Κυριακή 28 Δεκεμβρίου 2014

Η κατά σάρκα του Χριστού Οικονομία (Αγ. Γρηγόριος Παλαμάς) Συγγραφέας: kantonopou




Σχετικά με τη συγκαταβατική ενσάρκωση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και τα όσα προσφέρθηκαν εξαιτίας της σ’ αυτούς που τον εμπιστεύτηκαν αληθινά και σχετικά με την αιτία που ο Θεός, αν και μπορούσε να ελευθερώσει με ποικίλους άλλους τρόπους το ανθρώπινο γένος από την υποταγή στο διάβολο, προτίμησε να χρησιμοποιήσει αυτή τη συγκαταβατική τακτική.
Μπορούσε, οπωσδήποτε, ο προαιώνιος και απεριόριστος και παντοκράτορας Λόγος και παντοδύναμος Υιός του Θεού, και χωρίς ο ίδιος να περιβληθεί την ανθρώπινη φύση, να απαλλάξει τους ανθρώπους από την υποτέλεια στο θάνατο και την υποδούλωση στο διάβολο, γιατί όλα υπακούουν στις εντολές του και το καθετί εξαρτιέται από τη θεϊκή εξουσία του, όλα έχει τη δύναμη να τα ενεργεί και, σύμφωνα με τον Ιώβ, τίποτε δε βρίσκεται έξω από τις δυνατότητές του, άλλωστε, απέναντι στην απόλυτη υπεροχή του δημιουργού, η δύναμη αντίστασης των δημιουργημάτων χρεοκοπά, κανένα δεν είναι ισχυρότερο από τον Παντοκράτορα.
Όμως, αυτή η τακτική σωτηρίας, δηλαδή με την ενανθρώπηση του Λόγου του Θεού, ήταν η πιο προσαρμοσμένη στη δική μας φύση, την ανθρώπινη αδυναμία μας κι ακόμα ήταν η πιο αντάξια του Θεού που την εφάρμοζε μια και χαρακτηριζόταν από το στοιχείο της δικαιοσύνης, χωρίς το οποίο καμιά ενέργεια του Θεού δεν πραγματοποιείται. «Δίκαιος γαρ ο Θεός, και δικαιοσύνας ηγάπησε, και ουκ έστιν αδικία εν αυτω», όπως λέει κι ο ψαλμωδός Προφήτης.
Ο άνθρωπος εγκατέλειψε το Θεό πρώτος και, κατά συνέπεια, δίκαια εγκαταλείφθηκε από το Θεό, τότε κατέφυγε, με τη θέλησή του, στον αρχηγό της κακίας, που τον είχε παρασύρει με τις δόλιες αντίθεες συμβουλές του, δίκαια, πάλι, κατά συνέπεια, παραδόθηκε σ’ αυτόν, έτσι εισχώρησε στον κόσμο ο θάνατος, ως αποτέλεσμα του φθόνου του πονηρού και με την άδεια, τη δίκαιη, του αγαθού Θεού. Και ο θάνατος, εξαιτίας της υπερβάλλουσας κακότητας του αρχηγού της κακίας διπλασιάστηκε, κοντά σε κείνον που προσκολλήθηκε στην ανθρώπινη φύση, προστέθηκε κι ο άλλος που αυτός ο ίδιος ο διάβολος βίαια τον προξενεί.
Επειδή, λοιπόν, η υποταγή στο διάβολο και η παράδοση στο θάνατο επήλθε ως δίκαιη συνέπεια, έπρεπε και η επάνοδος του ανθρώπινου γένους στην ελευθερία και τη ζωή να συντελεστεί από το Θεό πάλι ως δίκαιη συνέπεια. Και δεν ήταν μόνο η παράδοση του ανθρώπου στο φθονερό εχθρό του, που πρόκυψε ως συνέπεια της θείας δικαιοσύνης, ήταν και το γεγονός ότι ο ίδιος ο διάβολος, που αποξενώθηκε από τη δικαιοσύνη του Θεού και επεδίωξε άδικα να εξουσιάζει και να μην υπακούει πουθενά και να καταπιέζει, βρισκόμενος σε διάσταση με τη δικαιοσύνη, χρησιμοποίησε τη δύναμή του ενάντια στον άνθρωπο.
Ο Θεός, λοιπόν, θεώρησε ότι προείχε να νικηθεί πρώτα ο διάβολος με τη δικαιοσύνη, με την οποία έχει ανοιχτή διαμάχη, και κατόπιν να νικηθεί με τη θεϊκή υπεροχή, δηλαδή με την ανάσταση και τη μέλλουσα κρίση. Γιατί αυτή είναι η σωστή σειρά, να προηγείται η δικαιοσύνη από τη δύναμη, αυτό αρμόζει αληθινά στη θεϊκή αγαθή διακυβέρνηση του κόσμου, όχι στην καταπιεστική επιβολή: να ακολουθεί η δύναμη, αφού πρώτα επιβληθεί η δικαιοσύνη.
Και, όπως ο διάβολος, ο παμπάλαιος φονιάς του ανθρώπου, ξεσηκώθηκε εναντίον μας από φθόνο και μίσος, έτσι κι ο ζωοδότης μπήκε στη μάχη με το μέρος μιας από άπειρη αγαθότητα κι αγάπη για τον άνθρωπο. Και όπως εκείνος, χωρίς να του έχει παρασχεθεί το δικαίωμα, έβαλε σκοπό του να καταστρέψει το πλάσμα του Θεού, έτσι κι ο πλάστης, έχοντας αντίθετα, κάθε δικαίωμα, αποφάσισε να σώσει το δημιούργημά του. Και όπως εκείνος πέτυχε με την αδικία και τη δολιότητα να καταγάγει νίκη και να γκρεμίσει τον άνθρωπο από το θεοδώρητο αξίωμά του, έτσι κι ο ελευθερωτής με δικαιοσύνη και σοφό σχέδιο επέφερε την πανωλεθρία του αρχηγού της κακίας και την ανακαίνιση του ανθρώπου.
Λοιπόν, ο Θεός απέφευγε να χρησιμοποιήσει, πράγμα που μπορούσε, τη δύναμη, ώσπου να προχωρήσει στην απόδοση της δικαιοσύνης, πράγμα που ήταν αναγκαίο. Έτσι άλλωστε φάνηκε ξεκάθαρα η δύναμη της δικαιοσύνης, αφού προτιμήθηκε ως τακτική από τον παντοδύναμο που κανένας δεν μπορεί να τον νικήσει. Απ’ αυτό μάλιστα θα ‘πρεπε και οι άνθρωποι να παραδειγματιστούν, ώστε να ζουν με δικαιοσύνη την επίγεια ζωή τους, ώστε στην αιώνια ζωή της αθανασίας ν’ αναλάβουν τη δύναμη και να μη τη χάσουν ποτέ.
Κι ακόμα έπρεπε ο διάβολος που τότε νίκησε τον άνθρωπο, να νικηθεί από τη νικημένη ανθρώπινη φύση και να κατατροπωθεί αυτός που με τόση πανουργία παγίδευσε τον άνθρωπο. Γι’ αυτό το σκοπό χρειαζόταν απαραίτητα να υπάρξει ένας άνθρωπος αναμάρτητος. Όμως κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο. «Ουδείς γαρ, λέει η Γραφή, αναμάρτητος, ουδ’ αν μία ημέρα η ζωή αυτού» και «τις καυχήσεται αγνήν έχειν την καρδίαν;»
