Τετάρτη 26 Ιουνίου 2013

Γιατί δεν Εκκλησιαζόμαστε;

Γιατί δεν Εκκλησιαζόμαστε;

Ο Χριστός δεν έχει την ανάγκη μας, αλλά εμείς έχουμε τη δική Του.
Παράλληλα όμως γεννάται το ακόλουθο ερώτημα, γιατί δεν εκκλησιαζόμαστε;
Τι είναι αυτό που μας κάνει να χαλαρώνουμε.
Πράγματι είναι θλιβερό να βλέπουμε ερειπωμένους  ναούς από την απουσία των μελών της εκκλησίας.
Μέλη της, με τη σφραγίδα της δωρεάς του Αγίου Πνεύματος να χαλαρώνουμε σε τέτοιο βαθμό!
Ενώ στα υλικά αγαθά της εφήμερης ζωής κατορθώνουμε τα ακατόρθωτα.
Σε χορούς και διασκεδάσεις τρέχουμε με ιδιαίτερη επιθυμία, αλλά και ότι «σκουπίδι» αιωρείται στη πορεία μας, το κυνηγάμε κολλώντας σαν στρείδι πάνω του.
Απολαμβάνουμε τις αισχρολογίες και απαράδεκτες εικόνες των ηθοποιών, ευτελή τραγούδια και άλλες ανάλογες παροχές υπηρεσιών χωρίς καν να βαρυγκωμούμε.
Ενώ όταν μιλάει ο Θεός, τότε αδιαφορούμε με το να  χασμουριόμαστε, να ξυνόμαστε, να ζαλιζόμαστε και άλλα ανάλογα φαινόμενα.
Παρατηρείται επίσης σε γήπεδα και ιπποδρόμους, μολονότι δεν υπάρχει στέγη ώστε να παρέχεται η ανάλογη προστασία από κρύο, ζέστη και βροχή, τρέχουμε με ιδιαίτερο μεράκι και πάθος....
Ενώ όταν πρόκειται να προσέλθουμε στην εκκλησία, τότε όλα μας φαίνονται δύσκολα.
Οι Μάρτυρες της Εκκλησίας μας έχυσαν το αίμα τους για την Αλήθεια και θυσίασαν τη ζωή τους για το Χριστό, σε αντίθεση με μας που συνεχίζουμε με αμείωτους ρυθμούς  να αναζητούμε αδικαιολόγητες δικαιολογίες.....
Ο Κύριος από την  Αγάπη Του για μας, κατέβηκε στη γη, πέθανε για χάρη μας, και συνεχίζει κάθε Κυριακή  να στέκεται στην πόρτα του ναού, να μας καλεί με αλλεπάλληλα χαρμόσυνα κτυπήματα της καμπάνας, ενώ εμείς για μια ακόμη φορά συνεχίζουμε να παραμένουμε παγεροί και αδιάφοροι....
Κι αν κάποτε μας ενοχλήσει για λίγο η συνείδησή μας, τότε πηγαίνουμε με αργούς και νωχελικούς ρυθμούς προς το τέλος της Θείας Λειτουργίας μη βλέποντας την ώρα πότε θα τελειώσει…
Ενώ σε  άλλα κοινωνικά γεγονότα όπως το θέατρο, τον κινηματογράφο, το γήπεδο, τις δεξιώσεις και άλλα πολλά κοσμικά γεγονότα, πηγαίνουμε όχι μόνο από την έναρξή τους, αλλά αρκετή ώρα πιο πριν.
Γιατί άραγε.....; 
Δυστυχώς, θυσιαζόμαστε για τα πρόχειρα και εφήμερα πράγματα της ζωής μας, ενώ για την ουσία της ζωής, την αιωνιότητα της ψυχής μας, δεν κάνουμε απολύτως τίποτε!
Είναι καιρός πλέον να συνειδητοποιήσουμε την πραγματικότητα της ζωής και ποτέ δεν είναι αργά να αναζητήσουμε το δρόμο για τη σωτηρία της ψυχής μας.
Και όμως, ποτέ δεν είναι αργά, είναι καιρός να οργανωθούμε σύμφωνα με το θέλημά Του και παράλληλα να πάμε στη Εκκλησία, για να δούμε το διάβολο να νικιέται, τον Άγιο να Νικάει, το Θεό να Δοξάζεται και την Εκκλησία μας να Θριαμβεύει!

Που είναι η ευτυχία....!!!!

Που είναι η ευτυχία....!!!!

Ο δρόμος της ευτυχίας

Τίποτα δεν είναι μεγαλύτερο από την καθαρή καρδιά, γιατί μια τέτοια καρδιά γίνεται θρόνος του Θεού. Και τι είναι ενδοξότερο από το θρόνο του Θεού; Ασφαλώς τίποτα. Λέει ο Θεός γι’ αυτούς που έχουν καθαρή καρδιά: «Θα κατοικήσω ανάμεσά τους και θα πορεύομαι μαζί τους. Θα είμαι Θεός τους, κι αυτοί θα είναι λαός μου». (Β’ Κορ. 6, 16).

Ποιοι λοιπόν είναι ευτυχέστεροι απ’ αυτούς τους ανθρώπους; Και από ποιο αγαθό μπορεί να μείνουν στερημένοι; Δεν βρίσκονται όλα τ’ αγαθά και τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος στις μακάριες ψυχές τους; Τι περισσότερο χρειάζονται; Τίποτα, στ’ αλήθεια, τίποτα! Γιατί έχουν στην καρδιά τους το μεγαλύτερο αγαθό: τον ίδιο το Θεό!
Πόσο πλανιούνται οι άνθρωποι που αναζητούν την ευτυχία μακριά από τον εαυτό τους, στις ξένες χώρες και στα ταξίδια, στον πλούτο και στη δόξα, στις μεγάλες περιουσίες και στις απολαύσεις, στις ηδονές και σ’ όλες τις χλιδές και ματαιότητες, που κατάληξή τους έχουν την πίκρα! Η ανέγερση του πύργου της ευτυχίας έξω από την καρδιά μας, μοιάζει με οικοδόμηση κτιρίου σε έδαφος που σαλεύεται από συνεχείς σεισμούς. Σύντομα ένα τέτοιο οικοδόμημα θα σωριαστεί στη γη…


Αδελφοί μου! Η ευτυχία βρίσκεται μέσα στον ίδιο σας τον εαυτό, και μακάριος είναι ο άνθρωπος που το κατάλαβε αυτό. Εξετάστε την καρδιά σας και δείτε την πνευματική της κατάσταση. Μήπως έχασε την παρρησία της προς το Θεό; Μήπως η συνείδηση διαμαρτύρεται για παράβαση των εντολών Του; Μήπως σας κατηγορεί για αδικίες, για ψέματα, για παραμέληση των καθηκόντων προς το Θεό και τον πλησίον; Ερευνήστε μήπως κακίες και πάθη γέμισαν την καρδιά σας, μήπως γλίστρησε αυτή σε δρόμους στραβούς και δύσβατους…


Δυστυχώς, εκείνος που παραμέλησε την καρδιά του, στερήθηκε όλα τ’ αγαθά κι έπεσε σε πλήθος κακών. Έδιωξε τη χαρά και γέμισε με πίκρα, θλίψη και στενοχώρια. Έδιωξε την ειρήνη και απόκτησε άγχος, ταραχή και τρόμο. Έδιωξε την αγάπη και δέχτηκε το μίσος. Έδιωξε, τέλος, όλα τα χαρίσματα και τους καρπούς του Αγίου Πνεύματος, που δέχτηκε με το βάπτισμα, και οικειώθηκε όλες τις κακίες εκείνες, που κάνουν τον άνθρωπο ελεεινό και τρισάθλιο.

Αδελφοί μου! Ο Πολυέλεος Θεός θέλει την ευτυχία όλων μας και σ’ αυτή και στην άλλη ζωή. Γι’ αυτό ίδρυσε την αγία Του Εκκλησία. Για να μας καθαρίζει αυτή από την αμαρτία, να μας αγιάζει, να μας συμφιλιώνει μαζί Του, να μας χαρίζει τις ευλογίες του ουρανού.


Άγιος Νεκτάριος

Πριν βιαστείς να βγάλεις συμπεράσματα για κάποιον.....

Πριν βιαστείς να βγάλεις συμπεράσματα για κάποιον.....

Κάποτε στό Άγιον Όρος ήταν ένας μοναχός πού διέμενε στίς Καρυές.
Έπινε καθημερινά καί μεθούσε καί γινόταν αιτία νά σκανδαλίζονται οι προσκυνητές.

