Παρασκευή 22 Φεβρουαρίου 2013

Η απόρριψη της ύπαρξης του αιθέρα από τον Ιωάννη Φιλόπονο

Η απόρριψη της ύπαρξης του αιθέρα από τον Ιωάννη Φιλόπονο



Η απόρριψη της ύπαρξης του αιθέρα από τον Ιωάννη Φιλόπονο

Αριστοτέλης (384-322 π.Χ.)
Ο Ιωάννης Γραμματικός (490-570) ο επονομασθείς και Φιλόπονος, λόγω του μεγάλου σε έκταση έργου του, ανεδείχθη ως ένας εκ των επιφανεστέρων σχολιαστών του Αριστοτέλους. Υπήρξε μαθητής του Αμμωνίου Ερμείου στην σχολή της Αλεξανδρείας και σπουδαίος μελετητής της Νεοπλατωνικής φιλοσοφικής παραδόσεως, με μεγάλη συνεισφορά στην φιλοσοφική διανόηση και την φυσική έρευνα, όπως αυτή διαμορφώθηκε στην Βυζαντινή περίοδο του 6ουμ.Χ. αιώνος.

Το έργο του αποτελείται κυρίως από υπομνηματισμούς στα αριστοτελικά κείμενα (Κατηγορίαι, Αναλυτικά Πρότερα, Αναλυτικά ύστερα, Περί ψυχής, Μετεωρολογικά, Περί γενέσεως και φθοράς, Περί ζώων γενέσεως, Φυσικής Ακροάσεως).

Συνέγραψε επίσης Σχόλια εις την Εισαγωγήν του Πορφυρίου, αλλά και δυο πραγματείες τιτλοφορούμενες ως εξής: Κατά των Πρόκλου, περί της αϊδιότητος του κόσμου επιχειρημάτων και Των εις την Μωϋσέως κοσμογονίας εξηγητικών, αναφερόμενες στο ζήτημα της δημιουργίας του κόσμου. Στο πλαίσιο αυτό επιχείρησε να αναιρέσει την αριστοτελική διδασκαλία περί της αιωνιότητας του ουρανού, ως αποτελουμένου από ένα πέμπτο στοιχείο –τον αιθέρα- ευρισκόμενο στον υπερσελήνιο χώρο και σαφώς διαχωρισμένο από τα υπόλοιπα τέσσερα στοιχεία (πυρ, αήρ, ύδωρ, γη).

Στην εργασία αυτή, θα εξετασθεί αρχικά η αριστοτελική θεωρία περί του αιθέρα και ακολούθως η κριτική του Φιλοπόνου έναντι αυτής.

Η αριστοτελική θεωρία περί του αιθέρα

Η έννοια του αιθέρα είναι γνωστή στην ελληνική φιλοσοφική παράδοση ήδη από τα χρόνια των αρχαίων (προφανώς εννοεί ο Αριστοτέλης τους παλαιοτέρους φιλοσόφους) και ιδιαίτερα στην εποχή των Προσωκρατικών φιλοσόφων και του Αναξαγόρα.

Ο Αναξαγόρας χρησιμοποιεί τον όρο αιθήρ αντί του πυρός (ού καλώς κατά τον Αριστοτέλη), προκειμένου να ονομάσει τον ανωτάτω τόπον που βρίσκεται πέρα από τα τέσσερα στοιχεία (πύρ, αήρ, ύδωρ, γη).

Αναφερόμενος ο Αριστοτέλης στην έννοια του αιθέρα, υποστηρίζει ότι η ίδια η ετυμολογία της λέξης αιθήρ, παραπέμπει στην έννοια της κίνησης (θειν αεί)και ιδιαιτέρως της αιωνίας κίνησης (Αριστοτέλης, Περί Ουρανού, 270b, 20-23). Εξ’ ορισμού λοιπόν ο αιθέρας συνδέεεται με την κίνηση και ιδιαίτερα με την κυκλική κίνηση των ουρανίων σωμάτων. Είναι χαρακτηριστικό όμως ότι ο αιθέρας ονομάζεται από τον φιλόσοφο και πρώτον σώμα, γεγονός που δηλοί την ανωτερότητά του εν σχέσει προς τα υπόλοιπα στοιχεία (Αριστοτέλης, Περί ουρανού, 272b, 15. και 270 α,8).

Βασικό στοιχείο του κοσμολογικού συστήματος του Αριστοτέλη είναι ο χωρισμός του κόσμου σε υπερσελήνιο και υποσελήνιο χώρο. Επιπλέον, ο κόσμος ο περί τας άνω φοράς, είναι πλήρης αυτού (Αριστοτέλης,Μετεωρολογικά, 339b,16.), γεγονός που καταδεικνύει την διαφορά του υπερσελήνιου από τον υπερσελήνιο χώρο. Ακόμη και ο υποσελήνιος χώρος όμως δεν είναι ενιαίος, καθώς χωρίζεται με την σειρά του σε τέσσερις ομόκεντρες σφαίρες, οι οποίες προσδιορίζονται η καθεμία από ένα εκ των τεσσάρων στοιχείων (πύρ, αήρ, ύδωρ, γη) (Αριστοτέλους, Περί Ουρανού,308b κ.ε).

Εν προκειμένω, ένας υπομνηματιστής του αριστοτελικού έργου, ο Ολυμπιόδωρος (500-570), κάνει λόγο περί διαφορετικής κατασκευής των ουρανίων, εν σχέσει με τα σώματα που σύγκεινται εκ των τεσσάρων στοιχείων (Ολυμπιόδωρος, Εις Μετεωρολογικά,. σ.20,17-24). Ο αιθέρας επιπλέον, χαρακτηρίζεται ως ποιητικό αίτιο, με τα υπόλοιπα τέσσερα στοιχεία να θεωρούνται ως υλικά αίτια, γεγονός που δηλοί την ανώτερη φύση του εν σχέσει προς αυτά (Ολυμπιόδωρος, Εις Μετεωρολογικά, 2, 19-23).

Η κριτική του Ιωάννη Φιλοπόνου

Υπομνηματίζοντας ο Ιωάννης Φιλόπονος το αριστοτελικό έργο κάνει λόγο αναφορικά με αρχαίες δοξασίες, κατά τις οποίες η ετυμολογία του αναζητάται στο αεί θέειν. Εξ’ αυτού διαπιστώνει ο Φιλόπονος πως ο αιθέρας πρέπει να διέπεται από αιωνία κίνηση, με συνέπεια να είναι αποδοτέος σε αυτόν και ο χαρακτηρισμός του θείου (Φιλόπονος, Εις Μετεωρολογικά, 17,21).

Η κριτική του Φιλοπόνου σχετικά με τον αιθέρα εκκινεί από την θεώρησή του ως αιτίου κινήσεως, καθώς κατά τον φιλόσοφο το αίτιο κινήσεως του ουρανού ανάγεται στον Θεό (Φιλόπονος, Μωϋσ. σ.28,20-29,9.). Επιπλέον, η ταύτισή του με θειότατες και μακαριότατες φύσεις τον τοποθετεί εκτός γενέσεως και φθοράς (Φιλόπονος, Π. Γεν. Φθορ, 67,17). Το γεγονός λοιπόν ότι ο Αριστοτέλης δεν αποδίδει το αίτιο κινήσεως του ουρανού στον Θεό, αλλά σε ένα υλικό στοιχείο, -τον αιθέρα- δεν είναι συμβατό με την πίστη του Φιλοπόνου στην μοναδικότητα του Θεού ως δημιουργού του κόσμου (Καλαχάνης, σ.111-112).

Εφόσον επίσης ο αιθέρας είναι πρώτος εν σχέσει προς όλα τα άλλα στοιχεία, αναγκαστικά θα αποτελεί και το αίτιο δημιουργίας τους με συνέπεια να διαθέτει τα χαρακτηριστικά της αρχής (Φιλόπονος, Μωϋσ. 9,2). Κατόπιν τούτου, ο Φιλόπονος είναι υποχρεωμένος να αναζητήσει μία διαφορετική αιτία που προσδίδει την κίνηση στον ουρανό.

Επισημαίνει καταρχήν ο Φιλόπονος ότι ήδη από την αρχαία εποχή ο αιθέρας είχε συνδεθεί με την κίνηση και ιδιαίτερα με την κυκλική, εξ’ ου και τονίζει την ονομασία του πέμπτου στοιχείου ως κυκλοφορητικού (Φιλόπονος Κατά Πρ.520), καθώς ο Αριστοτέλης είχε αποδεχθεί την άποψη ότι υπάρχει ένας διαφορετικός ως προς τα τέσσερα στοιχεία (πύρ, αήρ, ύδωρ, γη) νόμος, που διέπει την περιστροφή των ουρανίων σωμάτων (Αριστοτέλης, Περί ουρανού,272b, 15). Παρά το γεγονός όμως ότι ο Φιλόπονος αρχικά απεδέχθη το ότι ηεγκύκλιος κίνησις όχι μόνο του προσεχούς αέρος αλλά και του πυρός, όπως την αποδέχεται ο Αριστοτέλης δεν είναι φυσική, αλλά υπέρ φύσιν (Φιλόπονος,Εις φυσ., σ.198,15.), εντούτοις σε άλλα σημεία του έργου του απορρίπτει το ενδεχόμενο αρνείται την πιθανότητα το πυρ να κινείται υπέρ φύσιν,βασιζόμενος στο ότι κανένα σώμα βία κινούμενον σε ευθεία γραμμή, δεν είναι αγέννητο και άφθαρτο (Φιλόπονος, Κατά Πρ.σ.279,12-14). Άλλωστε όλα τα φυσικά όντα προκειμένου να τεθούν σε κίνηση έχουν ανάγκη την επενέργεια ενός αιτίου.

Αντιθέτως λοιπόν προς την αριστοτελική διδασκαλία περί του αιθέρα, ο Φιλόπονος εισηγείται μία άλλη εξήγηση της κινήσεως του ουρανού, μη βασιζόμενη στο πέμπτο στοιχείο, αλλά στην ύπαρξη μίας θεϊκής κινητικής δυνάμεως που διέπει τα ουράνια σώματα (Φιλόπονος, Μωϋσ. 28,20-29,9).

Βασική παράμετρος του έργου του Φιλοπόνου είναι η αποδοχή της παραγωγής του κόσμου εκ μη όντος, ως αποτέλεσμα της θεϊκής επενεργείας (Φιλόπονος, Κατά Πρόκλου, 343,6-9) και φυσικά η απόρριψη της αιωνιότητας του κόσμου. Κατά συνέπεια, η δημιουργία του κόσμου εξαρτάται αποκλειστικά από την θεϊκή επενέργεια, με συνέπεια ο Φιλόπονος να είναι σύμφωνος με την χριστιανική κοσμοθεωρία.

Επιπλέον, ο Φιλόπονος καταλήγει στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει διάκριση ανάμεσα στον υποσελήνιο και τον υπερσελήνιο χώρο, γεγονός που απετέλεσε και αφορμή να επικριθεί ο φιλόσοφος έναν άλλο υπομνηματιστή του Αριστοτέλη, τον Σιμπλίκιο (Σιμπλίκιος, Π. Ουρ. 59,15-19). Ορθώς επομένως υποστηρίζεται ότι ο Φιλόπονος «δίδασκε την ύπαρξη ενιαίων νόμων για τα ουράνια και τα επίγεια, διδασκαλία προδρομική της κοσμολογίας του 17ουαιώνα» (Πολίτης, Η φιλοσοφία εις το Βυζάντιον, τ. 1, σ.299).

Στην πραγματικότητα όμως, ο Φιλόπονος δεν αποσκοπούσε στο να τονίσει μία τέτοια ενδεχόμενη διαφορά ανάμεσα στα υποσελήνια στοιχεία και τον αιθέρα, όσο στο να υπερασπιστεί την μοναδικότητα του Θεού ως δημιουργικού του κόσμου στοιχείου. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο η διδασκαλία του Φιλοπόνου περί ανυπαρξίας του αιθέρα εντάσσεται στην χριστιανική παράδοση περί της δημιουργίας του κόσμου από τον Θεό.

Η σημασία της θεωρήσεως αυτής του φιλοσόφου έχει και επιστημονική αξία, καθώς δεν αποδίδει την κίνηση του ουρανού σε υπερκόσμιες δυνάμεις, αλλά σε δυνάμεις ενδοκοσμικές. Επ’ αυτής της αποφάνσεως του Φιλοπόνου ευλόγως έχει υποστηριχθεί ότι σχετίζεται με την θεωρία περί της ωθητικής δύναμης που οδηγεί στην κίνηση (Sorabji, σ.58) στα πλαίσια της οποίας γίνεται ξεκάθαρα λόγος περί “εντυπωμένης δυνάμεως που δίνει την κίνηση στον κόσμο και η οποία προέρχεται από ένα εξωτερικό αίτιο, ήτοι τον Θεό” (Wolff, σ. 165). Αυτή η δύναμη αποτελεί και το ενδιάμεσο στάδιο μεταξύ Θεού και κόσμου (Καλαχάνης, σ. 83)

Συμπεράσματα

Όπως εδείχθη από τα ανωτέρω, η σκέψη του Ιωάννη Φιλοπόνου έχει σαν κύριο χαρακτηριστικό την παραδοχή της χριστιανικής διδασκαλίας περί της μοναδικότητας του Θεού ως δημιουργικού του κόσμου αιτίου. Στο πλαίσιο αυτό δεν θα μπορούσε να αποδεχθεί την ύπαρξη ενός στοιχείου (εκτός του Θεού), στο οποίο να οφείλεται η δημιουργία του κόσμου. Εξ’ ου και υποστηρίζει ότι μεταξύ Θεού και κόσμου παρεμβάλλεται μία θεϊκής προέλευσης δύναμη, η οποία προσδίδει στον κόσμο την κίνηση. Επομένως το κοσμικό σύστημα του Φιλοπόνου περιλαμβάνει καταρχήν τον Θεό και εν συνεχεία τον κόσμο, δίχως να παρεμβάλλονται άλλοι παράγοντες που να υποβαθμίζουν τον ρόλο του Θεού ως δημιουργικού του κόσμου αιτίου.

Σημ: Το παρόν άρθρο παρουσιάστηκε στο Συνέδριο με θέμα “Η Ιστορία και η Φιλοσοφία των Επιστημών στη διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών”, Οργανωτές: Πανεπιστήμιο Αθηνών, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Μαράσλειος, Αθήνα 1-3 Νοεμβρίου 2012.

Βιβλιογραφία1. Αριστοτέλης, (1965). Περί Ουρανού, ed. P.Moraux Aristotle Du ciel. Les Belles lettres, Paris.2. Καλαχάνης, K. (2011). Περί του παραδείγματος και της εικόνος, στο έργο του Ιωάννου Φιλοπόνου, Διδακτορική Διατριβή, Τμήμα Φιλοσοφίας-Παιδαγωγικής-Ψυχολογίας, Φιλοσοφική Σχολή, Πανεπιστήμιο Αθηνών3. Ολυμπιόδωρος, (1900). Εις το πρώτον των Μετεωρολογικών Αριστοτέλους σχόλια, ed. Stuve, Olympiodori in Aristotelis meteora comentaría, CAG 12.2. Reimer, Berlin.4. Πολίτης, Ν., Γ., (1992). Η φιλοσοφία εις το Βυζάντιον, Εν Αθήναις.5. Σιμπλίκιος, (1882). Εις το Α΄ της Αριστοτέλους Φυσικής Ακροάσεως, ed. H.Diels Simplicii, In Aristotelis physicorum libros octo commentaria, 2 vols.CAG 9-10. Reimer, Berlin.6. Σιμπλίκιος, (1894). Εις τα του Αριστοτέλους Περί Ουρανού, ed. .L. Heiberg,Simplicii in Aristotelis de caelo commentaria, CAG 7. Reimer, Berlin.8. Sorabji R. (2006). «Ιωάννης Φιλόπονος», Ο Ιωάννης Φιλόπονος και η απόρριψη της αριστοτελικής επιστήμης, εκδ. ΜΙΕΤ Αθήνα.9. Φιλόπονος, Ι., (1901). Εις τα των Μετεωρολογικών Αριστοτέλους εξηγητικά,ed. M. Hayduck Ioannis Philoponi in Aristotelis meteorologicorum librumprimum commentarium ,CAG 14.1. Reimer, Berlin.10. Φιλόπονος, Ι. (1888). Εις τα της Αριστοτέλους Φυσικής ακροάσεως, ed. Η. Vitelli, Ioannis Philoponi in Aristotelis physicorum libros octo commentaria, 2 vols. CAG 16 – 17. Reimer, Berlin. 11. Φιλόπονος, Ι., (1899). Κατά των Πρόκλου, περί της αϊδιότητος του κόσμου επιχειρημάτων, ed. H. Rabe, Ioannes Philoponus. De aeternitate mundi contra Proclum. Teubner, Leipzig.12. Φιλόπονος, Ι. (1897). Σχολικαί αποσημειώσεις εις τα Περί γενέσεως και φθοράς Αριστοτέλους, ed..H. Vitelli, Ioannis Philoponi in Aristotelis libros, degeneratione et corruptione commentaria, CAG 14.2. Reimer, Βerlin.13. Φιλόπονος, Ι., (1897). Των εις την Μωϋσέως κοσμογονίας εξηγητικών, ed. W. Reichardt, Joannis Philoponi de opificio mundi libri vii. Teubner, Leipzig.14. Wolff M. (2006). «Ο Φιλόπονος και η ανάδυση της προκλασσικής δυναμικής», Φιλόπονος και η απόρριψη της αριστοτελικής επιστήμης, ed. R. Sorabji, ΜΙΕΤ, Αθήνα.


Δρ. Φιλοσοφίας Πανεπιστημίου Αθηνών Κωνσταντίνος Καλαχάνης
pemptousia.gr

Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2013

Το Πνεύμα του Τριωδίου

Το Πνεύμα του Τριωδίου

Άρχισε και φέτος το Τριώδιο. Μια εκκλησιαστική περίοδος δέκα εβδομάδων, που ξεκινά από την Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου και φτάνει μέχρι και το Μέγα Σάββατο. Μέσα στην περίοδο αυτή περιλαμβάνεται και η Μεγάλη Τεσσαρακοστή καθώς και η αγία και Μεγάλη Εβδομάδα.
Η ονομασία Τριώδιο οφείλεται στο ότι στις ιερές Ακολουθίες που τελούνται κάθε μέρα το πρωί στους ιερούς Ναούς μας κατά το διάστημα αυτό, τα τροπάρια του Κανόνος τις περισσότερες φορές είναι σε τρεις ομάδες, τρεις ωδές, ενώ τον άλλο καιρό είναι σε οκτώ ομάδες, οκτώ ωδές. Το βιβλίο που περιέχει όλες τις ιερές Ακολουθίες των ημερών αυτών ονομάζεται “Τριώδιον” και από αυτό πήρε την ονομασία της και όλη η περίοδος.
Το Τριώδιο είναι η πλέον κατανυκτική περίοδος της λειτουργικής μας ζωής. Τελούνται κατ’ αυτό ακολουθίες που βοηθούν την ψυχή μας να συναισθανθεί την κατάστασή της, να πονέσει για την αμαρτωλότητά της και να καταφύγει μετανοημένη και ταπεινή στο πέλαγος του ελέους του Θεού.
Μεγάλο Απόδειπνο, «Χαιρετισμοί» της Υπεραγίας Θεοτόκου, Κατανυκτικοί Εσπερινοί, Προηγιασμένες Θείες Λειτουργίες, Λειτουργίες του Μεγάλου Βασιλείου τις πέντε εν συνεχεία Κυριακές της Μεγάλης Τεσσαρακοστής και προπάντων οι Ακολουθίες του Νυμφίου και των σεπτών παθών του Κυρίου. Όλα συγκινητικά, όλα βοηθητικά για τη μετάνοιά μας και για την ανύψωση της ψυχής μας από τα χαμηλά, τα κοσμικά και αμαρτωλά.
Οι θαυμάσιοι ιεροί ύμνοι της περιόδου αυτής, έργα αγίων υμνογράφων, και τα επιλεγμένα Αναγνώσματα από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη δημιουργούν στους Ναούς μας και στην καρδιά μας αγία και ιερή ατμόσφαιρα.
Αν θέλαμε με λίγες λέξεις να χαρακτηρίσουμε το πνεύμα του Τριωδίου, δε θα βρίσκαμε καλύτερες από αυτές με τις οποίες αρχίζει ένας ύμνος αυτών των ημερών: «Μετανοίας ο καιρός και δεήσεως ώρα», γράφει ο εμπνευσμένος ιερός υμνωδός. Αυτός δηλαδή ο καιρός, αυτή η περίοδος, είναι καιρός μετανοίας και προσευχής.
Μετάνοια πρώτα. Θα μας το θυμίσουν συγκλονιστικά η παραβολή του Ασώτου και το παράδειγμα της οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας. Μετάνοια. Αλλαγή δηλαδή νου, νοοτροπίας, σκέψεων, επιθυμιών και λόγων. Να μη στριφογυρίζουν μέσα μας λογισμοί και πόθοι ακάθαρτοι και αμαρτωλοί. Να μην κυριεύουν το νου μας εγωιστικές και αλαζονικές σκέψεις σαν εκείνες του Φαρισαίου της Παραβολής. Να μη βρίσκει τόπο μέσα μας ο δαίμονας της κατάκρισης, της φλυαρίας και αργολογίας, της αρχομανίας και περιεργείας, όπως μας θυμίζει η κατανυκτική ευχή του οσίου Εφραίμ, που ακούγεται τις μέρες αυτές. Να μην έχει θέση στη ζωή μας η αμαρτία με κάθε της μορφή.
Αντιθέτως, να γεμίζει ο νους μας με αγίες και καθαρές σκέψεις, με αγαπητική διάθεση προς το Θεό και τους συνανθρώπους μας. Να παύσουν τα μάτια μας να στρέφονται προς την αμαρτία, προς τη ματαιότητα. Να παρακαλούμε το Θεό, όπως ο ιερός Ψαλμωδός, λέγοντας «απόστρεψον τους οφθαλμούς μου του μη ιδείν ματαιότητα» (Ψαλμ. 118, 37). Να μας βοηθά για να μη μας ελκύουν οι θεωρούμενες χαρές του κόσμου, που ζει χωρίς φόβο Θεού, ούτε να κολλά η καρδιά μας σε πράγματα πρόσκαιρα.
Αλλά να στρέφεται καθένας μας προς τα ουράνια, προς τα ανέκφραστα κάλλη του Παραδείσου και να αγωνιζόμαστε να στολίσουμε την ψυχή μας με τα άφθαρτα και αμάραντα και εύοσμα άνθη των αρετών. Με την αγάπη, με την ταπείνωση, με την καθαρότητα, με την πραότητα και την υπομονή. Με όλες τις αρετές που έδειξε με το παντέλειο παράδειγμά του ο Ιησούς Χριστός.
Αυτό σημαίνει μετάνοια. Αποστροφή προς την αμαρτία και πόθος και αγάπη για την αρετή. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, που τον προβάλλει προς μίμηση τις ημέρες αυτές η αγία Εκκλησία μας, έλεγε ότι μετάνοια είναι «το μισήσαι την αμαρτίαν και αγαπήσαι την αρετήν και εκκλίναι (να απομακρυνθείς) από του κακού και ποιήσαι το αγαθόν» (ΕΠΕ 11, 492).
Και μαζί με τη μετάνοια, είπαμε, και προσευχή. Περισσότερη και θερμότερη τώρα προσευχή. Γι’ αυτό συχνότερα μας καλεί αυτές τις μέρες η Εκκλησία μας στις ακολουθίες της για κοινή προσευχή, προσευχή με τα άλλα μέλη της Εκκλησίας μας. Και μαζί με την κοινή, και προσευχή ατομική στο σπίτι μας ή όπου αλλού μπορούμε. Προσευχή με τα λόγια των αγίων Πατέρων μας, που έχουν αποτυπωθεί στα βιβλία της Εκκλησίας μας. Αλλά και προσευχή αυτοσχέδια, με λόγια δικά μας, βγαλμένα από την καρδιά μας για την ψυχική μας κατάσταση, για κάθε τι που μας απασχολεί.
Προσευχή όμως σαν εκείνη του Τελώνη. Με συναίσθηση της αμαρτωλότητας και αναξιότητάς μας. Με ταπείνωση και συντριβή. Με εκζήτηση του ελέους και της ευσπλαχνίας του Θεού. Προσευχή που θα βοηθά στην ολοκλήρωση της μετάνοιας μας· που θα πηγάζει από τα δάκρυα της καρδιάς μας και θα την πλημμυρίζει και πάλι με γλυκερά δάκρυα. Η αληθινή προσευχή, έλεγε ο άγιος Ιωάννης της «Κλίμακος», που θα τον θυμηθούμε τις μέρες αυτές, είναι «δακρύων μήτηρ, αι πάλιν θυγάτηρ» (Λογ. 28, 1).
Όταν ζούμε έτσι την προσευχή και τη μετάνοια, θα ωφεληθούμε ουσιαστικά από το Τριώδιο. Και θα νιώσουμε πραγματικά τότε αναστημένοι ψυχικά, καθώς θα πανηγυρίζουμε τη λαμπροφόρο Ανάσταση του Κυρίου, στην οποία μάς οδηγεί το Τριώδιο.

Τετάρτη 20 Φεβρουαρίου 2013

ΒΙΒΛΙΟΝ Ι´ΕΥΣΕΒΕΙΟΥ ΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ

ΒΙΒΛΙΟΝ Ι´

Τάδε καὶ ἡ δεκάτη περιέχει βίβλος τῆς Ἐκκλησιαστικῆς
ἱστορίας
Α Περὶ τῆς ἐκ θεοῦ πρυτανευθείσης ἡμῖν εἰρήνης.
Β Περὶ τῆς τῶν ἐκκλησιῶν ἀνανεώσεως.
Γ Περὶ τῶν κατὰ πάντα τόπον ἐγκαινίων.
Δ Πανηγυρικὸς ἐπὶ τῇ τῶν πραγμάτων φαιδρότητι.
Ε Ἀντίγραφα βασιλικῶν νόμων περὶ τῶν Χριστιανῶν
προσηκόντων.
Ϛ Ἀντίγραφον βασιλικῆς ἐπιστολῆς δι᾿ ἧς χρήματα ταῖς
ἐκκλησίαις δωρεῖται.
Ζ Ἀντίγραφον βασιλικῆς ἐπιστολῆς δι᾿ ἧς τοὺς προεστῶ-
τας τῶν ἐκκλησιῶν πάσης ἀπολελύσθαι τῆς περὶ τὰ
πολιτικὰ λειτουργίας προστάττει.
Η Περὶ τῆς Λικιννίου εἰς ὕστερον κακοτροπίας καὶ τῆς
καταστροφῆς αὐτοῦ.
Θ Περὶ τῆς νίκης Κωνσταντίνου καὶ τῶν ὑπ᾿ αὐτοῦ τοῖς
ὑπὸ τὴν Ῥωμαίων ἐξουσίαν ὑπαρξάντων.

Θεῷ δὴ χάρις ἐπὶ πᾶσιν τῷ παντοκράτορι καὶ βασιλεῖ
τῶν ὅλων, πλείστη δὲ καὶ τῷ σωτῆρι καὶ λυτρωτῇ τῶν
ψυχῶν ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστῷ δι᾿ οὗ τὰ τῆς εἰρήνης ἔκ τε τῶν
ἔξωθεν ὀχληρῶν καὶ τῶν κατὰ διάνοιαν βέβαια καὶ ἀσάλευτα
φυλάττεσθαι ἡμῖν διὰ παντὸς εὐχόμεθα. ἅμα δὲ εὐχαῖς
καὶ τὸν δέκατον ἐν τούτῳ τοῖς προδιεξοδευθεῖσιν τῆς
Ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας ἐπιθέντες τόμον, σοὶ τοῦτον
ἐπιγράψομεν, ἱερώτατέ μοι Παυλῖνε, ὥσπερ ἐπισφράγισμά
σε τῆς ὅλης ὑποθέσεως ἀναβοώμενοι, εἰκότως δ᾿ ἐν
ἀριθμῷ τελείῳ τὸν τέλειον ἐνταῦθα καὶ πανηγυρικὸν τῆς
τῶν ἐκκλησιῶν ἀνανεώσεως λόγον κατατάξομεν, θείῳ
πνεύματι πειθαρχοῦντες ὧδέ πως ἐγκελευομένῳ ᾄσατε
τῷ κυρίῳ ᾆσμα καινόν, ὅτι θαυμαστὰ ἐποίησεν·
ἔσωσεν αὐτῷ ἡ δεξιὰ αὐτοῦ καὶ ὁ βραχίων ὁ ἅγιος
αὐτοῦ· ἐγνώρισεν κύριος τὸ σωτήριον αὐτοῦ, ἐναν-
τίον τῶν ἐθνῶν ἀπεκάλυψεν τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ.
καὶ δὴ τῷ λογίῳ προστάττοντι τὸ καινὸν ᾆσμα διὰ
τοῦδε νῦν ἀκολούθως ἐπιφωνῶμεν ὅτι δὴ μετὰ τὰς δεινὰς
καὶ σκοτεινὰς ἐκείνας ὄψεις τε καὶ διηγήσεις τοιαῦτα νῦν
ὁρᾶν καὶ τοιαῦτα πανηγυρίζειν ἠξιώθημεν, οἷα τῶν πρὸ
ἡμῶν πολλοὶ τῷ ὄντι δίκαιοι καὶ θεοῦ μάρτυρες ἐπεθύμησαν
ἐπὶ γῆς ἰδεῖν, καὶ οὐκ εἶδον, καὶ ἀκοῦσαι, καὶ οὐκ ἤκουσαν.
ἀλλ᾿ οἳ μὲν ᾗ τάχος σπεύσαντες τῶν πολὺ κρειττόνων
ἔτυχον ἐν αὐτοῖς οὐρανοῖς καὶ παραδείσῳ τῆς ἐνθέου τρυφῆς
ἀναρπασθέντες, ἡμεῖς δὲ καὶ τάδε μείζονα ἢ καθ᾿ ἡμᾶς
ὑπάρχειν ὁμολογοῦντες, ὑπερεκπεπλήγμεθα μὲν τῆς τοῦ
αἰτίου μεγαλοδωρεᾶς τὴν χάριν, θαυμάζομεν δὲ εἰκότως
ὅλης ψυχῆς δυνάμει σέβοντες καὶ ταῖς ἀναγράπτοις προρρή-
σεσιν ἀλήθειαν ἐπιμαρτυροῦντες, δι᾿ ὧν εἴρηται δεῦτε
καὶ ἴδετε τὰ ἔργα κυρίου, ἃ ἔθετο τέρατα ἐπὶ τῆς
γῆς, ἀνταναιρῶν πολέμους μέχρι τῶν περάτων τῆς
γῆς· τόξον συντρίψει καὶ συγκλάσει ὅπλον, καὶ
θυρεοὺς κατακαύσει ἐν πυρί. ἐφ᾿ οἷς ἐναργῶς εἰς
ἡμᾶς πεπληρωμένοις χαίροντες, τὸν ἐφεξῆς συνείρωμεν
λόγον.

Ἠφάνιστο μὲν δὴ καθ᾿ ὃν δεδήλωται τρόπον πᾶν τὸ
τῶν θεομισῶν γένος καὶ τῆς ἀνθρώπων ἀθρόως ὄψεως οὕτως
ἐξαλήλειπτο, ὡς πάλιν ῥῆμα θεῖον τέλος ἔχειν τὸ λέγον·
εἶδον ἀσεβῆ ὑπερυψούμενον καὶ ὑπεραιρόμενον ὡς
τὰς κέδρους τοῦ Λιβάνου· καὶ παρῆλθον, καὶ ἰδοὺ
οὐκ ἦν, καὶ ἐζήτησα τὸν τόπον αὐτοῦ, καὶ οὐχ
εὑρέθη· ἡμέρα δὲ λοιπὸν ἤδη φαιδρὰ καὶ διαυγής,
μηδενὸς νέφους αὐτὴν ἐπισκιάζοντος, φωτὸς οὐρανίου βολαῖς
ἀνὰ τὴν οἰκουμένην ἅπασαν ταῖς ἐκκλησίαις τοῦ Χριστοῦ
κατηύγαζεν, οὐδέ τις ἦν καὶ τοῖς ἔξωθεν τοῦ καθ᾿ ἡμᾶς
θιάσου φθόνος συναπολαύειν εἰ μὴ τῶν ἴσων, ἀπορροῆς δ᾿
οὖν ὅμως καὶ μετουσίας τῶν θεόθεν ἡμῖν πρυτανευθέντων.
Πᾶσι μὲν οὖν ἀνθρώποις τὰ ἐκ τῆς τῶν τυράννων
καταδυναστείας ἐλεύθερα ἦν, καὶ τῶν προτέρων ἀπηλλαγ-
μένοι κακῶν, ἄλλος ἄλλως μόνον ἀληθῆ θεὸν τὸν τῶν
εὐσεβῶν ὑπέρμαχον ὡμολόγει· μάλιστα δ᾿ ἡμῖν τοῖς ἐπὶ
τὸν Χριστὸν τοῦ θεοῦ τὰς ἐλπίδας ἀνηρτημένοις ἄλεκτος
παρῆν εὐφροσύνη καί τις ἔνθεος ἅπασιν ἐπήνθει χαρὰ πάντα
τόπον τὸν πρὸ μικροῦ ταῖς τῶν τυράννων δυσσεβείαις
ἠριπωμένον ὥσπερ ἐκ μακρᾶς καὶ θανατηφόρου λύμης
ἀναβιώσκοντα θεωμένοις νεώς τε αὖθις ἐκ βάθρων εἰς
ὕψος ἄπειρον ἐγειρομένους καὶ πολὺ κρείττονα τὴν ἀγλαΐαν
τῶν πάλαι πεπολιορκημένων ἀπολαμβάνοντας. ἀλλὰ καὶ
βασιλεῖς οἱ ἀνωτάτω συνεχέσι ταῖς ὑπὲρ Χριστιανῶν
νομοθεσίαις τὰ τῆς ἐκ θεοῦ μεγαλοδωρεᾶς ἡμῖν εἰς μακρὸν
ἔτι καὶ μεῖζον ἐκράτυνον, ἐφοίτα δὲ καὶ εἰς πρόσωπον ἐπισκό-
ποις βασιλέως γράμματα καὶ τιμαὶ καὶ χρημάτων δόσεις·
ὧν οὐκ ἀπὸ τρόπου γένοιτ᾿ ἂν κατὰ τὸν προσήκοντα καιρὸν
τοῦ λόγου, ὥσπερ ἐν ἱερᾷ στήλῃ, τῇδε τῇ βίβλῳ τὰς φωνὰς
ἐκ τῆς Ῥωμαίων ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα γλῶσσαν μεταληφθείσας
ἐγχαράξαι, ὡς ἂν καὶ τοῖς μεθ᾿ ἡμᾶς ἅπασιν φέροιντο διὰ
μνήμης.

Ἐπὶ δὴ τούτοις τὸ πᾶσιν εὐκταῖον ἡμῖν καὶ ποθούμενον
συνεκροτεῖτο θέαμα, ἐγκαινίων ἑορταὶ κατὰ πόλεις καὶ τῶν
ἄρτι νεοπαγῶν προσευκτηρίων ἀφιερώσεις, ἐπισκόπων ἐπὶ
ταὐτὸν συνηλύσεις, τῶν πόρρωθεν ἐξ ἀλλοδαπῆς συνδρομαί,
λαῶν εἰς λαοὺς φιλοφρονήσεις, τῶν Χριστοῦ σώματος μελῶν
εἰς μίαν συνιόντων ἁρμονίαν ἕνωσις. συνήγετο γοῦν
ἀκολούθως προρρήσει προφητικῇ μυστικῶς τὸ μέλλον
προσημαινούσῃ ὀστέον πρὸς ὀστέον καὶ ἁρμονία πρὸς
ἁρμονίαν καὶ ὅσα θεσπίζων ὁ λόγος δι᾿ αἰνιγμάτων ἀψευδῶς
προανετείνατο, μία τε ἦν θείου πνεύματος διὰ πάντων
τῶν μελῶν χωροῦσα δύναμις καὶ ψυχὴ τῶν πάντων μία καὶ
προθυμία πίστεως ἡ αὐτὴ καὶ εἷς ἐξ ἁπάντων θεολογίας
ὕμνος, ναὶ μὴν καὶ τῶν ἡγουμένων ἐντελεῖς θρῃσκεῖαι
ἱερουργίαι τε τῶν ἱερωμένων καὶ θεοπρεπεῖς ἐκκλησίας
θεσμοί, ὧδε μὲν ψαλμῳδίαις καὶ ταῖς λοιπαῖς τῶν θεόθεν
ἡμῖν παραδοθεισῶν φωνῶν ἀκροάσεσιν, ὧδε δὲ θείαις καὶ
μυστικαῖς ἐπιτελουμέναις διακονίαις, σωτηρίου τε ἦν
πάθους ἀπόρρητα σύμβολα. ὁμοῦ δὲ πᾶν γένος ἡλικίας
ἄρρενός τε καὶ θήλεος φύσεως ὅλῃ διανοίας ἰσχύϊ δι᾿ εὐχῶν
καὶ εὐχαριστίας γεγηθότι νῷ καὶ ψυχῇ τὸν τῶν ἀγαθῶν
παραίτιον θεὸν ἐγέραιρον. ἐκίνει δὲ καὶ λόγους ἅπας τῶν
παρόντων ἀρχόντων πανηγυρικούς, ὡς ἑκάστῳ παρῆν
δυνάμεως, θειάζων τὴν πανήγυριν.

Καί τις ἐν μέσῳ παρελθὼν τῶν μετρίως ἐπιεικῶν,
λόγου σύνταξιν πεποιημένος, ὡς ἐν ἐκκλησίας ἀθροίσματι,
πλείστων ἐπιπαρόντων ποιμένων ἐν ἡσυχίᾳ καὶ κόσμῳ τὴν
ἀκρόασιν παρεχομένων, ἑνὸς εἰς πρόσωπον τὰ πάντα ἀρίστου
καὶ θεοφιλοῦς ἐπισκόπου, οὗ διὰ σπουδῆς ὁ μάλιστα τῶν
ἀμφὶ τὸ Φοινίκων ἔθνος διαπρέπων ἐν Τύρῳ νεὼς φιλοτίμως
ἐπεσκεύαστο, τοιόνδε παρέσχε λόγον·


ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΟΣ ΕΠΙ ΤΗΙ ΤΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ
ΟΙΚΟΔΟΜΗΙ ΠΑΥΛΙΝΩΙ ΤΥΡΙΩΝ ΕΠΙΣΚΟΠΩΙ
ΠΡΟΣΠΕΦΩΝΗΜΕΝΟΣ

Ὦ φίλοι θεοῦ καὶ ἱερεῖς οἱ τὸν ἅγιον ποδήρη καὶ τὸν
οὐράνιον τῆς δόξης στέφανον τό τε χρῖσμα τὸ ἔνθεον καὶ
τὴν ἱερατικὴν τοῦ ἁγίου πνεύματος στολὴν περιβεβλημένοι,
σύ τε, ὦ νέον ἁγίου νεὼ θεοῦ σεμνολόγημα, γεραιρᾷ μὲν
φρονήσει παρὰ θεοῦ τετιμημένε, νέας δὲ καὶ ἀκμαζούσης
ἀρετῆς ἔργα πολυτελῆ καὶ πράξεις ἐπιδεδειγμένε, ᾧ τὸν ἐπὶ
γῆς οἶκον αὐτὸς ὁ τὸν σύμπαντα κόσμον περιέχων θεὸς
δείμασθαι καὶ ἀνανεοῦν Χριστῷ τῷ μονογενεῖ καὶ πρωτογενεῖ
δὲ αὐτοῦ λόγῳ τῇ τε ἁγίᾳ τούτου καὶ θεοπρεπεῖ νύμφῃ
γέρας ἐξαίρετον δεδώρηται, εἴτε τις νέον σε Βεσελεηλ
θείας ἀρχιτέκτονα σκηνῆς ἐθέλοι καλεῖν εἴτε Σολομῶνα
καινῆς καὶ πολὺ κρείττονος Ἱερουσαλὴμ βασιλέα εἴτε καὶ
νέον Ζοροβαβελ τὴν πολὺ κρείττονα δόξαν τῆς προτέρας τῷ
νεῷ τοῦ θεοῦ περιτιθέντα, ἀλλὰ καὶ ὑμεῖς, ὦ τῆς ἱερᾶς
ἀγέλης Χριστοῦ θρέμματα, λόγων ἀγαθῶν ἑστία, σωφρο-
σύνης παιδευτήριον καὶ θεοσεβείας σεμνὸν καὶ θεοφιλὲς
ἀκροατήριον· πάλαι μὲν ἡμῖν τὰς παραδόξους θεοσημίας
καὶ τῶν τοῦ κυρίου θαυμάτων τὰς εἰς ἀνθρώπους εὐεργεσίας
διὰ θείων ἀναγνωσμάτων ἀκοῇ παραδεχομένοις ὕμνους εἰς
θεὸν καὶ ᾠδὰς ἀναπέμπειν ἐξῆν λέγειν παιδευομένοις ὁ
θεός, ἐν τοῖς ὠσὶν ἡμῶν ἠκούσαμεν, οἱ πατέρες
ἡμῶν ἀνήγγειλαν ἡμῖν ἔργον ὃ εἰργάσω ἐν ταῖς
ἡμέραις αὐτῶν, ἐν ἡμέραις ἀρχαίαις· ἀλλὰ νῦν
γε οὐκέτ᾿ ἀκοαῖς οὐδὲ λόγων φήμαις τὸν βραχίονα τὸν
ὑψηλὸν τήν τε οὐράνιον δεξιὰν τοῦ παναγάθου καὶ παμβασι-
λέως ἡμῶν θεοῦ παραλαμβάνουσιν, ἔργοις δ᾿ ὡς ἔπος εἰπεῖν
καὶ αὐτοῖς ὀφθαλμοῖς τὰ πάλαι μνήμῃ παραδεδομένα πιστὰ
καὶ ἀληθῆ καθορωμένοις, δεύτερον ὕμνον ἐπινίκιον πάρεστιν
ἀναμέλπειν ἐναργῶς τε ἀναφωνεῖν καὶ λέγειν καθάπερ
ἠκούσαμεν, οὕτως καὶ εἴδομεν ἐν πόλει κυρίου τῶν
δυνάμεων, ἐν πόλει τοῦ θεοῦ ἡμῶν. ποίᾳ δὲ
πόλει ἢ τῇδε τῇ νεοπαγεῖ καὶ θεοτεύκτῳ; ἥτις ἐστὶν
ἐκκλησία θεοῦ ζῶντος, στῦλος καὶ ἑδραίωμα τῆς
ἀληθείας, περὶ ἧς καὶ ἄλλο τι θεῖον λόγιον ὧδέ πως
εὐαγγελίζεται δεδοξασμένα ἐλαλήθη περὶ σοῦ, ἡ
πόλις τοῦ θεοῦ· ἐφ᾿ ἣν τοῦ παναγάθου συγκροτήσαντος
ἡμᾶς θεοῦ διὰ τῆς τοῦ μονογενοῦς αὐτοῦ χάριτος, τῶν
ἀνακεκλημένων ἕκαστος ὑμνείτω μόνον οὐχὶ βοῶν καὶ λέγων
εὐφράνθην ἐπὶ τοῖς εἰρηκόσιν μοι <εἰς οἶκον κυρίου
πορευσόμεθα> καὶ κύριε, ἠγάπησα εὐπρέπειαν
οἴκου σου καὶ τόπον σκηνώματος δόξης σου,
καὶ μὴ μόνον γε ὁ καθεῖς, ἀλλὰ καὶ οἱ πάντες ἀθρόως ἑνὶ
πνεύματι καὶ μιᾷ ψυχῇ γεραίροντες ἀνευφημῶμεν, μέγας
κύριος ἐπιλέγοντες καὶ αἰνετὸς σφόδρα ἐν πόλει τοῦ
θεοῦ ἡμῶν, ἐν ὄρει ἁγίῳ αὐτοῦ. καὶ γὰρ οὖν μέγας
ὡς ἀληθῶς, καὶ μέγας ὁ οἶκος αὐτοῦ, ὑψηλὸς καὶ
ἐπιμήκης καὶ ὡραῖος κάλλει παρὰ τοὺς υἱοὺς τῶν
ἀνθρώπων· μέγας κύριος ὁ ποιῶν θαυμάσια μόνος·
μέγας ὁ ποιῶν μεγάλα καὶ ἀνεξιχνίαστα ἔνδοξά τε
καὶ ἐξαίσια, ὧν οὐκ ἔστιν ἀριθμός· μέγας ὁ
ἀλλοιῶν καιροὺς καὶ χρόνους, μεθιστῶν βασιλεῖς
καὶ καθιστῶν, ἐγείρων ἀπὸ γῆς πτωχὸν καὶ ἀπὸ
κοπρίας ἀνιστῶν πένητα. καθεῖλεν δυνάστας ἀπὸ
θρόνων, καὶ ὕψωσεν ταπεινοὺς ἀπὸ γῆς· πεινῶν-
τας ἐνέπλησεν ἀγαθῶν, καὶ βραχίονας ὑπερηφάνων
συνέτριψεν, οὐ πιστοῖς μόνον, ἀλλὰ καὶ ἀπίστοις τῶν
παλαιῶν διηγημάτων τὴν μνήμην πιστωσάμενος, ὁ θαυμα-
τουργός, ὁ μεγαλουργός, ὁ τῶν ὅλων δεσπότης, ὁ τοῦ
σύμπαντος κόσμου δημιουργός, ὁ παντοκράτωρ, ὁ πανά-
γαθος, ὁ εἷς καὶ μόνος θεός, ᾧ τὸ καινὸν ᾆσμα μέλπωμεν
προσυπακούοντες τῷ ποιοῦντι θαυμάσια μόνῳ, ὅτι εἰς
τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ· τῷ πατάξαντι βασιλεῖς
μεγάλους καὶ ἀποκτείναντι βασιλεῖς κραταιούς,
ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ· ὅτι ἐν τῇ ταπει-
νώσει ἡμῶν ἐμνήσθη ἡμῶν καὶ ἐλυτρώσατο ἡμᾶς
ἐκ τῶν ἐχθρῶν ἡμῶν.

