα στην πλατεία του Συντάγματος.






(Πηγή: www.floga.gr)

Παρασκευή 7 Φεβρουαρίου 2014

Αντρέϊ Ρουμπλιόφ: Αγιογράφος του Μεσαίωνα ή Βόρειος Αναγεννησιακός;

Αντρέϊ Ρουμπλιόφ: Αγιογράφος του Μεσαίωνα ή Βόρειος Αναγεννησιακός;

by
Στον Σολάρις του Στάνισλαβ Λέμ όπως τον κινηματογράφησε ο Αντρέϊ Ταρκόφσκι, ο αστροναύτης Κρίς Κέλβιν έχει μιάν εικόνα στον προσωπικό του θάλαμo μέσα στον διαστημικό σταθμό, ένα αντίγραφο αγιογραφίας. Ένα αντίγραφο της διάσημης Αγίας Τριάδας του 1425, που ζωγράφισε για την εκκλησία του Ζαγκόρσκ ο Αντρέϊ Ρουμπλιόφ (1370 – 1430), ο κατά τον Γιάννη Κουνέλλη «θρυλικός Ρώσος ζωγράφος»i.
Ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν θεωρούσε μιάν άλλη ταινία του Ταρκόφσκι, τον «Ρουμπλιόφ», ως την καλύτερη ταινία που γυρίστηκε από καταβολής κινηματογράφου. Τι είναι αυτό που συνδέει τους δύο Ρώσους, τον μεσαιωνικό αγιογράφο και τον κινηματογραφιστή στο τέλος του Εικοστού Αιώνα;
Ο Ρουμπλιόφ ήταν σύγχρονος με τους καλλιτέχνες της Δυτικής Ευρώπης που έζησαν στο μεταίχμιο μεταξύ Γοτθικού Μεσαίωνα και Αναγέννησης: Έζησε ταυτόχρονα με πρώιμους Ιταλούς Αναγεννησιακούςii όπως οι Τζάκοπο Ντέλλα Κουέρτσια (Jacobo della Quercia), ο Μασάτσιο (Masaccio), ο Ντονατέλλο, ο Μπρουνελλέσκι, ο Πάολο Ουτσέλλο (Paolo Uccello) και ο Φρά Αντζέλικο. Ήταν σύγχρονος με τους πρώτους Γερμανόφωνους δασκάλους του Άνω Ρήνου- επιφανείς κληρονόμοι τους μερικές δεκαετίες αργότερα ήταν ο Σονγκάουερ (Schongauer), ο Ματίας Γκρύνεβαλντ (Matthias Grünewald), οι Χόλμπάιν (Holbein) και ο Ντύρερ (Albrecht Dürer). Σύγχρονος επίσης ήταν με τους τρείς αδελφούς Λίμπουργκ (Paul, Jean και Herman Limburg) και με τον πρωτο-Φλαμανδό Γιάν βαν Έυκ (Jan van Eyck), τον επιλεγόμενο και «Ιταλό από την Μπρύζ».iii Ο Τζιόττο είχε πεθάνει λίγο πρίν ή λίγο μετά τη γέννηση του Αντρέϊ.
Για τη Ρωσία το πλαίσιο της εποχής διαφέρει πολύ από της Ιταλίας, του Ρήνου ή της Φλάνδρας. Ο όψιμος Μεσαίωνας στον Βορρά ήταν η τελική περίοδος των Μεταναστεύσεων των Λαών, πριν προκύψουν οι σταθερές εδαφικές επικράτειες. Στη Δυτική Ευρώπη οι Μεταναστεύσεις είχαν ολοκληρωθεί μερικούς αιώνες πριν. Και στη Ρωσία βέβαια, οι Σκανδιναυοί Βίκιγκς – οι Ρώς, οι Βάραγγοι των Βυζαντινών, που πέρασαν από τις μεγάλες λίμνες του Βορρά και κατέβηκαν από τα μεγάλα ποτάμια των πεδιάδων μέχρι τον Εύξεινο Πόντο, είχαν γίνει εδώ και δυο – τρεις αιώνες αδιαχώριστο κράμα με τους πολυπληθέστερους Σλάβους που ζούσαν ήδη εκεί. Πήραν τη γλώσσα και τον πολιτισμό από τους Σλάβους, αλλά έδωσαν το δικό τους όνομα, Ρώς, στην κοινή τους χώρα. Ο λαός που έφτιαξαν μαζί, είχε δεχθεί εδώ και καιρό τον Χριστιανισμό από το Βυζάντιο, με την Ανατολική του μορφή. Ωστόσο η αρχαία θρησκεία των θεών της φύσης επιβίωνε ακόμη και τότε σε κάποιες απομονωμένες αγροτικές νησίδες και σε μικρές φυλές αλλόγλωσες, Βαλτικές, Ουραλικές και Φιννοουγρικές, συνήθως κυνηγημένη και κρυφή.

Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2014

Σύμφωνο Ελεύθερης Συμβίωσης"

Σύμφωνο Ελεύθερης Συμβίωσης"article 15099


Ακολουθεί άρθρο του Μητροπολίτη Σισανίου και Σιατίστης Παύλου για το "Σύμφωνο Ελεύθερης Συμβίωσης" που απέστειλε στο Amen.gr:

Τρεῖς λέξεις πού πολύ πρόσφατα διεκδικοῦν τήν παρουσία τους στό χῶρο τῶν ἀνθρωπίνων σχέσεων. Τρεῖς λέξεις πού δίδεται ἡ ἐντύπωση ὅτι κομίζουν κάτι τό νέο καί τό προοδευτικό στήν ζωή τῶν ἀνθρώπων. Ἀκούγοντας τες γιά πρώτη φορά ἔνιωσα μιά ἀπορία, ἀλλἀ καί μιά αἴσθηση ὅτι κάτι δέν ταιριάζει καλά.

  Προσπαθῶ νά καταλάβω τήν πρόταση καί συνειδητοποιῶ ὅτι πρόκειται γιά τρεῖς λέξεις ὅπου ἡ μία ἀναιρεῖ τήν ἄλλη. Πόσο ἐλεύθερη μπορεῖ νά εἶναι μιά σχέση ἡ ὁποία χρειάζεται σύμφωνο; Τό σύμφωνο δέν ἔρχεται νά περιορίσει αὐτή τήν ἐλευθερία;  Πόσο ἐλεύθερη μπορεῖ νά εἶναι μιά σχέση πού τήν ὀνομάζουμε συμβίωση; Ἡ συν+βίωση σάν πραγματικότητα δέν προϋποθέτει μιά ἐκχώρηση τῆς ἐλευθερίας σου στόν ἄλλο; Ἐάν μιλούσαμε γιά σύμφωνο συμβίωσης αὐτό θά ἦταν κατανοητό. Γιατί ὅμως προσθέτουμε τήν λέξη «ἐλεύθερης»;Γιά νά δείξουμε ὅτι εἴμαστε κάτι ἄλλο ἤ γιά νά κρύψουμε τήν γύμνια τῆς ψυχῆς μας; Ἀλλά σύμφωνο συμβίωσης εἶναι ὁ πολιτικός Γάμος. Γιατί χρειάζεται κάτι ἄλλο, κάτι διαφορετικό; Σέ τί συνίσταται λοιπόν αὐτή ἡ διαφορά;

Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2014

ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ ΜΕ ΓΕΡΟΝΤΑ ΠΑΪΣΙΟ

ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ ΜΕ ΓΕΡΟΝΤΑ ΠΑΪΣΙΟ

γεροντας-παισιοςΣεβαστέ μου Γέροντα Θεόκλητε, ἅγιε Καθηγούμενε τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Ἀρσενίου τοῦ Καππαδόκου, καί μάλιστα κτήτορος αὐτῆς, τήν ὁποίαν Ἱερά Μονή ὁ ἴδιος ὁ μακαριστός Γέροντας Παΐσιος εὐλόγησε καί μέ τήν προσευχή του καί μέ τήν προσωπική του παρουσία πάλιν καί πολλάκις, καί, ὡς ἐκ τούτου, καί τότε καί πάντα εἴχατε καί ἔχετε τίς εὐλογίες του καί τίς εὐχές του.
Σεβαστέ μου ἅγιε Πρωτοσύγκελε τῆς θεοσώστου ταύτης καί ἱστορικῆς Μητροπόλεως Κονίτσης πάτερ Ἰωήλ, σεβαστοί μου πατέρες, σεβαστέ μου πάτερ Φώτιε καί πάτερ Ἀπόστολε, καί ἀγαπητοί ἐν Χριστῷ ἀδελφοί.
Ἡ συγκίνησίς μου εἶναι πάρα πολύ μεγάλη, καθ᾽ ὅτι ὁ Κύριος τῆς δόξης καί ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, παρορῶσα τό ἀπύθμενο πέλαγος τῶν προσωπικῶν μου ἁμαρτιῶν, μέ ἀξίωσε νά λειτουργήσω, ἤ, μᾶλλον, ὁ Χριστός λειτούργησε διά μέσου τῆς ἐμῆς ἐλεεινότητος, σ᾽ αὐτό τό ἱστορικό ἐξωκκλήσι τῆς Ἁγίας Βαρβάρας Κονίτσης – ἄλλωστε ἡ θεία Χάρις εἶναι ἐκείνη ἡ ὁποία τά ἀσθενῆ θεραπεύει καί τά ἐλλείποντα ἀναπληροῖ. Καί, περιττό νά εἴπω τί μεγάλη σημασία ἔχει καί πῶς συνδέεται ἡ ἐκκλησία αὐτή μέ τόν μακαριστό Γέροντα Παΐσιο, διότι, ξέρετε καλύτερα ἀπό μένα, πόσες καί πόσες φορές δέν ἐρχόταν ἐδῶ ἀπό μικρό παιδί, ἀλλά καί σάν μοναχός ἀργότερα καί προσηύχετο. Γιά ὅποιον ἔχει πνευματικές αἰσθήσεις, ἐδῶ, ἀκόμη καί οἱ πέτρες καί τά ντουβάρια καί ἡ σκόνη καί ὁ σοβᾶς, ἔχουν ἁγιασθῆ ἀπό τόν ἱδρῶτα, τήν ἀγωνία καί ἀπό τήν προσευχή τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος Παϊσίου.
Πόσα κρυφά, ἄγνωστα, ἀλλά καί πόσα γνωστά βιώματα, ἡ ὑπερχείλησις τῆς προσωπικῆς του πνευματικῆς δεξαμενῆς, δέν ἀπέκτησε σέ αὐτόν τόν ἱερό χῶρο. Ὅπως εἴπαμε, καί οἱ τοῖχοι εἶναι ἐμποτισμένοι μέ τόν πνευματικό ἱδρῶτα τοῦ Γέροντος. Ἀπό παντοῦ ἐκπέμπονται πνευματικές ἀτελείωτες ἐνέργειες.
Ἀποκορύφωμα, βέβαια, ὅλων αὐτῶν ἀποτελεῖ ἡ πρώτη του ὑπέρ νοῦν καί ἀνθρωπίνην αἴσθησιν καί φαντασίαν καί διάνοιαν Χριστοφάνεια, τήν ὁποίαν εἶχε ἀπό τήν ἡλικία τῶν δεκαπέντε ἐτῶν. Τότε πού ἡ ἄρρητος θέα τοῦ ἀναστημένου καί ἀναληφθέντος Χριστοῦ ἔγινε, μέ τήν δύναμι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, φανερή καί αἰσθητή στό νεαρό τότε παιδί Ἀρσένιο, ὅταν μέσα σέ ἄκτιστο θεϊκό Φῶς, τοῦ ἐφανερώθη ὁ Βασιλεύς τῶν βασιλευόντων καί Κύριος τῶν κυριευόντων Χριστός.
Ἡ ἀξία, ὅμως, αὐτῆς τῆς θεοπτίας, ἡ ὁποία, προφανῶς, δέν ἦταν καί ἡ μόνη – αὐτή ἦταν ἡ ἀρχή – εἶναι μοναδική καί ἦταν καθοριστικωτάτης πνευματικῆς σημασίας, καί γιά τόν ἴδιο, καί γιά ὅλους ἐμᾶς, καί γιά ὅλη τήν Ὀρθόδοξη ἐπικράτεια. Καί στήν συνέχεια θά καταλάβετε, πιστεύω, τί ἐννοῶ.
Καί αὐτό, γιατί τότε ἐδέχθη τήν πρώτη ”πλήρη” προσωπική θεία ἀποκάλυψι.Καί λέμε ”πλήρη” σέ εἰσαγωγικά, γιατί εἰς τόν Θεό δέν ὑπάρχει ποτέ ἡ πληρότητα ὡς πρός τήν φανέρωσί Του. Ἀμυδρῶς πάντα ἀποκαλύπτεται ὁ Θεός κι ἄν ἀπό τό ἄπειρο ἀφαιρέσωμε τό πεπερασμένο, πάλι παραμένει ἄπειρο, ἐκεῖνο πού δέν ἀποκαλύπτεται. Πιό μεγάλη πάντα εἶναι ἡ συγκάλυψις παρά ἡ ἀποκάλυψις τῆς Θεότητος. Τέλος πάντων, ἐδῶ εἶχε τήν πρώτη ”πλήρη” προσωπική θεία ἀποκάλυψι καί, μάλιστα, ἐντελῶς ἀπροσδόκητα.
Παρένθεσις: Ἀπό τότε διεφαίνετο ἡ μεγάλη του πνευματική ἀρχοντιά, πού ζήτημα εἶναι ἄν ἐμεῖς πήραμε μυρωδιά ἀπό τό μέγεθός της, καθώς καί ἡ ἀνιδιοτέλεια τοῦ μετέπειτα, βέβαια, γνωστοῦ Γέροντος Παϊσίου.
Τί εἶπε σέ ἐκείνη τήν περίστασι τό  ”ἀνώριμο” μυαλό ἑνός μικροῦ παιδιοῦ; Ἀκοῦστε τί εἶπε, γιά νά δοῦμε, ἐδῶ, ὡριμότητα ἑνός ἀνώριμου παιδιοῦ: «Ἀκόμη καί γιά τήν καλωσύνη καί γιά τήν ἀρετή πού εἶχε ὁ Χριστός, ἀξίζει νά Τόν ἀγαπήσω καί δέν θέλω, οὔτε Παράδεισο, οὔτε τίποτα!» Καί, ἀκριβῶς, ἐκείνη τήν χρονική στιγμή, ὁ Ἐτάζων καρδίας καί νεφρούς καί Γνωρίζων καί τά μέλλοντα – γιατί στόν Θεό δέν ὑπάρχει μέλλον – ἐφανερώθη, ἀναστημένῃ καί ἀναληφθείσῃ σαρκί, ὁ Ὤν, ὁ Ἦν καί ὁ Ἐρχόμενος.
        Αὐτή ἡ ἐμπειρία, εἶχε, γιά τόν νεαρό τότε Ἀρσένιο Ἐζνεπίδη, ἀνυπολόγιστη ἀξία καί καθοριστική σημασία γιά ὅλην τήν ὑπόλοιπη ζωή του, διότι τότε ἀνεγεννήθη ἄνωθεν καί ἔβγαλε ”πνευματικά φτερά”. Ἀργότερα, ὁ ἴδιος ἔλεγε σέ πολλούς ”πότε, εὐλογημένε, θά βγάλης πνευματικά φτερά;” Ἀπό τότε, τήν ἀθώα καί πρίν εὐάλωτη παιδική του ψυχή δέν μποροῦσε, πλέον, ὡς ἐκ τούτου, κανείς καί τίποτε νά τήν ταλαντεύση ὡς πρός τήν ἀλήθεια περί ἀνθρώπου χρησιμοποιῶντας ὁ,τιδήποτε, ἀκόμη καί τήν σκοπιμότητα τῆς ἐπιστήμης, μέ τήν θεωρία τῆς Ἐξελίξεως τοῦ Δαρβίνου, κλπ. Διότι, ὅ,τι γεύεσαι μόνος σου, κανείς δέν μπορεῖ νά σοῦ τό ἀφαιρέση, ἐκτός, βέβαια, ἐάν αὐτοκτονήσης πνευματικά, πρᾶγμα πού εἶναι πρακτικά ἀδύνατον μετά ἀπό τέτοιες ἐμπειρίες.
Ἴσως, ὅμως, κανείς ἀναρωτηθῆ: Ὅλα καλά, ἀλλά πῶς ἦτο ἄξιο ἕνα τόσο μικρό, νεαρό παιδί, ὅσο καλό κι ἄν ἦταν, νά δεχθῆ μία τόσο ἰσχυρή Χριστοφάνεια, πού τόσοι ἀσκητές, ἐρημίτες, πού ἱδρώνουν νύχτα-μέρα μέ τό Α´ τυπικό, μέ τό Β´ τυπικό, δέν τό πετυχαίνουν ποτέ, ἐνῶ κάποιοι ἀπ᾽ αὐτούς ”δέρνουν ἀέρα” – λίγες φορές, βέβαια, ἀλλά δέν εἶναι ντροπή νά τά λέμε καί αὐτά -, γιά τούς ὁποίους ἔλεγε πάλι ὁ μακαριστός Γέροντας Παΐσιος ”νά τά βράσω τά κομποσχοίνια τους”, γιατί συμβαίνουν καί αὐτά, δυστυχῶς, κάποιες φορές.
Πῶς, λοιπόν, ἕνα νεαρό παιδί εἶχε μία τέτοια ἐμπειρία ἀμέσως τόσο ἐνωρίς, ἐνῶ ἄλλοι – νά μιλήσωμε πιό ἁπλᾶ, γιά τούς λαϊκούς, καί ὄχι μόνο γιά τούς λαϊκούς – ἔχουν ἀμφιβολίες, βασανίζονται ἀπό διάφορες ἀπορίες καί προβλήματα καί ὁ Θεός ”δείχνει” νά μήν ἀνταποκρίνεται μέ τέτοιον ἄμεσο τρόπο, γιά νά μή ποῦμε ὅτι φαίνεται ”σάν” νά ἀδιαφορῆ, σέ ὅλους αὐτούς, σέ ὅλους ἐμᾶς θά ἔλεγα;
Κατ᾽ ἀρχάς, γιά νά στηρίζωνται οἱ Χριστιανοί στόν ἀγῶνα τους, θά ἔλεγα, ὅτι ἀρκεῖ ἡ ὅλη ἱστορική θεοαποκάλυψι. Δηλ., ἀρκεῖ νά ἐνθυμοῦνται τί ἔκανε ὁ Θεός στό ἀνθρώπινο, ταλαίπωρο, πεπερασμένο ἱστορικό γίγνεσθαι, νά ἐνθυμοῦνται τά διάφορα γεγονότα πού ἔγιναν κατά τήν περίοδο τῆς θείας Οἰκονομίας, τίς προφητεῖες, κλπ., γιά νά πιστέψουν καί γιά νά συντηροῦν τήν πίστι τους στήν Θεότητα καί μοναδικότητα καί μεσσιανικότητα τοῦ Χριστοῦ.
Καί, κατόπιν, θά πρέπη νά στοχεύσουν στήν προσωπική ἐφαρμογή τῶν συνεπειῶν αὐτῆς τῆς ἱστορικῆς θεοαποκαλύψεως, στήν ἐφαρμογή τῶν ἐντολῶν. Αὐτά, ἐάν τηροῦνται σωστά, φθάνει κανείς, χωρίς νά τό ἐπιδιώκη στήν ἀπέκδυσι τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου. Ὁ π. Παΐσιος τόνιζε, ὅτι ὁ κεντρικός καί τελικός σκοπός τοῦ Χριστιανοῦ πρέπει νά εἶναι ἡ ἀπέκδυσις τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου. Τά ἄλλα – θεῖες ἐμπειρεῖες κλπ. – δέν θά πρέπη νά μᾶς ἀπασχολοῦν. Ἄν λοιπόν κανείς κάνη συνειδητά αὐτά, ἐφαρμόζη τίς ἐντολές δηλ. μέ πληρότητα, τότε, χωρίς νά τό θέλη, χωρίς νά τό ἐπιδιώκη μᾶλλον, φθάνει στήν προσωπική του πλέον θεοαποκάλυψι, ἀνάλογα βέβαια καί μέ τήν ἰδική του πνευματική χωρητικότητα, ἀνταπόκρισι, δηλ. μέ τά δικά του προσωπικά πνευματικά κυβικά.
Ἐδῶ, βέβαια, στόν τότε νεαρό Ἀρσένιο Ἐζνεπίδη ὑπῆρχε μία λαμπρά καί δικαιωτάτη ἐξαίρεσις τοῦ πνευματικοῦ κανόνος πού προανεφέραμε.
Καί ἐξηγούμεθα: Κατ᾽ ἀρχάς, τό τονίζομε, ὅτι τό νεαρό τότε παιδί οὔτε κἄν φανταζόταν  νά συμβῆ ἐκεῖνο πού συνέβη στόν χῶρο αὐτόν. Ὁ Θεός, ὅμως, πού προεγνώριζε – ὁ Θεός δέν προορίζει κανέναν, ὅπως ἔλεγε πάλι ὁ Γέροντας, ἀλλά προγνωρίζει τά πάντα χωρίς νά δεσμεύη τήν ἐλευθερία κανενός, μέ αὐτήν τήν ἔννοια – ὁ Θεός, λοιπόν, πού προεγνώριζε τήν λαμπρή, προσωπική, πνευματική, περιπετειώδη πορεία τοῦ Γέροντα, τοῦ ἔδωσε, ἐκ τῶν προτέρων, τήν μεγίστη ἐμπειρία τῆς Χάριτος, εὐθύς ἐξ ἀρχῆς. Κάτι ἀνάλογο, βέβαια, δέν συνέβη καί μέ τόν Ἀπόστολο Παῦλο, ἤ μέ τόν Ἅγιο Συμεών τόν Νέο Θεολόγο, πού σέ ἡλικία δέκα τεσσάρων ἐτῶν εἶχε ἀνάλογες ἐμπειρίες; Ἤ, ἀργότερα, μέ τόν πιό σύγχρονο Ἅγιο Σιλουανό τόν Ἀθωνίτη;
Ὅλοι αὐτοί, καί πολλοί ἄλλοι Ἅγιοι, προγεύθηκαν τήν μεγίστη Χάρι σχετικά ”εὔκολα”, πού δέν ἦταν βέβαια, καί τόσο εὔκολο ὅσο φαίνεται. Μετά, ὅμως, ἠκολούθησαν ἐκ μέρους τους ὑπεράνθρωποι ἀγῶνες καί τούς βρῆκαν τέτοιοι πειρασμοί, πού ἐμεῖς δέν μποροῦμε νά φαντασθοῦμε, ἤ νά διανοηθοῦμε. Ἐδοκίμασαν ἐσχάτη θεία ἐγκατάλειψι, ἕως ψυχικοῦ θανάτου. Μάλιστα, λένε οἱ εἰδικοί, ὅτι αὐτή ἡ περίπτωσις, τό νά πάρη δηλ. κανείς τόσο μεγάλη Χάρι τόσο ἐνωρίς, εἶναι μέν εὐλογία, ἀσύλληπτη φυσικά, ἡ ὁποία, ὅμως, συνήθως, ἀκολουθεῖται ἀπό τούς πλέον σκληρούς πειρασμούς, μποροῦμε νά ποῦμε ὑπέρ τήν ἀνθρωπίνη δύναμι παρ᾽ ὅ,τι λέγει τό Εὐαγγέλιο ὅτι δέν θά πειρασθοῦμε πάνω ἀπό τήν δύναμί μας.
Ἀναφέρεται, ὅμως, στήν Πατερική Γραμματολογία  - ἀββᾶς Ἰσαάκ, ἀββᾶς Δωρόθεος, κλπ. -, ὅτι, κάποιοι Ἅγιοι ἐπειράσθησαν πάνω ἀπό τήν ἀνθρώπινη δύναμι. Μέ ποιά ἔννοια ὅμως; Μέ τήν ἔννοια ὅτι ἐπειράσθησαν γιά τόσο χρονικό διάστημα, πού νά μή προλάβη ὁ ὑπεράνθρωπος πειρασμός νά τούς διαλύση ψυχο-πνευματικο-οργανικά. Ὅπως λέγει ὁ ἀββᾶς Δωρόθεος, πού φαίνεται εἶχε ὑποστῆ τέτοια δοκιμασία, ”ἄν ἡ δοκιμασία μου κρατοῦσε λίγο παραπάνω, δέν θά ἄντεχα, θά μέ εἶχε διαλύσει αὐτός ὁ πειρασμός”. Ὁ δέ ἀββᾶς Ἰσαάκ ὁ Σῦρος προτρέπει τί νά κάνωμε σέ παρόμοιες περιστάσεις: ”Πέσε καί κουκουλώσου μέχρι νά περάση ὁ πειρασμός” κλπ.
Λοιπόν, σέ αὐτήν τήν κατηγορία ἀνῆκε, ἀναμφισβήτητα, στούς ἐσχάτους ὅμως πονηρούς καιρούς μας, καί κατέχει μάλιστα ἐξέχουσα θέσι, ὁ συμπατριώτης σας π. Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης.
Ἀλλ᾽ ἄς μή κάνωμε τώρα ἄλλες ἀναλύσεις σέ τέτοιου εἴδους πνευματικά θέματα, πῶς γίνεται δηλ. ἡ ἕλξις τῆς Χάριτος, ἡ ἄρσις τῆς Χάριτος, πού, στούς μεγάλους Ἁγίους, ἀκολουθεῖται ἀπό θεοεγκατάλειψι, γιατί αὐτά τά θέματα εἶναι  πιό δύσκολα νά κατανοηθοῦν καί νά ἀναλυθοῦν καί δέν ἅπτονται τῶν ἰδικῶν μας πνευματικῶν μέτρων. Σέ αὐτό τό πνευματικό φαινόμενο, ὁ ἀγωνιστής ἐξ ὑποκειμένου αἰσθάνεται, ὅτι ὁ Θεός τόν ἔχει ἐγκαταλείψει, πέρα γιά πέρα, Ἀλλά, ἐξ ὑποκειμένου, καί ὄχι ἐξ ἀντικειμένου. Τό ὅτι ὁ Θεός μᾶς ἐγκαταλείπει, δέν εἶναι σωστό. Γιατί, μποροῦμε νά ποῦμε, ὅπως ἔλεγε καί μία ἐκλεκτή ψυχή, ὅτι ἐμεῖς μᾶλλον πάσχομε, ὄχι ἀπό θεοεγκατάλειψι, ἀλλά ἀπό ”αὐτοθεοεγκατάλειψι”, δηλ. μόνοι μας αὐτοθεοεγκαταλειπόμεθα, ἐφόσον ἐμεῖς  ἐγκαταλείπομε τόν Θεό καί ὄχι ὅτι ὁ Θεός ὄντως μᾶς ἐγκαταλείπει. Ὁ Θεός ἐπιτρέπει νά πειραζώμεθα μέ προαγωγικούς καί παιδαγωγικούς πειρασμούς, προκειμένου νά μᾶς ὠθήση πνευματικά, γιά νά γνωρίσωμε τήν ταπείνωσι τῶν τελείων, ἡ ὁποία συνίσταται στήν ἐπίγνωσι τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ καί στήν ἐπίγνωσι τῆς ἰδικῆς μας ἀδυναμίας. Ἄλλωστε, πῶς ὁ Θεός νά ἐπιτρέψη νά μᾶς συμβοῦν αὐτά τά πράγματα, ἀφοῦ, ὅπως εἴπαμε, τίς περισσότερες φορές, αὐτοθεοεγκαταλειπόμεθα, δηλ. ἀπιστοῦμε καί βασανιζόμεθα καί πάσχομε ἀπό λογισμούς, λόγῳ ἀκριβῶς τοῦ ὅτι ἔχει διαταραχθῆ, ἀπό δική μας ὑπαιτιότητα, ἡ σχέσις μας μέ τόν Θεό.