Κάποια στιγμή πέθανε καί ανακουφισμένοι κάποιοι πιστοί πήγαν στόν γέροντα Παΐσιο νά τού πούν μέ ιδιαίτερη χαρά ότι επιτέλους λύθηκε αυτό τό τεράστιο πρόβλημα.Ο π. Παΐσιος τούς απάντησε ότι γνώριζε γιά τό θάνατο τού μοναχού, αφού είδε ολόκληρο τάγμα αγγέλων πού ήρθαν νά παραλάβουν τήν ψυχή του.
Οι προσκυνητές απόρησαν καί διαμαρτυρήθηκαν καί κάποιοι προσπαθούσαν νά εξηγήσουν στόν γέροντα Παΐσιο γιά ποιόν ακριβώς μιλούσαν, νομίζοντας ότι δέν κατάλαβε ο γέροντας.
Ο γέροντας Παΐσιος τούς διηγήθηκε:
«Ο συγκεκριμένος μοναχός γεννήθηκε στή Μ. Ασία, λίγο πρίν τήν καταστροφή όταν οι Τούρκοι μάζευαν όλα τά αγόρια.
Γιά νά μήν τό πάρουν από τούς γονείς του, αυτοί τό έπαιρναν μαζί τους στό θερισμό καί γιά νά μήν κλαίει, τού έβαζαν λίγο ρακί στό γάλα γιά νά κοιμάται.
Ως εκ τούτου μεγαλώνοντας έγινε αλκοολικός. Κάποια στιγμή και μετά από αποτρεπτικές απαντήσεις από διάφορους γιατρούς να μην κάνει οικογένεια, ανέβηκε στο Όρος και έγινε μοναχός.
Εκεί βρήκε γέροντα καί τού είπε ότι είναι αλκοολικός.
Τού είπε ο γέροντας νά κάνει μετάνοιες καί προσευχές κάθε βράδυ καί νά παρακαλεί τήν Παναγία νά τόν βοηθήσει νά μειώσει κατά 1, τά ποτήρια πού έπινε.

Μετά ένα χρόνο κατάφερε μέ αγώνα καί μετάνοια νά κάνει τά 20 ποτήρια πού έπινε, 19 ποτήρια.
Ο αγώνας συνέχισε μέ τήν πάροδο τών χρόνων καί έφτασε τά 2-3 ποτήρια, μέ τά οποία όμως πάλι μεθούσε.»

Ο κόσμος έβλεπε χρόνια ένα αλκοολικό μοναχό πού σκανδάλιζε τούς προσκυνητές, ο Θεός έβλεπε ένα αγωνιστή μαχητή πού μέ μεγάλο αγώνα αγωνίστηκε νά μειώσει τό πάθος του.

Χωρίς νά ξέρουμε γιατί ο κάθε ένας προσπαθεί νά κάνει αυτό πού θέλει νά κάνει, μέ ποιό δικαίωμα νά κρίνουμε τήν προσπάθειά του;

Ἔχουν ὅλες οἱ θρησκεῖες τὸν ἴδιο Θεό;

Ἔχουν ὅλες οἱ θρησκεῖες τὸν ἴδιο Θεό;

Tου π. Δανιήλ Σισόγεφ
«Μὰ γιατί εἶστε τόσο στενόμυαλοι φανατικοί; Γιατί πιστεύετε ὅτι δὲν ὑπάρχει σωτηρία μακριὰ ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία; Ἀφοῦ ὅλοι πιστεύουν στὸν ἴδιο Θεὸ – μουσουλμάνοι, χριστιανοί, ἰουδαῖοι καὶ βουδιστές. Ἡ διαφορὰ ἔγκειται μόνο στὰ διαφορετικὰ τελετουργικά. Γιατί θὰ πρέπει κανεὶς νὰ ἐπιμένει στὴν δική του μοναδικότητα; Πιστεύετε πραγματικὰ ὅτι ὁ δημιουργὸς δὲν δέχεται κοντὰ τοῦ τοὺς ἀλλόθρησκους; Κι ὅμως, δὲν τὸν νοιάζει ποιὸς πιστεύει ποῦ. Τὸ βασικὸ εἶναι νὰ εἶναι καλὸς ἄνθρωπος!»

-Τέτοια λόγια ἔχουν ἀκούσει ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ περισσότερες ἀπὸ ἑκατὸ φορές. Καὶ συχνὰ προέρχονται ἀπὸ ἐκείνους, ποὺ ἀπρόσεκτοι ἱερεῖς γιὰ ἄγνωστους λόγους, τοὺς ἐπέτρεψαν νὰ μετέχουν στὴ Θεία Κοινωνία. Καὶ βέβαια, πῶς μπορεῖ κανεὶς νὰ τὸ ἀρνηθεῖ ὅτι ὑπάρχει μόνο ἕνας Θεός; Ἀφοῦ ἀκόμα καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἔλεγε: «…οὐδεὶς Θεὸς ἕτερος εἰ μὴ εἷς.» (1) (Πρὸς Κόρ. Ἃ’ 8,4.) Ὁ Θεὸς εἶναι ὁ μόνος Κύριος τῶν πάντων, Αὐτὸς καὶ μόνο εἶναι ὁ Θεὸς τόσο τῶν ἰουδαίων ὅσο καὶ τῶν ἐθνικῶν [ἢ Ἰουδαίων ὁ Θεὸς μόνον; οὐχὶ δὲ καὶ ἐθνῶν; ναὶ καὶ ἐθνῶν](Πρὸς Ρώμ. 3,29). Ἡ κοινὴ λογικὴ λέει, ὅτι δὲν γίνεται νὰ ὑπάρχουν συγχρόνως δύο Θεοὶ πανταχοῦ παρόντες – δὲν θὰ ὑπῆρχε χῶρος καὶ γιὰ τοὺς δύο καὶ ὁ ἕνας θὰ περιόριζε τὸν ἄλλο. Ἂν ὅμως εἶναι προφανὴς ἀλήθεια ἡ μοναδικότητα τοῦ Θεοῦ, σὲ καμία περίπτωση αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι ὅλοι γνωρίζουν περὶ αὐτοῦ του Θεοῦ καὶ Τὸν λατρεύουν ὅπως πρέπει. 
Ἡ διατύπωση καὶ μόνο, ὅμως, ὅτι....

 «ὅλοι πιστεύουν σὲ ἕναν Θεὸ» δὲν εἶναι σωστή, γιὰ τὸ λόγο ὅτι ὑπάρχουν πολλοὶ ἀθεϊστὲς στὸν κόσμο – εἴτε κομμουνιστές, εἴτε βουδιστὲς εἴτε ἀκόμα καὶ ὀπαδοὶ τοῦ Σαμανισμοῦ. Ὅλοι αὐτοὶ δὲν πιστεύουν σὲ κανένα Θεό. Ἂν πρέπει ὅμως νὰ μιλήσουμε γιὰ τοὺς ἄλλους, τότε ἀπὸ τὴν παραδοχὴ τῆς πραγματικότητας τῆς ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ δὲν συνεπάγεται σὲ καμία περίπτωση, ὅτι οἱ ἄνθρωποι τὸν λατρεύουν.

Τὸ ἀκόλουθο παράδειγμα βοηθάει νὰ τὸ ἀντιληφθοῦμε αὐτό: πολλοὶ γνωρίζουν τὸν πρόεδρο τῆς Ρωσίας, ἀλλὰ συνεπάγεται αὐτόματα ὅτι ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ τὸν ξέρουν, τοῦ εἶναι πιστοὶ καὶ καταλαβαίνουν τὶς πράξεις του; Ἔτσι ἀκριβῶς γνωρίζουν πολλὰ δισεκατομμύρια ἀνθρώπων γιὰ τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ μία μεγάλη πλειοψηφία τὸν ἀντιλαμβάνεται σὰν μία πολὺ μακρινὴ καὶ ἀκατανόητη δύναμη. Γιὰ παράδειγμα στὸ Ἰσλὰμ ἀπαγορεύεται νὰ πεῖς ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἄνθρωπος (ἢ νὰ ζωγραφίσεις τὸν Ἀλλὰχ σὰν πρόσωπο). Εἶναι περισσότερο κάτι ποὺ παρέχει τὸ Νόμο, τιμωρεῖ καὶ ἐπιβραβεύει κατὰ τὴ θέλησή του. Τὸ ἴδιο καὶ τὸ Ἄϊν Σὸφ τῆς ἰουδαϊκῆς Καμπάλα: δὲν ἀναγνωρίζεται καὶ δὲν ἀναγνωρίζει τίποτα (2). Εἶναι κάπως σὰν τὴν Θέμιδα (3) τῶν Ἑλλήνων, ἢ σὰν ἕναν Θεὸ ποὺ φανερώθηκε ἀπὸ μόνος του στὴ Βίβλο. Εἶναι σὰν τὸ φῶς τῆς πολὺ ἀπομακρυσμένης φωτιᾶς, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ ζεστάνει καμιὰ ψυχή.