Μονάχα ο Θεός, κανένας άλλος, δεν μπορεί να είναι αναμάρτητος. Γι’ αυτό ακριβώς ο Θεός Λόγος, ο γεννημένος από το Θεό ευθύς απ’ την αρχή της ύπαρξής του, και πάντοτε ενωμένος μ’ Αυτόν (δεν είναι δυνατό να υπάρξει η να εννοηθεί ποτέ Θεός στερημένος λόγου) και ουδέποτε διαχωρισμένος απ’ Αυτόν, ο ένας υπαρκτός Θεός (το αντιφέγγισμα του ήλιου δεν είναι άλλον φως διαφορετικό απ’ τον ήλιο και οι ηλιακές ακτίνες δεν είναι άλλοι ήλιοι), γι αυτό, λοιπόν, ο μόνος αναμάρτητος Υιός και Λόγος του Θεού καθίσταται γιος ανθρώπου, χωρίς βέβαια, να αλλάζει τίποτε ως προς τη θεότητά του, μένοντας, όμως, ακηλίδωτος ως προς την ανθρώπινή του ιδιότητα.
«Ος, όπως προφήτευσε ο Ησαϊας, αμαρτίαν ουκ εποίησεν, ουδέ ευρέθη δόλος εν τω στόματί αυτού». Και όχι μόνο αυτό, αλλά και κείνος που δε «συνελήφθη εν ανομίαις» και δεν «εκυήθη εν αμαρτίαις» καθώς διαπιστώνει, μιλώντας για τον εαυτό του, ή μάλλον για ολόκληρο το γένος των ανθρώπων, ο Δαβίδ στους Ψαλμούς. Γιατί η επανάσταση της σάρκας έχει ως αυτόματη συνέπεια την καταδίκη που είναι και λέγεται φθορά.
Αυτή η επανάσταση αν και δε γίνεται με τη θέληση του ανθρώπου, αν και φανερά βρίσκεται σε αντίθεση με τους νόμους της νόησης και παρά το γεγονός ότι τιθασεύεται από τους ενάρετους και προσανατολίζεται μόνο προς τον τομέα δημιουργίας παιδιών, έτσι ή αλλιώς σπρώχνει τον άνθρωπο προς τη φθορά και δεν είναι παρά έφεση για ικανοποίηση των παθών αυτού που δε συνειδητοποίησε την τιμή που αξιώθηκε η φύση μας από το Θεό, αλλά εξομοιώθηκε με τα κτήνη.
Γι αυτό και δε γεννήθηκε, απλώς Θεός ανάμεσα στους ανθρώπους, αλλά και από Παρθένο επίλεκτη και απαλλαγμένη από βρώμικους σαρκικούς λογισμούς, σύμφωνα με τους προφήτες, γεννήθηκε από Παρθένο στη μήτρα της οποίας επέφερε τη σύλληψη όχι κάποια σαρκική όρεξη, αλλ’ ο ερχομός του Αγίου Πνεύματος. Αυτό που συνέβηκε ήταν η υποδοχή και η αποδοχή του ουράνιου χαρμόσυνου μηνύματος, όχι υπόκυψη και δοκιμή στη γεμάτη πάθος σαρκική επιθυμία.
Μακριά από κάθε τέτοια εμπειρία, η σύλληψη έγινε μέσα στην πνευματική ευφροσύνη και την επικοινωνία με το Θεό. «Ιδού γαρ η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου», απάντησε η άσπιλη Παρθένος στον άγγελο που της έφερε το μήνυμα της χαράς, συνέλαβε και γέννησε. Προκειμένου έτσι ο νικητής του διαβόλου, όντας άνθρωπος – θεάνθρωπος να κατάγεται, βέβαια, από το ανθρώπινο γένος, να μη μετέχει όμως στην κληρονομούμενη αμαρτία. Αυτός μόνος απ’ όλους τους ανθρώπους να συλληφθεί χωρίς να συντρέχει το γεγονός της παρακοής, μόνος αυτός να μπει στη μήτρα της μητέρας του χωρίς να μεσολαβήσει η εμπαθής ηδονή της σάρκας και οι βρώμικες επιθυμίες που χαρακτηρίζουν τη μιασμένη από την παρακοή ανθρώπινη φύση.
Προκειμένου έτσι ο Χριστός να υπάρξει τέλεια απαλλαγμένος από κάθε μόλυνση που μεταδίδεται στους απογόνους, με αποτέλεσμα να μην έχει καμιά ανάγκη κάθαρσης ο ίδιος, και να δέχεται τα πάντα με σοφία για χάρη μας. Και έτσι να γίνει ο ολοκληρωτικά νέος Άνθρωπος και να παραμείνει νέος πραγματικά κι αταλάντευτα, χωρίς καθόλου να παλιώνει πάλι, και να ανοικοδομήσει, προσφερόμενος ο ίδιος ως θεμέλιο και ως όργανο, τον παλιό Άνθρωπο και να τον διατηρήσει πάντα νέο, μια και μπορεί να διώξει μακριά κάθε στοιχείο παλιό και φθαρμένο.
Γιατί και κείνος, ο πρώτος Άνθρωπος δημιουργήθηκε καταρχήν πεντακάθαρος και ήταν νέος ωσότου με τη θέλησή του ακολούθησε το διάβολο και εκτράπηκε στις σαρκικές ηδονές και ξέπεσε μες το βούρκο της αμαρτίας με αποτέλεσμα να παλιωθεί και να κατρακυλήσει στην παραφθορά της φυσικής του κατάστασης.
Γι’ αυτό ο Κυβερνήτης του κόσμου δεν ανακαινίζει τον άνθρωπο, παράδοξα, μόνο με κάποια εξωτερική ενέργεια του, αλλά τον προσλαμβάνει και τον αγκαλιάζει. Και δεν ανορθώνει μόνο και ξαναστεριώνει την ανθρώπινη φύση, αλλά και την περιβάλλεται με τρόπο απερίγραπτο και ενώνεται και ταυτίζεται μαζί της, και γεννιέται συγχρόνως Θεός και άνθρωπος από γυναίκα βέβαια, ώστε να πάρει πίσω της φύση του που ο ίδιος έπλασε κι ο πονηρός με τη συμβουλή του τού έκλεψε, παρθένο όμως, για να καταστήσει τον άνθρωπο νέο, γιατί αν γεννιόταν με σπέρμα ανδρός, θα έφερνε την κληρονομιά της αμαρτίας και δε θα ήταν καινούριος άνθρωπος, δε θα ήταν ο αρχηγός και χορηγός της ζωής εκείνης που ποτέ δεν παλιώνει, δε θα κατάφερνε, αν άνηκε στην παλιά ξεπεσμένη κατάσταση, να προσλάβει ολόκληρη τη διαφανή θεότητα και να καταστήσει τη σάρκα ανεξάντλητη πηγή αγιασμού τόσο, ώστε να ξεπλύνει και να καθαρίσει πλέρια το μολυσμό των προπατόρων και να επαρκέσει για τον εξαγιασμό και όλων των επιγόνων. Γι’ αυτό ακριβώς, ούτε άγγελος, ούτε άνθρωπος, αλλά αυτός ο ίδιος ο Κύριος, νικημένος από την αγάπη του για μας, θέλησε να μας σώσει και να μας αναπλάσει, με το να γεννηθεί τέλειος άνθρωπος όπως και μεις, μένοντας όμως συγχρόνως αναλλοίωτα Θεός.
(Πηγή: Χ.Φ.Ε.)  : alopsis