καὶ τὸν μὲν τῶν ὅλων πατέρα τούτοις ἀνευφημοῦντες
μή ποτε διαλείποιμεν· τὸν δὲ τῶν ἀγαθῶν ἡμῖν δεύτερον
αἴτιον τὸν τῆς θεογνωσίας εἰσηγητήν, τὸν τῆς ἀληθοῦς
εὐσεβείας διδάσκαλον, τὸν τῶν ἀσεβῶν ὀλετῆρα, τὸν τυραν-
νοκτόνον, τὸν τοῦ βίου διορθωτήν, τὸν ἡμῶν τῶν ἀπεγνωσ-
μένων σωτῆρα Ἰησοῦν ἀνὰ στόμα φέροντες γεραίρωμεν,
ὅτι δὴ μόνος, οἷα παναγάθου πατρὸς μονώτατος ὑπάρχων
πανάγαθος παῖς, γνώμῃ τῆς πατρικῆς φιλανθρωπίας τῶν ἐν
φθορᾷ κάτω που κειμένων ἡμῶν εὖ μάλα προθύμως ὑποδὺς
τὴν φύσιν, οἷά τις ἰατρῶν ἄριστος τῆς τῶν καμνόντων
ἕνεκεν σωτηρίας <ὁρῇ μὲν δεινά, θιγγάνει δ᾿ ἀηδέων ἐπ᾿
ἀλλοτρίῃσί τε ξυμφορῇσιν ἰδίας καρποῦται λύπας>, οὐ
νοσοῦντας αὐτὸ μόνον οὐδ᾿ ἕλκεσι δεινοῖς καὶ σεσηπόσιν
ἤδη τραύμασιν πιεζομένους, ἀλλὰ καὶ ἐν νεκροῖς κειμένους
ἡμᾶς ἐξ αὐτῶν μυχῶν τοῦ θανάτου αὐτὸς ἑαυτῷ διεσώσατο,
ὅτι μηδ᾿ ἄλλῳ τῳ τῶν κατ᾿ οὐρανὸν τοσοῦτον παρῆν ἰσχύος,
ὡς τῇ τῶν τοσούτων ἀβλαβῶς διακονήσασθαι σωτηρίᾳ.
μόνος δ᾿ οὖν καὶ τῆς ἡμῶν αὐτῶν βαρυπαθοῦς φθορᾶς
ἐφαψάμενος, μόνος τοὺς ἡμετέρους ἀνατλὰς πόνους, μόνος
τὰ πρόστιμα τῶν ἡμετέρων ἀσεβημάτων περιθέμενος, οὐχ
ἡμιθνῆτας, ἀλλὰ καὶ πάμπαν ἐν μνήμασι καὶ τάφοις μυσαροὺς
ἤδη καὶ ὀδωδότας ἀναλαβὼν πάλαι τε καὶ νῦν σπουδῇ τῇ
φιλανθρώπῳ παρὰ πᾶσαν τὴν οὗτινος οὖν ἡμῶν τε αὐτῶν
ἐλπίδα σῴζει τε καὶ τῶν τοῦ πατρὸς ἀγαθῶν ἀφθονίαν
μεταδίδωσιν, ὁ ζωοποιός, ὁ φωταγωγός, ὁ μέγας ἡμῶν
ἰατρὸς καὶ βασιλεὺς καὶ κύριος, ὁ Χριστὸς τοῦ θεοῦ. ἀλλὰ
τότε μὲν ἅπαξ ἐν νυκτὶ ζοφερᾷ καὶ σκότῳ βαθεῖ δαιμόνων
ἀλιτηρίων πλάνῃ καὶ θεομισῶν πνευμάτων ἐνεργείαις πᾶν
τὸ τῶν ἀνθρώπων γένος κατορωρυγμένον αὐτὸ μόνον
ἐπιφανείς, ὡς ἂν κηροῦ διατακέντος ταῖς αὐτοῦ βολαῖς τοῦ
φωτός, τὰς πολυδέτους τῶν ἀσεβημάτων ἡμῶν σειρὰς
διελύσατο. νῦν δ᾿ ἐπὶ τῇ τοσαύτῃ χάριτι καὶ εὐεργεσίᾳ
τοῦ μισοκάλου φθόνου καὶ φιλοπονήρου δαίμονος μόνον οὐχὶ
διαρρηγνυμένου καὶ πάσας αὐτοῦ τὰς θανατοποιοὺς καθ᾿
ἡμῶν ἐπιστρατεύοντος δυνάμεις καὶ τὰ μὲν πρῶτα κυνὸς
δίκην λυττῶντος, τοὺς ὀδόντας ἐπὶ τοὺς ἀφιεμένους κατ᾿
αὐτοῦ λίθους προσαράττοντος καὶ τὸν κατὰ τῶν ἀμυνομένων
θυμὸν ἐπὶ τὰ ἄψυχα βλήματα καθιέντος, τοῖς τῶν προσευ-
κτηρίων λίθοις καὶ ταῖς τῶν οἴκων ἀψύχοις ὕλαις τὴν θηριώδη
μανίαν ἐπερείσαντος ἐρημίαν τε, ὥς γε δὴ αὐτὸς ἑαυτῷ
ᾤετο, τῶν ἐκκλησιῶν ἀπεργασαμένου, εἶτα δὲ δεινὰ συρίγ-
ματα καὶ τὰς ὀφιώδεις αὐτοῦ φωνὰς τοτὲ μὲν ἀσεβῶν
τυράννων ἀπειλαῖς, τοτὲ δὲ βλασφήμοις δυσσεβῶν ἀρχόντων
διατάξεσιν ἀφιέντος καὶ προσέτι τὸν αὐτοῦ θάνατον ἐξερευγο-
μένου καὶ τοῖς ἰώδεσι καὶ ψυχοφθόροις δηλητηρίοις τὰς
ἁλισκομένας πρὸς αὐτοῦ ψυχὰς φαρμάττοντος καὶ μόνον
οὐχὶ νεκροῦντος ταῖς τῶν νεκρῶν εἰδώλων νεκροποιοῖς
θυσίαις πάντα τε ἀνθρωπόμορφον θῆρα καὶ πάντα τρόπον
ἄγριον καθ᾿ ἡμῶν ὑποσαλεύοντος, αὖθις ἐξ ὑπαρχῆς ὁ
τῆς μεγάλης βουλῆς ἄγγελος, ὁ μέγας ἀρχιστράτηγος τοῦ
θεοῦ, μετὰ τὴν αὐτάρκη διαγυμνασίαν ἣν οἱ μέγιστοι τῆς
αὐτοῦ βασιλείας στρατιῶται διὰ τῆς πρὸς ἅπαντα ὑπομονῆς
καὶ καρτερίας ἐνεδείξαντο, ἀθρόως οὕτως φανείς, τὰ μὲν
ἐχθρὰ καὶ πολέμια εἰς ἀφανὲς καὶ τὸ μηθὲν κατεστήσατο,
ὡς μηδὲ πώποτε ὠνομάσθαι δοκεῖν, τὰ δ᾿ αὐτῷ φίλα καὶ
οἰκεῖα δόξης ἐπέκεινα παρὰ πᾶσιν, οὐκ ἀνθρώποις μόνον,
ἀλλ᾿ ἤδη καὶ δυνάμεσιν οὐρανίοις ἡλίῳ τε καὶ σελήνῃ καὶ
ἄστροις καὶ τῷ σύμπαντι οὐρανῷ τε καὶ κόσμῳ προήγαγεν,
ὥστε ἤδη, ὃ μηδὲ ἄλλοτέ πω, τοὺς πάντων ἀνωτάτω
βασιλέας ἧς λελόγχασι παρ᾿ αὐτοῦ τιμῆς συνῃσθημένως
νεκρῶν μὲν εἰδώλων καταπτύειν προσώποις, πατεῖν δ᾿
ἄθεσμα δαιμόνων θέσμια καὶ παλαιᾶς ἀπάτης πατροπαρα-
δότου καταγελᾶν, ἕνα δὲ αὐτὸν μόνον θεὸν τὸν κοινὸν
ἁπάντων καὶ ἑαυτῶν εὐεργέτην γνωρίζειν Χριστόν τε τοῦ
θεοῦ παῖδα παμβασιλέα τῶν ὅλων ὁμολογεῖν σωτῆρά τε
αὐτὸν ἐν στήλαις ἀναγορεύειν, ἀνεξαλείπτῳ μνήμῃ τὰ
κατορθώματα καὶ τὰς κατὰ τῶν ἀσεβῶν αὐτοῦ νίκας μέσῃ
τῇ βασιλευούσῃ τῶν ἐπὶ γῆς πόλει βασιλικοῖς χαρακτῆρσι
προσεγγράφοντας, ὥστε μόνον τῶν ἐξ αἰῶνος Ἰησοῦν
Χριστὸν τὸν ἡμῶν σωτῆρα καὶ πρὸς αὐτῶν τῶν ἐπὶ γῆς
ἀνωτάτω οὐχ οἷα κοινὸν ἐξ ἀνθρώπων βασιλέα γενόμενον
ὁμολογεῖσθαι, ἀλλ᾿ οἷα τοῦ καθ᾿ ὅλων θεοῦ παῖδα γνήσιον
καὶ αὐτὸν θεὸν προσκυνεῖσθαι. καὶ εἰκότως· τίς γὰρ
τῶν πώποτε βασιλέων τοσοῦτον ἀρετῆς ἠνέγκατο, ὡς
πάντων τῶν ἐπὶ γῆς ἀνθρώπων ἀκοὴν καὶ γλῶτταν ἐμπλῆσαι
τῆς αὐτοῦ προσηγορίας; τίς βασιλεὺς νόμους εὐσεβεῖς οὕτω
καὶ σώφρονας διαταξάμενος ἀπὸ περάτων γῆς καὶ εἰς ἄκρα
τῆς ὅλης οἰκουμένης εἰς ἐπήκοον ἅπασιν ἀνθρώποις ἀναγι-
νώσκεσθαι διαρκῶς ἐκράτυνεν; τίς ἀνημέρων ἐθνῶν
ἔθη βάρβαρα καὶ ἀνήμερα τοῖς ἡμέροις αὐτοῦ καὶ φιλανθρω-
ποτάτοις παρέλυσε νόμοις; τίς αἰῶσιν ὅλοις ὑπὸ πάντων
πολεμούμενος τὴν ὑπὲρ ἄνθρωπον ἀρετὴν ἐπεδείξατο, ὡς
ἀνθεῖν ὁσημέραι καὶ νεάζειν διὰ παντὸς τοῦ βίου; τίς
ἔθνος τὸ μηδὲ ἀκουσθὲν ἐξ αἰῶνος οὐκ ἐν γωνίᾳ ποι γῆς
λεληθός, ἀλλὰ καθ᾿ ὅλης τῆς ὑφ᾿ ἥλιον ἱδρύσατο; τίς εὐσε-
βείας ὅπλοις οὕτως ἐφράξατο τοὺς στρατιώτας, ὡς ἀδά-
μαντος τὰς ψυχὰς κραταιοτέρους ἐν τοῖς πρὸς τοὺς ἀντιπά-
λους ἀγῶσιν διαφαίνεσθαι; τίς βασιλέων ἐς τοσοῦτον
κρατεῖ καὶ στρατηγεῖ μετὰ θάνατον καὶ τρόπαια κατ᾿
ἐχθρῶν ἵστησιν καὶ πάντα τόπον καὶ χώραν καὶ πόλιν,
Ἑλλάδα τε καὶ βάρβαρον, βασιλικῶν οἴκων αὐτοῦ πληροῖ
καὶ θείων ναῶν ἀφιερώμασιν, οἷα τάδε τὰ τοῦδε τοῦ νεὼ
περικαλλῆ κοσμήματά τε καὶ ἀναθήματα; ἃ καὶ αὐτὰ σεμνὰ
μὲν ὡς ἀληθῶς καὶ μεγάλα ἐκπλήξεώς τε καὶ θαύματος ἄξια
καὶ οἷα τῆς τοῦ σωτῆρος ἡμῶν βασιλείας ἐναργῆ δείγματα,
ὅτι καὶ νῦν αὐτὸς εἶπεν καὶ ἐγενήθησαν, αὐτὸς
ἐνετείλατο καὶ ἐκτίσθησαν (τί γὰρ καὶ ἔμελλεν τοῦ
παμβασιλέως καὶ πανηγεμόνος καὶ αὐτοῦ θεοῦ λόγου
ἐνστήσεσθαι τῷ νεύματι;), σχολῆς τε λόγων οἰκείας εἰς
ἀκριβῆ θεωρίαν τε καὶ ἑρμηνείαν τυγχάνει δεόμενα. οὐ
μὴν ὅσα καὶ οἷα τὰ τῆς τῶν πεπονηκότων προθυμίας κέκριται
παρ᾿ αὐτῷ τῷ θεολογουμένῳ τὸν ἔμψυχον πάντων ὑμῶν
καθορῶντι ναὸν καὶ τὸν ἐκ ζώντων λίθων καὶ βεβηκότων
οἶκον ἐποπτεύοντι εὖ καὶ ἀσφαλῶς ἱδρυμένον ἐπὶ τῷ
θεμελίῳ τῶν ἀποστόλων καὶ προφητῶν, ὄντος
ἀκρογωνιαίου λίθου αὐτοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὃν
ἀπεδοκίμασαν μὲν οὐχ οἱ τῆς παλαιᾶς καὶ μηκέτ᾿ οὔσης
ἐκείνης μόνον, ἀλλὰ καὶ τῆς εἰς ἔτι νῦν τῶν πολλῶν ἀνθρώπων
οἰκοδομῆς κακοὶ κακῶν ὄντες ἀρχιτέκτονες, δοκιμάσας δ᾿ ὁ
πατὴρ καὶ τότε καὶ νῦν εἰς κεφαλὴν γωνίας τῆσδε τῆς
κοινῆς ἡμῶν ἐκκλησίας ἱδρύσατο. τοῦτον δὴ οὖν τὸν ἐξ
ὑμῶν αὐτῶν ἐπεσκευασμένον ζῶντος θεοῦ ζῶντα ναόν, τὸ μέγι-
στον καὶ ἀληθεῖ λόγῳ θεοπρεπὲς ἱερεῖόν φημι, οὗ τὰ ἐνδοτάτω
ἄδυτα τοῖς πολλοῖς ἀθεώρητα καὶ ὄντως ἅγια καὶ τῶν ἁγίων
ἅγια, τίς ἂν ἐποπτεύσας ἐξειπεῖν τολμήσειεν; τίς δὲ κἂν εἰσκύ-
ψαι περιβόλων ἱερῶν εἴσω δυνατός, ὅτι μὴ μόνος ὁ μέγας τῶν
ὅλων ἀρχιερεύς, ᾧ μόνῳ θέμις πάσης λογικῆς ψυχῆς τὰ
ἀπόρρητα διερευνᾶσθαι; τάχα δὲ καὶ ἄλλῳ δευτερεύειν
μετὰ τοῦτον ἑνὶ μόνῳ τῶν ἴσων ἐφικτόν, τῷδε τῷ προκαθη-
μένῳ τῆσδε τῆς στρατιᾶς ἡγεμόνι, ὃν αὐτὸς ὁ πρῶτος καὶ
μέγας ἀρχιερεὺς δευτερείοις τῶν τῇδε ἱερείων τιμήσας,
ποιμένα τῆς ὑμετέρας ἐνθέου ποίμνης κλήρῳ καὶ κρίσει τοῦ
πατρὸς τὸν ὑμέτερον λαχόντα λαόν, ὡς ἂν θεραπευτὴν καὶ
ὑποφήτην αὐτὸς ἑαυτοῦ κατετάξατο, τὸν νέον Ἀαρὼν ἢ
Μελχισεδεκ ἀφωμοιωμένον τῷ υἱῷ τοῦ θεοῦ μένοντά τε καὶ
πρὸς αὐτοῦ τηρούμενον εἰς τὸ διηνεκὲς ταῖς κοιναῖς ἁπάντων
ἡμῶν εὐχαῖς. τούτῳ δὴ οὖν ἐξέστω μόνῳ μετὰ τὸν
πρῶτον καὶ μέγιστον ἀρχιερέα, εἰ μὴ τὰ πρῶτα, τὰ δεύτερα
γοῦν ὅμως ὁρᾶν τε καὶ ἐπισκοπεῖν τῆς ἐνδοτάτω τῶν ὑμε-
τέρων ψυχῶν θεωρίας, πείρᾳ μὲν καὶ χρόνου μήκει ἕκαστον
ἀκριβῶς ἐξητακότι σπουδῇ τε τῇ αὐτοῦ καὶ ἐπιμελείᾳ τοὺς
πάντας ὑμᾶς ἐν κόσμῳ καὶ λόγῳ τῷ κατ᾿ εὐσέβειαν διατε-
θειμένῳ δυνατῷ τε ὄντι μᾶλλον ἁπάντων, ὧν αὐτὸς σὺν
θείᾳ δυνάμει κατηρτίσατο, τούτων τοῖς ἔργοις ἐφαμίλλως
ἀποδοῦναι τοὺς λόγους.
ὁ μὲν οὖν πρῶτος καὶ μέγας ἡμῶν ἀρχιερεὺς ὅσα
βλέπει τὸν πατέρα ποιοῦντα, ταῦτα, φησίν, ὁμοίως
καὶ ὁ υἱὸς ποιεῖ· ὃ δὲ καὶ αὐτὸς ὡς ἂν ἐπὶ διδάσκαλον
τὸν πρῶτον καθαροῖς νοὸς ὄμμασιν ἀφορῶν, ὅσα βλέπει
ποιοῦντα, ὡς ἂν ἀρχετύποις χρώμενος παραδείγμασιν,
τούτων τὰς εἰκόνας, ὡς ἔνι μάλιστα δυνατόν, εἰς τὸ ὁμοιό-
τατον δημιουργῶν ἀπειργάσατο, οὐδὲν ἐκείνῳ καταλιπὼν
τῷ Βεσελεηλ, ὃν αὐτὸς ὁ θεὸς πνεύματος ἐμπλήσας σοφίας
καὶ συνέσεως καὶ τῆς ἄλλης ἐντέχνου καὶ ἐπιστημονικῆς
γνώσεως, τῆς τῶν οὐρανίων τύπων διὰ συμβόλων ναοῦ
κατασκευῆς δημιουργὸν ἀνακέκληται. ταύτῃ δ᾿ οὖν καὶ
ὅδε Χριστὸν ὅλον, τὸν λόγον, τὴν σοφίαν, τὸ φῶς ἐν τῇ
αὐτὸς αὐτοῦ ἀγαλματοφορῶν ψυχῇ, οὐδ᾿ ἔστιν εἰπεῖν οἵᾳ
σὺν μεγαλοφροσύνῃ πλουσίᾳ τε καὶ ἀπλήστῳ διανοίας χειρὶ
καὶ σὺν οἵᾳ πάντων ὑμῶν φιλοτιμίᾳ, τῇ τῶν εἰσφορῶν
μεγαλοψυχίᾳ τῆς αὐτῆς αὐτῷ προθέσεως κατὰ μηδένα
τρόπον ἀπολειφθῆναι φιλονεικότερον μεγαλοφρονουμένων,
τὸν μεγαλοπρεπῆ τόνδε θεοῦ τοῦ ὑψίστου νεὼν τῷ τοῦ
κρείττονος παραδείγματι, ὡς ἂν ὁρώμενον μὴ ὁρωμένου, τὴν
φύσιν ἐμφερῆ συνεστήσατο, χῶρον μὲν τόνδε, ὅ τι καὶ
ἄξιον εἰπεῖν πρῶτον ἁπάντων, πάσης οὐ καθαρᾶς ὕλης
ἐχθρῶν ἐπιβουλαῖς κατακεχωσμένον οὐ παριδὼν οὐδὲ τῇ τῶν
αἰτίων παραχωρήσας κακίᾳ, ἐξὸν ἐφ᾿ ἕτερον ἐλθόντα,
μυρίων ἄλλων εὐπορουμένων τῇ πόλει, ῥᾳστώνην εὕρασθαι
τοῦ πόνου καὶ πραγμάτων ἀπηλλάχθαι. ὃ δὲ πρῶτον
αὑτὸν ἐπὶ τὸ ἔργον ἐγείρας, εἶτα δὲ τὸν σύμπαντα λαὸν
προθυμίᾳ ῥώσας καὶ μίαν ἐξ ἁπάντων μεγάλην χεῖρα
συναγαγών, πρῶτον ἆθλον ἠγωνίζετο, αὐτὴν δὴ μάλιστα τὴν
ὑπὸ τῶν ἐχθρῶν πεπολιορκημένην, αὐτὴν τὴν προπονήσασαν
καὶ τοὺς αὐτοὺς ἡμῖν καὶ πρὸ ἡμῶν διωγμοὺς ὑπομείνασαν,
τὴν μητρὸς δίκην τῶν τέκνων ἐρημωθεῖσαν ἐκκλησίαν
συναπολαῦσαι δεῖν οἰόμενος τῆς τοῦ παναγάθου μεγαλοδω-
ρεᾶς. ἐπειδὴ γὰρ τοὺς παῖδας αὖθις ὁ μέγας ποιμήν,
τοὺς θῆρας καὶ τοὺς λύκους καὶ πᾶν ἀπηνὲς καὶ ἄγριον γένος
ἀποσοβήσας καὶ τὰς μύλας τῶν λεόντων, ᾗ φησιν τὰ
θεῖα λόγια, συντρίψας, ἐπὶ ταὐτὸν αὖθις συνελθεῖν ἠξίωσεν,
δικαιότατα καὶ τῆς ποίμνης τὴν μάνδραν ἀνίστη τοῦ
καταισχῦναι ἐχθρὸν καὶ ἐκδικητὴν καὶ ὡς ἂν ἔλεγχον
ταῖς θεομάχοις τῶν ἀσεβῶν προαγάγοι τόλμαις. καὶ
νῦν οἳ μὲν οὐκ εἰσὶν οἱ θεομισεῖς, ὅτι μηδὲ ἦσαν, ἐς βραχὺ
δὲ ταράξαντες καὶ ταραχθέντες, εἶθ᾿ ὑποσχόντες τιμωρίαν
οὐ μεμπτὴν τῇ δίκῃ, ἑαυτοὺς καὶ φίλους καὶ οἴκους ἄρδην
ἀναστάτους κατέστησαν, ὡς τὰς πάλαι στήλαις ἱεραῖς
καταγραφείσας προρρήσεις ἔργοις πιστὰς ὁμολογεῖσθαι, δι᾿
ὧν τά τε ἄλλα ὁ θεῖος ἐπαληθεύει λόγος, ἀτὰρ καὶ τάδε
περὶ αὐτῶν ἀποφαινόμενος ῥομφαίαν ἐσπάσαντο οἱ
ἁμαρτωλοί, ἐνέτειναν τόξον αὐτῶν τοῦ καταβαλεῖν
πτωχὸν καὶ πένητα, τοῦ σφάξαι τοὺς εὐθεῖς τῇ
καρδίᾳ· ἡ ῥομφαία αὐτῶν εἰσέλθοι εἰς τὰς καρ-
δίας αὐτῶν καὶ τὰ τόξα αὐτῶν συντριβείη καὶ
πάλιν ἀπώλετο τὸ μνημόσυνον αὐτῶν μετ᾿ ἤχου,
καὶ τὸ ὄνομα αὐτῶν ἐξήλειπται εἰς τὸν αἰῶνα καὶ εἰς
τὸν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος, ὅτι δὴ καὶ ἐν κακοῖς γενόμενοι
ἐκέκραξαν, καὶ οὐκ ἦν ὁ σῴζων· πρὸς κύριον,
καὶ οὐκ εἰσήκουσεν αὐτῶν, ἀλλ᾿ οἳ μὲν συνεποδί-
σθησαν καὶ ἔπεσαν, ἡμεῖς δὲ ἀνέστημεν καὶ ἀνωρ-
θώθημεν· καὶ τό γ᾿ ἐν τούτοις προαναφωνοῦν κύριε,
ἐν τῇ πόλει σου τὴν εἰκόνα αὐτῶν ἐξουδενώσεις
ἀληθὲς ὑπ᾿ ὀφθαλμοῖς πάντων ἀναπέφανται. ἀλλ᾿ οἳ
μὲν γιγάντων τρόπον θεομαχίαν ἐνστησάμενοι τοιαύτην
εἰλήχασιν τὴν τοῦ βίου καταστροφήν· τῆς δ᾿ ἐρήμου καὶ
παρ᾿ ἀνθρώποις ἀπεγνωσμένης τοιαῦτα οἷα τὰ ὁρώμενα τῆς
κατὰ θεὸν ὑπομονῆς τὰ τέλη, ὡς ἀναφωνεῖν αὐτῇ τὴν προφη-
τείαν Ἡσαΐου ταῦτα εὐφράνθητι, ἔρημος διψῶσα,
ἀγαλλιάσθω ἔρημος καὶ ἀνθείτω ὡς κρίνον
καὶ ἐξανθήσει καὶ ἀγαλλιάσεται τὰ ἔρημα.
ἰσχύσατε, χεῖρες ἀνειμέναι καὶ γόνατα παραλελυ-
μένα· παρακαλέσατε, ὀλιγόψυχοι τῇ διανοίᾳ,
ἰσχύσατε, μὴ φοβεῖσθε. ἰδοὺ ὁ θεὸς ἡμῶν κρίσιν
ἀνταποδίδωσιν καὶ ἀνταποδώσει, αὐτὸς ἥξει καὶ
σώσει ἡμᾶς· ὅτι, φησίν, ἐρράγη ἐν τῇ ἐρήμῳ ὕδωρ,
καὶ φάραγξ ἐν γῇ διψώσῃ, καὶ ἡ ἄνυδρος ἔσται εἰς
ἕλη, καὶ εἰς τὴν διψῶσαν γῆν πηγὴ ὕδατος ἔσται.
καὶ τάδε μὲν λόγοις πάλαι προθεσπισθέντα βίβλοις
ἱεραῖς καταβέβλητο, τά γε μὴν ἔργα οὐκέτ᾿ ἀκοαῖς, ἀλλ᾿
ἔργοις ἡμῖν παραδέδοται. ἡ ἔρημος ἥδε, ἡ ἄνυδρος, ἡ χήρα
καὶ ἀπερίστατος, ἧς ὡς ἐν δρυμῷ ξύλων ἀξίναις
ἐξέκοψαν τὰς πύλας, ἐπὶ τὸ αὐτὸ ἐν πέλυκι καὶ
λαξευτηρίῳ συνέτριψαν αὐτήν, ἧς καὶ τὰς βίβλους
διαφθείραντες ἐνεπύρισαν ἐν πυρὶ τὸ ἁγιαστήριον
τοῦ θεοῦ, εἰς τὴν γῆν ἐβεβήλωσαν τὸ σκήνωμα τοῦ
ὀνόματος αὐτοῦ, ἣν ἐτρύγησαν πάντες οἱ παραπορευ-
όμενοι τὴν ὁδὸν προκαθελόντες αὐτῆς τοὺς φραγμούς,
ἣν ἐλυμήνατο ὗς ἐκ δρυμοῦ καὶ μονιὸς ἄγριος
κατενεμήσατο, Χριστοῦ δυνάμει παραδόξῳ νῦν, ὅτε
θέλει αὐτός, γέγονεν ὡς κρίνον· ἐπεὶ καὶ τότε αὐτοῦ
νεύματι, ὡς ἂν προκηδομένου πατρός, ἐπαιδεύετο· ὃν
γὰρ ἀγαπᾷ κύριος, παιδεύει, μαστιγοῖ δὲ πάντα
υἱὸν ὃν παραδέχεται. μέτρῳ δῆτα κατὰ τὸ δέον
ἐπιστραφεῖσα, αὖθις ἄνωθεν ἐξ ὑπαρχῆς ἀγαλλιᾶν προστάτ-
τεται ἐξανθεῖ τε ὡς κρίνον καὶ τῆς ἐνθέου εὐωδίας εἰς
πάντας ἀποπνεῖ ἀνθρώπους, ὅτι, φησίν, ἐρράγη ἐν τῇ
ἐρήμῳ ὕδωρ τὸ νᾶμα τῆς θείας τοῦ σωτηρίου λουτροῦ
παλιγγενεσίας, καὶ νῦν γέγονεν ἡ πρὸ μικροῦ ἔρημος εἰς
ἕλη, καὶ εἰς τὴν διψῶσαν γῆν ἔβρυσεν πηγὴ ὕδατος
ζῶντος, ἴσχυσάν τε ὡς ἀληθῶς χεῖρες αἱ τὸ πρὶν
ἀνειμέναι, καὶ τῆς τῶν χειρῶν ἰσχύος ἔργα τάδε τὰ
μεγάλα καὶ ἐναργῆ δείγματα· ἀλλὰ καὶ τὰ πάλαι σεσαθρω-
μένα καὶ παρειμένα γόνατα τὰς οἰκείας ἀπολαβόντα
βάσεις, τὴν ὁδὸν τῆς θεογνωσίας εὐθυποροῦντα βαδίζει, ἐπὶ
τὴν οἰκείαν ποίμνην τοῦ παναγάθου ποιμένος σπεύδοντα.
εἰ δὲ καὶ ταῖς τῶν τυράννων ἀπειλαῖς τὰς ψυχάς τινες
ἀπενάρκησαν, οὐδὲ τούτους ὁ σωτήριος ἀθεραπεύτους
παρορᾷ λόγος, εὖ μάλα δὲ καὶ αὐτοὺς ἰώμενος ἐπὶ τὴν τοῦ
θείου παράκλησιν παρορμᾷ λέγων παρακαλέσατε,
οἱ ὀλιγόψυχοι τῇ διανοίᾳ, ἰσχύσατε, μὴ φοβεῖσθε.
Τούτων δεῖν ἀπολαῦσαι τὴν διὰ θεὸν γενομένην ἔρημον
τοῦ λόγου προαγορεύοντος, ἐπακούσας ὀξείᾳ διανοίας ἀκοῇ
οὗτος ὁ νέος ἡμῶν καὶ καλὸς Ζοροβαβελ μετὰ τὴν πικρὰν
ἐκείνην αἰχμαλωσίαν καὶ τὸ βδέλυγμα τῆς ἐρημώσεως, οὐ
παριδὼν τὸ πτῶμα νεκρόν, πρώτιστα πάντων παρακλήσεσιν
καὶ λιταῖς ἵλεω τὸν πατέρα μετὰ τῆς κοινῆς ὑμῶν ἁπάντων
ὁμοφροσύνης καταστησάμενος καὶ τὸν μόνον νεκρῶν ζωο-
ποιὸν σύμμαχον παραλαβὼν καὶ συνεργόν, τὴν πεσοῦσαν
ἐξήγειρεν προαποκαθάρας καὶ προθεραπεύσας τῶν κακῶν,
καὶ στολὴν οὐ τὴν ἐξ ἀρχαίου παλαιὰν αὐτῇ περιτέθεικεν,
ἀλλ᾿ ὁποίαν αὖθις παρὰ τῶν θείων χρησμῶν ἐξεπαιδεύετο,
σαφῶς ὧδε λεγόντων καὶ ἔσται ἡ δόξα τοῦ οἴκου
τούτου ἡ ἐσχάτη ὑπὲρ τὴν προτέραν. ταύτῃ δ᾿
οὖν πολὺ μείζονα τὸν χῶρον ἅπαντα περιλαβών, τὸν μὲν
ἔξωθεν ὠχυροῦτο περίβολον τῷ τοῦ παντὸς περιτειχίσματι,
ὡς ἂν ἀσφαλέστατον εἴη τοῦ παντὸς ἕρκος· πρόπυλον
δὲ μέγα καὶ εἰς ὕψος ἐπηρμένον πρὸς αὐτὰς ἀνίσχοντος ἡλίου
ἀκτῖνας ἀναπετάσας, ἤδη καὶ τοῖς μακρὰν περιβόλων ἔξω
ἱερῶν ἑστῶσιν τῆς τῶν ἔνδον παρέσχεν ἀφθονίαν θέας, μόνον
οὐχὶ καὶ τῶν ἀλλοτρίων τῆς πίστεως ἐπὶ τὰς πρώτας εἰσόδους
ἐπιστρέφων τὰς ὄψεις, ὡς ἂν μὴ παρατρέχοι τις ὅτι μὴ τὴν
ψυχὴν κατανυγεὶς πρότερον μνήμῃ τῆς τε πρὶν ἐρημίας καὶ
τῆς νῦν παραδόξου θαυματουργίας, ὑφ᾿ ἧς τάχα καὶ ἑλκυσθή-
σεσθαι κατανυγέντα καὶ πρὸς αὐτῆς τῆς ὄψεως ἐπὶ τὴν
εἴσοδον προτραπήσεσθαι ἤλπισεν. εἴσω δὲ παρελθόντι
πυλῶν οὐκ εὐθὺς ἐφῆκεν ἀνάγνοις καὶ ἀνίπτοις ποσὶν τῶν
ἔνδον ἐπιβαίνειν ἁγίων, διαλαβὼν δὲ πλεῖστον ὅσον τὸ μεταξὺ
τοῦ τε νεὼ καὶ τῶν πρώτων εἰσόδων, τέτταρσι μὲν πέριξ
ἐγκαρσίοις κατεκόσμησεν στοαῖς, εἰς τετράγωνόν τι σχῆμα
περιφράξας τὸν τόπον, κίοσι πανταχόθεν ἐπαιρομέναις· ὧν
τὰ μέσα διαφράγμασι τοῖς ἀπὸ ξύλου δικτυωτοῖς ἐς τὸ
σύμμετρον ἥκουσι μήκους περικλείσας, μέσον αἴθριον ἠφίει
εἰς τὴν τοῦ οὐρανοῦ κάτοψιν, λαμπρὸν καὶ ταῖς τοῦ φωτὸς
ἀκτῖσιν ἀνειμένον ἀέρα παρέχων. ἱερῶν δ᾿ ἐνταῦθα
καθαρσίων ἐτίθει σύμβολα, κρήνας ἄντικρυς εἰς πρόσωπον
ἐπισκευάζων τοῦ νεὼ πολλῷ τῷ χεύματι τοῦ νάματος τοῖς
περιβόλων ἱερῶν ἐπὶ τὰ ἔσω προϊοῦσιν τὴν ἀπόρυψιν παρε-
χομένας. καὶ πρώτη μὲν εἰσιόντων αὕτη διατριβή, κόσμον
ὁμοῦ καὶ ἀγλαΐαν τῷ παντὶ τοῖς τε τῶν πρώτων εἰσαγωγῶν
ἔτι δεομένοις κατάλληλον τὴν μονὴν παρεχομένη. ἀλλὰ
γὰρ καὶ τὴν τούτων θέαν παραμειψάμενος, πλείοσιν ἔτι
μᾶλλον τοῖς ἐνδοτάτω προπύλοις τὰς ἐπὶ τὸν νεὼν παρόδους
ἀναπεπταμένας ἐποίει, ὑπὸ μὲν ταῖς ἡλίου βολαῖς αὖθις
τρεῖς πύλας ὑφ᾿ ἓν καταθεὶς πλευρόν, ὧν πολὺ τὰς παρ᾿
ἑκάτερα μεγέθει τε καὶ πλάτει πλεονεκτεῖν τῇ μέσῃ χαρι-
σάμενος παραπήγμασί τε χαλκοῦ σιδηροδέτοις καὶ ποικίλ-
μασιν ἀναγλύφοις διαφερόντως αὐτὴν φαιδρύνας, ὡς ἂν
βασιλίδι ταύτῃ τοὺς δορυφόρους ὑπέζευξεν· τὸν αὐτὸν
δὲ τρόπον καὶ ταῖς παρ᾿ ἑκάτερα τοῦ παντὸς νεὼ στοαῖς τὸν
τῶν προπύλων ἀριθμὸν διατάξας, ἄνωθεν ἐπὶ ταύταις ἄλλῳ
πλείονι φωτὶ διαφόρους τὰς ἐπὶ τὴν οἶκον εἰσβολὰς ἐπενόει,
ταῖς ἀπὸ ξύλου λεπτουργίαις καὶ τὸν περὶ αὐτὰς κόσμον
καταποικίλλων. τὸν δὲ βασίλειον οἶκον πλουσιωτέραις ἤδη
καὶ δαψιλέσι ταῖς ὕλαις ὠχύρου, ἀφθόνῳ φιλοτιμίᾳ τῶν
ἀναλωμάτων χρώμενος· ἔνθα μοι δοκῶ περιττὸν εἶναι
τοῦ δομήματος μήκη τε καὶ πλάτη καταγράφειν, τὰ φαιδρὰ
ταῦτα κάλλη καὶ τὰ λόγου κρείττονα μεγέθη τήν τε τῶν
ἔργων ἀποστίλβουσαν ὄψιν τῷ λόγῳ διεξιόντι ὕψη τε τὰ
οὐρανομήκη καὶ τὰς τούτων ὑπερκειμένας πολυτελεῖς τοῦ
Λιβάνου κέδρους, ὧν οὐδὲ τὸ θεῖον λόγιον τὴν μνήμην
ἀπεσιώπησεν εὐφρανθήσεται φάσκον τὰ ξύλα τοῦ
κυρίου, καὶ αἱ κέδροι τοῦ Λιβάνου ἃς ἐφύτευσεν.
τί με δεῖ νῦν τῆς πανσόφου καὶ ἀρχιτεκτονικῆς διατά-
ξεως καὶ τοῦ κάλλους τῆς ἐφ᾿ ἑκάστου μέρους ὑπερβολῆς
ἀκριβολογεῖσθαι τὴν ὑφήγησιν, ὅτε τῆς ὄψεως τὴν διὰ τῶν
ὤτων ἀποκλείει μάθησιν ἡ μαρτυρία; ἀλλὰ γὰρ ὧδε καὶ
τὸν νεὼν ἐπιτελέσας θρόνοις τε τοῖς ἀνωτάτω εἰς τὴν τῶν
προέδρων τιμὴν καὶ προσέτι βάθροις ἐν τάξει τοῖς καθ᾿
ὅλου κατὰ τὸ πρέπον κοσμήσας ἐφ᾿ ἅπασίν τε τὸ τῶν
ἁγίων ἅγιον θυσιαστήριον ἐν μέσῳ θείς, αὖθις καὶ τάδε,
ὡς ἂν εἴη τοῖς πολλοῖς ἄβατα, τοῖς ἀπὸ ξύλου περιέφραττε
δικτύοις εἰς ἄκρον ἐντέχνου λεπτουργίας ἐξησκημένοις, ὡς
θαυμάσιον τοῖς ὁρῶσιν παρέχειν τὴν θέαν. ἀλλ᾿ οὐδὲ
τοὔδαφος ἄρα εἰς ἀμελὲς ἔκειτο αὐτῷ· καὶ τόδε γοῦν λίθῳ
μαρμάρῳ εὖ μάλα κόσμῳ παντὶ λαμπρύνας, ἤδη λοιπὸν καὶ
ἐπὶ τὰ ἐκτὸς τοῦ νεὼ μετῄει, ἐξέδρας καὶ οἴκους τοὺς παρ᾿
ἑκάτερα μεγίστους ἐπισκευάζων ἐντέχνως ἐπὶ ταὐτὸν εἰς
πλευρὰ τῷ βασιλείῳ συνεζευγμένους καὶ ταῖς ἐπὶ τὸν μέσον
οἶκον εἰσβολαῖς ἡνωμένους· ἃ καὶ αὐτὰ τοῖς ἔτι καθάρσεως
καὶ περιρραντηρίων τῶν διὰ ὕδατος καὶ ἁγίου πνεύματος
ἐγχρῄζουσιν ὁ εἰρηνικώτατος ἡμῶν Σολομὼν ὁ τὸν νεὼν
τοῦ θεοῦ δειμάμενος ἀπειργάζετο, ὡς μηκέτι λόγον, ἀλλ᾿
ἔργον γεγονέναι τὴν ἄνω λεχθεῖσαν προφητείαν·
γέγονεν γὰρ καὶ νῦν ὡς ἀληθῶς ἐστιν ἡ δόξα τοῦ οἴκου
τούτου ἡ ἐσχάτη ὑπὲρ τὴν προτέραν. ἔδει γὰρ καὶ
ἀκόλουθον ἦν τοῦ ποιμένος αὐτῆς καὶ δεσπότου ἅπαξ τὸν
ὑπὲρ αὐτῆς θάνατον καταδεξαμένου καὶ μετὰ τὸ πάθος,
ὃ χάριν αὐτῆς ῥυπῶν ἐνεδύσατο σῶμα, ἐπὶ τὸ λαμπρὸν καὶ
ἔνδοξον μεταβεβληκότος αὐτήν τε σάρκα τὴν λυθεῖσαν ἐκ
φθορᾶς εἰς ἀφθαρσίαν ἀγαγόντος, καὶ τήνδε ὁμοίως τῶν τοῦ
σωτῆρος οἰκονομιῶν ἐπαύρασθαι, ὅτι δὴ καὶ τούτων πολὺ
κρείττονα λαβοῦσα παρ᾿ αὐτοῦ τὴν ἐπαγγελίαν, τὴν πολὺ
μείζονα δόξαν τῆς παλιγγενεσίας ἐν ἀφθάρτου σώματος
ἀναστάσει μετὰ φωτὸς ἀγγέλων χορείας ἐν τοῖς οὐρανῶν
ἐπέκεινα τοῦ θεοῦ βασιλείοις σὺν αὐτῷ Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ
πανευεργέτῃ καὶ σωτῆρι διαρκῶς ἐπὶ τοὺς ἑξῆς αἰῶνας
ἀπολαβεῖν ποθεῖ. ἀλλὰ γὰρ τέως ἐπὶ τοῦ παρόντος
τούτοις ἡ πάλαι χήρα καὶ ἔρημος θεοῦ χάριτι περιβληθεῖσα
τοῖς ἄνθεσιν γέγονεν ἀληθῶς ὡς κρίνον, ᾗ φησιν ἡ προφη-
τεία, καὶ τὴν νυμφικὴν ἀναλαβοῦσα στολὴν τόν τε τῆς
εὐπρεπείας περιθεμένη στέφανον οἷα χορεύειν διὰ Ἡσαΐου
παιδεύεται τὰ χαριστήρια τῷ βασιλεῖ θεῷ φωναῖς εὐφήμοις
γεραίρουσα, αὐτῆς λεγούσης ἐπακούωμεν ἀγαλλιάσθω
ἡ ψυχή μου ἐπὶ τῷ κυρίῳ· ἐνέδυσεν γάρ με ἱμά-
τιον σωτηρίου καὶ χιτῶνα εὐφροσύνης· περιέθηκέν
μοι ὡς νυμφίῳ μίτραν, καὶ ὡς νύμφην κατεκόσμη-
σέν με κόσμῳ· καὶ ὡς γῆν αὔξουσαν τὸ ἄνθος
αὐτῆς, καὶ ὡς κῆπος τὰ σπέρματα αὐτοῦ ἀνατελεῖ,
οὕτως κύριος κύριος ἀνέτειλεν δικαιοσύνην καὶ
ἀγαλλίαμα ἐνώπιον πάντων τῶν ἐθνῶν. τούτοις μὲν
οὖν αὕτη χορεύει· οἵοις δὲ καὶ ὁ νυμφίος, λόγος ὁ
οὐράνιος, αὐτὸς Ἰησοῦς Χριστὸς αὐτὴν ἀμείβεται, ἄκουε
λέγοντος κυρίου μὴ φοβοῦ ὅτι κατῃσχύνθης μηδὲ
ἐντραπῇς ὅτι ὠνειδίσθης· ὅτι αἰσχύνην αἰώνιον
ἐπιλήσῃ καὶ ὄνειδος τῆς χηρείας σου οὐ μὴ μνησ-
θήσῃ. οὐχ ὡς γυναῖκα ἐγκαταλελειμμένην καὶ
ὀλιγόψυχον κέκληκέν σε κύριος οὐδ᾿ ὡς γυναῖκα
ἐκ νεότητος μεμισημένην. εἶπεν ὁ θεός σου· χρό-
νον μικρὸν ἐγκατέλιπόν σε, καὶ ἐν ἐλέῳ μεγάλῳ
ἐλεήσω σε· ἐν θυμῷ μικρῷ ἀπέστρεψα τὸ πρόσω-
πόν μου ἀπὸ σοῦ, καὶ ἐν ἐλέῳ αἰωνίῳ ἐλεήσω σε
εἶπεν ὁ ῥυσάμενός σε κύριος. ἐξεγείρου, ἐξε-
γείρου, ἡ πιοῦσα ἐκ χειρὸς κυρίου τὸ ποτήριον
τοῦ θυμοῦ αὐτοῦ· τὸ ποτήριον γὰρ τῆς πτώσεως,
τὸ κόνδυ τοῦ θυμοῦ μου, ἐξέπιες καὶ ἐξεκένωσας.
καὶ οὐκ ἦν ὁ παρακαλῶν σε ἀπὸ πάντων τῶν
τέκνων σου ὧν ἔτεκες, καὶ οὐκ ἦν ὁ ἀντιλαμβανό-
μενος τῆς χειρός σου. ἰδοὺ εἴληφα ἐκ τῆς χειρός
σου τὸ ποτήριον τῆς πτώσεως, τὸ κόνδυ τοῦ θυμοῦ
μου, καὶ οὐ προσθήσεις ἔτι πιεῖν αὐτό· καὶ δώσω
αὐτὸ εἰς τὰς χεῖρας τῶν ἀδικησάντων σε καὶ τῶν
ταπεινωσάντων σε. ἐξεγείρου, ἐξεγείρου,
ἔνδυσαι τὴν ἰσχύν, ἔνδυσαι τὴν δόξαν σου· ἐκτί-
ναξαι τὸν χοῦν καὶ ἀνάστηθι. κάθισον, ἔκλυσαι τὸν
δεσμὸν τοῦ τραχήλου σου. ἆρον κύκλῳ τοὺς ὀφθαλ-
μούς σου καὶ ἴδε συνηγμένα τὰ τέκνα σου· ἰδοὺ συνήχ-
θησαν καὶ ἦλθον πρός σε· ζῶ ἐγώ, λέγει κύριος,
ὅτι πάντας αὐτοὺς ὡς κόσμον ἐνδύσῃ καὶ περιθήσῃ
αὐτοὺς ὡς κόσμον νύμφης· ὅτι τὰ ἔρημά σου καὶ
τὰ διεφθαρμένα καὶ τὰ καταπεπτωκότα νῦν
στενοχωρήσει ἀπὸ τῶν κατοικούντων σε, καὶ
μακρυνθήσονται ἀπὸ σοῦ οἱ καταπίνοντές σε.
ἐροῦσιν γὰρ εἰς τὰ ὦτά σου οἱ υἱοί σου οὓς
ἀπολώλεκας στενός μοι ὁ τόπος, ποίησόν μοι
τόπον ἵνα κατοικήσω, καὶ ἐρεῖς ἐν τῇ καρδίᾳ σου
τίς ἐγέννησέν μοι τούτους; ἐγὼ δὲ ἄτεκνος καὶ
χήρα, τούτους δὲ τίς ἐξέθρεψέν μοι; ἐγὼ δὲ
κατελείφθην μόνη, οὗτοι δέ μοι ποῦ ἦσαν; ταῦτα
Ἡσαΐας προεθέσπισεν, ταῦτα πρόπαλαι περὶ ἡμῶν ἐν
ἱεραῖς βίβλοις καταβέβλητο, χρῆν δέ που τούτων τὴν
ἀψεύδειαν ἤδη ποτὲ ἔργοις παραλαβεῖν. ἀλλὰ γὰρ
τοιαῦτα τοῦ νυμφίου λόγου πρὸς τὴν ἑαυτοῦ νύμφην τὴν
ἱερὰν καὶ ἁγίαν ἐκκλησίαν ἐπιφωνοῦντος, εἰκότως ὁ νυμφο-
στόλος ὅδε αὐτήν, τὴν ἔρημον, τὴν πτῶμα κειμένην, τὴν
παρὰ ἀνθρώποις ἀνέλπιδα, ταῖς κοιναῖς ἁπάντων ἡμῶν
εὐχαῖς χεῖρας τὰς ὑμῶν αὐτῶν ὀρέξας ἐξήγειρεν καὶ ἐξανέσ-
τησεν θεοῦ τοῦ παμβασιλέως νεύματι καὶ τῆς Ἰησοῦ Χριστοῦ
δυνάμεως ἐπιφανείᾳ τοιαύτην τε ἀναστήσας κατεστήσατο,
οἵαν ἐκ τῆς τῶν ἱερῶν χρησμῶν καταγραφῆς ἐδιδάσκετο.
θαῦμα μὲν οὖν μέγιστον τοῦτο καὶ πέρα πάσης
ἐκπλήξεως, μάλιστα τοῖς ἐπὶ μόνῃ τῇ τῶν ἔξωθεν φαντασίᾳ
τὸν νοῦν προσανέχουσιν· θαυμάτων δὲ θαυμασιώτερα τά τε
ἀρχέτυπα καὶ τούτων τὰ πρωτότυπα νοητὰ καὶ θεοπρεπῆ
παραδείγματα, τὰ τῆς ἐνθέου φημὶ καὶ λογικῆς ἐν ψυχαῖς
οἰκοδομῆς ἀνανεώματα· ἣν αὐτὸς ὁ θεόπαις κατ᾿
εἰκόνα τὴν αὐτὸς αὐτοῦ δημιουργήσας πάντῃ τε καὶ κατὰ
πάντα τὸ θεοείκελον δεδωρημένος, ἄφθαρτον φύσιν, ἀσώμα-
τον, λογικήν, πάσης γεώδους ὕλης ἀλλοτρίαν, αὐτονοερὰν
οὐσίαν, ἅπαξ τὸ πρῶτον ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι συστη-
σάμενος, νύμφην ἁγίαν καὶ νεὼν πανίερον ἑαυτῷ τε καὶ τῷ
πατρὶ κατειργάσατο· ὃ καὶ σαφῶς αὐτὸς ὁμολογῶν
ἐκφαίνει, λέγων ἐνοικήσω ἐν αὐτοῖς καὶ ἐμπεριπα-
τήσω, καὶ ἔσομαι αὐτῶν θεὸς καὶ αὐτοὶ ἔσονταί
μοι λαός. καὶ τοιαύτη μὲν ἡ τελεία καὶ κεκαθαρμένη
ψυχή, ἀρχῆθεν οὕτω γεγενημένη, οἵα τὸν οὐράνιον λόγον
ἀγαλματοφορεῖν· ἀλλὰ γὰρ φθόνῳ καὶ ζήλῳ τοῦ
φιλοπονήρου δαίμονος φιλοπαθὴς καὶ φιλοπόνηρος ἐξ
αὐτεξουσίου αἱρέσεως γενομένη, ὑπαναχωρήσαντος αὐτῆς
τοῦ θείου ὡς ἂν ἔρημος προστάτου, εὐάλωτος καὶ εἰς ἐπιβου-
λὴν εὐχερὴς τοῖς ἐκ μακροῦ διαφθονουμένοις ἀπελήλεγκται,
ταῖς τε τῶν ἀοράτων ἐχθρῶν καὶ νοητῶν πολεμίων ἑλεπόλεσι
καὶ μηχαναῖς καταβληθεῖσα, πτῶμα ἐξαίσιον καταπέπτωκεν,
ὡς ὅσον οὐδ᾿ ἐπὶ λίθῳ λίθον τῆς ἀρετῆς ἑστῶτα ἐν αὐτῇ
διαμεῖναι, ὅλην δὲ δι᾿ ὅλου χαμαὶ κεῖσθαι νεκράν, τῶν περὶ
θεοῦ φυσικῶν ἐννοιῶν πάμπαν ἀπεστερημένην. πεπτω-
κυῖαν δῆτα αὐτὴν ἐκείνην τὴν κατ᾿ εἰκόνα θεοῦ κατασκευ-
ασθεῖσαν ἐλυμήνατο οὐχ ὗς οὗτος ὁ ἐκ δρυμοῦ τοῦ παρ᾿
ἡμῖν ὁρατοῦ, ἀλλά τις φθοροποιὸς δαίμων καὶ θῆρες ἄγριοι
νοητοί, οἳ καὶ τοῖς πάθεσιν οἷα πεπυρακτωμένοις τῆς σφῶν
κακίας βέλεσιν αὐτὴν ἐξυφάψαντες, ἐνεπύρισαν ἐν πυρὶ
τὸ θεῖον ὄντως ἁγιαστήριον τοῦ θεοῦ εἰς τὴν γῆν τε
ἐβεβήλωσαν τὸ σκήνωμα τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ, εἶτα
πολλῷ τῷ προσχώματι τὴν ἀθλίαν κατορύξαντες, εἰς
ἀνέλπιστον πάσης περιέτρεψαν σωτηρίας· ἀλλ᾿ ὅ γε
κηδεμὼν αὐτῆς λόγος ὁ θεοφεγγὴς καὶ σωτήριος τὴν κατ᾿
ἀξίαν δίκην τῶν ἁμαρτημάτων ὑποσχοῦσαν αὖθις ἐξ
ὑπαρχῆς ἀνελάμβανεν, πατρὸς παναγάθου φιλανθρωπίᾳ
πειθόμενος. αὐτὰς δὴ οὖν πρώτας τὰς τῶν ἀνωτάτω
βασιλευόντων ψυχὰς προελόμενος, τῶν μὲν δυσσεβῶν καὶ
ὀλεθρίων πάντων αὐτῶν τε τῶν δεινῶν καὶ θεομισῶν τυράν-
νων τὴν οἰκουμένην ἅπασαν δι᾿ αὐτῶν τῶν θεοφιλεστάτων
ἐκαθήρατο· εἶτα δὲ τοὺς αὐτῷ γνωρίμους ἄνδρας, τοὺς
πάλαι διὰ βίου ἱερωμένους αὐτῷ, κρύβδην γε μὴν ὡς ἐν
κακῶν χειμῶνι πρὸς τῆς αὐτοῦ σκέπης καλυπτομένους, εἰς
φανερὸν ἀγαγὼν καὶ ταῖς τοῦ πατρὸς μεγαλοδωρεαῖς
ἐπαξίως τιμήσας, αὖθις καὶ διὰ τούτων τὰς μικρῷ πρόσθεν
ἐρρυπωμένας ψυχὰς ὕλης τε παντοίας καὶ χώματος ἀσεβῶν
ἐπιταγμάτων συμπεφορημένας ὄρυξι καὶ δικέλλαις ταῖς
πληκτικαῖς τῶν μαθημάτων διδασκαλίαις ἐξεκάθηρέν τε καὶ
ἀπέσμηξεν, λαμπρόν τε καὶ διαυγῆ τῆς πάντων ὑμῶν
διανοίας τὸν χῶρον ἀπειργασμένος, ἐνταῦθα λοιπὸν τῷ
πανσόφῳ καὶ θεοφιλεῖ τῷδε παραδέδωκεν ἡγεμόνι· ὃς τά
τε ἄλλα κριτικὸς καὶ ἐπιλογιστικὸς τυγχάνων τήν <τε>
τῶν αὐτῷ κεκληρωμένων ψυχῶν εὖ διαγινώσκων καὶ φυλο-
κρινῶν διάνοιαν, ἐκ πρώτης ὡς εἰπεῖν ἡμέρας οἰκοδομῶν
οὔπω καὶ εἰς δεῦρο πέπαυται, τοτὲ μὲν διαυγῆ τὸν χρυσόν,
τοτὲ δὲ δόκιμον καὶ καθαρὸν τὸ ἀργύριον καὶ τοὺς τιμίους
καὶ πολυτελεῖς λίθους ἐν πᾶσιν ὑμῖν ἁρμόττων, ὡς ἱερὰν
αὖθις καὶ μυστικὴν ἔργοις τοῖς εἰς ὑμᾶς ἀποπληροῦν προφη-
τείαν, δι᾿ ἧς εἴρηται ἰδοὺ ἐγὼ ἑτοιμάζω σοι
ἄνθρακα τὸν λίθον σου καὶ τὰ θεμέλιά σου σάπ-
φειρον καὶ τὰς ἐπάλξεις σου ἴασπιν καὶ τὰς πύλας
σου λίθους κρυστάλλου καὶ τὸν περίβολόν σου
λίθους ἐκλεκτοὺς καὶ πάντας τοὺς υἱούς σου διδακ-
τοὺς θεοῦ καὶ ἐν πολλῇ εἰρήνῃ τὰ τέκνα σου· καὶ
ἐν δικαιοσύνῃ οἰκοδομηθήσῃ.
δικαιοσύνῃ δῆτα οἰκοδομῶν, κατ᾿ ἀξίαν τοῦ παντὸς
λαοῦ διῄρει τὰς δυνάμεις, οἷς μὲν τὸν ἔξωθεν αὐτὸ μόνον
περιφράττων περίβολον, τὴν ἀπλανῆ πίστιν περιτειχίσας
(πολὺς δὲ ὁ τοιοῦτος καὶ μέγας λεώς, οὐδὲν κρεῖττον φέρειν
οἰκοδόμημα διαρκῶν), οἷς δὲ τὰς ἐπὶ τὸν οἶκον ἐπιτρέπων
εἰσόδους, θυραυλεῖν καὶ ποδηγεῖν τοὺς εἰσιόντας κατατάττων
οὐκ ἀπεικότως τοῦ νεὼ πρόπυλα νενομισμένους, ἄλλους δὲ
πρώτοις τοῖς ἔξωθεν ἀμφὶ τὴν αὐλὴν ἐκ τετραγώνου κίοσιν
ὑπεστήριζεν, ταῖς πρώταις τῶν τεττάρων εὐαγγελίων τοῦ
γράμματος προσβολαῖς ἐμβιβάζων· τοὺς δ᾿ ἤδη ἀμφὶ τὸν
βασίλειον οἶκον ἑκατέρωσε παραζεύγνυσιν, ἔτι μὲν κατηχου-
μένους καὶ ἐν αὔξῃ καὶ προκοπῇ καθεστῶτας, οὐ μὴν πόρρω
που καὶ μακρὰν τῆς τῶν ἐνδοτάτω θεοπτίας τῶν πιστῶν
διεζευγμένους. ἐκ δὴ τούτων τὰς ἀκηράτους ψυχὰς
θείῳ λουτρῷ χρυσοῦ δίκην ἀποσμηχθείσας παραλαβών,
κἀνταῦθα τοὺς μὲν κίοσιν τῶν ἐξωτάτω πολὺ κρείττοσιν ἐκ
τῶν ἐνδοτάτω μυστικῶν τῆς γραφῆς δογμάτων ὑποστηρίζει,
τοῖς δὲ πρὸς τὸ φῶς ἀνοίγμασιν καταυγάζει, προπύλῳ
μὲν ἑνὶ μεγίστῳ τῆς τοῦ παμβασιλέως ἑνὸς καὶ μόνου θεοῦ
δοξολογίας τὸν πάντα νεὼν κατακοσμῶν, Χριστοῦ δὲ καὶ
ἁγίου πνεύματος παρ᾿ ἑκάτερα τῆς τοῦ πατρὸς αὐθεντίας
τὰς δευτέρας αὐγὰς τοῦ φωτὸς παρασχόμενος. τῶν τε
λοιπῶν διὰ τοῦ παντὸς οἴκου ἄφθονον καὶ πολὺ διάφορον
τῆς καθ᾿ ἕκαστον ἀληθείας τὸ σαφὲς καὶ φωτεινὸν ἐνδεικνύ-
μενος, πάντῃ δὲ καὶ πανταχόθεν τοὺς ζῶντας καὶ βεβηκότας
καὶ εὐπαγεῖς τῶν ψυχῶν λίθους ἐγκρίνας, τὸν μέγαν καὶ
βασιλικὸν ἐξ ἁπάντων οἶκον ἐπισκευάζεται λαμπρὸν καὶ
φωτὸς ἔμπλεω τά τε ἔνδοθεν καὶ τὰ ἐκτός, ὅτι μὴ ψυχὴ
μόνον καὶ διάνοια, καὶ τὸ σῶμα δὲ αὐτοῖς ἁγνείας καὶ
σωφροσύνης πολυανθεῖ κόσμῳ κατηγλάϊστο. ἔνεισιν δ᾿
ἐν τῷδε τῷ ἱερῷ καὶ θρόνοι βάθρα τε μυρία καὶ καθιστήρια,
ἐν ὅσαις ψυχαῖς τὰ τοῦ θείου πνεύματος ἐφιζάνει δωρήματα,
οἷα καὶ πάλαι ὤφθη τοῖς ἀμφὶ τοὺς ἱεροὺς ἀποστόλους
οἷς ἐφάνησαν διαμεριζόμεναι γλῶσσαι ὡς εἰ πυρὸς
ἐκάθισέν τε ἐφ᾿ ἕνα ἕκαστον αὐτῶν. ἀλλ᾿ ἐν
μὲν τῷ πάντων ἄρχοντι ἴσως αὐτὸς ὅλος ἐγκάθηται Χριστὸς
ἐν δὲ τοῖς μετ᾿ αὐτὸν δευτερεύουσιν ἀναλόγως, καθ᾿ ὅσον
ἕκαστος χωρεῖ, Χριστοῦ δυνάμεως καὶ πνεύματος ἁγίου
μερισμοῖς. βάθρα δ᾿ ἂν εἶεν καὶ ἀγγέλων αἱ τινῶν ψυχαὶ τῶν
εἰς παιδαγωγίαν καὶ φρουρὰν ἑκάστῳ παραδεδομένων,
σεμνὸν δὲ καὶ μέγα καὶ μονογενὲς θυσιαστήριον ποῖον
ἂν εἴη ἢ τῆς τοῦ κοινοῦ πάντων ἱερέως [τῆς ψυχῆς] τὸ
εἰλικρινὲς καὶ ἁγίων ἅγιον; ᾧ παρεστὼς ἐπὶ δεξιᾷ ὁ μέγας
τῶν ὅλων ἀρχιερεὺς αὐτὸς Ἰησοῦς, ὁ μονογενὴς τοῦ θεοῦ,
τὸ παρὰ πάντων εὐῶδες θυμίαμα καὶ τὰς δι᾿ εὐχῶν ἀναίμους
καὶ ἀΰλους θυσίας φαιδρῷ τῷ βλέμματι καὶ ὑπτίαις ὑποδεχό-
μενος χερσὶν τῷ κατ᾿ οὐρανὸν πατρὶ καὶ θεῷ τῶν ὅλων
παραπέμπεται, πρῶτος αὐτὸς προσκυνῶν καὶ μόνος τῷ
πατρὶ τὸ κατ᾿ ἀξίαν ἀπονέμων σέβας, εἶτα δὲ καὶ πᾶσιν
ἡμῖν εὐμενῆ διαμένειν καὶ δεξιὸν εἰς ἀεὶ παραιτούμενος.
τοιοῦτος ὁ μέγας νεὼς ὃν καθ᾿ ὅλης τῆς ὑφ᾿ ἥλιον
οἰκουμένης ὁ μέγας τῶν ὅλων δημιουργὸς λόγος συνεστήσατο,
τῶν ἐπέκεινα οὐρανίων ἁψίδων πάλιν καὶ αὐτὸς νοερὰν
ταύτην ἐπὶ γῆς εἰκόνα κατεργασάμενος, ὡς ἂν διὰ πάσης
τῆς κτίσεως τῶν τε ἐπὶ γῆς λογικῶν ζῴων ὁ πατὴρ
αὐτῷ τιμῷτό τε καὶ σέβοιτο. τὸν δὲ ὑπερουράνιον
χῶρον καὶ τὰ ἐκεῖσε τῶν τῇδε παραδείγματα τήν τε ἄνω
λεγομένην Ἱερουσαλὴμ καὶ τὸ Σιὼν ὄρος τὸ ἐπουράνιον καὶ
τὴν ὑπερκόσμιον πόλιν τοῦ ζῶντος θεοῦ, ἐν ᾗ μυριάδες
ἀγγέλων πανηγύρεις καὶ ἐκκλησία πρωτοτόκων ἀπογεγραμ-
μένων ἐν οὐρανοῖς ταῖς ἀρρήτοις καὶ ἀνεπιλογίστοις ἡμῖν
θεολογίαις τὸν σφῶν ποιητὴν καὶ πανηγεμόνα τῶν ὅλων
γεραίρουσιν, οὔτις θνητὸς οἷός τε κατ᾿ ἀξίαν ὑμνῆσαι, ὅτι
δὴ ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδεν καὶ οὖς οὐκ ἤκουσεν καὶ
ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη αὐτὰ δὴ ταῦτα ἃ
ἡτοίμασεν ὁ θεὸς τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν· ὧν
ἤδη ἐν μέρει καταξιωθέντες, ἄνδρες ἅμα παισὶν καὶ γυναιξίν,
σμικροὶ καὶ μεγάλοι, πάντες ἀθρόως ἐν ἑνὶ πνεύματι καὶ
μιᾷ ψυχῇ μὴ διαλίπωμεν ἐξομολογούμενοι καὶ τὸν τοσούτων
ἡμῖν ἀγαθῶν παραίτιον ἀνευφημοῦντες, τὸν εὐιλατεύοντα
πάσαις ταῖς ἀνομίαις ἡμῶν, τὸν ἰώμενον πάσας
τὰς νόσους ἡμῶν, τὸν λυτρούμενον ἐκ φθορᾶς τὴν
ζωὴν ἡμῶν, τὸν στεφανοῦντα ἡμᾶς ἐν ἐλέει καὶ
οἰκτιρμοῖς, τὸν ἐμπιμπλῶντα ἐν ἀγαθοῖς τὴν
ἐπιθυμίαν ἡμῶν, ὅτι οὐ κατὰ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν
ἐποίησεν ἡμῖν οὐδὲ κατὰ τὰς ἀνομίας ἡμῶν ἀνταπ-
έδωκεν ἡμῖν, ὅτι καθ᾿ ὅσον ἀπέχουσιν ἀνατολαὶ
ἀπὸ δυσμῶν, ἐμάκρυνεν ἀφ᾿ ἡμῶν τὰς ἀνομίας
ἡμῶν· καθὼς οἰκτείρει πατὴρ υἱοὺς αὐτοῦ, ᾠκτεί-
ρησεν κύριος τοὺς φοβουμένους αὐτόν. ταῦτα
καὶ νῦν καὶ εἰς τὸν ἑξῆς ἅπαντα χρόνον ταῖς μνήμαις ἀναζω-
πυροῦντες, ἀτὰρ καὶ τῆς παρούσης πανηγύρεως καὶ τῆς
φαιδρᾶς ταύτης καὶ λαμπροτάτης ἡμέρας τὸν αἴτιον καὶ
πανηγυριάρχην νύκτωρ καὶ μεθ᾿ ἡμέραν διὰ πάσης ὥρας καὶ
δι᾿ ὅλης ὡς εἰπεῖν ἀναπνοῆς ἐν νῷ προορώμενοι, στέργοντες
καὶ σέβοντες ψυχῆς ὅλῃ δυνάμει, καὶ νῦν ἀναστάντες μεγάλῃ
διαθέσεως φωνῇ καθικετεύσωμεν, ὡς ἂν ὑπὸ τὴν αὐτοῦ
μάνδραν ἐς τέλος ἡμᾶς σκεπάζων διασῴζοιτο, τὴν παρ᾿
αὐτοῦ βραβεύων ἀρραγῆ καὶ ἄσειστον αἰωνίαν εἰρήνην ἐν
Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ σωτῆρι ἡμῶν, δι᾿ οὗ αὐτῷ ἡ δόξα εἰς
τοὺς σύμπαντας αἰῶνας τῶν αἰώνων. ἀμήν.
Φέρε δή, λοιπὸν καὶ τῶν βασιλικῶν διατάξεων Κωνσταντίνου
καὶ Λικιννίου τὰς ἐκ τῆς Ῥωμαίων φωνῆς μεταληφθείσας ἑρμηνείας
παραθώμεθα.


ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΝ ΒΑΣΙΛΙΚΩΝ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΕΚ ΡΩΜΑΙΚΗΣ
ΓΛΩΤΤΗΣ ΜΕΤΑΛΗΦΘΕΙΣΩΝ

«Ἤδη μὲν πάλαι σκοποῦντες τὴν ἐλευθερίαν τῆς θρῃσκείας οὐκ
ἀρνητέαν εἶναι, ἀλλ᾿ ἑνὸς ἑκάστου τῇ διανοίᾳ καὶ τῇ βουλήσει ἐξουσίαν
δοτέον τοῦ τὰ θεῖα πράγματα τημελεῖν κατὰ τὴν αὐτοῦ προαίρεσιν
ἕκαστον, κεκελεύκειμεν τοῖς τε Χριστιανοῖς τῆς αἱρέσεως καὶ τῆς
θρῃσκείας τῆς ἑαυτῶν τὴν πίστιν φυλάττειν· ἀλλ᾿ ἐπειδὴ πολλαὶ
καὶ διάφοροι αἱρέσεις ἐν ἐκείνῃ τῇ ἀντιγραφῇ, ἐν ᾗ τοῖς αὐτοῖς συνεχω-
ρήθη ἡ τοιαύτη ἐξουσία, ἐδόκουν προστεθεῖσθαι σαφῶς, τυχὸν ἴσως
τινὲς αὐτῶν μετ᾿ ὀλίγον ἀπὸ τῆς τοιαύτης παραφυλάξεως ἀπεκρούοντο.
ὁπότε εὐτυχῶς ἐγὼ Κωνσταντῖνος ὁ Αὔγουστος κἀγὼ Λικίννιος
ὁ Αὔγουστος ἐν τῇ Μεδιολάνῳ ἐληλύθειμεν καὶ πάντα ὅσα πρὸς τὸ
λυσιτελὲς καὶ τὸ χρήσιμον τῷ κοινῷ διέφερεν, ἐν ζητήσει ἔσχομεν,
ταῦτα μεταξὺ τῶν λοιπῶν ἅτινα ἐδόκει ἐν πολλοῖς ἅπασιν ἐπωφελῆ
εἶναι, μᾶλλον δὲ ἐν πρώτοις διατάξαι ἐδογματίσαμεν, οἷς ἡ πρὸς τὸ
θεῖον αἰδώς τε καὶ τὸ σέβας ἐνείχετο, τοῦτ᾿ ἔστιν, ὅπως δῶμεν καὶ
τοῖς Χριστιανοῖς καὶ πᾶσιν ἐλευθέραν αἵρεσιν τοῦ ἀκολουθεῖν τῇ
θρῃσκείᾳ ᾗ δ᾿ ἂν βουληθῶσιν, ὅπως ὅ τί ποτέ ἐστιν θειότητος καὶ
οὐρανίου πράγματος, ἡμῖν καὶ πᾶσι τοῖς ὑπὸ τὴν ἡμετέραν ἐξουσίαν
διάγουσιν εὐμενὲς εἶναι δυνηθῇ. τοίνυν ταύτην τὴν [ἡμετέραν]
βούλησιν ὑγιεινῷ καὶ ὀρθοτάτῳ λογισμῷ ἐδογματίσαμεν, ὅπως μηδενὶ
παντελῶς ἐξουσία ἀρνητέα ᾖ τοῦ ἀκολουθεῖν καὶ αἱρεῖσθαι τὴν τῶν
Χριστιανῶν παραφύλαξιν ἢ θρῃσκείαν ἑκάστῳ τε ἐξουσία δοθείη τοῦ
διδόναι ἑαυτοῦ τὴν διάνοιαν ἐν ἐκείνῃ τῇ θρῃσκεία, ἣν αὐτὸς ἑαυτῷ
ἁρμόζειν νομίζει, ὅπως ἡμῖν δυνηθῇ τὸ θεῖον ἐν πᾶσι τὴν ἔθιμον
σπουδὴν καὶ καλοκἀγαθίαν παρέχειν· ἅτινα οὕτως ἀρέσκειν ἡμῖν
ἀντιγράψαι ἀκόλουθον ἦν, ἵν᾿ ἀφαιρεθεισῶν παντελῶς τῶν αἱρέσεων,
αἵτινες τοῖς προτέροις ἡμῶν γράμμασι τοῖς πρὸς τὴν σὴν καθοσίωσιν
ἀποσταλεῖσι περὶ τῶν Χριστιανῶν ἐνείχοντο καὶ ἅτινα πάνυ σκαιὰ
καὶ τῆς ἡμετέρας πραότητος ἀλλότρια εἶναι ἐδόκει, ταῦτα ὑφαιρεθῇ
καὶ νῦν ἐλευθέρως καὶ ἁπλῶς ἕκαστος αὐτῶν τῶν τὴν αὐτὴν προαίρεσιν
ἐσχηκότων τοῦ φυλάττειν τὴν τῶν Χριστιανῶν θρῃσκείαν ἄνευ τινὸς
ὀχλήσεως τοῦτο αὐτὸ παραφυλάττοι. ἅτινα τῇ σῇ ἐπιμελείᾳ
πληρέστατα δηλῶσαι ἐδογματίσαμεν, ὅπως εἰδείης ἡμᾶς ἐλευθέραν
καὶ ἀπολελυμένην ἐξουσίαν τοῦ τημελεῖν τὴν ἑαυτῶν θρῃσκείαν τοῖς
αὐτοῖς Χριστιανοῖς δεδωκέναι, ὅπερ ἐπειδὴ ἀπολελυμένως αὐτοῖς
ὑφ᾿ ἡμῶν δεδωρῆσθαι θεωρεῖ ἡ σὴ καθοσίωσις καὶ ἑτέροις δεδόσθαι
ἐξουσίαν τοῖς βουλομένοις τοῦ μετέρχεσθαι τὴν παρατήρησιν καὶ
θρῃσκείαν ἑαυτῶν, ὅπερ ἀκολούθως τῇ ἡσυχίᾳ τῶν ἡμετέρων καιρῶν
γίνεσθαι φανερόν ἐστιν, ὅπως ἐξουσίαν ἕκαστος ἔχῃ τοῦ αἱρεῖσθαι καὶ
τημελεῖν ὁποίαν δ᾿ ἂν βούληται [τὸ θεῖον]. τοῦτο δὲ ὑφ᾿ ἡμῶν γέγονεν,
ὅπως μηδεμιᾷ τιμῇ μηδὲ θρῃσκείᾳ τινὶ μεμειῶσθαί τι ὑφ᾿ ἡμῶν
δοκοίη. καὶ τοῦτο δὲ πρὸς τοῖς λοιποῖς εἰς τὸ πρόσωπον τῶν
Χριστιανῶν δογματίζομεν, ἵνα τοὺς τόπους αὐτῶν, εἰς οὓς τὸ πρότερον
συνέρχεσθαι ἔθος ἦν αὐτοῖς, περὶ ὧν καὶ τοῖς πρότερον δοθεῖσιν
πρὸς τὴν σὴν καθοσίωσιν γράμμασιν τύπος ἕτερος ἦν ὡρισμένος τῷ
προτέρῳ χρόνῳ, [ἵν᾿] εἴ τινες ἢ παρὰ τοῦ ταμείου τοῦ ἡμετέρου ἢ
παρά τινος ἑτέρου φαίνοιντο ἠγορακότες, τούτους τοῖς αὐτοῖς Χριστια-
νοῖς ἄνευ ἀργυρίου καὶ ἄνευ τινὸς ἀπαιτήσεως τῆς τιμῆς, ὑπερτεθείσης
[δίχα] πάσης ἀμελείας καὶ ἀμφιβολίας, ἀποκαταστήσωσι, καὶ εἴ τινες
κατὰ δῶρον τυγχάνουσιν εἰληφότες, τοὺς αὐτοὺς τόπους ὅπως ἢ τοῖς
αὐτοῖς Χριστιανοῖς τὴν ταχίστην ἀποκαταστήσωσιν οὕτως ὡς ἢ
οἱ ἠγορακότες τοὺς αὐτοὺς τόπους ἢ οἱ κατὰ δωρεὰν εἰληφότες αἰτῶσί
τι παρὰ τῆς ἡμετέρας καλοκἀγαθίας προσέλθωσι τῷ ἐπὶ τόπων ἐπάρχῳ
δικάζοντι, ὅπως καὶ αὐτῶν διὰ τῆς ἡμετέρας χρηστότητος πρόνοια
γένηται. ἅτινα πάντα τῷ σώματι τῷ τῶν Χριστιανῶν παρ᾿ αὐτὰ διὰ
τῆς σῆς σπουδῆς ἄνευ τινὸς παρολκῆς παραδίδοσθαι δεήσει· καὶ
ἐπειδὴ οἱ αὐτοὶ Χριστιανοὶ οὐ μόνον ἐκείνους εἰς οὓς συνέρχεσθαι
ἔθος εἶχον, ἀλλὰ καὶ ἑτέρους τόπους ἐσχηκέναι γινώσκονται διαφέροντας
οὐ πρὸς ἕκαστον αὐτῶν, ἀλλὰ πρὸς τὸ δίκαιον τοῦ αὐτῶν σώματος,
τοῦτ᾿ ἔστιν τῶν Χριστιανῶν, ταῦτα πάντα ἐπὶ τῷ νόμῳ ὃν προειρή-
καμεν, δίχα παντελῶς τινος ἀμφισβητήσεως τοῖς αὐτοῖς Χριστιανοῖς,
τοῦτ᾿ ἔστιν τῷ σώματι [αὐτῶν] καὶ τῇ συνόδῳ [ἑκάστῳ] αὐτῶν ἀποκα-
ταστῆναι κελεύσεις, τοῦ προειρημένου λογισμοῦ δηλαδὴ φυλαχθέντος,
ὅπως αὐτοὶ οἵτινες τοὺς αὐτοὺς ἄνευ τιμῆς, καθὼς προειρήκαμεν,
ἀποκαθιστῶσι, τὸ ἀζήμιον τὸ ἑαυτῶν παρὰ τῆς ἡμετέρας καλοκἀγαθίας
ἐλπίζοιεν. ἐν οἷς πᾶσιν τῷ προειρημένῳ σώματι τῶν Χριστιανῶν
τὴν σπουδὴν δυνατώτατα παρασχεῖν ὀφείλεις, ὅπως τὸ ἡμέτερον
κέλευσμα τὴν ταχίστην παραπληρωθῇ, ὅπως καὶ ἐν τούτῳ διὰ τῆς
ἡμετέρας χρηστότητος πρόνοια γένηται τῆς κοινῆς καὶ δημοσίας
ἡσυχίας. τούτῳ γὰρ τῷ λογισμῷ, καθὼς καὶ προείρηται, ἡ θεία
σπουδὴ περὶ ἡμᾶς, ἧς ἐν πολλοῖς ἤδη πράγμασιν ἀπεπειράθημεν, διὰ
παντὸς τοῦ χρόνου βεβαίως διαμείναι. ἵνα δὲ ταύτης τῆς ἡμετέρας
νομοθεσίας καὶ τῆς καλοκἀγαθίας ὁ ὅρος πρὸς γνῶσιν πάντων ἐνεχθῆναι
δυνηθῇ, προταχθέντα τοῦ σοῦ προστάγματος ταῦτα τὰ ὑφ᾿ ἡμῶν
γραφέντα πανταχοῦ προθεῖναι καὶ εἰς γνῶσιν πάντων ἀγαγεῖν
ἀκόλουθόν ἐστιν, ὅπως ταύτης τῆς ἡμετέρας καλοκἀγαθίας ἡ νομοθε-
σία μηδένα λαθεῖν δυνηθῇ.»


ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΝ ΕΤΕΡΑΣ ΒΑΣΙΛΙΚΗΣ ΔΙΑΤΑΞΕΩΣ ΗΝ
ΑΥΘΙΣ ΠΕΠΟΙΗΤΑΙ, ΜΟΝΗΙ ΤΗΙ ΚΑΘΟΛΙΚΗΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΙ
ΤΗΝ ΔΩΡΕΑΝ ΔΕΔΟΣΘΑΙ ΥΠΟΣΗΜΗΝΑΜΕΝΟΣ

«Χαῖρε Ἀνυλῖνε, τιμιώτατε ἡμῖν. ἔστιν ὁ τρόπος οὗτος τῆς φιλα-
γαθίας τῆς ἡμετέρας, ὥστε ἐκεῖνα ἅπερ δικαίῳ ἀλλοτρίῳ προσήκει,
μὴ μόνον μὴ ἐνοχλεῖσθαι, ἀλλὰ καὶ ἀποκαθιστᾶν βούλεσθαι ἡμᾶς,
Ἀνυλῖνε τιμιώτατε. ὅθεν βουλόμεθα ἵν᾿, ὁπόταν ταῦτα τὰ γράμ-
ματα κομίσῃ, εἴ τινα ἐκ τούτων τῶν τῇ ἐκκλησίᾳ τῇ καθολικῇ τῶν
Χριστιανῶν ἐν ἑκάσταις πόλεσιν ἢ καὶ ἄλλοις τόποις διέφερον [καὶ]
κατέχοιντο νῦν ἢ ὑπὸ πολιτῶν ἢ ὑπό τινων ἄλλων, ταῦτα ἀποκατα-
σταθῆναι παραχρῆμα ταῖς αὐταῖς ἐκκλησίαις ποιήσῃς, ἐπειδήπερ
προῃρήμεθα ταῦτα ἅπερ αἱ αὐταὶ ἐκκλησίαι πρότερον ἐσχήκεσαν, τῷ
δικαίῳ αὐτῶν ἀποκατασταθῆναι. ὁπότε τοίνυν συνορᾷ ἡ καθο-
σίωσις ἡ σὴ ταύτης ἡμῶν τῆς κελεύσεως σαφέστατον εἶναι τὸ πρόσ-
ταγμα, σπούδασον, εἴτε κῆποι εἴτε οἰκίαι εἶθ᾿ ὁτιουνδήποτε τῷ
δικαίῳ τῶν αὐτῶν ἐκκλησιῶν διέφερον, σύμπαντα αὐταῖς ἀποκατα-
σταθῆναι ὡς τάχιστα, ὅπως τούτῳ ἡμῶν τῷ προστάγματι ἐπιμελεστάτην
σε πειθάρχησιν παρεσχηκέναι καταμάθοιμεν. ἔρρωσο, Ἀνυλῖνε,
τιμιώτατε καὶ ποθεινότατε ἡμῖν.»


ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΝ ΒΑΣΙΛΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ ΔΙ᾿ ΗΣ
ΣΥΝΟΔΟΝ ΕΠΙΣΚΟΠΩΝ ΕΠΙ ΡΩΜΗΣ ΚΕΛΕΥΕΙ ΓΕΝΕ-
ΣΘΑΙ ΥΠΕΡ ΤΗΣ ΤΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ ΕΝΩΣΕΩΣ ΤΕ ΚΑΙ
ΟΜΟΝΟΙΑΣ

«Κωνσταντῖνος Σεβαστὸς Μιλτιάδῃ ἐπισκόπῳ Ῥωμαίων καὶ
Μάρκῳ. ἐπειδὴ τοιοῦτοι χάρται παρὰ Ἀνυλίνου τοῦ λαμπροτάτου
ἀνθυπάτου τῆς Ἀφρικῆς πρός με πλείους ἀπεστάλησαν, ἐν οἷς ἐμφέρεται
Καικιλιανὸν τὸν ἐπίσκοπον τῆς Χαρταγενησίων πόλεως παρά τινων
κολλήγων αὐτοῦ τῶν κατὰ τὴν Ἀφρικὴν καθεστώτων ἐν πολλοῖς
πράγμασιν εὐθύνεσθαι, καὶ τοῦτό μοι βαρὺ σφόδρα δοκεῖ τὸ ἐν ταύταις
ταῖς ἐπαρχίαις, ἃς τῇ ἐμῇ καθοσιώσει αὐθαιρέτως ἡ θεία πρόνοια
ἐνεχείρισεν κἀκεῖσε πολὺ πλῆθος λαοῦ, ὄχλον ἐπὶ τὸ φαυλότερον
ἐπιμένοντα εὑρίσκεσθαι ὡς ἂν εἰ διχοστατοῦντα καὶ μεταξὺ ἐπισκόπους
διαφορὰς ἔχειν, ἔδοξέ μοι ἵν᾿ αὐτὸς ὁ Καικιλιανὸς μετὰ δέκα
ἐπισκόπων τῶν αὐτὸν εὐθύνειν δοκούντων καὶ δέκα ἑτέρων οὓς αὐτὸς
τῇ ἑαυτοῦ δίκῃ ἀναγκαίους ὑπολάβοι, εἰς τὴν Ῥώμην πλῷ ἀπιέναι,
ἵν᾿ ἐκεῖσε ὑμῶν παρόντων, ἀλλὰ μὴν καὶ Ῥετικίου καὶ Ματέρνου καὶ
Μαρίνου, τῶν κολλήγων ὑμῶν, οὓς τούτου ἕνεκεν εἰς τὴν Ῥώμην
προσέταξα ἐπισπεῦσαι, δυνηθῇ ἀκουσθῆναι, ὡς ἂν καταμάθοιτε τῷ
σεβασμιωτάτῳ νόμῳ ἁρμόττειν. ἵνα μέντοι καὶ περὶ πάντων
αὐτῶν τούτων πληρεστάτην δυνηθῆτε ἔχειν γνῶσιν, τὰ ἀντίτυπα τῶν
ἐγγράφων τῶν πρός με παρὰ Ἀνυλίνου ἀποσταλέντων γράμμασιν
ἐμοῖς ὑποτάξας, πρὸς τοὺς προειρημένους κολλήγας ὑμῶν ἐξέπεμψα·
οἷς ἐντυχοῦσα ἡ ὑμετέρα στερρότης δοκιμάσει ὅντινα χρὴ τρόπον τὴν
προειρημένην δίκην ἐπιμελέστατα διευκρινῆσαι καὶ κατὰ τὸ δίκαιον
τερματίσαι, ὁπότε μηδὲ τὴν ὑμετέραν ἐπιμέλειαν λανθάνει τοσαύτην
με αἰδῶ τῇ ἐνθέσμῳ καθολικῇ ἐκκλησίᾳ ἀπονέμειν, ὡς μηδὲν καθόλου
σχίσμα ἢ διχοστασίαν ἔν τινι τόπῳ βούλεσθαί με ὑμᾶς καταλιπεῖν.
ἡ θειότης ὑμᾶς τοῦ μεγάλου θεοῦ διαφυλάξει πολλοῖς ἔτεσι, τιμιώτατε.»


ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΝ ΒΑΣΙΛΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ ΔΙ᾿ ΗΣ
ΠΡΟΣΤΑΤΤΕΙ ΔΕΥΤΕΡΑΝ ΓΕΝΕΣΘΑΙ ΣΥΝΟΔΟΝ ΥΠΕΡ
ΤΟΥ ΠΑΣΑΝ ΤΩΝ ΕΠΙΣΚΟΠΩΝ ΠΕΡΙΕΛΕΙΝ ΔΙΧΟΣΤΑ-
ΣΙΑΝ

«Κωνσταντῖνος Σεβαστὸς Χρήστῳ ἐπισκόπῳ Συρακουσίων. ἤδη
μὲν πρότερον, ὅτε φαύλως καὶ ἐνδιαστρόφως τινὲς περὶ τῆς θρῃσκείας
τῆς ἁγίας καὶ ἐπουρανίου δυνάμεως καὶ τῆς αἱρέσεως τῆς καθολικῆς
ἀποδιίστασθαι ἤρξαντο, ἐπιτέμνεσθαι βουληθεὶς τὰς τοιαύτας αὐτῶν
φιλονεικίας, οὕτω διατετυπώκειν ὥστε ἀποσταλέντων ἀπὸ τῆς Γαλλίας
τινῶν ἐπισκόπων, ἀλλὰ μὴν καὶ τούτων κληθέντων ἀπὸ τῆς Ἀφρικῆς
τῶν ἐξ ἐναντίας μοίρας καταλλήλως, ἐνστατικῶς καὶ ἐπιμόνως διαγω-
νιζομένων παρόντος τε καὶ τοῦ τῆς Ῥώμης ἐπισκόπου, τοῦτο ὅπερ
ἐδόκει κεκινῆσθαι, δυνηθῇ ὑπὸ τῆς παρουσίας αὐτῶν μετὰ πάσης
ἐπιμελοῦς διακρίσεως κατορθώσεως τυχεῖν. ἀλλ᾿ ἐπειδή, ὡς
συμβαίνει, ἐπιλαθόμενοί τινες καὶ τῆς σωτηρίας τῆς ἰδίας καὶ τοῦ
σεβάσματος τοῦ ὀφειλομένου τῇ ἁγιωτάτῃ αἱρέσει, ἔτι καὶ νῦν τὰς
ἰδίας ἔχθρας παρατείνειν οὐ παύονται, μὴ βουλόμενοι τῇ ἤδη ἐξενεχ-
θείσῃ κρίσει συντίθεσθαι καὶ διοριζόμενοι ὅτι δὴ ἄρα ὀλίγοι τινὲς τὰς
γνώμας καὶ τὰς ἀποφάσεις ἑαυτῶν ἐξήνεγκαν ἢ καὶ μὴ πρότερον
ἁπάντων τῶν ὀφειλόντων ζητηθῆναι ἀκριβῶς ἐξετασθέντων πρὸς τὸ
τὴν κρίσιν ἐξενέγκαι πάνυ ταχέως καὶ ὀξέως ἔσπευσαν, ἔκ τε τούτων
ἁπάντων ἐκεῖνα συμβαίνει γενέσθαι, τὸ καὶ τούτους αὐτοὺς ἀδελφικὴν
καὶ ὁμόφρονα ὀφείλοντας ἔχειν ὁμοψυχίαν αἰσχρῶς, μᾶλλον δὲ μυσερῶς
ἀλλήλων ἀποδιεστάναι καὶ τοῖς ἀνθρώποις τοῖς ἀλλοτρίας ἔχουσι τὰς
ψυχὰς ἀπὸ τῆς ἁγιωτάτης θρῃσκείας ταύτης πρόφασιν χλεύης διδόναι,
—ὅθεν προνοητέον μοι ἐγένετο, ὅπως τοῦτο ὅπερ ἐχρῆν μετὰ τὴν
ἐξενεχθεῖσαν ἤδη κρίσιν αὐθαιρέτῳ συγκαταθέσει πεπαῦσθαι, κἂν νῦν
ποτε δυνηθῇ πολλῶν παρόντων τέλους τυχεῖν. ἐπειδὴ τοίνυν
πλείστους ἐκ διαφόρων καὶ ἀμυθήτων τόπων ἐπισκόπους εἰς τὴν
Ἀρελατησίων πόλιν εἴσω Καλανδῶν Αὐγούστων συνελθεῖν ἐκελεύσαμεν,
καὶ σοὶ γράψαι ἐνομίσαμεν ἵνα λαβὼν παρὰ τοῦ λαμπροτάτου Λατρω-
νιανοῦ τοῦ κονρήκτορος Σικελίας δημόσιον ὄχημα, συζεύξας σεαυτῷ
καὶ δύο γέ τινας τῶν ἐκ τοῦ δευτέρου θρόνου οὓς ἂν σὺ αὐτὸς ἐπιλέ-
ξασθαι κρίνῃς, ἀλλὰ μὴν καὶ τρεῖς παῖδας τοὺς δυνησομένους ὑμῖν
κατὰ τὴν ὁδὸν ὑπηρετήσασθαι παραλαβών, εἴσω τῆς αὐτῆς ἡμέρας
ἐπὶ τῷ προειρημένῳ τόπῳ ἀπάντησον, ὡς ἂν διά τε τῆς σῆς
στερρότητος καὶ διὰ τῆς λοιπῆς τῶν συνιόντων ὁμοψύχου καὶ ὁμόφρονος
συνέσεως καὶ τοῦτο ὅπερ ἄχρι τοῦ δεῦρο φαύλως δι᾿ αἰσχράς τινας
ζυγομαχίας παραμεμένηκεν, ἀκουσθέντων πάντων τῶν μελλόντων
λεχθήσεσθαι παρὰ τῶν νῦν ἀπ᾿ ἀλλήλων διεστώτων, οὕσπερ ὁμοίως
παρεῖναι ἐκελεύσαμεν, δυνηθῇ εἰς τὴν ὀφειλομένην θρῃσκείαν καὶ
πίστιν ἀδελφικήν τε ὁμόνοιαν κἂν βραδέως ἀνακληθῆναι. ὑγιαίνοντά
σε ὁ θεὸς ὁ παντοκράτωρ διαφυλάξει ἐπὶ πολλοῖς ἔτεσιν.»


ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΝ ΒΑΣΙΛΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ ΔΙ᾿ ΗΣ
ΧΡΗΜΑΤΑ ΤΑΙΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΙΣ ΔΩΡΕΙΤΑΙ

«Κωνσταντῖνος Αὔγουστος Καικιλιανῷ ἐπισκόπῳ Χαρταγένης.
ἐπειδήπερ ἤρεσεν κατὰ πάσας ἐπαρχίας, τάς τε Ἀφρικὰς καὶ τὰς
Νουμιδίας καὶ τὰς Μαυριτανίας, ῥητοῖς τισι τῶν ὑπηρετῶν τῆς ἐνθέσμου
καὶ ἁγιωτάτης καθολικῆς θρῃσκείας εἰς ἀναλώματα ἐπιχορηγηθῆναι
τι, ἔδωκα γράμματα πρὸς Οὖρσον τὸν διασημότατον καθολικὸν τῆς
Ἀφρικῆς καὶ ἐδήλωσα αὐτῷ ὅπως τρισχιλίους φόλλεις τῇ σῇ στερρότητι
ἀπαριθμῆσαι φροντίσῃ. σὺ τοίνυν, ἡνίκα τὴν προδηλουμένην
ποσότητα τῶν χρημάτων ὑποδεχθῆναι ποιήσεις, ἅπασι τοῖς προειρη-
μένοις κατὰ τὸ βρέουιον τὸ πρὸς σὲ παρὰ Ὁσίου ἀποσταλὲν ταῦτα τὰ
χρήματα διαδοθῆναι κέλευσον. εἰ δ᾿ ἄρα πρὸς τὸ συμπληρωθῆναί
μου τὴν εἰς τοῦτο περὶ ἅπαντας αὐτοὺς προαίρεσιν ἐνδεῖν τι καταμάθοις,
παρὰ Ἡρακλείδα τοῦ ἐπιτρόπου τῶν ἡμετέρων κτημάτων ἀναμφι-
λέκτως ὅπερ ἀναγκαῖον εἶναι καταμάθοις, αἰτῆσαι ὀφείλεις. καὶ γὰρ
παρόντι αὐτῷ προσέταξα ἵν᾿ εἴ τι ἂν χρημάτων παρ᾿ αὐτοῦ ἡ σὴ
στερρότης αἰτήσῃ, ἄνευ δισταγμοῦ τινος ἀπαριθμῆσαι φροντίσῃ.
καὶ ἐπειδὴ ἐπυθόμην τινὰς μὴ καθεστώσης διανοίας τυγχάνοντας
ἀνθρώπους τὸν λαὸν τῆς ἁγιωτάτης καὶ καθολικῆς ἐκκλησίας φαύλῃ
τινὶ ὑπονοθεύσει βούλεσθαι διαστρέφειν, γίνωσκέ με Ἀνυλίνῳ ἀνθυ-
πάτῳ, ἀλλὰ μὴν καὶ Πατρικίῳ τῷ οὐικαρίῳ τῶν ἐπάρχων παροῦσι
τοιαύτας ἐντολὰς δεδωκέναι ἵν᾿ ἐν τοῖς λοιποῖς ἅπασι καὶ τούτου
μάλιστα τὴν προσήκουσαν φροντίδα ποιήσωνται καὶ μὴ ἀνάσχωνται
περιορᾶν τοιοῦτο γινόμενον. διόπερ εἴ τινας τοιούτους ἀνθρώπους
ἐν αὐτῇ τῇ μανίᾳ ἐπιμένειν κατίδοις, ἄνευ τινὸς ἀμφιβολίας τοῖς
προειρημένοις δικασταῖς πρόσελθε καὶ αὐτὸ τοῦτο προσανένεγκε ὅπως
αὐτοὺς ἐκεῖνοι, καθάπερ αὐτοῖς παροῦσιν ἐκέλευσα, ἐπιστρέψωσιν.
ἡ θειότης τοῦ μεγάλου θεοῦ σε διαφυλάξει ἐπὶ πολλοῖς ἔτεσιν.»


ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΝ ΒΑΣΙΛΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ ΔΙ᾿ ΗΣ ΤΟΥΣ
ΠΡΟΕΣΤΩΤΑΣ ΤΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ ΠΑΣΗΣ ΑΠΟΛΕΛΥ-
ΣΘΑΙ ΤΗΣ ΠΕΡΙ ΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΠΡΟΣ-
ΤΑΤΤΕΙ

«Χαῖρε, Ἀνυλῖνε, τιμιώτατε ἡμῖν. ἐπειδὴ ἐκ πλειόνων πραγμάτων
φαίνεται παρεξουθενηθεῖσαν τὴν θρῃσκείαν, ἐν ᾗ ἡ κορυφαία τῆς
ἁγιωτάτης ἐπουρανίου <δυνάμεως> αἰδὼς φυλάττεται, μεγάλους
κινδύνους ἐνηνοχέναι τοῖς δημοσίοις πράγμασιν αὐτήν τε ταύτην
ἐνθέσμως ἀναληφθεῖσαν καὶ φυλαττομένην μεγίστην εὐτυχίαν τῷ
Ῥωμαϊκῷ ὀνόματι καὶ σύμπασι τοῖς τῶν ἀνθρώπων πράγμασιν
ἐξαίρετον εὐδαιμονίαν παρεσχηκέναι, τῶν θείων εὐεργεσιῶν τοῦτο
παρεχουσῶν, ἔδοξεν ἐκείνους τοὺς ἄνδρας τοὺς τῇ ὀφειλομένῃ ἁγιότητι
καὶ τῇ τοῦ νόμου τούτου παρεδρίᾳ τὰς ὑπηρεσίας τὰς ἐξ αὐτῶν τῇ τῆς
θείας θρῃσκείας θεραπείᾳ παρέχοντας τῶν καμάτων τῶν ἰδίων τὰ
ἔπαθλα κομίσασθαι, Ἀνυλῖνε τιμιώτατε. διόπερ ἐκείνους τοὺς
εἴσω τῆς ἐπαρχίας τῆς σοι πεπιστευμένης ἐν τῇ καθολικῇ ἐκκλησίᾳ,
ᾖ Καικιλιανὸς ἐφέστηκεν, τὴν ἐξ αὐτῶν ὑπηρεσίαν τῇ ἁγίᾳ ταύτῃ
θρῃσκείᾳ παρέχοντας, οὕσπερ κληρικοὺς ἐπονομάζειν εἰώθασιν, ἀπὸ
πάντων ἅπαξ ἁπλῶς τῶν λειτουργιῶν βούλομαι ἀλειτουργήτους
διαφυλαχθῆναι, ὅπως μὴ διά τινος πλάνης ἢ ἐξολισθήσεως ἱεροσύλου
ἀπὸ τῆς θεραπείας τῆς τῇ θειότητι ὀφειλομένης ἀφέλκωνται, ἀλλὰ
μᾶλλον ἄνευ τινὸς ἐνοχλήσεως τῷ ἰδίῳ νόμῳ ἐξυπηρετῶνται, ὧνπερ
μεγίστην περὶ τὸ θεῖον λατρείαν ποιουμένων πλεῖστον ὅσον τοῖς
κοινοῖς πράγμασι συνοίσειν δοκεῖ. ἔρρωσο, Ἀνυλῖνε, τιμιώτατε καὶ
ποθεινότατε ἡμῖν.»
Τοιαῦτα μὲν οὖν ἡμῖν ἡ θεία καὶ οὐράνιος τῆς τοῦ
σωτῆρος ἡμῶν ἐπιφανείας ἐδωρεῖτο χάρις, τοσαύτη τε
ἅπασιν ἀνθρώποις ἀγαθῶν ἀφθονία διὰ τῆς ἡμετέρας
ἐπρυτανεύετο εἰρήνης. καὶ ὧδε μὲν τὰ καθ᾿ ἡμᾶς ἐν εὐφρο-
σύναις καὶ πανηγύρεσιν ἐτελεῖτο· οὐκ ἦν δὲ ἄρα τῷ
μισοκάλῳ φθόνῳ τῷ τε φιλοπονήρῳ δαίμονι φορητὸς ἡ τῶν
ὁρωμένων θέα, ὥσπερ οὖν οὐδὲ Λικιννίῳ πρὸς σώφρονα
λογισμὸν ἐτύγχανεν αὐτάρκη τὰ τοῖς πρόσθεν δεδηλωμένοις
τυράννοις συμβεβηκότα· ὃς εὖ φερομένης τῆς ἀρχῆς αὐτῷ
βασιλέως τε μεγάλου Κωνσταντίνου δευτερείων τιμῆς
ἐπιγαμβρίας τε καὶ συγγενείας τῆς ἀνωτάτω ἠξιωμένος,
μιμήσεως μὲν τῆς τῶν καλῶν ἀπελιμπάνετο, τῆς δὲ τῶν
ἀσεβῶν τυράννων μοχθηρίας ἐζήλου τὴν κακοτροπίαν, καὶ
ὧν τοῦ βίου τὴν καταστροφὴν ἐπεῖδεν αὐτοῖς ὀφθαλμοῖς,
τούτων ἕπεσθαι τῇ γνώμῃ μᾶλλον ἢ τῇ τοῦ κρείττονος
ἐμμένειν φιλίᾳ τε καὶ διαθέσει ᾑρεῖτο. διαφθονηθείς γέ
τοι τῷ πανευεργέτῃ, πόλεμον δυσαγῆ καὶ δεινότατον πρὸς
αὐτὸν ἐκφέρει, οὐ φύσεως νόμων φεισάμενος, οὐχ ὁρκωμο-
σιῶν οὐχ αἵματος οὐ συνθηκῶν μνήμην ἐν διανοίᾳ λαβών.
ὁ μὲν γὰρ αὐτῷ οἷα πανάγαθος βασιλεὺς εὐνοίας παρέχων
ἀληθοῦς σύμβολα, συγγενείας τῆς πρὸς αὐτὸν οὐκ ἐφθόνησεν
γάμων τε λαμπρῶν ἀδελφῆς μετουσίαν οὐκ ἀπηρνήσατο,
ἀλλὰ καὶ τῆς ἐκ πατέρων εὐγενείας βασιλικοῦ τε ἀνέκαθεν
αἵματος κοινωνὸν γενέσθαι ἠξίωσεν τῆς τε κατὰ πάντων
ἀπολαύειν ἀρχῆς οἷα κηδεστῇ καὶ συμβασιλεῖ παρεῖχεν τὴν
ἐξουσίαν, οὐκ ἔλαττον μέρος τῶν ὑπὸ Ῥωμαίους ἐθνῶν
διέπειν αὐτῷ καὶ διοικεῖν κεχαρισμένος. ὁ δ᾿ ἔμπαλιν
τούτοις τἀναντία διεπράττετο, παντοίας ὁσημέραι κατὰ τοῦ
κρείττονος μηχανὰς ἐπιτεχνώμενος πάντας τε ἐπινοῶν
ἐπιβουλῆς τρόπους, ὡς ἂν κακοῖς τὸν εὐεργέτην ἀμείψοιτο.
τὰ μὲν οὖν πρῶτα πειρώμενος τὴν συσκευὴν ἐπικρύπτειν,
φίλος εἶναι προσεποιεῖτο, δόλῳ τε καὶ ἀπάτῃ πλειστάκις
ἐπιθέμενος ῥᾷστα ἂν τυχεῖν τοῦ προσδοκωμένου ἤλπισεν·
τῷ δὲ ἄρα ὁ θεὸς ἦν φίλος κηδεμών τε καὶ φύλαξ, ὃς
αὐτῷ τὰς ἐν ἀπορρήτῳ καὶ σκότει μηχανωμένας ἐπιβουλὰς
εἰς φῶς ἄγων διήλεγχεν. τοσοῦτον ἀρετῆς τὸ μέγα τῆς
θεοσεβείας ὅπλον πρὸς ἄμυναν μὲν ἐχθρῶν, οἰκείας δὲ
φυλακὴν σωτηρίας ἰσχύει· ᾧ δὴ πεφραγμένος ὁ θεοφιλέσ-
τατος ἡμῶν βασιλεὺς τὰς τοῦ δυσωνύμου πολυπλόκους
ἐπιβουλὰς διεδίδρασκεν. ὃ δὲ τὴν λαθραίαν συσκευὴν ὡς
οὐδαμῶς ἑώρα κατὰ γνώμην αὐτῷ χωροῦσαν, τοῦ θεοῦ
πάντα δόλον τε καὶ ῥᾳδιουργίαν τῷ θεοφιλεῖ βασιλεῖ κατά-
φωρα ποιοῦντος, οὐκέθ᾿ οἷός τε ὢν ἐπικρύπτεσθαι, προφανῆ
πόλεμον αἴρεται. ὁμόσε δῆτα Κωνσταντίνῳ πολεμεῖν
διαγνούς, ἤδη καὶ κατὰ τοῦ θεοῦ τῶν ὅλων, ὃν ἠπίστατο
σέβειν αὐτόν, παρατάττεσθαι ὡρμᾶτο, κἄπειτα τοὺς ὑπ᾿
αὐτῷ θεοσεβεῖς, μηδὲν μηδ᾿ ὅλως πώποτε τὴν ἀρχὴν αὐτοῦ
λυπηρὸν διαθεμένους, ἠρέμα τέως καὶ ἡσυχῇ πολιορκεῖν
ἐπεβάλλετο. καὶ τοῦτ᾿ ἔπραττεν, δεινῶς ἀβλεπτεῖν ὑπὸ τῆς
ἐμφύτου κακίας ἠναγκασμένος. οὔτ᾿ οὖν τὴν μνήμην
τῶν πρὸ αὐτοῦ Χριστιανοὺς ἐκδιωξάντων πρὸ ὀφθαλμῶν
ἔθετο οὐδ᾿ ὧν αὐτὸς ὀλετὴρ καὶ τιμωρὸς δι᾿ ἃς μετῆλθον
ἀσεβείας κατέστη· ἀλλὰ γὰρ τοῦ σώφρονος ἐκτραπεὶς
λογισμοῦ, διαρρήδην δὲ μανεὶς τὰς φρένας, τὸν θεὸν αὐτὸν
οἷα δὴ Κωνσταντίνου βοηθὸν ἀντὶ τοῦ βοηθουμένου πολεμεῖν
ἐγνώκει. καὶ πρῶτα μὲν τῆς οἰκίας τῆς αὐτοῦ πάντα
Χριστιανὸν ἀπελαύνει, ἔρημον αὐτὸς αὑτὸν ὁ δείλαιος τῆς
τούτων καθιστὰς ὑπὲρ αὐτοῦ πρὸς τὸν θεὸν εὐχῆς, ἣν ὑπὲρ
ἁπάντων αὐτοῖς ποιεῖσθαι πάτριον μάθημα τυγχάνει· εἶτα
δὲ τοὺς κατὰ πόλιν στρατιώτας ἐκκρίνεσθαι καὶ ἀποβάλ-
λεσθαι τοῦ τῆς τιμῆς ἀξιώματος, εἰ μὴ τοῖς δαίμοσιν θύειν
αἱροῖντο, παρακελεύεται. καὶ ἔτι γε ταῦτα ἦν μικρά, τῇ τῶν
μειζόνων συγκρινόμενα παραθέσει. τί δεῖ τῶν καθ᾿
ἕκαστα καὶ κατὰ μέρος τῷ θεομισεῖ πεπραγμένων μνημο-
νεύειν ὅπως τε νόμους ἀνόμους ὁ παρανομώτατος ἐξεῦρεν;
τούς γέ τοι ἐν ταῖς εἱρκταῖς ταλαιπωρουμένους ἐνομοθέτει
μηδένα μεταδόσει τροφῆς φιλανθρωπεύεσθαι μηδ᾿ ἐλεεῖν
τοὺς ἐν δεσμοῖς λιμῷ διαφθειρομένους μηδ᾿ ἁπλῶς ἀγαθὸν
εἶναι μηδένα μηδ᾿ ἀγαθόν τι πράττειν τοὺς καὶ πρὸς αὐτῆς
τῆς φύσεως ἐπὶ τὸ συμπαθὲς τῶν πέλας ἑλκομένους. καὶ
ἦν γε νόμων οὗτος ἄντικρυς ἀναιδὴς καὶ ἀπηνέστατος,
πᾶσαν ἥμερον ὑπερεξάγων φύσιν, ἐφ᾿ ᾧ καὶ τιμωρία προσέ-
κειτο τοὺς ἐλεοῦντας τὰ ἴσα πάσχειν τοῖς ἐλεουμένοις
δεσμοῖς τε καὶ φυλακαῖς καθείργνυσθαι, τὴν ἴσην τοῖς
καταπονουμένοις ὑπομένοντας τιμωρίαν, τοὺς τὰ φιλάν-
θρωπα διακονουμένους. τοιαῦται αἱ Λικιννίου διατάξεις.
τί χρὴ τὰς περὶ γάμων καινοτομίας ἀπαριθμεῖσθαι ἢ τοὺς
ἐπὶ τοῖς τὸν βίον μεταλλάττουσιν νεωτερισμοὺς αὐτοῦ, δι᾿
ὧν τοὺς παλαιοὺς Ῥωμαίων εὖ καὶ σοφῶς κειμένους νόμους
περιγράψαι τολμήσας, βαρβάρους τινὰς καὶ ἀνημέρους
ἀντεισῆγεν, νόμους ἀνόμους ὡς ἀληθῶς καὶ παρανόμους,
ἐπισκήψεις τε μυρίας κατὰ τῶν ὑποχειρίων ἐθνῶν ἐπενόει
χρυσοῦ τε καὶ ἀργύρου παντοίας εἰσπράξεις ἀναμετρήσεις
τε γῆς καὶ τῶν κατ᾿ ἀγροὺς μηκέτ᾿ ὄντων ἀνθρώπων πρό-
παλαι δὲ κατοιχομένων ἐπιζήμιον κέρδος, οἵους δ᾿
ἐφεῦρεν ἐπὶ τούτοις ὁ μισάνθρωπος κατὰ μηδὲν ἠδικηκότων
ἐξορισμούς, οἵας εὐπατριδῶν καὶ ἀξιολόγων ἀνδρῶν ἀπαγω-
γάς, ὧν δὴ τὰς κουριδίας ἀποζευγνὺς γαμετὰς μιαροῖς τισιν
οἰκέταις ἐφ᾿ ὕβρει πράξεως αἰσχρᾶς παρεδίδου, ὅσαις δὲ
αὐτὸς ὁ ἐσχατόγηρως γυναιξὶν ὑπάνδροις παρθένοις τε
κόραις ἐμπαροινῶν τὴν ἀκόλαστον τῆς αὐτοῦ ψυχῆς ἐπιθυ-
μίαν ἐπλήρου—τί χρὴ ταῦτα μηκύνειν, τῆς τῶν ἐσχάτων
αὐτοῦ πράξεων ὑπερβολῆς μικρὰ τὰ πρῶτα καὶ τὸ μηθὲν
εἶναι διελεγχούσης; τὸ γοῦν τέλος αὐτῷ τῆς μανίας
ἐπὶ τοὺς ἐπισκόπους ἐχώρει, ἤδη τε τούτους, ὡς ἂν τοῦ
ἐπὶ πάντων θεοῦ θεράποντας, ἐναντίους ὑπάρχειν οἷς ἔδρα
ἡγούμενος, οὔπω μὲν ἐκ τοῦ φανεροῦ διὰ τὸν ἀπὸ τοῦ
κρείττονος φόβον, λάθρα δὲ αὖθις καὶ δολίως συνεσκευάζετο,
ἀνῄρει τε τούτων δι᾿ ἐπιβουλῆς τῶν ἡγεμόνων τοὺς δοκιμω-
τάτους. καὶ ὁ τρόπος δὲ τοῦ κατ᾿ αὐτῶν φόνου ξένος τις ἦν
καὶ οἷος οὐδεπώποτε ἠκούσθη. τὰ γοῦν ἀμφὶ τὴν
Ἀμάσειαν καὶ τὰς λοιπὰς τοῦ Πόντου πόλεις κατεργασθέντα
πᾶσαν ὑπερβολὴν ὠμότητος ὑπερηκόντισεν· ἔνθα τῶν
ἐκκλησιῶν τοῦ θεοῦ αἳ μὲν ἐξ ὕψους εἰς ἔδαφος αὖθις κατερ-
ρίπτοντο, τὰς δὲ ἀπέκλειον, ὡς ἂν μὴ συνάγοιτό τις τῶν
εἰωθότων μηδὲ τῷ θεῷ τὰς ἐποφειλομένας ἀποδιδῷ λατρείας.
συντελεῖσθαι γὰρ οὐχ ἡγεῖτο ὑπὲρ αὐτοῦ τὰς εὐχάς,
συνειδότι φαύλῳ τοῦτο λογιζόμενος, ἀλλ᾿ ὑπὲρ τοῦ θεοφιλοῦς
βασιλέως πάντα πράττειν ἡμᾶς καὶ τὸν θεὸν ἱλεοῦσθαι
πέπειστο· ἔνθεν ὡρμᾶτο καθ᾿ ἡμῶν τὸν θυμὸν ἐπισκήπτειν.
καὶ δῆτα τῶν ἡγεμόνων οἱ κόλακες, τὰ φίλα πράττειν
τῷ δυσαγεῖ πεπεισμένοι, τῶν ἐπισκόπων τοὺς μὲν συνήθως
ταῖς τῶν κακούργων ἀνδρῶν περιέβαλλον τιμωρίαις, ἀπήγοντό
τε καὶ ἐκολάζοντο ἀπροφασίστως τοῖς μιαιφόνοις ὁμοίως
οἱ μηδὲν ἠδικηκότες· ἤδη δέ τινες καινοτέραν ὑπέμενον
τελευτήν, ξίφει τὸ σῶμα εἰς πολλὰ τμήματα κατακρεουρ-
γούμενοι καὶ μετὰ τὴν ἀπηνῆ ταύτην καὶ φρικτοτάτην θέαν
τοῖς τῆς θαλάσσης βυθοῖς ἰχθύσιν εἰς βορὰν ῥιπτούμενοι.
φυγαὶ δὴ αὖθις ἐπὶ τούτοις τῶν θεοσεβῶν ἐγίνοντο
ἀνδρῶν, καὶ πάλιν ἀγροὶ καὶ πάλιν ἐρημίαι νάπαι τε καὶ
ὄρη τοὺς Χριστοῦ θεράποντας ὑπεδέχοντο. ἐπεὶ δὲ καὶ ταῦτα
τοῦτον προυχώρει τῷ δυσσεβεῖ τὸν τρόπον, λοιπὸν καὶ τὸν
κατὰ πάντων ἀνακινεῖν διωγμὸν ἐπὶ διάνοιαν ἐβάλλετο,
ἐκράτει τε γνώμης καὶ οὐδὲν ἐμποδὼν ἦν αὐτῷ μὴ
οὐχὶ ἐν ἔργῳ χωρεῖν, εἰ μὴ τάχιστα τὸ μέλλον ἔσεσθαι
προλαβὼν ὁ τῶν οἰκείων ψυχῶν ὑπέρμαχος θεὸς ὡς ἐν
βαθεῖ σκότῳ καὶ νυκτὶ ζοφωδεστάτῃ φωστῆρα μέγαν
ἀθρόως καὶ σωτῆρα τοῖς πᾶσιν ἐξέλαμψεν, τὸν αὐτοῦ
θεράποντα Κωνσταντῖνον ὑψηλῷ βραχίονι ἐπὶ τὰ τῇδε
χειραγωγήσας.
Τούτῳ μὲν οὖν ἄνωθεν ἐξ οὐρανοῦ καρπὸν εὐσεβείας
ἐπάξιον τὰ τρόπαια τῆς κατὰ τῶν ἀσεβῶν παρεῖχε νίκης,
τὸν δ᾿ ἀλιτήριον αὐτοῖς συμβούλοις ἅπασιν καὶ φίλοις ὑπὸ
τοῖς Κωνσταντίνου ποσὶν πρηνῆ κατέβαλεν. ὡς γὰρ εἰς
ἔσχατα μανίας τὰ κατ᾿ αὐτὸν ἤλαυνεν, οὐκέτ᾿ ἀνεκτὸν εἶναι
λογισάμενος βασιλεὺς ὁ τῷ θεῷ φίλος τὸν σώφρονα συνα-
γαγὼν λογισμὸν καὶ τὸν στερρὸν τοῦ δικαίου τρόπον φιλαν-
θρωπίᾳ κερασάμενος, ἐπαμῦναι κρίνει τοῖς ὑπὸ τῷ τυράννῳ
ταλαιπωρουμένοις, καὶ τό γε πλεῖστον ἀνθρώπων γένος,
βραχεῖς λυμεῶνας ἐκποδὼν ποιησάμενος, ἀνασώσασθαι
ὁρμᾶται. μόνῃ γὰρ αὐτῷ χρωμένῳ φιλανθρωπίᾳ τὸν
πρὸ τούτου χρόνον καὶ τὸν οὐ συμπαθείας ἄξιον ἐλεοῦντι,
τῷ μὲν οὐδὲν ἐγίνετο πλέον, τῆς κακίας οὐκ ἀπαλλαττομένῳ,
αὔξοντι δὲ μᾶλλον τὴν κατὰ τῶν ὑποχειρίων ἐθνῶν λύτταν,
τοῖς δὲ κακουμένοις οὔτις ἐλείπετο σωτηρίας ἐλπίς, ὑπὸ
δεινῷ θηρὶ κατατυραννουμένοις. δι᾿ ὃ δὴ τῷ φιλαγάθῳ
μίξας τὸ μισοπόνηρον ὁ τῶν ἀγαθῶν ἀρωγὸς πρόεισιν ἅμα
παιδὶ Κρίσπῳ βασιλεῖ φιλανθρωποτάτῳ, σωτήριον δεξιὰν
ἅπασιν τοῖς ἀπολλυμένοις ἐκτείνας· εἶθ᾿ οἷα παμβασιλεῖ
θεῷ θεοῦ τε παιδὶ σωτῆρι ἁπάντων ποδηγῷ καὶ συμμάχῳ
χρώμενοι, πατὴρ ἅμα καὶ υἱὸς ἄμφω κύκλῳ διελόντες τὴν
κατὰ τῶν θεομισῶν παράταξιν, ῥᾳδίαν τὴν νίκην ἀποφέρονται,
τῶν κατὰ τὴν συμβολὴν πάντων ἐξευμαρισθέντων αὐτοῖς
ὑπὸ τοῦ θεοῦ κατὰ γνώμην. ἀθρόως δῆτα καὶ λόγου
θᾶττον οἱ μὲν χθὲς καὶ πρὸ ἡμέρας θανάτου πνέοντες καὶ
ἀπειλῆς οὐκέτ᾿ ἦσαν, οὐδὲ μέχρις ὀνόματος μνημονευόμενοι,
γραφαί τε αὐτῶν καὶ τιμαὶ τὴν ἀξίαν αἰσχύνην ἀπελάμβανον,
καὶ ἃ τοῖς πάλαι δυσσεβέσιν τυράννοις ἐνεῖδεν αὐτοῖς
ὀφθαλμοῖς Λικίννιος, ταῦτα ὁμοίως καὶ αὐτὸς ἔπασχεν, ὅτι
μηδ᾿ αὐτὸς ἐδέξατο παιδείαν μηδὲ ἐπὶ ταῖς τῶν πέλας
ἐσωφρονίσθη μάστιξιν, τὴν ὁμοίαν δ᾿ ἐκείνοις τῆς ἀσεβείας
μετελθὼν ὁδόν, ἐπὶ τὸν ἴσον αὐτοῖς ἐνδίκως περιηνέχθη
κρημνόν. ἀλλ᾿ οὗτος μὲν ταύτῃ πῃ βεβλημένος ἔκειτο
ὁ δ᾿ ἀρετῇ πάσῃ θεοσεβείας ἐκπρέπων μέγιστος νικητὴς
Κωνσταντῖνος σὺν παιδὶ Κρίσπῳ, βασιλεῖ θεοφιλεστάτῳ
καὶ τὰ πάντα τοῦ πατρὸς ὁμοίῳ, τὴν οἰκείαν ἑῴαν ἀπελάμ-
βανον καὶ μίαν ἡνωμένην τὴν Ῥωμαίων κατὰ τὸ παλαιὸν
παρεῖχον ἀρχήν, τὴν ἀπ᾿ ἀνίσχοντος ἡλίου πᾶσαν ἐν κύκλῳ
κατὰ θάτερα τῆς οἰκουμένης ἄρκτον τε ὁμοῦ καὶ μεσημβρίαν
εἰς ἔσχατα δυομένης ἡμέρας ὑπὸ τὴν αὐτῶν ἄγοντες εἰρήνην.
ἀφῄρητο δ᾿ οὖν ἐξ ἀνθρώπων πᾶν δέος τῶν πρὶν αὐτοὺς
πιεζόντων, λαμπρὰς δ᾿ ἐτέλουν καὶ πανηγυρικὰς ἑορτῶν
ἡμέρας, ἦν τε φωτὸς ἔμπλεα πάντα, καὶ μειδιῶσι προσώποις
ὄμμασί τε φαιδροῖς οἱ πρὶν κατηφεῖς ἀλλήλους ἔβλεπον,
χορεῖαι δ᾿ αὐτοῖς καὶ ὕμνοι κατὰ πόλεις ὁμοῦ καὶ ἀγροὺς
τὸν παμβασιλέα θεὸν πρώτιστα πάντων, ὅτι δὴ τοῦτ᾿
ἐδιδάχθησαν, κἄπειτα τὸν εὐσεβῆ βασιλέα παισὶν ἅμα
θεοφιλέσιν ἐγέραιρον, κακῶν δ᾿ ἀμνηστία παλαιῶν ἦν
καὶ λήθη πάσης δυσσεβείας, παρόντων δ᾿ ἀγαθῶν ἀπόλαυσις
καὶ προσέτι μελλόντων προσδοκίαι. ἥπλωντο δ᾿ οὖν κατὰ
πάντα τόπον τοῦ νικητοῦ βασιλέως φιλανθρωπίας ἔμπλεοι
διατάξεις νόμοι τε μεγαλοδωρεᾶς καὶ ἀληθοῦς εὐσεβείας
γνωρίσματα περιέχοντες. οὕτω δῆτα πάσης τυραννίδος
ἐκκαθαρθείσης, μόνοις ἐφυλάττετο τὰ τῆς προσηκούσης
βασιλείας βέβαιά τε καὶ ἀνεπίφθονα Κωνσταντίνῳ καὶ τοῖς
αὐτοῦ παισίν, οἳ τῶν πρόσθεν ἁπάντων ἀποσμήξαντες τοῦ
βίου τὴν θεοστυγίαν, τῶν ἐκ θεοῦ πρυτανευθέντων ἀγαθῶν
αὐτοῖς ᾐσθημένως τὸ φιλάρετον καὶ θεοφιλὲς τό τε πρὸς τὸ
θεῖον εὐσεβὲς καὶ εὐχάριστον δι᾿ ὧν εἰς προῦπτον ἅπασιν
ἀνθρώποις παρέσχον ὁρᾶν, ἐπεδείξαντο.