Καὶ αὐτὴ ἡ ἔννοια εἶναι στὴν πραγματικότητα πανανθρώπινη. Δὲν εἶναι τυχαῖο ποὺ ἡ ?ὁμολογία πίστεως? ἑνὸς μικροαστοῦ εἶναι: «Λοιπόν, ὑπάρχει κάτι. Ἀλλὰ τί, αὐτὸ δὲν τὸ ξέρω». Μὲ αὐτὸ τὸ ?κάτι? συνήθως συνδέεται ἡ ἔννοια τῆς δικαιοσύνης. Γι’ αὐτὸ σὲ κάθε ἀδικία λέμε: «Ἂν ὑπῆρχε Θεός, θὰ τὸ ἐπέτρεπε κάτι τέτοιο;». Μπορεῖ ὅμως νὰ χαρακτηρίσει κανεὶς μία τέτοια ὁμολογία λογική; Φανταστεῖτε ὅτι σᾶς προτείνει κάποιος νὰ παντρευτεῖτε μία γυναίκα γιὰ τὴν ὁποία δὲν ξέρετε τίποτα. Καὶ ὅταν ρωτήσετε «Ποιὰ εἶναι;», νὰ σᾶς ἀπαντήσουν: «Εἶναι δίκαιη καὶ δὲν τὴν γνωρίζει κανείς». Μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ἀρκετὴ μία τέτοια ἀπάντηση;

Κι ὅμως ἡ πλειοψηφία τῶν ἀνθρώπων ξέρει γιὰ τὸν Θεὸ πολὺ λιγότερα ἀπ’ ὅτι ἕνας ἐργοδότης γιὰ τὸν καινούριο ἐργαζόμενο ποὺ προσλαμβάνει. Καὶ τότε σκέφτεται κανείς– γιὰ τοὺς δικούς του λόγους ὁ καθένας– ὅτι αὐτὴ ἡ ἐμφανὴς ἄγνοια ἀρκεῖ γιὰ νὰ σωθεῖ; Ἐπιπλέον αὐτὴ ἡ ἄγνοια δὲν ἔχει νὰ κάνει καθόλου μὲ τὸ ὅτι οἱ ἄνθρωποι δὲν ἔχουν τὴ δυνατότητα νὰ μάθουν γιὰ τὸ Θεό, ἀλλὰ ἀντίθετα μὲ τὸ ὅτι δὲν τὸ ἐπιθυμοῦν.

Αὐτὸ συμβαίνει ἀκριβῶς ὅπως καὶ στὸ Εὐαγγέλιο προηγουμένως. Οἱ ἄνθρωποι προτιμοῦν, ἀντὶ νὰ πᾶνε στὸ δεῖπνο τοῦ Θεοῦ, νὰ χασομεροῦν στοὺς κήπους τους καὶ νὰ ἀσχολοῦνται μὲ τὰ οἰκογενειακὰ ἢ τὰ κοινωνικὰ ζητήματα. Εἶναι πραγματικὰ τόσο ἀφελεῖς στὴν πίστη τους ὥστε νὰ πιστεύουν ὅτι ὁ Θεὸς παίρνει μαζί Του αὐτοὺς ποὺ δὲν Τὸν ἀγάπησαν καὶ Τὸν σεβόντουσαν ἐλάχιστα; «Σίγουρα δὲν εἶναι μικρότερη ἱεροσυλία τὸ νὰ μὴ γνωρίζεις τὸν Πατέρα καὶ Κύριο τῶν πάντων, ἀπ’ ὅτι νὰ τὸν προσβάλλεις», ἔλεγε ὁ Μ. Μινούκιος Φήλιξ.

Μόνο στὸν Ὀρθόδοξο Χριστιανισμὸ ὁ ἄνθρωπος πλησιάζει τόσο πολὺ τὴ Θεϊκὴ ζωή, ποὺ βλέπει τὴ μυστηριώδη φλόγα τῆς τριαδικῆς ἀγάπης.
Ἀναρωτιέται ὅμως συχνὰ κανείς: «Μὰ δὲν ὑπάρχουν τίμιοι ἄνθρωποι σὲ ἄλλες θρησκεῖες; Εἶναι ἀλήθεια ὅτι καὶ αὐτοὶ θὰ πεθάνουν;».

Σ’ αὐτὴ τὴν περίπτωση μᾶς ἀρέσει νὰ ξεχνᾶμε ὅτι ἡ λανθασμένη γνώση γιὰ τὸν Θεὸ εἶναι χειρότερη ἀπὸ τὴν ἄγνοια. Διότι αὐτὸς ποὺ ἀγνοεῖ μπορεῖ νὰ συνειδητοποιήσει τὴν δυσμένειά του καὶ νὰ βαπτισθεῖ στὸ μυστήριο τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸς ὅμως ποὺ πιστεύει στὸ ψέμα του δὲν θέλει νὰ ψάξει, πιστεύει ὅτι τὰ ἔχει ἤδη ὅλα.

Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ στὴ καθημερινὴ ζωή. Ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος, ποὺ δὲν ἔχει χάρτη, ἔχει περισσότερες πιθανότητες νὰ φτάσει στὸν προορισμό του, ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ ἔχει ἕναν λανθασμένο χάρτη. Ἕνας ἀμελὴς γιατρός, ποὺ ἁπλὰ δὲν κάνει καλὰ τὴ δουλειά του, εἶναι προτιμότερος ἀπὸ ἕναν πραγματικὸ τσαρλατάνο. Στὴ δεύτερη περίπτωση ὁ ἄρρωστος δὲν ἔχει καμιὰ ἐλπίδα. Τὸ ἴδιο ἀκριβῶς συμβαίνει καὶ μὲ τὴν πίστη στὸ Θεό. Ὁ πεπεισμένος ἀλλόθρησκος δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ δεῖ τὸ φῶς, χωρὶς τὴν ἄμεση ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι λέει ὁ Κύριος: «Γνωρίζω τὰ ἔργα σου, ὅτι οὔτε κρύος εἶσαι οὔτε ζεστός. Μακάρι νὰ ἤσουν κρύος ἢ ζεστός! Ἐπειδὴ ὅμως εἶσαι χλιαρὸς καὶ οὔτε ζεστὸς οὔτε κρύος, θὰ σὲ φτύσω ἀπὸ τὸ στόμα μου. Καὶ ἐσὺ λές: Εἶμαι πλούσιος καὶ τὰ ἔχω ὅλα καὶ δὲν χρειάζομαι τίποτα! Καὶ δὲν ξέρεις, ὅτι εἶσαι ἐλεεινὸς καὶ ἀξιολύπητος, φτωχός, τυφλὸς καὶ γυμνός. Σὲ συμβουλεύω νὰ ἀγοράσεις ἀπὸ μένα χρυσάφι καθαρισμένο στὴ φωτιὰ γιὰ νὰ πλουτίσεις, καθὼς καὶ ροῦχα λευκὰ γιὰ νὰ ντυθεῖς καὶ νὰ μὴ φανερωθεῖ ἡ ντροπὴ τῆς γύμνιας σου, κι ἐπίσης κολλύριο γιὰ ν’ ἀλείψεις τὰ μάτια σου, ὥστε νὰ βλέπεις» [οἶδα σου τὰ ἔργα, ὅτι οὔτε ψυχρὸς εἰ οὔτε ζεστός· ὄφελον ψυχρὸς ἢς ἢ ζεστός, οὕτως ὅτι χλιαρὸς εἰ, καὶ οὔτε ζεστὸς οὔτε ψυχρός, μέλλω σὲ ἐμέσαι ἐκ τοῦ στόματός μου. Ὅτι λέγεις ὅτι πλούσιος εἰμὶ καὶ πεπλούτηκα καὶ οὐδενὸς χρείαν ἔχω, - καὶ οὐκ οἶδας ὅτι σὺ ὁ ταλαίπωρος καὶ ὁ ἐλεεινὸς καὶ πτωχὸς καὶ τυφλὸς καὶ γυμνός, -συμβουλεύω σοὶ ἀγορᾶσαι πὰρ΄ ἐμοῦ χρυσίον πεπυρωμένον ἐκ πυρὸς ἴνα πλουτήσης, καὶ ἱμάτια λευκὰ ἴνα περιβάλη καὶ μὴ φανερωθῆ ἡ αἰσχύνη τῆς γυμνότητός σου, καὶ κολλύριον ἴνα ἐγχρίση τοὺς ὀφθαλμούς σου ἴνα βλέπης.] (Ἀποκάλ. 3, 15-18).

Ἀκριβῶς αὐτὸ συμβαίνει καὶ μὲ τὶς λανθασμένες θρησκεῖες. Ὅσο πιὸ πολὺ εἶναι βουτηγμένος ὁ ἄνθρωπος σὲ μία λάθος παράδοση τόσο πιὸ δύσκολο εἶναι νὰ ξεφύγει ἀπὸ αὐτή. Ἡ πράξη τῆς ἱεραποστολῆς ἀποδεικνύει ὅτι ἐκεῖνοι ποὺ στρέφονται πιὸ συχνὰ στὸ Θεὸ εἶναι ὅσοι, ἀπὸ τὴ μία μεριά, δὲν ἔχουν χάσει ἀκόμα τὸ αἴσθημα τῆς ἀλήθειας καί, ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἔχουν ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὴ λανθασμένη πίστη τους. Μάλιστα τὸ Εὐαγγέλιο δὲν τὸ δέχθηκαν οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι, ἀλλὰ οἱ ἁπλοὶ ψαράδες. Γι’ αὐτὸ δὲν συστήνεται νὰ ἐπιδοκιμάζουμε τὸν θρησκευτικὸ ζῆλο τῶν ἰουδαίων ἢ τῶν μουσουλμάνων, ἀλλὰ νὰ προβάλλουμε ὅλη τὴν ἀνοησία τῆς πλάνης τους, ὅπως τὸ ἔκαναν οἱ ἅγιοι. Εἶναι λάθος πράξη νὰ τοὺς εὐχόμαστε στὶς γιορτές τους καὶ μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο νὰ ὑποστηρίζουμε περισσότερο τὴν ἁμαρτωλή τους ἐπιμονή.