Δευτέρα 15 Δεκεμβρίου 2014

Σχόλια στην παπαδιαμαντικὴ λογοτεχνία των Χριστουγέννων


11123

Η εκκλησία ως καταφύγιο και σκέπη και θαλπωρή
1. Εισαγωγικό
Καθώς προσεγγίζουμε την παπαδιαμαντική λογοτεχνία των Χριστουγέννων, έχουμε ολοένα και περισσότερο την αίσθηση πως εκείνο που διαπερνά τη θεματική της είναι η μεταμέλεια και η μεταστροφή των ανθρώπων και η συνακόλουθη σωτηρία. Η είσοδος στον τόπο του φωτός. Η ανάδειξη της Εκκλησίας ως καταφυγίου και σκέπης και ανάπαυσης όλων των ναυαγισμένων και σπαρασσομένων από τα δεινά και τα πάθη του βίου ανθρώπων. Ο Παπαδιαμάντης προσεγγίζει τρυφερά και απαλά και με αγάπη, τις ημέρες των Χριστουγέννων, έναν σπαρασσόμενο κόσμο, που διαπερνά τα αφηγηματικά του τοπία. Είναι όλος εκείνος ο κόσμος της δοκιμασίας και των παθών, ο κόσμος της ξενιτείας αλλά και της πενίας και της πείνας και της ορφάνιας. Είναι ο κόσμος της καθημερινής στέρησης και της περιπέτειας και της δυσκολίας. Οι χαροκαμένες μητέρες. Τα ορφανά. Οι γριές που θητεύουν πενθοφορούσες μέσα στον κόσμον και μεγαλώνουν καρτερικώς τα εγγόνια τους. Ο πληθυσμός των χαροκαμένων γυναικών. Οι θαλασσοδαρμένοι. Οι ξενιτεμένοι αδελφοί μας. Οι ναυαγισμένοι του κόσμου τούτου. Οι ασωτεύοντες και καταστρέφοντες τον βίον.
Εξαίφνης, μέσα από όλο αυτό το πλήθος των οδυνωμένων και σπαρασσομένων από την κοινωνική αδικία και τη στέρηση ανθρώπων, μέσα από τα πάθη και τους καημούς του κόσμου τούτου, μέσα από τον τόπο της ενήδονης και κατασπαραγμένης και διαλυμένης ζωής μας, αναδεικνύει και προβάλλει και αποκαλύπτει ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης τη μοναδική δυνατότητα απόδρασης και διαφυγής και σωτηρίας και λύτρωσης όλων ημών, που είναι ο  Χριστός. Γιατί ο Χριστός είναι, κατά τον εκκλησιαστικό λόγο, πέραν των άλλων «η ελπίς πάντων των περάτων της γης και των εν θαλάσση μακράν.» Η χαρά πάντων ημών. Το τελευταίο μας καταφύγιο. Η σκέπη και η προστασία μας. Η πρώτη και υστερνή μας αγάπη.
Του Νίκου Ορφανίδη

Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2014

Ιωάννης Ε. Θεοδωρόπουλος - Καθηγητής Παιδαγωγικής Η ζωή της ησυχίας στο πέλαγος της θείας Χάριτος



[Προηγούμενη δημοσίευση: http://www.pemptousia.gr/?p=83590]
Η ασκημένη ύπαρξη του ασκητή-φορέα αυτής της επιθυμητότητας παραμένει αλώβητη από πάθη και αγωνία φόβο θανάτου. Από το ανεξιχνίαστο βάθος της αναβλύζει κάλλος ιλαρό, πυρακτωμένο από την «άκρα ταπείνωση» του Χριστού. Ο ησυχαστής φιλιώθηκε τόσο πολύ με το μυστήριο, που το τελευταίο του αποκαλύφθηκε και τον έντυσε με κάλλος. Έγινε όλος κάλλος, αλλά τι κάλλος; Τι είναι αυτό που ακτινοβολεί; Είναι η απεραντοσύνη της αθανασίας, που σε γεμίζει κι εσένα ελευθερία. Η κτιστότητα έχει υποχωρήσει έναντι της λαμπρότητας του μακαρίου κάλλους. «Των μεν ουν αγίων η θεοειδής του Πνεύματος εικών από του νυν ένδον ώσπερ εντυπωθείσα και το σώμα θεοειδές έξω και ουράνιον απεργάζεται» λέγει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής (Πόποβιτς 1992, 168). Από τούδε  φέρει επάνω του ο ησυχαστής αυτό που ο  ίδιος άγιος ονομάζει «καλλονή λαμπρότητος και ωραιότητος ουρανίου» (ό.π.α.).Μια νέα πραγματικότητα καταυγάζει, αφού ισχύει αυτό που ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος τονίζει για τη γνώση:«τα αρχαία παρήλθε, γέγονε καινά τα πάντα»(ό.π.α.,193). Κυριαρχεί η  «Θεία Ειρήνη»,οι αντιφάσεις του χρόνου και του χώρου δεν είναι θανατηφόρες(ό.π.α.).
HSYX8XARH2
Ο ησυχαστής δεν είναι ούτε ένα  εμπερίστατο ον, ούτε υπεράνθρωπος. Αλλά ούτε και προβάλλει έναν κοινό πρότυπο βίου για όλους τους θνητούς.  Αυτό που αδιαφιλονίκητα προβάλλει είναι οι δυνατότητες του ανθρώπου όχι να έχει οράματα (πολύ της μόδας ήταν πάντα η έννοια αυτή), αλλά να διαθέτει τη σωματικότητά του στην υπηρεσία του ακτίστου κάλλους! Ενός κάλλους που δεν το δημιουργεί η φύση, αφού είναι ανίκανη να το φτιάξει, ενδημεί όμως σε όλη την κτίση ως ποίημα Θεού. Δεν το φτιάχνει η επαγγελματίας αισθητικός, ούτε και ο ευρηματικός καλλιτέχνης. Είναι κάλλος που κρατάει τον άνθρωπο στην αντίπερα της επαληθευσιμότητας και της θέλησης για δύναμη όχθης, στη χώρα της μη αναγωγιμότητας. Εκεί, στη χώρα του έρωτα, υπέρ κάθε έρωτα, της επιθυμητότητας υπέρ πάσαν επιθυμία, πρωταρχικό ρόλο δεν έχει η κάθε μία αίσθηση ξεχωριστά, αλλά η σύνολη σωματικότητα. Και γι’ αυτό εξάλλου ο ασκητής ακούει με τα μάτια και βλέπει με τα αυτιά, οσφρύζεται το γλυκύ και γεύεται την ευωδία. Και για να μην ξεχνάμε την ποίηση του Ελύτη: «άκου, άκου ομορφιά»(Ελεγείο τουGruningen).
Εάν ορισμένοι ησυχαστές έχουν τη Χάρη κρυφή, δεν είναι δική τους επιλογή, δεν είναι μοναδικοί, ούτε εξάλλου οι ίδιοι πιστεύουν κάτι τέτοιο για τον εαυτό τους. Ούτε είναι δική τους επιλογή να δείχνουν τη Χάρη. Ο καθένας όμως από εμάς είναι συνόμιλος τους και έχει το μερίδιο συναιτιότητας- σε ένα αποτέλεσμα «χωρίς» αίτιο!- που του αναλογεί: οφείλει να αναλάβει αυτό το μερίδιο από τη ζωή του ησυχαστή και να συν-αλλοιωθεί μαζί του κατανοώντας το μέχρις ενός σημείου, όχι γνωρίζοντάς το. Το κάλλος αυτό δεν  είναι ένα αντι-κείμενο, ούτε ένα θέαμα προς απόλαυση, αλλά  μια κατάσταση, που σε κάνει να μεταστοιχειώνεις τις  επιθυμίες σε δοξολογία. Διαδικασία ασφαλώς επισφαλής, αφού δεν υπάρχει εδώ μέθοδος προσέγγισης. Αν υπήρχε κάποια, σίγουρα θα τις ακρωτηρίαζε. Υπάρχει όμως η αλλοιωμένη οντότητα του ησυχαστή που σε συν-αναλλοιώνει και δεν βλέπεις απλώς κάποιο «ατεμάχιστο» κάλλος, αλλά μετέχεις σε αυτό ανακτώντας κάτι από την ανακτημένη, μέχρι αφέλειας, παιδικότητά του και μεταλλάσσεις  τότε με τη σειρά σου τον εαυτό σου. Γίνεσαι όλος επιθυμία, γιατί δεν έχεις καμία, γίνεσαι ολάκαιρος μακάριο κάλλος
Πολλοί, ενδεχομένως, διαβάζοντας το βιβλίο του π. Εφραίμ ίσως σκανδαλισθούν, θεωρώντας ότι ο γέροντας Ιωσήφ ήταν, ως θιασώτης εξοντωτικής άσκησης, σωματοκτόνος. Ίσως οι πιο θεωρητικοί θα πουν  ότι διακατεχόταν από την πλατωνική ή την πλωτινική, και την εν γένει αρχαιοελληνική, αντίληψη, την απαξιωτική για το σώμα. Ο Γέροντας Ιωσήφ, όμως, ήταν σύμφωνα με την πατερική παράδοση, όπως π.χ. εκφράζεται από τον άγιο Μάξιμο, έμψυχο σώμα και ένσωμη ψυχή, ήτοι ένας, τη ευδοκία του Θεού, ψυχοσωματικός άνθρωπος, που αγιάζει όντας ουσιωμένος από το Θεό. Φέρει επάνω στο σώμα του τον άκτιστο προαιώνιο λόγο του Θεού. Στον πυρήνα του σώματός του έχει ψήγματα θείας λογικότητας. Συνεπώς, είναι προπτωτικός ως προς τη φύση του, όχι όμως σε σχέση με ένα  χαμένο παρελθόν, αλλά ως μέτοχος των Εσχάτων. Είναι ένα όλος. Η σχέση σώματος και ψυχής είναι άρρηκτη οντολογική σχέση,  όπου «ουκ έστιν ουν όλως σώμα δυνατόν ή ψυχήν ευρείν ή λέγειν άσχετον»(ό.π.α., 168).
Το άκτιστο-μακάριο κάλλος του ησυχαστή αντλείται από τη Χάρη και καταφάσκει στην σωματικότητά του. Το σώμα του ασκητή δεν τιμωρείται, ακόμα και όταν ο ίδιος αυτομαστιγώνεται. Δεν πρόκειται για συναίσθηση ενοχών. Η αστοχία του όλου  Είναι του είναι που τον θλίβει και η συνείδησή του τον ελέγχει, καθώς διαπιστώνει αυτή την αστοχία. Δεν πρόκειται για επιβολή προκαθορισμένων ποινών επί τελεσμένων αμαρτημάτων. Το σώμα του, περιέχον θείας βουλής, δεν είναι χημικές ουσίες, αλλά θεουργημένο με τη θεία λαμπρότητα, με την, κατά τον ανωτέρω άγιο, «θείαν της μακαρίας δόξης λαμπρότητα, μεθ‘ ήν ουκ έστι τι επινοήσαι λαμπρότερον ή υψηλότερον»(ό.π.α.,170).
Εξ αυτού του λόγου είναι σώμα ταγμένο να διατηρεί το θείο άκτιστο-μακάριο-αθάνατο κάλλος. Αυτό το πετυχαίνει λογικοποιημένο (ό.π.α.,172 κ.εξ.), ήτοι αγιασμένο, θεωμένο με τη Χάρη, ικανό για αθανασία, συνεπώς πανωραίο. Το σώμα λαμβάνει το άκτιστο κάλλος, επειδή και αυτό πάσχει μαζί με τις αισθήσεις τα «μακάρια θεία πάθη»(άγιος Νικόδημος)(ό.π.α.329). Ο ησυχαστής είναι ένας εξαιρετικά λογικός άνθρωπος. Έχει τα ένστικτά του ως άνθρωπος, έχει τις ανάγκες της φύσης του, αλλά δεν τις αφήνει ανεξέλεγκτες. Βάζει θεληματικά μπροστά τη  λογική του, με αυτή λέει όχι στο παράλογο, με τον ιδρώτα της άσκησής του και τη λογική του χαλιναγωγεί τα πάθη του. Διαπιστώνει τις εσωτερικές του αντιφάσεις και  τις αστοχίες που του στερούν τη Χάρη. Δεν ανέχεται ένα αντιφατικό σώμα, πασχίζει να το διατηρήσει ενωμένο με το μακάριο κάλλος.
Ουδεμία σχέση έχει αυτή η στάση με μαζοχισμούς. Απόγνωση νοιώθει, που λοξεύει το εν κοινωνία γίγνεσθαι προς τα έσχατα, απόγνωση επειδή υπονομεύεται η ακτιστοποίησή του(ό.π.α.). «Ο  Θεός Λόγος φωτίζει το σώμα, ενώ το σύγχρονο αφώτιστο σώμα παραπαίει μέσα στο σκοτεινό ναρκισσισμό του»(ό.π.α.,182). Το σώμα και η ψυχή του ησυχαστή είναι ταγμένα να διατηρούν το μακάριο κάλλος, να το εκπέμπουν και να το πολλαπλασιάζουν. Παράδειγμα συνιστά ο π. Πορφύριος (δες: αρχ.Γοντικάκης ό.π.α., 2005).