Τοὐλάχιστον, ὅπως ἔλεγε ὁ μακαριστός Γέροντας, νά ἀγωνιζώμεθα νά πιάσωμε τήν πνευματική βάσι στίς πνευματικές αἰώνιες ἐξετάσεις, πού θά λάβουν χώρα στήν Δευτέρα Παρουσία ἐννοεῖται. Ἀλλά καί ὅταν ἡ ψυχή ἀναχωρῆ  τήν ὥρα τοῦ θανάτου δηλ., ἤδη κρίνεται. Κι ἐμεῖς ταπεινά προσθέτομε νά ἀγωνιζώμεθα νά πιάσωμε τήν βάσι μέ καλό συντελεστή ἀσφαλείας, γιά νά ἔχωμε τήν βεβαιότητα ὅτι πιάσαμε τήν βάσι τῆς σωτηρίας, πάντα βέβαια Χάριτι Θεοῦ, γιατί ὅλοι μας μόνο μέ τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ σωζόμεθα.
Ἔτσι, λοιπόν, σέ αὐτό τό ζεστό οἰκογενειακό πνευματικό περιβάλλον, νομίζω ὅτι εἶναι ἁρμόζον καί ἐπιβλητέον, ἄλλωστε καί μοῦ ἐζητήθη, νά σᾶς ἀναφέρω κάποιες ἱστορίες καί γεγονότα ἀπό τόν π. Παΐσιο, τά ὁποῖα ἀφοροῦν καί μέρος τῆς προσωπικῆς μου ἐλεεινῆς πνευματικῆς ζωῆς. Καί τοῦτο, γιά δύο-τρεῖς λόγους.
Ὁ πρῶτος λόγος, πού ἀρκεῖ καί περισσεύει, εἶναι ὅτι μοῦ ἐζητήθη αὐτό. Ὁ ἄλλος λόγος εἶναι γιά νά θαυμάση κανείς, κυρίως αὐτό, τήν διάκρισι, τό μεγαλεῖο καί τά ὑπερφυσικά χαρίσματα τοῦ Γέροντος Παϊσίου, διά μέσου κάποιων ἱστοριῶν πού θά σᾶς διηγηθῶ καί πού θά σᾶς εἶναι προφανῶς ἄγνωστες γιατί ἄλλωστε, τά τόσα χρόνια πού μέ γνωρίζετε ποτέ δέν ἄνοιξα τό ἁμαρτωλό μου στόμα νά ἀναφερθῶ σ᾽ αὐτές, τοὐλάχιστον κάπως δημόσια. Καί, ἕνας τελευταῖος λόγος εἶναι γιά νά καταλάβετε, ἔστω καί μερικῶς, ποῦ ὀφείλεται ἡ μεγάλη μου ἀγάπη, ὁ σεβασμός καί ἡ ὑποχρέωσι πρός τό πρόσωπο τοῦ Γέροντος Παϊσίου. Ὁ Γέροντας μᾶς ἅρπαξε  ἀπό τό στόμα τοῦ λύκου – γιατί ποιός ξέρει ποῦ θά βόσκαμε τώρα – καί μᾶς ὡδήγησε σέ νομάς σωτηρίους, ἄν καί βέβαια, νά μή λέμε ὑπερβολές- ἀπό μικροί πηγαίναμε στήν ἐκκλησία καί εἴχαμε πόθο Θεοῦ. Ὁ Γέροντας Παΐσιος, ὅμως, ἦταν ἐκεῖνος πού μᾶς γνώρισε τήν γνήσια πνευματική ζωή καί γι᾽ αὐτό αἰσθανόμεθα πρός τό πρόσωπό του μεγάλη εὐλάβεια καί ὀφείλομε ἀπέραντη εὐγνωμοσύνη στόν ἅγιο Γέροντα Παΐσιο.
Λοιπόν, θά σᾶς διηγηθῶ μερικά πράγματα ἀπό τήν προσωπική μου ζωή, πάντα περιληπτικά, γιατί δέν γίνεται ἀλλιῶς:
Σέ ἡλικία δέκα ἑπτά ἐτῶν τότε, τό 1979, καλοκαῖρι, Ἰούλιο μῆνα, μέ μία παρέα τριῶν ἀτόμων,  πήγαμε, γιά πρώτη φορά, στόν μακαριστό Γέροντα ( ἀπό τούς τρεῖς μας οἱ δύο ἔχουμε γίνει ἱερομόναχοι).  Ἐκείνη τήν ἡμέρα, τό πρωϊνό ἐκεῖνο, ἄν καί καλοκαῖρι, πού ἔχει πιό πολύ κόσμο στό Ἅγιον Ὄρος, παραδόξως, στό Κελλί τοῦ Γέροντα εἶχε ἐλάχιστο κόσμο, γιά νά μή ποῦμε σχεδόν καθόλου. Ἐκεῖ, καθίσαμε περίπου μία ὥρα, κατά τήν ὁποία μᾶς μετέδιδε πνευματική ἐνέργεια, χωρίς ἐννοεῖται νά τό ἐπιδιώκη – αὐτή εἶναι ἡ πραγματικά ἐπηρεάζουσα καί σώζουσα πνευματική ἐνέργεια τῶν Ἁγίων -, καί τήν ὁποία ἐξέπεμπε, ἐννοεῖται, σέ ἄλλη συχνότητα καί ἔντασι ἀπό ἐκεῖνες πού εἴχαμε γνωρίσει, συνηθίσει καί ἀκούσει, μέχρι τότε.
Ἐκείνη τήν ἡμέρα, μεταξύ τῶν πολλῶν ἄλλων, μᾶς εἶπε νά ἀποκτήσωμε τήν καλή πνευματική ἀνησυχία γιά νά ἔχωμε καί πνευματικές χαρές. Νά γνωρίσωμε τήν Ὀρθοδοξία πρῶτα ἐμπειρικά καί, μετά, δέν θά κινδυνεύωμε πλέον ἀπό ἕνα σωρό ἄλλα πνευματικά μικρόβια, πού τότε κυκλοφοροῦσαν, ἀλλά καί τώρα κυκλοφοροῦν, κατά μείζονα λόγον. Διότι, μᾶς ἔλεγε, ἄν κανείς ἀσχολῆται μέ ἄλλα πράγματα, φιλοσοφίες, κλπ., καί διαβάζη διάφορα βιβλία, πρίν γνωρίση ἐμπειρικά, καί ὄχι ἀκαδημαϊκά, τήν Ὀρθοδοξία, τότε, χωρίς νά τό καταλαβαίνη, τῇ συνεργείᾳ τῶν παθῶν του καί τοῦ διαβόλου, ἀποκτᾶ πνευματικά μικρόβια πού τόν σκοτίζουν καί τόν ἐμποδίζουν νά προοδεύση πνευματικά. Γι᾽ αὐτό, χρειάζεται, γιά ἕνα διάστημα μέχρις ὅτου ὁ Χριστιανός γνωρίση ἐμπειρικά τήν Ὀρθοδοξία, μέσῳ τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ἄνθρωπος νά βάζη τό μυαλό του, ἤ μᾶλλον τόν νοῦ του καλύτερα – γιατί δέν φταίει τό μυαλό μας, ὁ νοῦς μας φταίει γιά ὅλα γιά ὅ,τι στραβό μᾶς συμβαίνει, ἀλλά αὐτό εἶναι ἄλλο κεφάλαιο – νά βάζη λοιπόν τόν νοῦ του ”στό ψυγεῖο”, καί μάλιστα, ἔλεγε, ἀκόμη καλύτερα, ”στόν καταψύκτη”, ἕως ὅτου τό πάρωμε, βέβαια, μετά ἀπό τήν κάθαρσι καί τόν ἁγιασμό πού θά ὑποστῆ, ἄν ἀγωνισθοῦμε, ἁγιασμένο.
Πολλά μᾶς εἶπε, ἀλλά τό σημαντικώτερο ἀπ᾽ ὅλα ἦταν, ὅτι, χωρίς νά προσπαθήση, μοῦ μετέδωσε τήν ζωντανή βεβαιότητα τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ – πάθαμε πνευματικό σόκ δηλ. -, τήν βεβαιότητα τῆς δυνατότητας μετοχῆς στά ἀγαθά τοῦ Θεοῦ ἀπό αὐτήν τήν ζωή, ἐπίσης νοιώσαμε τήν νηφάλια μέθη τοῦ Γέροντα, τόν ἀκόρεστο κορεσμό του, καί τόν καϋμό του πότε θά φύγη ἀπό αὐτήν τήν πρόσκαιρη ζωή γιά νά ζήση ἐντονώτερα κοντά στόν Θεό, τά τοῦ Θεοῦ, γιά νά ζήση αὐτόν τόν ἀκόρεστο κορεσμό, ὅπως εἴπαμε, ἐντονώτερα. Καί αὐτό ἦταν ἕνα φαινόμενο ὑγιές, ὄχι ψυχοπαθητικό, πού, φυσικά, δέν ὠφείλετο σέ καμμία μορφή μελαγχολίας, κλπ., ἐννοεῖται. Ἦτο καθαρός θεῖος ἔρωτας, τό ὁποῖο σημαίνει, ὅτι ὁ Γέροντας Παΐσιος εἶχε δεχθῆ τόν ἀρραβῶνα τῆς Βασιλείας των Οὐρανῶν, ἀπό αὐτήν τήν ζωή, σέ μεγάλο βαθμό.
Ἐκεῖνο, ὅμως, πού ἔμεινε, τότε, σέ μένα πιό ἀνεξίτηλο στήν μνήμη μου, ἦταν ὅτι, μόλις φύγαμε ἀπό ἐκεῖ, ἀπό τό Κελλί του, εἴχαμε μία ἀπρόσκλητη, μία ἀπροσδόκητη, πνευματική χαρά, διαφορετικῆς ὑφῆς ἀπό τίς χαρές πού εἴχαμε μέχρι τότε αἰσθανθῆ κάνοντας π.χ. μία καλή πρᾶξι, ἤ ἀκούγοντας ἕναν ἔπαινο, κλπ. Γιατί, ἐμεῖς, σάν ἐμπαθεῖς πού εἴμαστε, ὅταν ἀκοῦμε κάποιον ἔπαινο, εἶναι φυσικό, λόγῳ τῶν φτωχῶν πνευματικῶν μέτρων μας, νά ἐπηρεαζώμεθα, κλπ.
Αὐτή ἡ χαρά, ὅμως, ἦταν τόσο πολύ δυνατή, πού ἀπορούσαμε τότε πῶς μᾶς συνέβαινε αὐτό. Ἦταν, ἀναμφισβήτητα, ἐξωτερικῆς μορφῆς – προελεύσεως χαρά, ἐρχομένη πρός ἐμᾶς. Ἀπό ποῦ, ὅμως, καί πῶς, δέν ξέραμε, γιατί δέν σκεφτόμαστε ἤ δέν ζούσαμε κάτι συγκεκριμένο τότε, ἐξ αἰτίας τοῦ ὁποίου θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι εἴχαμε κάποιο ἀνάλογο βίωμα. Χωρίς δηλ. νά σκεφτόμαστε κάτι, χωρίς πρίν νά εἶχε συμβῆ κάτι ἄλλο εἴχαμε ἐκείνη τήν ἀνεξήγητη χαρά, ἡ ὁποία ἦταν, βέβαια, ἀναμφισβήτητα, προϊόν τῆς εὐχῆς τοῦ Γέροντα καί τῆς ὁποίας τήν ἀξία, τότε, δέν ἐκτιμήσαμε δεόντως, ἀνώριμοι ὄντες, ὡς πρός αὐτά τά θέματα. Ποῦ, τότε, νά ξέραμε, ὅτι αὐτό – ὅπως καί πολλά ἄλλα γεγονότα βέβαια – θά καθόριζαν ὅλη μου τήν ζωή μετέπειτα καί ὅτι αὐτό ἦταν μία μεγάλη εὐεργεσία γιά τήν ὁποία βέβαια, εἴμαστε ἐντελῶς, μά ἐντελῶς, ἀναπολόγητοι.
Βέβαια, καί ἄλλες φορές, καί ὡς λαϊκός ὅταν ἤμουν, καί ὡς μοναχός, καί ὡς διάκονος, καί ὡς ἱερέας, ὅταν ζοῦσε ὁ Γέροντας, καί, ἰδιαίτερα, μετά ἀπό κάποιες Θεῖες Λειτουργίες, πού ἀναξίως ἔκανα εἰς τήν Παναγούδα, ἀλλά καί μετά τήν κοίμησι τοῦ Γέροντα, μετά τόν θάνατό του, μποροῦμε νά ποῦμε, ὅτι, ἀναμφισβήτητα, ἡ εὐχή τοῦ Γέροντα ἐνήργησε οὕτως ὥστε ὁ Θεός νά μᾶς δώση νά γευθοῦμε, ἔστω καί σέ ἐλάχιστο βαθμό – φυσικά καί πολύ μᾶς ἔπεφτε – κάτι ἀπό αὐτήν τήν θεϊκή του ἡδονή, κάποιες φορές, κατά τρόπο περίεργο καί ἀνεξήγητο, τοὐλάχιστον τά πιό παληά χρόνια. Γιά παράδειγμα, ὅταν φεύγαμε ἀπό τό Κελλί τοῦ Γέροντα καί πηγαίναμε πρός τόν κόσμο, τότε φούντωνε αὐτή ἡ θεϊκή ἡδονή, ἐνεργοῦσε δηλ. ἄκοπα, ἐνῶ, ἄλλες φορές, ὅταν ἀγωνιζώμασταν, δέν εἴχαμε σταγόνα – καί οὔτε βέβαια εἴχαμε τέτοια ἀπαίτησι, ἐννοεῖται. Μέ ὅλα αὐτά, θέλω νά πῶ πῶς ἐνεργοῦσε ἡ εὐχή τοῦ Γέροντα.
Ὅμως, αὐτή ἡ πρώτη χαρά ἦταν διαφορετική, ἄν καί ἦταν πνευματική κι ἀνέκφραστη. Δέν ἦταν, βέβαια, συναισθηματική – διανοητική. Ἄς τήν ὀνομάσω ”θεία”, πού ἦταν βέβαια θεία καί ἀνεξήγητη χαρά. Ἐνῶ, ἡ μετέπειτα, ἦταν ἄλλου εἴδους πνευματική γεύση, τά ἑπόμενα πνευματικά λουκουμάκια, πού, δι᾽ εὐχῶν τοῦ Γέροντος, μᾶς ἔδινε ὁ Θεός.  Ἦταν θεῖες ἡδονές. Ἄν δέν ὑπῆρχαν αὐτά γιά νά εἴμαστε εἰλικρινεῖς, ποτέ δέν θά παίρναμε τέτοια ἀπόφασι, μόνο ἀπό φιλότιμο, νά γίνωμε μοναχοί, γιατί καλό χαρακτῆρα, οὔτε εἴχαμε, οὔτε ἔχομε, ἄς εἴμαστε εἰλικρινεῖς μέ τόν ἑαυτό μας….
Καί τοῦτο, διότι ἡ παρθενία, ἡ μοναχική ζωή δηλ., ὅταν δέν ἔχη ἐξ ἀρχῆς πνευματικές ἐμπειρίες, δέν ἔχη τό ἀντίβαρο ἄν δέν εἶναι ἐρωτική, κατά Θεόν, καί ὄχι βέβαια κατά ἕναν τρόπο νεορθόδοξο καί κουλτουριάρικο, πού αὐτά εἶναι ἐντελῶς ἀπορριπτέα πράγματα, ἀλλά μέ ἀσκητικό τρόπο, ἡ παρθενία ἔχει πολλές ἀπρόβλεπτες παρενέργειες.
Ἡ δεύτερή μου ἐπίσκεψις στόν Γέροντα Παΐσιο ἦταν μετά ἀπό ἔνα χρόνο, ὅταν ἐτελείωσα τό Λύκειο. Μοῦ ἔκανε δέ, τότε, ἐντύπωσι τό ὅτι θυμόταν ὁ Γέροντας τήν πρώτη μας ἐπίσκεψι, ἄν καί ξέρετε πόσο κόσμο ἔβλεπε καθημερινά.
Μετά, ὡς φοιτητής, πήγαινα τακτικά στόν Γέροντα, ὅπως καί πολλοί ἄλλοι. Ἀλλά, πήγαινα καί σέ ἄλλα μέρη τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἐννοεῖται.
Μία φορά, πέρασα ἀπό τόν π. Ἐφραίμ τόν Κατουνακιώτη. Αὐτό, συνδέεται μέ τόν Γέροντα Παΐσιο, γι᾽ αὐτό τό ἀναφέρω. Σπούδαζα τότε στήν Θεσσαλονίκη καί ἤμουν στό β´ ἔτος τοῦ Πολυτεχνείου.
Ὁ π. Ἐφραίμ, ἄν καί δέν ἐδέχετο τότε, ὅπως ἴσως θά ξέρετε, τά ἔφερε ἔτσι ὁ Θεός καί τόν εἶδα. Μέ ἐδέχθη, καί, μοῦ εἶπε, ἀπό μόνος του, ἔτσι, μέ τήν βροντερή του φωνή, ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, μεταξύ τῶν ἄλλων ὠφελίμων, καί αὐτό τό ἀπροσδόκητο: «Ἐσύ, θά γίνης μοναχός σύντομα, καί ὅπου φύγει-φύγει!”
Ἐγώ, βέβαια, τότε, τοῦ ζήτησα ἐξηγήσεις – ἤμουν αὐθόρμητος, ἀλλά εἶχα καί λίγο θρᾶσος-θάρρος – καί ἐκεῖνος μοῦ εἶπε: «Θά σέ φωτίση ἡ Παναγία, παιδί μου, θά ἀνάψη τό θεῖον πῦρ  σύντομα καί θά γίνης καλόγερος». Αὐτό, μοῦ τό εἶπε ἀπό μόνος του.
Ἐγώ, βέβαια, ποὺ ἀκόμη, μέχρι τώρα, εἶμαι πολύ ἐπιφυλακτικός σέ αὐτά τά θέματα – κακῶς, βέβαια, τό λέω σάν ἐλάττωμα αὐτό, σέ βαθμό ὑπερβολικό -, ἔφυγα ἀπό ἐκεῖ χαρούμενος μέν γιά ὅλα τά ὑπόλοιπα, ἀλλά σέ αὐτό δέν ἔδωσα ἰδιαίτερη σημασία, ἄλλωστε ὅπως σᾶς εἶπα, εἶχα δεχθῆ τά πρῶτα πνευματικά  λουκουμάκια. Εἶχα ὄντως ἀποφασίσει νά γίνω μοναχός, ἀλλά δέν αἰσθανόμουν 100% ὥριμος τότε – ἤμουν 18-19 ἐτῶν, στό β´  ἔτος.
Παράλληλα, ὅμως, καί κυρίως ἐπειδή μέ ἐνέπνευσε ἡ μορφή τοῦ ὄντως ἁγίου Ἐφραίμ τοῦ Κατουνακιώτου καί ἐπειδή ἄκουγα παντοῦ, ἀπό ἕνα σωρό ἄλλους, καί ἀπό ὅλες τίς πνευματικές συχνότητες τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅτι ὁ Γέροντας αὐτός  ἦταν ἅγιος ἄνθρωπος, ἦταν φωτισμένος ἄνθρωπος καί εἶχε ὄντως μεγάλη πνευματική κατάστασι, μέ χαρίσματα, κλπ., πῆρα ἐμπρός καί ἄρχισα νά ἔχω κάποιες τύψεις πού δέν εἶχα γίνει ἀκόμη μοναχός.
Τί νά κάνω, τί νά κάνω, δέν μποροῦσα νά τό πνίξω αὐτό. Ἔλεγα ”μήπως εἶναι ἁμαρτία τό ὅτι δέν γίνομαι μοναχός;” κλπ. Στόν Γέροντα Παΐσιο πήγαινα, ἐν τῷ μεταξύ, καί ἄλλες φορές, ἀλλά τό ἔκρυβα αὐτό. Ὁπότε, ποῦ νά πάω, ποῦ νά πάω νά πῶ τόν λογισμό μου, ἀπεφάσισα τελικά καί πῆγα στόν μακαριστό Γέροντα Παΐσιο, πάλι, μετά ἀπό ἕνα χρόνο, ὅταν ἤμουν δηλ. στό γ´ ἔτος τοῦ Πολυτεχνείου.