Σὲ ἕνα βιβλιαράκι ἔδωσε κάποιος ἕνα παράδειγμα κατὰ τὸ ὁποῖο ἕνας Τάταρος ἀπηύθυνε σὲ ἕναν ἱερέα τὴν ἐρώτηση: «Τί πρέπει νὰ κάνω ὅταν οἱ ἀδερφοί μου μὲ πιέζουν νὰ πάω στὸ τζαμί;». Τί θὰ ἔπρεπε νὰ ἀπαντήσει ἕνας σωστὸς ἱερέας σὲ μία τέτοια περίπτωση; Φυσικά, «Ἐγκατάλειψε τὸ Ἰσλὰμ βαπτίσου καὶ πήγαινε στὸ μοναστήρι, ἐὰν θέλεις πιὸ γρήγορα νὰ εὐχαριστήσεις τὸν Κύριο». Ἀλλὰ αὐτὸς ὁ ἱερέας ἀπάντησε: «Πήγαινε στὸ τζαμὶ δύο φορὲς τὴν ἑβδομάδα καὶ ὑπάκουσε στὸν ἰμάμη». Ὁ συγγραφέας τοῦ βιβλίου κρίνει αὐτὴ τὴ συμβουλὴ σχεδὸν ὡς ἡρωισμὸ (ὄχι τυχαία ὁ ἰμάμης ἐπιδοκίμασε αὐτὸν τὸν ψευδοβοσκό), στὴν πραγματικότητα ὅμως εἶναι ἁπλῶς καὶ μόνο ἀτιμία. Λόγω τοῦ κακῶς ἐννοούμενου ἀνθρωπισμοῦ ἔριξε ὁ ἱερέας τὸν καημένο τὸν ἄνθρωπο σὲ μία πιὸ μεγάλη πλάνη καὶ τὸν καταδίκασε σὲ αἰώνια πτώση. Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ μὴ γνώριζε, ὅτι «ὅποιος πιστεύει στὸν Υἱό, αὐτὸς ἔχει τὴν αἰώνια ζωή. Ὅποιος δὲν πιστεύει στὸν Υἱό, αὐτὸς δὲν θὰ δεῖ τὴν ζωή, ἀλλὰ θὰ πέσει πάνω του ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ»; [ὁ πιστεύων εἰς τὸν υἱὸν ἔχει ζωὴν αἰώνιον· ὁ δὲ ἀπειθῶν τῷ υἱῶ οὐκ ὄψεται ζωήν, ἂλλ΄ ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ μένει ἒπ΄ αὐτόν.] (Ἰωάν. 3, 36). Σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο ἀξίζει νὰ ἀσχοληθοῦμε μὲ τὸ ἐρώτημα, ἂν μπορεῖ κανεὶς νὰ ἰσχυρίζεται ὅτι μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ εἶναι καλός, ἀνεξαρτήτως πίστεως. Καὶ τί σημαίνει τελικὰ «νὰ εἶναι καλός»;

Ποιὰ εἶναι τὰ κριτήρια τῆς συνείδησης; Ἕνας ἀλκοολικὸς θεωρεῖ ἕναν ὅμοιό του καλὸ ἄνθρωπο, ἐνῶ ἡ γυναίκα τοῦ ἔχει ἀντίθετη ἄποψη. Λένε οἱ ἄνθρωποι ὅτι, «εἶναι καλὸς ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος δὲν κάνει τίποτα κακὸ στὸν διπλανό του» ἀλλὰ αὐτὸ δὲν εἶναι ὁρισμός. Σ’ αὐτὴν τὴν περίπτωση δὲν διαπιστώνουμε τί εἶναι "καλὸ" καὶ τί "κακό". Σύμφωνα μὲ τὸν μέθυσο εἶναι κακὸς ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος δὲν τοῦ δίνει νὰ πιεῖ, ἀλλὰ οἱ διπλανοί του σκέφτονται διαφορετικά. Ποιὰ εἶναι λοιπὸν ἡ ἀλήθεια; Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ ἕνας συνηθισμένος κορμὸς δέντρου δὲν κάνει σὲ κανέναν κακό, εἶναι ὅμως γι’ αὐτὸν τὸν λόγο ἕνα παράδειγμα ἀρετῆς;

Ἐπίσης ἡ συνείδηση συχνὰ λέει ψέματα, καὶ πάρα πολὺ τὴν "βοηθάει" σ’ αὐτὸ μία λάθος θρησκεία. Ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς προφήτεψε: «Ἔρχεται μάλιστα ὥρα ποὺ ὅποιος σᾶς σκοτώσει, θὰ νομίσει πὼς προσφέρει ὑπηρεσία στὸ Θεό. Καὶ θὰ τὰ κάνουν αὐτά, γιατί δὲ γνώρισαν τὸν Πατέρα οὔτε ἐμένα» [ἂλλ΄ ἔρχεται ὥρα ἴνα πᾶς ὁ ἀποκτείνας ὑμᾶς δόξη λατρείαν προσφέρειν τῷ Θεῶ. Καὶ ταῦτα ποιήσουσιν, ὅτι οὐκ ἔγνωσαν τὸν πατέρα οὐδὲ ἐμέ.] ( Ἰωάν. 16, 2-3). Καὶ οἱ Χριστιανοὶ εἶδαν πολλὰ ἀνάλογα παραδείγματα ἀπὸ τὶς ἀπαρχὲς τοῦ Χριστιανισμοῦ.

Γνωρίζουμε ὅτι ἀνάμεσα σ’ ἐκείνους ποὺ δὲν πιστεύουν στὸν Πατέρα καὶ στὸν Υἱὸ- ὅπως οἱ Ἰουδαῖοι καὶ οἱ Μουσουλμάνοι- ὑπάρχουν ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι σκοτώνουν τοὺς Χριστιανοὺς ἔχοντας τὴν ἐντύπωση πὼς ἔτσι ἐκπληρώνουν τὸ θρησκευτικό τους καθῆκον. Αὐτὸ ξεκίνησε τὴν ἐποχὴ τοῦ ἁγίου Στεφάνου (4) καὶ συνεχίζεται μέχρι τὶς μέρες μας. Τὸ παράδειγμα τοῦ ἀρχιερέα Ἀνατολίου καὶ τοῦ στρατιώτη Εὐγενίου Ροντιόνωφ οἱ ὁποῖοι δολοφονήθηκαν πρὶν λίγο καιρὸ στὴν Τσετσενία, δείχνει ὅτι ὁ ἴδιος λόγος (ἄρνηση τῆς Ἁγίας Τριάδας) ὁδηγεῖ στὸ ἴδιο ἀποτέλεσμα. Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο μόνο ἡ συνείδηση καὶ ἡ θρησκεία δὲν εἶναι κριτήρια τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ.

Ποιὸ εἶναι ὅμως τὸ σωστὸ κριτήριο γιὰ τὸ καλὸ καὶ τὸ κακό; Ἡ ἀπάντηση εἶναι προφανής: Καλὸ εἶναι αὐτὸ τὸ ὁποῖο ὁ Δημιουργὸς θεωρεῖ καλό. Ἔτσι, ὅπως οἱ ὁδηγίες χρήσεως γιὰ μία συσκευὴ εἶναι οἱ πιὸ ἀξιόπιστες, ἀφοῦ γράφτηκαν ἀπὸ τὸν κατασκευαστή της. Γιὰ τοὺς Χριστιανοὺς εἶναι ἀκόμα πιὸ προφανές, διότι γνωρίζουμε ὅτι οἱ ἀρετὲς εἶναι ἄπειρα χαρακτηριστικά του Θεοῦ. Ἔτσι ὁτιδήποτε δὲν ἐναντιώνεται στὴ θέληση τοῦ Θεοῦ εἶναι καλό, καὶ ὁτιδήποτε ἐναντιώνεται σ’ αὐτὴν εἶναι κακό. Ἀλλὰ τώρα ἐπιστρέφουμε στὴν ἐρώτηση, «οἱ τίμιοι ἄνθρωποι ἄλλων θρησκειῶν μποροῦν νὰ σωθοῦν;». Πῶς μπορεῖ κανεὶς νὰ ὁρίσει, ἐὰν μία τίμια συμπεριφορὰ εἶναι καλὴ καὶ μία ἄλλη ὄχι; Ἐρχόμαστε πάλι πίσω στὴν ἐρώτηση, ἐὰν ὑπάρχουν πραγματικὰ κριτήρια τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ, διότι ἡ τιμιότητα καὶ ἡ ἀτιμία εἶναι ἐντελῶς ὑποκειμενικὰ πράγματα.