Δευτέρα 8 Δεκεμβρίου 2014

Η ΘΗΡΙΟΜΑΧΙΑ ΠΡΙΝ...ΤΗΝ ΘΗΡΙΟΜΑΧΙΑ Περί τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου

Πορεία μελλοθανάτου ἦτο ἡ πορεία τοῦ γέροντος ἐπισκόπου (Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου) τῆς Ἀντιοχείας. Πορεία πού ἐκράτησε δέκα περίπου μῆνας. Ποῖοι θά συνώδευαν τόν Ἰγνάτιον εἰς τήν Ρώμην; Οἱ φρουροί του, οἱ ρωμαῖοι στρατιῶται. Καί ἕνας στρατιώτης ἦτο ἀρκετός διά τόν Ἰγνάτιον. Καί μόνον του ἐάν τόν ἄφηναν καί χωρίς τά δεσμά, θά ἐβάδιζε χαίρων πρός τήν Ρώμην, διά νά μαρτυρήση εἰς τό ἀμφιθέατρον. Τόν ἐτραβοῦσε πρός τήν κοσμοκράτειρα ἡ ἀκατανίκητος ἕλξις τοῦ μαρτυρίου, ὅπως ἑλκύει κάθε πρωταθλητήν ὁ στίβος. Οἱ εἰδωλολάτραι ὅμως ἐφοβοῦντο καί διά μεγαλυτέραν ἀσφάλειαν, ἀνέθεσαν τήν φρούρησιν τοῦ καταδίκου εἰς δέκα στρατιώτας. Τίς οἶδε, τί διαταγάς ἔλαβαν ἀπό τόν ἡγεμόνα τῆς Ἀντιοχείας οἱ φρουροί τοῦ Ἰγνατίου! Τί ἄνθρωποι νά ἦσαν οἱ στρατιῶται; Σπλαγχνικοί, πονόψυχοι ἤ ἄσπλαγχνοι, τραχεῖς καί σκληροί; Καί μόνον ἡ θέα ἑνός μελλοθανάτου μαλάσσει τήν καρδιά, πού δέν ἐσκληρύνθη πέρα ὡς πέρα, πού δέν ἔγινε πέτρινη. Ἡ ἰδική των καρδιά ποτέ δέν ἐλύγισε. Ἕνας λόγος συμπαθείας δέν ἐβγῆκε ἀπό τά χείλη των διά τόν Ἰγνάτιον. Τό βλέμμα των ποτέ δέν ἔπεσεν ἥμερον, γλυκύ καί ἱλαρόν εἰς τό πρόσωπον τοῦ ἁγίου ἐπισκόπου. Καί οἱ δέκα ἦσαν ἐγκληματικαί φύσεις, ἄνθρωποι ζυμωμένοι μέ τό αἷμα. Ἐάν εἶχαν τό δικαίωμα, θά ἐκτελοῦσαν τόν Ἰγνάτιον, μόλις ἐβγῆκεν ἀπό τήν Ἀντιόχειαν, διά νά ἀπαλλαγοῦν ἀπό τήν ταλαιπωρίαν τοῦ μακροῦ ταξειδίου. Τώρα πού ἦσαν ὑποχρεωμένοι νά τόν συνοδεύσουν, ἐπῆραν τήν ἀπόφασιν νά τόν βασανίσουν κάθε στιγμή καί ὥρα. Πῶς παίζει ἡ τίγρις μέ τό θήραμά της; Ἔτσι ἐδοκίμαζαν ἱκανοποίησιν καί οἱ στρατιῶται νά ταλαιπωροῦν τόν Ἰγνάτιον. Ἔπειτα αὐτός ἦτο ὁ ἀρνητής τῶν θεῶν των, ὁ περιφρονητής τοῦ Καίσαρος, ὁ καταδικασμένος νά ξεσχισθῆ ἀπό τά θηρία. Διατί νά τόν λυπηθοῦν αὐτοί τώρα; Ἀς φανοῦν φοβερώτεροι ἀπό τά θηρία τοῦ Κολοσσαίου.