Καί μοῦ ἀπήντησε ὁ π. Παΐσιος – κοιτάξτε τώρα σοφία, χαρίσματα, ἀλλά καί διάκρισι, γι᾽ αὐτό τά ἀναφέρω αὐτά: «Ὅπως σέ βλέπω, καλύτερα νά πάρης πρῶτα τό πτυχίο σου καί μετά ἀποφασίζομε. Ἀλλά, ἐπειδή ὁ π. Ἐφραίμ ὁ Κατουνακιώτης εἶναι ὄντως ἅγιος ἄνθρωπος, καί ἐγώ εἶμαι ντενεκές ξεγάνωτος – ἔτσι ἀπεκάλεσε τόν ἑαυτό του, ἄς μή κάνωμε τώρα σχόλια ἐπ᾽ αὐτοῦ – πήγαινε, ἄν θέλης, σ᾽ ἐκεῖνον. Σέ προτρέπω νά πᾶς – κοιτᾶξτε ἀρχοντιά. Ὅ,τι σοῦ πῆ νά τό κάνης. Ἀκόμη, κι ἄν σοῦ πῆ νά καθίσης, κάθισε γιά ἕνα διάστημα, σάν ἐπισκέπτης, σάν φιλοξενούμενος, καί ὅ,τι σοῦ λέει νά τό κάνης. Μετά, θά βάλης καί λίγο τά ἀνθρώπινα, τήν λογική καί τήν ἐλευθερία σου, καί ἀπό ἐκεῖ καί πέρα ὅ,τι γίνει θά σοῦ βγῆ σέ μεγάλο καλό». Αὐτά μοῦ εἶπε. Ἐγώ ἤθελα νά μάθω πιό πολλά, ἀλλά μέχρις ἐκεῖ ……. Φθάνει καί περισσεύει! Ξέρετε πῶς ὁ Γέροντας μιλοῦσε, μέ ἕνα ὡραῖο, αὐστηρό καί γλυκό ὕφος.
Ἔτσι καί ἔκανα, καί, τελικά, ἔμεινα ἐκεῖ, στόν π. Ἐφραίμ τόν Κατουνακιώτη γιά ἀρκετούς μῆνες χωρίς δηλ. ἐνδιάμεση διακοπή, ἄν καί ἤμουν φοιτητής, στό γ´ ἔτος. Ὁ π. Ἐφραίμ μέ κράτησε ἐκεῖ, στά Κατουνάκια, ἀπό τόν Ὀκτώβριο μέχρι καί τό Πάσχα καί, ἐκείνη τήν σχολική χρονιά, δέν παρηκολούθησα στό Πολυτεχνεῖο οὔτε μία ὥρα ἀπό τίς παραδόσεις. Ὁ ἴδιος ὁ Γέροντας μέ ἀνέπαυε πάρα πολύ. Ὅλο αὐτό τό διάστημα, ὠφελήθηκα τά μέγιστα, γιατί ἄν ζῆς ἀπό κοντά ἕναν ἅγιο ἄνθρωπο εἶναι διαφορετικά κι ἀλλιῶς εἶναι νά πηγαίνεις νά τόν συμβουλεύεσαι καί νά φεύγης. Ἒχω   σημειώσει καί ἀπό ἐκεῖ ἀτέλειωτες ἱστορίες καί ἐμπειρίες, π.χ., ὅταν ἔπλενα τά πιάτα, εὑρισκόμουν κοντά στόν Γέροντα καί στούς ἐπισκέπτες καί ἔστηνα αὐτί – εἶχα εὐλογία γι᾽ αὐτό ἀπό τόν ἴδιο τόν Γέροντα – καί ἄκουγα ἀτέλειωτες ἱστορίες ἀπό τόν ἴδιο καί ἀπό διάφορους ἄλλους μοναχούς πού ἔρχονταν νά τόν συμβουλευθοῦν γιά θέματα, βέβαια, πού δέν ἦταν ἐντελῶς προσωπικά.
Τελικά, ὅμως, γιά μένα, ἄλλο ἦταν τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ, γιατί εἶχα καί στό πίσω μέρος τοῦ μυαλοῦ μου τόν λόγο τοῦ Γέροντος Παϊσίου, πού μοῦ εἶχε πῆ ”ἐγώ σέ συμβουλεύω πρῶτα νά τελειώσης τίς σπουδές σου, νά πάρης τό πτυχίο σου”. Βλέπετε πῶς μιλοῦσε ὁ π. Παΐσιος. Ἐγώ, ἄλλωστε, κατά τήν προτροπή του, κάνοντας ὑπακοή μέ θάρρος καί μέ ἀφέλεια, θά ἔλεγα, εἶχα πάει στόν π. Ἐφραίμ τόν Κατουνακιώτη καί τοῦ εἶχα πῆ: ”ἦλθα ἐδῶ γιατί μοῦ εἴπατε ὅτι θά γίνω μοναχός καί σέ σᾶς μέ ἔστειλε καί ὁ π. Παΐσιος”. Αὐτό, τό ὅτι μέ εἶχε στείλει ὁ π. Παΐσιος, τό εἶπα μόνο στόν π. Ἐφραίμ, βέβαια. Ὄχι στούς ἄλλους μοναχούς ἐκεῖ, τῆς συνοδείας του. Σ᾽ αὐτούς εἶπα μόνο ὅτι πῆγα ἐκεῖ, ἐπειδή ὁ π. Ἐφραίμ ὁ Γέροντάς τους μοῦ εἶχε πῆ ξεκάθαρα ὅτι θά γινόμουν μοναχός. Φυσικά, δέν ἤμουν ὄντως ἀκόμη ἕτοιμος γιά μοναχός, κι ἐγώ τό καταλάβαινα.
Ἀλλά, ἐπειδή ἄλλο ἦταν τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ, καί ἴσως καί γιά ἄλλους λόγους, ἀνεξήγητους, καί ἐπειδή ὁ ἴδιος ὁ Θεός φροντίζει γιά τήν προσωπική πνευματική πορεία τοῦ καθενός, ἔφυγα τελικά ἀπό ἐκεῖ, μετά ἀπό πέντε μῆνες παραμονῆς.
Μετά ἀπό αὐτό, συχνά, βέβαια, πήγαινα καί ἐκεῖ, ὅταν ἔμπαινα στό Ἅγιον Ὄρος, καί εἶχα ἄριστες σχέσεις μέ τόν π. Ἐφραίμ, ἕως τήν τελευταία του στιγμή. Τήν τελευταία φορά, μάλιστα, τόν συνάντησα στήν Θεσσαλονίκη. Ἀλλά, αὐτά εἶναι ἄλλα θέματα. Ἀρκεῖ πού στά Κατουνάκια, βεβαιώθηκα, ὅπως μοῦ ἐξήγησε ὁ ἴδιος ὁ π. Ἐφραίμ, ὅτι δέν ἦταν ἁμαρτία, ἄν δέν γινόμουν ἀμέσως μοναχός, λογισμός πού πρίν μέ ἀπασχολοῦσε, ἐπειδή δῆθεν ἀμελοῦσα νά ἐκτελέσω τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Μετά, ἄρχισε νά ὡριμάζη ἡ ἀπόφασίς μου γιά τόν μοναχισμό καί, κατά τό τέλος τοῦ γ´ ἔτους – ἀρχές τοῦ δ´, ἤθελα νά βρῶ ἕναν Γέροντα, στόν ὁποῖο νά ἀναπαύωμαι, πού νά συνδέεται ὅμως μέ τόν Γέροντα Παΐσιο, γιά νά μπορῶ νά πηγαίνω καί νά βλέπω συχνά καί τόν Γέροντα Παΐσιο.
Ἔτσι, κάποια φορά, πῆγα στόν Γέροντα Παΐσιο καί τοῦ εἶπα: ”Γέροντα, θέλω νά συνδεθῶ μέ κάποιον ἀπό τούς ὑποτακτικούς σας γιά νά μπορῶ νά ἔρχωμαι ἀπρόσκοπτα καί σέ σᾶς”. Ἤμουν λίγο εὐθύς. Μοῦ λέει τότε ὁ π. Παΐσιος: «Ἐγώ, δέν ἔχω κανέναν ὑποτακτικό». «Μά, τοῦ λέω, πῶς γίνεται αὐτό; Ἔχω μάθει καλά – εἶχα ρωτήσει καί ἤξερα πρόσωπα καί πράγματα – ὅτι συνδέεστε πολύ καλά μέ κάποια Κελλιά ἐδῶ γύρω, τῶν ὁποίων οἱ πατέρες σᾶς εὐλαβοῦνται καί σᾶς συμβουλεύονται, κλπ.» «Ἄκου πού σοῦ λέω>>, μοῦ λέει. <<Ἐδῶ, ἐγώ κατήντησα νά εἶμαι ὑποτακτικός ὅλου τοῦ κόσμου καί νά κάνω ὑπακοή στόν καθένα, νά προσπαθῶ νά θεραπεύω τούς λογισμούς καί νά ἀναπαύω τούς ἀνθρώπους καί νά προσεύχωμαι γι᾽ αὐτούς καί νά ἀκούω τά τόσα καί τά τόσα προβλήματα». Καί, ἀφοῦ εἶπε αὐτά, μέ πόνο καί ἀγάπη, μετά τό γύρισε καί στό χαριτωμένο θεϊκό ἀστεῖο του. «Μάλιστα, καί τώρα, ποῦ νά πάρω καί ὑποτακτικό; Γεννήσαν καί οἱ γάτες ἐδῶ ὅλες καί δέν χωράει κανείς ἄλλος ἐδῶ. Εἴμαστε φίσκα!» Καί ἄλλα τέτοια ἀστεῖα ἔλεγε.
Μετά, ἀφοῦ μέ εἶδε πού ἀπόρησα καί στενοχωρέθηκα – γιά νά εἶμαι εἰλικρινής -, μοῦ λέει: «Καλά, κάνε καμμιά γύρα – ἔτσι μιλοῦσε – καί ἀργότερα τά ξαναλέμε».
Τήν ἑπόμενη φορά πού πῆγα ξανά, ἀπό μόνος του τελικά μέ ἔστειλε στόν μακαριστό Γέροντα Ἰσαάκ, τόν Λιβανέζο, πού ἦταν στήν Καψάλα καί, ὑποθέτω, οἱ πιό πολλοί ἀπό σᾶς θά τόν ξέρατε.
Ὁ π. Παΐσιος ποτέ, μά ποτέ, δέν δέσμευε τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου. Ἦταν πάντα ἄρχοντας. Ἔτσι, πῆγα ἐλεύθερα στόν π. Ἰσαάκ, ἀφοῦ τόν εἶχα ἤδη γνωρίσει, ὅπως καί πολλούς ἄλλους Γεροντάδες πρίν ἀπό αὐτόν, καί εἶχα μιά πρώτη αἴσθησι ὅτι ἀναπαυόμουν σ᾽ αὐτόν τόν ἄνθρωπο.
Μάλιστα, ἀφοῦ γνωρίσθηκα καλά μέ τόν π. Ἰσαάκ καί πήγαινα ἐκεῖ συνέχεια ὡς φοιτητής, πρίν πάρω τό πτυχίο μου, σέ μία ἀπό τίς ἐπισκέψεις μου, ἔτυχε, ἐνῶ ἐγώ μαγείρευα ἐκεῖ, νά βρισκόταν ἐκεῖ καί ὁ π. Παΐσιος καί νά μιλοῦν δυνατά, κάπου κοντά, οἱ δυό τους, ὁ π. Παΐσιος καί ὁ π. Ἰσαάκ καί ἀκουγόταν ὅ,τι ἔλεγαν. Καί, χωρίς νά τό ἐπιδιώξω, γιατί εἶχα ἐντολή νά μαγειρεύω, ἄκουγα τί ἔλεγαν. Ἀπό ἐκείνη τήν συζήτησι, τό μόνο πού ἐπιτρέπεται τώρα νά πῶ εἰς τήν ἀγάπη σας, εἶναι τό πόσο πολύ ὁ Γέροντας Παΐσιος ἤθελε νά συνδεθῶ διά βίου μέ τόν π. Ἰσαάκ, πρᾶγμα πού μέχρι τότε τό ἔκρυβε ἀπό ἐμένα. Βλέπετε τί χαρακτῆρα εἶχε….
Μέ ὅλα αὐτά, θέλω νά πῶ τί ἀγάπη, τί διάκρισι, τί ἀρχοντιά καί τί πνευματική τακτική εἶχε ὁ ὄντως θεόσοφος Γέροντας. Ἀπό τήν μία, καθόλου δέν δέσμευε τήν ἐλευθερία τοῦ ἄλλου, καί ἀπό τήν ἄλλη πῶς προσηύχετο καί ἐνεργοῦσε ἀθόρυβα, κρυφά καί σοφά, καί ἔβλεπε βέβαια, πολύ μακρυά.
Τό πόσο πολύ προσευχόταν γιά ὅλον τόν κόσμο, γιά ὅλην τήν οἰκουμένη, ἀλλά καί γιά τήν ἀναξιότητά μου, φανερώθηκε, δέν ξέρω πῶς, ἔστω καί ποσοστιαίως ὅταν τόν παρεκάλεσα, καί τόν ρώτησα: «Γέροντα, προσεύχεσθε γιά μένα;», γιά κάποιο πρόβλημα πού ἤξερε ὅτι εἶχα. Καί ἐκεῖνος μοῦ ἀπήντησε: «Ἐδῶ κοντεύω νά χαλάσω τά κομποσχοίνια, νά λειώσω τούς κόμπους – ἀπό τήν πολλή χρῆσι καί μέ ρωτᾶς ἄν προσεύχωμαι;» Γι᾽ αὐτό, εἴμαστε ἀναπολόγητοι.
Μετά, ὅταν πῆγα στόν Στρατό καί μέ τήν πρώτη μου ἄδεια τόν ἐπισκέφθηκα στό Ἅγιον Ὄρος, μοῦ ἔκανε γλυκά παράπονα, λέγοντάς μου: «Καλά, τόσο καιρό – δυό, τρεῖς μῆνες δηλ. – δέν ἔστελνες κανένα γράμμα νά δοῦμε πῶς εἶσαι καί τί κάνεις;» Ἐγώ, τἄχασα, γιατί δέν ἔστειλα γράμμα γιά νά μή τόν ἐνοχλήσω, γιά νά μή τόν κουράσω – ὅλοι σας ξέρετε τί βεβαρυμένο πρόγραμμα εἶχε ὁ Γέροντας. Τά ἔχασα, ἀλλά καί θαύμασα, καί ντράπηκα, καί χάρηκα γιά τήν ἀγάπη του αὐτή καί μέ ”ἐκδικήθηκε” ὁ π. Παΐσιος μέ τήν δική του πλήρη ἀγάπη.
Καί,  ἀμέσως μετά ὁ ἴδιος μοῦ ἔγραψε, μέ δικά του γράμματα καί ὑπογραφή, μία συστατική ἐπιστολή, πού τώρα ντρέπομαι νά πῶ εἰς τήν ἀγάπη σας τί ἀναφέρει ἐκεῖ. Αὐτήν τήν ἐπιστολή, τήν ἔχω σάν προσωπικό κειμήλιο, καί τήν ἔχουν καί στήν Κοζάνη. Τήν ἔχει ἕνας κ. Μιχάλης Ἀνδριανέσης, ἀπόστρατος ἀξιωματικός στήν Κοζάνη, ὁ ὁποῖος κράτησε τό πρωτότυπο. Ἐγώ, μετά ἀπό καιρό πῆρα μπρός καί ζήτησα ἀντίγραφο. Ὁ π. Παΐσιος, μέ αὐτήν τήν ἐπιστολή, μέ ἔστελνε σέ ἕναν ὄντως ἁγιασμένο Γέροντα, τόν π. Νεόφυτο Σκαρκαλᾶ, πού ἦταν τότε ἐκεῖ στήν Κοζάνη, καί τόν εὐλαβεῖτο πάρα πολύ ὁ π. Παΐσιος. Ὁ π. Νεόφυτος, πού ὁ τάφος του βρίσκεται στήν Ἱερά Μονή Ἁγίας Τριάδος, στὀν Σπαρμό, στόν Ὄλυμπο, εἶχε τότε κάποια πνευματικοπαίδια ἀξιωματικούς. Τοῦ ἔστειλε, λοιπόν, ὁ π. Παΐσιος τήν ἐπιστολή αὐτή γιά νά μέ βοηθήσουν ἐκεῖ στόν Στρατό, στήν μονάδα τοῦ Μηχανικοῦ, πού θά πήγαινα, μέ τήν πρώτη μου μετάθεσι.
Ἐγώ, ὅμως, ντρεπόμουν νά πάω. Τοῦ ἔλεγα: «Γέροντα, πῶς νά πάω, πῶς θά τό δεχθῆ, πῶς θά τό πάρη;» Γιατί ἦταν σάν νά ἔβαζα μέσον. Βέβαια, ὁ π. Παΐσιος τόνιζε, στήν ἐπιστολή, νά φροντίσουν ἁπλῶς ”νά βρεθῆ ὁ στρατιώτης αὐτός σέ καλό πνευματικό περιβάλλον”. Ὄχι ἄλλα πράγματα. Κι ἐμεῖς, ὄχι τόσο ἀπό φιλότιμο, ἀλλά γιά νά ἔχωμε ἡσυχία καί νά κάνωμε κομποσχοίνι καί γιά νά μή δίνωμε δικαιώματα, κάναμε καί διπλές καί τριπλές σκοπιές….
Τελικά, ἔκανα ὑπακοή καί πῆγα στόν π. Νεόφυτο. Χωρίς νά ξέρω τήν ψυχοσύνθεσι αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου, τόν πῆρα τηλέφωνο. Μόλις τόν πῆρα τηλέφωνο, καί τοῦ εἶπα: «Πάτερ, μέ στέλνει ὁ π. Παΐσιος. Μοῦ ἔδωσε καί ἕνα γράμμα, γιά νά μέ βοηθήσετε στόν Στρατό». Αὐτό τοῦ εἶπα σάν εἰσαγωγή. Ἀλλά, παραδόξως, γιά ἀρκετά δευτερόλεπτα δέν ἔπαιρνα ἀπάντησι. Ἡ ἀγωνία μου ἀνέβαινε στό κατακόρυφο. Νόμιζα ὅτι ἔκλεισε ἡ γραμμή. Σκέφθηκα: ”τί ἔπαθε ὁ π. Νεόφυτος;” ”Πῶς νά τό πῆρε;”. Μετά, ὅμως, ἀπό μισό λεπτό, ἄκουσα, στήν ἄλλη ἄκρη τῆς γραμμῆς, τόν ἄνθρωπο νά κλαίη καί τήν φωνή τοῦ π. Νεοφύτου, νά μοῦ λέη, μέ δάκρυα καί συγκίνησι: «Παιδί μου, παιδί μου, τί εὐλογία εἶναι αὐτό τό πρᾶγμα!… Ὁ π. Παΐσιος νά σέ στείλη ἐδῶ σέ μᾶς;» Αὐτά τά εἶπε, ἀφοῦ ἔκλαψε πρίν σιωπηρῶς, γιά μισό λεπτό… Μέ αὐτά, θέλω νά πῶ καί νά δείξω σέ τί εὐλάβεια καί σέ τί ἐκτίμησι εἶχαν τόν π. Παΐσιο ὅλοι αὐτοί οἱ ἄνθρωποι, στήν Κοζάνη, ἀλλά καί ἀλλοῦ. Ἀλλά καί τί ἀγάπη καί προνοητικότητα ἔδειχνε ὁ Γέροντας γιά ὅλους μας.
Μετά ἀπό τόν Στρατό, γράφτηκα ἐπίσημα, ὡς δόκιμος πλέον, στό Κελλί τῆς Ἀναστάσεως, στήν Καψάλα, στόν π. Ἰσαάκ τόν Λιβανέζο.
Ἐκεῖ, καταλαβαίνετε, κάναμε πάρα πολλές ἀγρυπνίες μαζί μέ τόν Γέροντα Παΐσιο, στήν Καψάλα,  στήν Παναγούδα,   στά γύρω Κελλιά, στόν Γέροντα Γρηγόριο Χατζηεμμανουήλ, καί σέ ἄλλα Κελλιά ἐκεῖ γύρω. Καί πάντα, ὄχι μόνο ὅταν κοιτάζαμε τόν Γέροντα Παΐσιο κατά πρόσωπο, ἀλλά καί ὅταν πολλές φορές τόν κοιτάζαμε λοξά γιατί θέλαμε νά τόν βλέπωμε, ἐπειδή τόν θαυμάζαμε, νιώθαμε ἀσφάλεια καί χαρά. Ἀλλά, καί ὅταν δέν τόν βλέπαμε, καί μόνο πού τόν αἰσθανόμασταν κοντά μας, δίπλα μας, εἴχαμε πάλι ἀσφάλεια καί χαρά.