ΒΙΒΛΙΟΝ Ζ

ΒΙΒΛΙΟΝ Ζ´

Ζ
Τάδε καὶ ἡ ἑβδόμη περιέχει βίβλος
τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας
Α Περὶ τῆς Δεκίου καὶ Γάλλου κακοτροπίας.
Β Οἱ κατὰ τούσδε Ῥωμαίων ἐπίσκοποι.
Γ Ὅπως Κυπριανὸς ἅμα τοῖς κατ᾿ αὐτὸν ἐπισκόποις τοὺς
ἐξ αἱρετικῆς πλάνης ἐπιστρέφοντας λουτρῷ δεῖν
καθαίρειν πρῶτος ἐδογμάτισεν.
Δ Ὁπόσας περὶ τούτου Διονύσιος συνέταξεν ἐπιστολάς.
Ε Περὶ τῆς μετὰ τὸν διωγμὸν εἰρήνης.
Ϛ Περὶ τῆς κατὰ Σαβέλλιον αἱρέσεως.
Ζ Περὶ τῆς τῶν αἱρετικῶν παμμιάρου πλάνης καὶ τῆς
θεοπόμπου ὁράσεως Διονυσίου οὗ τε παρείληφεν
ἐκκλησιαστικοῦ κανόνος.
Η Περὶ τῆς κατὰ Νοουάτον ἑτεροδοξίας.
Θ Περὶ τοῦ τῶν αἱρετικῶν ἀθέου βαπτίσματος.
Ι Περὶ Οὐαλεριανοῦ καὶ τοῦ κατ᾿ αὐτὸν διωγμοῦ.
ΙΑ Περὶ τῶν τότε Διονυσίῳ καὶ τοῖς κατ᾿ Αἴγυπτον
συμβάντων.
ΙΒ Περὶ τῶν ἐν Καισαρείᾳ τῆς Παλαιστίνης μαρτυρη-
σάντων.
ΙΓ Περὶ τῆς κατὰ Γαλλιῆνον εἰρήνης.
ΙΔ Οἱ κατ᾿ ἐκεῖνο συνηκμακότες ἐπίσκοποι.
ΙΕ Ὅπως κατὰ Καισάρειαν Μαρῖνος ἐμαρτύρησεν.
ΙϚ Ἡ κατὰ Ἀστύριον ἱστορία.
ΙΖ Περὶ τῶν κατὰ Πανεάδα σημείων τῆς τοῦ σωτῆρος
ἡμῶν μεγαλουργίας.
ΙΗ Περὶ τοῦ θρόνου Ἰακώβου.
ΙΘ Περὶ τῶν ἑορταστικῶν Διονυσίου ἐπιστολῶν, ἔνθα
καὶ περὶ τοῦ πάσχα κανονίζει.
Κ Περὶ τῶν ἐν Ἀλεξανδρείᾳ συμβάντων.
ΚΑ Περὶ τῆς ἐπισκηψάσης νόσου.
ΚΒ Περὶ τῆς Γαλλιήνου βασιλείας.
ΚΓ Περὶ Νέπωτος καὶ τοῦ κατ᾿ αὐτὸν σχίσματος.
ΚΔ Περὶ τῆς Ἰωάννου ἀποκαλύψεως.
ΚΕ Περὶ τῶν ἐπιστολῶν Διονυσίου.
ΚϚ Περὶ Παύλου τοῦ Σαμοσατέως καὶ τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ
συστάσης ὑπ᾿ αὐτοῦ αἱρέσεως.
ΚΖ Περὶ τῶν τότε γνωριζομένων διαφανῶν ἐπισκόπων.
ΚΗ Ὅπως ὁ Παῦλος ἀπελεγχθεὶς ἐξεκηρύχθη.
ΚΘ Περὶ τῆς τῶν Μανιχαίων ἑτεροδόξου διαστροφῆς ἄρτι
τότε ἀρξαμένης.
Λ Περὶ τῶν καθ᾿ ἡμᾶς αὐτοὺς διαπρεψάντων ἐκκλησιασ-
τικῶν ἀνδρῶν τίνες τε αὐτῶν μέχρι τῆς τῶν
ἐκκλησιῶν πολιορκίας διέμειναν.
Τὸν ἕβδομον τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας αὖθις ὁ μέγας
ἡμῖν Ἀλεξανδρέων ἐπίσκοπος Διονύσιος ἰδίαις φωναῖς
συνεκπονήσει, τῶν καθ᾿ ἑαυτὸν πεπραγμένων ἕκαστα ἐν
μέρει δι᾿ ὧν καταλέλοιπεν ἐπιστολῶν ὑφηγούμενος· ἐμοὶ
δ᾿ ὁ λόγος ἐντεῦθεν ποιήσεται τὴν ἀρχήν.
Δέκιον οὐδ᾿ ὅλον ἐπικρατήσαντα δυεῖν ἐτοῖν χρόνον
αὐτίκα τε ἅμα τοῖς παισὶν κατασφαγέντα Γάλλος διαδέχεται·
Ὠριγένης ἐν τούτῳ ἑνὸς δέοντα τῆς ζωῆς ἑβδομήκοντα
ἀποπλήσας ἔτη, τελευτᾷ. γράφων γέ τοι ὁ Διονύσιος
Ἑρμάμμωνι, περὶ τοῦ Γάλλου ταῦτα φάσκει·
«ἀλλ᾿ οὐδὲ Γάλλος ἔγνω τὸ Δεκίου κακὸν οὐδὲ
προεσκόπησεν τί ποτ᾿ ἐκεῖνον ἔσφηλεν, ἀλλὰ πρὸς τὸν
αὐτὸν πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτοῦ γενόμενον ἔπταισε λίθον
ὃς εὖ φερομένης αὐτῷ τῆς βασιλείας καὶ κατὰ νοῦν χωρούντων
τῶν πραγμάτων, τοὺς ἱεροὺς ἄνδρας, τοὺς περὶ τῆς εἰρήνης
αὐτοῦ καὶ τῆς ὑγιείας πρεσβεύοντας πρὸς τὸν θεόν, ἤλασεν.
οὐκοῦν σὺν ἐκείνοις ἐδίωξεν καὶ τὰς ὑπὲρ αὐτοῦ
προσευχάς».
ταῦτα μὲν οὖν περὶ τοῦδε·
κατὰ δὲ τὴν Ῥωμαίων πόλιν Κορνηλίου ἔτεσιν ἀμφὶ
τὰ τρία τὴν ἐπισκοπὴν διανύσαντος, Λούκιος κατέστη
διάδοχος, μησὶν δ᾿ οὐδ᾿ ὅλοις οὗτος ὀκτὼ τῇ λειτουργίᾳ
διακονησάμενος, Στεφάνῳ τελευτῶν μεταδίδωσι τὸν κλῆρον.
τούτῳ τὴν πρώτην ὁ Διονύσιος τῶν περὶ βαπτίσματος
ἐπιστολῶν διατυποῦται, ζητήματος οὐ σμικροῦ τηνικάδε
ἀνακινηθέντος, εἰ δέοι τοὺς ἐξ οἵας δ᾿ οὖν αἱρέσεως ἐπι-
στρέφοντας διὰ λουτροῦ καθαίρειν. παλαιοῦ γέ τοι κεκρα-
τηκότος ἔθους ἐπὶ τῶν τοιούτων μόνῃ χρῆσθαι τῇ διὰ
χειρῶν ἐπιθέσεως εὐχῇ.
πρῶτος τῶν τότε Κυπριανός, τῆς κατὰ Καρχηδόνα
παροικίας ποιμήν, οὐδ᾿ ἄλλως ἢ διὰ λουτροῦ πρότερον τῆς
πλάνης ἀποκαθηραμένους προσίεσθαι δεῖν ἡγεῖτο. ἀλλ᾿ ὅ
γε Στέφανος μὴ δεῖν τι νεώτερον παρὰ τὴν κρατήσασαν
ἀρχῆθεν παράδοσιν ἐπικαινοτομεῖν οἰόμενος, ἐπὶ τούτῳ
διηγανάκτει·
πλεῖστα δὴ οὖν αὐτῷ περὶ τούτου διὰ γραμμάτων ὁ
Διονύσιος ὁμιλήσας, τελευτῶν δηλοῖ ὡς ἄρα τοῦ διωγμοῦ
λελωφηκότος αἱ πανταχόσε ἐκκλησίαι τὴν κατὰ Νοουάτον
ἀποστραφεῖσαι νεωτεροποιίαν, εἰρήνην πρὸς ἑαυτὰς ἀνει-
λήφεσαν· γράφει δὲ ὧδε·
«ἴσθι δὲ νῦν, ἀδελφέ, ὅτι ἥνωνται πᾶσαι αἱ πρότερον
διεσχισμέναι κατά τε τὴν ἀνατολὴν ἐκκλησίαι καὶ ἔτι
προσωτέρω, καὶ πάντες εἰσὶν ὁμόφρονες οἱ πανταχοῦ
προεστῶτες, χαίροντες καθ᾿ ὑπερβολὴν ἐπὶ τῇ παρὰ
προσδοκίαν εἰρήνῃ γενομένῃ, Δημητριανὸς ἐν Ἀντιοχείᾳ,
Θεόκτιστος ἐν Καισαρείᾳ, Μαζαβάνης ἐν Αἰλίᾳ, Μαρῖνος
ἐν Τύρῳ κοιμηθέντος Ἀλεξάνδρου, Ἡλιόδωρος ἐν
Λαοδικείᾳ ἀναπαυσαμένου Θηλυμίδρου, Ἕλενος ἐν Ταρσῷ
καὶ πᾶσαι αἱ τῆς Κιλικίας ἐκκλησίαι, Φιρμιλιανὸς καὶ πᾶσα
Καππαδοκία· τοὺς γὰρ περιφανεστέρους μόνους τῶν
ἐπισκόπων ὠνόμασα, ἵνα μήτε μῆκος τῇ ἐπιστολῇ μήτε
βάρος προσάψω τῷ λόγῳ. αἱ μέντοι Συρίαι ὅλαι καὶ ἡ
Ἀραβία, οἷς ἐπαρκεῖτε ἑκάστοτε καὶ οἷς νῦν ἐπεστείλατε,
ἥ τε Μεσοποταμία Πόντος τε καὶ Βιθυνία καὶ συνελόντι
εἰπεῖν ἀγαλλιῶνται πάντες πανταχοῦ τῇ ὁμονοίᾳ καὶ
φιλαδελφίᾳ, δοξάζοντες τὸν θεόν».
ταῦτα μὲν ὁ Διονύσιος· Στέφανον δ᾿ ἐπὶ δυσὶν
ἀποπλήσαντα τὴν λειτουργίαν ἔτεσιν, Ξύστος διαδέχεται.
τούτῳ δευτέραν ὁ Διονύσιος περὶ βαπτίσματος χαράξας
ἐπιστολήν, ὁμοῦ τὴν Στεφάνου καὶ τῶν λοιπῶν ἐπισκόπων
γνώμην τε καὶ κρίσιν δηλοῖ, περὶ τοῦ Στεφάνου λέγων
ταῦτα·
«ἐπεστάλκει μὲν οὖν πρότερον καὶ περὶ Ἑλένου καὶ
περὶ Φιρμιλιανοῦ καὶ πάντων τῶν τε ἀπὸ Κιλικίας καὶ
Καππαδοκίας καὶ δῆλον ὅτι Γαλατίας καὶ πάντων τῶν ἑξῆς
ὁμορούντων ἐθνῶν, ὡς οὐδὲ ἐκείνοις κοινωνήσων διὰ τὴν
αὐτὴν ταύτην αἰτίαν, ἐπειδὴ τοὺς αἱρετικούς, φησίν,
ἀναβαπτίζουσιν. καὶ σκόπει τὸ μέγεθος τοῦ πράγματος.
ὄντως γὰρ δόγματα περὶ τούτου γέγονεν ἐν ταῖς μεγίσταις
τῶν ἐπισκόπων συνόδοις, ὡς πυνθάνομαι, ὥστε τοὺς
προσιόντας ἀπὸ αἱρέσεων προκατηχηθέντας εἶτα ἀπολούε-
σθαι καὶ ἀνακαθαίρεσθαι τὸν τῆς παλαιᾶς καὶ ἀκαθάρτου
ζύμης ῥύπον. καὶ περὶ τούτων αὐτοῦ πάντων δεόμενος
ἐπέστειλα».
καὶ μεθ᾿ ἕτερά φησιν.
«καὶ τοῖς ἀγαπητοῖς δὲ ἡμῶν καὶ συμπρεσβυτέροις
Διονυσίῳ καὶ Φιλήμονι, συμψήφοις πρότερον Στεφάνῳ
γενομένοις καὶ περὶ τῶν αὐτῶν μοι γράφουσιν, πρότερον
μὲν ὀλίγα, καὶ νῦν δὲ διὰ πλειόνων ἐπέστειλα».
Ἀλλὰ ταῦτα μὲν περὶ τοῦ δηλουμένου ζητήματος·
σημαίνων δὲ ἐν ταὐτῷ καὶ περὶ τῶν κατὰ Σαβέλλιον
αἱρετικῶν ὡς κατ᾿ αὐτὸν ἐπιπολαζόντων, ταῦτά φησιν·
«περὶ γὰρ τοῦ νῦν κινηθέντος ἐν τῇ Πτολεμαΐδι τῆς
Πενταπόλεως δόγματος, ὄντος ἀσεβοῦς καὶ βλασφημίαν
πολλὴν ἔχοντος περὶ τοῦ παντοκράτορος θεοῦ πατρὸς
τοῦ κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀπιστίαν τε πολλὴν
περὶ τοῦ μονογενοῦς παιδὸς αὐτοῦ, τοῦ πρωτοτόκου
πάσης κτίσεως, τοῦ ἐνανθρωπήσαντος λόγου, ἀναισθησίαν
δὲ τοῦ ἁγίου πνεύματος, ἐλθόντων ἑκατέρωθεν πρὸς ἐμὲ
καὶ προγραμμάτων καὶ τῶν διαλεξομένων ἀδελφῶν,
ἐπέστειλά τινα, ὡς ἐδυνήθην, παρασχόντος τοῦ θεοῦ,
διδασκαλικώτερον ὑφηγούμενος, ὧν τὰ ἀντίγραφα ἔπεμψά
σοι».
Καὶ ἐν τῇ τρίτῃ δὲ τῶν περὶ βαπτίσματος, ἣν
Φιλήμονι τῷ κατὰ Ῥώμην πρεσβυτέρῳ ὁ αὐτὸς γράφει
Διονύσιος, ταῦτα παρατίθεται·
«ἐγὼ δὲ καὶ τοῖς συντάγμασιν καὶ ταῖς παραδόσεσιν
τῶν αἱρετικῶν ἐνέτυχον, χραίνων μέν μου πρὸς ὀλίγον
τὴν ψυχὴν ταῖς παμμιάροις αὐτῶν ἐνθυμήσεσιν, ὄνησιν δ᾿
οὖν ἀπ᾿ αὐτῶν ταύτην λαμβάνων, τὸ ἐξελέγχειν αὐτοὺς
παρ᾿ ἐμαυτῷ καὶ πολὺ πλέον βδελύττεσθαι. καὶ δή
τινος ἀδελφοῦ τῶν πρεσβυτέρων με ἀπείργοντος καὶ δεδιττο-
μένου συμφύρεσθαι τῷ τῆς πονηρίας αὐτῶν βορβόρῳ,
λυμανεῖσθαι γὰρ τὴν ψυχὴν τὴν ἐμαυτοῦ, καὶ ἀληθῆ γε
λέγοντος, ὡς ᾐσθόμην· ὅραμα θεόπεμπτον προσελθὸν
ἐπέρρωσέν με, καὶ λόγος πρός με γενόμενος προσέταξεν,
διαρρήδην λέγων· «πᾶσιν ἐντύγχανε οἷς ἂν εἰς χεῖρας
λάβοις· διευθύνειν γὰρ ἕκαστα καὶ δοκιμάζειν ἱκανὸς εἶ,
καί σοι γέγονεν τοῦτο ἐξ ἀρχῆς καὶ τῆς πίστεως αἴτιον».
ἀπεδεξάμην τὸ ὅραμα, ὡς ἀποστολικῇ φωνῇ συντρέχον τῇ
λεγούσῃ πρὸς τοὺς δυνατωτέρους γίνεσθε δόκιμοι τρα-
πεζῖται».
εἶτά τινα περὶ πασῶν εἰπὼν τῶν αἱρέσεων, ἐπιφέρει
λέγων·
«τοῦτον ἐγὼ τὸν κανόνα καὶ τὸν τύπον παρὰ τοῦ μακαρίου
πάπα ἡμῶν Ἡρακλᾶ παρέλαβον. τοὺς γὰρ προσιόντας ἀπὸ
τῶν αἱρέσεων, καίτοι τῆς ἐκκλησίας ἀποστάντας, μᾶλλον
δὲ οὐδὲ ἀποστάντας, ἀλλὰ συνάγεσθαι μὲν δοκοῦντας,
καταμηνυθέντας δὲ ὡς προσφοιτῶντάς τινι τῶν ἑτεροδι-
δασκαλούντων, ἀπελάσας τῆς ἐκκλησίας, δεομένους οὐ
προσήκατο, ἕως δημοσίᾳ πάντα ὅσα ἀκηκόασιν παρὰ τοῖς
ἀντιδιατιθεμένοις ἐξέφρασαν, καὶ τότε συνήγαγεν αὐτούς,
οὐ δεηθεὶς ἐπ᾿ αὐτῶν ἑτέρου βαπτίσματος· τοῦ γὰρ ἁγίου
πρότερον παρ᾿ αὐτοῦ τετυχήκεσαν».
πάλιν δὲ ἐπὶ πολὺ γυμνάσας τὸ πρόβλημα, ταῦτ᾿
ἐπιλέγει·
«μεμάθηκα καὶ τοῦτο ὅτι μὴ νῦν οἱ ἐν Ἀφρικῇ μόνον
τοῦτο παρεισήγαγον, ἀλλὰ καὶ πρὸ πολλοῦ κατὰ τοὺς πρὸ
ἡμῶν ἐπισκόπους ἐν ταῖς πολυανθρωποτάταις ἐκκλησίαις
καὶ ταῖς συνόδοις τῶν ἀδελφῶν, ἐν Ἰκονίῳ καὶ Συνάδοις
καὶ παρὰ πολλοῖς, τοῦτο ἔδοξεν· ὧν τὰς βουλὰς ἀνατρέπων
εἰς ἔριν αὐτοὺς καὶ φιλονεικίαν ἐμβαλεῖν οὐχ ὑπομένω. οὐ
γὰρ μετακινήσεις, φησίν, ὅρια τοῦ πλησίον σου,
ἃ ἔθεντο οἱ πατέρες σου».
Ἡ τετάρτη αὐτοῦ τῶν περὶ βαπτίσματος ἐπιστολῶν
πρὸς τὸν κατὰ Ῥώμην ἐγράφη Διονύσιον, τότε μὲν πρεσβείου
ἠξιωμένον, οὐκ εἰς μακρὸν δὲ καὶ τὴν ἐπισκοπὴν τῶν ἐκεῖσε
παρειληφότα· ἐξ ἧς γνῶναι πάρεστιν ὅπως καὶ αὐτὸς οὗτος
λόγιός τε καὶ θαυμάσιος πρὸς τοῦ κατ᾿ Ἀλεξάνδρειαν
Διονυσίου μεμαρτύρηται. γράφει δὲ αὐτῷ μεθ᾿ ἕτερα τῶν
κατὰ Νοουάτον μνημονεύων ἐν τούτοις·
«Νοουατιανῷ μὲν γὰρ εὐλόγως ἀπεχθανόμεθα, διακόψαντι
τὴν ἐκκλησίαν καί τινας τῶν ἀδελφῶν εἰς ἀσεβείας καὶ
βλασφημίας ἑλκύσαντι καὶ περὶ τοῦ θεοῦ διδασκαλίαν
ἀνοσιωτάτην ἐπεισκυκλήσαντι καὶ τὸν χρηστότατον κύριον
ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν ὡς ἀνηλεῆ συκοφαντοῦντι, ἐπὶ πᾶσι
δὲ τούτοις τὸ λουτρὸν ἀθετοῦντι τὸ ἅγιον καὶ τήν τε πρὸ
αὐτοῦ πίστιν καὶ ὁμολογίαν ἀνατρέποντι τό τε πνεῦμα τὸ
ἅγιον ἐξ αὐτῶν, εἰ καί τις ἦν ἐλπὶς τοῦ παραμεῖναι ἢ καὶ
ἐπανελθεῖν πρὸς αὐτούς, παντελῶς φυγαδεύοντι».
Καὶ ἡ πέμπτη δὲ αὐτῷ πρὸς τὸν Ῥωμαίων ἐπίσκοπον
Ξύστον γέγραπτο· ἐν ᾗ πολλὰ κατὰ τῶν αἱρετικῶν εἰπών,
τοιοῦτόν τι γεγονὸς κατ᾿ αὐτὸν ἐκτίθεται, λέγων·
«καὶ γὰρ ὄντως, ἀδελφέ, καὶ συμβουλῆς δέομαι καὶ
γνώμην αἰτῶ παρὰ σοῦ, τοιούτου τινός μοι προσελθόντος
πράγματος, δεδιὼς μὴ ἄρα σφάλλομαι. τῶν γὰρ
συναγομένων ἀδελφῶν πιστὸς νομιζόμενος ἀρχαῖος καὶ πρὸ
τῆς ἐμῆς χειροτονίας, οἶμοι δὲ καὶ τῆς τοῦ μακαρίου
Ἡρακλᾶ καταστάσεως, τῆς συναγωγῆς μετασχών, τοῖς
ὑπόγυον βαπτιζομένοις παρατυχὼν καὶ τῶν ἐπερωτήσεων
καὶ τῶν ἀποκρίσεων ἐπακούσας, προσῆλθέν μοι κλαίων
καὶ καταθρηνῶν ἑαυτὸν καὶ πίπτων πρὸ τῶν ποδῶν μου,
ἐξομολογούμενος μὲν καὶ ἐξομνύμενος τὸ βάπτισμα, ὃ
παρὰ τοῖς αἱρετικοῖς βεβάπτιστο, μὴ τοῦτο εἶναι μηδὲ
ὅλως ἔχειν τινὰ πρὸς τοῦτο κοινωνίαν, ἀσεβείας γὰρ ἐκεῖνο
καὶ βλασφημιῶν πεπληρῶσθαι, λέγων δὲ πάνυ τι
τὴν ψυχὴν νῦν κατανενύχθαι καὶ μηδὲ παρρησίαν ἔχειν
ἐπᾶραι τοὺς ὀφθαλμοὺς πρὸς τὸν θεὸν ἀπὸ τῶν ἀνοσίων
ἐκείνων ῥημάτων καὶ πραγμάτων ὁρμώμενος, καὶ διὰ τοῦτο
δεόμενος τῆς εἰλικρινεστάτης ταύτης καθάρσεως καὶ
παραδοχῆς καὶ χάριτος τυχεῖν· ὅπερ ἐγὼ μὲν οὐκ
ἐτόλμησα ποιῆσαι, φήσας αὐτάρκη τὴν πολυχρόνιον αὐτῷ
κοινωνίαν εἰς τοῦτο γεγονέναι. εὐχαριστίας γὰρ ἐπακούσαντα
καὶ συνεπιφθεγξάμενον τὸ ἀμὴν καὶ τραπέζῃ παραστάντα
καὶ χεῖρας εἰς ὑποδοχὴν τῆς ἁγίας τροφῆς προτείναντα καὶ
ταύτην καταδεξάμενον καὶ τοῦ σώματος καὶ τοῦ αἵματος
τοῦ κυρίου ἡμῶν μετασχόντα ἱκανῷ χρόνῳ, οὐκ ἂν ἐξ
ὑπαρχῆς ἀνασκευάζειν ἔτι τολμήσαιμι· θαρσεῖν δὲ ἐκέλευον
καὶ μετὰ βεβαίας πίστεως καὶ ἀγαθῆς ἐλπίδος τῇ μετοχῇ
τῶν ἁγίων προσιέναι. ὃ δὲ οὔτε πενθῶν παύεται
πέφρικέν τε τῇ τραπέζῃ προσιέναι καὶ μόλις παρακαλούμενος
συνεστάναι ταῖς προσευχαῖς ἀνέχεται».
ἐπὶ ταῖς προειρημέναις φέρεταί τις καὶ ἄλλη τοῦ
αὐτοῦ περὶ βαπτίσματος ἐπιστολή, ἐξ αὐτοῦ καὶ ἧς ἡγεῖτο
παροικίας Ξύστῳ καὶ τῇ κατὰ Ῥώμην ἐκκλησίᾳ προσπεφω-
νημένη, ἐν ᾗ διὰ μακρᾶς ἀποδείξεως τὸν περὶ τοῦ
ὑποκειμένου ζητήματος παρατείνει λόγον. καὶ ἄλλη δέ τις
αὐτοῦ μετὰ ταύτας φέρεται πρὸς τὸν κατὰ Ῥώμην Διονύσιον,
ἡ περὶ Λουκιανοῦ. καὶ περὶ μὲν τούτων τοσαῦτα.
Οἵ γε μὴν ἀμφὶ τὸν Γάλλον οὐδ᾿ ὅλοις ἔτεσιν δύο
τὴν ἀρχὴν ἐπικατασχόντες, ἐκποδὼν μεθίστανται, Οὐαλερια-
νὸς δ᾿ ἅμα παιδὶ Γαλλιήνῳ διαδέχεται τὴν ἡγεμονίαν.
αὖθις δὴ οὖν ὁ Διονύσιος οἷα καὶ περὶ τούτου διέξεισιν,
ἐκ τῆς πρὸς Ἑρμάμμωνα ἐπιστολῆς μαθεῖν ἔστιν, ἐν ᾗ
τοῦτον ἱστορεῖ τὸν τρόπον·
«καὶ τῷ Ἰωάννῃ δὲ ὁμοίως ἀποκαλύπτεται· καὶ ἐδόθη
γὰρ αὐτῷ, φησίν, στόμα λαλοῦν μεγάλα καὶ βλασ-
φημίαν, καὶ ἐδόθη αὐτῷ ἐξουσία καὶ μῆνες τεσ-
σαράκοντα δύο. ἀμφότερα δὲ ἔστιν ἐπὶ Οὐαλερια-
νοῦ θαυμάσαι καὶ τούτων μάλιστα τὰ πρὸ αὐτοῦ ὡς οὕτως
ἔσχεν, συννοεῖν ὡς μὲν ἤπιος καὶ φιλόφρων ἦν πρὸς τοὺς
ἀνθρώπους τοῦ θεοῦ· οὐδὲ γὰρ ἄλλος τις οὕτω τῶν πρὸ
αὐτοῦ βασιλέων εὐμενῶς καὶ δεξιῶς πρὸς αὐτοὺς διετέθη, οὐδ᾿
οἱ λεχθέντες ἀναφανδὸν Χριστιανοὶ γεγονέναι, ὡς ἐκεῖνος
οἰκειότατα ἐν ἀρχῇ καὶ προσφιλέστατα φανερὸς ἦν αὐτοὺς
ἀποδεχόμενος, καὶ πᾶς τε ὁ οἶκος αὐτοῦ θεοσεβῶν πεπλήρωτο
καὶ ἦν ἐκκλησία θεοῦ· ἀποσκευάσασθαι δὲ παρέπεισεν
αὐτὸν ὁ διδάσκαλος καὶ τῶν ἀπ᾿ Αἰγύπτου μάγων ἀρχισυ-
νάγωγος, τοὺς μὲν καθαροὺς καὶ ὁσίους ἄνδρας κτείνεσθαι καὶ
διώκεσθαι κελεύων ὡς ἀντιπάλους καὶ κωλυτὰς τῶν
παμμιάρων καὶ βδελυκτῶν ἐπαοιδῶν ὑπάρχοντας, (καὶ
γὰρ εἰσὶν καὶ ἦσαν ἱκανοί, παρόντες καὶ ὁρώμενοι καὶ
μόνον ἐμπνέοντες καὶ φθεγγόμενοι διασκεδάσαι τὰς τῶν
ἀλιτηρίων δαιμόνων ἐπιβουλάς), τελετὰς δὲ ἀνάγνους καὶ
μαγγανείας ἐξαγίστους καὶ ἱερουργίας ἀκαλλιερήτους ἐπι-
τελεῖν ὑποτιθέμενος, παῖδας ἀθλίους ἀποσφάττειν καὶ τέκνα
δυστήνων πατέρων καταθύειν καὶ σπλάγχνα νεογενῆ διαιρεῖν
καὶ τὰ τοῦ θεοῦ διακόπτειν καὶ καταχορδεύειν πλάσματα,
ὡς ἐκ τούτων εὐδαιμονήσοντας».
καὶ τούτοις γε ἐπιφέρει λέγων·
«καλὰ γοῦν αὐτοῖς Μακριανὸς τῆς ἐλπιζομένης βασιλείας
προσήνεγκεν χαριστήρια· ὃς πρότερον μὲν ἐπὶ τῶν καθόλου
λόγων λεγόμενος εἶναι βασιλέως, οὐδὲν εὔλογον οὐδὲ
καθολικὸν ἐφρόνησεν, ἀλλ᾿ ὑποπέπτωκεν ἀρᾷ προφητικῇ
τῇ λεγούσῃ· οὐαὶ τοῖς προφητεύουσιν ἀπὸ καρδίας
αὐτῶν καὶ τὸ καθόλου μὴ βλέπουσιν· οὐ γὰρ
συνῆκεν τὴν καθόλου πρόνοιαν, οὐδὲ τὴν κρίσιν ὑπείδετο τοῦ
πρὸ πάντων καὶ διὰ πάντων καὶ ἐπὶ πᾶσιν, δι᾿ ὃ καὶ τῆς
μὲν καθολικῆς αὐτοῦ ἐκκλησίας γέγονεν πολέμιος, ἠλλοτρίω-
σεν δὲ καὶ ἀπεξένωσεν ἑαυτὸν τοῦ ἐλέους τοῦ θεοῦ καὶ ὡς
πορρωτάτω τῆς ἑαυτοῦ σωτηρίας ἐφυγάδευσεν, ἐν τούτῳ τὸ
ἴδιον ἐπαληθεύων ὄνομα».
καὶ πάλιν μεθ᾿ ἕτερά φησιν·
«ὁ μὲν γὰρ Οὐαλεριανὸς εἰς ταῦτα ὑπὸ τούτου προαχθείς,
εἰς ὕβρεις καὶ ὀνειδισμοὺς ἐκδοθείς, κατὰ τὸ ῥηθὲν πρὸς
Ἡσαΐαν· καὶ οὗτοι ἐξελέξαντο τὰς ὁδοὺς αὐτῶν
καὶ τὰ βδελύγματα αὐτῶν, ἃ ἡ ψυχὴ αὐτῶν ἠθέ-
λησεν, καὶ ἐγὼ ἐκλέξομαι τὰ ἐμπαίγματα αὐτῶν,
καὶ τὰς ἁμαρτίας ἀνταποδώσω αὐτοῖς· οὗτος
δὲ τῇ βασιλείᾳ παρὰ τὴν ἀξίαν ἐπιμανεὶς καὶ τὸν βασί-
λειον ὑποδῦναι κόσμον ἀδυνατῶν ἀναπήρῳ τῷ σώματι,
τοὺς δύο παῖδας τὰς πατρῴας ἀναδεξαμένους ἁμαρτίας
προεστήσατο. ἐναργὴς γὰρ ἐπὶ τούτων ἡ πρόρρησις ἣν
εἶπεν ὁ θεός· ἀποδιδοὺς ἁμαρτίας πατέρων ἐπὶ
τέκνα ἕως τρίτης καὶ τετάρτης γενεᾶς τοῖς
μισοῦσίν με. τὰς γὰρ ἰδίας πονηρὰς ἐπιθυμίας ὧν
ἠτύχει, ταῖς τῶν υἱῶν κεφαλαῖς ἐπιβαλών, εἰς ἐκείνους τὴν
ἑαυτοῦ κακίαν καὶ τὸ πρὸς τὸν θεὸν μῖσος ἐξωμόρξατο».
καὶ περὶ μὲν τοῦ Οὐαλεριανοῦ τοσαῦτα ὁ Διονύσιος.
Περὶ δὲ τοῦ κατ᾿ αὐτὸν διωγμοῦ σφοδρότατα
πνεύσαντος οἷα σὺν ἑτέροις ὁ αὐτὸς διὰ τὴν εἰς τὸν τῶν
ὅλων θεὸν εὐσέβειαν ὑπέστη, δηλώσουσιν αἱ αὐτοῦ φωναὶ
ἃς πρὸς Γερμανὸν τῶν κατ᾿ αὐτὸν ἐπισκόπων κακῶς
ἀγορεύειν αὐτὸν πειρώμενον ἀποτεινόμενος, τοῦτον παρα-
τίθεται τὸν τρόπον·
«εἰς ἀφροσύνην δὲ κινδυνεύω πολλὴν καὶ ἀναισθησίαν
ὄντως ἐμπεσεῖν, εἰς ἀνάγκην συμβιβαζόμενος τοῦ διηγεῖσθαι
τὴν θαυμαστὴν περὶ ἡμᾶς οἰκονομίαν τοῦ θεοῦ· ἀλλ᾿ ἐπεὶ
μυστήριον, φησίν, βασιλέως κρύψαι καλόν, τὰ δὲ
ἔργα τοῦ θεοῦ ἀνακαλύπτειν ἔνδοξον, ὁμόσε χωρήσω
τῇ Γερμανοῦ βίᾳ. ἧκον πρὸς Αἰμιλιανόν, οὐ μόνος,
ἠκολούθησαν δέ μοι συμπρεσβύτερός τέ μου Μάξιμος καὶ διά-
κονοι Φαῦστος Εὐσέβιος Χαιρήμων, καί τις τῶν ἀπὸ Ῥώμης
παρόντων ἀδελφῶν ἡμῖν συνεισῆλθεν. Αἰμιλιανὸς δὲ οὐκ
εἶπέν μοι προηγουμένως «μὴ σύναγε». περιττὸν γὰρ τοῦτο
ἦν αὐτῷ καὶ τὸ τελευταῖον, ἐπὶ τὸ πρῶτον ἀνατρέχοντι·
οὐ γὰρ περὶ τοῦ μὴ συνάγειν ἑτέρους ὁ λόγος ἦν αὐτῷ, ἀλλὰ
περὶ τοῦ μηδ᾿ αὐτοὺς ἡμᾶς εἶναι Χριστιανούς, καὶ τούτου
προσέταττεν πεπαῦσθαι, εἰ μεταβαλοίμην ἐγώ, καὶ τοὺς
ἄλλους ἕψεσθαί μοι νομίζων. ἀπεκρινάμην δὲ οὐκ
ἀπεοικότως οὐδὲ μακρὰν τοῦ πειθαρχεῖν δεῖ θεῷ μᾶλ-
λον ἢ ἀνθρώποις, ἀλλ᾿ ἄντικρυς διεμαρτυράμην ὅτι τὸν
θεὸν τὸν ὄντα μόνον καὶ οὐδένα ἕτερον σέβω οὐδ᾿ ἂν μετα-
θείμην οὐδὲ παυσαίμην ποτὲ Χριστιανὸς ὤν. ἐπὶ τούτοις
ἐκέλευσεν ἡμᾶς ἀπελθεῖν εἰς κώμην πλησίον τῆς ἐρήμου
καλουμένην Κεφρώ. αὐτῶν δὲ ἐπακούσατε τῶν ὑπ᾿
ἀμφοτέρων λεχθέντων ὡς ὑπεμνηματίσθη.
«εἰσαχθέντων Διονυσίου καὶ Φαύστου καὶ Μαξίμου καὶ
Μαρκέλλου καὶ Χαιρήμονος, Αἰμιλιανὸς διέπων τὴν ἡγεμονίαν
εἶπεν· «καὶ ἀγράφως ὑμῖν διελέχθην περὶ τῆς φιλανθρωπίας
τῶν κυρίων ἡμῶν ᾗ περὶ ὑμᾶς κέχρηνται· δεδώκασιν
γὰρ ἐξουσίαν ὑμῖν σωτηρίας, εἰ βούλοισθε ἐπὶ τὸ κατὰ φύσιν
τρέπεσθαι καὶ θεοὺς τοὺς σῴζοντας αὐτῶν τὴν βασιλείαν
προσκυνεῖν, ἐπιλαθέσθαι δὲ τῶν παρὰ φύσιν. τί οὖν φατὲ
πρὸς ταῦτα; οὐδὲ γὰρ ἀχαρίστους ὑμᾶς ἔσεσθαι περὶ τὴν
φιλανθρωπίαν αὐτῶν προσδοκῶ, ἐπειδήπερ ἐπὶ τὰ βελτίω
ὑμᾶς προτρέπονται».
«Διονύσιος ἀπεκρίνατο· «οὐ πάντες πάντας προσκυ-
νοῦσι θεούς, ἀλλ᾿ ἕκαστοι τινάς, οὓς νομίζουσιν· ἡμεῖς
τοίνυν τὸν ἕνα θεὸν καὶ δημιουργὸν τῶν ἁπάντων, τὸν καὶ
τὴν βασιλείαν ἐγχειρίσαντα τοῖς θεοφιλεστάτοις Οὐαλεριανῷ
καὶ Γαλλιήνῳ Σεβαστοῖς, τοῦτον καὶ σέβομεν καὶ προσκυ-
νοῦμεν, καὶ τούτῳ διηνεκῶς ὑπὲρ τῆς βασιλείας αὐτῶν,
ὅπως ἀσάλευτος διαμείνῃ, προσευχόμεθα».
«Αἰμιλιανὸς διέπων τὴν ἡγεμονίαν αὐτοῖς εἶπεν·
«τίς γὰρ ὑμᾶς κωλύει καὶ τοῦτον, εἴπερ ἐστὶν θεός, μετὰ
τῶν κατὰ φύσιν θεῶν προσκυνεῖν; θεοὺς γὰρ σέβειν
ἐκελεύσθητε, καὶ θεοὺς οὓς πάντες ἴσασιν».
«Διονύσιος ἀπεκρίνατο· «ἡμεῖς οὐδένα ἕτερον προσκυ-
νοῦμεν».
«Αἰμιλιανὸς διέπων τὴν ἡγεμονίαν αὐτοῖς εἶπεν·
«ὁρῶ ὑμᾶς ὁμοῦ καὶ ἀχαρίστους ὄντας καὶ ἀναισθήτους τῆς
πρᾳότητος τῶν Σεβαστῶν ἡμῶν· δι᾿ ὅπερ οὐκ ἔσεσθε ἐν
τῇ πόλει ταύτῃ, ἀλλὰ ἀποσταλήσεσθε εἰς τὰ μέρη τῆς
Λιβύης καὶ ἐν τόπῳ λεγομένῳ Κεφρώ· τοῦτον γὰρ τὸν
τόπον ἐξελεξάμην ἐκ τῆς κελεύσεως τῶν Σεβαστῶν ἡμῶν.
οὐδαμῶς δὲ ἐξέσται οὔτε ὑμῖν οὔτε ἄλλοις τισὶν ἢ συνόδους
ποιεῖσθαι ἢ εἰς τὰ καλούμενα κοιμητήρια εἰσιέναι. εἰ
δέ τις φανείη ἢ μὴ γενόμενος εἰς τὸν τόπον τοῦτον ὃν
ἐκέλευσα, ἢ ἐν συναγωγῇ τινι εὑρεθείη, ἑαυτῷ τὸν κίνδυνον
ἐπαρτήσει· οὐ γὰρ ἐπιλείψει ἡ δέουσα ἐπιστρέφεια. ἀπόστητε
οὖν ὅπου ἐκελεύσθητε».
«καὶ νοσοῦντα δέ με κατήπειξεν, οὐδὲ μιᾶς ὑπέρθεσιν
δοὺς ἡμέρας. ποίαν οὖν ἔτι τοῦ συνάγειν ἢ μὴ συνάγειν
εἶχον σχολήν;»
εἶτα μεθ᾿ ἕτερά φησιν·
«ἀλλ᾿ οὐδὲ τῆς αἰσθητῆς ἡμεῖς μετὰ τοῦ κυρίου
συναγωγῆς ἀπέστημεν, ἀλλὰ τοὺς μὲν ἐν τῇ πόλει σπου-
δαιότερον συνεκρότουν ὡς συνών, ἀπὼν μὲν τῷ σώματι,
ὡς εἶπεν, παρὼν δὲ τῷ πνεύματι, ἐν δὲ τῇ Κεφροῖ καὶ
πολλὴ συνεπεδήμησεν ἡμῖν ἐκκλησία, τῶν μὲν ἀπὸ τῆς
πόλεως ἀδελφῶν ἑπομένων, τῶν δὲ συνιόντων ἀπ᾿ Αἰγύπτου.
κἀκεῖ θύραν ἡμῖν ὁ θεὸς ἀνέῳξεν τοῦ λόγου. καὶ
τὸ μὲν πρῶτον ἐδιώχθημεν, ἐλιθοβολήθημεν, ὕστερον δέ
τινες οὐκ ὀλίγοι τῶν ἐθνῶν τὰ εἴδωλα καταλιπόντες,
ἐπέστρεψαν ἐπὶ τὸν θεόν· οὐ πρότερον δὲ παραδεξαμένοις
αὐτοῖς τότε πρῶτον δι᾿ ἡμῶν ὁ λόγος ἐπεσπάρη, καὶ
ὥσπερ τούτου ἕνεκεν ἀπαγαγὼν ἡμᾶς πρὸς αὐτοὺς ὁ θεός,
ἐπεὶ τὴν διακονίαν ταύτην ἐπληρώσαμεν, πάλιν ἀπαγήοχεν.
ὁ γὰρ Αἰμιλιανὸς εἰς τραχυτέρους μέν, ὡς ἐδόκει, καὶ
λιβυκωτέρους ἡμᾶς μεταστῆσαι τόπους ἐβουλήθη, καὶ
τοὺς πανταχόσε εἰς τὸν Μαρεώτην ἐκέλευσεν συρρεῖν,
κώμας ἑκάστοις τῶν κατὰ χώραν ἀφορίσας, ἡμᾶς δὲ μᾶλλον
ἐν ὁδῷ καὶ πρώτους καταληφθησομένους ἔταξεν. ᾠκονόμει
γὰρ δῆλον ὅτι καὶ παρεσκεύαζεν ἵνα ὁπόταν βουληθείη
συλλαβεῖν, πάντας εὐαλώτους ἔχοι.
«ἐγὼ δὲ ὅτε μὲν εἰς Κεφρὼ κεκελεύσμην ἀπελθεῖν,
καὶ τὸν τόπον ἠγνόουν ὅποι ποτὲ οὗτός ἐστιν, οὐδὲ τὸ
ὄνομα σχεδὸν πρότερον ἀκηκοώς, καὶ ὅμως εὐθύμως καὶ
ἀταράχως ἀπῄειν· ἐπεὶ δὲ μετασκηνώσειν εἰς τὰ Κολλουθίω-
νος ἀπηγγέλη μοι, ἴσασιν οἱ παρόντες ὅπως διετέθην (ἐνταῦθα
γὰρ ἐμαυτοῦ κατηγορήσω), τὸ μὲν πρῶτον ἠχθέσθην
καὶ λίαν ἐχαλέπηνα· καὶ γὰρ εἰ γνωριμώτεροι καὶ συνη-
θέστεροι ἐτύγχανον ἡμῖν οἱ τόποι, ἀλλ᾿ ἔρημον μὲν ἀδελφῶν
καὶ σπουδαίων ἀνθρώπων ἔφασκον εἶναι τὸ χωρίον, ταῖς δὲ
τῶν ὁδοιπορούντων ἐνοχλήσεσιν καὶ λῃστῶν καταδρομαῖς
ἐκκείμενον· ἔτυχον δὲ παραμυθίας, ὑπομνησάντων
με τῶν ἀδελφῶν ὅτι γειτνιῴη μᾶλλον τῇ πόλει καὶ ἡ μὲν
Κεφρὼ πολλὴν ἡμῖν ἦγεν ἀδελφῶν τῶν ἀπ᾿ Αἰγύπτου τὴν
ἐπιμιξίαν, ὡς πλατύτερον ἐκκλησιάζειν δύνασθαι, ἐκεῖ
δέ, πλησιαίτερον οὔσης τῆς πόλεως, συνεχέστερον τῆς τῶν
ὄντως ἀγαπητῶν καὶ οἰκειοτάτων καὶ φιλτάτων ὄψεως
ἀπολαύσομεν· ἀφίξονται γὰρ καὶ ἀναπαύσονται καὶ ὡς
ἐν προαστείοις πορρωτέρω κειμένοις κατὰ μέρος ἔσονται
συναγωγαί. καὶ οὕτως ἐγένετο».
καὶ μεθ᾿ ἕτερα περὶ τῶν συμβεβηκότων αὐτῷ αὖθις
ταῦτα γράφει·
«πολλαῖς γε ταῖς ὁμολογίαις Γερμανὸς σεμνύνεται, πολλά
γε εἰπεῖν ἔχει καθ᾿ ἑαυτοῦ γενόμενα· ὅσας ἀριθμῆσαι
δύναται περὶ ἡμῶν ἀποφάσεις, δημεύσεις, προγραφάς,
ὑπαρχόντων ἁρπαγάς, ἀξιωμάτων ἀποθέσεις, δόξης κοσμι-
κῆς ὀλιγωρίας, ἐπαίνων ἡγεμονικῶν καὶ βουλευτικῶν
καταφρονήσεις καὶ τῶν ἐναντίων, ἀπειλῶν καὶ καταβοήσεων
καὶ κινδύνων καὶ διωγμῶν καὶ πλάνης καὶ στενοχωρίας
καὶ ποικίλης θλίψεως ὑπομονήν, οἷα τὰ ἐπὶ Δεκίου καὶ
Σαβίνου συμβάντα μοι, οἷα μέχρι νῦν Αἰμιλιανοῦ. ποῦ
δὲ Γερμανὸς ἐφάνη; τίς δὲ περὶ αὐτοῦ λόγος; ἀλλὰ τῆς
πολλῆς ἀφροσύνης, εἰς ἣν ἐμπίπτω διὰ Γερμανόν, ὑφίεμαι,
δι᾿ ὃ καὶ τὴν καθ᾿ ἕκαστον τῶν γενομένων διήγησιν παρίημι
τοῖς εἰδόσιν ἀδελφοῖς λέγειν».
ὁ δ᾿ αὐτὸς καὶ ἐν τῇ πρὸς Δομέτιον καὶ Δίδυμον
ἐπιστολῇ τῶν ἀμφὶ τὸν διωγμὸν αὖθις μνημονεύει ἐν τούτοις·
«τοὺς δὲ ἡμετέρους, πολλούς τε ὄντας καὶ ἀγνῶτας ὑμῖν,
περισσὸν ὀνομαστὶ καταλέγειν, πλὴν ἴστε ὅτι ἄνδρες καὶ
γυναῖκες, καὶ νέοι καὶ γέροντες, καὶ κόραι καὶ πρεσβύτιδες,
καὶ στρατιῶται καὶ ἰδιῶται, καὶ πᾶν γένος καὶ πᾶσα
ἡλικία, οἳ μὲν διὰ μαστίγων καὶ πυρός, οἳ δὲ διὰ σιδήρου
τὸν ἀγῶνα νικήσαντες, τοὺς στεφάνους ἀπειλήφασιν·
τοῖς δὲ οὐ πάμπολυς αὐτάρκης ἀπέβη χρόνος εἰς τὸ
φανῆναι δεκτοὺς τῷ κυρίῳ, ὥσπερ οὖν ἔοικεν μηδὲ ἐμοὶ
μέχρι νῦν, διόπερ εἰς ὃν οἶδεν αὐτὸς ἐπιτήδειον καιρὸν
ὑπερέθετό με ὁ λέγων καιρῷ δεκτῷ ἐπήκουσά σου, καὶ
ἐν ἡμέρᾳ σωτηρίας ἐβοήθησά σοι. τὰ γὰρ καθ᾿
ἡμᾶς ἐπειδὴ πυνθάνεσθε καὶ βούλεσθε δηλωθῆναι ὑμῖν ὅπως
διάγομεν, ἠκούσατε μὲν πάντως ὅπως ἡμᾶς δεσμώτας
ἀγομένους ὑπὸ ἑκατοντάρχου καὶ στρατηγῶν καὶ τῶν σὺν
αὐτοῖς στρατιωτῶν καὶ ὑπηρετῶν, ἐμέ τε καὶ Γάϊον καὶ
Φαῦστον καὶ Πέτρον καὶ Παῦλον, ἐπελθόντες τινὲς τῶν
Μαρεωτῶν, ἄκοντας καὶ μηδὲ ἑπομένους, βίᾳ τε καὶ
σύροντες, ἀφήρπασαν· ἐγὼ δὲ νῦν καὶ Γάϊος καὶ
Πέτρος μόνοι, τῶν ἄλλων ἀδελφῶν ἀπορφανισθέντες, ἐν
ἐρήμῳ καὶ αὐχμηρῷ τῆς Λιβύης τόπῳ κατακεκλείσμεθα,
τριῶν ὁδὸν ἡμερῶν τοῦ Παραιτονίου διεστηκότες».
καὶ ὑποκαταβάς φησιν·
«ἐν δὲ τῇ πόλει καταδεδύκασιν ἀφανῶς ἐπισκεπτόμενοι
τοὺς ἀδελφούς, πρεσβύτεροι μὲν Μάξιμος Διόσκορος
Δημήτριος Λούκιος· οἱ γὰρ ἐν τῷ κόσμῳ προφανέστεροι
Φαυστῖνος καὶ Ἀκύλας ἐν Αἰγύπτῳ πλανῶνται· διάκονοι
δὲ οἱ μετὰ τοὺς ἐν τῇ νήσῳ τελευτήσαντας ὑπολειφθέντες
Φαῦστος Εὐσέβιος Χαιρήμων· Εὐσέβιος, ὃν ἐξ ἀρχῆς ὁ
θεὸς ἐνεδυνάμωσεν καὶ παρεσκεύασεν τὰς ὑπηρεσίας τῶν
ἐν ταῖς φυλακαῖς γενομένων ὁμολογητῶν ἐναγωνίως ἀποπλη-
ροῦν καὶ τὰς τῶν σωμάτων περιστολὰς τῶν τελείων καὶ
μακαρίων μαρτύρων οὐκ ἀκινδύνως ἐκτελεῖν· καὶ
γὰρ μέχρι νῦν οὐκ ἀνίησιν ὁ ἡγούμενος τοὺς μὲν ἀναιρῶν,
ὡς προεῖπον, ὠμῶς τῶν προσαγομένων, τοὺς δὲ βασάνοις
καταξαίνων, τοὺς δὲ φυλακαῖς καὶ δεσμοῖς ἐκτήκων
προστάσσων τε μηδένα τούτοις προσιέναι καὶ ἀνερευνῶν
μή τις φανείη, καὶ ὅμως ὁ θεὸς τῇ προθυμίᾳ καὶ λιπαρίᾳ
τῶν ἀδελφῶν διαναπαύει τοὺς πεπιεσμένους».
καὶ τοσαῦτα μὲν ὁ Διονύσιος. ἰστέον δὲ ὡς ὁ μὲν
Εὐσέβιος, ὃν διάκονον προσεῖπεν, σμικρὸν ὕστερον ἐπίσκοπος
τῆς κατὰ Συρίαν Λαοδικείας καθίσταται, ὁ δὲ Μάξιμος,
ὃν τότε πρεσβύτερον εἴρηκεν, μετ᾿ αὐτὸν Διονύσιον τὴν
λειτουργίαν τῶν κατ᾿ Ἀλεξάνδρειαν ἀδελφῶν διαδέχεται,
Φαῦστος δέ, ὁ σὺν αὐτῷ τηνικάδε διαπρέψας ἐν τῇ ὁμολογίᾳ,
μέχρι τοῦ καθ᾿ ἡμᾶς διωγμοῦ φυλαχθείς, γηραιὸς κομιδῇ
καὶ πλήρης ἡμερῶν καθ᾿ ἡμᾶς αὐτοὺς μαρτυρίῳ τὴν κεφαλὴν
ἀποτμηθεὶς τελειοῦται· ἀλλὰ τὰ μὲν κατ᾿ ἐκεῖνο καιροῦ τῷ
Διονυσίῳ συμβάντα τοιαῦτα.
Κατὰ δὲ τὸν δηλούμενον Οὐαλεριανοῦ διωγμὸν τρεῖς ἐν
Καισαρείᾳ τῆς Παλαιστίνης τῇ κατὰ Χριστὸν διαλάμψαντες
ὁμολογίᾳ, θείῳ κατεκοσμήθησαν μαρτυρίῳ, θηρίων γενόμενοι
βορά· τούτων ὁ μὲν Πρίσκος ἐκαλεῖτο, ὁ δὲ Μάλχος, τῷ
δὲ τρίτῳ Ἀλέξανδρος ὄνομα ἦν. τούτους φασὶν κατ᾿ ἀγρὸν
οἰκοῦντας, πρότερον μὲν ἑαυτοὺς ὡς ἀμελεῖς καὶ ῥᾳθύμους
κακίσαι, ὅτι δὴ βραβείων, τοῦ καιροῦ τοῖς πόθου γλιχομένοις
οὐρανίου διανέμοντος, ὀλιγωροῖεν αὐτοί, μὴ οὐχὶ προαρ-
πάζοντες τὸν τοῦ μαρτυρίου στέφανον· ταύτῃ δὲ βουλευσα-
μένους, ὁρμῆσαι ἐπὶ τὴν Καισάρειαν ὁμόσε τε χωρῆσαι ἐπὶ
τὸν δικαστὴν καὶ τυχεῖν τοῦ προδεδηλωμένου τέλους. ἔτι
πρὸς τούτοις γύναιόν τι κατὰ τὸν αὐτὸν διωγμὸν ἐν τῇ
αὐτῇ πόλει τὸν ὅμοιον ἱστοροῦσιν ἀγῶνα διηθληκέναι·
τῆς δὲ Μαρκίωνος αὐτὴν αἱρέσεως γενέσθαι κατέχει λόγος.
Ἀλλ᾿ οὐκ εἰς μακρὸν δουλείαν τὴν παρὰ βαρβάροις
ὑπομείναντος Οὐαλεριανοῦ, μοναρχήσας ὁ παῖς σωφρο-
νέστερον τὴν ἀρχὴν διατίθεται, ἀνίησί τε αὐτίκα διὰ προγραμ-
μάτων τὸν καθ᾿ ἡμῶν διωγμόν, ἐπ᾿ ἐλευθερίας τοῖς τοῦ λόγου
προεστῶσιν τὰ ἐξ ἔθους ἐπιτελεῖν δι᾿ ἀντιγραφῆς προστάξας,
ἥτις τοῦτον ἔχει τὸν τρόπον·
«Αὐτοκράτωρ Καῖσαρ Πούπλιος Λικίνιος Γαλλιῆνος
Εὐσεβὴς Εὐτυχὴς Σεβαστὸς Διονυσίῳ καὶ Πίννᾳ καὶ
Δημητρίῳ καὶ τοῖς λοιποῖς ἐπισκόποις. τὴν εὐεργεσίαν
τῆς ἐμῆς δωρεᾶς διὰ παντὸς τοῦ κόσμου ἐκβιβασθῆναι
προσέταξα, ὅπως ἀπὸ τῶν τόπων τῶν θρῃσκευσίμων
ἀποχωρήσωσιν, καὶ διὰ τοῦτο καὶ ὑμεῖς τῆς ἀντιγραφῆς
τῆς ἐμῆς τῷ τύπῳ χρῆσθαι δύνασθε, ὥστε μηδένα ὑμῖν
ἐνοχλεῖν. καὶ τοῦτο, ὅπερ κατὰ τὸ ἐξὸν δύναται ὑφ᾿ ὑμῶν
ἀναπληροῦσθαι, ἤδη πρὸ πολλοῦ ὑπ᾿ ἐμοῦ συγκεχώρηται,
καὶ διὰ τοῦτο Αὐρήλιος Κυρίνιος, ὁ τοῦ μεγίστου
πράγματος προστατεύων, τὸν τύπον τὸν ὑπ᾿ ἐμοῦ δοθέντα
διαφυλάξει».
ταῦτα ἐπὶ τὸ σαφέστερον ἐκ τῆς Ῥωμαίων ἑρμηνευθέντα
γλώττης ἐγκείσθω. καὶ ἄλλη δὲ τοῦ αὐτοῦ διάταξις φέρεται,
ἣν πρὸς ἑτέρους ἐπισκόπους πεποίηται, τὰ τῶν καλουμένων
κοιμητηρίων ἀπολαμβάνειν ἐπιτρέπων χωρία.
Ἐν τούτῳ δὲ τῆς μὲν Ῥωμαίων ἐκκλησίας εἰς ἔτι τότε
καθηγεῖτο Ξύστος, τῆς δ᾿ ἐπ᾿ Ἀντιοχείας μετὰ Φάβιον
Δημητριανός, Φιρμιλιανὸς δὲ Καισαρείας τῆς Καππαδοκῶν,
καὶ ἐπὶ τούτοις τῶν κατὰ Πόντον ἐκκλησιῶν Γρηγόριος καὶ ὁ
τούτου ἀδελφὸς Ἀθηνόδωρος, Ὠριγένους γνώριμοι· τῆς
δ᾿ ἐπὶ Παλαιστίνης Καισαρείας, Θεοκτίστου μεταλλάξαντος,
διαδέχεται τὴν ἐπισκοπὴν Δόμνος, βραχεῖ δὲ χρόνῳ τούτου
διαγενομένου, Θεότεκνος, ὁ καθ᾿ ἡμᾶς, διάδοχος καθίσταται·
τῆς δ᾿ Ὠριγένους διατριβῆς καὶ οὗτος ἦν. ἀλλὰ καὶ ἐν
Ἱεροσολύμοις ἀναπαυσαμένου Μαζαβάνου, τὸν θρόνον
Ὑμέναιος, ὁ καὶ αὐτὸς ἐπὶ πλείστοις τοῖς καθ᾿ ἡμᾶς δια-
πρέψας ἔτεσιν, διεδέξατο.