Μήπως οἱ στρατιῶται δέν εἶχαν ἀφορμάς νά συμπαθήσουν τόν Ἰγνάτιον καί νά ἐλαφρώσουν κάπως τά δεινά του μέ μίαν ἀνθρωπίνην τέλος πάντων συμπεριφοράν; Εἶχαν ἐνώπιόν των ἕνα ἀπό τούς μεγαλυτέρους ἁγίους. Τό πρόσωπόν του ἀκτινοβολοῦσε ἀπό ἁγιότητα καί καλωσύνην. Μεγάλη δύναμις ἡ ἁγιότης. Ὡρισμένοι ἅγιοι, πού ἔζησαν εἰς τάς ἐρήμους, μέ τήν ἀγιότητά των ἐτιθάσσευσαν καί ἡμέρεψαν καί τά θηρία ἀκόμη, τούς λέοντας καί τάς τίγρεις. Ἔπειτα ὁ Ἰγνάτιος καί δέσμιος πού ἦτο, εὐεργετοῦσε τούς στρατιώτας. Τούς ἔδιδε φαίνεται συχνά τρόφιμα καί ἄλλα εἴδη, ἀπό αὐτά πού τοῦ πρόσφεραν οἱ Χριστιανοί εἰς τάς πόλεις πού ἐστάθμευε. Ὅλα ὅμως εἰς μάτην. Ἀνήμερα θηρία οἱ δέκα στρατιῶται. Μέ κάθε νέαν εὐεργεσίαν ἐγίνοντο χειρότεροι. Δέν ὑπερβάλλομεν τά πράγματα. Δέν υἱοθετοῦμεν τίποτε τό φανταστικόν διά τήν συμπεριφοράν τῶν στρατιωτῶν πρός τόν Ἰγνάτιον. ‘Ας ἀκούσωμεν τόν ἴδιον τόν μάρτυρα πῶς ὁμιλεῖ διά τούς συνοδούς του: «’Από Συρίας μέχρι Ρώμης θηριομαχῶ διά γῆς καί θαλάσσης, νυκτός καί ἡμέρας δεδεμένος δέκα λεοπαρδάλοις, ὅ ἐστι στρατιωτικόν τάγμα, οἵ καί εὐεγετούμενοι, χείρους γίνονται, ἐν δέ τοῖς ἀδικήμασιν αὐτῶν μᾶλλον μαθητεύομαι, ἀλλ’ οὐ παρά τοῦτο δεδικαίωμαι». Διά νά θηριομαχήση εἰς τήν Ρώμην κατεδικάσθη ὀ Ἰγνάτιος. Μέσα εἰς τό κολοσσαῖον θά ἀνεδεικνύετο ὁ μεγάλος πρωταθλητής τῆς πίστεως εἰς τόν Χριστόν.

Καί νά τώρα, εἶναι ὑποχρεωμένος νά θηριομαχῆ καθημερινῶς μέ τά ἀνθρωπόμορφα θηρία, τούς δέκα φρουρούς του, μέ τάς δέκα λεοπαρδάλεις. Τούς εὐεργετεῖ καί ἀγριεύουν περισσότερον. Σπείρει ἀγάπην εἰς τήν καρδιά των καί θερίζει μῖσος, ἐκδίκησιν, κακίαν, ἐγκληματικότητα. Δέν κουράζεται ἐκεῖνος νά εὐεργετῆ. Δέν κουράζονται αὐτοί νά χύνουν ὅλον τό δηλητήριον τῆς κακούργου ψυχῆς των. Τί ἀσύλληπτα δεινά διά τόν Ἰγνάτιον κρύπτονται κάτω ἀπό τήν φράσιν, «ἀπό Συρίας μέχρι Ρώμης θηριομαχῶ διά γῆς καί θαλάσσης, νυκτός καί ἡμέρας δεδεμένος δέκα λεοπαρδάλοις»! Τήν ὥραν πού ἦτο κατάκοπος καί ἐξηντλημένος ἀπό τήν πορείαν ὁ γέρων δεσμώτης καί ἐζητοῦσε νά ἀναπαυθῆ, αὐτοί τόν ἐπίεζαν νά συνεχίση τήν πορείαν. Πόσα κτυπήματα ἐδέχθη ὁ Ἰγνάτιος ἀπό τούς συνοδούς, πόσας χυδαίας ὕβρεις ἤκουσε, ποίας ἀθλιότητας τῆς διαγωγῆς των ἀντίκρυσε, εἰς ποίας στερήσεις καί ἀγρυπνίας ὑπεβλήθη! Πόσες φορές θά ἔπεσεν εἰς τόν δρόμον, διότι παρέλυσαν ἀπό τήν πορείαν τά τρεμάμενα γεροντικά του γόνατα καί θά ἐσύρετο βίαια ἀπό τάς δέκα λεοπαρδάλεις. Καί ὅλα αὐτά νά παρατείνωνται ὄχι μίαν καί δύο ἑβδομάδες, ἀλλά δέκα μῆνες!

Μάχην μέ τά θηρία ἔδιδεν ὁ Ἰγνάτιος. Καί ποῖον τό ὅπλον του εἰς τήν μάχην αὐτήν; Ἡ ἀγάπη καί ἡ ὑπομονή. Ἡ εὐεργεσία καί ἡ χριστιανική, ἡ ἁγία συμπεριφορά. Γογγυσμός, διαμαρτυρία, λόγος παραπόνου δέν ἐβγῆκεν ἀπό τά χείλη τοῦ Ἰγνατίου: «’Εν δέ τοῖς ἀδικήμασι αὐτῶν μᾶλλον μαθητεύομαι», γράφει πρός Ρωμαίους. Ἐμαθήτευεν εἰς τήν ὑπομονήν, ὅταν οἱ συνοδοί του τόν ἐταλαιπωροῦσαν. Ἀλήθεια, τί ὑπέροχον ἠθικόν μεγαλεῖον φανερώνει ἡ στάσις αὐτή τοῦ μελλοθανάτου ἐπισκόπου! Ὅ,τι καί νά ὑποφέρη ὁ Χριστιανός, ὅσην καταδρομήν καί ἄν ὑφίσταται ἀπό τούς ἄλλους, ὅσας προσβολάς καί ὕβρεις καί διωγμούς καί ἄν ἀντιμετωπίζη, ποτέ δέν πρέπει νά ἀνταποδίδη τά ἴδια, ἀλλά νά ὑπομένη καί νά μαθητεύη «ἐν τοῖς ἀδικήμασιν αὐτῶν». Αὐτό εἶναι τό μεγάλο σύνθημα, πού μᾶς δίδει μέ τά «θεοπρεπῆ δεσμά» εἰς χέρια του ὁ Ἰγνάτιος.

Ἔπειτα ὁ ἀθλητής τοῦ Κυρίου εἶχε νά παλαίση καί μέ τά στοιχεῖα τῆς φύσεως, μέ τόν ἀφόρητον καύσωνα τοῦ θέρους καί μέ τό δριμύτατον ψῦχος τοῦ χειμῶνος. Διότι συνελήφθη τό 107 μ.Χ., ἀλλ’ εἰς τήν Ρώμην ἔφθασε μετά 10 μῆνας. Ἡ πορεία του ἑπομένως ἦτο θερινή καί χειμερινή. Πότε εὑρίσκετο εἰς ἐκτεταμένας πεδιάδας καί πότε εἰς ὑψηλά, ἀπότομα καί χιονισμένα βουνά. Τί τεράστιον ἀπόθεμα πίστεως εἶχε, γιά νά χαλυβδώνη καθημερινῶς τήν θέλησίν του καί νά ἀντιμετωπίζη τήν θηριωδίαν τῶν ἀνθρώπων καί τάς φοβεράς δυσκολίας, πού δημιουργοῦν εἰς τήν πορείαν αἱ ἀντιθέσεις, χειμῶνος καί θέρους, ψύχους καί καύσωνος.

http://kirykos.livejournal.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια: Σύνδεσμοι σε αυτήν την ανά

ΤΟΥ ΔΕΙΠΝΟΥ ΣΟΥ ΤΟΥ ΜΥΣΤΙΚΟΥ...

 
 
 
 

 

Όραμα Αγ. Ιωάννη της Κροστάνδης


Ο Άγιος Ιωάννης της Κροστάνδης (1829-1908), από τη Ρωσία, διηγείται αυτό το όραμα που είχε τον Ιανουάριο του 1901





Μετά τις βραδινές προσευχές, ξάπλωσα λίγο να ξεκουραστώ στο αμυδρά φωτισμένο κελί μου, καθώς ήμουν κουρασμένος. Μπροστά από την εικόνα της Μητέρας του Θεού βρισκόταν κρεμασμένη η λαμπάδα μου. Δεν είχε περάσει πάνω από μισή ώρα, όταν άκουσα ένα θρόισμα. Κάποιος ακούμπησε τον αριστερό μου ώμο και με τρυφερή φωνή μου είπε: «σήκω δούλε του Θεού Ιωάννη, και ακολούθησε το θέλημα του Θεού!»