Ἐὰν συμφωνοῦμε, ὅτι τὸ καλὸ εἶναι ἡ ἐκπλήρωση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ κακὸ ἡ μὴ ἐκπλήρωσή του, τότε ἔχουμε τὴν ἀπάντηση στὸ χέρι μας. Ἡ παραμονὴ τοῦ ἀνθρώπου στὴ θρησκευτικὴ παράδοση, ἡ ὁποία δὲν δημιουργήθηκε ἀπὸ τὸ Θεὸ τὸν ἴδιο, εἶναι ἁμαρτία. Ἀπὸ τὴν πρώτη ἐκ τῶν δέκα ἐντολῶν, ποὺ δόθηκαν στὸν Μωυσῆ, συμπεραίνουμε ὅτι ὁ Κύριος ἀποκηρύσσει τὶς ἄλλες θρησκευτικὲς διδασκαλίες: «Ἐγὼ εἶμαι ὁ Κύριος, ὁ Θεός σου, αὐτὸς ποὺ σὲ ἐλευθέρωσε ἀπὸ τὴ γῆ τῆς Αἰγύπτου, ἀπὸ τὴ γῆ τῆς δουλείας. Δὲν θὰ πρέπει νὰ ἔχεις ἄλλους Θεοὺς ἐκτὸς ἀπὸ Ἐμένα» (2. Μωυσῆς 20,2-3) [ἐγὼ εἰμι Κύριος ὁ Θεός σου, ὅστις ἐξήγαγον σὲ ἐκ γὴς Αἰγύπτου, ἐξ οἴκου δουλείας. οὐκ ἔσονται σοὶ θεοὶ ἕτεροι πλὴν ἐμοῦ. ] (Ἔξοδος 20, 2-3)

Γι’ αὐτὸ θὰ πρέπει ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ποὺ πιστεύουν ὅτι τὸ κριτήριο γιὰ τὸ καλὸ καὶ τὸ κακὸ εἶναι ὁ δεκάλογος, νὰ ἀναλογιστοῦν, ὅτι κανένας ἀθεϊστὴς ἢ ἀλλόθρησκος δὲν θὰ ξεφύγει ἀπὸ τὴν "ὀργὴ τοῦ Θεοῦ." Καὶ ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς ἀπάντησε στὴν ἐρώτηση: «Τί πρέπει νὰ κάνουμε, γιὰ νὰ κάνουμε τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ;», ὅτι «αὐτὸ εἶναι τὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ, νὰ πιστεύετε σ’ ἐκεῖνον ποῦ ἔστειλε Αὐτὸς» [τί ποιῶμεν ἴνα ἐργαζώμεθα τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ; Ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτοῖς· τοῦτο ἐστὶ τὸ ἔργον τοῦ Θεοῦ, ἴνα πιστεύσητε εἰς ὂν ἀπέστειλεν ἐκεῖνος.] (Ἰωὰν . 6, 28-29).

Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς μᾶς κάλεσε νὰ μετανοήσουμε καὶ νὰ πιστέψουμε στὸ Εὐαγγέλιο (δὲς κατὰ Μὰρκ 1, 15)[ καὶ λέγων ὅτι πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίω], καὶ ὅποιος παραμένει ἀμετανόητος (παρ’ ὅλο ποὺ τοῦ ἔχει ἀποκαλυφθεῖ ἡ ἀλήθεια), εἶναι δική του ἐπιλογή, ποὺ θὰ ἀποκοπεῖ ὡς ἄκαρπο δένδρο (δὲς κατὰ Λοὺκ 3, 9)[ ἤδη δὲ καὶ ἡ ἀξίνη πρὸς τὴν ρίζαν τῶν δένδρων κεῖται· πᾶν οὒν δένδρον μὴ ποιοῦν καρπὸν καλὸν ἐκκόπτεται καὶ εἰς πῦρ βάλλεται]. Ὁ Κύριος κάλεσε ὅλα τὰ ἔθνη νὰ βαπτιστοῦν στὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος [πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος,] (κατὰ Μάτθ. 28, 19) καὶ «ἂν δὲ γεννηθεῖ κανεὶς ἀπὸ τὸ νερὸ καὶ ἀπὸ τὸ Πνεῦμα, δὲν μπορεῖ νὰ μπεῖ στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ» [ἐὰν μὴ τὶς γεννηθῆ ἐξ ὕδατος καὶ Πνεύματος, οὐ δύναται εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ.] (κατὰ Ἰωάν. 3, 5). Ὁ Λυτρωτὴς ὁ ἴδιος, καὶ ὄχι οἱ "φανατικοὶ" Ὀρθόδοξοι, βεβαίωσε: «Ὅποιος πιστέψει καὶ βαφτιστεῖ θὰ σωθεῖ, ὅποιος ἀπιστήσει θὰ καταδικαστεῖ» [ὁ πιστεύσας καὶ βαπτισθεῖς σωθήσεται, ὁ δὲ ἀπιστήσας κατακριθήσεται.] (κατὰ Μάρκ. 16, 16)

Ὁ Κύριος τῶν πάντων εἶπε: «Σᾶς βεβαιώνω, πὼς ἂν δὲ φᾶτε τὴ σάρκα τοῦ υἱοῦ τοῦ Ἀνθρώπου καὶ δὲν πιεῖτε τὸ αἷμα Του, δὲν ἔχετε ζωὴ μέσα σᾶς» [ἐὰν μὴ φάγητε τὴν σάρκα τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου καὶ πίητε αὐτοῦ τὸ αἷμα, οὐκ ἔχετε ζωὴν ἐν ἐαυτοῖς.] (κατὰ Ἰωάν. 6, 53). Σ’ ἐμᾶς ὑπάρχει ἡ ἐντύπωση ὅτι σώζεται κανεὶς μόνο μέσα ἀπὸ μία ἀβέβαιη καλὴ κατάσταση χωρὶς τὴν Θεία Κοινωνία.

Θέλουν νὰ μᾶς ἀπαντήσουν οἱ ἀντιφρονοῦντες, ποιὸν πρέπει νὰ πιστέψουμε – τοὺς ἀνθρώπους ἢ τὸ Θεό; Ὁ Χριστὸς λέει τὸ ἕνα καὶ οἱ ἀνθρωπιστὲς τὸ ἄλλο. Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ λέει, ὅτι οἱ Ἰουδαῖοι καὶ οἱ Μουσουλμάνοι, οἱ Βουδιστὲς καὶ αὐτοὶ ποὺ πιστεύουν στὴ Θεωρία τῆς Ἐξέλιξης, οἱ ὁποῖοι ἀπαρνήθηκαν τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, θὰ ὑποστοῦν τὴν ὀργή Του καὶ οἱ φιλελεύθεροί μας πιστεύουν ὅτι ὅλοι θὰ σωθοῦν. Γιατί πρέπει νὰ τοὺς πιστέψουμε; Μήπως ἦταν σύμβουλοι τοῦ Θεοῦ καὶ μποροῦν νὰ διορθώνουν τὸν Δημιουργό; Αὐτὴ εἶναι ἡ πιὸ ξεδιάντροπη ἐπανάσταση τῶν θνητῶν ἠλιθίων ἐναντίον τῆς Ἀθάνατης Σοφίας τοῦ Θεοῦ! Αὐτοὶ εἶναι οἱ μοντέρνοι ψευδοπροφῆτες, γιὰ τοὺς ὁποίους ἑτοιμάζεται ἡ τιμωρία τοῦ Θεοῦ. Ὄχι, ἀκόμα καὶ ἂν πολλοὶ πιστεύουν στὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ, θὰ σωθοῦν μόνο ἐκεῖνοι, ποὺ γνωρίζουν τὸ Θεό, ἀκουμπᾶνε πάνω Του, Τοῦ εἶναι πιστοί, Τὸν ἀγαποῦν. Μὲ δύο λόγια, γιὰ νὰ σωθεῖ κάποιος, εἶναι ἀπαραίτητο καὶ ὁ ἄνθρωπος νὰ γνωρίσει τὸ Θεὸ καὶ ὁ Θεὸς νὰ ἀναγνωρίσει τοὺς ἀνθρώπους, ὅπως εἶναι γραμμένο: «Γνωρίζει ὁ Κύριος τους δικούς Του»[ ἔγνω Κύριος τους ὄντας αὐτοῦ], κι ἐπίσης: «Νὰ στέκεται μακριὰ ἀπὸ τὴν ἀδικία ὁ καθένας ποὺ ὁμολογεῖ τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου» [καὶ ἀποστήτω ἀπὸ ἀδικίας πᾶς ὁ ὀνομάζων τὸ ὄνομα Κυρίου.](Τιμόθεος Β 2, 19). Καὶ ὁ Θεὸς γνωρίζει σὰν δικούς του μόνο ἐκείνους στοὺς ὁποίους βλέπει τὸν Υἱὸ Τοῦ (τὸν Ὁποῖο ἐνδύονται μὲ τὴ Βάπτιση καὶ τὴν Κοινωνία) καὶ ἐκείνους ποὺ φέρουν τὴν εὐλογία τοῦ Πνεύματός Του.
http://orthodoxia-ellhnismos.blogspot.com/2010/12/blog-post_12.html