Κατὰ τούτους εἰρήνης ἁπανταχοῦ τῶν ἐκκλησιῶν
οὔσης, ἐν Καισαρείᾳ τῆς Παλαιστίνης Μαρῖνος τῶν ἐν
στρατείαις ἀξιώμασι τετιμημένων, γένει τε καὶ πλούτῳ
περιφανὴς ἀνήρ, διὰ τὴν Χριστοῦ μαρτυρίαν τὴν κεφαλὴν
ἀποτέμνεται, τοιᾶσδε ἕνεκεν αἰτίας. τιμή τίς ἐστι
παρὰ Ῥωμαίοις τὸ κλῆμα, οὗ τοὺς τυχόντας φασὶν ἑκατον-
τάρχους γίνεσθαι. τόπου σχολάζοντος, ἐπὶ τοῦτο προκοπῆς
τὸν Μαρῖνον ἡ τοῦ βαθμοῦ τάξις ἐκάλει, ἤδη τε μέλλοντα
τῆς τιμῆς ἔχεσθαι παρελθὼν ἄλλος πρὸ τοῦ βήματος, μὴ
ἐξεῖναι μὲν ἐκείνῳ τῆς Ῥωμαίων μετέχειν ἀξίας κατὰ τοὺς
παλαιοὺς νόμους, Χριστιανῷ γε ὄντι καὶ τοῖς βασιλεῦσι
μὴ θύοντι, κατηγόρει, αὐτῷ δ᾿ ἐπιβάλλειν τὸν κλῆρον·
ἐφ᾿ ᾧ κινηθέντα τὸν δικαστήν (Ἀχαιὸς οὗτος ἦν)
πρῶτον μὲν ἐρέσθαι ποίας ὁ Μαρῖνος εἴη γνώμης, ὡς δ᾿
ὁμολογοῦντα Χριστιανὸν ἐπιμόνως ἑώρα, τριῶν ὡρῶν
ἐπιδοῦναι αὐτῷ εἰς ἐπίσκεψιν διάστημα. ἐκτὸς δῆτα
γενόμενον αὐτὸν τοῦ δικαστηρίου Θεότεκνος ὁ τῇδε ἐπίσκοπος
ἀφέλκει, προσελθὼν δι᾿ ὁμιλίας, καὶ τῆς χειρὸς λαβὼν ἐπὶ
τὴν ἐκκλησίαν προάγει, εἴσω τε πρὸς αὐτῷ στήσας τῷ
ἁγιάσματι, μικρόν τι παραναστείλας αὐτοῦ τῆς χλαμύδος
καὶ τὸ προσηρτημένον αὐτῷ ξίφος ἐπιδείξας ἅμα τε ἀντιπαρα-
τίθησιν προσαγαγὼν αὐτῷ τὴν τῶν θείων εὐαγγελίων
γραφήν, κελεύσας τῶν δυεῖν ἑλέσθαι τὸ κατὰ γνώμην. ὡς
δ᾿ ἀμελλητὶ τὴν δεξιὰν προτείνας ἐδέξατο τὴν θείαν γραφήν,
«ἔχου τοίνυν, ἔχου», φησὶν πρὸς αὐτὸν ὁ Θεότεκνος, «τοῦ θεοῦ,
καὶ τύχοις ὧν εἵλου, πρὸς αὐτοῦ δυναμούμενος, καὶ βάδιζε
μετ᾿ εἰρήνης». εὐθὺς ἐκεῖθεν ἐπανελθόντα αὐτὸν κῆρυξ
ἐβόα καλῶν πρὸ τοῦ δικαστηρίου· καὶ γὰρ ἤδη τὰ τῆς
προθεσμίας τοῦ χρόνου πεπλήρωτο· καὶ δὴ παραστὰς τῷ
δικαστῇ καὶ μείζονα τῆς πίστεως τὴν προθυμίαν ἐπιδείξας,
εὐθὺς ὡς εἶχεν, ἀπαχθεὶς τὴν ἐπὶ θανάτῳ, τελειοῦται.
Ἔνθα καὶ Ἀστύριος ἐπὶ τῇ θεοφιλεῖ παρρησίᾳ μνημο-
νεύεται, ἀνὴρ τῶν ἐπὶ Ῥώμης συγκλητικῶν γενόμενος
βασιλεῦσίν τε προσφιλὴς καὶ πᾶσι γνώριμος εὐγενείας τε
ἕνεκα καὶ περιουσίας· ὃς παρὼν τελειουμένῳ τῷ μάρτυρι,
τὸν ὦμον ὑποθείς, ἐπὶ λαμπρᾶς καὶ πολυτελοῦς ἐσθῆτος
ἄρας τὸ σκῆνος ἐπιφέρεται, περιστείλας τε εὖ μάλα πλουσίως,
τῇ προσηκούσῃ ταφῇ παραδίδωσιν. τούτου μυρία μὲν καὶ
ἄλλα μνημονεύουσιν οἱ τἀνδρὸς καὶ εἰς ἡμᾶς διαμείναντες
γνώριμοι, ἀτὰρ καὶ παραδόξου τοιούτου.
Ἐπὶ τῆς Φιλίππου Καισαρείας, ἣν Πανεάδα Φοίνικες
προσαγορεύουσιν, φασὶ παρὰ ταῖς αὐτόθι δεικνυμέναις ἐν
ταῖς ὑπωρείαις τοῦ καλουμένου. Πανείου ὄρους πηγαῖς,
ἐξ ὧν καὶ τὸν Ἰορδάνην προχεῖσθαι, κατά τινα ἑορτῆς
ἡμέραν σφάγιόν τι καταβάλλεσθαι καὶ τοῦτο τῇ τοῦ δαίμονος
δυνάμει ἀφανὲς γίνεσθαι παραδόξως θαῦμά τε εἶναι περι-
βόητον τοῖς παροῦσι τὸ γινόμενον. παρόντα δ᾿ οὖν ποτε τοῖς
πραττομένοις τὸν Ἀστύριον καὶ τὸ πρᾶγμα καταπεπληγμέ-
νους ἰδόντα τοὺς πολλούς, οἰκτεῖραι τῆς πλάνης, κἄπειτα
ἀνανεύσαντα εἰς οὐρανόν, ἱκετεῦσαι διὰ Χριστοῦ τὸν ἐπὶ
πάντων θεὸν τὸ λαοπλάνον δαιμόνιον ἐλέγξαι καὶ παῦσαι
τῆς τῶν ἀνθρώπων ἀπάτης. ταῦτα δέ φασιν εὐξαμένου,
ἀθρόως τὸ ἱερεῖον ἐπιπολάσαι ταῖς πηγαῖς οὕτω τε αὐτοῖς
τὸ παράδοξον οἴχεσθαι, μηδενὸς μηκέτι θαύματος περὶ
τὸν τόπον γινομένου.
Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ τῆσδε τῆς πόλεως εἰς μνήμην ἐλήλυθα,
οὐκ ἄξιον ἡγοῦμαι παρελθεῖν διήγησιν καὶ τοῖς μεθ᾿ ἡμᾶς
μνημονεύεσθαι ἀξίαν. τὴν γὰρ αἱμορροοῦσαν, ἣν ἐκ τῶν
ἱερῶν εὐαγγελίων πρὸς τοῦ σωτῆρος ἡμῶν τοῦ πάθους
ἀπαλλαγὴν εὕρασθαι μεμαθήκαμεν, ἐνθένδε ἔλεγον ὁρμᾶσθαι
τόν τε οἶκον αὐτῆς ἐπὶ τῆς πόλεως δείκνυσθαι καὶ τῆς ὑπὸ
τοῦ σωτῆρος εἰς αὐτὴν εὐεργεσίας θαυμαστὰ τρόπαια παρα-
μένειν. ἑστάναι γὰρ ἐφ᾿ ὑψηλοῦ λίθου πρὸς μὲν ταῖς
πύλαις τοῦ αὐτῆς οἴκου γυναικὸς ἐκτύπωμα χάλκεον,
ἐπὶ γόνυ κεκλιμένον καὶ τεταμέναις ἐπὶ τὸ πρόσθεν ταῖς
χερσὶν ἱκετευούσῃ ἐοικός, τούτου δὲ ἄντικρυς ἄλλο τῆς
αὐτῆς ὕλης, ἀνδρὸς ὄρθιον σχῆμα, διπλοΐδα κοσμίως
περιβεβλημένον καὶ τὴν χεῖρα τῇ γυναικὶ προτεῖνον, οὗ
παρὰ τοῖς ποσὶν ἐπὶ τῆς στήλης αὐτῆς ξένον τι βοτάνης
εἶδος φύειν, ὃ μέχρι τοῦ κρασπέδου τῆς τοῦ χαλκοῦ
διπλοΐδος ἀνιόν, ἀλεξιφάρμακόν τι παντοίων νοσημάτων τυγ-
χάνειν. τοῦτον τὸν ἀνδριάντα εἰκόνα τοῦ Ἰησοῦ φέρειν
ἔλεγον, ἔμενεν δὲ καὶ εἰς ἡμᾶς, ὡς καὶ ὄψει παραλαβεῖν ἐπι-
δημήσαντας αὐτοὺς τῇ πόλει. καὶ θαυμαστὸν οὐδὲν τοὺς
πάλαι ἐξ ἐθνῶν εὐεργετηθέντας πρὸς τοῦ σωτῆρος ἡμῶν
ταῦτα πεποιηκέναι, ὅτε καὶ τῶν ἀποστόλων αὐτοῦ τὰς
εἰκόνας Παύλου καὶ Πέτρου καὶ αὐτοῦ δὴ τοῦ Χριστοῦ διὰ
χρωμάτων ἐν γραφαῖς σῳζομένας ἱστορήσαμεν, ὡς εἰκός,
τῶν παλαιῶν ἀπαραφυλάκτως οἷα σωτῆρας ἐθνικῇ συνηθείᾳ
παρ᾿ ἑαυτοῖς τοῦτον τιμᾶν εἰωθότων τὸν τρόπον.
Τὸν γὰρ Ἰακώβου θρόνον, τοῦ πρώτου τῆς Ἱεροσολύμων
ἐκκλησίας τὴν ἐπισκοπὴν πρὸς τοῦ σωτῆρος καὶ τῶν
ἀποστόλων ὑποδεξαμένου, ὃν καὶ ἀδελφὸν τοῦ Χριστοῦ
χρηματίσαι οἱ θεῖοι λόγοι περιέχουσιν, εἰς δεῦρο πεφυλαγ-
μένον οἱ τῇδε κατὰ διαδοχὴν περιέποντες ἀδελφοὶ σαφῶς τοῖς
πᾶσιν ἐπιδείκνυνται οἷον περὶ τοὺς ἁγίους ἄνδρας τοῦ
θεοφιλοῦς ἕνεκεν οἵ τε πάλαι καὶ οἱ εἰς ἡμᾶς ἔσῳζόν τε καὶ
ἀποσῴζουσι σέβας. καὶ ταῦτα μὲν ταύτῃ.
Ὅ γε μὴν Διονύσιος πρὸς ταῖς δηλωθείσαις ἐπιστολαῖς
αὐτοῦ ἔτι καὶ τὰς φερομένας ἑορταστικὰς τὸ τηνικαῦτα
συντάττει, πανηγυρικωτέρους ἐν αὐταῖς περὶ τῆς τοῦ
πάσχα ἑορτῆς ἀνακινῶν λόγους. τούτων τὴν μὲν Φλαυΐῳ
προσφωνεῖ, τὴν δὲ Δομετίῳ καὶ Διδύμῳ, ἐν ᾗ καὶ κανόνα
ἐκτίθεται ὀκταετηρίδος, ὅτι μὴ ἄλλοτε ἢ μετὰ τὴν ἐαρινὴν
ἰσημερίαν προσήκοι τὴν τοῦ πάσχα ἑορτὴν ἐπιτελεῖν,
παριστάμενος· πρὸς ταύταις καὶ ἄλλην τοῖς κατ᾿ Ἀλεξάν-
δρειαν συμπρεσβυτέροις ἐπιστολὴν διαχαράττει ἑτέροις τε
ὁμοῦ διαφόρως, καὶ ταύτας ἔτι τοῦ διωγμοῦ συνεστῶτος.
Ἐπιλαβούσης δὲ ὅσον οὔπω τῆς εἰρήνης, ἐπάνεισι
μὲν εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν, πάλιν δ᾿ ἐνταῦθα στάσεως καὶ
πολέμου συστάντος, ὡς οὐχ οἷόν τε ἦν αὐτῷ τοὺς κατὰ τὴν
πόλιν ἅπαντας ἀδελφούς, εἰς ἑκάτερον τῆς στάσεως μέρος
διῃρημένους, ἐπισκοπεῖν, αὖθις ἐν τῇ τοῦ πάσχα ἑορτῇ,
ὥσπερ τις ὑπερόριος, ἐξ αὐτῆς τῆς Ἀλεξανδρείας διὰ
γραμμάτων αὐτοῖς ὡμίλει. καὶ Ἱέρακι δὲ μετὰ ταῦτα
τῶν κατ᾿ Αἴγυπτον ἐπισκόπῳ ἑτέραν ἑορταστικὴν ἐπιστολὴν
γράφων, τῆς κατ᾿ αὐτὸν τῶν Ἀλεξανδρέων στάσεως
μνημονεύει διὰ τούτων·
«ἐμοὶ δέ, τί θαυμαστὸν εἰ πρὸς τοὺς πορρωτέρω
παροικοῦντας χαλεπὸν τὸ κἂν δι᾿ ἐπιστολῶν ὁμιλεῖν, ὅτε
καὶ τὸ πρὸς ἐμαυτὸν αὐτῷ μοι διαλέγεσθαι καὶ τῇ ἰδίᾳ
ψυχῇ συμβουλεύεσθαι καθέστηκεν ἄπορον; πρὸς γοῦν
τὰ ἐμαυτοῦ σπλάγχνα, τοὺς ὁμοσκήνους καὶ συμψύχους
ἀδελφοὺς καὶ τῆς αὐτῆς πολίτας ἐκκλησίας, ἐπιστολιμαίων
δέομαι γραμμάτων, καὶ ταῦθ᾿ ὅπως διαπεμψαίμην, ἀμήχανον
φαίνεται. ῥᾷον γὰρ ἄν τις οὐχ ὅπως εἰς τὴν ὑπερορίαν,
ἀλλὰ καὶ ἀπ᾿ ἀνατολῶν ἐπὶ δυσμὰς περαιωθείη, ἢ τὴν
Ἀλεξάνδρειαν ἀπ᾿ αὐτῆς τῆς Ἀλεξανδρείας ἐπέλθοι.
τῆς γὰρ ἐρήμου τῆς πολλῆς καὶ ἀτριβοῦς ἐκείνης ἣν ἐν δυσὶν
γενεαῖς διώδευσεν ὁ Ἰσραήλ, ἄπειρος μᾶλλον καὶ ἄβατός
ἐστιν ἡ μεσαιτάτη τῆς πόλεως ὁδός· καὶ τῆς θαλάσσης ἣν
ἐκεῖνοι ῥαγεῖσαν καὶ διατειχισθεῖσαν ἔσχον ἱππήλατον
καὶ ὧν ἐν τῇ λεωφόρῳ κατεποντίσθησαν Αἰγύπτιοι, οἱ
γαληνοὶ καὶ ἀκύμαντοι λιμένες γεγόνασιν εἰκών, πολλάκις
φανέντες ἀπὸ τῶν ἐν αὐτοῖς φόνων οἷον ἐρυθρὰ θάλασσα·
ὁ δ᾿ ἐπιρρέων ποταμὸς τὴν πόλιν ποτὲ μὲν ἐρήμου τῆς
ἀνύδρου ξηρότερος ὤφθη καὶ μᾶλλον αὐχμώδης ἐκείνης ἣν
διαπορευόμενος ὁ Ἰσραὴλ οὕτως ἐδίψησεν, ὡς Μωσῆ μὲν
καταβοᾶν, ῥυῆναι δ᾿ αὐτοῖς παρὰ τοῦ θαυμάσια ποιοῦντος
μόνου ἐκ πέτρας ἀκροτόμου ποτόν· ποτὲ δὲ τοσοῦτος
ἐπλήμμυρεν ὡς πᾶσαν τὴν περίχωρον τάς τε ὁδοὺς καὶ
τοὺς ἀγροὺς ἐπικλύσαντα, τῆς ἐπὶ Νῶε γενομένης τοῦ
ὕδατος φορᾶς ἐπαγαγεῖν ἀπειλήν· ἀεὶ δὲ αἵματι καὶ φόνοις
καὶ καταποντισμοῖς κάτεισιν μεμιασμένος, οἷος ὑπὸ Μωσῆ
γέγονεν τῷ Φαραώ, μεταβαλὼν εἰς αἷμα καὶ ἐποζέσας.
καὶ ποῖον γένοιτ᾿ ἂν τοῦ πάντα καθαίροντος ὕδατος
ὕδωρ ἄλλο καθάρσιον; πῶς ἂν ὁ πολὺς καὶ ἀπέραντος ἀν-
θρώποις ὠκεανὸς ἐπιχυθεὶς τὴν πικρὰν ταύτην ἀποσμήξαι
θάλασσαν; ἢ πῶς ἂν ὁ μέγας ποταμός, ὁ ἐκπορευόμενος ἐξ
Ἐδέμ, τὰς τέσσαρας ἀρχὰς εἰς ἃς ἀφορίζεται, μετοχετεύ-
σας εἰς μίαν τοῦ Γηών, ἀποπλύναι τὸν λύθρον; ἢ πότε ὁ
τεθολωμένος ὑπὸ τῶν πονηρῶν πανταχόθεν ἀναθυμιάσεων
ἀὴρ εἰλικρινὴς γένοιτο; τοιοῦτοι γὰρ ἀπὸ τῆς γῆς ἀτμοὶ καὶ
ἀπὸ θαλάσσης ἄνεμοι ποταμῶν τε αὖραι καὶ λιμένων
ἀνιμήσεις ἀποπνέουσιν, ὡς σηπομένων ἐν πᾶσι τοῖς ὑπο-
κειμένοις στοιχείοις νεκρῶν ἰχῶρας εἶναι τὰς δρόσους.
εἶτα θαυμάζουσιν καὶ διαποροῦσιν, πόθεν οἱ συνεχεῖς
λοιμοί, πόθεν αἱ χαλεπαὶ νόσοι, πόθεν αἱ παντοδαπαὶ φθοραί,
πόθεν ὁ ποικίλος καὶ πολὺς τῶν ἀνθρώπων ὄλεθρος, διὰ τί
μηκέτι τοσοῦτο πλῆθος οἰκητόρων ἡ μεγίστη πόλις ἐν
αὐτῇ φέρει, ἀπὸ νηπίων ἀρξαμένη παίδων μέχρι τῶν εἰς
ἄκρον γεγηρακότων, ὅσους ὠμογέροντας οὓς ἐκάλει,
πρότερον ὄντας ἔτρεφεν· ἀλλ᾿ οἱ τεσσαρακοντοῦται καὶ
μέχρι τῶν ἑβδομήκοντα ἐτῶν τοσοῦτον πλέονες τότε, ὥστε
μὴ συμπληροῦσθαι νῦν τὸν ἀριθμὸν αὐτῶν, προσεγγραφέντων
καὶ συγκαταλεγέντων εἰς τὸ δημόσιον σιτηρέσιον τῶν ἀπὸ
τεσσαρεσκαίδεκα ἐτῶν μέχρι τῶν ὀγδοήκοντα, καὶ γεγόνασιν
οἷον ἡλικιῶται τῶν πάλαι γεραιτάτων οἱ ὄψει νεώτατοι.
καὶ οὕτω μειούμενον ἀεὶ καὶ δαπανώμενον ὁρῶντες
τὸ ἐπὶ γῆς ἀνθρώπων γένος, οὐ τρέμουσιν, αὐξομένου καὶ
προκόπτοντος τοῦ παντελοῦς αὐτῶν ἀφανισμοῦ».
Μετὰ ταῦτα λοιμικῆς τὸν πόλεμον διαλαβούσης νόσου
τῆς τε ἑορτῆς πλησιαζούσης, αὖθις διὰ γραφῆς τοῖς ἀδελφοῖς
ὁμιλεῖ, τὰ τῆς συμφορᾶς ἐπισημαινόμενος πάθη διὰ τούτων·
«τοῖς μὲν ἄλλοις ἀνθρώποις οὐκ ἂν δόξειεν καιρὸς
ἑορτῆς εἶναι τὰ παρόντα, οὐδὲ ἔστιν αὐτοῖς οὔτε οὗτος οὔτε
τις ἕτερος, οὐχ ὅπως τῶν ἐπιλύπων, ἀλλ᾿ οὐδ᾿ εἴ τις
περιχαρής, ὃν οἰηθεῖεν μάλιστα. νῦν μέν γε θρῆνοι πάντα,
καὶ πενθοῦσιν πάντες, καὶ περιηχοῦσιν οἰμωγαὶ τὴν πόλιν
διὰ τὸ πλῆθος τῶν τεθνηκότων καὶ τῶν ἀποθνῃσκόντων
ὁσημέραι· ὡς γὰρ ἐπὶ τῶν πρωτοτόκων τῶν Αἰγυπτίων
γέγραπται, οὕτως καὶ νῦν ἐγενήθη κραυγὴ μεγάλη· οὐ
γὰρ ἔστιν οἰκία, ἐν ᾗ οὐκ ἔστιν ἐν αὐτῇ τεθνηκώς,
καὶ ὄφελόν γε εἷς. πολλὰ μὲν γὰρ καὶ δεινὰ καὶ τὰ πρὸ τού-
του συμβεβηκότα· πρῶτον μὲν ἡμᾶς ἤλασαν, καὶ
μόνοι πρὸς ἁπάντων διωκόμενοι καὶ θανατούμενοι ἑωρτά-
σαμεν καὶ τότε, καὶ πᾶς ὁ τῆς καθ᾿ ἕκαστον θλίψεως τόπος
πανηγυρικὸν ἡμῖν γέγονε χωρίον, ἀγρὸς ἐρημία ναῦς
πανδοχεῖον δεσμωτήριον, φαιδροτάτην δὲ πασῶν ἤγαγον
ἑορτὴν οἱ τέλειοι μάρτυρες, εὐωχηθέντες ἐν οὐρανῷ·
μετὰ δὲ ταῦτα πόλεμος καὶ λιμὸς ἐπέλαβεν, ἃ τοῖς
ἔθνεσι συνδιηνέγκαμεν, μόνοι μὲν ὑποστάντες ὅσα ἡμῖν
ἐλυμήναντο, παραπολαύσαντες δὲ καὶ ὧν ἀλλήλους εἰργάσαντό
τε καὶ πεπόνθασιν, καὶ τῇ Χριστοῦ πάλιν ἐνηυφράνθημεν
εἰρήνῃ, ἣν μόνοις ἡμῖν δέδωκεν· βραχυτάτης δὲ ἡμῶν
τε καὶ αὐτῶν τυχόντων ἀναπνοῆς, ἐπικατέσκηψεν ἡ νόσος
αὕτη, πρᾶγμα φόβου τε παντὸς φοβερώτερον ἐκείνοις καὶ
συμφορᾶς ἧστινος οὖν σχετλιώτερον καὶ ὡς ἴδιός τις αὐτῶν
ἀπήγγειλεν συγγραφεύς, πρᾶγμα μόνον δὴ τῶν πάντων
ἐλπίδος κρεῖσσον γενόμενον, ἡμῖν δὲ οὐ τοιοῦτο μέν, γυμνά-
σιον δὲ καὶ δοκίμιον οὐδενὸς τῶν ἄλλων ἔλαττον. ἀπέσχετο
μὲν γὰρ οὐδὲ ἡμῶν, πολλὴ δὲ ἐξῆλθεν εἰς τὰ ἔθνη».
τούτοις ἑξῆς ἐπιφέρει λέγων·
«οἱ γοῦν πλεῖστοι τῶν ἀδελφῶν ἡμῶν δι᾿ ὑπερβάλλουσαν
ἀγάπην καὶ φιλαδελφίαν ἀφειδοῦντες ἑαυτῶν καὶ ἀλλήλων
ἐχόμενοι, ἐπισκοποῦντες ἀφυλάκτως τοὺς νοσοῦντας, λιπα-
ρῶς ὑπηρετούμενοι, θεραπεύοντες ἐν Χριστῷ, συναπηλλάτ-
τοντο ἐκείνοις ἀσμενέστατα, τοῦ παρ᾿ ἑτέρων ἀναπιμπλάμενοι
πάθους καὶ τὴν νόσον ἐφ᾿ ἑαυτοὺς ἕλκοντες ἀπὸ τῶν πλησίον
καὶ ἑκόντες ἀναμασσόμενοι τὰς ἀλγηδόνας. καὶ πολλοὶ
νοσοκομήσαντες καὶ ῥώσαντες ἑτέρους, ἐτελεύτησαν αὐτοί,
τὸν ἐκείνων θάνατον εἰς ἑαυτοὺς μεταστησάμενοι καὶ
τὸ δημῶδες ῥῆμα, μόνης ἀεὶ δοκοῦν φιλοφροσύνης ἔχεσθαι,
ἔργῳ δὴ τότε πληροῦντες, ἀπιόντες αὐτῶν περίψημα. οἱ
γοῦν ἄριστοι τῶν παρ᾿ ἡμῖν ἀδελφῶν τοῦτον τὸν τρόπον
ἐξεχώρησαν τοῦ βίου, πρεσβύτεροί τέ τινες καὶ διάκονοι καὶ
τῶν ἀπὸ τοῦ λαοῦ, λίαν ἐπαινούμενοι, ὡς καὶ τοῦ θανάτου
τοῦτο τὸ εἶδος, διὰ πολλὴν εὐσέβειαν καὶ πίστιν ἰσχυρὰν
γινόμενον, μηδὲν ἀποδεῖν μαρτυρίου δοκεῖν. καὶ τὰ
σώματα δὲ τῶν ἁγίων ὑπτίαις χερσὶ καὶ κόλποις ὑπολαμβά-
νοντες καθαιροῦντές τε ὀφθαλμοὺς καὶ στόματα συγκλείοντες
ὠμοφοροῦντές τε καὶ διατιθέντες, προσκολλώμενοι, συμπλε-
κόμενοι, λουτροῖς τε καὶ περιστολαῖς κατακοσμοῦντες,
μετὰ μικρὸν ἐτύγχανον τῶν ἴσων, ἀεὶ τῶν ὑπολειπομένων
ἐφεπομένων τοῖς πρὸ αὐτῶν. τὰ δέ γε ἔθνη πᾶν
τοὐναντίον· καὶ νοσεῖν ἀρχομένους ἀπωθοῦντο καὶ ἀπέφευγον
τοὺς φιλτάτους κἀν ταῖς ὁδοῖς ἐρρίπτουν ἡμιθνῆτας καὶ
νεκροὺς ἀτάφους ἀπεσκυβαλίζοντο, τὴν τοῦ θανάτου διάδοσιν
καὶ κοινωνίαν ἐκτρεπόμενοι, ἣν οὐκ ἦν καὶ πολλὰ μηχανω-
μένοις ἐκκλῖναι ῥᾴδιον».
μετὰ δὲ καὶ ταύτην τὴν ἐπιστολήν, εἰρηνευσάντων
τῶν κατὰ τὴν πόλιν, τοῖς κατ᾿ Αἴγυπτον ἀδελφοῖς
ἑορταστικὴν αὖθις ἐπιστέλλει γραφήν, καὶ ἐπὶ ταύτῃ πάλιν
ἄλλας διατυποῦται· φέρεται δέ τις αὐτοῦ καὶ περὶ σαββάτου
καὶ ἄλλη περὶ γυμνασίου.
Ἑρμάμμωνι δὲ πάλιν καὶ τοῖς κατ᾿ Αἴγυπτον
ἀδελφοῖς δι᾿ ἐπιστολῆς ὁμιλῶν πολλά τε ἄλλα περὶ τῆς
Δεκίου καὶ τῶν μετ᾿ αὐτὸν διεξελθὼν κακοτροπίας, τῆς κατὰ
τὸν Γαλλιῆνον εἰρήνης ἐπιμιμνήσκεται·
οὐδὲν δὲ οἷον τὸ καὶ τούτων ὧδέ πως ἐχόντων ἀκοῦσαι·
«ἐκεῖνος μὲν οὖν τῶν ἑαυτοῦ βασιλέων τὸν μὲν προέμενος,
τῷ δὲ ἐπιθέμενος, παγγενεῖ ταχέως καὶ πρόρριζος
ἐξηφανίσθη, ἀνεδείχθη δὲ καὶ συνανωμολογήθη παρὰ
πάντων ὁ Γαλλιῆνος, παλαιὸς ἅμα βασιλεὺς καὶ νέος,
πρῶτος ὢν καὶ μετ᾿ ἐκείνους παρών. κατὰ γὰρ τὸ
ῥηθὲν πρὸς τὸν προφήτην Ἡσαΐαν· τὰ ἀπ᾿ ἀρχῆς ἰδοὺ
ἥκασιν, καὶ καινὰ ἃ νῦν ἀνατελεῖ. ὥσπερ γὰρ νέφος
τὰς ἡλιακὰς ἀκτῖνας ὑποδραμὸν καὶ πρὸς ὀλίγον ἐπηλυγάσαν
ἐσκίασεν αὐτὸν καὶ ἀντ᾿ αὐτοῦ προεφάνη, εἶτα παρελθόντος
ἢ διατακέντος τοῦ νέφους, ἐξεφάνη πάλιν ἐπανατείλας ὁ
προανατείλας ἥλιος, οὕτω προστὰς καὶ προσπελάσας ἑαυτὸν
ὁ Μακριανὸς τῆς ἐφεστώσης Γαλλιήνου βασιλείας, ὃ μὲν
οὐκ ἔστιν, ἐπεὶ μηδὲ ἦν, ὃ δὲ ἔστιν ὁμοίως ὥσπερ ἦν, καὶ
οἷον ἀποθεμένη τὸ γῆρας ἡ βασιλεία καὶ τὴν προοῦσαν
ἀνακαθηραμένη κακίαν, ἀκμαιότερον νῦν ἐπανθεῖ καὶ
πορρώτερον ὁρᾶται καὶ ἀκούεται καὶ διαφοιτᾷ πανταχοῦ».
εἶθ᾿ ἑξῆς καὶ τὸν χρόνον, καθ᾿ ὃν ταῦτ᾿ ἔγραφεν, διὰ
τούτων σημαίνει·
«καί μοι πάλιν τὰς ἡμέρας τῶν βασιλικῶν ἐτῶν ἔπεισι
σκοπεῖν. ὁρῶ γάρ, ὡς ὀνομασθέντες μὲν οἱ ἀσεβέστατοι
μετ᾿ οὐ πολὺ γεγόνασιν ἀνώνυμοι, ὁ δὲ ὁσιώτερος καὶ
φιλοθεώτερος ὑπερβὰς τὴν ἑπταετηρίδα, νῦν ἐνιαυτὸν
ἔνατον διανύει, ἐν ᾧ ἡμεῖς ἑορτάσωμεν».
Ἐπὶ τούτοις ἅπασιν σπουδάζεται αὐτῷ καὶ τὰ Περὶ
ἐπαγγελιῶν δύο συγγράμματα, ἡ δ᾿ ὑπόθεσις αὐτῷ Νέπως
ἦν, ἐπίσκοπος τῶν κατ᾿ Αἴγυπτον, Ἰουδαϊκώτερον τὰς
ἐπηγγελμένας τοῖς ἁγίοις ἐν ταῖς θείαις γραφαῖς ἐπαγγελίας
ἀποδοθήσεσθαι διδάσκων καί τινα χιλιάδα ἐτῶν τρυφῆς
σωματικῆς ἐπὶ τῆς ξηρᾶς ταύτης ἔσεσθαι ὑποτιθέμενος.
δόξας γοῦν οὗτος ἐκ τῆς Ἀποκαλύψεως Ἰωάννου τὴν
ἰδίαν κρατύνειν ὑπόληψιν, Ἔλεγχον ἀλληγοριστῶν λόγον
τινὰ περὶ τούτου συντάξας ἐπέγραψεν· πρὸς ὃν ὁ
Διονύσιος ἐν τοῖς Περὶ ἐπαγγελιῶν ἐνίσταται, διὰ μὲν τοῦ
προτέρου τὴν αὐτοῦ γνώμην ἣν εἶχεν περὶ τοῦ δόγματος,
παρατιθέμενος, διὰ δὲ τοῦ δευτέρου περὶ τῆς Ἀποκαλύψεως
Ἰωάννου διαλαμβάνων· ἔνθα τοῦ Νέπωτος κατὰ τὴν
ἀρχὴν μνημονεύσας, ταῦτα περὶ αὐτοῦ γράφει·
«ἐπεὶ δὲ σύνταγμά τι προκομίζουσιν Νέπωτος, ᾧ
λίαν ἐπερείδονται ὡς ἀναντιρρήτως ἀποδεικνύντι τὴν τοῦ
Χριστοῦ βασιλείαν ἐπὶ γῆς ἔσεσθαι, ἐν ἄλλοις μὲν πολλοῖς
ἀποδέχομαι καὶ ἀγαπῶ Νέπωτα τῆς τε πίστεως καὶ τῆς φιλο-
πονίας καὶ τῆς ἐν ταῖς γραφαῖς διατριβῆς καὶ τῆς πολλῆς
ψαλμῳδίας, ᾗ μέχρι νῦν πολλοὶ τῶν ἀδελφῶν εὐθυμοῦνται,
καὶ πάνυ δι᾿ αἰδοῦς ἄγω τὸν ἄνθρωπον, ταύτῃ μᾶλλον ᾗ
προανεπαύσατο· ἀλλὰ φίλη γὰρ καὶ προτιμοτάτη πάντων
ἡ ἀλήθεια, ἐπαινεῖν τε χρὴ καὶ συναινεῖν ἀφθόνως, εἴ τι
ὀρθῶς λέγοιτο, ἐξετάζειν δὲ καὶ διευθύνειν, εἴ τι μὴ φαίνοιτο
ὑγιῶς ἀναγεγραμμένον. καὶ πρὸς μὲν παρόντα καὶ
ψιλῷ λόγῳ δογματίζοντα αὐτάρκης ἦν ἂν ἡ ἄγραφος ὁμιλία,
δι᾿ ἐρωτήσεως καὶ ἀποκρίσεως πείθουσα καὶ συμβιβάζουσα
τοὺς ἀντιδιατιθεμένους· γραφῆς δὲ ἐκκειμένης, ὡς δοκεῖ
τισιν, πιθανωτάτης καί τινων διδασκάλων τὸν μὲν νόμον
καὶ τοὺς προφήτας τὸ μηδὲν ἡγουμένων καὶ τὸ τοῖς
εὐαγγελίοις ἕπεσθαι παρέντων καὶ τὰς τῶν ἀποστόλων
ἐπιστολὰς ἐκφαυλισάντων, τὴν δὲ τοῦ συγγράμματος τούτου
διδασκαλίαν ὡς μέγα δή τι καὶ κεκρυμμένον μυστήριον
κατεπαγγελλομένων καὶ τοὺς ἁπλουστέρους ἀδελφοὺς ἡμῶν
οὐδὲν ἐώντων ὑψηλὸν καὶ μεγαλεῖον φρονεῖν οὔτε περὶ
τῆς ἐνδόξου καὶ ἀληθῶς ἐνθέου τοῦ κυρίου ἡμῶν ἐπιφανείας
οὔτε τῆς ἡμετέρας ἐκ νεκρῶν ἀναστάσεως καὶ τῆς πρὸς
αὐτὸν ἐπισυναγωγῆς καὶ ὁμοιώσεως, ἀλλὰ μικρὰ καὶ
θνητὰ καὶ οἷα τὰ νῦν, ἐλπίζειν ἀναπειθόντων ἐν τῇ βασιλείᾳ
τοῦ θεοῦ, ἀναγκαῖον καὶ ἡμᾶς ὡς πρὸς παρόντα τὸν ἀδελφὸν
ἡμῶν διαλεχθῆναι Νέπωτα».
τούτοις μεθ᾿ ἕτερα ἐπιφέρει λέγων·
«ἐν μὲν οὖν τῷ Ἀρσενοΐτῃ γενόμενος, ἔνθα, ὡς οἶδας, πρὸ
πολλοῦ τοῦτο ἐπεπόλαζεν τὸ δόγμα, ὡς καὶ σχίσματα καὶ
ἀποστασίας ὅλων ἐκκλησιῶν γεγονέναι, συγκαλέσας τοὺς
πρεσβυτέρους καὶ διδασκάλους τῶν ἐν ταῖς κώμαις ἀδελφῶν,
παρόντων καὶ τῶν βουλομένων ἀδελφῶν, δημοσίᾳ τὴν
ἐξέτασιν ποιήσασθαι τοῦ λόγου προετρεψάμην, καὶ
τοῦτό μοι προσαγαγόντων τὸ βιβλίον ὥς τι ὅπλον καὶ
τεῖχος ἄμαχον, συγκαθεσθεὶς αὐτοῖς τριῶν ἑξῆς ἡμερῶν
ἐξ ἕω μέχρις ἑσπέρας, διευθύνειν ἐπειράθην τὰ γεγραμμένα·
ἔνθα καὶ τὸ εὐσταθὲς καὶ τὸ φιλάληθες καὶ τὸ
εὐπαρακολούθητον καὶ συνετὸν ὑπερηγάσθην τῶν ἀδελφῶν,
ὡς ἐν τάξει καὶ μετ᾿ ἐπιεικείας τὰς ἐρωτήσεις καὶ τὰς
ἐπαπορήσεις καὶ τὰς συγκαταθέσεις ἐποιούμεθα, τὸ μὲν
ἐκ παντὸς τρόπου καὶ φιλονείκως τῶν ἅπαξ δοξάντων
περιέχεσθαι, εἰ καὶ μὴ φαίνοιτο ὀρθῶς ἔχοντα, παραι-
τησάμενοι, μήτε δὲ τὰς ἀντιλογίας ὑποστελλόμενοι, ἀλλ᾿ ἐς
ὅσον οἷόν τε, τῶν προκειμένων ἐπιβατεύειν καὶ κρατύνειν
αὐτὰ πειρώμενοι, μήτε, εἰ λόγος αἱροῖ, μεταπείθεσθαι καὶ
συνομολογεῖν αἰδούμενοι, ἀλλ᾿ εὐσυνειδήτως καὶ ἀνυπο-
κρίτως καὶ ταῖς καρδίαις πρὸς τὸν θεὸν ἡπλωμέναις τὰ ταῖς
ἀποδείξεσι καὶ διδασκαλίαις τῶν ἁγίων γραφῶν συνιστανό-
μενα καταδεχόμενοι. καὶ τέλος ὅ τε τῆς διδαχῆς ταύτης
ἀρχηγὸς καὶ εἰσηγητής, ὁ καλούμενος Κορακίων, ἐν ἐπηκόῳ
πάντων τῶν παρόντων ἀδελφῶν ὡμολόγησεν καὶ διεμαρτύ-
ρατο ἡμῖν μηκέτι τούτῳ προσέξειν μηδὲ διαλέξεσθαι περὶ
τούτου μηδὲ μεμνῆσθαι μηδὲ διδάξειν, ὡς ἱκανῶς ὑπὸ
τῶν ἀντιλεχθέντων ᾑρημένος· τῶν τε ἄλλων ἀδελφῶν
οἳ μὲν ἔχαιρον ἐπὶ τῇ κοινολογίᾳ καὶ τῇ πρὸς πάντας
συγκαταβάσει καὶ συνδιαθέσει».
Εἶθ᾿ ἑξῆς ὑποβάς, περὶ τῆς Ἀποκαλύψεως Ἰωάννου
ταῦτά φησιν·
«τινὲς μὲν οὖν τῶν πρὸ ἡμῶν ἠθέτησαν καὶ ἀνεσκεύασαν
πάντῃ τὸ βιβλίον, καθ᾿ ἕκαστον κεφάλαιον διευθύνοντες
ἄγνωστόν τε καὶ ἀσυλλόγιστον ἀποφαίνοντες ψεύδεσθαί τε
τὴν ἐπιγραφήν. Ἰωάννου γὰρ οὐκ εἶναι λέγουσιν, ἀλλ᾿
οὐδ᾿ ἀποκάλυψιν εἶναι τὴν σφόδρα καὶ παχεῖ κεκαλυμμένην
τῷ τῆς ἀγνοίας παραπετάσματι, καὶ οὐχ ὅπως τῶν ἀποστόλων
τινά, ἀλλ᾿ οὐδ᾿ ὅλως τῶν ἁγίων ἢ τῶν ἀπὸ τῆς ἐκκλησίας
τούτου γεγονέναι ποιητὴν τοῦ γράμματος, Κήρινθον δὲ
τὸν καὶ τὴν ἀπ᾿ ἐκείνου κληθεῖσαν Κηρινθιανὴν συστησάμενον
αἵρεσιν, ἀξιόπιστον ἐπιφημίσαι θελήσαντα τῷ ἑαυτοῦ
πλάσματι ὄνομα. τοῦτο γὰρ εἶναι τῆς διδασκαλίας
αὐτοῦ τὸ δόγμα, ἐπίγειον ἔσεσθαι τὴν τοῦ Χριστοῦ βασιλείαν,
καὶ ὧν αὐτὸς ὠρέγετο, φιλοσώματος ὢν καὶ πάνυ σαρκικός,
ἐν τούτοις ὀνειροπολεῖν ἔσεσθαι, γαστρὸς καὶ τῶν ὑπὸ γαστέρα
πλησμοναῖς, τοῦτ᾿ ἐστὶ σιτίοις καὶ ποτοῖς καὶ γάμοις καὶ
δι᾿ ὧν εὐφημότερον ταῦτα ᾠήθη ποριεῖσθαι, ἑορταῖς καὶ
θυσίαις καὶ ἱερείων σφαγαῖς. ἐγὼ δὲ ἀθετῆσαι μὲν οὐκ
ἂν τολμήσαιμι τὸ βιβλίον, πολλῶν αὐτὸ διὰ σπουδῆς
ἐχόντων ἀδελφῶν, μείζονα δὲ τῆς ἐμαυτοῦ φρονήσεως τὴν
ὑπόληψιν τὴν περὶ αὐτοῦ λαμβάνων, κεκρυμμένην εἶναί
τινα καὶ θαυμασιωτέραν τὴν καθ᾿ ἕκαστον ἐκδοχὴν ὑπολαμ-
βάνω. καὶ γὰρ εἰ μὴ συνίημι, ἀλλ᾿ ὑπονοῶ γε νοῦν τινα
βαθύτερον ἐγκεῖσθαι τοῖς ῥήμασιν, οὐκ ἰδίῳ ταῦτα
μετρῶν καὶ κρίνων λογισμῷ, πίστει δὲ τὸ πλέον νέμων
ὑψηλότερα ἢ ὑπ᾿ ἐμοῦ καταληφθῆναι νενόμικα, καὶ οὐκ
ἀποδοκιμάζω ταῦτα ἃ μὴ συνεώρακα, θαυμάζω δὲ μᾶλλον
ὅτι μὴ καὶ εἶδον».
ἐπὶ τούτοις τὴν ὅλην τῆς Ἀποκαλύψεως βασανίσας
γραφὴν ἀδύνατόν τε αὐτὴν κατὰ τὴν πρόχειρον ἀποδείξας
νοεῖσθαι διάνοιαν, ἐπιφέρει λέγων·
«συντελέσας δὴ πᾶσαν ὡς εἰπεῖν τὴν προφητείαν, μακαρίζει
ὁ προφήτης τούς τε φυλάσσοντας αὐτὴν καὶ δὴ καὶ ἑαυτόν.
μακάριος γάρ φησιν ὁ τηρῶν τοὺς λόγους τῆς
προφητείας τοῦ βιβλίου τούτου κἀγὼ Ἰωάννης ὁ
βλέπων καὶ ἀκούων ταῦτα. καλεῖσθαι μὲν οὖν
αὐτὸν Ἰωάννην καὶ εἶναι τὴν γραφὴν Ἰωάννου ταύτην οὐκ
ἀντερῶ, ἁγίου μὲν γὰρ εἶναί τινος καὶ θεοπνεύστου συναινῶ·
οὐ μὴν ῥᾳδίως ἂν συνθείμην τοῦτον εἶναι τὸν ἀπόστολον, τὸν
υἱὸν Ζεβεδαίου, τὸν ἀδελφὸν Ἰακώβου, οὗ τὸ εὐαγγέλιον τὸ
κατὰ Ἰωάννην ἐπιγεγραμμένον καὶ ἡ ἐπιστολὴ ἡ καθολική.
τεκμαίρομαι γὰρ ἔκ τε τοῦ ἤθους ἑκατέρων καὶ τοῦ τῶν
λόγων εἴδους καὶ τῆς τοῦ βιβλίου διεξαγωγῆς λεγομένης, μὴ
τὸν αὐτὸν εἶναι. ὁ μὲν γὰρ εὐαγγελιστὴς οὐδαμοῦ τὸ ὄνομα
αὐτοῦ παρεγγράφει οὐδὲ κηρύσσει ἑαυτὸν οὔτε διὰ τοῦ εὐαγ-
γελίου οὔτε διὰ τῆς ἐπιστολῆς».
εἶθ᾿ ὑποβάς, πάλιν ταῦτα λέγει·
«Ἰωάννης δὲ οὐδαμοῦ, οὐδὲ ὡς περὶ ἑαυτοῦ οὐδὲ ὡς περὶ
ἑτέρου· ὁ δὲ τὴν Ἀποκάλυψιν γράψας εὐθύς τε ἐν ἀρχῇ
ἑαυτὸν προτάσσει· Ἀποκάλυψις Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἣν
ἔδωκεν αὐτῷ δεῖξαι τοῖς δούλοις αὐτοῦ ἐν τάχει,
καὶ ἐσήμανεν ἀποστείλας διὰ τοῦ ἀγγέλου αὐτοῦ
τῷ δούλῳ αὐτοῦ Ἰωάννῃ, ὃς ἐμαρτύρησεν τὸν
λόγον τοῦ θεοῦ καὶ τὴν μαρτυρίαν αὐτοῦ, ὅσα
εἶδεν· εἶτα καὶ ἐπιστολὴν γράφει· Ἰωάννης ταῖς
ἑπτὰ ἐκκλησίαις ταῖς ἐν τῇ Ἀσίᾳ, χάρις ὑμῖν καὶ
εἰρήνη. ὁ δέ γε εὐαγγελιστὴς οὐδὲ τῆς καθολικῆς ἐπιστο-
λῆς προέγραψεν ἑαυτοῦ τὸ ὄνομα, ἀλλὰ ἀπερίττως ἀπ᾿ αὐτοῦ
τοῦ μυστηρίου τῆς θείας ἀποκαλύψεως ἤρξατο ὃ ἦν ἀπ᾿
ἀρχῆς, ὃ ἀκηκόαμεν, ὃ ἑωράκαμεν τοῖς ὀφθαλμοῖς
ἡμῶν· ἐπὶ ταύτῃ γὰρ τῇ ἀποκαλύψει καὶ ὁ κύριος τὸν
Πέτρον ἐμακάρισεν, εἰπών· μακάριος εἶ Σίμων βὰρ
Ἰωνᾶ, ὅτι σὰρξ καὶ αἷμα οὐκ ἀπεκάλυψέν σοι, ἀλλ᾿
ὁ πατήρ μου ὁ οὐράνιος. ἀλλ᾿ οὐδὲ ἐν τῇ δευτέρᾳ
φερομένῃ Ἰωάννου καὶ τρίτῃ, καίτοι βραχείαις οὔσαις
ἐπιστολαῖς, ὁ Ἰωάννης ὀνομαστὶ πρόκειται, ἀλλὰ ἀνωνύμως
ὁ πρεσβύτερος γέγραπται. οὗτος δέ γε οὐδὲ αὔταρκες
ἐνόμισεν εἰς ἅπαξ ἑαυτὸν ὀνομάσας διηγεῖσθαι τὰ ἑξῆς,
ἀλλὰ πάλιν ἀναλαμβάνει· ἐγὼ Ἰωάννης, ὁ ἀδελφὸς
ὑμῶν καὶ συγκοινωνὸς ἐν τῇ θλίψει καὶ βασιλείᾳ
καὶ ἐν ὑπομονῇ Ἰησοῦ, ἐγενόμην ἐν τῇ νήσῳ τῇ
καλουμένῃ Πάτμῳ διὰ τὸν λόγον τοῦ θεοῦ καὶ τὴν
μαρτυρίαν Ἰησοῦ. καὶ δὴ καὶ πρὸς τῷ τέλει ταῦτα
εἶπεν· μακάριος ὁ τηρῶν τοὺς λόγους τῆς προφη-
τείας τοῦ βιβλίου τούτου κἀγὼ Ἰωάννης ὁ βλέ-
πων καὶ ἀκούων ταῦτα.
«ὅτι μὲν οὖν Ἰωάννης ἐστὶν ὁ ταῦτα γράφων, αὐτῷ
λέγοντι πιστευτέον· ποῖος δὲ οὗτος, ἄδηλον. οὐ γὰρ εἶπεν
ἑαυτὸν εἶναι, ὡς ἐν τῷ εὐαγγελίῳ πολλαχοῦ, τὸν ἠγαπημέ-
νον ὑπὸ τοῦ κυρίου μαθητὴν οὐδὲ τὸν ἀναπεσόντα ἐπὶ
τὸ στῆθος αὐτοῦ οὐδὲ τὸν ἀδελφὸν Ἰακώβου οὐδὲ τὸν αὐτό-
πτην καὶ αὐτήκοον τοῦ κυρίου γενόμενον. εἶπεν
γὰρ ἄν τι τούτων τῶν προδεδηλωμένων, σαφῶς ἑαυτὸν
ἐμφανίσαι βουλόμενος· ἀλλὰ τούτων μὲν οὐδέν, ἀδελ-
φὸν δὲ ἡμῶν καὶ συγκοινωνὸν εἶπεν καὶ μάρτυρα Ἰησοῦ καὶ
μακάριον ἐπὶ τῇ θέᾳ καὶ ἀκοῇ τῶν ἀποκαλύψεων.
«πολλοὺς δὲ ὁμωνύμους Ἰωάννῃ τῷ ἀποστόλῳ νομίζω
γεγονέναι, οἳ διὰ τὴν πρὸς ἐκεῖνον ἀγάπην καὶ τῷ θαυμάζειν
καὶ ζηλοῦν ἀγαπηθῆναί τε ὁμοίως αὐτῷ βούλεσθαι ὑπὸ τοῦ
κυρίου, καὶ τὴν ἐπωνυμίαν τὴν αὐτὴν ἠσπάσαντο, ὥσπερ
καὶ ὁ Παῦλος πολὺς καὶ δὴ καὶ ὁ Πέτρος ἐν τοῖς τῶν πιστῶν
παισὶν ὀνομάζεται. ἔστιν μὲν οὖν καὶ ἕτερος Ἰωάννης
ἐν ταῖς Πράξεσι τῶν ἀποστόλων, ὁ ἐπικληθεὶς Μάρκος,
ὃν Βαρναβᾶς καὶ Παῦλος ἑαυτοῖς συμπαρέλαβον, περὶ οὗ
καὶ πάλιν λέγει· εἶχον δὲ καὶ Ἰωάννην ὑπηρέτην.
εἰ δὲ οὗτος ὁ γράψας ἐστίν, οὐκ ἂν φαίην· οὐδὲ γὰρ ἀφῖχθαι
σὺν αὐτοῖς εἰς τὴν Ἀσίαν γέγραπται, ἀλλά· ἀναχθέντες
μέν, φησὶν, ἀπὸ τῆς Πάφου οἱ περὶ τὸν Παῦλον
ἦλθον εἰς Πέργην τῆς Παμφυλίας, Ἰωάννης δὲ
ἀποχωρήσας ἀπ᾿ αὐτῶν ὑπέστρεψεν εἰς Ἱερο-
σόλυμα· ἄλλον δέ τινα οἶμαι τῶν ἐν Ἀσίᾳ γενο-
μένων, ἐπεὶ καὶ δύο φασὶν ἐν Ἐφέσῳ γενέσθαι μνήματα καὶ
ἑκάτερον Ἰωάννου λέγεσθαι. καὶ ἀπὸ τῶν νοημάτων δὲ
καὶ ἀπὸ τῶν ῥημάτων καὶ τῆς συντάξεως αὐτῶν εἰκότως
ἕτερος οὗτος παρ᾿ ἐκεῖνον ὑποληφθήσεται. συνᾴδουσι
μὲν γὰρ ἀλλήλοις τὸ εὐαγγέλιον καὶ ἡ ἐπιστολή, ὁμοίως τε
ἄρχονται· τὸ μέν φησιν· ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ λόγος, ἣ δέ· ὃ ἦν
ἀπ᾿ ἀρχῆς· τὸ μέν φησιν· καὶ ὁ λόγος σὰρξ ἐγέ-
νετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν καὶ ἐθεασάμεθα τὴν
δόξαν αὐτοῦ, δόξαν ὡς μονογενοῦς παρὰ πατρός,
ἣ δὲ τὰ αὐτὰ σμικρῷ παρηλλαγμένα· ὃ ἀκηκόαμεν, ὃ
ἑωράκαμεν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἡμῶν, ὃ ἐθεασάμεθα
καὶ αἱ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν, περὶ τοῦ λόγου
τῆς ζωῆς καὶ ἡ ζωὴ ἐφανερώθη. ταῦτα γὰρ
προανακρούεται, διατεινόμενος, ὡς ἐν τοῖς ἑξῆς ἐδήλωσεν,
πρὸς τοὺς οὐκ ἐν σαρκὶ φάσκοντας ἐληλυθέναι τὸν κύριον·
δι᾿ ἃ καὶ συνῆψεν ἐπιμελῶς· καὶ ὃ ἑωράκαμεν, μαρ-
τυροῦμεν καὶ ἀπαγγέλλομεν ὑμῖν τὴν ζωὴν τὴν
αἰώνιον, ἥτις ἦν πρὸς τὸν πατέρα καὶ ἐφανερώθη
ἡμῖν· ὃ ἑωράκαμεν καὶ ἀκηκόαμεν, ἀπαγγέλλο-
μεν καὶ ὑμῖν. ἔχεται αὐτοῦ καὶ τῶν προθέσεων οὐκ
ἀφίσταται, διὰ δὲ τῶν αὐτῶν κεφαλαίων καὶ ὀνομάτων πάντα
διεξέρχεται· ὧν τινὰ μὲν ἡμεῖς συντόμως ὑπομνήσομεν,
ὁ δὲ προσεχῶς ἐντυγχάνων εὑρήσει ἐν ἑκατέρῳ
πολλὴν τὴν ζωήν, πολὺ τὸ φῶς ἀποτροπὴν τοῦ σκότους,
συνεχῆ τὴν ἀλήθειαν τὴν χάριν τὴν χαρὰν τὴν σάρκα καὶ
τὸ αἷμα τοῦ κυρίου τὴν κρίσιν τὴν ἄφεσιν τῶν ἁμαρτιῶν
τὴν πρὸς ἡμᾶς ἀγάπην τοῦ θεοῦ τὴν πρὸς ἀλλήλους ἡμᾶς
ἀγάπης ἐντολήν, ὡς πάσας δεῖ φυλάττειν τὰς ἐντολάς· ὁ
ἔλεγχος τοῦ κόσμου τοῦ διαβόλου τοῦ ἀντιχρίστου ἡ ἐπαγγελία
τοῦ ἁγίου πνεύματος ἡ υἱοθεσία τοῦ θεοῦ ἡ διόλου πίστις
ἡμῶν ἀπαιτουμένη ὁ πατὴρ καὶ ὁ υἱός, πανταχοῦ· καὶ
ὅλως διὰ πάντων χαρακτηρίζοντας ἕνα καὶ τὸν αὐτὸν
συνορᾶν τοῦ τε εὐαγγελίου καὶ τῆς ἐπιστολῆς χρῶτα
πρόκειται.
«ἀλλοιοτάτη δὲ καὶ ξένη παρὰ ταῦτα ἡ Ἀπο-
κάλυψις, μήτε ἐφαπτομένη μήτε γειτνιῶσα τούτων
μηδενί, σχεδόν, ὡς εἰπεῖν, μηδὲ συλλαβὴν πρὸς αὐτὰ κοινὴν
ἔχουσα· ἀλλ᾿ οὐδὲ μνήμην τινὰ οὐδὲ ἔννοιαν οὔτε ἡ
ἐπιστολὴ τῆς Ἀποκαλύψεως ἔχει (ἔα γὰρ τὸ εὐαγγέλιον)
οὔτε τῆς ἐπιστολῆς ἡ Ἀποκάλυψις, Παύλου διὰ τῶν
ἐπιστολῶν ὑποφήναντός τι καὶ περὶ τῶν ἀποκαλύψεων αὐτοῦ,
ἃς οὐκ ἐνέγραψεν καθ᾿ αὑτάς.
«ἔτι δὲ καὶ διὰ τῆς φράσεως τὴν διαφορὰν ἔστιν
τεκμήρασθαι τοῦ εὐαγγελίου καὶ τῆς ἐπιστολῆς πρὸς τὴν
Ἀποκάλυψιν. τὰ μὲν γὰρ οὐ μόνον ἀπταίστως κατὰ
τὴν τῶν Ἑλλήνων φωνήν, ἀλλὰ καὶ λογιώτατα ταῖς
λέξεσιν τοῖς συλλογισμοῖς ταῖς συντάξεσιν τῆς ἑρμη-
νείας γέγραπται, πολλοῦ γε δεῖ βάρβαρόν τινα φθόγγον
ἢ σολοικισμὸν ἢ ὅλως ἰδιωτισμὸν ἐν αὐτοῖς εὑρεθῆναι·
ἑκάτερον γὰρ εἶχεν, ὡς ἔοικεν, τὸν λόγον, ἀμφοτέρους
αὐτῷ χαρισαμένου τοῦ κυρίου, τόν τε τῆς γνώσεως
τόν τε τῆς φράσεως· τούτῳ δὲ ἀποκαλύψεις μὲν
ἑωρακέναι καὶ γνῶσιν εἰληφέναι καὶ προφητείαν οὐκ
ἀντερῶ, διάλεκτον μέντοι καὶ γλῶσσαν οὐκ ἀκριβῶς ἑλληνί-
ζουσαν αὐτοῦ βλέπω, ἀλλ᾿ ἰδιώμασίν τε βαρβαρικοῖς χρώμενον
καί που καὶ σολοικίζοντα· ἅπερ οὐκ ἀναγκαῖον νῦν ἐκλέγειν·
οὐδὲ γὰρ ἐπισκώπτων (μή τις νομίσῃ) ταῦτα εἶπον, ἀλλὰ
μόνον τὴν ἀνομοιότητα διευθύνων τούτων τῶν γραφῶν».