Σηκώθηκα και είδα κοντά στο παράθυρο έναν ένδοξο στάρετς (γέροντα) με ψαρά μαλλιά, φορώντας ένα μαύρο μανδύα, και κρατώντας μια ράβδο στο χέρι του. Με κοιτούσε τρυφερά και κρατιόμουν με δυσκολία να μην πέσω εξαιτίας του μεγάλου φόβου μου. Τα χέρια και τα πόδια μου έτρεμαν, ήθελα να μιλήσω, άλλα η γλώσσα μου δεν με υπάκουε. Ο γέροντας έκανε το σημείο του σταυρού σε μένα και σύντομα γέμισα με γαλήνη και χαρά. Έπειτα, έκανα το σταυρό μου κι ο ίδιος. Στη συνέχεια, έδειξε με τη ράβδο του προς το δυτικό τοίχο του κελιού μου, έτσι ώστε να παρατηρήσω ένα συγκεκριμένο σημείο. Ο γέροντας είχε χαράξει στον τοίχο τους ακόλουθους αριθμούς:1913, 1914, 1917, 1922, 1924 και 1934. Ξαφνικά ο τοίχος εξαφανίστηκε και περπατούσα με το γέροντα σε ένα πράσινο λιβάδι και είδα πλήθος από χιλιάδες σταυρούς σαν σημάδια τάφων. Ήταν ξύλινοι, πήλινοι ή χρυσοί. Ρώτησα τον γέροντα, για πιο λόγο υπήρχαν αυτοί οι σταυροί. Μου απάντησε γαλήνια, ότι οι σταυροί αυτοί υπάρχουν γι΄ αυτούς που υπέφεραν και δολοφονήθηκαν για την πίστη τους στο Χριστό και για τον Λόγο του Θεού, και έγιναν μάρτυρες. Και έτσι συνεχίσαμε να περπατάμε. Ξαφνικά είδα ένα ολόκληρο ποτάμι από αίμα και ρώτησα τον γέροντα, ποια είναι η σημασία αυτού του αίματος και πόσο είχε χυθεί. Ο γέροντας κοίταξε γύρω και απάντησε: «Αυτό είναι το αίμα των αληθινών Χριστιανών!» Έδειξε έπειτα σε κάποια σύννεφα , και είδα πλήθος από αναμμένα καντήλια που έκαιγαν με άσπρη φλόγα. Άρχισαν να πέφτουν προς το έδαφος το ένα μετά το άλλο κατά δεκάδες και εκατοντάδες. Κατά την πτώση τους, σκοτείνιαζαν και γινόταν στάχτες. Τότε ο γέροντας μου είπε, «Κοίτα!», και είδα σε ένα σύννεφο εφτά καιγόμενα καντήλια. Ρώτησα ποιο είναι το νόημα των καιγομένων καντηλιών που πέφτουν στο έδαφος και μου απάντησε: «Αυτές είναι οι εκκλησίες του Θεού που έχουν πέσει σε αίρεση, άλλα αυτά τα εφτά καντήλια στα σύννεφα είναι οι εφτά Εκκλησίες της μίας Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, που θα μείνουν μέχρι τέλους του κόσμου!». Ο γέροντας στη συνέχεια, έδειξε ψηλά στον αέρα και είδα και άκουσα αγγέλους να ψάλλουν: « Άγιος, Άγιος, Άγιος Κύριος Σαβαώθ!».Ένα μεγάλο πλήθος ανθρώπων με κεριά στα χέρια τους μας προσπέρασαν, ενώ η χαρά φαινόταν να λάμπει στα πρόσωπά τους. Ήταν αρχιεπίσκοποι, μοναχοί, μοναχές, ομάδες λαικών, ενήλικες, νέοι, ακόμα και παιδιά και μωρά. Ρώτησα το θαυματουργό γέροντα ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι κι αυτός αποκρίθηκε: « Όλοι αυτοί είναι οι άνθρωποι που υπέφεραν για την Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία και για τις άγιες εικόνες που βρέθηκαν στα χέρια αμαρτωλών καταστροφέων». Έπειτα ρώτησα το μεγάλο γέροντα, αν θα μπορούσα να κάτσω δίπλα τους. Ο γέροντας είπε: « Είναι πολύ νωρίς για σένα να υποφέρεις, επομένως το να καθίσεις μαζί τους δεν είναι ευλογημένο από το Θεό!» Είδα πάλι ένα μεγάλο πλήθος από νεογέννητα που υπέφεραν για το Χριστό από τον Ηρώδη και έλαβαν στέμμα από τον Επουράνιο Βασιλέα. Προχωρήσαμε περισσότερο και πήγαμε σε μια μεγάλη εκκλησία. Ήθελα να κάνω το σημείο του σταυρού, άλλα ο γέροντας με συμβούλευσε: «Δεν είναι ανάγκη να κάνεις το σταυρό σου, επειδή αυτό το μέρος είναι το βδέλυγμα της ερημώσεως». Η εκκλησία ήταν σκοτεινή και καταθλιπτική. Στην Αγία Τράπεζα ήταν ένα αστέρι και ένα Ευαγγέλιο με αστέρια. Κεριά καμωμένα από πίσσα καιγόντουσαν και έτριζαν σαν καυσόξυλα. Το δισκοπότηρο στεκόταν εκεί, καλυμμένο με μια απαίσια βρωμιά. Υπήρχε κι ένα πρόσφορο με αστέρια. Ένας ιερέας στεκόταν μπροστά από την Αγία Τράπεζα με ένα πρόσωπο κατάμαυρο σαν πίσσα, και μια γυναίκα βρισκόταν κάτω από την Αγία Τράπεζα, καλυμμένη με κόκκινα και με ένα αστέρι στα χείλη της και ούρλιαζε και γελούσε σε όλη την εκκλησία λέγοντας: «Είμαι ελεύθερη!» Σκέφτηκα: « Θεέ μου, πόσο τρομερό!».
Οι άνθρωποι σαν τρελοί άρχισαν να τρέχουν γύρω από την Αγία Τράπεζα, φωνάζοντας, σφυρίζοντας και χειροκροτώντας. Μετά, άρχισαν να τραγουδούν άσεμνα τραγούδια. Ξαφνικά, ένας κεραυνός άστραψε, ένα φοβερό αστροπελέκι αντήχησε, η γη σείσθηκε και η εκκλησία κατέρρευσε, στέλνοντας τη γυναίκα, τους ανθρώπους, τον παπά και τους υπόλοιπους στην άβυσσο. Σκέφτηκα: «Θεέ μου πόσο τρομερό, σώσε μας!». Ο γέροντας είδε αυτό που είχε γίνει όπως και εγώ. Τον ρώτησα:»Πάτερ, πείτε μου, ποια είναι η σημασία αυτής της φοβερής εκκλησίας»; Αποκρίθηκε: «Αυτοί είναι οι κοσμικοί άνθρωποι, οι αιρετικοί, οι οποίοι εγκατέλειψαν την Αγία, Καθολική, Αποστολική Εκκλησία και αναγνώρισαν την πρόσφατη νεωτερίζουσα εκκλησία την οποία ο Θεός δεν έχει ευλογήσει. Σ' αυτή την εκκλησία δεν νηστεύουν, δεν παρακολουθούν ακολουθίες και δεν λαμβάνουν τη Θεία Κοινωνία»! Φοβήθηκα και είπα: « Ο Θεός μας ελεεί μα καταριέται αυτούς με θάνατο»! Ο γέροντας με διέκοψε και είπε: « Μη θρηνείς, μόνο προσευχήσου».