Η Αγία Μαργαρίτα +25 Ιανουαρίου

Η Αγία Μαργαρίτα +25 Ιανουαρίου

Nea Osiomartys MargaritaΗ Αγία Νέα Οσιομάρτυς Μαργαρίτα
Η μοναχή Μαργαρίτα, ηγουμένη της Ιεράς Μονής Αγίου Ιωάννου Προδρόμου στην πόλη Μενζελίνσκ, είχε ελληνική καταγωγή. Διακρινόταν για την εξαίρετη μόρφωση της, τη σύνεση, αλλά και την αυστηρή ασκητική ζωή της. Όργάνωσε το μοναστήρι της κατά τα πρότυπα των παλιών μοναστηριών της Ελλάδος. Μια από τις μοναχές πού επέζησε ως τις μέρες μας, η μοναχή Αλεφτίνα, τυφλή στα τελευταία της χρόνια, διέσωσε τις πληροφορίες πού καταγράφουμε. Οι μοναχές, με την έμπνευση και καθοδήγηση της ηγουμένης Μαργαρίτας, ζούσαν αυστηρή μοναχική ζωή, τελώντας ανελλιπώς τις ακολουθίες και το μοναχικό τους κανόνα. Όλες εργάζονταν με
πνεύμα θυσίας και πολύ φιλότιμο στα διακονήματά τους. Το μοναστήρι είχε πολλούς κήπους με οπωροφόρα δέντρα, λαχανόκηπους, χωράφια, μελίσσια κ.λ.π. Ακόμη διέθετε εργαστήριο καλλιτεχνικών φωτογραφιών, κάτι σπάνιο και πρωτοποριακό για τότε.
Όπως θυμόταν η μοναχή Αλεφτίνα, όταν τον Σεπτέμβριο του 1918 έφυγαν τα στρατεύματα των «λευκών» από το Καζάν και τις γύρω πόλεις, η ηγουμένη Μαργαρίτα, φοβούμενη τους μπολσεβίκους, αποφάσισε να φύγει προσωρινά μαζί με τους άλλους πρόσφυγες. Έφτασε μέχρι το λιμάνι του ποταμού, όπου οι πρόσφυγες επιβιβάζονταν στα ποταμόπλοια. Εκεί όμως εμφανίστηκε ο άγιος Νικόλαος και της είπε:
- Γιατί φεύγεις από το στεφάνι πού σε περιμένει;
Η ηγουμένη Μαργαρίτα συγκλονίστηκε. Αμέσως πήρε το δρόμο της επιστροφής. Γύρισε στο μοναστήρι και αμέσως κάλεσε εναν ιερέα. Πεπεισμένη πλέον ότι την περιμένει το μαρτύριο , παρακάλεσε τον ιερέα να ετοιμάσει το φέρετρο και τον τάφο της και, αν μπορέσει, να τη θάψει την ίδια μέρα. Ο ιερέας την άκουσε απορημένος.
Την επόμενη μέρα, κατά τη διάρκεια της θείας Λειτουργίας, ομάδα επαναστατών μπήκαν στο καθολικό του μοναστηριού και τη συνέλαβαν. Η γερόντισσα Μαργαρίτα παρακάλεσε να την αφήσουν να κοινωνήσει. Οί επαναστάτες όμως δέν γνώριζαν τέτοιες ευγένειες. Την έσυραν στον εξωνάρθηκα και χωρίς άλλες εξηγήσεις την εκτέλεσαν ως αντεπαναστάτρια.
Οι μοναχές λυπημένες παρέλαβαν το σκήνωμα της, τέλεσαν τη νεκρώσιμη ακολουθία και την έθαψαν πίσω από το ιερό του καθολικού.
Την επόμενη μέρα ο ιερέας κατάλαβε τί σήμαινε αυτή η παράξενη παράκληση και επιμονή της ηγουμένης να τη θάψουν την ϊδια μέρα. Οι μπολσεβίκοι έφεραν ένα μουσουλμάνο χότζα και τον εκτέλεσαν στο μοναστήρι. Ήθελαν, λοιπόν, να τον θάψουν στον ίδιο τάφο με την ορθόδοξη μοναχή. Όμως δεν μπόρεσαν.
Αργότερα το μοναστήρι έκλεισε και ερήμωσε. Στη δεκαετία του 70 συνέβη ένα θαυμαστό γεγονός. Όπως διηγείται η Μαρίνα Μιχαήλοβνα, η όποια ήταν κόρη ιερέα, οι αρχές αποφάσισαν τότε να σκάψουν κοντά στο ιερό. Δεν γνώριζαν τίποτα για τον τάφο της ηγουμένης Μαργαρίτας. Καθώς έσκαβαν, ξαφνικά βρήκαν άφθαρτο το σώμα μιας μοναχής ντυμένης με το ράσο, το μοναχικό σχήμα και το σταυρό στο στήθος. Φαινόταν ολοζώντανη σα να κοιμόταν. Το σώμα της δέν έφερε σημάδια φθοράς. Οί εργάτες τρόμαξαν. Δεν πείραξαν το λείψανο. Έκλεισαν γρήγορα τον τάφο και άρχισαν να σκάβουν σε άλλο σημείο.
Το ΙΘ’ αιώνα ο μεγάλος στάρετς της Ρωσίας, άγιος Αμβρόσιος της Όπτινα, ο οποίος μεταξύ των άλλων διακρινόταν για το προορατικό του χάρισμα, είχε πει τα εξής:
«Στην πόλη Μενζελίνσκ θα λειτουργήσει ένα μοναστήρι. Θα αποκτήσει φήμη και δόξα. Όταν θα προΐσταται η πρώτη ηγουμένη, θα κτιστεί νέος ναός. Η δεύτερη ηγουμένη θά γίνει μάρτυρας. Και όταν θα έρθει η τρίτη ηγουμένη, τότε θά πέσουν οι καμπάνες τοϋ μοναστηριού».
Πράγματι, η πρόρρηση του αγίου Αμβροσίου εκπληρώθηκε. Το καθολικό του μοναστηρίου κτίσθηκε κατά τη διάρκεια της ήγουμενίας της πρώτης ηγουμένης. Η δεύτερη ηγουμένη ήταν η γερόντισσα Μαργαρίτα, η νεομάρτυς. Κατά τη διάρκεια της ηγουμενίας της διαδόχού της, το μοναστήρι έκλεισε βίαια, οι μοναχές διώχθηκαν και οι επαναστάτες έριξαν κάτω κι έσπασαν τις καμπάνες του μοναστηρίου.
Πηγή: Η Ελληνίδα μοναχή και ηγουμένη Μαργαρίτα απο το βιβλίο: Αρχιμανδρίτης Νεκτάριος Αντωνόπουλος Ρώσοι Νεομάρτυρες και Ομολογητές, 1917- 1922 Μέρος Δ΄: «Οι Νεομάρτυρες του Καζάν» σελ.: 233 – 236

Άγιος Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός, ο Θεολόγος +25 Ιανουαρίου

Άγιος Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός, ο Θεολόγος +25 Ιανουαρίου

Ο Άγιος Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός, θεωρείται ως «τῶν θεολόγων ὁ νοῦς ὁ ἀκρότατος». Είναι ο ένας από τους τρεις εκκλησιαστικούς άνδρες, που η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά με την προσωνυμία «Θεολόγος». Οι άλλοι δύο είναι ο Ευαγγελιστὴς Ιωάννης και ο όσιος Συμεὼν ο Νέος Θεολόγος.
Καταγόταν από από την Αριανζό, μία κοινότητα πλησίον της πόλης Ναζιανζού στην Μικρά Ασία. Γεννήθηκε μεταξύ των ετών 328-330 μ.Χ. Ήταν μέλος μίας αγίας οικογένειας∙ ο πατέρας του Γρηγόριος, Επίσκοπος Ναζιανζού, η μητέρα του Νόννα, η αδελφή του Γοργονία και ο αδελφός του Καισάριος ο ιατρός τιμώνται, επίσης, ως Άγιοι της Εκκλησίας μας.

Ο Γρηγόριος έμαθε τον Χριστιανισμό από τη μητέρα του Νόννα. Διδάχθηκε τα πρώτα γράμματα από τον εξάδελφο του Καρτέριο και το θείο του Αμφιλόχιο. Για την περαιτέρω μόρφωσή του φοίτησε στην Καισάρεια της Καππαδοκίας, στην Παλαιστίνη, στην Αλεξάνδρεια και στην Αθήνα, όπου παρέμεινε για αρκετά χρόνια.

Αξίζει να σημειωθεί ότι κατά διάρκεια των σπουδών του γνώρισε μεγάλους εκκλησιαστικούς άνδρες• στην Καισάρεια τον Μέγα Βασίλειο, με τον οποίο, μετέπειτα, σύναψε σχέσεις ισχυρής και αρραγούς φιλίας, και στην Αλεξάνδρεια τον Μέγα Αθανάσιο και τον Μέγα Αντώνιο.

Μετά τις πολυετείς σπουδές του, το 359 επέστρεψε στη πατρίδα του, όπου εργάστηκε ως ρητοροδιδάσκαλος. Επειδή, όμως, είχε έφεση προς την ησυχία, σύντομα διαπίστωσε ότι η ζωή στον κόσμο δεν τον ικανοποιούσε, γι’ αυτό και πήρε την απόφαση να ασκητέψει στην έρημο. Μετέβη, λοιπόν, στον Πόντο, κοντά στον Ίρι ποταμό, στο κτήμα όπου ήδη ασκήτευε ο Βασίλειος. Έτσι, μαζί, πλέον, οι δύο φίλοι επιδόθηκαν στην άσκηση για να ζήσουν, ό,τι η ψυχή τους ποθούσε περισσότερο. Ακόμη, παράλληλα με την άσκηση, μελέτησαν τα θεολογικά γράμματα, φιλοτέχνησαν τη Φιλοκαλία, αλλά και συνέταξαν διάφορους κανόνες που ρυθμίζουν τη μοναχική ζωή.