Κάποιες φορές, ὅταν εἴχαμε καιρό νά τόν δοῦμε στήν Καψάλα, ἤ ὅταν καμμιά φορά εἴχαμε ἀνάγκη νά τόν ρωτήσωμε κάποια πράγματα, καί ἀκούγαμε ἔξω κάποιο βῆμα, τρέχαμε καί κοιτάζαμε ἀπ᾽ τό παραθυράκι, σάν τά σπουργιτάκια, μήπως ἐρχόταν ὁ Γέροντας. Τέτοιες ἀγωνίες καί λαχτάρες εἴχαμε, διότι ὁ Γέροντας ἐξέπεμπε πνευματική ἀκτινοβολία, Χάρι, ἁγιότητα. Καί, ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλά, ὅταν μιλοῦσε μαζί σου, μέ μιᾶς, μέ μία λέξι, πετύχαινε κέντρο, σοῦ ἔπιανε τόν σφυγμό, καί σοῦ μιλοῦσε στήν δική σου ἰδιοσυχνότητα. Ἀλλιῶς μιλοῦσε στόν Α γιά τό α´ θέμα, ἀλλιῶς στόν Β γιά τό ἴδιο θέμα. Διότι, πράγματι, ὅπως ξέρετε, ἦταν πολύ μεγάλος Ἅγιος. Αὐτό, βέβαια, τό ὑπερδιαπιστώσαμε πάλιν καί πολλάκις ἀπό πολλά γεγονότα τῆς ζωῆς μας καί ἀπό πολλά ἄλλα βέβαια.
Ὅλη ἡ ζωή του ἦτο ἁγία. Ἄλλο θέμα, βέβαια, εἶναι τό ὅτι ἔκρυβε τήν ἁγιότητά του, ἔκρυβε πολλά. Ἄς μή νομίζωμε ὅτι ξέρομε τόν π. Παΐσιο. Ἁπλῶς, ξέρομε κάτι ἀπό τήν ὑπερχείλησι τῆς πνευματικῆς του δεξαμενῆς. Ἔχομε δεῖ τήν κορυφή μόνο τοῦ πνευματικοῦ του << παγόβουνου >>, καί ἀκόμα λιγώτερο…
Βέβαια,  νά εἴμαστε ρεαλιστές, πέρασε καί πάρα-πάρα πολλούς πειρασμούς, ἀπό τούς δαίμονες, καί ἐδῶ, στό Μοναστήρι τοῦ Στομίου, πού εἶχε τούς πρώτους σατανικούς πειρασμούς, ἀλλά καί παντοῦ ὅπου πῆγε. Πέρασε καί ἀπό ἀνθρώπους, διάφορες δοκιμασίες, πανταχόθεν, καί διάφορες ἀδικίες. Ἀλλά τά πάντα ὑπέμεινε καρτερικά, μέ ἁγιότητα, μέ αἴσθησι ὅτι ὁ Θεός τόν δοκιμάζει ”γιά νά ξοφλήση καμμιά ἁμαρτία”, ὅπως ἔλεγε ὁ ἴδιος, ταπεινώσεως ἕνεκεν. Μέ διάκρισι, πολλές φορές  ἔπαιρνε τά πράγματα ἐπάνω του, χωρίς νά ἔχη ὁ ἴδιος καμμία εὐθύνη καί μετοχή, ἀλλά τό ἔκανε αὐτό ἤ γιά νά βγῆ μεγάλο καλό, ἤ γιά νά ἀποφευχθῆ μεγαλύτερο κακό.
Μοῦ μίλησε κάποτε, γιά ἕνα πάρα πολύ σοβαρό ζήτημα, πού διαδραματίσθηκε στήν ζωή του καί μέ τό ὁποῖο βρέθηκε ὁ ἴδιος ἀντιμέτωπος. Μοῦ εἶπε ἐπί λέξει τήν φράσι: ”ἔκανα, παιδί μου, τήν καρδιά μου κιμᾶ”. Ἀπό τήν πολλή στενοχώρια του δηλ. κομματιάσθηκε ἡ καρδιά του. Δέν ἐπιτρέπεται, ὄμως, στήν ἀγάπη σας, νά ἐξηγήσω περισσότερα πάνω σ᾽ αὐτό. Δέν ὠφελεῖ.
Τί νά πρωτοαναφέρω ἀπό διάφορες διδαχές, ἱστορίες καί γεγονότα στό Ἅγιο Ὄρος. Θά μοῦ ἔπαιρνε πολλές ὧρες νά ὁμιλῶ.
Ἔλεγε, π.χ., ὅτι ”ὅλοι εἴμαστε παιδιά τοῦ Θεοῦ, ἀλλά πόσα παιδιά βρίσκονται στό σπίτι τοῦ Πατέρα τους;” Κι αὐτό τό ἔλεγε, καί γιά ἐμᾶς τούς Ὀρθοδόξους, καί γιά τούς αἱρετικούς, πού μᾶς λέγουν, ὅτι ”κι ἐμεῖς ἔχομε τόν ἴδιο Πατέρα”.
Μία φορά, ὡς δόκιμος, ὅταν τόν ἐπισκέφθηκα ἀνήμερα τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος, μοῦ ἔδωσε ἕνα κοντό. Στήν καλογερική γλῶσσα ”κοντό” εἶναι ἕνα κοντό ροῦχο πού εἶναι σάν μακρύ ἀμάνικο γιλέκο. Σημειωτέον, ὅτι αὐτό τό ροῦχο του ἦταν πάρα-πάρα πολύ παλαιό, τό φοροῦσε ὁ Γέροντας χρόνια, καί προφανῶς εἶναι ἁγιασμένο μέ τόν πνευματικό καί ὄχι μόνο ἱδρῶτα του. Καί, μόλις μοῦ τό ἔδωσε, μοῦ εἶπε: «Πάρτο, δικό σου. Καί, ἄν σέ ρωτήση ὁ Γέροντάς σου, ὁ παπα-Ἰσαάκ, ”Ποιός σοῦ ἔδωσε; Ποῦ τό βρῆκες;” νά τοῦ πῆς ”Μοῦ τό ἔδωσε ὁ Ἅγιος Παντελεήμονας”. Καί, πρόσεχε, δέν ἔχει εὐλογία νά τό δώσης σέ κανέναν νά τό  ἔχης ἐσύ.>>
Αὐτό τό ροῦχο τό ἔχω φυσικά φυλάξει, μέχρι τώρα, στό ταπεινό μου Μοναστήρι. Στήν ἀρχή, τό ἔδινα σέ κάποιους ἔμπιστους, ἀκόμη νά τό πάρουν καί στό σπίτι τους, ὅμως, ἐπειδή, ἀπό εὐλάβεια, κάποιοι κόψανε κάποιες κλωστές πού περίσσευαν, κι ἐγώ δέν εἶχα εὐλογία νά τίς δώσω, ὅπως ξέρετε, δέν τό ξαναδίδω ἔκτοτε, ἐκτός Μοναστηριοῦ, ἐκτός ἄν εἶμαι κι ἐγώ παρών, δηλ. σέ ἔκτακτες περιπτώσεις, ἀλλά καί αὐτό σπάνια, ἕως καθόλου. Κάποιοι, βέβαια, ἀρκετοί, μοῦ εἶπαν ὅτι εἶδαν μεγάλο καλό, μεγάλη ὠφέλεια ἀπό αὐτό τό ροῦχο πού φόρεσαν, τοῦ π. Παϊσίου, κυρίως σέ θέματα ὑγείας, ἀλλά καί σέ ἄλλα θέματα.
Ἀπό τόν Γέροντα Παΐσιο, ἔχω, ἀναξίως, καί πολλές ἄλλες εὐλογίες, ὅπως καί αὐτό τό καλογερικό καπέλλο  πού φορῶ εἶναι δικό του. Εἶχε δηλ. τόση ἀγάπη ὁ Γέροντας, πού ἔδινε πολλά σέ πολλούς, ὅπως κομποσχοίνια κλπ.
Μία φορά, ἐνθυμοῦμαι ὅτι, ὁ π. Παϊσιος μαζί μέ ἕναν φίλο μου ἱερομόναχο – λέγεται π. Λουκᾶς Κηπουρός, μένει στό Πανόραμα Θεσσαλονίκης – ἔψαχναν, γιά πολλή ὥρα στό δάσος, νά βροῦν καί νά κόψουν κάποιο ξύλο ἀπό ἕνα κατάλληλο δένδρο γιά νά σχηματίσουν ἕνα ”ἀκουμπιστῆρι” γιά νά μοῦ τό στείλη εὐλογία.
”Ἀκουμπιστῆρι” λέγεται ἐκεῖνο τό ξύλο πού σχηματίζει τό γράμμα Τ, στό ὁποῖο ἀκουμπᾶμε ὄρθιοι καί στηριζόμαστε, ἐμεῖς οἱ μοναχοί, ὅταν κάνωμε κομβοσχοίνι γιά βοήθεια κατά τήν προσευχή καί ὑποστήριξι στήν μέση. Κάποιοι τό λένε ”τεμπελόξυλο”, ἀλλά ὁ Γέροντας Παΐσιος ἐστενοχωρεῖτο μ᾽ αὐτόν τόν ὄρο, γιατί εἶναι βοηθητικό ἐργαλεῖο κατά τήν προσευχή καί ὁ ὅρος αὐτός δέν εὐσταθεῖ καθόλου. Ἀλλά, δυστυχῶς, σέ κάποιους ἔχει ἐπικρατήσει καί αὐτή ἡ ὁρολογία.
Κάποια ἄλλη φορά, βρῆκε κι ἕνα δεύτερο τέτοιο ξύλο ὁ Γέροντας καί μοῦ τό ἔστειλε. Ἔτσι ἔχω δύο τέτοια ἀκουμπιστήρια ἀπό τόν π. Παΐσιο.
Αὐτά, εἶναι πράγματα, δηλ., πού ὅσο καί ἀναίσθητος νά εἶναι κάποιος, συγκινεῖται ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Γέροντα, ἀπό τό πόσο χρόνο διέθετε καί πόσο κόπο κατέβαλε γιά τούς ἄλλους…
Τώρα, μετά ἀπό καιρό, καί μέ τήν βοήθεια τοῦ Γέροντά μου, τοῦ π. Ἰσαάκ, κατάλαβα, ὅτι, ὅταν ὁ π. Παΐσιος μοῦ εἶπε ὅτι «ἄν μέ ρωτήση κανείς, ”ποῦ τό βρῆκες αὐτό;” – τό κοντό, τό ροῦχο του – νά πῆς ὅτι σοῦ τό ἔδωσε ὁ ἅγιος Παντελεήμονας», ἐννοοῦσε ὅτι ἀπ᾽ αὐτό τό ροῦχο, ἴσως κάποιοι νά ἐβοηθοῦντο, σέ θέματα ὑγείας κυρίως, γιατί, ὅπως ξέρετε, ὁ ἅγιος Παντελεήμων –  πού εὑρίσκεται καί στό τέμπλο τῆς ἱστορικῆς  ἐδῶ αὐτῆς ἐκκλησίας σας – εἶναι κατ᾽ ἐξοχήν ἰαματικός Ἅγιος.
Τί νά πρωτοαναφέρωμε; Στά δέκα πέντε χρόνια πού ἐγνώριζα τόν Γέροντα, μοῦ εἶπε πράγματα τοῦ παρόντος, μᾶς ἀπεκάλυψε δηλ. πολλά πράγματα τῆς καρδιᾶς μας, ἀπίθανα πράγματα δηλ., ὄχι συμπτώσεις, πράγματα πού καμμία διάνοια δέν θά μποροῦσε νά τά σκεφθῆ, διότι εἶχε ὄντως διορατικό χάρισμα, πρᾶγμα πού πάντα τό ἔκρυβε, βέβαια, καί μόνο ὅταν ὁ Θεός τόν πίεζε, τό ἀπεκάλυπτε, ἀλλά καί τότε μέ ἕναν τρόπο πού νά ἔχη κάποιο ἄλλοθι.
Μοῦ εἶπε, λοιπόν, πράγματα γιά τό μέλλον, πού μοῦ βγῆκαν μετά ἀπό χρόνια, στό ἀπώτερο μέλλον. Π.χ., ὅταν κάποτε  εἶχα κάποιο συγκεκριμένο πρόβλημα, μοῦ εἶπε ὅτι ”αὐτό θά περάση”, καί ἐνῶ, στό ἐγγύς μέλλον, γινόταν τό ἀντίθετο καί εἶχα πιό μεγάλη στενοχώρια γι᾽ αὐτό τό θέμα, μετά ἀπό πολλά χρόνια, στό ἀπώτερο μέλλον, βγῆκαν καί ἐξεπληρώθησαν, μέ μεγάλη ἀκρίβεια, ὅλα ὅσα μοῦ εἶχε προαναγγείλει ὁ Γέροντας.  Καί μάλιστα ἐξεπληρώθησαν μέ ἄλλον τρόπο, πιό ἀνώτερο καί πιό ἀπίθανο ἀπό ἐκεῖνον πού εἶχα πιστέψει τότε, ὅταν μοῦ τά εἶχε πρωτοαναφέρει, ὅτι θά ἐγίνοντο. Γιατί, ὁ Γέροντας ποτέ δέν δημιουργοῦσε ἐντυπωσιασμούς. Εἶχε, λοιπόν, ὄντως καί τό προορατικό χάρισμα.
Μία φορά, εἶχα ἁγιογραφήσει μία εἰκόνα, ἕναν ἀρχάγγελο, καί μοῦ ἐφανέρωσε, μέ πολύ χαριτωμένο τρόπο, σέ ποιόν εἶχα μέσα μου ἀποφασίσει νά δωρήσω ἐκείνην τήν εἰκόνα ὡς εὐλογία, καί τοῦτο χωρίς ἐγώ αὐτό νά τό ἔχω πῆ σέ κανέναν μέχρι ἐκείνην τήν στιγμή. Ἄλλη φορά, μπορεῖ νά πῶ λεπτομέρειες πάνω σ᾽ αὐτό, γιά νά θαυμάσετε τήν γοητεία, τό χιοῦμορ, τήν διακριτικότητα τοῦ Γέροντος. Τώρα, αὐτό μόνο μπορῶ νά πῶ στήν ἀγάπη σας: Ὅταν τόν ρώτησα: «Γέροντα, πῶς τό καταλάβατε;» Μοῦ εἶπε: «Νά, δέν βλέπεις; Τά μάτια τοῦ ἀγγέλου μοιάζουν μέ τά μάτια ἐκείνου πού πρόκειται νά τήν δωρήσης!» Λές κι ἐγώ, καί νά ἤθελα, θά μποροῦσα νά πετύχω τά μάτια ἐκείνου, γιά τόν ὁποῖον ἐπροωρίζετο ἡ εἰκόνα.
Ὅταν, τώρα, ἀπεφασίσαμε καί πήραμε εὐλογία νά μονάσωμε ἐκτός Ἁγίου Ὄρους, στήν ἀρχή, δέν εἶχα εὐλογία ἀπό κανέναν ἀπό τούς δύο Γεροντάδες νά πάω κατ᾽ εὐθεῖαν νά μείνω μόνος μου σέ ἐρημικό μέρος, εὐθύς ἐξ ἀρχῆς. Ἤμαστε τότε 25-26 ἐτῶν.
Ἔτσι, ξεκίνησα, ἀναγκαστικά, ἀπό τήν Θεσσαλονίκη. Ὅταν ὑπηρετοῦσα στήν Θεσσαλονίκη ὡς διάκονος, κάποια στιγμή, τούς εἶπα: «Θέλετε, πρέπει νά πάω, στήν Θεολογική Σχολή;» Καί μοῦ εἶπαν, ἀμφότεροι: «Δέν χρειάζεται. Ἡ σωστή θεολογία εἶναι ἡ καθαρή πνευματική ζωή, κλπ.»
Μετά, μέ τίς πρῶτες συγκυρίες, μετά ἀπό δύο χρόνια, ὅταν πῆρα εὐλογία, πῆγα καί ἐγκαταστάθηκα στό ἐρημικό Μοναστήρι, εἰς τό ὁποῖο εἶμαι ἕως τήν σήμερον, ἀπό τό 1991, δηλ. μέχρι τώρα, ἤδη 22 χρόνια.
Ὅταν ἐκεῖ πρωτοῆλθε ὁ π. Ἰσαάκ καί εἶδε, τότε, τό μέρος, ὅτι ἦταν τέλεια ἐρημιά, χωρίς δρόμο, χωρίς τίποτα σχεδόν, μοῦ λέει: «Ἐδῶ, καλά-καλά δέν μπορῶ νά μείνω ἐγώ – σχῆμα ὑπερβολῆς,  βέβαια -, πῶς ἐσύ μένεις καί σοῦ ἀρέσει μάλιστα;» Τοῦ λέω: «Γέροντα, ὅ,τι πῆτε. Ἀλλά, πρίν ἔλθω, σᾶς ρώτησα, τί πρέπει νά κάνω, πῶς πρέπει νά εἶναι τό μέρος, μοῦ βάλατε κάποιους ὅρους, σᾶς τά περιέγραψα, ἐτήρησα ὅλους τούς περιορισμούς πού μοῦ θέσατε».
(Γιά παράδειγμα, ὁ π. Ἰσαάκ μοῦ εἶχε πῆ νά μή περνάη ὁ δρόμος πού πηγαίνει στό Μοναστήρι ἀπό τό χωριό καί πολλά ἄλλα… Ὁ π. Παΐσιος, μοῦ εἶχε πῆ νά μή κάνω ἔργα τότε, νά μή βάζω ποτέ λουλούδια, κλπ.).
Ἀλλά, τούς εἶπα: «Ὅ,τι πῆτε καί τώρα, νά τό κάνω. Ἅμα θέλετε, ἀκόμα καί νά φύγω». Μοῦ λέει ὁ π. Ἰσαάκ: «Ἐγώ λέω νά μή φύγης, ἀφοῦ σοῦ ἀρέσει. Ἀλλά, τώρα πρέπει νά πᾶς Θεολογική Σχολή. Πρῶτα, ὅμως, ρώτα καί τόν π. Παΐσιο, ἄν πρέπη νά πᾶς. Καί ὅ,τι σοῦ πῆ ἐκεῖνος, κάνε.
Ὁπότε, μέ τήν πρώτη εὐκαιρία, πῆγα καί τόν ρώτησα. Καί μοῦ ἀπήντησε, ὅλως περιέργως, ὁ π. Παΐσιος: « Τώρα νά πᾶς Θεολογική Σχολή». – Γιατί, πιό παληά, πρίν δύο χρόνια, μοῦ εἶχε πῆ: ”Δέν χρειάζεται” -.  Τώρα ὅμως μοῦ εἶπε: <<Νά πᾶς Θεολογική Σχολή, γιά νά ἔχης κι ἕνα χαρτί, νά μάθης καί δύο πράγματα, σάν καλή μέλισσα – νά παίρνης τά ὠφέλιμα δηλ ἀπό ἐκεῖ>>, καταλαβαίνετε τί ἐννοοῦσε…  Καί, μετά, κυρίως, μοῦ τόνισε: «Γιά νά ξεφεύγης, κάπου-κάπου κι ἀπό τήν πολλή ἡσυχία καί νά ἔρχεσαι νά σέ βλέπωμε πιό συχνά. Καί, δέν χρειάζεται νά βιαστῆς  νά τήν τελειώσης».
Ἔκανα, τότε, ὑπακοή, καί πῆγα στήν Θεολογική Σχολή. Ἀλλά, τότε, πολλές φορές, μονολογοῦσα καί ἔλεγα: ”Καλά, ἤμουν δύο χρόνια ἐκεῖ, στήν Θεσσαλονίκη, κοντά στήν Θεολογική Σχολή, καί δέν εἶχα εὐλογία νά γραφτῶ. Καί τώρα, εἶμαι τόσο μακρυά, τόσα χιλιόμετρα μακρυά, καί πρέπει νά πάω στήν Θεολογική Σχολή; Εἶναι καλό αὐτό, τώρα, νά τό κάνω;” Βλέπετε, ὁ ὀρθολογισμός μέ ἐνοχλοῦσε καί τό ταγκαλάκι μέ τσίγκλιζε. Ἀλλά, παρά ταῦτα ἔκανα πρόθυμα ὑπακοή, τό ξεπέρασα καί πῆγα.
Καί, ποῦ θέλω νά καταλήξω μέ ὅλα αὐτά; Τά ἀναφέρω, ἐπειδή συνδέονται, ὅλα αὐτά, μέ τόν π. Παΐσιο καί μέ τόν π. Ἰσαάκ. Θά καταλάβετε περισσότερα σέ λίγο.
Ὡς πρός μέν τόν π. Ἰσαάκ, τήν ἡμέρα πού πῆρα τό πτυχίο, ἑσπερινός Ἁγίας Μαρίνης, ἀνέβηκα στήν Θεσσαλονίκη, καί ἀπό ἐκεῖ πῆγα ἐκεῖ στήν Μονή Τιμίου Προδρόμου Μεταμορφώσεως, στήν Χαλικιδική. Διότι ἐκεῖ, εὑρίσκετο ὁ π. Ἰσαάκ, πού εἶχε βγῆ, τότε, ἀπό τό νοσοκομεῖο. Πῆγα νά τόν δῶ καί νά πάρω  τήν εὐχή του.