Έπειτα, είδα μια κοσμοσυρροή, καθένας από τους οποίους είχε ένα αστέρι στα χείλη και ήταν τρομερά εξαντλημένοι από τη δίψα, περπατώντας εδώ και εκεί. Μας είδαν και φώναξαν δυνατά: «Άγιοι Πατέρες, προσευχηθείτε για μας. Είναι πολύ δύσκολο για μας, επειδή εμείς οι ίδιοι δεν μπορούμε. Οι πατέρες και οι μητέρες μας δεν μας δίδαξαν το Νόμο του θεού. Ούτε το όνομα του Χριστού δεν έχουμε και δεν έχουμε λάβει ειρήνη. Απορρίψαμε το Άγιο Πνεύμα και το σημείο του σταυρού. Άρχισαν να κλαίνε. Ακολούθησα το γέροντα. «Κοίτα!», μου είπε δείχνοντας με το δάκτυλο του. Είδα ένα βουνό από ανθρώπινα πτώματα βαμμένα στο αίμα. Φοβήθηκα πολύ και ρώτησα τον γέροντα ποιο είναι το νόημα αυτών των νεκρών πτωμάτων. Μου απάντησε: «Αυτοί είναι οι άνθρωποι που έζησαν μοναστική ζωή, απορρίφθηκαν από τον Αντίχριστο, και δεν έλαβαν τη σφραγίδα του. Υπέφεραν για την πίστη τους για τον Χριστό και την Αποστολική Εκκλησία και έλαβαν τους στεφάνους του μαρτυρίου πεθαίνοντας για τον Χριστό. Να προσεύχεσαι γι΄ αυτούς τους δούλους του θεού!». Χωρίς προειδοποίηση ο γέροντας γύρισε στο βορρά και έδειξε με το χέρι του. Είδα ένα αυτοκρατορικό παλάτι, γύρω από το οποίο έτρεχαν σκυλιά. Άγρια τέρατα και σκορπιοί ούρλιαζαν και επιτίθονταν έχοντας προτεταμένα τα δόντια τους. Και είδα τον Τσάρο να κάθεται σ' ένα θρόνο. Το πρόσωπό του ήταν χλωμό, άλλα ανδρείο. Έλεγε την ευχή του Ιησού. Ξαφνικά έπεσε σαν νεκρός άνθρωπος. Το στέμμα του έπεσε. Τα άγρια θηρία, οι σκύλοι και οι σκορπιοί τσαλαπάτησαν τον βασιλιά. Ήμουν φοβισμένος και έκλαιγα πικρά. Ο γέροντας με πήρε από το δεξί ώμο. Είδα μια φιγούρα σαβανωμένη στα άσπρα ήταν ο Νικόλαος ο Β'. Στο κεφάλι του ήταν ένα στεφάνι από πράσινα φύλλα, και το πρόσωπό του ήταν άσπρο και κάπως ματωμένο. Φορούσε ένα χρυσό σταυρό γύρω από το λαιμό του και ψιθύριζε ήσυχα μια προσευχή. Και μετά μου είπε με δάκρυα: «Προσευχήσου για μένα, Πάτερ Ιωάννη.
Πες σε όλους τους Ορθοδόξους Χριστιανούς ότι εγώ ο Τσάρος μάρτυρας, πέθανα ανδρείως για την πίστη μου στο Χριστό και την Ορθόδοξη Εκκλησία. Πες στους Άγιους Πατέρες ότι πρέπει να κάνουμε μια Παννυχίδα για μένα τον αμαρτωλό, αλλά δεν θα υπάρξει τάφος για μένα!» Σύντομα όλα έγιναν άφαντα στην ομίχλη. Έκλαψα πικρά προσευχόμενος για τον Τσάρο μάρτυρα. Τα χέρια μου και τα πόδια μου έτρεμαν από φόβο. Ο γέροντας είπε: «Κοίτα!». Μετά είδα μια κοσμοσυρροή από ανθρώπους διασκορπισμένους γύρω στη γη που είχαν πεθάνει από πείνα, ενώ οι άλλοι έτρωγαν γρασίδι και φυτά. Τα σκυλιά κατέτρωγαν τα σώματα των πεθαμένων, ενώ η δυσοσμία ήταν τρομερή. Σκέφτηκα: «Κύριε, αυτοί οι άνθρωποι δεν είχαν πίστη». Από τα στόματά τους έβγαιναν βλασφημίες και γι' αυτό δέχθηκαν το θυμό του Κυρίου. Είδα, επίσης, ένα ολόκληρο βουνό από βιβλία και ανάμεσα στα βιβλία σέρνονταν σκουλήκια εκπέμποντας μια τρομερή δυσοσμία. Ρώτησα το γέροντα ποια ήταν η σημασία αυτών των βιβλίων. Αυτός είπε: «Αυτά τα βιβλία είναι ασέβεια και βλασφημία που θα μολύνουν όλους τους Χριστιανούς με αιρετικές διδασκαλίες! Μετά ο γέροντας ακούμπησε το ραβδί του σε κάποια από τα βιβλία και άρπαξαν φωτιά. Ο άνεμος διασκόρπισε τις στάχτες. Στη συνέχεια είδα μια εκκλησία γύρω από την οποία ήταν στοίβα από δεήσεις για τους αποθανόντες. Έσκυψα και θέλησα να τις διαβάσω, αλλά ο γέροντας είπε: «Αυτές οι δεήσεις για τους πεθαμένους βρίσκονται εδώ πολλά χρόνια και οι ιερείς τις έχουν ξεχάσει. Δεν πρόκειται ποτέ να τις διαβάσουν, αλλά οι νεκροί θα ζητούν κάποιον να προσευχηθεί γι' αυτούς!» Εγώ τον ρώτησα: «Ποιοι θα προσευχηθούν γι' αυτούς;». Ο γέροντας αποκρίθηκε: « Οι Άγγελοι θα προσευχηθούν γι' αυτούς».
Προχωρήσαμε πιο πέρα, και ο γέροντας τάχυνε το βήμα του τόσο που με δυσκολία τον προλάβαινα. «Κοίτα!», μου είπε. Είδα ένα μεγάλο πλήθος από ανθρώπους να καταδιώκονται από τους δαίμονες οι οποίοι τους κτυπούσαν με πασσάλους, με δίκρανα και γάντζους. Ρώτησα τον γέροντα ποιο είναι το νόημα αυτών των ανθρώπων. Μου αποκρίθηκε: «Αυτοί είναι εκείνοι που απαρνήθηκαν την πίστη τους και άφησαν την Αγία, Καθολική, Αποστολική Εκκλησία και δέχθηκαν την καινούρια νεωτερίζουσα εκκλησία. Αυτή η ομάδα, εκπροσωπεί τους ιερείς, τους μοναχούς, τις μοναχές, και τους λαικούς οι οποίοι απαρνήθηκαν τους όρκους τους, ή το γάμο τους, και δεσμεύθηκαν με το ποτό, την ανηθικότητα, και όλου του είδους τις βλασφημίες και τις διαβολές. Όλοι αυτοί έχουν τρομακτικά πρόσωπα και μια τρομερή δυσοσμία βγαίνει από τα στόματά τους. Οι δαίμονες τους κτυπούσαν, οδηγώντας τους στην τρομερή άβυσσο, από την οποία βγαίνουν οι φλόγες της κολάσεως. Ήμουν πολύ φοβισμένος. Έκανα το σημείο του σταυρού ενώ προσευχόμουν, ο Κύριος να μας αποτρέψει από τέτοια μοίρα!. Μετά, αντίκρισα μια ομάδα ανθρώπων, νέοι και γέροι μαζί, που ήταν όλοι ντυμένοι άσχημα, και κρατούσαν ψηλά ένα μεγάλο αστέρι με 5 σημεία. Σε κάθε γωνία ήταν 12 δαίμονες και στην μέση ήταν ο Σατανάς ο ίδιος με κέρατα και αχυρένιο κεφάλι. Έβγαλε ένα βλαβερό αφρό στους ανθρώπους, ενώ ανακοίνωνε αυτές τις λέξεις: «Σηκωθείτε εσείς οι καταραμένοι με τη σφραγίδα μου...» Ξαφνικά εμφανίστηκαν πολλοί δαίμονες με σιδερένιες σφραγίδες και πάνω σε όλους τους ανθρώπους τοποθέτησαν τη σφραγίδα: στα χείλη τους, στους αγκώνες και στο δεξί χέρι. Ρώτησα τον γέροντα: «Τι σημαίνει αυτό;» Και αποκρίθηκε: «Αυτό είναι το σημάδι του Αντιχρίστου!». έκανα το σταυρό μου και ακολούθησα το γέροντα.