Ἐπὶ ταύταις τοῦ Διονυσίου φέρονται καὶ ἄλλαι
πλείους ἐπιστολαί, ὥσπερ αἱ κατὰ Σαβελλίου πρὸς Ἄμμωνα
τῆς κατὰ Βερνίκην ἐκκλησίας ἐπίσκοπον καὶ ἡ πρὸς
Τελεσφόρον καὶ ἡ πρὸς Εὐφράνορα καὶ πάλιν Ἄμμωνα καὶ
Εὔπορον· συντάττει δὲ περὶ τῆς αὐτῆς ὑποθέσεως καὶ
ἄλλα τέσσαρα συγγράμματα, ἃ τῷ κατὰ Ῥώμην ὁμωνύμῳ
Διονυσίῳ προσφωνεῖ. καὶ πλείους δὲ παρὰ ταύτας
εἰσὶν αὐτοῦ παρ᾿ ἡμῖν ἐπιστολαὶ καὶ δὴ καὶ πολυεπεῖς λόγοι
ἐν ἐπιστολῆς χαρακτῆρι γραφέντες, ὡς οἱ περὶ φύσεως,
Τιμοθέῳ τῷ παιδὶ προσπεφωνημένοι, καὶ ὁ περὶ πειρασμῶν,
ὃν καὶ αὐτὸν Εὐφράνορι ἀνατέθεικεν. ἐπὶ τούτοις καὶ
Βασιλείδῃ τῶν κατὰ τὴν Πεντάπολιν παροικιῶν ἐπισκόπῳ
γράφων, φησὶν ἑαυτὸν εἰς τὴν ἀρχὴν ἐξήγησιν πεποιῆσθαι
τοῦ Ἐκκλησιαστοῦ, διαφόρους δ᾿ ἡμῖν [τε] καὶ πρὸς τοῦτον
καταλέλοιπεν ἐπιστολάς. τοσαῦτα ὁ Διονύσιος· ἀλλὰ γὰρ
ἤδη μετὰ τὴν τούτων ἱστορίαν φέρε, καὶ τὴν καθ᾿ ἡμᾶς
τοῖς μετέπειτα γνωρίζειν γενεὰν ὁποία τις ἦν, παραδῶμεν.
Ξύστον τῆς Ῥωμαίων ἐκκλησίας ἔτεσιν ἕνδεκα
προστάντα διαδέχεται τῷ κατ᾿ Ἀλεξάνδρειαν ὁμώνυμος
Διονύσιος. ἐν τούτῳ δὲ καὶ Δημητριανοῦ κατ᾿ Ἀντιόχειαν
τὸν βίον μεταλλάξαντος, τὴν ἐπισκοπὴν Παῦλος ὁ ἐκ
Σαμοσάτων παραλαμβάνει. τούτου δὲ ταπεινὰ καὶ
χαμαιπετῆ περὶ τοῦ Χριστοῦ παρὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴν
διδασκαλίαν φρονήσαντος ὡς κοινοῦ τὴν φύσιν ἀνθρώπου
γενομένου, ὁ μὲν κατ᾿ Ἀλεξάνδρειαν Διονύσιος παρακληθεὶς
ὡς ἂν ἐπὶ τὴν σύνοδον ἀφίκοιτο, γῆρας ὁμοῦ καὶ ἀσθένειαν
τοῦ σώματος αἰτιασάμενος, ἀνατίθεται τὴν παρουσίαν, δι᾿
ἐπιστολῆς τὴν αὐτοῦ γνώμην, ἣν ἔχοι περὶ τοῦ ζητουμένου,
παραστήσας, οἱ δὲ λοιποὶ τῶν ἐκκλησιῶν ποιμένες ἄλλος
ἄλλοθεν ὡς ἐπὶ λυμεῶνα τῆς Χριστοῦ ποίμνης συνῄεσαν,
οἱ πάντες ἐπὶ τὴν Ἀντιόχειαν σπεύδοντες.
Τούτων οἳ μάλιστα διέπρεπον, Φιρμιλιανὸς μὲν τῆς
Καππαδοκῶν Καισαρείας ἐπίσκοπος ἦν, Γρηγόριος δὲ καὶ
Ἀθηνόδωρος ἀδελφοὶ τῶν κατὰ Πόντον παροικιῶν ποιμένες
καὶ ἐπὶ τούτοις Ἕλενος τῆς ἐν Ταρσῷ παροικίας καὶ
Νικομᾶς τῆς ἐν Ἰκονίῳ, οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ τῆς ἐν Ἱεροσολύμοις
ἐκκλησίας Ὑμέναιος τῆς τε ὁμόρου ταύτης Καισαρείας
Θεότεκνος, Μάξιμος ἔτι πρὸς τούτοις, τῶν κατὰ Βόστραν
δὲ καὶ οὗτος ἀδελφῶν διαπρεπῶς ἡγεῖτο, μυρίους τε ἄλλους
οὐκ ἂν ἀπορήσαι τις ἅμα πρεσβυτέροις καὶ διακόνοις τῆς
αὐτῆς ἕνεκεν αἰτίας ἐν τῇ προειρημένῃ πόλει συγκροτηθέντας
ἀπαριθμούμενος, ἀλλὰ τούτων γε οἱ μάλιστα ἐπιφανεῖς οἵδε
ἦσαν.
πάντων οὖν κατὰ καιροὺς διαφόρως καὶ πολλάκις
ἐπὶ ταὐτὸν συνιόντων, λόγοι καὶ ζητήσεις καθ᾿ ἑκάστην
ἀνεκινοῦντο σύνοδον, τῶν μὲν ἀμφὶ τὸν Σαμοσατέα τὰ τῆς
ἑτεροδοξίας ἐπικρύπτειν ἔτι καὶ παρακαλύπτεσθαι πειρω-
μένων, τῶν δὲ ἀπογυμνοῦν καὶ εἰς φανερὸν ἄγειν τὴν αἵρεσιν
καὶ τὴν εἰς Χριστὸν βλασφημίαν αὐτοῦ διὰ σπουδῆς
ποιουμένων. ἐν τούτῳ δὲ Διονύσιος τελευτᾷ κατὰ τὸ
δωδέκατον τῆς Γαλλιηνοῦ βασιλείας, προστὰς τῆς κατ᾿
Ἀλεξάνδρειαν ἐπισκοπῆς ἔτεσιν ἑπτακαίδεκα, διαδέχεται
δ᾿ αὐτὸν Μάξιμος.
Γαλλιηνοῦ δ᾿ ἐφ᾿ ὅλοις ἐνιαυτοῖς πεντεκαίδεκα τὴν
ἀρχὴν κεκρατηκότος, Κλαύδιος κατέστη διάδοχος. δεύτερον
οὗτος διελθὼν ἔτος Αὐρηλιανῷ μεταδίδωσι τὴν ἡγεμονίαν·
καθ᾿ ὃν τελευταίας συγκροτηθείσης πλείστων ὅσων
ἐπισκόπων συνόδου, φωραθεὶς καὶ πρὸς ἁπάντων ἤδη
σαφῶς καταγνωσθεὶς ἑτεροδοξίαν ὁ τῆς κατὰ Ἀντιόχειαν
αἱρέσεως ἀρχηγὸς τῆς ὑπὸ τὸν οὐρανὸν καθολικῆς ἐκκλησίας
ἀποκηρύττεται. μάλιστα δ᾿ αὐτὸν εὐθύνας ἐπικρυπτό-
μενον διήλεγξεν Μαλχίων, ἀνὴρ τά τε ἄλλα λόγιος καὶ
σοφιστοῦ τῶν ἐπ᾿ Ἀντιοχείας Ἑλληνικῶν παιδευτηρίων
διατριβῆς προεστώς, οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ δι᾿ ὑπερβάλλουσαν
τῆς εἰς Χριστὸν πίστεως γνησιότητα πρεσβυτερίου τῆς
αὐτόθι παροικίας ἠξιωμένος· οὗτός γέ τοι ἐπισημειουμένων
ταχυγράφων ζήτησιν πρὸς αὐτὸν ἐνστησάμενος, ἣν καὶ εἰς
δεῦρο φερομένην ἴσμεν, μόνος ἴσχυσεν τῶν ἄλλων κρυψίνουν
ὄντα καὶ ἀπατηλὸν φωρᾶσαι τὸν ἄνθρωπον.
Μίαν δὴ οὖν ἐκ κοινῆς γνώμης οἱ ἐπὶ ταὐτὸν συγκε-
κροτημένοι ποιμένες διαχαράξαντες ἐπιστολὴν εἰς πρόσωπον
τοῦ τε Ῥωμαίων ἐπισκόπου Διονυσίου καὶ Μαξίμου τοῦ
κατ᾿ Ἀλεξάνδρειαν ἐπὶ πάσας διαπέμπονται τὰς ἐπαρχίας,
τὴν αὐτῶν τε σπουδὴν τοῖς πᾶσιν φανερὰν καθιστάντες καὶ
τοῦ Παύλου τὴν διάστροφον ἑτεροδοξίαν, ἐλέγχους τε καὶ
ἐρωτήσεις ἃς πρὸς αὐτὸν ἀνακεκινήκασιν, καὶ ἔτι τὸν
πάντα βίον τε καὶ τρόπον τοῦ ἀνδρὸς διηγούμενοι· ἐξ ὧν
μνήμης ἕνεκεν καλῶς ἂν ἔχοι ταύτας αὐτῶν ἐπὶ τοῦ παρόντος
διελθεῖν τὰς φωνάς·
«Διονυσίῳ καὶ Μαξίμῳ καὶ τοῖς κατὰ τὴν οἰκουμένην
πᾶσιν συλλειτουργοῖς ἡμῶν ἐπισκόποις καὶ πρεσβυτέροις
καὶ διακόνοις καὶ πάσῃ τῇ ὑπὸ τὸν οὐρανὸν καθολικῇ
ἐκκλησίᾳ Ἕλενος καὶ Ὑμέναιος καὶ Θεόφιλος καὶ Θεότεκνος
καὶ Μάξιμος Πρόκλος Νικομᾶς καὶ Αἰλιανὸς καὶ Παῦλος
καὶ Βωλανὸς καὶ Πρωτογένης καὶ Ἱέραξ καὶ Εὐτύχιος καὶ
Θεόδωρος καὶ Μαλχίων καὶ Λούκιος καὶ οἱ λοιποὶ πάντες
οἱ σὺν ἡμῖν παροικοῦντες τὰς ἐγγὺς πόλεις καὶ ἔθνη ἐπίσκοποι
καὶ πρεσβύτεροι καὶ διάκονοι καὶ αἱ ἐκκλησίαι τοῦ θεοῦ
ἀγαπητοῖς ἀδελφοῖς ἐν κυρίῳ χαίρειν».
τούτοις μετὰ βραχέα ἐπιλέγουσιν ταῦτα·
«ἐπεστέλλομεν δὲ ἅμα καὶ παρεκαλοῦμεν πολλοὺς καὶ
τῶν μακρὰν ἐπισκόπων ἐπὶ τὴν θεραπείαν τῆς θανατηφόρου
διδασκαλίας, ὥσπερ καὶ Διονύσιον τὸν ἐπὶ τῆς Ἀλεξανδρείας
καὶ Φιρμιλιανὸν τὸν ἀπὸ τῆς Καππαδοκίας, τοὺς μακαρίτας·
ὧν ὃ μὲν καὶ ἐπέστειλεν εἰς τὴν Ἀντιόχειαν, τὸν ἡγεμόνα
τῆς πλάνης οὐδὲ προσρήσεως ἀξιώσας οὐδὲ πρὸς πρόσωπον
γράψας αὐτῷ, ἀλλὰ τῇ παροικίᾳ πάσῃ, ἧς καὶ τὸ ἀντίγραφον
ὑπετάξαμεν. ὁ δὲ Φιρμιλιανός, καὶ δὶς ἀφικόμενος,
κατέγνω μὲν τῶν ὑπ᾿ ἐκείνου καινοτομουμένων, ὡς ἴσμεν
καὶ μαρτυροῦμεν οἱ παραγενόμενοι καὶ ἄλλοι πολλοὶ
συνίσασιν, ἐπαγγειλαμένου δὲ μεταθήσεσθαι, πιστεύσας
καὶ ἐλπίσας ἄνευ τινὸς περὶ τὸν λόγον λοιδορίας τὸ πρᾶγμα
εἰς δέον καταστήσεσθαι, ἀνεβάλετο, παρακρουσθεὶς ὑπὸ
τοῦ καὶ τὸν θεὸν τὸν ἑαυτοῦ καὶ κύριον ἀρνουμένου καὶ
τὴν πίστιν, ἣν καὶ αὐτὸς πρότερον εἶχεν, μὴ φυλάξαντος.
ἔμελλεν δὲ καὶ νῦν ὁ Φιρμιλιανὸς εἰς τὴν Ἀντιόχειαν
διαβήσεσθαι καὶ μέχρι γε Ταρσῶν ἧκεν, ἅτε τῆς ἀρνησιθέου
κακίας αὐτοῦ πεῖραν εἰληφώς· ἀλλὰ γὰρ μεταξύ, συνελη-
λυθότων ἡμῶν καὶ καλούντων καὶ ἀναμενόντων, ἄχρι ἂν
ἔλθῃ, τέλος ἔσχεν τοῦ βίου».
μεθ᾿ ἕτερα δ᾿ αὖθις τὸν βίον τοῦ αὐτοῦ οἵας ἐτύγχανεν
ἀγωγῆς, διαγράφουσιν ἐν τούτοις·
«ὅπου δὲ ἀποστὰς τοῦ κανόνος, ἐπὶ κίβδηλα καὶ νόθα
διδάγματα μετελήλυθεν, οὐδὲν δεῖ τοῦ ἔξω ὄντος τὰς πράξει
κρίνειν, οὐδ᾿ ὅτι πρότερον πένης ὢν καὶ πτωχὸς καὶ
μήτε παρὰ πατέρων παραλαβὼν μηδεμίαν εὐπορίαν μήτε
ἐκ τέχνης ἤ τινος ἐπιτηδεύματος κτησάμενος, νῦν εἰς
ὑπερβάλλοντα πλοῦτον ἐλήλακεν ἐξ ἀνομιῶν καὶ ἱεροσυλιῶν
καὶ ὧν αἰτεῖ καὶ σείει τοὺς ἀδελφούς, καταβραβεύων τοὺς
ἀδικουμένους καὶ ὑπισχνούμενος βοηθήσειν μισθοῦ, ψευδό-
μενος δὲ καὶ τούτους καὶ μάτην καρπούμενος τὴν τῶν ἐν
πράγμασιν ὄντων ἑτοιμότητα πρὸς τὸ διδόναι ὑπὲρ ἀπαλλαγῆς
τῶν ἐνοχλούντων, πορισμὸν ἡγούμενος τὴν θεοσέβειαν·
οὔτε ὡς ὑψηλὰ φρονεῖ καὶ ὑπερῆρται, κοσμικὰ ἀξιώματα
ὑποδυόμενος καὶ δουκηνάριος μᾶλλον ἢ ἐπίσκοπος θέλων
καλεῖσθαι καὶ σοβῶν κατὰ τὰς ἀγορὰς καὶ ἐπιστολὰς
ἀναγινώσκων καὶ ὑπαγορεύων ἅμα βαδίζων δημοσίᾳ καὶ
δορυφορούμενος, τῶν μὲν προπορευομένων, τῶν δ᾿ ἐφεπο-
μένων, πολλῶν τὸν ἀριθμόν, ὡς καὶ τὴν πίστιν φθονεῖσθαι
καὶ μισεῖσθαι διὰ τὸν ὄγκον αὐτοῦ καὶ τὴν ὑπερηφανίαν
τῆς καρδίας· οὔτε τὴν ἐν ταῖς ἐκκλησιαστικαῖς
συνόδοις τερατείαν, ἣν μηχανᾶται, δοξοκοπῶν καὶ φαντα-
σιοκοπῶν καὶ τὰς τῶν ἀκεραιοτέρων ψυχὰς τοῖς τοιούτοις
ἐκπλήττων, βῆμα μὲν καὶ θρόνον ὑψηλὸν ἑαυτῷ κατασκευ-
άσμενος, οὐχ ὡς Χριστοῦ μαθητής, σήκρητόν τε, ὥσπερ
οἱ τοῦ κόσμου ἄρχοντες, ἔχων τε καὶ ὀνομάζων, παίων τε
τῇ χειρὶ τὸν μηρὸν καὶ τὸ βῆμα ἀράττων τοῖς ποσὶν καὶ
τοῖς μὴ ἐπαινοῦσιν μηδὲ ὥσπερ ἐν τοῖς θεάτροις κατασείουσιν
ταῖς ὀθόναις μηδ᾿ ἐκβοῶσίν τε καὶ ἀναπηδῶσιν κατὰ τὰ
αὐτὰ τοῖς ἀμφ᾿ αὐτὸν στασιώταις, ἀνδράσιν τε καὶ γυναίοις,
ἀκόσμως οὕτως ἀκροωμένοις, τοῖς δ᾿ οὖν ὡς ἐν οἴκῳ θεοῦ
σεμνοπρεπῶς καὶ εὐτάκτως ἀκούουσιν ἐπιτιμῶν καὶ
ἐνυβρίζων καὶ εἰς τοὺς ἀπελθόντας ἐκ τοῦ βίου τούτου
παροινῶν ἐξηγητὰς τοῦ λόγου φορτικῶς ἐν τῷ κοινῷ καὶ
μεγαλορημονῶν περὶ ἑαυτοῦ, καθάπερ οὐκ ἐπίσκοπος ἀλλὰ
σοφιστὴς καὶ γόης· ψαλμοὺς δὲ τοὺς μὲν εἰς τὸν
κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν παύσας ὡς δὴ νεωτέρους
καὶ νεωτέρων ἀνδρῶν συγγράμματα, εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐν μέσῃ
τῇ ἐκκλησίᾳ τῇ μεγάλῃ τοῦ πάσχα ἡμέρᾳ ψαλμῳδεῖν γυναῖκας
παρασκευάζων, ὧν καὶ ἀκούσας ἄν τις φρίξειεν· οἷα καὶ
τοὺς θωπεύοντας αὐτὸν ἐπισκόπους τῶν ὁμόρων ἀγρῶν τε
καὶ πόλεων καὶ πρεσβυτέρους ἐν ταῖς πρὸς τὸν λαὸν ὁμιλίαις
καθίησιν διαλέγεσθαι· τὸν μὲν γὰρ υἱὸν τοῦ θεοῦ
οὐ βούλεται συνομολογεῖν ἐξ οὐρανοῦ κατεληλυθέναι (ἵνα
τι προλαβόντες τῶν μελλόντων γραφήσεσθαι θῶμεν, καὶ
τοῦτο οὐ λόγῳ ψιλῷ ῥηθήσεται, ἀλλ᾿ ἐξ ὧν ἐπέμψαμεν
ὑπομνημάτων δείκνυται πολλαχόθεν, οὐχ ἥκιστα δὲ ὅπου
λέγει Ἰησοῦν Χριστὸν κάτωθεν), οἱ δὲ εἰς αὐτὸν ψάλλοντες
καὶ ἐγκωμιάζοντες ἐν τῷ λαῷ ἄγγελον τὸν ἀσεβῆ διδάσκαλον
ἑαυτῶν ἐξ οὐρανοῦ κατεληλυθέναι λέγουσιν, καὶ ταῦτα οὐ
κωλύει, ἀλλὰ καὶ λεγομένοις πάρεστιν ὁ ὑπερήφανος·
τὰς δὲ συνεισάκτους αὐτοῦ γυναῖκας, ὡς Ἀντιοχεῖς
ὀνομάζουσιν, καὶ τῶν περὶ αὐτὸν πρεσβυτέρων καὶ διακόνων,
οἷς καὶ τοῦτο καὶ τὰ ἄλλα ἁμαρτήματα ἀνίατα ὄντα συγκρύ-
πτει, συνειδὼς καὶ ἐλέγξας, ὅπως αὐτοὺς ὑπόχρεως ἔχῃ,
περὶ ὧν λόγοις καὶ ἔργοις ἀδικεῖ, μὴ τολμῶντας κατηγορεῖν
τῷ καθ᾿ ἑαυτοὺς φόβῳ, ἀλλὰ καὶ πλουσίους ἀπέφηνεν, ἐφ᾿
ᾧ πρὸς τῶν τὰ τοιαῦτα ζηλούντων φιλεῖται καὶ θαυμάζεται—
τί ἂν ταῦτα γράφοιμεν; ἐπιστάμεθα δέ, ἀγαπητοί,
ὅτι τὸν ἐπίσκοπον καὶ τὸ ἱερατεῖον ἅπαν παράδειγμα εἶναι
δεῖ τῷ πλήθει πάντων καλῶν ἔργων, καὶ οὐδὲ ἐκεῖνο
ἀγνοοῦμεν ὅσοι ὑπὸ τοῦ συνεισάγειν ἑαυτοῖς γυναῖκας
ἐξέπεσον, οἳ δ᾿ ὑπωπτεύθησαν, ὥστ᾿ εἰ καὶ δοίη τις αὐτῷ
τὸ μηδὲν ἀσελγὲς ποιεῖν, ἀλλὰ τήν γε ὑπόνοιαν τὴν ἐκ τοῦ
τοιούτου πράγματος φυομένην ἐχρῆν εὐλαβηθῆναι, μή τινα
σκανδαλίσῃ, τοὺς δὲ καὶ μιμεῖσθαι προτρέψῃ. πῶς
γὰρ ἂν ἐπιπλήξειεν ἢ νουθετήσειεν ἕτερον μὴ συγκαταβαίνειν
ἐπὶ πλέον εἰς ταὐτὸν γυναικί, μὴ ὀλίσθῃ, φυλαττόμενον, ὡς
γέγραπται, ὅστις μίαν μὲν ἀπέστησεν ἤδη, δύο δὲ
ἀκμαζούσας καὶ εὐπρεπεῖς τὴν ὄψιν ἔχει μεθ᾿ ἑαυτοῦ, κἂν
ἀπίῃ που, συμπεριφέρει, καὶ ταῦτα τρυφῶν καὶ ὑπερεμ-
πιμπλάμενος; ὧν ἕνεκα στενάζουσι μὲν καὶ ὀδύρονται
πάντες καθ᾿ ἑαυτούς, οὕτω δὲ τὴν τυραννίδα καὶ δυναστείαν
αὐτοῦ πεφόβηνται, ὥστε κατηγορεῖν μὴ τολμᾶν. ἀλλὰ
ταῦτα μέν, ὡς προειρήκαμεν, εὔθυνεν ἄν τις ἄνδρα τὸ γοῦν
φρόνημα καθολικὸν ἔχοντα καὶ συγκαταριθμούμενον ἡμῖν,
τὸν δ᾿ ἐξορχησάμενον τὸ μυστήριον καὶ ἐμπομπεύσαντα τῇ
μιαρᾷ αἱρέσει τῇ Ἀρτεμᾶ (τί γὰρ οὐ χρὴ μόλις τὸν πατέρα
αὐτοῦ δηλῶσαι;) οὐδὲν δεῖν ἡγούμεθα τούτων τοὺς λογι-
σμοὺς ἀπαιτεῖν».
εἶτ᾿ ἐπὶ τέλει τῆς ἐπιστολῆς ταῦτ᾿ ἐπιλέγουσιν·
«ἠναγκάσθημεν οὖν ἀντιτασσόμενον αὐτὸν τῷ θεῷ καὶ
μὴ εἴκοντα ἐκκηρύξαντες, ἕτερον ἀντ᾿ αὐτοῦ τῇ καθολικῇ
ἐκκλησίᾳ καταστῆσαι ἐπίσκοπον, θεοῦ προνοίᾳ ὡς πεπεί-
σμεθα, τὸν τοῦ μακαρίου Δημητριανοῦ καὶ ἐπιφανῶς
προστάντος πρὸ τούτου τῆς αὐτῆς παροικίας υἱὸν Δόμνον,
ἅπασιν τοῖς πρέπουσιν ἐπισκόπῳ καλοῖς κεκοσμημένον,
ἐδηλώσαμέν τε ὑμῖν, ὅπως τούτῳ γράφητε καὶ παρὰ τούτου
τὰ κοινωνικὰ δέχησθε γράμματα· τῷ δὲ Ἀρτεμᾷ οὗτος
ἐπιστελλέτω καὶ οἱ τὰ Ἀρτεμᾶ φρονοῦντες τούτῳ
κοινωνείτωσαν».
τοῦ δὴ οὖν Παύλου σὺν καὶ τῇ τῆς πίστεως
ὀρθοδοξίᾳ τῆς ἐπισκοπῆς ἀποπεπτωκότος, Δόμνος, ὡς
εἴρηται, τὴν λειτουργίαν τῆς κατὰ Ἀντιόχειαν ἐκκλησίας
διεδέξατο· ἀλλὰ γὰρ μηδαμῶς ἐκστῆναι τοῦ Παύλου
τοῦ τῆς ἐκκλησίας οἴκου θέλοντος, βασιλεὺς ἐντευχθεὶς
Αὐρηλιανὸς αἰσιώτατα περὶ τοῦ πρακτέου διείληφεν, τούτοις
νεῖμαι προστάττων τὸν οἶκον, οἷς ἂν οἱ κατὰ τὴν Ἰταλίαν
καὶ τὴν Ῥωμαίων πόλιν ἐπίσκοποι τοῦ δόγματος ἐπιστέλ-
λοιεν. οὕτω δῆτα ὁ προδηλωθεὶς ἀνὴρ μετὰ τῆς ἐσχάτης
αἰσχύνης ὑπὸ τῆς κοσμικῆς ἀρχῆς ἐξελαύνεται τῆς ἐκκλησίας.
τοιοῦτος μέν γέ τις ἦν τὸ τηνικάδε περὶ ἡμᾶς ὁ
Αὐρηλιανός, προϊούσης δ᾿ αὐτῷ τῆς ἀρχῆς ἀλλοῖόν τι
περὶ ἡμῶν φρονήσας, ἤδη τισὶν βουλαῖς, ὡς ἂν διωγμὸν
καθ᾿ ἡμῶν ἐγείρειεν, ἀνεκινεῖτο, πολύς τε ἦν ὁ παρὰ πᾶσιν
περὶ τούτου λόγος· μέλλοντα δὲ ἤδη καὶ σχεδὸν
εἰπεῖν τοῖς καθ᾿ ἡμῶν γράμμασιν ὑποσημειούμενον θεία
μέτεισιν δίκη, μόνον οὐχὶ ἐξ ἀγκώνων τῆς ἐγχειρήσεως
αὐτὸν ἀποδεσμοῦσα λαμπρῶς τε τοῖς πᾶσιν συνορᾶν
παριστῶσα ὡς οὔποτε γένοιτ᾿ ἂν ῥᾳστώνη τοῖς τοῦ βίου
ἄρχουσιν κατὰ τῶν τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησιῶν, μὴ οὐχὶ τῆς
ὑπερμάχου χειρὸς θείᾳ καὶ οὐρανίῳ κρίσει παιδείας ἕνεκα
καὶ ἐπιστροφῆς, καθ᾿ οὓς ἂν αὐτὴ δοκιμάζοι καιρούς,
τοῦτ᾿ ἐπιτελεῖσθαι συγχωρούσης.
ἔτεσι γοῦν ἓξ κρατήσαντα τὸν Αὐρηλιανὸν διαδέχεται
Πρόβος, καὶ τοῦτον δέ που τοῖς ἴσοις ἐπικατασχόντα Κᾶρος
ἅμα παισὶν Καρίνῳ καὶ Νουμεριανῷ, πάλιν τ᾿ αὖ καὶ τούτων
οὐδ᾿ ὅλοις τρισὶν ἐνιαυτοῖς διαγενομένων, μέτεισιν τὰ τῆς ἡγε-
μονίας Διοκλητιανὸν καὶ τοὺς μετ᾿ αὐτὸν εἰσποιηθέντας, ἐφ᾿
ὧν ὁ καθ᾿ ἡμᾶς συντελεῖται διωγμὸς καὶ ἡ κατ᾿ αὐτὸν τῶν
ἐκκλησιῶν καθαίρεσις. ἀλλὰ γὰρ μικρῷ τούτου πρότε-
ρον τὸν ἐπὶ Ῥώμης ἐπίσκοπον Διονύσιον ἔτεσιν ἐννέα
διελθόντα τὴν λειτουργίαν διαδέχεται Φῆλιξ.
Ἐν τούτῳ καὶ ὁ μανεὶς τὰς φρένας ἐπώνυμός τε τῆς
δαιμονώσης αἱρέσεως τὴν τοῦ λογισμοῦ παρατροπὴν
καθωπλίζετο, τοῦ δαίμονος, αὐτοῦ δὴ τοῦ θεομάχου σατανᾶ,
ἐπὶ λύμῃ πολλῶν τὸν ἄνδρα προβεβλημένου. βάρβαρος δῆτα
τὸν βίον αὐτῷ λόγῳ καὶ τρόπῳ τήν τε φύσιν δαιμονικός
τις ὢν καὶ μανιώδης, ἀκόλουθα τούτοις ἐγχειρῶν, Χριστὸν
αὑτὸν μορφάζεσθαι ἐπειρᾶτο, τοτὲ μὲν τὸν παράκλητον καὶ
αὐτὸ τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον αὐτὸς ἑαυτὸν ἀνακηρύττων καὶ
τυφούμενός γε ἐπὶ τῇ μανίᾳ, τοτὲ δέ, οἷα Χριστός, μαθητὰς
δώδεκα κοινωνοὺς τῆς καινοτομίας αἱρούμενος· δόγ-
ματά γε μὴν ψευδῆ καὶ ἄθεα ἐκ μυρίων τῶν πρόπαλαι
ἀπεσβηκότων ἀθέων αἱρέσεων συμπεφορημένα καττύσας,
ἐκ τῆς Περσῶν ἐπὶ τὴν καθ᾿ ἡμᾶς οἰκουμένην ὥσπερ τινὰ
θανατηφόρον ἰὸν ἐξωμόρξατο, ἀφ᾿ οὗ δὴ τὸ Μανιχαίων
δυσσεβὲς ὄνομα τοῖς πολλοῖς εἰς ἔτι νῦν ἐπιπολάζει. τοιαύτη
μὲν οὖν ἡ καὶ τῆσδε τῆς ψευδωνύμου γνώσεως ὑπόθεσις,
κατὰ τοὺς δεδηλωμένους ὑποφυείσης χρόνους.
καθ᾿ οὓς Φήλικα τῆς Ῥωμαίων προστάντα ἐκκλησίας
ἔτεσιν πέντε Εὐτυχιανὸς διαδέχεται· οὐδ᾿ ὅλοις δὲ μησὶν
οὗτος δέκα διαγενόμενος, Γαΐῳ τῷ καθ᾿ ἡμᾶς καταλείπει
τὸν κλῆρον· καὶ τούτου δὲ ἀμφὶ τὰ πεντεκαίδεκα ἔτη
προστάντος, Μαρκελλῖνος κατέστη διάδοχος, ὃν καὶ αὐτὸν
ὁ διωγμὸς κατείληφεν.
κατὰ τούσδε τῆς Ἀντιοχέων ἐπισκοπῆς μετὰ Δόμνον
ἡγήσατο Τίμαιος, ὃν ὁ καθ᾿ ἡμᾶς διεδέξατο Κύριλλος·
καθ᾿ ὃν Δωρόθεον, πρεσβείου τοῦ κατὰ Ἀντιόχειαν ἠξιω-
μένον, λόγιον ἄνδρα ἔγνωμεν. φιλόκαλος δ᾿ οὗτος περὶ
τὰ θεῖα γεγονώς, καὶ τῆς Ἑβραίων ἐπεμελήθη γλώττης,
ὡς καὶ αὐταῖς ταῖς Ἑβραϊκαῖς γραφαῖς ἐπιστημόνως
ἐντυγχάνειν. ἦν δ᾿ οὗτος τῶν μάλιστα ἐλευθερίων
προπαιδείας τε τῆς καθ᾿ Ἕλληνας οὐκ ἄμοιρος, τὴν φύσιν
δὲ ἄλλως εὐνοῦχος, οὕτω πεφυκὼς ἐξ αὐτῆς γενέσεως,
ὡς καὶ βασιλέα διὰ τοῦτο, οἷόν τι παράδοξον, αὐτὸν
οἰκειώσασθαι καὶ τιμῆσαί γε ἐπιτροπῇ τῆς κατὰ Τύρον
ἁλουργοῦ βαφῆς. τούτου μετρίως τὰς γραφὰς ἐπὶ
τῆς ἐκκλησίας διηγουμένου κατηκούσαμεν. μετὰ δὲ Κύριλ-
λον Τύραννος τῆς Ἀντιοχέων παροικίας τὴν ἐπισκοπὴν
διεδέξατο, καθ᾿ ὃν ἤκμασεν ἡ τῶν ἐκκλησιῶν πολιορκία.
τῆς δ᾿ ἐν Λαοδικείᾳ παροικίας ἡγήσατο μετὰ
Σωκράτην Εὐσέβιος, ἀπὸ τῆς Ἀλεξανδρέων ὁρμηθεὶς
πόλεως· αἰτία δ᾿ αὐτῷ τῆς μεταναστάσεως ὑπῆρξεν ἡ
κατὰ τὸν Παῦλον ὑπόθεσις, δι᾿ ὃν τῆς Συρίας ἐπιβάς, πρὸς
τῶν τῇδε περὶ τὰ θεῖα ἐσπουδακότων τῆς οἴκαδε πορείας
εἴργεται, ἐπέραστόν τι θεοσεβείας χρῆμα τῶν καθ᾿ ἡμᾶς
γενόμενος, ὡς καὶ ἀπὸ τῶν προπαρατεθεισῶν Διονυσίου
φωνῶν διαγνῶναι ῥᾴδιον. Ἀνατόλιος αὐτῷ διάδοχος,
ἀγαθός, φασίν, ἀγαθοῦ, καθίσταται, γένος μὲν καὶ αὐτὸς
Ἀλεξανδρεύς, λόγων δ᾿ ἕνεκα καὶ παιδείας τῆς Ἑλλήνων
φιλοσοφίας τε τὰ πρῶτα τῶν μάλιστα καθ᾿ ἡμᾶς δοκιμω-
τάτων ἀπενηνεγμένος, ἅτε ἀριθμητικῆς καὶ γεωμετρίας
ἀστρονομίας τε καὶ τῆς ἄλλης, διαλεκτικῆς εἴτε φυσικῆς,
θεωρίας ῥητορικῶν τε αὖ μαθημάτων ἐληλακὼς εἰς ἄκρον·
ὧν ἕνεκα καὶ τῆς ἐπ᾿ Ἀλεξανδρείας Ἀριστοτέλους διαδοχῆς
τὴν διατριβὴν λόγος ἔχει πρὸς τῶν τῇδε πολιτῶν συστήσασθαι
αὐτὸν ἀξιωθῆναι. μυρίας μὲν οὖν τοῦδε καὶ ἄλλας
ἀριστείας ἐν τῇ κατ᾿ Ἀλεξάνδρειαν τοῦ Βρουχείου πολιορκίᾳ
μνημονεύουσιν, ἅτε τῶν ἐν τέλει προνομίας ἐξαιρέτου πρὸς
ἁπάντων ἠξιωμένου, δείγματος δ᾿ ἕνεκα μόνου τοῦδε
ἐπιμνησθήσομαι. τοῦ πυροῦ, φασὶν, τοῖς πολιορκου-
μένοις ἐπιλελοιπότος, ὡς ἤδη τῶν ἔξωθεν πολεμίων μᾶλλον
αὐτοῖς τὸν λιμὸν ἀφόρητον καθεστάναι, παρὼν ὁ δηλούμενος
οἰκονομεῖταί τι τοιοῦτον. θατέρου μέρους τῆς πόλεως τῷ
Ῥωμαϊκῷ συμμαχοῦντος στρατῷ ταύτῃ τε τυγχάνοντος
ἀπολιορκήτου, τὸν Εὐσέβιον (ἔτι γὰρ εἶναι τότε αὐτόθι
πρὸ τῆς ἐπὶ Συρίαν μεταναστάσεως), ἐν τοῖς ἀπολιορκήτοις
ὄντα μέγα τε κλέος καὶ διαβόητον ὄνομα μέχρι καὶ τοῦ
Ῥωμαίων στρατηλάτου κεκτημένον, περὶ τῶν λιμῷ
διαφθειρομένων κατὰ τὴν πολιορκίαν πέμψας ὁ Ἀνατόλιος
ἐκδιδάσκει· ὃ δὲ μαθών, σωτηρίαν τοῖς ἀπὸ τῶν
πολεμίων αὐτομόλοις παρασχεῖν ὡς ἐν μεγίστῃ χάριτι
δωρεᾶς τὸν Ῥωμαίων στρατηγὸν αἰτεῖται, καὶ τῆς
ἀξιώσεώς γε τυχὼν ἐμφανὲς τῷ Ἀνατολίῳ καθίστησιν.
ὃ δὲ αὐτίκα τὴν ἐπαγγελίαν δεξάμενος, βουλὴν τῶν
Ἀλεξανδρέων συναγαγών, τὰ μὲν πρῶτα πάντας ἠξίου
φιλικὴν δοῦναι Ῥωμαίοις δεξιάν, ὡς δ᾿ ἀγριαίνοντας ἐπὶ
τῷ λόγῳ συνεῖδεν, «ἀλλ᾿ οὐ τούτῳ γε, φησίν, ἀντιλέξειν
ποθ᾿ ὑμᾶς οἴομαι, εἰ τοὺς περιττοὺς καὶ ἡμῖν αὐτοῖς οὐδαμῇ
χρησίμους, γραΐδας καὶ νήπια καὶ πρεσβύτας, ἐκδοῦναι
πυλῶν ἔξω βαδίζειν ὅποι καὶ βούλοιντο, συμβουλεύσαιμι.
τί γὰρ δὴ τούτους εἰς μάτην, ὅσον οὔπω τεθνηξομένους, παρ᾿
ἑαυτοῖς ἔχομεν; τί δὲ τοὺς ἀναπήρους καὶ τὰ σώματα
λελωβημένους τῷ λιμῷ κατατρύχομεν, τρέφειν δέον μόνους
ἄνδρας καὶ νεανίας καὶ τὸν ἀναγκαῖον πυρὸν τοῖς ἐπὶ
φυλακῇ τῆς πόλεως ἐπιτηδείοις ταμιεύεσθαι;» τοιούτοις
τισὶν λογισμοῖς πείσας τὸ συνέδριον, ψῆφον πρῶτος ἀναστὰς
ἐκφέρει πᾶν τὸ τῇ στρατείᾳ μὴ ἐπιτήδειον εἴτε ἀνδρῶν εἴτε
γυναικῶν γένος ἀπολύειν τῆς πόλεως, ὅτι μηδὲ καταμένουσιν
αὐτοῖς καὶ εἰς ἄχρηστον ἐν τῇ πόλει διατρίβουσιν ἐλπὶς
ἂν γένοιτο σωτηρίας, πρὸς τοῦ λιμοῦ διαφθαρησομένοις.
ταύτῃ δὲ τῶν λοιπῶν ἁπάντων τῶν ἐν τῇ βουλῇ
συγκαταθεμένων μικροῦ δεῖν τοὺς πάντας τῶν πολιορκουμέ-
νων διεσώσατο, ἐν πρώτοις μὲν τῶν ἀπὸ τῆς ἐκκλησίας,
ἔπειτα δὲ καὶ τῶν ἄλλων τῶν κατὰ τὴν πόλιν πᾶσαν ἡλικίαν
διαδιδράσκειν προμηθούμενος, οὐ μόνον τῶν κατὰ τὴν
ψῆφον δεδογμένων, τῇ δὲ τούτων προφάσει καὶ μυρίους
ἄλλους, λεληθότως γυναικείαν στολὴν ἀμπισχομένους νύκτωρ
τε τῇ ἐκείνου φροντίδι τῶν πυλῶν ἐξιόντας καὶ ἐπὶ τὴν
Ῥωμαίων στρατιὰν ὁρμῶντας. ἔνθα τοὺς πάντας ὑποδε-
χόμενος ὁ Εὐσέβιος πατρὸς καὶ ἰατροῦ δίκην κεκακωμένους
ἐκ τῆς μακρᾶς πολιορκίας διὰ πάσης προνοίας καὶ θεραπείας
ἀνεκτᾶτο. τοιούτων ἡ κατὰ Λαοδίκειαν ἐκκλησία δύο
ἐφεξῆς κατὰ διαδοχὴν ἠξιώθη ποιμένων, σὺν θείᾳ προμηθείᾳ
μετὰ τὸν δηλωθέντα πόλεμον ἐκ τῆς Ἀλεξανδρέων πόλεως
ἐπὶ τὰ τῇδε μετεληλυθότων. οὐμενοῦν ἐσπουδάσθη
πλεῖστα τῷ Ἀνατολίῳ συγγράμματα, τοσαῦτα δ᾿ εἰς ἡμᾶς
ἐλήλυθεν, δι᾿ ὧν αὐτοῦ καταμαθεῖν δυνατὸν ὁμοῦ τό τε λόγιον
καὶ πολυμαθές· ἐν οἷς μάλιστα τὰ περὶ τοῦ πάσχα δόξαντα
παρίστησιν, ἀφ᾿ ὧν ἀναγκαῖον ἂν εἴη τούτων ἐπὶ τοῦ
παρόντος μνημονεῦσαι.
Ἐκ τῶν περὶ τοῦ πάσχα Ἀνατολίου κανόνων·
«Ἔχει τοίνυν ἐν τῷ πρώτῳ ἔτει τὴν νουμηνίαν τοῦ
πρώτου μηνός, ἥτις ἁπάσης ἐστὶν ἀρχὴ τῆς ἐννεακαιδε-
καετηρίδος, τὴν κατ᾿ Αἰγυπτίους μὲν Φαμενὼθ κϚ, κατὰ δὲ
τοὺς Μακεδόνων μῆνας Δύστρου κβ, ὡς δ᾿ ἂν εἴποιεν
Ῥωμαῖοι, πρὸ ια Καλανδῶν Ἀπριλίων. εὑρίσκεται
δὲ ὁ ἥλιος ἐν τῇ προκειμένῃ Φαμενὼθ κϚ οὐ μόνον ἐπιβὰς τοῦ
πρώτου τμήματος, ἀλλ᾿ ἤδη καὶ τετάρτην ἡμέραν ἐν αὐτῷ
διαπορευόμενος. τοῦτο δὲ τὸ τμῆμα πρῶτον δωδεκατημόριον
καὶ ἰσημερινὸν καὶ μηνῶν ἀρχὴν καὶ κεφαλὴν τοῦ κύκλου
καὶ ἄφεσιν τοῦ τῶν πλανητῶν δρόμου καλεῖν εἰώθασιν, τὸ
δὲ πρὸ τούτου μηνῶν ἔσχατον καὶ τμῆμα δωδέκατον καὶ
τελευταῖον δωδεκατημόριον καὶ τέλος τῆς τῶν πλανητῶν
περιόδου· δι᾿ ὃ καὶ τοὺς ἐν αὐτῷ τιθεμένους τὸν πρῶτον
μῆνα καὶ τὴν τεσσαρεσκαιδεκάτην τοῦ πάσχα κατ᾿ αὐτὴν
λαμβάνοντας οὐ μικρῶς οὐδ᾿ ὡς ἔτυχεν ἁμαρτάνειν φαμέν.
ἔστιν δ᾿ οὐχ ἡμέτερος οὗτος ὁ λόγος, Ἰουδαίοις δὲ
ἐγινώσκετο τοῖς πάλαι καὶ πρὸ Χριστοῦ ἐφυλάττετό τε
πρὸς αὐτῶν μάλιστα· μαθεῖν δ᾿ ἔστιν ἐκ τῶν ὑπὸ Φίλωνος
Ἰωσήπου Μουσαίου λεγομένων, καὶ οὐ μόνων τούτων, ἀλλὰ
καὶ τῶν ἔτι παλαιοτέρων ἀμφοτέρων Ἀγαθοβούλων, τῶν
ἐπίκλην διδασκάλων Ἀριστοβούλου τοῦ πάνυ, ὃς ἐν τοῖς οʹ
κατειλεγμένος τοῖς τὰς ἱερὰς καὶ θείας Ἑβραίων ἑρμηνεύσασι
γραφὰς Πτολεμαίῳ τῷ Φιλαδέλφῳ καὶ τῷ τούτου πατρί,
καὶ βίβλους ἐξηγητικὰς τοῦ Μωυσέως νόμου τοῖς αὐτοῖς
προσεφώνησεν βασιλεῦσιν. οὗτοι τὰ ζητούμενα κατὰ
τὴν Ἔξοδον ἐπιλύοντες, φασὶ δεῖν τὰ διαβατήρια θύειν
ἐπ᾿ ἴσης ἅπαντας μετὰ ἰσημερίαν ἐαρινήν, μεσοῦντος τοῦ
πρώτου μηνός· τοῦτο δὲ εὑρίσκεσθαι, τὸ πρῶτον τμῆμα
τοῦ ἡλιακοῦ, ἢ ὥς τινες αὐτῶν ὠνόμασαν, ζῳοφόρου κύκλου
διεξιόντος ἡλίου. ὁ δὲ Ἀριστόβουλος προστίθησιν ὡς εἴη
ἐξ ἀνάγκης τῇ τῶν διαβατηρίων ἑορτῇ μὴ μόνον τὸν ἥλιον
ἰσημερινὸν διαπορεύεσθαι τμῆμα, καὶ τὴν σελήνην δέ.
τῶν γὰρ ἰσημερινῶν τμημάτων ὄντων δύο, τοῦ μὲν
ἐαρινοῦ, τοῦ δὲ μετοπωρινοῦ, καὶ διαμετρούντων ἄλληλα
δοθείσης τε τῆς τῶν διαβατηρίων ἡμέρας τῇ τεσσαρεσκαι-
δεκάτῃ τοῦ μηνὸς μεθ᾿ ἑσπέραν, ἐνστήξεται μὲν ἡ σελήνη
τὴν ἐναντίαν καὶ διάμετρον τῷ ἡλίῳ στάσιν, ὥσπερ οὖν
ἔξεστιν ἐν ταῖς πανσελήνοις ὁρᾶν, ἔσονται δὲ ὃ μὲν κατὰ τὸ
ἐαρινὸν ἰσημερινόν, ὁ ἥλιος, τμῆμα, ἣ δὲ ἐξ ἀνάγκης κατὰ
τὸ φθινοπωρινὸν ἰσημερινόν, ἡ σελήνη. οἶδα πλεῖστα
καὶ ἄλλα πρὸς αὐτῶν λεγόμενα, τοῦτο μὲν πιθανά, τοῦτο
δὲ κατὰ τὰς κυριακὰς ἀποδείξεις προϊόντα, δι᾿ ὧν παριστά-
νειν πειρῶνται τὴν τοῦ πάσχα καὶ τῶν ἀζύμων ἑορτὴν δεῖν
πάντως μετ᾿ ἰσημερίαν ἄγεσθαι· παρίημι δὲ τὰς τοιαύτας
τῶν ἀποδείξεων ὕλας ἀπαιτῶν ὧν περιῄρηται μὲν τὸ ἐπὶ
τῷ Μωυσέως νόμῳ κάλυμμα, ἀνακεκαλυμμένῳ δὲ τῷ
προσώπῳ λοιπὸν ἤδη Χριστὸν καὶ τὰ Χριστοῦ ἀεὶ
κατοπτρίζεσθαι μαθήματά τε καὶ παθήματα. τοῦ δὲ τὸν
πρῶτον παρ᾿ Ἑβραίοις μῆνα περὶ ἰσημερίαν εἶναι παραστα-
τικὰ καὶ τὰ ἐν τῷ Ἐνὼχ μαθήματα».
καὶ ἀριθμητικὰς δὲ καταλέλοιπεν ὁ αὐτὸς ἐν ὅλοις
δέκα συγγράμμασιν εἰσαγωγὰς καὶ ἄλλα δείγματα τῆς
περὶ τὰ θεῖα σχολῆς τε αὐτοῦ καὶ πολυπειρίας. τούτῳ
πρῶτος ὁ τῆς Παλαιστίνων Καισαρείας ἐπίσκοπος Θεότεκνος
χεῖρας εἰς ἐπισκοπὴν ἐπιτέθεικεν, διάδοχον ἑαυτοῦ μετὰ
τελευτὴν ποριεῖσθαι τῇ ἰδίᾳ παροικίᾳ προμνώμενος, καὶ
δὴ ἐπὶ σμικρόν τινα χρόνον ἄμφω τῆς αὐτῆς προύστησαν
ἐκκλησίας· ἀλλὰ γὰρ ἐπὶ τὴν Ἀντιόχειαν τῆς κατὰ Παῦλον
συνόδου καλούσης, τὴν Λαοδικέων πόλιν παριὼν πρὸς τῶν
ἀδελφῶν αὐτόθι κοιμηθέντος Εὐσεβίου κεκράτηται.
καὶ τοῦ Ἀνατολίου δὲ τὸν βίον μεταλλάξαντος, τῆς ἐκεῖσε
παροικίας ὕστατος τῶν πρὸ τοῦ διωγμοῦ καθίσταται
Στέφανος, λόγων μὲν φιλοσόφων καὶ τῆς ἄλλης παρ᾿
Ἕλλησι παιδείας παρὰ τοῖς πολλοῖς θαυμασθείς, οὐχ
ὁμοίως γε μὴν περὶ τὴν θείαν πίστιν διατεθειμένος, ὡς
προϊὼν ὁ τοῦ διωγμοῦ καιρὸς ἀπήλεγξεν, εἴρωνα μᾶλλον
δειλόν τε καὶ ἄνανδρον ἤπερ ἀληθῆ φιλόσοφον ἀποδείξας
τὸν ἄνδρα. οὐ μὴν ἐπὶ τούτῳ γε καταστρέφειν ἔμελλε
τὰ τῆς ἐκκλησίας, ἀνορθοῦται δ᾿ αὐτὰ πρὸς αὐτοῦ θεοῦ τοῦ
πάντων σωτῆρος αὐτίκα τῆς αὐτόθι παροικίας ἐπίσκοπος
ἀναδειχθεὶς Θεόδοτος, πράγμασιν αὐτοῖς ἀνὴρ καὶ τὸ κύριον
ὄνομα καὶ τὸν ἐπίσκοπον ἐπαληθεύσας. ἰατρικῆς μὲν γὰρ
σωμάτων ἀπεφέρετο τὰ πρῶτα τῆς ἐπιστήμης, ψυχῶν δὲ θερα-
πευτικῆς οἷος οὐδὲ ἄλλος ἀνθρώπων ἐτύγχανεν φιλανθρωπίας
γνησιότητος συμπαθείας σπουδῆς τῶν τῆς παρ᾿ αὐτοῦ δεομέ-
νων ὠφελείας ἕνεκεν, πολὺ δὲ ἦν αὐτῷ καὶ τὸ περὶ τὰ θεῖα
μαθήματα συνησκημένον. οὗτος μὲν δὴ τοιοῦτος ἦν·
ἐν Καισαρείᾳ δὲ τῆς Παλαιστίνης Θεότεκνον σπουδαιότατα
τὴν ἐπισκοπὴν διελθόντα Ἀγάπιος διαδέχεται· ὃν καὶ
πολλὰ καμεῖν γνησιωτάτην τε πρόνοιαν τῆς τοῦ λαοῦ
προστασίας ἴσμεν πεποιημένον πλουσίᾳ τε χειρὶ πάντων
μάλιστα πενήτων ἐπιμεμελημένον.
κατὰ τοῦτον ἐλλογιμώτατον αὐτῷ τε βίῳ φιλόσοφον
ἀληθῆ πρεσβείου τῆς αὐτόθι παροικίας ἠξιωμένον Πάμφιλον
ἔγνωμεν· ὃν ὁποῖός τις ἦν καὶ ὅθεν ὁρμώμενος, οὐ σμικρᾶς
ἂν γένοιτο δηλοῦν ὑποθέσεως· ἕκαστα δὲ τοῦ κατ᾿ αὐτὸν
βίου καὶ ἧς συνεστήσατο διατριβῆς, τούς τε κατὰ τὸν διω-
γμὸν ἐν διαφόροις ὁμολογίαις ἀγῶνας αὐτοῦ καὶ ὃν ἐπὶ πᾶσιν
ἀνεδήσατο τοῦ μαρτυρίου στέφανον, ἐν ἰδίᾳ τῇ περὶ αὐτοῦ
διειλήφαμεν ὑποθέσει. ἀλλ᾿ οὗτος μὲν τῶν τῇδε
θαυμασιώτατος· ἐν δὲ τοῖς μάλιστα καθ᾿ ἡμᾶς σπανιω-
τάτους γενομένους ἴσμεν τῶν μὲν ἐπ᾿ Ἀλεξανδρείας
πρεσβυτέρων Πιέριον, Μελέτιον δὲ τῶν κατὰ Πόντον
ἐκκλησιῶν ἐπίσκοπον. ἀλλ᾿ ὃ μὲν ἄκρως ἀκτήμονι
βίῳ καὶ μαθήμασιν φιλοσόφοις δεδοκίμαστο, ταῖς περὶ τὰ
θεῖα θεωρίαις καὶ ἐξηγήσεσιν καὶ ταῖς ἐπὶ τοῦ κοινοῦ τῆς
ἐκκλησίας διαλέξεσιν ὑπερφυῶς ἐξησκημένος· ὁ δὲ Μελέτιος
(τὸ μέλι τῆς Ἀττικῆς ἐκάλουν αὐτὸν οἱ ἀπὸ παιδείας)
τοιοῦτος ἦν οἷον ἂν γράψειέν τις τὸν κατὰ πάντα λόγων
ἕνεκα τελεώτατον. ῥητορικῆς μέν γε τὴν ἀρετὴν οὐδ᾿ οἷόν τε
θαυμάζειν, ἐπαξίως ἀλλὰ τοῦτο μὲν εἶναι αὐτῷ φαίη ἄν
τις τὸ κατὰ φύσιν· τῆς δ᾿ ἄλλης πολυπειρίας τε καὶ
πολυμαθείας τίς ἂν τὴν ἀρετὴν ὑπερβάλοιτο, ὅτι δὴ
ἐπὶ πάσαις λογικαῖς ἐπιστήμαις τὸν τεχνικώτατον καὶ
λογιώτατον, καὶ μόνον πεῖραν αὐτοῦ λαβών, εἶπες ἄν;
ἐφάμιλλα δὲ αὐτῷ καὶ τὰ τῆς ἀρετῆς παρῆν τοῦ βίου. τοῦτον
κατὰ τὸν τοῦ διωγμοῦ καιρὸν τοῖς κατὰ Παλαιστίνην
κλίμασιν διαδιδράσκοντα ἐφ᾿ ὅλοις ἔτεσιν ἑπτὰ κατενοή-
σαμεν. τῆς δ᾿ ἐν Ἱεροσολύμοις ἐκκλησίας μετὰ τὸν
μικρῷ πρόσθεν δεδηλωμένον ἐπίσκοπον Ὑμέναιον Ζαβδᾶς
τὴν λειτουργίαν παραλαμβάνει· μετ᾿ οὐ πολὺ δὲ τούτου
κεκοιμημένου, Ἕρμων ὕστατος τῶν μέχρι τοῦ καθ᾿ ἡμᾶς
διωγμοῦ τὸν εἰς ἔτι νῦν ἐκεῖσε πεφυλαγμένον ἀποστολικὸν
διαδέχεται θρόνον. καὶ ἐπ᾿ Ἀλεξανδρείας δὲ Μάξιμον
ὀκτωκαίδεκα ἔτεσιν μετὰ τὴν Διονυσίου τελευτὴν ἐπισκο-
πεύσαντα Θεωνᾶς διαδέχεται· καθ᾿ ὃν ἐπὶ τῆς Ἀλεξαν-
δρείας ἐπὶ ταὐτὸν τῷ Πιερίῳ πρεσβυτερίου ἠξιωμένος
Ἀχιλλᾶς ἐγνωρίζετο, τῆς ἱερᾶς πίστεως τὸ διδασκαλεῖον
ἐγκεχειρισμένος, οὐδενὸς ἧττον σπανιώτατον φιλοσοφίας
ἔργον καὶ πολιτείας εὐαγγελικῆς τρόπον γνήσιον ἐπιδεδειγμέ-
νος. μετὰ δὲ Θεωνᾶν ἐννεακαίδεκα ἔτεσιν ἐξυπηρετη-
σάμενον διαδέχεται τὴν ἐπισκοπὴν τῶν ἐπ᾿ Ἀλεξανδρείας
Πέτρος, ἐν τοῖς μάλιστα καὶ αὐτὸς διαπρέψας ἐφ᾿ ὅλοις
δυοκαίδεκα ἐνιαυτοῖς, ὧν πρὸ τοῦ διωγμοῦ τρισὶν οὐδ᾿
ὅλοις ἔτεσιν ἡγησάμενος τῆς ἐκκλησίας, τὸν λοιπὸν τοῦ βίου
χρόνον εὐτονωτέρᾳ τῇ συνασκήσει ἑαυτόν τε ἦγεν καὶ τῆς
κοινῆς τῶν ἐκκλησιῶν ὠφελείας οὐκ ἀφανῶς ἐπεμέλετο.
ταύτῃ δ᾿ οὖν ἐνάτῳ ἔτει τοῦ διωγμοῦ τὴν κεφαλὴν
ἀποτμηθεὶς τῷ τοῦ μαρτυρίου κατεκοσμήθη στεφάνῳ.
Ἐν τούτοις τὴν τῶν διαδοχῶν περιγράψαντες
ὑπόθεσιν, ἀπὸ τῆς τοῦ σωτῆρος ἡμῶν γενέσεως ἐπὶ τὴν τῶν
προσευκτηρίων καθαίρεσιν εἰς ἔτη συντείνουσαν πέντε καὶ
τριακόσια, φέρε, ἑξῆς τοὺς καθ᾿ ἡμᾶς τῶν ὑπὲρ εὐσεβείας
ἀνδρισαμένων ἀγῶνας, ὅσοι τε καὶ ὁπηλίκοι γεγόνασιν, καὶ
τοῖς μεθ᾿ ἡμᾶς εἰδέναι διὰ γραφῆς καταλείψωμεν.