Ἐκεῖνος, ἦταν σχεδόν κατάκοιτος. Ἦταν ξαπλωμένος σέ μία καρέκλα τύπου σέζ λόνγκ, καί δέν μποροῦσε νά μιλήση ἀπ᾽ ὅ,τι μοῦ εἶπαν οἱ ἐκεῖ παρευρισκόμενοι. Εἶχα νά τόν δῶ πάρα πολύ καιρό. Ἔ, λοιπόν, τήν στιγμή πού πῆγα νά πάρω τήν εὐχή του, ἐξ ἀποστάσεως, χωρίς νά τόν ἀκουμπήσω γιά νά μή τόν ἐνοχλήσω, γιατί ἐκοιμᾶτο -εἶχα φθάσει κοντά 10 ἑκατοστά – τότε ἀκριβῶς, ἄνοιξε τά μάτια του καί μιλήσαμε ἀρκετή ὥρα οἱ δυό μας. Μοῦ εἶπε πράγματα ὠφέλιμα, καταπληκτικά, συγκινητικά, τόσο συγκινητικά, μπορῶ νά πῶ, ὅσο καμμία ἄλλη φορά δέν μοῦ εἶχε πῆ, πού, ἀπό τήν μία θαύμαζα κι ἀπό τήν ἄλλη ἀποροῦσα: ” Μά, γιατί μοῦ τά λέει, τώρα, αὐτά τά πράγματα ὁ π. Ἰσαάκ;”
Μετά, μοῦ ἐζήτησε νά τόν πάω στήν τουαλέττα, τόν ἐπήγαμε μέ τόν π. Εὐθύμιο, – πού εἶναι τώρα ὁ Γέροντας ἐκεῖ στήν Καψάλα -, ὁ ὁποῖος  ἕως τότε καθόταν διακριτικά καί ὑπάκουα, σέ μία ἀπόστασι πού ἔβλεπε μέν τά δρώμενα, ἀλλά δέν ἄκουγε, τήν συζήτησί μας. Τόν ἐπήγαμε, λοιπόν, ἀμίλητοι στήν τουαλέττα, μέ τόν π. Εὐθύμιο, τόν ἀγαπητό παραδελφό μου. Ἐκεῖ τόν ἐχαιρέτησα μοῦ ἔδωσε τήν εὐχή του καί ἔφυγα ἀπό τήν Μεταμόρφωσι γιά τό Μοναστήρι μου χαρούμενος,  χαρούμενος, πού δέν πατοῦσα στήν γῆ. Γιατί; Γιά νά εἶμαι εἰλικρινής, πίστεψα ὅτι ὁ π. Ἰσαάκ εἶχε γίνει καλά, γιατί εἶχε μεγάλη διαύγεια νοός, κλπ.
Ἐφόσον τόν ἀσπάσθηκα καί ἔφυγα, δέν πρόλαβε νά βγῆ ὁ Γέροντάς μου ἀπό τόν νιπτῆρα τῆς τουαλέττας, λιποθύμησε ἐκεῖ, καί μετά ἀπό λίγο  ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ καί ἀνεχώρησε γιά τήν αἰωνία πατρίδα ὅλων μας, (ἀπ᾽ ὅ,τι μέ ἐπληροφόρησαν τήν ἑπομένη τό πρωί).
Μέ ὅλα αὐτά, θέλω νά πῶ, ὅτι, ἄν δέν πήγαινα Θεολογική Σχολή,  - πρᾶγμα πού τότε, ὅταν μοῦ ἔδωσαν εὐλογία, μοῦ φαινόταν λίγο τρελλό, ὑπερβολικό -, ἤ, ἄν ἐπέμενα καί πήγαινα πιό πρίν, ἴσως, ἀπ᾽ ὅ,τι φάνηκε ἀπό τά γεγονότα, ἄν καί ἐμεῖς δέν μποροῦμε νά ἑρμηνεύσωμε τά κρίματα τοῦ Θεοῦ, νά μήν εἶχα αὐτήν τήν εὐλογία καί τήν παρηγοριά. Καί, αὐτά ἴσως συνέβησαν ἔτσι, γιατί ὅπως λέει καί τό Εὐαγγέλιο, ἐμεῖς οἱ ἀσθενεῖς, ἔχομε ἀνάγκη ἰατροῦ μέχρι καί τῆς τελευταίας στιγμῆς, ἀφοῦ δέν εἴμαστε οἱ ”καλῶς ἔχοντες”. Καί, ὅλα αὐτά  βέβαια, ἔγιναν πάνω καί πέρα ἀπ᾽ ὅλα, ἀπό τήν εὐλογία τοῦ ”παππούλη”, τοῦ π. Παϊσίου.
Τώρα, ὅσον ἀφορᾶ στόν Γέροντα Παΐσιο, μέ ἀφορμή τήν Θεολογική Σχολή, ἰδιαίτερα κατά τήν περίοδο 93-94, πήγαινα τακτικά στήν Σουρωτή καί ἔκανα ἀρκετές, τότε, ἀκολουθίες, Λειτουργίες, κλπ.
Θυμᾶμαι, ὅτι, ὅταν κάναμε ἕνα Εὐχέλαιο καί τήν ὥρα πού ἡ ἀναξιότης μου θά ἔχριε τόν Γέροντα Παΐσιο, ἐκεῖνος, λόγῳ τῆς ἱερωσύνης μου καί τῆς ταπείνωσής του, βέβαια, ἔσκυψε καί φίλησε τό ἁμαρτωλό χέρι μου. Ἐγώ, τότε, κοκκίνισα, τἄχασα, καί ὁ μόνος τρόπος πού μποροῦσα νομίμως νά ἀντιδράσω ἦταν κι ἐγώ, αὐθόρμητα, νά πάρω τήν ἰδική του εὐχή, γιατί εἶχα μπροστά μου ἕναν Ἅγιο, καί νά ἀσπασθῶ κι ἐγώ, ταυτόχρονα, τό δικό του χέρι. Μέ τήν κίνησι, ὅμως, πού ἔκανα γιά νά φθάσω καί νά, ἀσπασθῶ τό δικό του χέρι, ἔγινε μία σύγκρουσις κεφαλιῶν…! Μόνο, πού τό ἕνα ἦταν γεμᾶτο μυαλό, ἤ, μᾶλλον, γεμᾶτο θεία Χάρι, καί τό ἄλλο ἦταν κούφιο, καί ἀπό μυαλό, καί ἀπό Χάρι, καί αὐτό φάνηκε καί ἀπό τόν χτύπο – σχῆμα ὑπερβολῆς, βέβαια.
Ἀποκορύφωμα βέβαια ὅλης αὐτῆς τῆς συγκυρίας, μέ ἀφορμή τήν Θεολογική Σχολή, πού μέ ἔστειλε ὁ π. Παΐσιος, ἦταν νά κληθῶ στήν Μονή τῆς Σουρωτῆς γιά νά κάνω τίς ἀκολουθίες τοῦ Πάσχα, τό 1994, τό τελευταῖο Πάσχα τῆς ἐπί γῆς ζωῆς τοῦ Γέροντα.
Τώρα, τό πῶς πῆρα ἄδεια ἀπό τόν Δεσπότη μου, στήν Λαμία, καί πῶς ἕνας Δεσπότης εἶναι δυνατόν νά ἀφήση ἕναν ἱερέα νά πάρη ἄδεια τό Πάσχα, εἶναι μυστήριο, εἶναι ἀνεξήγητο, τό πῶς ἄνοιγαν οἱ πόρτες. Μάλιστα, μοῦ εἶπε ὁ τότε Σεβασμιώτατος, κυρός Δαμασκηνός: ”Φύγε ἀμέσως, δέν θέλω νά μοῦ ἐξηγήσης κανένα λόγο”. Καί, τότε, τοῦ εἶπα, γιατί τοῦ ἄρεσαν τά ἀστεῖα: ”Φεύγω πρίν τό μετανοιώσετε”.
Πράγματι, ἔφυγα γιατί φοβόμουν νά μή τό μετανοιώση καί νά μήν ἐπηρεασθῆ.  Εἶχα προετοιμασθῆ νά τοῦ πῶ πολλά ἐπιχειρήματα, μήπως καί μέ ἄφηνε νά πάω ἐκεῖ, στήν Σουρωτή, ἀλλά δἐν χρειάσθηκε.
Καί θυμᾶμαι ὅλα ὅσα ἔγιναν ἐκείνη τήν Μεγάλη Ἑβδομάδα, στήν Σουρωτή τά συγκινητικώτατα, καί ἰδιαίτερα τήν Μεγάλη Πέμπτη τό πρωΐ, στήν Λειτουργία, στήν ἀκολουθία, καί κατά τήν ἀκολουθία τῆς Ἀναστάσεως, πού αὐτές ἔγιναν χωρίς κόσμο, ἐννοεῖται. Ἔγιναν παρουσίᾳ μόνον τοῦ Γέροντος καί τῆς ἀδελφότητος ἐκεῖ, στό παρεκκλήσι τῶν Ταξιαρχῶν, τῶν Ἀρχαγγέλων.
Τί νά πρωτοαναφέρω, ἀπό ὅσα ἐπιτρέπονται, βέβαια. Ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ὁ π. Παΐσιος ἔπαιρνε τό Ἅγιο Φῶς κι ἐνῶ ἔψελνε τόσο σιγά, ἐνόμιζες ὅτι βοᾶ πρός τόν Κύριο. Ὅπως τότε πού εἶπε ὁ Θεός στόν Μωϋσῆ ”τί βοᾶς πρός με;” κι ὁ Μωϋσῆς μιλοῦσε ἀπό μέσα του. Πῶς σιγόψελνε σέ ὅλην τήν ἀκολουθία… Ὁ τρόπος πού ἔλεγε τά ”Ἀληθῶς Ἀνέστη!” Ἡ εὐλάβειά του. Οἱ σταυροί του. Τό ὕφος του, οἱ κινήσεις του, τά πάντα του. Τό πῶς κοινωνοῦσε ἀπό τήν ἀναξιότητά μου. Μᾶς ἔπιανε ἕνα τρέμουλο… Ἡ καρτερία του, πού ἔδειχνε στούς πόνους. Ἡ ὅλη φερέπονος διάθεσίς του, κλπ., γιατί, τότε, εἶχαν ἀπομείνει μόνο 25-30 κιλά βάρος στό σῶμα του.
Φυσικά, μοῦ μένει ἀξέχαστη ἡ τελευταία συνάντησις πού εἴχαμε μετά τόν Ἑσπερινό τῆς Ἀγάπης, ὅπου, μεταξύ τῶν  ἄλλων, μοῦ ἔλεγε τί τοῦ εἶχαν πῆ οἱ γιατροί. Οἱ γιατροἰ τοῦ εἶπαν, ὅτι ὁ καρκῖνος θά ἔκανε μετάστασι καί θά πήγαινε ἀπό τό Α ὄργανο, στό Β, στό Γ, στό Δ…. στό Ν, παντοῦ. Ἔτσι τοῦ εἶχαν πῆ οἱ γιατροί, γιατί ἤθελε νά μάθη καί τήν ἀλήθεια. Καί, τότε ὁ π. Παΐσιος ἀπήντησε χαριτωμένα, ἀναστάσιμα, εὐχάριστα: «Ἄς πάη ὅπου θέλει ὁ καρκῖνος, ἀρκεῖ ἐδῶ νά μή πάη» εἶπε δείχνωντας τό κεφάλι του. Δηλ., ἐννοοῦσε ἀρκεῖ νά μή πειραζόταν ὁ νοῦς του, γιά νά ἔχη καλή ἀπολογία. Γιατί, μοῦ ἔλεγε: ”Δέν ἔχει σημασία τό πότε θά φύγωμε. Σημασία ἔχει νά εἴμαστε πάντοτε ἕτοιμοι».
Μετά ἀπ᾽ αὐτό, εἶπε στούς γιατρούς: «Μέ κάνατε ἀστροναύτη, μέ τά ὀξυγόνα, μέ τό α´ καί μέ τό β´… Τώρα, ὅμως, ἐτελείωσε ἡ ἀποστολή σας. Τώρα ἀρχίζει ἡ δουλειά τοῦ Θεοῦ». Κι ἐγώ τόν ρώτησα: «Γέροντα, γιατί τά κάνατε, ὅλα αὐτά τά πράγματα, ἀφοῦ δέν θέλατε νά τά κάνετε;» Καί μοῦ ἀπήντησε: « Ἔτσι εἶπε ὁ Παναγιώτατος, ὁ Πατριάρχης». Κι ἐγώ, ἀπό ἀφέλεια, βέβαια, τοῦ λέω: «Ἔ, καί; Αὐτό εἶναι θέμα προσωπικό σας. Δέν εἶναι ἐκκλησιαστικό θέμα». Καί μοῦ ἀπήντησε: «Εἶναι ἀσέβεια. Ὅταν δέν ὑπάρχη πρόβλημα πίστεως, ὀφείλομε νά κάνωμε ὑπακοή» (στά ἄλλα θέματα, δηλ.) Ἔτσι μοῦ εἶπε τότε καί διάφορα ἄλλα…
Ἀλλά, καταλήγω ἐκεῖ πού ξεκίνησα. Ἐάν δἐν ἔκανα παράλογη ὑπακοή νά πάω Θεολογική Σχολή, προφανῶς, μᾶλλον δέν θά εἶχα αὐτές τίς πολλές καί ἄλλες εὐλογίες καί πνευματικές παρηγοριές πού εἶχα – ἀναξίως πάντα -, γιά τίς ὁποῖες, βέβαια, εἴμαστε ἀναπολόγητοι. Ἐλπίζομε ὅμως στίς εὐχές τοῦ Γέροντα.
Ἀνάλογες, ἀνεξίτηλες παραστάσεις ἀπό τόν παππούλη, ἔχομε, ἐννοεῖται, καί ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος, πού ζοῦσε ἐκεῖ σάν καιομένη λαμπάδα. Ἀπό ἐκεῖ, π.χ., ἔχω μία κασέττα, ἀπό τήν ἀκολουθία τῆς Ἀναστάσεως, στό Κελλί τοῦ π. Ἰσαάκ, ὅπου πάντα ἔκανε Πάσχα ὁ Γέροντας. Τότε, ἤμουν δόκιμος, ἀλλά καί ἄλλες φορές, ὡς φοιτητής, εἶχε τύχει νά κάνω ἐκεῖ Πάσχα. Ὅλοι ἤμασταν συγκινημένοι ἀπό τήν παρουσία τοῦ Γέροντα, ὁ ὁποῖος  ἐρχόταν ἀπό τό πρωί τοῦ Μεγάλου Σαββάτου καί μᾶς διηγιόταν εὐχάριστα, ὠφέλιμα περιστατικά.
Ὁ Γέροντας, ὅταν ἔψελνε, ἔψελνε ἀπό τά φυλλοκάρδια τῆς καρδιᾶς του. Ὅταν μάλιστα κάποιοι τοῦ ἔλεγαν ”Γέροντα ψάλε κάτι κι ἐσύ”, ἔλεγε ”ἄ, ἐγώ δέν θέλω νά ψάλω κάτι γιατί θέλω νά ψέλνω συνέχεια”, δηλ. συνεχῶς. Πράγματι, σιγόψελνε σ᾽ ὅλην τήν ἀκολουθία ἐκεῖ στήν Λιτή – ἄς τήν ποῦμε ἔτσι – τοῦ παρεκκλησιοῦ τοῦ Κελλιοῦ, τοῦ π. Ἰσαάκ.
Μάλιστα, ἐκεῖ ἦταν κι ἕνας Λιβανέζος, – γιατί ἤμαστε εἴκοσι πέντε περίπου ἄτομα ἐκ τῶν ὁποίων δύο ἦσαν Λιβανέζοι – καί τοῦ εἶπε ὁ π. Παΐσιος ”νά διαβάσετε τίς Πράξεις καί στά Ἀραβικά”. Καί τοῦ ἀπαντᾶ ὁ Λιβανέζος ”μά, Γέροντα, δέν εἶναι σωστό, γιατί ὅλοι ἐσεῖς εἶστε Ἕλληνες, δέν θά καταλαβαίνετε τίποτε ἀπό τά Ἀραβικά”. Καί λέει ὁ π. Παΐσιος: ”Καλύτερα, γιά νά μήν ἔχωμε καί εὐθύνη ἐν ἡμέρᾳ Κρίσεως”…. Ἔλεγε κι ἄλλα τέτοια χαριτωμένα.
Κάποια στιγμή, τοῦ εἶπε ἕνας Λιβανέζος: «Γέροντα, νά σέ βγάλω ”μία” φωτογραφία;” Κι ὁ Γέροντας τοῦ λέει: «Πονηρούλη, ”μία” στά Ἀραβικά, σημαίνει 100”!
Ἦταν ἄνοιξις, ἄκουγε τά πουλιά ἔξω νά κελαϊδᾶνε καί μέ ρωτάει: ”Τί λένε, τώρα, τά πουλάκια;” ”Ποῦ νά ξέρω Γέροντα;” τοῦ λέω. «Εὐλογημένε, λένε τό ”Χριστός Ἀνέστη!”»
Θυμᾶμαι, τό 1994, ὅταν ἐκοιμήθη ὁ π. Παΐσιος, ἦλθε στήν Καψάλα καί μᾶς ἐνημέρωσε ἕνας κύριος Ἰωάννης Μπονέλης, πού ἔχει μαγαζί στήν πλατεία Ἁγίας Σοφίας, στήν Θεσσαλονίκη. Ὅταν μᾶς ἐνημέρωσε ὅτι ἐκοιμήθη ὁ π. Παΐσιος, θυμᾶμαι, μοῦ ἔκανε ἐντύπωσι, πῶς πετάχθηκε, ἀπό τήν καρέκλα του, σάν ἐλατήριο, ὁ π. Ἰσαάκ. Γίναμε ὅλοι βουβοί, ἄφωνοι, ἀμίλητοι.Ἐγώ, τότε, πῆγα πρός τό δάσος καί ἔκλαιγα ἀσυγκράτητα καί ἀσταμάτητα. Μονολογοῦσα καί ἔλεγα: ”Γλυκέ μου πατερούλη Παΐσιε, σέ τούτη τήν ζωή δέν θά σέ ξαναδῶ, ποτέ, ποτέ”.
Περιττό νά πῶ, ὅτι τό ὄνομα Ἀρσένιος τό πῆρα μέ δική του εὐλογία καί τό ὁποῖο διετήρησα καί μετά τήν μεγαλοσχημία.
Τώρα, ὅσον ἀφορᾶ γιά κάποια πράγματα πού εἶπε ὁ Γέροντας καί γιά διάφορα θέματα τοῦ μέλλοντος, – τό λέω αὐτό ἐπειδή γίνονται διάφορες συζητήσεις, πού πολλές ἀπό αὐτές εἶναι ἄστοχες -, ἀπό αὐτά πού εἶπε ὁ Γέροντας, ὅ,τι ὄντως ἔγραψε ὁ ἴδιος ὁ Γέροντας, ὅ,τι ὄντως εἶπε ὀ ἴδιος, αὐτά μόνο νά κρατήσωμε. Ἀκόμη, κι ἄν φαινόντουσαν, κάποια ἀπό ἐκεῖνα πού εἶπε, ξεκάθαρα καί συγκεκριμένα, ἄν καί φαινόντουσαν ἔτσι, τί ἀκριβῶς ἐννοοῦσε ὁ Γέροντας, μόνον ὁ Θεός καί ὁ Γέροντας γνωρίζουν. Τό νά ἑρμηνεύωμε, ἐμεῖς οἱ ἐμπαθεῖς καί ἁμαρτωλοί, Ἁγίους, εἶναι, τό ὀλιγώτερο, παρακινδυνευμένο.
Ἐμεῖς, πάντως, πού γνωρίσαμε, ἀπό πολύ κοντά τόν Γέροντα Παΐσιο, εἴμαστε σίγουροι, ὅτι εἶναι μεγάλος Ἅγιος. Τήν εὐχή του νά ἔχωμε.
Ἔχω γράψει ἕνα ποιηματάκι, τό ὁποῖο θά σᾶς τό διαβάσω στό τέλος τῆς ὁμιλίας μας. Ἄλλωστε, μοῦ ἐζητήθη νά κάνω ἐκτενῆ ὁμιλία.
Ἐκεῖ, σέ κάποιο στίχο, ἔχω γράψει κάποια λόγια πού μοῦ εἶχε πῆ ὁ ἴδιος ὁ Γέροντας. Εἶναι αὐτά: «Ὅσες σάλτσες ἄκουσα στήν ζωή μου, δέν εἶναι τίποτε μπροστά σέ ἐκεῖνες πού θά κυκλοφορήσουν μετά τήν κοίμησί μου». Τό ποίημα θά σᾶς τό διαβάσω σέ λίγο.
Νά εἴμαστε, λοιπόν, πολύ προσεκτικοί, ἕως ἀρνητικοί, σέ μή ἔγκυρα βιβλία πού γράφουν κάποιοι περί προφητειῶν Γέροντος Παϊσίου καί σέ ἀναξιόπιστα θαύματα καί συναφῆ θέματα.
Ἐπειδή ὅμως πέρασε ἡ ὥρα καί δέν ὑπάρχει χρόνος, δέν μπορῦμε νά ἀναφέρουμε διάφορα ἄλλα ψυχωφέλημα καί διδαχές τοῦ Γέροντα, ἄλλωστε θά πῶ κάποια ἀπό αὐτά ἐντός ὀλίγου στήν ραδιοφωνική συνέντευξη.
Γι᾽ αὐτό κρίνω σκόπιμο εὐθύς ἀμέσως νά σᾶς διαβάσω ἕνα ποιηματάκι, πού ἔχω γράψει τόν Ἰούλιο τοῦ 2008, καί εἶναι ἕνα σύντομο ἀφιέρωμα, ἕνα προσωπικό ἀφιέρωμα στόν Γέροντα Παΐσιο, τό ὁποῖο περιέχει μέσα δικά του λόγια, δικές του διδαχές, ὅπως μοῦ τίς εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Γέροντας.
Λοιπον, σᾶς διαβάζω τό ποίημα, πού ἔχει δικά του λόγια. Εἶναι, βέβαια, προσωπική ἀφιέρωσι:

Γέροντα, ὁρόσημο γιά μέ ἤσουν στήν ζωή μου,
μικρό παιδί σέ γνώρισα καί ἀγαλλίασε ἡ ψυχή μου.
Πόσα δέν μοῦ δίδαξες καί πόσα δέν μοῦ εἶπες,
πόσες φορές μέ μάλλωσες καί μόνο δίκιο εἶχες.
Ἐμπρός στήν ἅγια σου μορφή, στό ταπεινό καλύβι,
ἦλθα ἀμέτρητες φορές σάν τό μικρό σπουργίτι.
Μέ σπασμένα τά φτερά, μέ μάτια βουρκωμένα,
μέ λογισμούς ἀμέτρητους ἦλθα κοντά σέ σένα.
Ἅγια λόγια μοῦ ἔλεγες, διδαχές καί πόσα ἄλλα,
καί μέ καινούργια τά φτερά γύριζα στήν Καψάλα.
Ἀπογοήτευσι, τυχόν, πίκρες κι ἀπελπισία,
ὅλα ἐσύ μοῦ τἄπαιρνες καί σκόρπιζες εὐωδία.
Ἀντλοῦσα δύναμι ἀπό σέ γιά νά συνεχίσω,
καί στόν δικό μου Γολγοθᾶ γιά νά περπατήσω.
Ὑπακοή μου ἔλεγες, ταπείνωσι, μετάνοια,
ἔτσι θά πολεμήσουμε μέ ὅλα τά ταγκαλάκια.
Κι ἄν ρίχνη σφαῖρες ὁ διάβολος, ἔλεγες, τίς ρίχνει στόν ἀέρα,
ἀρκεῖ ἐμεῖς νά ἔχουμε ἀλεξίσφαιρα πνευματικά γιλέκα.
Ἔλεγες Γέροντα καλέ, χωρίς κόπο καί δάκρυ,
δέν ἀξιώνει ὁ Θεός νά πάρωμε στεφάνι.
Ταπείνωσι, ἄσκησι, ὑπακοή, νηστεία, προσευχή καί ἀγρυπνία,
ἡ ἀσπίδα γιά τόν διάβολο, ὁ δρόμος γιά τήν σωτηρία.
Ἔλεγες γιά μοναχό ἀμελῆ, πού στό τέλος ἔγινε Ἅγιος,
ἔλεγες γιά μοναχό ἐπιμελῆ, πού τόν κόλασε ὁ πλᾶνος.
Πολλές ἐκπλήξεις θά ἔχουμε στήν οὐράνια Βασιλεία,
ἐδῶ κάποιοι θά φοροῦν τά Σχήματα, ἐκεῖ ἄλλοι θἄχουν τά πρωτεῖα.
Μήν ἀναπαύεται ὁ μοναχός, ποτέ μήν ξεθαρρεύει,
μέχρι τά τελευταῖα του ὁ διάβολος παραμονεύει.
Ὥσπου νά φύγη ἀπ᾽ τήν ζωή πάντοτε νά παλεύη,
καί μόνο ὅταν ἡ ψυχή του βγῆ, ὁριστικά ἀπ᾽ τόν διάβολο ξεμπερδεύει.
Ἔλεγες, μοναχοί εἴμαστε, θά μᾶς συκοφαντήσουν,
θά μᾶς διαβάλουνε, θά μᾶς διασύρουν.
Ἀκόμη καί ἀδελφοί, ἴσως μᾶς ἀδικήσουν,
μᾶς κατηγορήσουνε καί μᾶς ἀμφισβητήσουν.
Ἐμεῖς  μέ τήν προσευχή καί μέ τό κομποσχοίνι,
ἀδιάφοροι νά μείνουμε στοῦ πειρασμοῦ τό χατῆρι.
Νά μᾶς φωτίζη ὁ Θεός καί νά μᾶς χαριτώνη,
μέ ἀγάπη καί ὑπομονή νά μᾶς δυναμώνη.
Ἄν ἐπιτρέψη ὁ Θεός, τίποτα μή φοβᾶσαι,
ὅποιοι πειράξουν μοναχό διπλᾶ νά τούς λυπᾶσαι.
Εἶν᾽ ὁ Χριστός μας ἀρχηγός, Ἐκεῖνος θά νικήση,
αὐτόν τόν πλᾶνο, τόν κακό, στό τέλος θά τόν σβήση.
Ἐμεῖς μέ πόνο νά εὐχώμαστε γιά ὅσους μᾶς φθονήσουν,
νά τούς ἐλεήση ὁ Θεός καί νά μετανοήσουν.
Ἔλεγες, ἀκοῦνε φῆμες καί τρέχουνε σέ διορατικούς γεροντάδες.
Εἶν᾽ ἐπικίνδυνο αὐτό καί πέφτουνε σέ πλᾶνες.
Ὁ διάβολος τήν παγίδα του τήν ἔχει καλά στημένη,
συμπτώσεις διάφορες καί τούς παγιδεύει.
Ἀκοῦνε λόγια τοῦ μυαλοῦ, λόγια ἁπλᾶ μονάχα,
καί κοροϊδεύει ὁ διάβολος ὅτι κατεβήκανε ἀπό τά οὐράνια.
Ἡ διόραση δέν φαίνεται, εἶναι καλά κλεισμένη,
κι ἄν κάποιος τήν ἔχη, τήν ἔχει κλειδωμένη.
Ἔλεγες ”λένε λόγια πολλά, λόγια πού δέν τά εἶπα”.
Νά τούς ἐλεήση ὁ Θεός, Κρῖμα! Μεγάλο Κρῖμα!
Διαδίδουν διάφορα, δῆθεν τά εἶπε ὁ Παΐσιος,
ἐνῶ τούς ὑπαγορεύει ὁ ἑαυτός τους ὁ Πλανήσιος.
”Τό ὄνομά μου, ἔλεγες, κάποιοι θά χρησιμοποιοῦνε,
ἐγώ, ὅμως, παρακαλῶ, τό φρόνημά μου νά ἀσπασθοῦνε”.
”Πολλά παλαβά ἄκουσα στήν ζωή μου, μά αὐτά δέν εἶναι τίποτε, ἔλεγες,
ἐμπρός σέ ἐκεῖνα πού θά κυκλοφορήσουνε μετά τήν κοίμησί μου.
Μπορῶ ἀμέτρητα νά πῶ, μά δέν θά ὠφελήσω,
δέν ξέρουν τήν μετάφραση καί δέν θά βοηθήσω.
Γέροντα, ὅσα ἔλεγες, τά ἔλεγες ἀπό ἀγάπη,
δέν ἦταν λόγια ἀνθρώπου ἁπλᾶ, τά εἶχες ζήσει σέ θεωρία καί πράξη.
Καί πόσα ἄλλα ἔκρυβες κανείς μας δέν θά μάθη,
ἀπό τήν ἄγνωστη ἅγια σου ζωή λίγα ψίχουλα ἔχουμε πάρει.
Δέν εἶχες δικό σου ὑποτακτικό ποτέ σου στό Καλύβι,
καί ἀδιάκοπα προσευχόσουνα στῆς Παναγιᾶς μας τό καντῆλι.
Ἔλεγες, τοῦ κόσμου εἶμαι ὑποτακτικός καί σάν στρατιώτης μοναχός,
στόν πόνο τῶν ἀνθρώπων εἶμαι ἄγρυπνος φρουρός.
Δέν μίλαγες, Γέροντα, γιά σέ, εἶχες ταπείνωση μεγάλη,
πόσες πίκρες ἄραγε, πόσες νά εἶχες πάρει;
Δέν εἴμαστε ἄξιοι, Γέροντα, παιδιά σου νά κληθοῦμε,
ἀλλά στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ ἐμεῖς εὐελπιστοῦμε.
Σέ εὐγνωμονῶ, Ἅγιε Γέροντα, θά σέ εὐλαβοῦμαι αἰώνια,
ἐσύ μέ προστάτεψες στά δύσκολά μου χρόνια.
Σέ σέ ὀφείλω, Γέροντα, ὅλα τά Σχήματά μου,
Σέ σέ ὀφείλω, Γέροντα, ”Ἀρσένιος” τ᾽ ὄνομά μου.
Γέροντα, ὅ,τι καί νά πῶ εἶναι πτωχά τά λόγια,
ἀπό καρδιᾶς σ᾽ εὐχαριστῶ γιά τά ὠφέλιμά σου λόγια.
Ἐκεῖ ψηλά στά Οὐράνια, εὔχου γιά μένα, Γέροντα,
νά μέ φωτίση ὁ Θεός νἄχω Καλή Μετάνοια.
Γέροντα, εὔχου καί γιά μᾶς, μιά μέρα νά βρεθοῦμε,
ἐκεῖ στήν Ἄνω Ἱερουσαλήμ νά συναντηθοῦμε».