Ξαφνικά, σταμάτησε και έδειξε προς την Ανατολή με το χέρι του. Είδα μια μεγάλη συγκέντρωση από ανθρώπους με χαρούμενα πρόσωπα που κουβαλούσαν σταυρούς και κεριά στα χέρια. Στο μέσο τους υπήρχε μια Αγία Τράπεζα τόσο λευκή όσο το χιόνι. Στην Αγία Τράπεζα υπήρχε ο σταυρός και το Άγιο Ευαγγέλιο και πάνω από την Αγία Τράπεζα ήταν ο αέρας με ένα χρυσό αυτοκρατορικό στέμμα πάνω στο οποίο ήταν γραμμένο με χρυσά γράμματα «Για το άμεσο μέλλον». Πατριάρχες, επίσκοποι, ιερείς, μοναχοί, μοναχές και λαικοί στέκονταν γύρω από την Αγία Τράπεζα. Όλοι έψαλαν: «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη». Από μεγάλη χαρά έκανα το σταυρό μου και δόξασα το Θεό. Ξαφνικά ο γέροντας κούνησε το σταυρό του προς τα πάνω τρείς φορές και είδα ένα βουνό από πτώματα καλυμμένα από ανθρώπινο αίμα και από πάνω τους πετούσαν Άγγελοι. Έπαιρναν τις ψυχές αυτών που είχαν δολοφονηθεί για το Λόγο του Θεού προς τα ουράνια ενώ έψαλλαν: «Αλληλούια!». Παρατήρησα όλα αυτά και έκλαψα δυνατά. Ο γέροντας με πήρε από το χέρι και μου απαγόρευσε να κλαίω. Ό,τι ευχαριστεί το Θεό είναι το ότι ο Κύριος Ιησούς Χριστός υπέφερε και έχυσε το πολύτιμο αίμα του για μας. Κάποιοι σαν αυτούς θα γίνουν μάρτυρες, που δε θα δεχθούν τη σφραγίδα του Αντιχρίστου, και όλοι αυτοί που θα χύσουν το αίμα τους θα λάβουν ουράνια στέμματα. Ο γέροντας έπειτα προσευχήθηκε γι' αυτούς τους δούλους του Θεού και στράφηκε στην Ανατολή καθώς τα λόγια του Προφήτη Δανιήλ βγήκαν αληθινά:
«Το βδέλυγμα της ερημώσεως».
Τελικά είδα το θόλο του ναού της Ιερουσαλήμ. Πάνω του ήταν ένα αστέρι. Μέσα στην εκκλησία εκατομμύρια άνθρωποι συνέρεαν και πάλι πολλοί προσπαθούσαν να μπούν. Ήθελα να κάνω το σημείο του σταυρού, άλλα ο γέροντας μου άρπαξε το χέρι και είπε: «Εδώ είναι το βδέλυγμα της ερημώσεως». Έτσι μπήκαμε στην εκκλησία, που ήταν γεμάτη κόσμο. Είδα μια Αγία Τράπεζα, που έκαιγαν κεριά από λίπος ζώων. Στην Αγία τράπεζα ήταν ένας βασιλιάς με κόκκινα, φλογισμένος, πορφυρός. Στο κεφάλι του ήταν ένα χρυσό στέμμα με ένα αστέρι. Ρώτησα το γέροντα: «ποιος είναι αυτός;» Μου απάντησε: « Ο Αντίχριστος». Ήταν πολύ ψηλός με μάτια σαν φωτιά, μαύρα φρύδια, ξυρισμένο μούσι, θηριώδης, πανούργος, διαβολικός με τρομακτικό πρόσωπο. Ήταν μόνος του στην Αγία Τράπεζα και έτεινε τα χέρια του στους ανθρώπους. Είχε νύχια σουβλερά σαν τίγρης και φώναζε: «Είμαι βασιλιάς, είμαι Θεός. Είμαι ο Αρχηγός. Αυτός που δεν έχει τη σφραγίδα μου θα θανατωθεί.». Όλοι οι άνθρωποι έπεσαν κάτω και τον προσκύνησαν και εκείνος άρχισε να βάζει τη σφραγίδα του στα χείλη τους και στα χέρια τους, έτσι ώστε να μπορέσουν να λάβουν λίγο ψωμί και να μην πεθάνουν από πείνα και δίψα. Γύρω από τον Αντίχριστο, υπηρέτες του οδηγούσαν αρκετούς ανθρώπους που τα χέρια τους ήταν δεμένα, και δεν είχαν πέσει να τον προσκυνήσουν. Αυτοί είπαν: «είμαστε Χριστιανοί, και όλοι πιστεύουμε στον Κύριο μας Ιησού Χριστό!» Ο Αντίχριστος σύντριψε τις κεφαλές τους αστραπιαία, και το Χριστιανικό αίμα άρχισε να ρέει. Ένα παιδί οδηγήθηκε μετά στην Αγία Τράπεζα του Αντιχρίστου να τον προσκυνήσει, άλλα τολμηρά διακήρυξε: «Είμαι Χριστιανός και πιστεύω στον Κύριο μας Ιησού Χριστό, άλλα εσύ είσαι υπηρέτης του Σατανά»! θάνατος σ΄ αυτόν!» , αναφώνησε ο Αντίχριστος. Άλλοι που δέχθηκαν το σφράγισμα του Αντιχρίστου έπεσαν και τον προσκύνησαν. Ξαφνικά μια βοή από κοσμοσυρροή ξανακούστηκε και χιλιάδες φωτισμένες αστραπές άρχισαν να αστράφτουν. Βέλη άρχισαν να χτυπούν τους υπηρέτες του Αντιχρίστου. Έπειτα, ένα μεγάλο φλεγόμενο βέλος άστραψε και χτύπησε τον Αντίχριστο τον ίδιο στο κεφάλι. Καθώς κουνούσε το χέρι του, το στέμμα του έπεσε και συνετρίβη στο έδαφος. Μετά εκατομμύρια πουλιά πέταξαν και κούρνιασαν στους υπηρέτες του Αντιχρίστου. Ένιωσα το γέροντα να με παίρνει από το χέρι. Προχωρήσαμε περισσότερο, και είδα πάλι πολύ αίμα Χριστιανών. Ήταν εδώ που θυμήθηκα τις λέξεις του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στο Βιβλίο της Αποκαλύψεως, ότι το αίμα θα έφτανε ως το χαλινάρι του αλόγου. Σκέφτηκα: «Θεέ μου σώσε μας!» Εκείνη τη στιγμή είδα Αγγέλους να πετούν και να ψάλουν « Άγιος, ‘Αγιος, Άγιος Κύριος Σαβαώθ»!. Ο γέροντας κοίταξε πίσω και άρχισε να λέει: «Μη λυπάσαι, γιατί σύντομα, πολύ σύντομα θα έρθει το τέλος του κόσμου! Προσευχήσου στον Κύριο. Ο Θεός είναι εύσπλαχνος στους υπηρέτες του». Ο καιρός πλησίαζε στο τέλος του. Έδειξε στην Ανατολή, έπεσε στα γόνατα και άρχισε να προσεύχεται. Κι εγώ προσευχήθηκα μαζί του. Μετά ο γέροντας άρχισε να απομακρύνεται γρήγορα από τη γη εις τας ουρανίους μονάς. Καθώς έκανε αυτό, θυμήθηκα ότι δε γνώριζα το όνομά του και έτσι ικέτεψα δυνατά: «Πάτερ πιο είναι το όνομά σου;» Τρυφερά απάντησε: «Σεραφείμ του Σαρώφ». Ένα μεγάλο κουδούνι χτύπησε πάνω από το κεφάλι μου, άκουσα τον ήχο και σηκώθηκα από το κρεβάτι. « Κύριε, ευλόγησε και βοήθησέ με μέσω των προσευχών του Αγίου Γέροντα! Με φώτισες, τον αμαρτωλό δούλο σου, τον ιερέα της Κροστάνδης.»