ΒΙΒΛΙΟΝ Η´

Τάδε καὶ ἡ ὀγδόη περιέχει βίβλος
τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας
Α Περὶ τῶν πρὸ τοῦ καθ᾿ ἡμᾶς διωγμοῦ.
Β Περὶ τῆς τῶν ἐκκλησιῶν καθαιρέσεως.
Γ Περὶ τοῦ τρόπου τῶν κατὰ τὸν διωγμὸν ἠγωνισμένων.
Δ Περὶ τῶν ἀοιδίμων τοῦ θεοῦ μαρτύρων, ὡς πάντα τόπον
ἔπλησαν τῆς ἑαυτῶν μνήμης, ποικίλους τοὺς ὑπὲρ
εὐσεβείας ἀναδησάμενοι στεφάνους.
Ε Περὶ τῶν κατὰ Νικομήδειαν.
Ϛ Περὶ τῶν κατὰ τοὺς βασιλικοὺς οἴκους.
Ζ Περὶ τῶν κατὰ Φοινίκην Αἰγυπτίων.
Η Περὶ τῶν κατὰ τὴν Αἴγυπτον.
Θ Περὶ τῶν κατὰ Θηβαΐδα.
Ι Φιλέου μάρτυρος περὶ τῶν κατ᾿ Ἀλεξάνδρειαν πεπραγ-
μένων ἔγγραφοι διδασκαλίαι.
ΙΑ Περὶ τῶν κατὰ Φρυγίαν.
ΙΒ Περὶ πλείστων ἑτέρων ἀνδρῶν τε καὶ γυναικῶν δια-
φόρως ἠγωνισμένων.
ΙΓ Περὶ τῶν τῆς ἐκκλησίας προέδρων τῶν τὸ γνήσιον ἧς
ἐπρέσβευον εὐσεβείας διὰ τοῦ σφῶν αἵματος ἐπιδε-
δειγμένων.
ΙΔ Περὶ τοῦ τρόπου τῶν τῆς εὐσεβείας ἐχθρῶν.
ΙΕ Περὶ τῶν τοῖς ἐκτὸς συμβεβηκότων.
ΙϚ Περὶ τῆς ἐπὶ τὸ κρεῖττον τῶν πραγμάτων μεταβολῆς.
ΙΖ Περὶ τῆς τῶν κρατούντων παλινῳδίας.
Τὴν τῶν ἀποστόλων διαδοχὴν ἐν ὅλοις ἑπτὰ περιγράψαντες
βιβλίοις, ἐν ὀγδόῳ τούτῳ συγγράμματι τὰ καθ᾿ ἡμᾶς αὐτούς,
οὐ τῆς τυχούσης ἄξια ὄντα γραφῆς, ἕν τι τῶν ἀναγκαιοτάτων
ἡγούμεθα δεῖν εἰς γνῶσιν καὶ τῶν μεθ᾿ ἡμᾶς παραδοῦναι,
καὶ ἄρξεταί γε ὁ λόγος ἡμῖν ἐντεῦθεν.
Ὅσης μὲν καὶ ὁποίας πρὸ τοῦ καθ᾿ ἡμᾶς διωγμοῦ
δόξης ὁμοῦ καὶ παρρησίας ὁ διὰ Χριστοῦ τῷ βίῳ κατηγγελ-
μένος τῆς εἰς τὸν τῶν ὅλων θεὸν εὐσεβείας λόγος παρὰ
πᾶσιν ἀνθρώποις, Ἕλλησί τε καὶ βαρβάροις, ἠξίωτο, μεῖζον
ἢ καθ᾿ ἡμᾶς ἐπαξίως διηγήσασθαι· τεκμήρια δ᾿ ἂν
γένοιτο τῶν κρατούντων αἱ περὶ τοὺς ἡμετέρους δεξιώσεις,
οἷς καὶ τὰς τῶν ἐθνῶν ἐνεχείριζον ἡγεμονίας, τῆς περὶ τὸ
θύειν ἀγωνίας κατὰ πολλὴν ἣν ἀπέσῳζον περὶ τὸ δόγμα
φιλίαν αὐτοὺς ἀπαλλάττοντες. τί δεῖ περὶ τῶν κατὰ
τοὺς βασιλικοὺς λέγειν οἴκους καὶ τῶν ἐπὶ πᾶσιν ἀρχόντων;
οἳ τοῖς οἰκείοις εἰς πρόσωπον ἐπὶ τῷ θείῳ παρρησιαζομένοις
λόγῳ τε καὶ βίῳ συνεχώρουν, γαμεταῖς καὶ παισὶ καὶ
οἰκέταις, μόνον οὐχὶ καὶ ἐγκαυχᾶσθαι ἐπὶ τῇ παρρησίᾳ τῆς
πίστεως ἐπιτρέποντες· οὓς ἐξόχως καὶ μᾶλλον τῶν συνθε-
ραπόντων ἀποδεκτοὺς ἡγοῦντο, οἷος ἐκεῖνος ἦν Δωρόθεος,
πάντων αὐτοῖς εὐνούστατός τε καὶ πιστότατος καὶ τούτων
ἕνεκα διαφερόντως παρὰ τοὺς ἐν ἀρχαῖς καὶ ἡγεμονίαις
ἐντιμότατος, ὅ τε σὺν αὐτῷ περιβόητος Γοργόνιος καὶ ὅσοι
τῆς αὐτῆς ὁμοίως τούτοις ἠξίωντο διὰ τὸν τοῦ θεοῦ λόγον
τιμῆς· οἵας τε καὶ τοὺς καθ᾿ ἑκάστην ἐκκλησίαν ἄρχοντας
παρὰ πᾶσιν ἐπιτρόποις καὶ ἡγεμόσιν ἀποδοχῆς ἦν ὁρᾶν
ἀξιουμένους. πῶς δ᾿ ἄν τις διαγράψειεν τὰς μυριάνδρους
ἐκείνας ἐπισυναγωγὰς καὶ τὰ πλήθη τῶν κατὰ πᾶσαν πόλιν
ἀθροισμάτων τάς τε ἐπισήμους ἐν τοῖς προσευκτηρίοις
συνδρομάς; ὧν δὴ ἕνεκα μηδαμῶς ἔτι τοῖς πάλαι οἰκοδομή-
μασιν ἀρκούμενοι, εὐρείας εἰς πλάτος ἀνὰ πάσας τὰς πόλεις
ἐκ θεμελίων ἀνίστων ἐκκλησίας. ταῦτα δὲ τοῖς χρόνοις
προϊόντα ὁσημέραι τε εἰς αὔξην καὶ μέγεθος ἐπιδιδόντα
οὐδεὶς ἀνεῖργεν φθόνος οὐδέ τις δαίμων πονηρὸς οἷός τε ἦν
βασκαίνειν οὐδ᾿ ἀνθρώπων ἐπιβουλαῖς κωλύειν, ἐς ὅσον ἡ
θεία καὶ οὐράνιος χεὶρ ἔσκεπέν τε καὶ ἐφρούρει, οἷα δὴ ἄξιον
ὄντα, τὸν ἑαυτῆς λαόν.
Ὡς δ᾿ ἐκ τῆς ἐπὶ πλέον ἐλευθερίας ἐπὶ χαυνότητα καὶ
νωθρίαν τὰ καθ᾿ ἡμᾶς μετηλλάττετο, ἄλλων ἄλλοις διαφθο-
νουμένων καὶ διαλοιδορουμένων καὶ μόνον οὐχὶ ἡμῶν αὐτῶν
ἑαυτοῖς προσπολεμούντων ὅπλοις, εἰ οὕτω τύχοι, καὶ
δόρασιν τοῖς διὰ λόγων ἀρχόντων τε ἄρχουσι προσρηγνύντων
καὶ λαῶν ἐπὶ λαοὺς καταστασιαζόντων τῆς τε ὑποκρίσεως
ἀφάτου καὶ τῆς εἰρωνείας ἐπὶ πλεῖστον ὅσον κακίας
προϊούσης, ἡ μὲν δὴ θεία κρίσις, οἷα φίλον αὐτῇ, πεφεισμένως,
τῶν ἀθροισμάτων ἔτι συγκροτουμένων, ἠρέμα καὶ μετρίως
τὴν αὐτῆς ἐπισκοπὴν ἀνεκίνει, ἐκ τῶν ἐν στρατείαις ἀδελφῶν
καταρχομένου τοῦ διωγμοῦ· ὡς δ᾿ ἀνεπαισθήτως
ἔχοντες οὐχ ὅπως εὐμενὲς καὶ ἵλεω καταστήσεσθαι τὸ
θεῖον προυθυμούμεθα, οἷα δέ τινες ἄθεοι ἀφρόντιστα καὶ
ἀνεπίσκοπα τὰ καθ᾿ ἡμᾶς ἡγούμενοι ἄλλας ἐπ᾿ ἄλλαις
προσετίθεμεν κακίας οἵ τε δοκοῦντες ἡμῶν ποιμένες τὸν τῆς
θεοσεβείας θεσμὸν παρωσάμενοι ταῖς πρὸς ἀλλήλους ἀνεφλέ-
γοντο φιλονεικίαις, αὐτὰ δὴ ταῦτα μόνα, τὰς ἔριδας καὶ τὰς
ἀπειλὰς τόν τε ζῆλον καὶ τὸ πρὸς ἀλλήλους ἔχθος τε καὶ
μῖσος ἐπαύξοντες οἷά τε τυραννίδας τὰς φιλαρχίας ἐκθύμως
διεκδικοῦντες, τότε δή, τότε κατὰ τὴν φάσκουσαν τοῦ
Ἱερεμίου φωνὴν ἐγνόφωσεν ἐν ὀργῇ αὐτοῦ κύριος τὴν
θυγατέρα Σιὼν καὶ κατέρριψεν ἐξ οὐρανοῦ δόξασμα
Ἰσραὴλ οὐκ ἐμνήσθη τε ὑποποδίου ποδῶν αὐτοῦ ἐν
ἡμέρᾳ ὀργῆς αὐτοῦ· ἀλλὰ καὶ κατεπόντισεν κύριος
πάντα τὰ ὡραῖα Ἰσραὴλ καὶ καθεῖλεν πάντας τοὺς
φραγμοὺς αὐτοῦ, κατά τε τὰ ἐν Ψαλμοῖς προθεσ-
πισθέντα κατέστρεψεν τὴν διαθήκην τοῦ δούλου
αὐτοῦ καὶ ἐβεβήλωσεν εἰς γῆν διὰ τῆς τῶν ἐκκλησιῶν
καθαιρέσεως τὸ ἁγίασμα αὐτοῦ καὶ καθεῖλεν πάντας
τοὺς φραγμοὺς αὐτοῦ, ἔθετο τὰ ὀχυρώματα αὐτοῦ
δειλίαν· διήρπασάν τε τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ πάντες
οἱ διοδεύοντες ὁδόν, καὶ δὴ ἐπὶ τούτοις ὄνειδος
ἐγενήθη τοῖς γείτοσιν αὐτοῦ. ὕψωσεν γὰρ τὴν
δεξιὰν τῶν ἐχθρῶν αὐτοῦ καὶ ἀπέστρεψεν τὴν βοή-
θειαν τῆς ῥομφαίας αὐτοῦ καὶ οὐκ ἀντελάβετο
αὐτοῦ ἐν τῷ πολέμῳ· ἀλλὰ καὶ κατέλυσεν ἀπὸ
καθαρισμοῦ αὐτὸν καὶ τὸν θρόνον αὐτοῦ εἰς τὴν
γῆν κατέρραξεν ἐσμίκρυνέν τε τὰς ἡμέρας τοῦ
χρόνου αὐτοῦ, καὶ ἐπὶ πᾶσιν κατέχεεν αὐτοῦ
αἰσχύνην.
Συντετέλεσται δῆτα καθ᾿ ἡμᾶς ἅπαντα, ὁπηνίκα τῶν
μὲν προσευκτηρίων τοὺς οἴκους ἐξ ὕψους εἰς ἔδαφος αὐτοῖς
θεμελίοις καταρριπτουμένους, τὰς δ᾿ ἐνθέους καὶ ἱερὰς
γραφὰς κατὰ μέσας ἀγορὰς πυρὶ παραδιδομένας αὐτοῖς
ἐπείδομεν ὀφθαλμοῖς τούς τε τῶν ἐκκλησιῶν ποιμένας
αἰσχρῶς ὧδε κἀκεῖσε κρυπταζομένους, τοὺς δὲ ἀσχημόνως
ἁλισκομένους καὶ πρὸς τῶν ἐχθρῶν καταπαιζομένους, ὅτε
καὶ κατ᾿ ἄλλον προφητικὸν λόγον ἐξεχύθη ἐξουδένωσις
ἐπ᾿ ἄρχοντας, καὶ ἐπλάνησεν αὐτοὺς ἐν ἀβάτῳ καὶ
οὐχ ὁδῷ. ἀλλὰ τούτων μὲν οὐχ ἡμέτερον διαγράφειν
τὰς ἐπὶ τέλει σκυθρωπὰς συμφοράς, ἐπεὶ καὶ τὰς πρόσθεν
τοῦ διωγμοῦ διαστάσεις τε αὐτῶν εἰς ἀλλήλους καὶ ἀτοπίας
οὐχ ἡμῖν οἰκεῖον μνήμῃ παραδιδόναι· δι᾿ ὃ καὶ πλέον οὐδὲν
ἱστορῆσαι περὶ αὐτῶν διέγνωμεν ἢ δι᾿ ὧν ἂν τὴν θείαν
δικαιώσαιμεν κρίσιν. οὐκοῦν οὐδὲ τῶν πρὸς τοῦ διωγμοῦ
πεπειραμένων ἢ τῶν εἰς ἅπαν τῆς σωτηρίας νεναυαγηκότων
αὐτῇ τε γνώμῃ τοῖς τοῦ κλύδωνος ἐναπορριφέντων βυθοῖς
μνήμην ποιήσασθαι προήχθημεν, μόνα δ᾿ ἐκεῖνα τῇ καθόλου
προσθήσομεν ἱστορίᾳ, ἃ πρώτοις μὲν ἡμῖν αὐτοῖς, ἔπειτα δὲ
καὶ τοῖς μεθ᾿ ἡμᾶς γένοιτ᾿ ἂν πρὸς ὠφελείας.
Ἴωμεν οὖν ἐντεῦθεν ἤδη τοὺς ἱεροὺς ἀγῶνας τῶν τοῦ
θείου λόγου μαρτύρων ἐν ἐπιτομῇ διαγράψοντες. ἔτος
τοῦτο ἦν ἐννεακαιδέκατον τῆς Διοκλητιανοῦ βασιλείας,
Δύστρος μήν, λέγοιτο δ᾿ ἂν οὗτος Μάρτιος κατὰ Ῥωμαίους,
ἐν ᾧ τῆς τοῦ σωτηρίου πάθους ἑορτῆς ἐπελαυνούσης ἥπλωτο
πανταχόσε βασιλικὰ γράμματα, τὰς μὲν ἐκκλησίας εἰς
ἔδαφος φέρειν, τὰς δὲ γραφὰς ἀφανεῖς πυρὶ γενέσθαι προσ-
τάττοντα, καὶ τοὺς μὲν τιμῆς ἐπειλημμένους ἀτίμους, τοὺς
δ᾿ ἐν οἰκετίαις, εἰ ἐπιμένοιεν τῇ τοῦ Χριστιανισμοῦ προθέσει,
ἐλευθερίας στερεῖσθαι προαγορεύοντα. καὶ ἡ μὲν πρώτη
καθ᾿ ἡμῶν γραφὴ τοιαύτη τις ἦν· μετ᾿ οὐ πολὺ δὲ ἑτέρων
ἐπιφοιτησάντων γραμμάτων, προσετάττετο τοὺς τῶν ἐκκλη-
σιῶν προέδρους πάντας τοὺς κατὰ πάντα τόπον πρῶτα μὲν
δεσμοῖς παραδίδοσθαι, εἶθ᾿ ὕστερον πάσῃ μηχανῇ θύειν
ἐξαναγκάζεσθαι.
Τότε δὴ οὖν, τότε πλεῖστοι μὲν ὅσοι τῶν ἐκκλησιῶν
ἄρχοντες, δειναῖς αἰκίαις προθύμως ἐναθλήσαντες, μεγάλων
ἀγώνων ἱστορίας ἐπεδείξαντο, μυρίοι δ᾿ ἄλλοι τὴν ψυχὴν
ὑπὸ δειλίας προναρκήσαντες προχείρως οὕτως ἀπὸ πρώτης
ἐξησθένησαν προσβολῆς, τῶν δὲ λοιπῶν ἕκαστος εἴδη
διάφορα βασάνων ἐνήλλαττεν, ὃ μὲν μάστιξιν αἰκιζόμενος
τὸ σῶμα, ὃ δὲ στρεβλώσεσιν καὶ ξεσμοῖς ἀνυπομονήτοις
τιμωρούμενος, ἐφ᾿ οἷς ἤδη τινὲς οὐκ αἴσιον ἀπηνέγκαντο
τοῦ βίου τέλος. ἄλλοι δ᾿ αὖ πάλιν ἄλλως τὸν ἀγῶνα
διεξῄεσαν· ὃ μὲν γάρ τις ἑτέρων βίᾳ συνωθούντων καὶ ταῖς
παμμιάροις καὶ ἀνάγνοις προσαγόντων θυσίαις ὡς τεθυκὼς
ἀπηλλάττετο, καὶ εἰ μὴ τεθυκὼς ἦν, ὃ δὲ μηδ᾿ ὅλως προσπε-
λάσας μηδέ τινος ἐναγοῦς ἐφαψάμενος, εἰρηκότων δ᾿ ἑτέρων
ὅτι τεθύκοι, σιωπῇ φέρων τὴν συκοφαντίαν ἀπῄει· ἄλλος
ἡμιθνὴς αἰρόμενος ὡς ἂν ἤδη νεκρὸς ἐρρίπτετο, καί τις
αὖ πάλιν ἐπ᾿ ἐδάφους κείμενος μακρὰν ἐσύρετο τοῖν
ποδοῖν, ἐν τεθυκόσιν αὐτοῖς λελογισμένος. ὁ δέ τις ἐβόα
καὶ μεγάλῃ διεμαρτύρετο φωνῇ τῆς θυσίας τὴν ἄρνησιν, καὶ
ἄλλος Χριστιανὸς εἶναι ἐκεκράγει, τῇ τοῦ σωτηρίου προσρή-
ματος ὁμολογίᾳ λαμπρυνόμενος· ἕτερος τὸ μὴ τεθυκέναι
μηδὲ θύσειν ποτὲ διετείνετο. ὅμως δ᾿ οὖν καὶ οἵδε
πολυχειρίᾳ τῆς ἐπὶ τοῦτο τεταγμένης στρατιωτικῆς παρα-
τάξεως κατὰ στόματος παιόμενοι καὶ κατασιγαζόμενοι κατά
τε προσώπου καὶ παρειῶν τυπτόμενοι μετὰ βίας ἐξωθοῦντο
οὕτως ἐξ ἅπαντος οἱ τῆς θεοσεβείας ἐχθροὶ τὸ δοκεῖν ἠνυκέναι
περὶ πολλοῦ ἐτίθεντο.
Ἀλλ᾿ οὐ καὶ κατὰ τῶν ἁγίων αὐτοῖς μαρτύρων ταῦτα
προυχώρει. ὧν εἰς ἀκριβῆ διήγησιν τίς ἂν ἡμῖν ἐξαρκέσειεν
λόγος;
Μυρίους μὲν γὰρ ἱστορήσαι ἄν τις θαυμαστὴν ὑπὲρ
εὐσεβείας τοῦ θεοῦ τῶν ὅλων ἐνδεδειγμένους προθυμίαν, οὐκ
ἐξ ὅτουπερ μόνον ὁ κατὰ πάντων ἀνεκινήθη διωγμός, πολὺ
πρότερον δὲ καθ᾿ ὃν ἔτι τὰ τῆς εἰρήνης συνεκροτεῖτο.
ἄρτι γὰρ ἄρτι πρῶτον ὥσπερ ἀπὸ κάρου βαθέος ὑποκι-
νουμένου τοῦ τὴν ἐξουσίαν εἰληφότος κρύβδην τε ἔτι καὶ
ἀφανῶς μετὰ τὸν ἀπὸ Δεκίου καὶ Οὐαλεριανοῦ μεταξὺ
χρόνον ταῖς ἐκκλησίαις ἐπιχειροῦντος οὐκ ἀθρόως τε τῷ
καθ᾿ ἡμῶν ἐπαποδυομένου πολέμῳ, ἀλλ᾿ ἔτι τῶν κατὰ τὰ
στρατόπεδα μόνων ἀποπειρωμένου (ταύτῃ γὰρ καὶ τοὺς
λοιποὺς ἁλῶναι ῥᾳδίως ᾤετο, εἰ πρότερον ἐκείνων καταγω-
νισάμενος περιγένοιτο), πλείστους παρῆν τῶν ἐν στρατείαις
ὁρᾶν ἀσμενέστατα τὸν ἰδιωτικὸν προασπαζομένους βίον, ὡς
ἂν μὴ ἔξαρνοι γένοιντο τῆς περὶ τὸν τῶν ὅλων δημιουργὸν
εὐσεβείας. ὡς γὰρ ὁ στρατοπεδάρχης, ὅστις ποτὲ ἦν
ἐκεῖνος, ἄρτι πρῶτον ἐνεχείρει τῷ κατὰ τῶν στρατευμάτων
διωγμῷ, φυλοκρινῶν καὶ διακαθαίρων τοὺς ἐν τοῖς στρατο-
πέδοις ἀναφερομένους αἵρεσίν τε διδοὺς ἢ πειθαρχοῦσιν ἧς
μετῆν αὐτοῖς ἀπολαύειν τιμῆς ἢ τοὐναντίον στέρεσθαι
ταύτης, εἰ ἀντιτάττοιντο τῷ προστάγματι, πλεῖστοι ὅσοι
τῆς Χριστοῦ βασιλείας στρατιῶται τὴν εἰς αὐτὸν ὁμολογίαν,
μὴ μελλήσαντες, τῆς δοκούσης δόξης καὶ εὐπραγίας ἧς
εἴχοντο, ἀναμφιλόγως προυτίμησαν. ἤδη δὲ σπανίως
τούτων εἷς που καὶ δεύτερος οὐ μόνον τῆς ἀξίας τὴν ἀποβολήν,
ἀλλὰ καὶ θάνατον τῆς εὐσεβοῦς ἐνστάσεως ἀντικατηλλάτ-
τοντο, μετρίως πως ἤδη τότε τοῦ τὴν ἐπιβουλὴν ἐνεργοῦντος
καὶ μέχρις αἵματος ἐπ᾿ ἐνίων φθάνειν ἐπιτολμῶντος, τοῦ
πλήθους, ὡς ἔοικεν, τῶν πιστῶν δεδιττομένου τε αὐτὸν ἔτι
καὶ ἀποκναίοντος ἐπὶ τὸν κατὰ πάντων ἀθρόως ἐφορμῆσαι
πόλεμον.
Ὡς δὲ καὶ γυμνότερον ἐπαπεδύετο, οὐδ᾿ ἔστιν λόγῳ
δυνατὸν ἀφηγήσασθαι ὅσους καὶ ὁποίους τοῦ θεοῦ μάρτυρας
ὀφθαλμοῖς παρῆν ὁρᾶν τοῖς ἀνὰ πάσας τάς τε πόλεις καὶ
τὰς χώρας οἰκοῦσιν.
Αὐτίκα γοῦν τῶν οὐκ ἀσήμων τις, ἀλλὰ καὶ ἄγαν κατὰ
τὰς ἐν τῷ βίῳ νενομισμένας ὑπεροχὰς ἐνδοξοτάτων, ἅμα τῷ
τὴν κατὰ τῶν ἐκκλησιῶν ἐν τῇ Νικομηδείᾳ προτεθῆναι
γραφήν, ζήλῳ τῷ κατὰ θεὸν ὑποκινηθεὶς διαπύρῳ τε ἐφορμή-
σας τῇ πίστει, ἐν προφανεῖ καὶ δημοσίῳ κειμένην ὡς ἀνοσίαν
καὶ ἀσεβεστάτην ἀνελὼν σπαράττει, δυεῖν ἐπιπαρόντων
κατὰ τὴν αὐτὴν πόλιν βασιλέων, τοῦ τε πρεσβυτάτου τῶν
ἄλλων καὶ τοῦ τὸν τέταρτον ἀπὸ τούτου τῆς ἀρχῆς
ἐπικρατοῦντος βαθμόν. ἀλλ᾿ οὗτος μὲν τῶν τηνικάδε πρῶτος
τοῦτον διαπρέψας τὸν τρόπον ἅμα τε τοιαῦτα οἷα καὶ εἰκὸς
ἦν, ὑπομείνας ὡς ἂν ἐπὶ τοιούτῳ τολμήματι, τὸ ἄλυπον καὶ
ἀτάραχον εἰς αὐτὴν τελευταίαν διετήρησεν ἀναπνοήν.
Πάντων δὲ ὅσοι τῶν πώποτε ἀνυμνοῦνται θαυμάσιοι
καὶ ἐπ᾿ ἀνδρείᾳ βεβοημένοι εἴτε παρ᾿ Ἕλλησιν εἴτε παρὰ
βαρβάροις, θείους ἤνεγκεν ὁ καιρὸς καὶ διαπρεπεῖς μάρτυρας
τοὺς ἀμφὶ τὸν Δωρόθεον βασιλικοὺς παῖδας, οἳ καὶ τῆς
ἀνωτάτω παρὰ τοῖς δεσπόταις ἠξιωμένοι τιμῆς γνησίων
τε αὐτοῖς διαθέσει τέκνων οὐ λειπόμενοι, μείζονα πλοῦτον
ὡς ἀληθῶς ἥγηνται τῆς τοῦ βίου δόξης καὶ τρυφῆς τοὺς
ὑπὲρ εὐσεβείας ὀνειδισμούς τε καὶ πόνους καὶ τοὺς
κεκαινουργημένους ἐπ᾿ αὐτοῖς πολυτρόπους θανάτους·
ὧν ἑνός τινος οἵῳ κέχρηται μνησθέντες τῷ τοῦ βίου τέλει,
σκοπεῖν ἐξ αὐτοῦ καὶ τὰ τοῖς ἄλλοις συμβεβηκότα τοῖς
ἐντυγχάνουσιν καταλείψομεν. ἤγετό τις εἰς μέσον κατὰ
τὴν προειρημένην πόλιν ἐφ᾿ ὧν δεδηλώκαμεν ἀρχόντων.
θύειν δὴ οὖν προσταχθείς, ὡς ἐνίστατο, γυμνὸς μετάρσιος
ἀρθῆναι κελεύεται μάστιξίν τε τὸ πᾶν σῶμα καταξαίνεσθαι,
εἰς ὅτε ἡττηθεὶς κἂν ἄκων τὸ προσταττόμενον ποιήσειεν.
ὡς δὲ καὶ ταῦτα πάσχων ἀδιάτρεπτος ἦν, ὄξος λοιπὸν
ἤδη τῶν ὀστέων ὑποφαινομένων αὐτοῦ σὺν καὶ ἅλατι
φύραντες κατὰ τῶν διασαπέντων τοῦ σώματος μερῶν
ἐνέχεον· ὡς δὲ καὶ ταύτας ἐπάτει τὰς ἀλγηδόνας, ἐσχάρα
τοὐντεῦθεν καὶ πῦρ εἰς μέσον εἵλκετο, καὶ κρεῶν ἐδωδίμων
δίκην τὰ λείψανα αὐτῷ τοῦ σώματος ὑπὸ τοῦ πυρὸς οὐκ
εἰς ἄθρουν, ὡς ἂν μὴ συντόμως ἀπαλλαγείη, κατὰ βραχὺ
δὲ ἀνηλίσκετο, οὐ πρότερον ἀνεῖναι τῶν ἐπιτιθέντων αὐτὸν
τῇ πυρᾷ συγχωρουμένων, πρὶν ἂν καὶ μετὰ τοσαῦτα τοῖς
προσταττομένοις ἐπινεύσειεν. ὃ δ᾿ ἀπρὶξ ἐχόμενος τῆς
προθέσεως νικηφόρος ἐν αὐταῖς βασάνοις παρέδωκε τὴν
ψυχήν. τοιοῦτον τῶν βασιλικῶν ἑνὸς τὸ μαρτύριον παίδων,
ἄξιον ὡς ὄντως καὶ τῆς προσηγορίας· Πέτρος γὰρ ἐκαλεῖτο.
οὐ χείρονα δὲ καὶ τὰ κατὰ τοὺς λοιποὺς ὄντα λόγου φειδό-
μενοι συμμετρίας παραλείψομεν, τοσοῦτον ἱστορήσαντες ὡς ὅ
τε Δωρόθεος καὶ ὁ Γοργόνιος ἑτέροις ἅμα πλείοσιν τῆς
βασιλικῆς οἰκετίας μετὰ τοὺς πολυτρόπους ἀγῶνας βρόχῳ
τὴν ζωὴν μεταλλάξαντες, τῆς ἐνθέου νίκης ἀπηνέγκαντο
βραβεῖα.
Ἐν τούτῳ τῆς κατὰ Νικομήδειαν ἐκκλησίας ὁ τηνικαῦτα
προεστὼς Ἄνθιμος διὰ τὴν εἰς Χριστὸν μαρτυρίαν τὴν
κεφαλὴν ἀποτέμνεται· τούτῳ δὲ πλῆθος ἄθρουν μαρτύρων
προστίθεται, οὐκ οἶδ᾿ ὅπως ἐν τοῖς κατὰ τὴν Νικομήδειαν
βασιλείοις πυρκαϊᾶς ἐν αὐταῖς δὴ ταῖς ἡμέραις ἁφθείσης,
ἣν καθ᾿ ὑπόνοιαν ψευδῆ πρὸς τῶν ἡμετέρων ἐπιχειρηθῆναι
λόγου διαδοθέντος, παγγενεῖ σωρηδὸν βασιλικῷ νεύματι
τῶν τῇδε θεοσεβῶν οἳ μὲν ξίφει κατεσφάττοντο, οἳ δὲ διὰ
πυρὸς ἐτελειοῦντο, ὅτε λόγος ἔχει προθυμίᾳ θείᾳ τινὶ καὶ
ἀρρήτῳ ἄνδρας ἅμα γυναιξὶν ἐπὶ τὴν πυρὰν καθαλέσθαι·
δήσαντες δὲ οἱ δήμιοι ἄλλο τι πλῆθος ἐπὶ σκάφαις τοῖς
θαλαττίοις ἐναπέρριπτον βυθοῖς. τοὺς δέ γε βασιλικοὺς
μετὰ θάνατον παῖδας, γῇ μετὰ τῆς προσηκούσης κηδείας
παραδοθέντας, αὖθις ἐξ ὑπαρχῆς ἀνορύξαντες ἐναπορρῖψαι
θαλάττῃ καὶ αὐτοὺς ᾤοντο δεῖν οἱ νενομισμένοι δεσπόται,
ὡς ἂν μὴ ἐν μνήμασιν ἀποκειμένους προσκυνοῖέν τινες,
θεοὺς δὴ αὐτούς, ὥς γε ᾤοντο, λογιζόμενοι. καὶ τὰ μὲν
ἐπὶ τῆς Νικομηδείας κατὰ τὴν ἀρχὴν ἀποτελεσθέντα τοῦ
διωγμοῦ τοιαῦτα· οὐκ εἰς μακρὸν δ᾿ ἑτέρων κατὰ τὴν
Μελιτηνὴν οὕτω καλουμένην χώραν καὶ αὖ πάλιν ἄλλων
ἀμφὶ τὴν Συρίαν ἐπιφυῆναι τῇ βασιλείᾳ πεπειραμένων, τοὺς
πανταχόσε τῶν ἐκκλησιῶν προεστῶτας εἱρκταῖς καὶ δεσμοῖς
ἐνεῖραι πρόσταγμα ἐφοίτα βασιλικόν. καὶ ἦν ἡ θέα τῶν
ἐπὶ τούτοις γινομένων πᾶσαν διήγησιν ὑπεραίρουσα, μυρίου
πλήθους ἐν παντὶ τόπῳ καθειργνυμένου καὶ τὰ πανταχῇ
δεσμωτήρια, ἀνδροφόνοις καὶ τυμβωρύχοις πάλαι πρότερον
ἐπεσκευασμένα, τότ᾿ ἐπληροῦντο ἐπισκόπων καὶ πρεσβυτέρων
καὶ διακόνων ἀναγνωστῶν τε καὶ ἐπορκιστῶν, ὡς μηδὲ χώραν
ἔτι τοῖς ἐπὶ κακουργίαις κατακρίτοις αὐτόθι λείπεσθαι.
αὖθις δ᾿ ἑτέρων τὰ πρῶτα γράμματα ἐπικατειληφότων, ἐν
οἷς τοὺς κατακλείστους θύσαντας μὲν ἐᾶν βαδίζειν ἐπ᾿ ἐλευθε-
ρίας, ἐνισταμένους δὲ μυρίαις καταξαίνειν προστέτακτο
βασάνοις, πῶς ἂν πάλιν ἐνταῦθα τῶν καθ᾿ ἑκάστην ἐπαρ-
χίαν μαρτύρων ἀριθμήσειέν τις τὸ πλῆθος καὶ μάλιστα
τῶν κατὰ τὴν Ἀφρικὴν καὶ τὸ Μαύρων ἔθνος Θηβαΐδα
τε καὶ κατ᾿ Αἴγυπτον; ἐξ ἧς καὶ εἰς ἑτέρας ἤδη προ-
ελθόντες πόλεις τε καὶ ἐπαρχίας διέπρεψαν τοῖς μαρτυρίοις.
Ἴσμεν γοῦν τοὺς ἐξ αὐτῶν διαλάμψαντας ἐν Παλαι-
στίνῃ, ἴσμεν δὲ καὶ τοὺς ἐν Τύρῳ τῆς Φοινίκης· οὓς τίς
ἰδὼν οὐ κατεπλάγη τὰς ἀναρίθμους μάστιγας καὶ τὰς ἐν
τούτοις τῶν ὡς ἀληθῶς παραδόξων τῆς θεοσεβείας ἀθλητῶν
ἐνστάσεις τόν τε παραχρῆμα μετὰ τὰς μάστιγας ἐν θηρσὶν
ἀνθρωποβόροις ἀγῶνα καὶ τὰς ἐν τούτῳ παρδάλεων καὶ
διαφόρων ἄρκτων συῶν τε ἀγρίων καὶ πυρὶ καὶ σιδήρῳ
κεκαυτηριασμένων βοῶν προσβολὰς καὶ τὰς πρὸς ἕκαστον
τῶν θηρίων θαυμασίους τῶν γενναίων ὑπομονάς; οἷς
γιγνομένοις καὶ αὐτοὶ παρῆμεν, ὁπηνίκα τοῦ μαρτυρουμένου
σωτῆρος ἡμῶν, αὐτοῦ δὴ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὴν θείαν δύναμιν
ἐπιπαροῦσαν ἐναργῶς τε αὑτὴν τοῖς μάρτυσιν ἐπιδεικνῦσαν
ἱστορήσαμεν, τῶν ἀνθρωποβόρων ἐπὶ πλείονα χρόνον μὴ
προσψαύειν μηδὲ πλησιάζειν τοῖς τῶν θεοφιλῶν σώμασιν
ἐπιτολμώντων, ἀλλ᾿ ἐπὶ μὲν τοὺς ἄλλους, ὅσοι δήπουθεν
ἔξωθεν ἐρεθισμοῖς παρώρμων αὐτά, φερομένων, μόνων δὲ
τῶν ἱερῶν ἀθλητῶν, γυμνῶν ἑστώτων καὶ ταῖς χερσὶν
κατασειόντων ἐπί τε σφᾶς αὐτοὺς ἐπισπωμένων (τοῦτο γὰρ
αὐτοῖς ἐκελεύετο πράττειν), μηδ᾿ ὅλως ἐφαπτομένων,
ἀλλ᾿ ἔσθ᾿ ὅπῃ μὲν καὶ ἐπ᾿ αὐτοὺς ὁρμώντων, οἷα δὲ πρός
τινος θειοτέρας δυνάμεως ἀνακρουομένων καὶ αὖ πάλιν εἰς
τοὐπίσω χωρούντων· ὃ καὶ εἰς μακρὸν γινόμενον
θαῦμα παρεῖχεν οὐ σμικρὸν τοῖς θεωμένοις, ὥστε ἤδη διὰ
τὸ ἄπρακτον τοῦ πρώτου δεύτερον καὶ τρίτον προσαφίεσθαι
ἑνὶ καὶ τῷ αὐτῷ μάρτυρι θηρίον. καταπλαγῆναι δ᾿ ἦν
τὴν ἐπὶ τούτοις ἀπτόητον τῶν ἱερῶν ἐκείνων καρτερίαν
καὶ τὴν ἐν σώμασι νέοις βεβηκυῖαν καὶ ἀδιάτρεπτον ἔνστασιν.
ἑώρας γοῦν ἡλικίαν οὐδ᾿ ὅλων ἐτῶν εἴκοσι δίχα δεσμῶν
ἑστῶτος νέου καὶ τὰς μὲν χεῖρας ἐφαπλοῦντος εἰς σταυροῦ
τύπον, ἀκαταπλήκτῳ δὲ καὶ ἀτρεμεῖ διανοίᾳ ταῖς πρὸς
τὸ θεῖον σχολαίτατα τεταμένου λιταῖς μηδ᾿ ὅλως τε
μεθισταμένου μηδ᾿ ἀποκλίνοντός ποι τοῦ ἔνθα εἱστήκει
τόπου, ἄρκτων καὶ παρδάλεων θυμοῦ καὶ θανάτου πνεόντων
σχεδὸν αὐτῆς καθαπτομένων αὐτοῦ τῆς σαρκός, ἀλλ᾿ οὐκ
οἶδ᾿ ὅπως θείᾳ καὶ ἀπορρήτῳ δυνάμει μόνον οὐχὶ φραττο-
μένων τὸ στόμα καὶ αὖθις παλινδρομούντων εἰς τοὐπίσω.
καὶ οὗτος μέν τις τοιοῦτος ἦν· πάλιν δ᾿ ἂν ἑτέρους
εἶδες (πέντε γὰρ οἱ πάντες ἐτύγχανον) ἠγριωμένῳ ταύρῳ
παραβληθέντας, ὃς τοὺς μὲν ἄλλους τῶν ἔξωθεν προσιόντων
τοῖς κέρασιν εἰς τὸν ἀέρα ῥίπτων διεσπάραττεν, ἡμιθνῆτας
αἴρεσθαι καταλιπών, ἐπὶ μόνους δὲ θυμῷ καὶ ἀπειλῇ τοὺς
ἱεροὺς ὁρμῶν μάρτυρας οὐδὲ πλησιάζειν αὐτοῖς οἷός τε ἦν,
κυρίττων δὲ τοῖς ποσὶν καὶ τοῖς κέρασιν τῇδε κἀκεῖσε
χρώμενος καὶ διὰ τοὺς ἀπὸ τῶν καυτήρων ἐρεθισμοὺς
θυμοῦ καὶ ἀπειλῆς πνέων εἰς τοὐπίσω πρὸς τῆς ἱερᾶς
ἀνθείλκετο προνοίας, ὡς μηδὲ τούτου μηδὲν μηδαμῶς
αὐτοὺς ἀδικήσαντος ἕτερα ἄττα αὐτοῖς ἐπαφίεσθαι θηρία.
τέλος δ᾿ οὖν μετὰ τὰς δεινὰς καὶ ποικίλας τούτων
προσβολὰς ξίφει κατασφαγέντες οἱ πάντες ἀντὶ γῆς καὶ
τάφων τοῖς θαλαττίοις παραδίδονται κύμασιν.
Καὶ τοιοῦτος μὲν ὁ ἀγὼν τῶν κατὰ Τύρον τοὺς ὑπὲρ
εὐσεβείας ἄθλους ἐνδειξαμένων Αἰγυπτίων.
Θαυμάσειε δ᾿ ἄν τις αὐτῶν καὶ τοὺς ἐπὶ τῆς οἰκείας γῆς
μαρτυρήσαντας, ἔνθα μυρίοι τὸν ἀριθμόν, ἄνδρες ἅμα
γυναιξὶν καὶ παισίν, ὑπὲρ τῆς τοῦ σωτῆρος ἡμῶν διδασκαλίας,
τοῦ προσκαίρου ζῆν καταφρονήσαντες, διαφόρους ὑπέμειναν
θανάτους, οἳ μὲν αὐτῶν μετὰ ξεσμοὺς καὶ στρεβλώσεις
μάστιγάς τε χαλεπωτάτας καὶ μυρίας ἄλλας ποικίλας καὶ
φρικτὰς ἀκοῦσαι βασάνους πυρὶ παραδοθέντες, οἳ δὲ πελάγει
καταβροχθισθέντες, ἄλλοι δ᾿ εὐθαρσῶς τοῖς ἀποτέμνουσιν
τὰς ἑαυτῶν προτείναντες κεφαλάς, οἳ δὲ καὶ ἐναποθανόντες
ταῖς βασάνοις, ἕτεροι δὲ λιμῷ διαφθαρέντες, καὶ ἄλλοι
πάλιν ἀνασκολοπισθέντες, οἳ μὲν κατὰ τὸ σύνηθες τοῖς
κακούργοις, οἳ δὲ καὶ χειρόνως ἀνάπαλιν κάτω κάρα
προσηλωθέντες τηρούμενοί τε ζῶντες, εἰς ὅτε καὶ ἐπ᾿
αὐτῶν ἰκρίων λιμῷ διαφθαρεῖεν.
Πάντα δ᾿ ὑπεραίρει λόγον καὶ ἃς ὑπέμειναν αἰκίας
καὶ ἀλγηδόνας οἱ κατὰ Θηβαΐδα μάρτυρες, ὀστράκοις
ἀντὶ ὀνύχων ὅλον τὸ σῶμα καὶ μέχρις ἀπαλλαγῆς τοῦ
βίου καταξαινόμενοι, γύναιά τε τοῖν ποδοῖν ἐξ ἑνὸς
ἀποδεσμούμενα μετέωρά τε καὶ διαέρια κάτω κεφαλὴν
μαγγάνοις τισὶν εἰς ὕψος ἀνελκόμενα γυμνοῖς τε παντελῶς
καὶ μηδ᾿ ἐπικεκαλυμμένοις τοῖς σώμασιν θέαν ταύτην
αἰσχίστην καὶ πάντων ὠμοτάτην καὶ ἀπανθρωποτάτην τοῖς
ὁρῶσιν ἅπασιν παρεσχημένα· ἄλλοι δ᾿ αὖ πάλιν δένδρεσιν
καὶ πρέμνοις ἐναπέθνῃσκον δεσμούμενοι· τοὺς γὰρ μάλιστα
στερροτάτους τῶν κλάδων μηχαναῖς τισιν ἐπὶ ταὐτὸ
συνέλκοντες εἰς ἑκάτερά τε τούτων τὰ τῶν μαρτύρων
ἀποτείνοντες σκέλη, εἰς τὴν ἑαυτῶν ἠφίεσαν τοὺς κλάδους
φέρεσθαι φύσιν, ἄθρουν τῶν μελῶν διασπασμὸν καθ᾿ ὧν
ταῦτ᾿ ἐνεχείρουν ἐπινοοῦντες. καὶ ταῦτά γε πάντα
ἐνηργεῖτο οὐκ ἐπ᾿ ὀλίγας ἡμέρας ἢ χρόνον τινὰ βραχύν,
ἀλλ᾿ ἐπὶ μακρὸν ὅλων ἐτῶν διάστημα, ὁτὲ μὲν πλειόνων ἢ
δέκα, ὁτὲ δὲ ὑπὲρ τοὺς εἴκοσι τὸν ἀριθμὸν ἀναιρουμένων,
ἄλλοτε δὲ οὐχ ἧττον καὶ τριάκοντα, ἤδη δ᾿ ἐγγύς που
ἑξήκοντα, καὶ πάλιν ἄλλοτε ἑκατὸν ἐν ἡμέρᾳ μιᾷ ἄνδρες
ἅμα κομιδῇ νηπίοις καὶ γυναιξὶν ἐκτείνοντο, ποικίλαις καὶ
ἐναλλαττούσαις τιμωρίαις καταδικαζόμενοι. ἱστορήσαμεν
δὲ καὶ αὐτοὶ ἐπὶ τῶν τόπων γενόμενοι πλείους ἀθρόως
κατὰ μίαν ἡμέραν τοὺς μὲν τῆς κεφαλῆς ἀποτομὴν ὑπομεί-
ναντας, τοὺς δὲ τὴν διὰ πυρὸς τιμωρίαν, ὡς ἀμβλύνεσθαι
φονεύοντα τὸν σίδηρον ἀτονοῦντά τε διαθλᾶσθαι αὐτούς
τε τοὺς ἀναιροῦντας ἀποκάμνοντας ἀμοιβαδὸν ἀλλήλους
διαδέχεσθαι· ὅτε καὶ θαυμασιωτάτην ὁρμὴν θείαν τε
ὡς ἀληθῶς δύναμιν καὶ προθυμίαν τῶν εἰς τὸν Χριστὸν τοῦ
θεοῦ πεπιστευκότων συνεωρῶμεν.
Ἅμα γοῦν τῇ κατὰ τῶν προτέρων ἀποφάσει ἐπεπήδων
ἄλλοθεν ἄλλοι τῷ πρὸ τοῦ δικαστοῦ βήματι Χριστιανοὺς
σφᾶς ὁμολογοῦντες, ἀφροντίστως μὲν πρὸς τὰ δεινὰ καὶ τοὺς
τῶν πολυειδῶν βασάνων τρόπους διακείμενοι, ἀκαταπλήκτως
δὲ παρρησιαζόμενοι ἐπὶ τῇ εἰς τὸν τῶν ὅλων θεὸν εὐσεβείᾳ
μετά τε χαρᾶς καὶ γέλωτος καὶ εὐφροσύνης τὴν ὑστάτην
ἀπόφασιν τοῦ θανάτου καταδεχόμενοι, ὥστε ψάλλειν καὶ
ὕμνους καὶ εὐχαριστίας εἰς τὸν τῶν ὅλων θεὸν μέχρις αὐτῆς
ἐσχάτης ἀναπέμπειν ἀναπνοῆς. θαυμάσιοι μὲν οὖν καὶ
οὗτοι, ἐξαιρέτως δ᾿ ἐκεῖνοι θαυμασιώτεροι οἱ πλούτῳ μὲν
καὶ εὐγενείᾳ καὶ δόξῃ λόγῳ τε καὶ φιλοσοφίᾳ διαπρέψαντες,
πάντα γε μὴν δεύτερα θέμενοι τῆς ἀληθοῦς εὐσεβείας καὶ
τῆς εἰς τὸν σωτῆρα καὶ κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν
πίστεως, οἷος Φιλόρωμος ἦν, ἀρχήν τινα οὐ τὴν τυχοῦσαν
τῆς κατ᾿ Ἀλεξάνδρειαν βασιλικῆς διοικήσεως ἐγκεχειρισμέ-
νος, ὃς μετὰ τοῦ ἀξιώματος καὶ τῆς Ῥωμαϊκῆς τιμῆς, ὑπὸ
στρατιώταις δορυφορούμενος, ἑκάστης ἀνεκρίνετο ἡμέρας,
Φιλέας τε τῆς Θμουϊτῶν ἐκκλησίας ἐπίσκοπος, διαπρέψας
ἀνὴρ ταῖς κατὰ τὴν πατρίδα πολιτείαις τε καὶ λειτουργίαις
ἔν τε τοῖς κατὰ φιλοσοφίαν λόγοις· οἳ καὶ μυρίων
ὅσων πρὸς αἵματός τε καὶ τῶν ἄλλων φίλων ἀντιβολούντων,
ἔτι μὴν τῶν ἐπ᾿ ἀξίας ἀρχόντων, πρὸς δὲ καὶ αὐτοῦ τοῦ
δικαστοῦ παρακαλοῦντος ὡς ἂν αὐτῶν οἶκτον λάβοιεν φειδώ
τε παίδων καὶ γυναικῶν ποιήσοιντο, οὐδαμῶς πρὸς τῶν
τοσούτων ἐπὶ τὸ φιλοζωῆσαι μὲν ἑλέσθαι, καταφρονῆσαι
δὲ τῶν περὶ ὁμολογίας καὶ ἀρνήσεως τοῦ σωτῆρος ἡμῶν
θεσμῶν ὑπήχθησαν, ἀνδρείῳ δὲ λογισμῷ καὶ φιλοσόφῳ,
μᾶλλον δὲ εὐσεβεῖ καὶ φιλοθέῳ ψυχῇ πρὸς ἁπάσας τοῦ
δικαστοῦ τάς τε ἀπειλὰς καὶ τὰς ὕβρεις ἐνστάντες, ἄμφω
τὰς κεφαλὰς ἀπετμήθησαν.
Ἐπεὶ δὲ καὶ τῶν ἔξωθεν μαθημάτων ἕνεκα πολλοῦ
λόγου ἄξιον γενέσθαι τὸν Φιλέαν ἔφαμεν, αὐτὸς ἑαυτοῦ
παρίτω μάρτυς, ἅμα μὲν ἑαυτὸν ὅστις ποτ᾿ ἦν, ἐπιδείξων,
ἅμα δὲ καὶ τὰ κατ᾿ αὐτὸν ἐν τῇ Ἀλεξανδρείᾳ συμβεβηκότα
μαρτύρια ἀκριβέστερον μᾶλλον ἢ ἡμεῖς ἱστορήσων διὰ
τούτων τῶν λέξεων·


ΑΠΟ ΤΩΝ ΦΙΛΕΟΥ ΠΡΟΣ ΘΜΟΥΙΤΑΣ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ

«τούτων ἁπάντων ὑποδειγμάτων ἡμῖν καὶ ὑπογραμμῶν
καὶ καλῶν γνωρισμάτων ἐν ταῖς θείαις καὶ ἱεραῖς γραφαῖς
κειμένων, οὐδὲν μελλήσαντες οἱ μακάριοι σὺν ἡμῖν μάρτυρες,
τὸ τῆς ψυχῆς ὄμμα πρὸς τὸν ἐπὶ πάντων θεὸν καθαρῶς
τείναντες καὶ τὸν ἐπ᾿ εὐσεβείᾳ θάνατον ἐν νῷ λαβόντες,
ἀπρὶξ τῆς κλήσεως εἴχοντο, τὸν μὲν κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν
Χριστὸν εὑρόντες ἐνανθρωπήσαντα δι᾿ ἡμᾶς, ἵνα πᾶσαν μὲν
ἁμαρτίαν ἐκκόψῃ, ἐφόδια δὲ τῆς εἰς τὴν αἰώνιον ζωὴν εἰσόδου
ἡμῖν κατάθηται· οὐ γὰρ ἁρπαγμὸν ἡγήσατο τὸ εἶναι
ἴσα θεῷ, ἀλλ᾿ ἑαυτὸν ἐκένωσεν μορφὴν δούλου λαβών,
καὶ σχήματι εὑρεθεὶς ὡς ἄνθρωπος ἑαυτὸν ἐταπεί-
νωσεν ἕως θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ. δι᾿ ὃ
καὶ ζηλώσαντες τὰ μείζονα χαρίσματα οἱ χριστοφόροι
μάρτυρες πάντα μὲν πόνον καὶ παντοίας ἐπινοίας αἰκισμῶν
οὐκ εἰς ἅπαξ, ἀλλ᾿ ἤδη καὶ δεύτερόν τινες ὑπέμειναν, πάσας
δὲ ἀπειλὰς οὐ λόγοις μόνον, ἀλλὰ καὶ ἔργοις τῶν δορυφόρων
κατ᾿ αὐτῶν φιλοτιμουμένων, οὐκ ἐνεδίδουν τὴν γνώμην διὰ
τὸ τὴν τελείαν ἀγάπην ἔξω βάλλειν τὸν φόβον· ὧν
καταλέγειν τὴν ἀρετὴν καὶ τὴν ἐφ᾿ ἑκάστῃ βασάνῳ
ἀνδρείαν τίς ἂν ἀρκέσειεν λόγος; ἀνέσεως γὰρ οὔσης
ἅπασι τοῖς βουλομένοις ἐνυβρίζειν, οἳ μὲν ξύλοις ἔπαιον,
ἕτεροι δὲ ῥάβδοις, ἄλλοι δὲ μάστιξιν, ἕτεροι δὲ πάλιν ἱμᾶσιν,
ἄλλοι δὲ σχοινίοις. καὶ ἦν ἡ θέα τῶν αἰκισμῶν ἐνηλλαγμένη
καὶ πολλὴν τὴν ἐν αὐτῇ κακίαν ἔχουσα. οἳ μὲν γὰρ ὀπίσω
τὼ χεῖρε δεθέντες περὶ τὸ ξύλον ἐξηρτῶντο καὶ μαγγάνοις
τισὶ διετείνοντο πᾶν μέλος, εἶθ᾿ οὕτως διὰ παντὸς τοῦ
σώματος ἐπῆγον ἐκ κελεύσεως οἱ βασανισταί, οὐ καθάπερ
τοῖς φονεῦσιν ἐπὶ τῶν πλευρῶν μόνον, ἀλλὰ καὶ τῆς γαστρὸς
καὶ κνημῶν καὶ παρειῶν τοῖς ἀμυντηρίοις ἐκόλαζον· ἕτεροι
δὲ ἀπὸ τῆς στοᾶς μιᾶς χειρὸς ἐξηρτημένοι αἰωροῦντο,
πάσης ἀλγηδόνος δεινοτέραν τὴν ἀπὸ τῶν ἄρθρων καὶ μελῶν
τάσιν ἔχοντες· ἄλλοι δὲ πρὸς τοῖς κίοσιν ἀντιπρόσωποι
ἐδοῦντο, οὐ βεβηκόσιν τοῖς ποσίν, τῷ δὲ βάρει τοῦ σώματος
βιαζομένων μετὰ τάσεως ἀνελκομένων τῶν δεσμῶν. καὶ
τοῦθ᾿ ὑπέμενον, οὐκ ἐφ᾿ ὅσον προσδιελέγετο οὐδ᾿ αὐτοῖς
ἐσχόλαζεν ὁ ἡγεμών, ἀλλὰ μόνον οὐχὶ δι᾿ ὅλης τῆς ἡμέρας.
ὅτε γὰρ καὶ ἐφ᾿ ἑτέρους μετέβαινεν, τοῖς προτέροις κατε-
λίμπανεν ἐφεδρεύειν τοὺς τῇ ἐξουσίᾳ αὐτοῦ ὑπηρετουμένους,
εἴ πού τις ἡττηθεὶς τῶν βασάνων ἐνδιδόναι ἐδόκει, ἀφειδῶς
δὲ κελεύων καὶ τοῖς δεσμοῖς προσιέναι καὶ μετὰ ταῦτα
ψυχορραγοῦντας αὐτοὺς κατατεθεμένους εἰς τὴν γῆν
ἕλκεσθαι· οὐ γὰρ εἶναι κἂν μέρος φροντίδος αὐτοῖς
περὶ ἡμῶν, ἀλλ᾿ οὕτω καὶ διανοεῖσθαι καὶ πράττειν, ὡς
μηκέτ᾿ ὄντων, ταύτην δευτέραν βάσανον ἐπὶ ταῖς πληγαῖς
τῶν ὑπεναντίων ἐφευρόντων. ἦσαν δὲ οἱ καὶ μετὰ τοὺς
αἰκισμοὺς ἐπὶ τοῦ ξύλου κείμενοι, διὰ τῶν τεσσάρων ὀπῶν
διατεταμένοι ἄμφω τὼ πόδε, ὡς καὶ κατὰ ἀνάγκην αὐτοὺς
ἐπὶ τοῦ ξύλου ὑπτίους εἶναι, μὴ δυναμένους διὰ τὸ ἔναυλα τὰ
τραύματα ἀπὸ τῶν πληγῶν καθ᾿ ὅλου τοῦ σώματος ἔχειν·
ἕτεροι δὲ εἰς τοὔδαφος ῥιφέντες ἔκειντο ὑπὸ τῆς τῶν βασάνων
ἀθρόας προσβολῆς, δεινοτέραν τὴν ὄψιν τῆς ἐνεργείας τοῖς
ὁρῶσιν παρέχοντες, ποικίλας καὶ διαφόρους ἐν τοῖς σώμασιν
φέροντες τῶν βασάνων τὰς ἐπινοίας. τούτων οὕτως
ἐχόντων οἳ μὲν ἐναπέθνῃσκον ταῖς βασάνοις, τῇ καρτερίᾳ
καταισχύναντες τὸν ἀντίπαλον, οἳ δὲ ἡμιθνῆτες ἐν τῷ
δεσμωτηρίῳ συγκλειόμενοι, μετ᾿ οὐ πολλὰς ἡμέρας ταῖς
ἀλγηδόσι συνεχόμενοι ἐτελειοῦντο, οἱ δὲ λοιποὶ τῆς ἀπὸ τῆς
θεραπείας ἀνακτήσεως τυχόντες τῷ χρόνῳ καὶ τῇ τῆς
φυλακῆς διατριβῇ θαρσαλεώτεροι ἐγίνοντο. οὕτω γοῦν,
ἡνίκα προσετέτακτο αἱρέσεως κειμένης ἢ ἐφαψάμενον τῆς
ἐναγοῦς θυσίας ἀνενόχλητον εἶναι, τῆς ἐπαράτου ἐλευθερίας
παρ᾿ αὐτῶν τυχόντα, ἢ μὴ θύοντα τὴν ἐπὶ θανάτῳ δίκην
ἐκδέχεσθαι, οὐδὲν μελλήσαντες ἀσμένως ἐπὶ τὸν θάνατον
ἐχώρουν· ᾔδεσαν γὰρ τὰ ὑπὸ τῶν ἱερῶν γραφῶν ἡμῖν
προορισθέντα. ὁ γὰρ θυσιάζων, φησίν, θεοῖς ἑτέροις
ἐξολοθρευθήσεται, καὶ ὅτι οὐκ ἔσονταί σοι θεοὶ
ἕτεροι πλὴν ἐμοῦ».
Τοιαῦται τοῦ ὡς ἀληθῶς φιλοσόφου τε ὁμοῦ καὶ
φιλοθέου μάρτυρος αἱ φωναὶ ἃς πρὸ τελευταίας ἀποφάσεως,
ὑπὸ τὴν δεσμωτικὴν ἔθ᾿ ὑπάρχων τάξιν, τοῖς κατὰ τὴν
αὑτοῦ παροικίαν ἀδελφοῖς ἐπεστάλκει, ἅμα μὲν τὰ ἐν οἷς
ἦν, ἀνατιθέμενος, ἅμα δὲ καὶ παρορμῶν αὐτοὺς ἐπὶ τὸ
ἀπρὶξ ἔχεσθαι καὶ μετ᾿ αὐτὸν ὅσον οὔπω τελειωθησόμενον
τῆς ἐν Χριστῷ θεοσεβείας. ἀλλὰ τί χρὴ πολλὰ λέγειν
καὶ καινοτέρας ἐπὶ καινοτέραις τῶν ἀνὰ τὴν οἰκουμένην
θεοπρεπῶν μαρτύρων ἀθλήσεις παρατίθεσθαι, μάλιστα τῶν
οὐκέτι μὲν κοινῷ νόμῳ, πολέμου δὲ τρόπῳ πεπολιορκημένων;
Ἤδη γοῦν ὅλην Χριστιανῶν πολίχνην αὔτανδρον ἀμφὶ
τὴν Φρυγίαν ἐν κύκλῳ περιβαλόντες ὁπλῖται πῦρ τε ὑφάψαντες
κατέφλεξαν αὐτοῖς ἅμα νηπίοις καὶ γυναιξὶ τὸν ἐπὶ πάντων
θεὸν ἐπιβοωμένοις, ὅτι δὴ πανδημεὶ πάντες οἱ τὴν πόλιν
οἰκοῦντες λογιστής τε αὐτὸς καὶ στρατηγοὶ σὺν τοῖς ἐν τέλει
πᾶσιν καὶ ὅλῳ δήμῳ Χριστιανοὺς σφᾶς ὁμολογοῦντες, οὐδ᾿
ὁπωστιοῦν τοῖς προστάττουσιν εἰδωλολατρεῖν ἐπειθάρχουν.
καί τις ἕτερος Ῥωμαϊκῆς ἀξίας ἐπειλημμένος, Ἄδαυκτος
τοὔνομα, γένος τῶν παρ᾿ Ἰταλοῖς ἐπισήμων, διὰ πάσης
προελθὼν ἀνὴρ τῆς παρὰ βασιλεῦσι τιμῆς, ὡς καὶ τὰς
καθόλου διοικήσεις τῆς παρ᾿ αὐτοῖς καλουμένης μαγιστρό-
τητός τε καὶ καθολικότητος ἀμέμπτως διελθεῖν, ἐπὶ πᾶσι
τούτοις διαπρέψας τοῖς ἐν θεοσεβείᾳ κατορθώμασιν καὶ ταῖς
εἰς τὸν Χριστὸν τοῦ θεοῦ ὁμολογίαις, τῷ τοῦ μαρτυρίου
διαδήματι κατεκοσμήθη, ἐπ᾿ αὐτῆς τῆς τοῦ καθολικοῦ
πράξεως τὸν ὑπὲρ εὐσεβείας ὑπομείνας ἀγῶνα.
Τί με χρὴ νῦν ἐπ᾿ ὀνόματος τῶν λοιπῶν μνημονεύειν
ἢ τὸ πλῆθος τῶν ἀνδρῶν ἀριθμεῖν ἢ τὰς πολυτρόπους
αἰκίας ἀναζωγραφεῖν τῶν θαυμασίων μαρτύρων, τοτὲ μὲν
πέλυξιν ἀναιρουμένων, οἷα γέγονεν τοῖς ἐπ᾿ Ἀραβίας, τοτὲ
δὲ τὰ σκέλη κατεαγνυμένων, οἷα τοῖς ἐν Καππαδοκίᾳ
συμβέβηκεν, καὶ ποτὲ μὲν κατὰ κεφαλῆς ἐκ τοῖν ποδοῖν εἰς
ὕψος ἀναρτωμένων καὶ μαλθακοῦ πυρὸς ὑποκαιομένου τῷ
παραπεμπομένῳ καπνῷ τῆς φλεγομένης ὕλης ἀποπνιγομένων,
οἷα τοῖς ἐν Μέσῃ τῶν ποταμῶν ἐπήχθη, ποτὲ δὲ ῥῖνας καὶ
ὦτα καὶ χεῖρας ἀκρωτηριαζομένων τά τε λοιπὰ τοῦ σώματος
μέλη τε καὶ μέρη κρεουργουμένων, οἷα τὰ ἐπ᾿ Ἀλεξανδρείας
ἦν;
Τί δεῖ τῶν ἐπ᾿ Ἀντιοχείας ἀναζωπυρεῖν τὴν μνήμην,
ἐσχάραις πυρὸς οὐκ εἰς θάνατον, ἀλλ᾿ ἐπὶ μακρᾷ τιμωρίᾳ
κατοπτωμένων, ἑτέρων τε θᾶττον τὴν δεξιὰν αὐτῷ πυρὶ
καθιέντων ἢ τῆς ἐναγοῦς θυσίας ἐφαπτομένων; ὧν τινες τὴν
πεῖραν φεύγοντες, πρὶν ἁλῶναι καὶ εἰς χεῖρας τῶν ἐπιβούλων
ἐλθεῖν, ἄνωθεν ἐξ ὑψηλῶν δωμάτων ἑαυτοὺς κατεκρήμνισαν,
τὸν θάνατον ἅρπαγμα θέμενοι τῆς τῶν δυσσεβῶν μοχθηρίας.
καί τις ἱερὰ καὶ θαυμασία τὴν τῆς ψυχῆς ἀρετήν, τὸ
δὲ σῶμα γυνὴ καὶ τὰ ἄλλα τῶν ἐπ᾿ Ἀντιοχείας πλούτῳ καὶ
γένει καὶ εὐδοξίᾳ παρὰ πᾶσι βεβοημένη, παίδων ξυνωρίδα
παρθένων τῇ τοῦ σώματος ὥρᾳ καὶ ἀκμῇ διαπρεπουσῶν
θεσμοῖς εὐσεβείας ἀναθρεψαμένη, ἐπειδὴ πολὺς ὁ περὶ αὐτὰς
κινούμενος φθόνος πάντα τρόπον ἀνιχνεύων λανθανούσας
περιειργάζετο, εἶτ᾿ ἐπ᾿ ἀλλοδαπῆς αὐτὰς διατρίβειν μαθὼν
πεφροντισμένως ἐπὶ τὴν Ἀντιόχειαν ἐκάλει δικτύων τε ἤδη
στρατιωτικῶν εἴσω περιβέβληντο, ἐν ἀμηχάνοις ἑαυτὴν καὶ
τὰς παῖδας θεασαμένη καὶ τὰ μέλλοντα ἐξ ἀνθρώπων δεινὰ
τῷ λόγῳ παραθεῖσα τό τε πάντων δεινῶν καὶ ἀφορητότερον,
πορνείας ἀπειλήν, μηδὲ ἄκροις ὠσὶν ὑπομεῖναι δεῖν ἀκοῦσαι
ἑαυτῇ τε καὶ ταῖς κόραις παρακελευσαμένη, ἀλλὰ καὶ τὸ
προδοῦναι τὰς ψυχὰς τῇ τῶν δαιμόνων δουλείᾳ πάντων
ὑπάρχειν θανάτων καὶ πάσης χεῖρον ἀπωλείας φήσασα,
μίαν τούτων ἁπάντων εἶναι λύσιν ὑπετίθετο τὴν ἐπὶ τὸν
κύριον καταφυγήν, κἄπειτα ὁμοῦ τῇ γνώμῃ συνθέμεναι
τά τε σώματα περιστείλασαι κοσμίως τοῖς περιβλήμασιν,
ἐπ᾿ αὐτῆς μέσης γενόμεναι τῆς ὁδοῦ, βραχύ τι τοὺς
φύλακας εἰς ἀναχώρησιν ὑποπαραιτησάμεναι, ἐπὶ παραρρέ-
οντα ποταμὸν ἑαυτὰς ἠκόντισαν.
Αἵδε μὲν οὖν ἑαυτάς· ἄλλην δ᾿ ἐπ᾿ αὐτῆς Ἀντιοχείας
ξυνωρίδα παρθένων τὰ πάντα θεοπρεπῶν καὶ ἀληθῶς
ἀδελφῶν, ἐπιδόξων μὲν τὸ γένος, λαμπρῶν δὲ τὸν βίον,
νέων τοὺς χρόνους, ὡραίων τὸ σῶμα, σεμνῶν τὴν ψυχήν,
εὐσεβῶν τὸν τρόπον, θαυμαστῶν τὴν σπουδήν, ὡς ἂν μὴ
φερούσης τῆς γῆς τὰ τοιαῦτα βαστάζειν, θαλάττῃ ῥίπτειν
ἐκέλευον οἱ τῶν δαιμόνων θεραπευταί. ταῦτα μὲν οὖν παρὰ
τοῖσδε· τὰ φρικτὰ δὲ ἀκοαῖς κατὰ τὸν Πόντον ἔπασχον
ἕτεροι, καλάμοις ὀξέσιν τοῖν χεροῖν ἐξ ἄκρων ὀνύχων
τοὺς δακτύλους διαπειρόμενοι, καὶ ἄλλοι, πυρὶ μολίβδου
διατακέντος, βρασσούσῃ καὶ πεπυρακτωμένῃ τῇ ὕλῃ τὰ
νῶτα καταχεόμενοι καὶ τὰ μάλιστα ἀναγκαιότατα τοῦ
σώματος κατοπτώμενοι, διά τε τῶν ἀπορρήτων ἕτεροι
μελῶν τε καὶ σπλάγχνων αἰσχρὰς καὶ ἀσυμπαθεῖς καὶ οὐδὲ
λόγῳ ῥητὰς ὑπέμενον πάθας ἃς οἱ γενναῖοι καὶ νόμιμοι
δικασταὶ τὴν σφῶν ἐπιδεικνύμενοι δεινότητα, ὥσπερ τινὰ
σοφίας ἀρετήν, φιλοτιμότερον ἐπενόουν, αἰεὶ ταῖς καινότερον
ἐφευρισκομέναις αἰκίαις, ὥσπερ ἐν ἀγῶνος βραβείοις,
ἀλλήλους ὑπερεξάγειν ἁμιλλώμενοι. τὰ δ᾿ οὖν τῶν
συμφορῶν ἔσχατα, ὅτε δὴ λοιπὸν ἀπειρηκότες ἐπὶ τῇ τῶν
κακῶν ὑπερβολῇ καὶ πρὸς τὸ κτείνειν ἀποκαμόντες πλησμονήν
τε καὶ κόρον τῆς τῶν αἱμάτων ἐκχύσεως ἐσχηκότες, ἐπὶ τὸ
νομιζόμενον αὐτοῖς χρηστὸν καὶ φιλάνθρωπον ἐτρέποντο,
ὡς μηδὲν μὲν ἔτι δοκεῖν δεινὸν καθ᾿ ἡμῶν περιεργάζεσθαι·
μὴ γὰρ καθήκειν φασὶν αἵμασιν ἐμφυλίοις μιαίνειν τὰς
πόλεις μηδ᾿ ἐπ᾿ ὠμότητι τὴν ἀνωτάτω διαβάλλειν τῶν
κρατούντων ἀρχήν, εὐμενῆ τοῖς πᾶσιν ὑπάρχουσαν καὶ
πραεῖαν, δεῖν δὲ μᾶλλον τῆς φιλανθρώπου καὶ βασιλικῆς
ἐξουσίας εἰς πάντας ἐκτείνεσθαι τὴν εὐεργεσίαν, μηκέτι
θανάτῳ κολαζομένους· λελύσθαι γὰρ αὐτῶν καθ᾿ ἡμῶν
ταύτην τὴν τιμωρίαν διὰ τὴν τῶν κρατούντων φιλανθρωπίαν.
τηνικαῦτα ὀφθαλμοὺς ἐξορύττεσθαι καὶ τοῖν σκελοῖν
πηροῦσθαι θάτερον προσετάττετο. ταῦτα γὰρ ἦν αὐτοῖς τὰ
φιλάνθρωπα καὶ τῶν καθ᾿ ἡμῶν τιμωριῶν τὰ κουφότατα,
ὥστε ἤδη ταύτης ἕνεκα τῆς τῶν ἀσεβῶν φιλανθρωπίας
οὐκέτ᾿ εἶναι δυνατὸν ἐξειπεῖν τὸ πλῆθος τῶν ὑπὲρ πάντα
λόγον τοὺς μὲν δεξιοὺς ὀφθαλμοὺς ξίφει πρότερον ἐκκοπτο-
μένων κἄπειτα τούτους πυρὶ καυτηριαζομένων, τοὺς δὲ
λαιοὺς πόδας κατὰ τῶν ἀγκυλῶν αὖθις καυτῆρσιν ἀχρειου-
μένων μετά τε ταῦτα τοῖς κατ᾿ ἐπαρχίαν χαλκοῦ μετάλλοις
οὐχ ὑπηρεσίας τοσοῦτον ὅσον κακώσεως καὶ ταλαιπωρίας
ἕνεκεν καταδικαζομένων πρὸς ἅπασί τε τούτοις ἄλλων
ἄλλοις ἀγῶσιν, οὓς μηδὲ καταλέγειν δυνατόν (νικᾷ γὰρ
πάντα λόγον τὰ κατ᾿ αὐτοὺς ἀνδραγαθήματα), περιπεπτω-
κότων.
ἐν δὴ τούτοις ἐφ᾿ ὅλης τῆς οἰκουμένης διαλάμψαντες
οἱ μεγαλοπρεπεῖς τοῦ Χριστοῦ μάρτυρες τοὺς μὲν ἁπανταχοῦ
τῆς ἀνδρείας αὐτῶν ἐπόπτας εἰκότως κατεπλήξαντο, τῆς δὲ
τοῦ σωτῆρος ἡμῶν θείας ὡς ἀληθῶς καὶ ἀπορρήτου δυνάμεως
ἐμφανῆ δι᾿ ἑαυτῶν τὰ τεκμήρια παρεστήσαντο. ἑκάστου
μὲν οὖν ἐπ᾿ ὀνόματος μνημονεύειν μακρὸν ἂν εἴη, μή τί γε
τῶν ἀδυνάτων.
Τῶν δὲ κατὰ τὰς ἐπισήμους πόλεις μαρτυρησάντων
ἐκκλησιαστικῶν ἀρχόντων πρῶτος ἡμῖν ἐν εὐσεβῶν στήλαις
τῆς Χριστοῦ βασιλείας ἀνηγορεύσθω μάρτυς ἐπίσκοπος τῆς
Νικομηδέων πόλεως, τὴν κεφαλὴν ἀποτμηθείς, Ἄνθιμος,
τῶν δ᾿ ἐπ᾿ Ἀντιοχείας μαρτύρων τὸν πάντα βίον ἄριστος
πρεσβύτερος τῆς αὐτόθι παροικίας, Λουκιανός, ἐν τῇ Νικομη-
δείᾳ καὶ αὐτὸς βασιλέως ἐπιπαρόντος τὴν οὐράνιον τοῦ
Χριστοῦ βασιλείαν λόγῳ πρότερον δι᾿ ἀπολογίας, εἶτα δὲ
καὶ ἔργοις ἀνακηρύξας. τῶν δ᾿ ἐπὶ Φοινίκης μαρτύρων
γένοιντ᾿ ἂν ἐπισημότατοι τὰ πάντα θεοφιλεῖς τῶν λογικῶν
Χριστοῦ θρεμμάτων ποιμένες, Τυραννίων ἐπίσκοπος τῆς κατὰ
Τύρον ἐκκλησίας πρεσβύτερός τε τῆς κατὰ Σιδῶνα Ζηνόβιος
καὶ ἔτι Σιλβανὸς τῶν ἀμφὶ τὴν Ἔμισαν ἐκκλησιῶν ἐπίσκοπος.
ἀλλ᾿ οὗτος μὲν θηρίων βορὰ μεθ᾿ ἑτέρων ἐπ᾿ αὐτῆς
Ἐμίσης γενόμενος χοροῖς ἀνελήφθη μαρτύρων, τὼ δ᾿ ἐπ᾿
Ἀντιοχείας ἄμφω τὸν τοῦ θεοῦ λόγον διὰ τῆς εἰς θάνατον
ὑπομονῆς ἐδοξασάτην, ὃ μὲν θαλαττίοις παραδοθεὶς βυθοῖς,
ὁ ἐπίσκοπος, ὁ δὲ ἰατρῶν ἄριστος Ζηνόβιος ταῖς κατὰ τῶν
πλευρῶν ἐπιτεθείσαις αὐτῷ καρτερῶς ἐναποθανὼν βασάνοις.
τῶν δ᾿ ἐπὶ Παλαιστίνης μαρτύρων Σιλβανός, ἐπίσκοπος
τῶν ἀμφὶ τὴν Γάζαν ἐκκλησιῶν, κατὰ τὰ ἐν Φαινοῖ χαλκοῦ
μέταλλα σὺν ἑτέροις ἑνὸς δέουσι τὸν ἀριθμὸν τεσσαράκοντα
τὴν κεφαλὴν ἀποτέμνεται, Αἰγύπτιοί τε αὐτόθι Πηλεὺς καὶ
Νεῖλος ἐπίσκοποι μεθ᾿ ἑτέρων τὴν διὰ πυρὸς ὑπέμειναν
τελευτήν. καὶ τὸ μέγα δὲ κλέος τῆς Καισαρέων παροικίας
ἐν τούτοις ἡμῖν μνημονευέσθω Πάμφιλος πρεσβύτερος, τῶν
καθ᾿ ἡμᾶς θαυμασιώτατος, οὗ τῶν ἀνδραγαθημάτων τὴν
ἀρετὴν κατὰ τὸν δέοντα καιρὸν ἀναγράψομεν.
τῶν δ᾿ ἐπ᾿ Ἀλεξανδρείας καθ᾿ ὅλης τε Αἰγύπτου καὶ
Θηβαΐδος διαπρεπῶς τελειωθέντων πρῶτος Πέτρος, αὐτῆς
Ἀλεξανδρείας ἐπίσκοπος, θεῖόν τι χρῆμα διδασκάλων τῆς
ἐν Χριστῷ θεοσεβείας, ἀναγεγράφθω, καὶ τῶν σὺν αὐτῷ
πρεσβυτέρων Φαῦστος καὶ Δῖος καὶ Ἀμμώνιος, τέλειοι
Χριστοῦ μάρτυρες, Φιλέας τε καὶ Ἡσύχιος καὶ Παχύμιος
καὶ Θεόδωρος, τῶν ἀμφὶ τὴν Αἴγυπτον ἐκκλησιῶν ἐπίσκο-
ποι, μυρίοι τε ἐπὶ τούτοις ἄλλοι διαφανεῖς, οἳ πρὸς τῶν
κατὰ χώραν καὶ τόπον παροικιῶν μνημονεύονται· ὧν ἀνὰ
τὴν πᾶσαν οἰκουμένην ὑπὲρ τῆς εἰς τὸ θεῖον εὐσεβείας
ἠγωνισμένων γραφῇ παραδιδόναι τοὺς ἄθλους ἐπ᾿ ἀκριβές
τε ἕκαστα τῶν περὶ αὐτοὺς συμβεβηκότων ἱστορεῖν οὐχ
ἡμέτερον, τῶν δ᾿ ὄψει τὰ πράγματα παρειληφότων ἴδιον ἂν
γένοιτο· οἷς γε μὴν αὐτὸς παρεγενόμην, τούτους καὶ τοῖς
μεθ᾿ ἡμᾶς γνωρίμους δι᾿ ἑτέρας ποιήσομαι γραφῆς. κατά
γε μὴν τὸν παρόντα λόγον τὴν παλινῳδίαν τῶν περὶ ἡμᾶς
εἰργασμένων τοῖς εἰρημένοις ἐπισυνάψω τά τε ἐξ ἀρχῆς τοῦ
διωγμοῦ συμβεβηκότα, χρησιμώτατα τυγχάνοντα τοῖς ἐντευ-
ξομένοις.
Τὰ μὲν οὖν πρὸ τοῦ καθ᾿ ἡμῶν πολέμου τῆς Ῥωμαίων
ἡγεμονίας, ἐν ὅσοις δὴ χρόνοις τὰ τῶν ἀρχόντων φίλιά τε
ἦν ἡμῖν καὶ εἰρηναῖα, ὁπόσης ἀγαθῶν εὐφορίας καὶ εὐετηρίας
ἠξίωτο, τίς ἂν ἐξαρκέσειεν λόγος διηγήσασθαι; ὅτε καὶ οἱ
μάλιστα τῆς καθόλου κρατοῦντες ἀρχῆς δεκαετηρίδας καὶ
εἰκοσαετηρίδας ἐκπλήσαντες, ἐν ἑορταῖς καὶ πανηγύρεσιν
φαιδροτάταις τε θαλίαις καὶ εὐφροσύναις μετὰ πάσης
εὐσταθοῦς διετέλουν εἰρήνης. οὕτω δ᾿ αὐτοῖς ἀπαραπο-
δίστως αὐξούσης καὶ ἐπὶ μέγα ὁσημέραι προϊούσης τῆς
ἐξουσίας, ἀθρόως τῆς πρὸς ἡμᾶς εἰρήνης μεταθέμενοι,
πόλεμον ἄσπονδον ἐγείρουσιν· οὔπω δ᾿ αὐτοῖς τῆς τοιᾶσδε
κινήσεως δεύτερον ἔτος πεπλήρωτο, καί τι περὶ τὴν ὅλην
ἀρχὴν νεώτερον γεγονὸς τὰ πάντα πράγματα ἀνατρέπει.
νόσου γὰρ οὐκ αἰσίας τῷ πρωτοστάτῃ τῶν εἰρημένων
ἐπισκηψάσης, ὑφ᾿ ἧς ἤδη καὶ τὰ τῆς διανοίας εἰς ἔκστασιν
αὐτῷ παρήγετο, σὺν τῷ μετ᾿ αὐτὸν δευτερείοις τετιμημένῳ
τὸν δημώδη καὶ ἰδιωτικὸν ἀπολαμβάνει βίον· οὔπω δὲ
ταῦθ᾿ οὕτω πέπρακτο, καὶ διχῇ τὰ πάντα τῆς ἀρχῆς διαιρεῖται,
πρᾶγμα μηδ᾿ ἄλλοτέ πω πάλαι γεγονὸς μνήμῃ παραδεδο-
μένον. χρόνου δ᾿ οὐ πλείστου μεταξὺ γενομένου βασιλεὺς
Κωνστάντιος τὸν πάντα βίον πραότατα καὶ τοῖς ὑπηκόοις
εὐνοϊκώτατα τῷ τε θείῳ λόγῳ προσφιλέστατα διαθέμενος,
παῖδα γνήσιον Κωνσταντῖνον αὐτοκράτορα καὶ Σεβαστὸν
ἀνθ᾿ ἑαυτοῦ καταλιπών, κοινῷ φύσεως νόμῳ τελευτᾷ τὸν
βίον, πρῶτός τε ἐν θεοῖς ἀνηγορεύετο παρ᾿ αὐτοῖς, ἁπάσης
μετὰ θάνατον, ὅση βασιλεῖ τις ἂν ὠφείλετο, τιμῆς ἠξιωμένος,
χρηστότατος καὶ ἠπιώτατος βασιλέων· ὃς δὴ καὶ
μόνος τῶν καθ᾿ ἡμᾶς ἐπαξίως τῆς ἡγεμονίας τὸν πάντα
τῆς ἀρχῆς διατελέσας χρόνον καὶ τἄλλα τοῖς πᾶσι δεξιώτατον
καὶ εὐεργετικώτατον παρασχὼν ἑαυτὸν τοῦ τε καθ᾿ ἡμῶν
πολέμου μηδαμῶς ἐπικοινωνήσας, ἀλλὰ καὶ τοὺς ὑπ᾿ αὐτὸν
θεοσεβεῖς ἀβλαβεῖς καὶ ἀνεπηρεάστους φυλάξας καὶ μήτε
τῶν ἐκκλησιῶν τοὺς οἴκους καθελὼν μήθ᾿ ἕτερόν τι καθ᾿
ἡμῶν καινουργήσας, τέλος εὔδαιμον καὶ τρισμακάριον
ἀπείληφεν τοῦ βίου, μόνος ἐπὶ τῆς αὐτοῦ βασιλείας εὐμενῶς
καὶ ἐπιδόξως ἐπὶ διαδόχῳ γνησίῳ παιδὶ πάντα σωφρονεστάτῳ
τε καὶ εὐσεβεστάτῳ τελευτήσας.
Τούτου παῖς Κωνσταντῖνος εὐθὺς ἀρχόμενος βασιλεὺς
τελεώτατος καὶ Σεβαστὸς πρὸς τῶν στρατοπέδων καὶ ἔτι
πολὺ τούτων πρότερον πρὸς αὐτοῦ τοῦ παμβασιλέως θεοῦ
ἀναγορευθείς, ζηλωτὴν ἑαυτὸν τῆς πατρικῆς περὶ τὸν
ἡμέτερον λόγον εὐσεβείας κατεστήσατο. καὶ οὗτος μὲν
τοιοῦτος· Λικίννιος δ᾿ ἐπὶ τούτοις ὑπὸ κοινῆς ψήφου τῶν
κρατούντων αὐτοκράτωρ καὶ Σεβαστὸς ἀναπέφηνεν.
ταῦτα Μαξιμῖνον δεινῶς ἐλύπει, μόνον Καίσαρα παρὰ
πάντας εἰς ἔτι τότε χρηματίζοντα· ὃς δὴ οὖν τὰ μάλιστα
τυραννικὸς ὤν, παραρπάσας ἑαυτῷ τὴν ἀξίαν, Σεβαστὸς ἦν,
αὐτὸς ὑφ᾿ ἑαυτοῦ γεγονώς. ἐν τούτῳ δὲ Κωνσταντίνῳ
μηχανὴν θανάτου συρράπτων ἁλοὺς ὁ μετὰ τὴν ἀπόθεσιν
ἐπανῃρῆσθαι δεδηλωμένος αἰσχίστῳ καταστρέφει θανάτῳ·
πρώτου δὲ τούτου τὰς ἐπὶ τιμῇ γραφὰς ἀνδριάντας τε καὶ
ὅσα τοιαῦτα ἐπ᾿ ἀναθέσει νενόμισται, ὡς ἀνοσίου καὶ
δυσσεβεστάτου καθῄρουν.
Τούτου παῖς Μαξέντιος, ὁ τὴν ἐπὶ Ῥώμης τυραννίδα
συστησάμενος, ἀρχόμενος μὲν τὴν καθ᾿ ἡμᾶς πίστιν ἐπ᾿
ἀρεσκείᾳ καὶ κολακείᾳ τοῦ δήμου Ῥωμαίων καθυπεκρίνατο
ταύτῃ τε τοῖς ὑπηκόοις τὸν κατὰ Χριστιανῶν ἀνεῖναι
προστάττει διωγμόν, εὐσέβειαν ἐπιμορφάζων καὶ ὡς ἂν δεξιὸς
καὶ πολὺ πρᾶος παρὰ τοὺς προτέρους φανείη· οὐ μὴν
οἷος ἔσεσθαι ἠλπίσθη, τοιοῦτος ἔργοις ἀναπέφηνεν, εἰς
πάσας δ᾿ ἀνοσιουργίας ὀκείλας, οὐδὲν ὅ τι μιαρίας ἔργον
καὶ ἀκολασίας παραλέλοιπεν, μοιχείας καὶ παντοίας ἐπιτελῶν
φθοράς. διαζευγνύς γέ τοι τῶν ἀνδρῶν τὰς κατὰ νόμον
γαμετάς, ταύταις ἐνυβρίζων ἀτιμότατα, τοῖς ἀνδράσιν αὖθις
ἀπέπεμπεν, καὶ ταῦτ᾿ οὐκ ἀσήμοις οὐδ᾿ ἀφανέσιν ἐγχειρῶν
ἐπετήδευεν, ἀλλ᾿ αὐτῶν δὴ μάλιστα τῶν τὰ πρῶτα τῆς
Ῥωμαίων συγκλήτου βουλῆς ἀπενηνεγμένων ἐμπαροινῶν
τοῖς ἐξοχωτάτοις. οἱ πάντες δ᾿ αὐτὸν ὑποπεπτηχότες,
δῆμοι καὶ ἄρχοντες, ἔνδοξοί τε καὶ ἄδοξοι, δεινῇ κατετρύχοντο
τυραννίδι, καὶ οὐδ᾿ ἠρεμούντων καὶ τὴν πικρὰν φερόντων
δουλείαν ἀπαλλαγή τις ὅμως ἦν τῆς τοῦ τυράννου φονώσης
ὠμότητος. ἐπὶ σμικρᾷ γοῦν ἤδη ποτὲ προφάσει τὸν δῆμον
εἰς φόνον τοῖς ἀμφ᾿ αὐτὸν δορυφόροις ἐκδίδωσιν, καὶ ἐκτείνετο
μυρία τοῦ δήμου Ῥωμαίων πλήθη, ἐπὶ μέσης τῆς πόλεως,
οὐ Σκυθῶν οὐδὲ βαρβάρων ἀλλ᾿ αὐτῶν τῶν οἰκείων δόρασι
καὶ πανοπλίαις· συγκλητικῶν γε μὴν φόνος ὁπόσος δι᾿
ἐπιβουλὴν ἐνηργεῖτο τῆς οὐσίας, οὐδ᾿ ἐξαριθμήσασθαι
δυνατόν, ἄλλοτε ἄλλαις πεπλασμέναις αἰτίαις μυρίων ἀναιρου-
μένων. ἡ δὲ τῶν κακῶν τῷ τυράννῳ κορωνὶς ἐπὶ γοητείαν
ἤλαυνεν, μαγικαῖς ἐπινοίαις τοτὲ μὲν γυναῖκας ἐγκύμονας
ἀνασχίζοντος, τοτὲ δὲ νεογνῶν σπλάγχνα βρεφῶν διερευνω-
μένου λέοντάς τε κατασφάττοντος καί τινας ἀρρητοποιίας
ἐπὶ δαιμόνων προκλήσεις καὶ ἀποτροπιασμὸν τοῦ πολέμου
συνισταμένου· διὰ τούτων γὰρ αὐτῷ τὰ τῆς νίκης κατορθω-
θήσεσθαι ἡ πᾶσα ἐτύγχανεν ἐλπίς. οὗτος μὲν οὖν ἐπὶ
Ῥώμης τυραννῶν οὐδ᾿ ἔστιν εἰπεῖν οἷα δρῶν τοὺς ὑπηκόους
κατεδουλοῦτο, ὡς ἤδη καὶ τῶν ἀναγκαίων τροφῶν ἐν
ἐσχάτῃ σπάνει καὶ ἀπορίᾳ καταστῆναι, ὅσην ἐπὶ Ῥώμης
οὐδ᾿ ἄλλοτε οἱ καθ᾿ ἡμᾶς γενέσθαι μνημονεύουσιν· ὁ δ᾿
ἐπ᾿ ἀνατολῆς τύραννος Μαξιμῖνος, ὡς ἂν πρὸς ἀδελφὸν τὴν
κακίαν, πρὸς τὸν ἐπὶ Ῥώμης φιλίαν κρύβδην σπενδόμενος,
ἐπὶ πλεῖστον χρόνον λανθάνειν ἐφρόντιζεν· φωραθείς γέ τοι
ὕστερον δίκην τίννυσι τὴν ἀξίαν.
ἦν δὲ θαυμάσαι ὅπως καὶ οὗτος τὰ συγγενῆ καὶ
ἀδελφά, μᾶλλον δὲ κακίας τὰ πρῶτα καὶ τὰ νικητήρια τῆς
τοῦ κατὰ Ῥώμην τυράννου κακοτροπίας ἀπενηνεγμένος·
γοήτων τε γὰρ καὶ μάγων οἱ πρῶτοι τῆς ἀνωτάτω παρ᾿
αὐτῷ τιμῆς ἠξίωντο, ψοφοδεοῦς ἐς τὰ μάλιστα καὶ δεισιδαι-
μονεστάτου καθεστῶτος τήν τε περὶ τὰ εἴδωλα καὶ τοὺς
δαίμονας περὶ πολλοῦ τιθεμένου πλάνην· μαντειῶν γοῦν
δίχα καὶ χρησμῶν οὐδὲ μέχρις ὄνυχος ὡς εἰπεῖν τολμᾶν τι
κινεῖν οἷός τε ἦν· οὗ χάριν καὶ τῷ καθ᾿ ἡμῶν σφοδρό-
τερον ἢ οἱ πρόσθεν καὶ πυκνότερον ἐπετίθετο διωγμῷ, νεὼς
κατὰ πᾶσαν πόλιν ἐγείρειν καὶ τὰ χρόνου μήκει καθῃρημένα
τεμένη διὰ σπουδῆς ἀνανεοῦσθαι προστάττων, ἱερέας τε
εἰδώλων κατὰ πάντα τόπον καὶ πόλιν καὶ ἐπὶ τούτων ἑκάστης
ἐπαρχίας ἀρχιερέα τῶν ἐν πολιτείαις ἕνα γέ τινα τῶν μάλιστα
ἐμφανῶς διὰ πάσης ἐμπρέψαντα λειτουργίας μετὰ στρατιω-
τικοῦ στίφους καὶ δορυφορίας ἐκτάσσων, ἀνέδην τε πᾶσιν
γόησιν, ὡς ἂν εὐσεβέσιν καὶ θεῶν προσφιλέσιν, ἡγεμονίας
καὶ τὰς μεγίστας προνομίας δωρούμενος. ἐκ δὴ τούτων
ὁρμώμενος, πόλιν μὲν οὐ μίαν οὐδὲ χώραν, ὅλας δὲ ἄρδην
τὰς ὑπ᾿ αὐτὸν ἐπαρχίας χρυσοῦ καὶ ἀργύρου καὶ χρημάτων
ἀμυθήτων εἰσπράξεσιν ἐπισκήψεσίν τε βαρυτάταις καὶ
ἄλλοτε ἄλλαις καταδίκαις ἠνία καὶ κατεπίεζεν. τῶν γε μὴν
εὐπόρων τὰς ἐκ προγόνων περιποιηθείσας οὐσίας ἀφαιρού-
μενος, πλούτους ἀθρόως καὶ σωροὺς χρημάτων τοῖς ἀμφ᾿
αὐτὸν κόλαξιν ἐδωρεῖτο. παροινίας γε μὴν καὶ μέθης
ἐς τοσαύτην ἠνέχθη φοράν, ὡς ἐν τοῖς πότοις παρακόπτειν
καὶ τῶν φρενῶν παρεξίστασθαι τοιαῦτά τε μεθύοντα προστάτ-
τειν, οἷα ἀνανήψαντα αὐτὸν τῇ ὑστεραίᾳ εἰς μετάμελον
ἄγειν· κραιπάλης δὲ καὶ ἀσωτίας μηδενὶ καταλιπὼν
ὑπερβολήν, κακίας διδάσκαλον τοῖς ἀμφ᾿ αὐτὸν ἄρχουσί τε
καὶ ἀρχομένοις ἑαυτὸν καθίστη, θρύπτεσθαι μὲν τὸ στρατιω-
τικὸν διὰ πάσης τρυφῆς τε καὶ ἀκολασίας ἐνάγων, ἡγεμόνας
δὲ καὶ στρατοπεδάρχας δι᾿ ἁρπαγῶν καὶ πλεονεξίας χωρεῖν
κατὰ τῶν ὑπηκόων μόνον οὐχὶ συντυραννοῦντας αὐτῷ
προκαλούμενος. τί δεῖ τὰς ἐμπαθεῖς τἀνδρὸς αἰσχρουρ-
γίας μνημονεύειν ἢ τῶν πρὸς αὐτοῦ μεμοιχευμένων ἀπαριθ-
μεῖσθαι τὴν πληθύν; οὐκ ἦν γέ τοι πόλιν αὐτὸν παρελθεῖν
μὴ οὐχὶ ἐκ παντὸς φθορὰς γυναικῶν παρθένων τε ἁρπαγὰς
εἰργασμένον. κατὰ πάντων γέ τοι αὐτῷ ταῦτα προυχώρει,
μὴ ὅτι μόνων Χριστιανῶν· οἳ θανάτου καταφρονήσαντες
παρ᾿ οὐθὲν αὐτοῦ τὴν τοσαύτην ἔθεντο τυραννίδα. οἱ μὲν γὰρ
ἄνδρες ἀνατλάντες πῦρ καὶ σίδηρον καὶ προσηλώσεις θῆράς
τε ἀγρίους καὶ θαλάττης βυθοὺς ἀποτομάς τε μελῶν καὶ
καυτῆρας καὶ ὀφθαλμῶν κεντήσεις τε καὶ ἐξορύξεις καὶ τοῦ
παντὸς σώματος ἀκρωτηριασμοὺς λιμόν τε ἐπὶ τούτοις καὶ
μέταλλα καὶ δεσμά, ἐπὶ πάντων μᾶλλον ὑπομονὴν τὴν ὑπὲρ
εὐσεβείας ἐνεδείξαντο ἢ τὸ σέβας τὸ εἰς θεὸν εἰδώλοις
ἀντικατηλλάξαντο αἱ δ᾿ αὖ γυναῖκες οὐχ ἧττον τῶν
ἀνδρῶν ὑπὸ τῆς τοῦ θείου λόγου διδασκαλίας ἠρρενωμέναι,
αἳ μὲν τοὺς αὐτοὺς τοῖς ἀνδράσιν ἀγῶνας ὑποστᾶσαι ἴσα τῆς
ἀρετῆς ἀπηνέγκαντο βραβεῖα, αἳ δὲ ἐπὶ φθορὰν ἑλκόμεναι
θᾶττον τὴν ψυχὴν θανάτῳ ἢ τὸ σῶμα τῇ φθορᾷ παραδεδώ-
κασιν. μόνη γοῦν τῶν ὑπὸ τοῦ τυράννου μεμοιχευμένων
Χριστιανὴ τῶν ἐπ᾿ Ἀλεξανδρείας ἐπισημοτάτη τε καὶ
λαμπροτάτη τὴν ἐμπαθῆ καὶ ἀκόλαστον Μαξιμίνου ψυχὴν
δι᾿ ἀνδρειοτάτου παραστήματος ἐξενίκησεν, ἔνδοξος μὲν τὰ
ἄλλα πλούτῳ τε καὶ γένει καὶ παιδείᾳ, πάντα γε μὴν δεύτερα
σωφροσύνης τεθειμένη· ἣν καὶ πολλὰ λιπαρήσας, κτεῖναι
μὲν ἑτοίμως θνῄσκειν ἔχουσαν οὐχ οἷός τε ἦν, τῆς ἐπιθυμίας
μᾶλλον τοῦ θυμοῦ κατακρατούσης αὐτοῦ, φυγῇ δὲ ζημιώσας
πάσης ἀφείλετο τῆς οὐσίας. μυρίαι δὲ ἄλλαι πρὸς τῶν
κατ᾿ ἔθνος ἀρχόντων, πορνείας ἀπειλὴν μηδ᾿ ἀκοῦσαι
δεδυνημέναι, πᾶν εἶδος βασάνων καὶ στρεβλώσεων καὶ
θανατηφόρου κολάσεως ὑπέστησαν. θαυμασταὶ μὲν οὖν καὶ
αὗται, ὑπερφυῶς γε μὴν θαυμασιωτάτη ἡ ἐπὶ Ῥώμης
εὐγενεστάτη τῷ ὄντι καὶ σωφρονεστάτη γυνὴ πασῶν αἷς
ἐμπαροινεῖν ὁ ἐκεῖσε τύραννος Μαξέντιος, τὰ ὅμοια Μαξιμίνῳ
δρῶν, ἐπειρᾶτο. ὡς γὰρ ἐπιστάντας τῷ οἴκῳ τοὺς τὰ
τοιαῦτα τῷ τυράννῳ διακονουμένους ἐπύθετο (Χριστιανὴ δὲ
καὶ αὕτη ἦν), τόν τε ἄνδρα τὸν αὐτῆς, καὶ ταῦτα Ῥωμαίων
ὄντα ἔπαρχον, τοῦ δέους ἕνεκα λαβόντας ἄγειν αὐτὴν ἐπιτρέ-
ψαντα, ἐς βραχὺ ὑποπαραιτησαμένη, ὡς ἂν δὴ κατακοσμη-
θείη τὸ σῶμα, εἴσεισιν ἐπὶ τοῦ ταμιείου καὶ μονωθεῖσα ξίφος
καθ᾿ ἑαυτῆς πήγνυσιν, θανοῦσά τε παραχρῆμα, τὸν μὲν
νεκρὸν τοῖς προαγωγοῖς καταλιμπάνει, ἔργοις δ᾿ αὐτοῖς
ἁπάσης φωνῆς γεγωνοτέροις, ὅτι μόνον χρημάτων ἀήττητόν
τε καὶ ἀνώλεθρον ἡ παρὰ Χριστιανοῖς ἀρετὴ πέφυκεν, εἰς
πάντας ἀνθρώπους τούς τε νῦν ὄντας καὶ τοὺς μετὰ ταῦτα
γενησομένους ἐξέφηνεν. τοσαύτη δῆτα κακίας φορὰ
ὑφ᾿ ἕνα καὶ τὸν αὐτὸν συνηνέχθη καιρὸν πρὸς τῶν δύο
τυράννων ἀνατολὴν καὶ δύσιν διειληφότων κατεργασθεῖσα·
τίς δ᾿ ἂν τὴν τῶν τοσούτων διερευνώμενος αἰτίαν διστάξαι
μὴ οὐχὶ τὸν καθ᾿ ἡμῶν διωγμὸν ἀποφήνασθαι; ὅτε γε
μάλιστα οὐ πρότερον τὰ τῆς τοσῆσδε πέπαυτο συγχύσεως
ἢ Χριστιανοὺς τὰ τῆς παρρησίας ἀπολαβεῖν.
Διὰ παντός γέ τοι τοῦ κατὰ τὸν διωγμὸν δεκαέτους
χρόνου τῶν εἰς ἐπιβουλὴν καὶ πόλεμον τὸν κατ᾿ ἀλλήλων
οὐδὲν αὐτοὺς διαλέλοιπεν. ἄπλωτα μὲν τὰ κατὰ θάλατταν
ἦν οὐδ᾿ ἐξῆν ποθεν καταπλεύσαντας μὴ οὐχὶ πάσαις αἰκίαις
ὑπάγεσθαι στρεβλουμένους καὶ τὰς πλευρὰς καταξαινομένους
βασάνοις τε παντοίαις, μὴ ἄρα παρὰ τῶν δι᾿ ἐναντίας ἐχθρῶν
ἥκοιεν, ἀνακρινομένους καὶ τέλος σταυροῖς ἢ τῇ διὰ πυρὸς
ὑπαγομένους κολάσει· ἀσπίδων ἐπὶ τούτοις καὶ θωρήκων
παρασκευαὶ βελῶν τε καὶ δοράτων καὶ τῆς ἄλλης πολεμικῆς
παρατάξεως ἑτοιμασίαι τριήρων τε καὶ τῶν κατὰ ναυμαχίαν
ὅπλων κατὰ πάντα συνεκροτοῦντο τόπον οὐδ᾿ ἦν ἄλλο τι
παντί τῳ προσδοκᾶν ἢ πολέμων κατὰ πᾶσαν ἔφοδον ἡμέραν.
τούτοις καὶ ὁ μετὰ ταῦτα λιμός τε καὶ λοιμὸς ἐγκατασκήπτει,
περὶ ὧν κατὰ καιρὸν ἱστορήσομεν τὰ δέοντα.
Τοιαῦτ᾿ ἦν τὰ διὰ παντὸς τοῦ διωγμοῦ παρατετακότα,
δεκάτῳ μὲν ἔτει σὺν θεοῦ χάριτι παντελῶς πεπαυμένου,
λωφᾶν γε μὴν μετ᾿ ὄγδοον ἔτος ἐναρξαμένου. ὡς γὰρ τὴν
εἰς ἡμᾶς ἐπισκοπὴν εὐμενῆ καὶ ἵλεω ἡ θεία καὶ οὐράνιος
χάρις ἐνεδείκνυτο, τότε δῆτα καὶ οἱ καθ᾿ ἡμᾶς ἄρχοντες,
αὐτοὶ δὴ ἐκεῖνοι δι᾿ ὧν πάλαι τὰ τῶν καθ᾿ ἡμᾶς ἐνηργεῖτο
πολέμων, παραδοξότατα μεταθέμενοι τὴν γνώμην, παλινῳ-
δίαν ᾖδον χρηστοῖς περὶ ἡμῶν προγράμμασιν καὶ διατάγμασιν
ἡμερωτάτοις τὴν ἐπὶ μέγα ἁφθεῖσαν τοῦ διωγμοῦ πυρκαϊὰν
σβεννύντες. οὐκ ἀνθρώπινον δέ τι τούτου κατέστη αἴτιον
οὐδ᾿ οἶκτος, ὡς ἂν φαίη τις, ἢ φιλανθρωπία τῶν ἀρχόντων·
πολλοῦ δεῖ· πλείω γὰρ ὁσημέραι καὶ χαλεπώτερα ἀρχῆθεν
καὶ εἰς ἐκεῖνο τοῦ καιροῦ τὰ καθ᾿ ἡμῶν αὐτοῖς ἐπενοεῖτο,
ποικιλωτέραις μηχαναῖς ἄλλοτε ἄλλως τὰς καθ᾿ ἡμῶν αἰκίας
ἐπικαινουργούντων. ἀλλ᾿ αὐτῆς γε τῆς θείας προνοίας
ἐμφανὴς ἐπίσκεψις, τῷ μὲν αὐτῆς καταλλαττομένης λαῷ,
τῷ δ᾿ αὐθέντῃ τῶν κακῶν ἐπεξιούσης. μέτεισιν δ᾿ οὖν
αὐτὸν θεήλατος κόλασις, ἐξ αὐτῆς αὐτοῦ καταρξαμένη
σαρκὸς καὶ μέχρι τῆς ψυχῆς προελθοῦσα. ἀθρόα μὲν
γὰρ περὶ τὰ μέσα τῶν ἀπορρήτων τοῦ σώματος ἀπόστασις
αὐτῷ γίνεται, εἶθ᾿ ἕλκος ἐν βάθει συριγγῶδες καὶ τούτων
ἀνίατος νομὴ κατὰ τῶν ἐνδοτάτω σπλάγχνων· ἀφ᾿ ὧν
ἄλεκτόν τι πλῆθος σκωλήκων βρύειν θανατώδη τε ὀδμὴν
ἀποπνεῖν, τοῦ παντὸς ὄγκου τῶν σωμάτων ἐκ πολυτροφίας
αὐτῷ καὶ πρὸ τῆς νόσου εἰς ὑπερβολὴν πλήθους πιμελῆς
μεταβεβληκότος, ἣν τότε κατασαπεῖσαν ἀφόρητον καὶ φρικτο-
τάτην τοῖς πλησιάζουσιν παρέχειν τὴν θέαν. ἰατρῶν δ᾿
οὖν οἳ μὲν οὐδ᾿ ὅλως ὑπομεῖναι τὴν τοῦ δυσώδους ὑπερβάλ-
λουσαν ἀτοπίαν οἷοί τε, κατεσφάττοντο, οἳ δὲ διῳδηκότος
τοῦ παντὸς ὄγκου καὶ εἰς ἀνέλπιστον σωτηρίας ἀποπεπτω-
κότος μηδὲν ἐπικουρεῖν δυνάμενοι, ἀνηλεῶς ἐκτείνοντο.
Καὶ δὴ τοσούτοις παλαίων κακοῖς συναίσθησιν τῶν
κατὰ τῶν θεοσεβῶν αὐτῷ τετολμημένων ἴσχει, συναγαγὼν
δ᾿ οὖν εἰς ἑαυτὸν τὴν διάνοιαν, πρῶτα μὲν ἀνθομολογεῖται
τῷ τῶν ὅλων θεῷ, εἶτα τοὺς ἀμφ᾿ αὐτὸν ἀνακαλέσας, μηδὲν
ὑπερθεμένους τὸν κατὰ Χριστιανῶν ἀποπαῦσαι διωγμὸν
νόμῳ τε καὶ δόγματι βασιλικῷ τὰς ἐκκλησίας αὐτῶν οἰκο-
δομεῖν ἐπισπέρχειν καὶ τὰ συνήθη διαπράττεσθαι, εὐχὰς
ὑπὲρ τοῦ βασιλείου ποιουμένους, προστάττει. αὐτίκα
γοῦν ἔργου τῷ λόγῳ παρηκολουθηκότος, ἥπλωτο κατὰ
πόλεις βασιλικὰ διατάγματα, τὴν παλινῳδίαν τῶν καθ᾿
ἡμᾶς τοῦτον περιέχοντα τὸν τρόπον·
«Αὐτοκράτωρ Καῖσαρ Γαλέριος Οὐαλέριος Μαξιμιανὸς
ἀνίκητος Σεβαστός, ἀρχιερεὺς μέγιστος, Γερμανικὸς μέγιστος,
Αἰγυπτιακὸς μέγιστος, Θηβαϊκὸς μέγιστος, Σαρματικὸς
μέγιστος πεντάκις, Περσῶν μέγιστος δίς, Κάρπων μέγιστος
ἑξάκις, Ἀρμενίων μέγιστος, Μήδων μέγιστος, Ἀδιαβηνῶν
μέγιστος, δημαρχικῆς ἐξουσίας τὸ εἰκοστόν, αὐτοκράτωρ τὸ
ἐννεακαιδέκατον, ὕπατος τὸ ὄγδοον, πατὴρ πατρίδος,
ἀνθύπατος· καὶ Αὐτοκράτωρ Καῖσαρ Φλαύιος Οὐαλέριος
Κωνσταντῖνος εὐσεβὴς εὐτυχὴς ἀνίκητος Σεβαστός, ἀρχιερεὺς
μέγιστος, δημαρχικῆς ἐξουσίας, αὐτοκράτωρ τὸ πέμπτον,
ὕπατος, πατὴρ πατρίδος, ἀνθύπατος.
«Μεταξὺ τῶν λοιπῶν, ἅπερ ὑπὲρ τοῦ χρησίμου καὶ
λυσιτελοῦς τοῖς δημοσίοις διατυπούμεθα, ἡμεῖς μὲν βεβου-
λήμεθα πρότερον κατὰ τοὺς ἀρχαίους νόμους καὶ τὴν
δημοσίαν ἐπιστήμην τὴν τῶν Ῥωμαίων ἅπαντα ἐπανορθώ-
σασθαι καὶ τούτου πρόνοιαν ποιήσασθαι ἵνα καὶ οἱ Χριστια-
νοί, οἵτινες τῶν γονέων τῶν ἑαυτῶν καταλελοίπασιν τὴν
αἵρεσιν, εἰς ἀγαθὴν πρόθεσιν ἐπανέλθοιεν. ἐπείπερ τινὶ
λογισμῷ τοσαύτη αὐτοὺς πλεονεξία κατειλήφει ὡς μὴ
ἕπεσθαι τοῖς ὑπὸ τῶν πάλαι καταδειχθεῖσιν, ἅπερ ἴσως
πρότερον καὶ οἱ γονεῖς αὐτῶν ἦσαν καταστήσαντες, ἀλλὰ
κατὰ τὴν αὐτῶν πρόθεσιν καὶ ὡς ἕκαστος ἐβούλετο, οὕτως
ἑαυτοῖς καὶ νόμους ποιῆσαι καὶ τούτους παραφυλάσσειν καὶ
ἐν διαφόροις διάφορα πλήθη συνάγειν. τοιγαροῦν τοιούτου
ὑφ᾿ ἡμῶν προστάγματος παρακολουθήσαντος ὥστε ἐπὶ τὰ
ὑπὸ τῶν ἀρχαίων κατασταθέντα ἑαυτοὺς μεταστήσαιεν,
πλεῖστοι μὲν κινδύνῳ ὑποβληθέντες, πλεῖστοι δὲ ταραχθέντες
παντοίους θανάτους ὑπέφερον· καὶ ἐπειδὴ τῶν πολλῶν
τῇ αὐτῇ ἀπονοίᾳ διαμενόντων ἑωρῶμεν μήτε τοῖς θεοῖς τοῖς
ἐπουρανίοις τὴν ὀφειλομένην θρῃσκείαν προσάγειν αὐτοὺς
μήτε τῷ τῶν Χριστιανῶν προσέχειν, ἀφορῶντες εἰς τὴν
ἡμετέραν φιλανθρωπίαν καὶ τὴν διηνεκῆ συνήθειαν δι᾿ ἧς
εἰώθαμεν ἅπασιν ἀνθρώποις συγγνώμην ἀπονέμειν, προθυ-
μότατα καὶ ἐν τούτῳ τὴν συγχώρησιν τὴν ἡμετέραν ἐπεκ-
τεῖναι δεῖν ἐνομίσαμεν, ἵνα αὖθις ὦσιν Χριστιανοὶ καὶ τοὺς
οἴκους ἐν οἷς συνήγοντο συνθῶσιν οὕτως ὥστε μηδὲν
ὑπεναντίον τῆς ἐπιστήμης αὐτοὺς πράττειν. δι᾿ ἑτέρας δὲ
ἐπιστολῆς τοῖς δικασταῖς δηλώσομεν τί αὐτοὺς παραφυ-
λάξασθαι δεήσει· ὅθεν κατὰ ταύτην τὴν συγχώρησιν
τὴν ἡμετέραν ὀφείλουσιν τὸν ἑαυτῶν θεὸν ἱκετεύειν περὶ
τῆς σωτηρίας τῆς ἡμετέρας καὶ τῶν δημοσίων καὶ τῆς
ἑαυτῶν, ἵνα κατὰ πάντα τρόπον καὶ τὰ δημόσια παρασχεθῇ
ὑγιῆ καὶ ἀμέριμνοι ζῆν ἐν τῇ ἑαυτῶν ἑστίᾳ δυνηθῶσι.»
Ταῦτα κατὰ τὴν Ῥωμαίων φωνήν, ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα
γλῶτταν κατὰ τὸ δυνατὸν μεταληφθέντα, τοῦτον εἶχεν τὸν
τρόπον. τί δὴ οὖν ἐπὶ τούτοις γίνεται, ἐπιθεωρῆσαι καιρός.
Ἀλλ᾿ ὁ μὲν τῆς γραφῆς αἴτιος μετὰ τὴν τοιάνδε ὁμολογίαν
αὐτίκα καὶ οὐκ εἰς μακρὸν τῶν ἀλγηδόνων ἀπαλλαγεὶς μεταλλάττει
τὸν βίον. τοῦτον δὴ λόγος ἔχει πρῶτον αἴτιον τῆς τοῦ διωγμοῦ κατασ-
τῆναι συμφορᾶς, ἔτι πάλαι πρὸ τῆς τῶν λοιπῶν βασιλέων κινήσεως
τοὺς ἐν στρατείαις Χριστιανοὺς καὶ πρώτους γε ἁπάντων τοὺς ἐπὶ τοῦ
ἰδίου οἴκου παρατρέπειν ἐκβεβιασμένον καὶ τοὺς μὲν ἐκ τῆς στρατιω-
τικῆς ἀξίας ἀποκινοῦντα, τοὺς δὲ ἀτιμότατα καθυβρίζοντα, ἤδη δὲ καὶ
θάνατον ἑτέροις ἐπαρτῶντα καὶ τοὔσχατόν γε τοὺς τῆς βασιλείας
κοινωνοὺς ἐπὶ τὸν κατὰ πάντων ἀνακεκινηκότα διωγμόν· ὧν καὶ
αὐτῶν οὐκ ἄξιον τὸ τοῦ βίου τέλος παραδοῦναι σιωπῇ. τεττάρων
οὖν τὴν κατὰ πάντων διειληχότων ἀρχήν, οἱ μὲν χρόνῳ καὶ τιμῇ
προηγούμενοι οὐδ᾿ ὅλοις δυεῖν ἔτεσιν ἐπιγενόμενοι τῷ διωγμῷ μεθίσ-
τανται τῆς βασιλείας, ᾗ καὶ πρόσθεν ἡμῖν δεδήλωται, καὶ δὴ τὸν
ἐπίλοιπον τοῦ βίου χρόνον δημώδει καὶ ἰδιωτικῷ τρόπῳ διαγενόμενοι
τέλος τοιόνδε τῆς ζωῆς εἰλήχασιν, ὁ μὲν τιμῇ τε καὶ χρόνῳ τῶν
πρωτείων ἠξιωμένος μακρᾷ καὶ ἐπιλυποτάτῃ τῇ τοῦ σώματος ἀσθενείᾳ
διεργασθείς, ὁ δὲ τὰ δεύτερα αὐτοῦ φέρων ἀγχόνῃ τὴν ζωὴν ἀπορρήξας,
κατά τινα δαιμονίαν προσημείωσιν τοῦτο παθὼν διὰ πλείστας αὐτῷ
τετολμημένας ῥᾳδιουργίας. τῶν δὲ μετὰ τούτους ὁ μὲν ὕστατος,
ὃν δὴ καὶ ἀρχηγὸν τοῦ παντὸς ἔφαμεν γεγονέναι διωγμοῦ, τοιαῦτα
οἷα καὶ προδεδηλώκαμεν πέπονθεν, ὁ δὲ τοῦτον προάγων χρηστότατος
καὶ ἠπιώτατος βασιλεὺς Κωνστάντιος, ἐπαξίως τῆς ἡγεμονίας τὸν
ἅπαντα τῆς ἀρχῆς διατελέσας χρόνον [ἀλλὰ] καὶ τἄλλα τοῖς πᾶσι
δεξιώτατον καὶ εὐεργετικώτατον παρασχὼν ἑαυτόν, ἀτὰρ καὶ τοῦ
καθ᾿ ἡμῶν πολέμου ἔξω γενόμενος καὶ τοὺς ὑπ᾿ αὐτὸν θεοσεβεῖς
ἀβλαβεῖς καὶ ἀνεπηρεάστους διαφυλάξας καὶ μήτε τοὺς οἴκους τῶν
ἐκκλησιῶν καθελὼν μήθ᾿ ἕτερόν τι μηδ᾿ ὅλως καθ᾿ ἡμῶν ἐπικαι-
νουργήσας, τέλος εὔδαιμον καὶ τρισμακάριον ὄντως ἀπείληφεν τοῦ
βίου, μόνος ἐπὶ τῆς αὐτοῦ βασιλείας εὐμενῶς καὶ ἐπιδόξως ἐπὶ
διαδόχῳ τῆς βασιλείας γνησίῳ παιδὶ τὰ πάντα σωφρονεστάτῳ καὶ
εὐσεβεστάτῳ τελευτήσας· ὃς εὐθὺς ἀρχόμενος βασιλεὺς τελεώ-
τατος καὶ Σεβαστὸς πρὸς τῶν στρατοπέδων ἀναγορευθείς, ζηλωτὴν
ἑαυτὸν τῆς πατρικῆς περὶ τὸν ἡμέτερον λόγον εὐσεβείας κατεστήσατο.
τοιαύτη τῶν προαναγεγραμμένων τεττάρων ἡ τοῦ βίου ἔκβασις, κατὰ
παρηλλαγμένους χρόνους γεγενημένη. τούτων δὴ μόνος ἔτι λείπων
ὁ μικρῷ πρόσθεν ἡμῖν εἰρημένος σὺν τοῖς μετὰ ταῦτα εἰς τὴν ἀρχὴν
εἰσποιηθεῖσι τὴν προδεδηλωμένην ἐξομολόγησιν διὰ τοῦ προεκτεθέντος
ἐγγράφου λόγου τοῖς πᾶσι φανερὰν κατεστήσαντο.