Τήν εὐχή του νἄχουμε.
Αὐτά, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί.
Τό Κεφάλαιο ”Γέροντας Παΐσιος” εἶναι ἀνεξάντλητο.
Ἐλάχιστα πράγματα ἐθίξαμε εἰς τήν ἀγάπη σας. Βέβαια, τό πιό ὠφέλιμο εἶναι νά μιμηθοῦμε, ὄχι βέβαια τά κατορθώματά του, πού εἶναι ἀδύνατον νά τά πλησιάσωμε, ἀλλά, σιγά-σιγά, τό ταπεινό του φρόνημα, τήν ἀνιδιοτελῆ του ἀγάπη, μετά διακρίσεως, γιατί, ὅπως μᾶς ἔλεγε χθές καί ὁ σεβαστός Γέροντας Θεόκλητος, ὅλοι μας μιλᾶμε γιά τούς Ἁγίους καί για τόν π. Παΐσιο, ἀλλά σημασία δέν ἔχει νά ἀναφέρωμε τόσο τά κατορθώματα τῶν Ἁγίων – εἶναι βέβαια καί αὐτό, καί νά τούς ἐπικαλούμεθα -, ἀλλά τό πιό ὠφέλιμο γιά μᾶς εἶναι νά μιμούμεθα τό φρόνημά τους, μετά διακρίσεως βέβαια, καί τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἁγίασαν, μέσα ἀπό πολλούς πειρασμούς, ἀπό θλίψεις, γιατί ὅλοι μας ζηλεύομε τά χαρίσματα τῶν Ἁγίων, ἀλλά ἐπ᾽ οὐδενί δέν θέλομε νά ὑποστοῦμε τίς θλίψεις τους καί νά ὑποβληθοῦμε στόν πνευματικό κόπο καί ἱδρῶτα γιά νά ἀπεκδυθοῦμε, μέ πόνο καί ὀδύνη, στήν ἀρχή, τόν παλαιό μας ἄνθρωπο. Γιατί αὐτό εἶναι ἐκεῖνο πού τελικά μᾶς σώζει. Οὔτε τά χαρίσματα μᾶς σώζουν, οὔτε οἱ βίοι τῶν Ἁγίων, ἄν ἐμεῖς δέν ἀποκτήσωμε πνευματικούς καρπούς.
Τώρα, ἐσεῖς  ὅλοι οἱ Κονιτσιῶτες, ἔχετε ὑψίστη εὐλογία πού ἐδῶ μεγάλωσε καί ἀσκήτεψε ὁ Γέροντας Παΐσιος, γιατί, ναί μέν τόν ἐκαρπώθησαν τά πέρατα τῆς οἰκουμένης, ἀλλά, ἐδῶ ἀνδρώθηκε πνευματικά, ἐδῶ εἶχε τούς πρώτους καϋμούς καί τούς ἀναστεναγμούς, κι ὡς μοναχός, ἐδῶ,  εἶχε τίς πρῶτες θεϊκές ἐμπειρίες. Μποροῦμε νά ποῦμε, ἐδῶ ἔγινε Ἅγιος, καί, ὅπου ἀλλοῦ πῆγε ἦταν ἕνας ”ἕτοιμος Ἅγιος”. Βέβαια, ὅσον ἀφορᾶ γιά ἕνα τόπο, πιό μεγάλη ἀξία ἔχει ποῦ κανείς ἀνδρώνεται καί ποῦ ὡριμάζει πνευματικά, καί ὄχι τόσο ποῦ προσφέρει πνευματικά. Γιατί, ἄν ἀνδρωθῆς κάπου, μετά, ὅπου καί νά εἶσαι, ἐκπέμπεις στά πέρατα τῆς οἰκουμένης καί μόνο μέ τήν προσευχή σου.
Ἔτσι, λοιπόν, ὅλοι ἐσεῖς ἔχετε ὑψίστη εὐλογία γιατί, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, δέν ξέρομε ποιόν ἄνθρωπο εἴχαμε ἀνάμεσά μας. ῎Εχετε καί ἔχομε ὑψίστη εὐλογία, ὅλοι ἐσεῖς οἱ Κονιτσιῶτες, πού μεταξύ σας εὑρίσκονται καί οἱ πιό πολλοί συγγενεῖς του, ἀλλά καί ὅλοι μας, καί ἐσεῖς καί ἐμεῖς, ἔχομε τήν ἀνάλογη εὐθύνη, γιατί ναί μέν οἱ Ἅγιοι μᾶς βοηθοῦν μέ τήν εὐχή τους, μέ τό παράδειγμά τους, μέ τήν διδασκαλία τους, ἀλλά ἀπό ἐμᾶς, τελικά, καί μόνο ἀπό ἐμᾶς, ἐξαρτᾶται ὅλα αὐτά νά ἐνεργοποιηθοῦν γιά προσωπικό μας λογαριασμό ἀνάλογα μέ τήν δεκτικότητά μας. Γιατί αὐτός εἶναι ὁ τελικός μας σκοπός, νά ἑνωθοῦμε ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι μέ τόν Χριστό. Ἡ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι δηλ. χριστοποίησίς μας.
Οἱ Ἅγιοί μας αὐτό θέλουν καί γι᾽ αὐτό πρεσβεύουν νά ἑνωθοῦμε μέ τόν ἐν Τριάδι ἕνα Θεό, νά ἑνωθοῦμε μέ τίς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ.
Εὐχαριστῶ πάρα πολύ τήν ἀγάπη σας, εὐχαριστῶ πάρα πολύ γιά τήν ἐδῶ φιλοξενία σας, γιά τήν ὑπομονή σας, πού πολλοί ἀπό σᾶς ἤσασταν καί ὄρθιοι, γιά τήν ἀνοχή σας, νά συγχωρῆτε τίς ἀτέλειωτες ἀδυναμίες μου, καί σᾶς παρακαλῶ πάρα πολύ νά εὔχεσθε γιά τήν ἀναξιότητά μου. Εὐχαριστῶ καί πάλι. Νά εἶστε καλά.
π. Ἰωήλ: Τελειώνοντας, ἔτι ἅπαξ, νά εὐχαριστήσωμε τόν σεβαστό μας Γέροντα Ἀρσένιο, ὁ ὁποῖος εἶναι ἕνας ἄγρυπνος φρυκτωρός τῶν πατρίων παραδόσεων καί ἕνας ἀγγελιοφόρος τῆς Χάριτος, νά μᾶς θυμᾶται πάντοτε στήν προσευχή του, ἀλλά καί στήν Ἱερά Πρόθεσι. Καί τώρα θά σᾶς παρακαλέσω γιά κάτι, τό ὁποῖο ἐννοεῖται ὅτι ἔχετε ἀντιληφθῆ, νά μήν τόν ἀπασχολήσετε καθόλου, μά καθόλου. Κανείς. Φεύγουμε κατ᾽ εὐθεῖαν, γιατί ἔχει ἀποστολή ὁ ἄνθρωπος. Πήρατε τήν εὐλογία του, καί ἀπό τήν Λειτουργία, καί ἀπό τόν λόγο του.
π. Ἀρσένιος: Εὐχή νά πάρετε ἀπό τόν Γέροντα Θεόκλητο.
Τώρα θυμήθηκα, καί κάτι σχετικό πού εἶχε πῆ μία φορά ὁ π. Παΐσιος. Ὅταν ἔλειπε σίδηρος ἀπό τόν Γέροντα Παΐσιο, ἀπό τήν ὑπερβολικἠ ἄσκησι, τοῦ εἶπαν οἱ γιατροί: ”Γέροντα, νά πάρετε σίδηρο”. Καί ἐδῶ εἶναι τό ἀκόλουθο χαριτωμένο του ἀστεῖο, μέσῳ τοῦ ὁποίου ἔδειχνε τήν ἀγάπη του καί τήν εὐλάβεια του πρός τόν Γέροντα Θεόκλητο. Εἶπε, τότε, ὁ π. Παΐσιος: «Νά στείλετε σίδηρο στόν Γέροντα Θεόκλητο, γιατί αὐτός τώρα χτίζει μοναστήρι γιά τόν Ἅγιο Ἀρσένιο, – εἶναι τό πρῶτο Μοναστήρι  ἀφιερωμένο στόν Ἅγιο -, καί ἔχει αὐτός πιό πολλή ἀνάγκη ἀπό σίδηρο ἀπ᾽ ὅ,τι ἔχω ἐγώ».
Μάλιστα, ὁ π. Παΐσιος εἶναι ὁ πρῶτος πού ὑπέδειξε καί εὐλόγησε τό μέρος ἐκεῖ τῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Ἀρσενίου τοῦ Καππαδόκου καί τό ἐπεσκέπτετο. Καί τό μέρος ἐκεῖ ἔχει Χάρι ὄχι μόνο ἀπό τόν Ἅγιο Ἀρσένιο, ἀλλά καί ἀπό τόν σεβαστό μας Γέροντα Παΐσιο. Γι᾽ αὐτό, κι ὅταν πηγαίνωμε ἐκεῖ, ἐκτός ἀπό την ἀγάπη τοῦ Γέροντος Θεοκλήτου καί τῶν πατέρων, αἰσθανόμαστε καί τήν εὐλογία τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος Παϊσίου.
π. Ἰωήλ: Καλή δύναμι καί εἰς ὁδόν εἰρήνης.

Ἀρχιμανδρίτης Ἀρσένιος Κατερέλος
Ἡγούμενος Ἱ. Μονῆς Ἁγ. Νικολάου Δίβρης Φθιώτιδος
(ὁμιλία μετά τήν Θεία Λειτουργία στόἐξωκκλῆσι τῆς Ἁγίας Βαρβάρας Κονίτσης 13-07-2013)

Related Posts