Λίγο αργότερα, μεταξύ των ετών 361-362, ο Γρηγόριος γύρισε στην πατρίδα του, λόγω της αδυναμίας του πατέρα του να αντιμετωπίσει την έξαρση των αιρέσεων, όπου και πείσθηκε να χειροτονηθεί ιερέας, ώστε να συμβάλει στο δύσκολο έργο, που είχε να φέρει εις πέρας ο γηραιός πατέρας του. Ωστόσο, λόγω των δυσχερειών, δεν παρέμεινε για αρκετό καιρό, καθώς τον επόμενο χρόνο αναχώρησε για το ασκητήριο του στον Πόντο, όπου βρισκόταν ο φίλος του Βασίλειος. Ο Βασίλειος, βλέποντας το Γρηγόριο να υποχωρεί, κάτω από το βάρος των νέων του καθηκόντων και του ανελέητου πολέμου των αιρετικών, φιλοξένησε το φίλο του, ωσότου μπορέσει ν’ ανακτήσει τις δυνάμεις, που θα του επέτρεπαν να συνεχίσει το έργο του. Πράγματι, όταν ο Γρηγόριος βρήκε το κουράγιο, επέστρεψε στην Ναζιανζό, όπου εργάστηκε με ζήλο και πολύ ενδιαφέρον για το ποίμνιό του, καταφέρνοντας, τελικά, να ελκύσει και πάλι στην Εκκλησία πιστούς, που πλανήθηκαν από την αίρεση του Αρείου.

Μάλιστα, όταν ο Βασίλειος αντιμετώπισε δυσκολίες, λόγω της κακής συμπεριφοράς του Ευσεβίου Καισαρείας, ο Γρηγόριος ανταπέδωσε τη συμπαράσταση, μένοντας με το φίλο του στο ησυχαστήριο του Πόντου, μέχρι που απέθανε ο Ευσέβιος. Τότε, ο Γρηγόριος έπεισε το φίλο του να επιστρέψει στην Καισάρεια ως υποψήφιος Επίσκοπος. Η παρουσία του στην πόλη, όμως, προκάλεσε σφοδρές αντιδράσεις, γι’ αυτό και ο Βασίλειος ειδοποίησε το Γρηγόριο να προστρέξει προς υποστήριξή του. Ο Γρηγόριος, παρόλο που στην αρχή προβληματιζόταν, πείσθηκε από τον πατέρα του να μεταβεί στην Καισάρεια, για να βοηθήσει το Βασίλειο.

Έτσι, μετά την άφιξή του στην πόλη, το 372, ο φίλος του Βασίλειος και ο πατέρας του, τον χειροτόνησαν Επίσκοπο Σασίμων, παρά τη θέλησή του, προκειμένου ο Βασίλειος να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τις ενέργειες του Αυτοκράτορα Ουάλεντου. Ωστόσο, λόγω της ιδιοσυγκρασίας του, ο Γρηγόριος δεν θέλησε να εμπλακεί στη διαμάχη του Βασιλείου με τον Ουάλεντο, γι’ αυτό και επέστρεψε στην πατρίδα του, όπου συνεργάστηκε με τον πατέρα του μέχρι το 374, χρονιά κατά την οποία κοιμήθηκε τόσο ο γηραιός πατέρας του Γρηγόριος, όσο και η μητέρα του Νόννα.

Τη Ναζιανζό υπηρέτησε, για λίγο ακόμη χρονικό διάστημα, μέχρι που αντιλήφθηκε ότι οι κάτοικοι της πόλης καθυστερούσαν την εκλογή νέου Επισκόπου, με σκοπό να τον αναδείξουν Επίσκοπο της πόλης. Επειδή όμως δεν ήθελε να αναλάβει την έδρα, αποσύρθηκε στην Ιερά Μονή της Αγίας Θέκλας, στη Σελεύκεια, για να ησυχάσει. Ωστόσο την ησυχία του διατάραξε ο θάνατος του φίλου του Βασιλείου. Τόσο πολύ συγκλονίστηκε ο Γρηγόριος, ώστε έφθασε στο σημείο να λέγει πως «μία μοι των κακών λύσις, ο θάνατος».

Βέβαια, όταν η Σύνοδος, που έγινε στην Αντιόχεια το 379, αποφάσισε την αποστολή του στην Κωνσταντινούπολη ανταποκρίθηκε με θέρμη, διότι οι αιρετικοί έπνιγαν κάθε φωνή Ορθοδοξίας, τόσο στον εκκλησιαστικό, όσο και στον πολιτειακό χώρο της περιοχής. Ευτυχώς, στην αρχή δεν ελήφθη σοβαρά υπόψη η παρουσία του, γι’ αυτό και μπόρεσε να μετατρέψει ένα δωμάτιο σε εκκλησάκι, ώστε να λειτουργεί και να κηρύσσει. Με τη πάροδο του χρόνου οι πιστοί που συνέρρεαν για να λειτουργηθούν, αλλά και για να ακούσουν του λόγους του Γρηγορίου ολοένα και αυξάνονταν, ώστε να μην τους χωράει, πλέον, το μικρό εκείνο εκκλησάκι. Γι’ αυτό διεύρυναν το χώρο και του έδωσαν το όνομα Αγία Αναστασία (αφού εκεί αναστήθηκε ο ορθόδοξος λόγος). Σ’ αυτό, επίσης, το ναό εκφώνησε ο Γρηγόριος τους πέντε περίφημους και απαράμιλλους σε θεολογικό περιεχόμενο λόγους του.

Η ανάσταση της Ορθοδοξίας στην Κωνσταντινούπολη, όμως, δεν ενόχλησε μόνο τους αιρετικούς, αλλά έδωσε και την ευκαιρία σε ματαιόδοξους συνεργάτες του Γρηγορίου να κινηθούν προς κατάληψη του αρχιεπισκοπικού θρόνου της Πόλης, πριν ο λαός απαιτήσει την άνοδο του Γρηγορίου. Τα λυπηρά αυτά γεγονότα, όμως, πλήγωσαν ιδιαίτερα τον Άγιο Γρηγόριο, διότι σημειώθηκαν, όχι από αιρετικούς, αλλά από δικούς του ανθρώπους, γι’ αυτό, και πάλι, αναγκάστηκε να πάρει το δρόμο της φυγής. Ο λαός, όμως, επειδή τον αγαπούσε πολύ, τον παρακάλεσε με θέρμη να επιστρέψει. Τότε, ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος, εις ένδειξη εκτίμησης και από μέρους του, παρέδωσε τον Καθεδρικὸ Ναὸ στους Ορθοδόξους, ώστε να μπορεί να επιτελείται το εκκλησιαστικό έργο κατά τρόπο απρόσκοπτο και εποικοδομητικό προς δόξαν Χριστού.

Το μέγεθος της προσωπικότητας του Γρηγορίου και το σπουδαίο ποιμαντικό έργο, που επιτελούσε, ενέπνευσε το λαό να τον προωθήσει στον Αρχιεπισκοπικό θρόνο. Ο Γρηγόριος αρνήθηκε, βέβαια, λέγοντας ότι η Σύνοδος θα πρέπει ν’ αποφασίσει ποιός θα αναλάβει το θρόνο της Κωνσταντινούπολης. Έτσι, όταν το 381, ο Αυτοκράτορας Θεοδόσιος συνεκάλεσε στην Πόλη τη Β΄ Οικουμενική Σύνοδο, μεταξύ άλλων αποφάσεων, η Σύνοδος ανακήρυξε το Γρηγόριο Αρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως. Η απόφαση αυτή, όμως, πυροδότησε νέες αντιδράσεις απ’ όσους τον αντιπαθούσαν και απ’ οσους ορέγονταν την έδρα της Κωνσταντινούπολης. Γι' αυτό έβρισκαν ή επινοούσαν διάφορες αφορμές, ώστε να εξαναγκάσουν το Γρηγόριο να παραιτηθεί• ελεγαν, για παράδειγμα, ότι η ανακήρυξη του ως Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως ήταν αντικανονική, επειδή διατελούσε, δήθεν, Επίσκοπος Σασίμων. Ασφαλώς, το επιχείρημά τους στερείτο σοβαρότητας, διότι ο Γρηγόριος ποτέ δεν λειτούργησε εκεί.

Τελικά, λόγω των σφοδρών αντιδράσεων, ο Γρηγόριος πήρε την απόφαση να αποχωρήσει από την Κωνσταντινούπολη, για να μην προκληθεί περαιτέρω ζημιά στην Εκκλησία. Έτσι, αφού είπε, ενώπιων της Συνόδου, πως αν πραγματικά είναι υπαίτιος των κακών, ας πάθει ό,τι και ο Προφήτης Ιωνάς, ανεχώρησε για την πατρίδα του.

Ασφαλώς, όταν έφθασε στη Ναζιανζό δεν παρέδωσε τα όπλα, αλλά πάλι ενδιαφέρθηκε με θέρμη για τους πιστούς της πατρίδας του. Αντιμετώπισε, λοιπόν, και εκδίωξε τους πάσης φύσεως αιρετικούς, υψώνοντας το ανάστημά του, ως κορυφαίος Θεολόγος και άριστος φιλόσοφος.

Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος κοιμήθηκε στις 25 Ιανουαρίου του 390/391.

Η τίμια κάρα του φυλάσσεται στην Ιερά Μονή Βατοπαιδίου, στο Άγιον Όρος.

Η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά τη μνήμη του στις 25 Ιανουαρίου, ημέρα της κοιμήσεώς του, ενώ στις 30 Ιανουαρίου συνεορτάζεται μαζί με το Μέγα Βασίλειο και τον Άγιο Ιωάννη το Χρυσόστομο.

Απολυτίκιο

«Ὁ ποιμενικός αὐλός τῆς θεολογίας σου, τάς τῶν ρητόρων ἐνίκησε σάλπιγγας• ὡς γάρ τά βάθη τοῦ Πνεύματος ἐκζητήσαντι, καί τά κάλλη τοῦ φθέγματος προσετέθη σοι. Ἀλλά πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, Πάτερ Γρηγόριε, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν».
Εκκλησία Κύπρου - Παναγιώτης Θεοδώρου, Θεολόγος

Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως +25 Ιανουαρίου

Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως +25 Ιανουαρίου

Ἅγιος Γρηγόριος ἔζησε κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ βασιλέως Οὐάλεντος (364 – 378 μ.Χ.). Καταγόταν ἀπὸ τὸν Πόντο καὶ γεννήθηκε σὲ ἕνα μικρὸ χωριὸ τῆς περιοχῆς τῆς Ναζιανζοῦ, ποὺ λεγόταν Ἀριανζός, τὸ 330 μ.Χ.
Ναζιανζηνὸς ὀνομάσθηκε, ἐπειδὴ ἔζησε τὸν περισσότερο χρόνο τῆς ζωῆς του στὴ Ναζιανζό, ὅπου ἦταν καὶ τὸ πατρικό του σπίτι. Ὁ πατέρας του, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Ἐπίσκοπος Ναζιανζοῦ, ἦταν πρὶν γίνει Ἐπίσκοπος, ἕνας πολὺ πλούσιος ἄρχοντας τῆς Ναζιανζοῦ. Κατεῖχε μεγάλη θέση στὸν δημόσιο βίο καὶ ἀνῆκε σὲ μία ἰουδαῖο-ἐθνικὴ αἵρεση ποὺ λεγόταν τῶν «Ὑψισταρίων». Ἡ μητέρα του, ἡ Ἁγία Νόννα, ἦταν Ὀρθόδοξη. Ἡ εὐσέβεια καὶ ἡ ἀρετή της ἐπηρέασαν τὸν σύζυγό της καὶ τὸν ἔκαναν νὰ μεταστραφεῖ στὴν ἀληθινὴ πίστη.
Οἱ γονεῖς του, Γρηγόριος καὶ Νόννα, δὲν εἶχαν παιδιὰ καὶ ἱκέτευαν τὸν Θεὸ νὰ χαρίσει σὲ αὐτοὺς τὴν χαρὰ τῆς τεκνοποιΐας. Καὶ πράγματι,

ἡ προσευχή τους εἰσακούσθηκε καὶ ἡ Νόννα γέννησε τὸν Ἅγιο Γρηγόριο, τὸν ὁποῖο πρὶν ἀκόμα αὐτὸς γεννηθεῖ εἶχε ὑποσχεθεῖ ἂν τὸν ἀφιερώσει στὸν Θεό. Πολλὲς φορὲς ὁ Ἅγιος Γρηγόριος παραβάλλει τοὺς γονεῖς του μὲ τὸν Ἀβραὰμ καὶ τὴ Σάρρα, οἱ ὁποῖοι σὲ μεγάλη ἡλικία ἀπέκτησαν τὸν Ἰσαάκ.

Σπουδαῖες ἦταν οἱ προσπάθειες τῶν γονέων αὐτοῦ νὰ μορφώσουν καὶ νὰ ἐμφυσήσουν στὸν πρωτότοκο υἱό τους τὴν ἀγάπη πρὸς τὰ γράμματα καὶ τὴν χριστιανικὴ πίστη. Ἀπὸ τὴν παιδικὴ ἡλικία ἐνέπνευσαν σὲ αὐτὸν ἔντονη καὶ βαθιὰ θρησκευτικότητα, ὥστε αὐτὸς ἀπὸ εὐσέβεια καὶ πνευματικότητα, ὑποσχέθηκε στὸν ἑαυτό του νὰ ζήσει μὲ ἁγνεία καὶ παρθενία.

Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, χάρη στὴν δυνατότητα ποὺ εἶχε ὁ πατέρας του, ἔκανε λαμπρὲς σπουδές. Σπούδασε σὲ ὅλα τὰ τότε μεγάλα κέντρα πολιτισμοῦ: τὴ Ναζιανζό, τὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας, τὴν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης, τὴν Ἀντιόχεια, τὴν Ἀλεξάνδρεια, τὴν Ἀθήνα. Ἡ Κωνσταντινούπολη δὲν εἶχε γίνει ἀκόμη κέντρο πολιτισμοῦ καὶ ἡ Ρώμη δὲν εἶχε τότε κάτι ἀξιόλογο γιὰ τοὺς Ἕλληνες. Στὶς πόλεις αὐτὲς μελέτησε τὶς πλουσιότερες βιβλιοθῆκες καὶ ἄκουσε τοὺς σοφότερους διδασκάλους, μεταξὺ τῶν ὁποίων τὸν Δίδυμο τὸν Τυφλό, ποὺ τότε διηύθυνε τὴ θεολογικὴ σχολὴ τῆς Ἀλεξάνδρειας καὶ τοὺς φιλόσοφους Θεσπέσιο στὴν Καισάρεια καὶ Ἰμέριο καὶ Προαιρέσιο στὴν Ἀθήνα. Γιὰ τὸν Προαιρέσιο γίνεται δεκτὸ ὅτι ἦταν Χριστιανός.

Οἱ σπουδὲς δὲν ἔκαναν τὸν Ἅγιο νὰ ἐπαρθεῖ. Ἀντίθετα, κατάλαβε ὅλη τὴν ματαιότητα τοῦ κόσμου καὶ τῆς σοφίας του. Ἔνιωσε, ὅτι ἡ ἀνθρώπινη γνώση ἔχει ἀσήμαντη σημασία μπροστὰ στὴν γνώση τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἴδιος, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, παραλληλίζει τὸν ἑαυτό του μὲ τὸν Σαοὺλ ποὺ ἔτρεχε χωρὶς νὰ ξέρει. Αὐτὸ ποὺ τελικὰ βρῆκε κατὰ τὴν διάρκεια τῶν σπουδῶν του ἦταν ἕνα «Βασίλειο». Ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ἀναφέρει τὸ γεγονὸς τῆς φιλίας του μὲ τὸν Ἅγιο Βασίλειο, Ἀρχιεπίσκοπο Καισαρείας, ἦταν μεγαλύτερο εὔρημα καὶ ἀπὸ ἕνα ὁλόκληρο βασίλειο.

Ὅταν τελείωσε τὶς σπουδές του ὁ Ἅγιος, ἦταν ὥριμος ἄνδρας ἡλικίας 30 ἐτῶν. Ὅμως δὲν εἶχε ἀκόμη βαπτισθεῖ. Καὶ ἀγωνιοῦσε νὰ μὴν πεθάνει, πρὶν ἐπιστρέψει στὸν πατέρα του καὶ βαπτισθεῖ. Γι’ αὐτὸ καὶ ὅταν, ἐνῶ μετέβαινε  ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια στὴν Ἀθήνα, ἔγινε μεγάλη τρικυμία, φοβήθηκε πολὺ καὶ παρακάλεσε νὰ τὸν ἐλεήσει ὁ Θεός, νὰ βοηθήσει νὰ μὴν πνιγεῖ, γιὰ νὰ ἀξιωθεῖ τοῦ ἐνδύματος τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος.

Τὸ βάπτισμα τοῦ Γρηγορίου τὸ ἐπακολούθησε συνειδητὸς πνευματικὸς ἀγώνας. Νηστεία, προσευχή, ἀγρυπνία. Ἀγώνας γιὰ τὴν κάθαρση, τὴν πνευματικὴ πρόοδο, τὴ θέωση. Μαζὶ μὲ τὸν ὁμόφρονα, ὁμότροπο καὶ ὁμόψυχό του Ἅγιο Βασίλειο ἀπομονώθηκαν κάπου στὸν Πόντο καὶ παραδόθηκαν κυριολεκτικὰ στὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἄσκηση. Ὁ ἀγώνας τους εὐλογήθηκε ἀπὸ Ἐκεῖνον ποὺ θέλει νὰ γινόμαστε βιαστὲς τῆς βασιλείας Του. Ἀξιώθηκαν καὶ οἱ δυὸ μεγάλων πνευματικῶν χαρισμάτων. Μάλιστα ὁ Ἅγιος Γρηγόριος κάνει ἐπανειλημμένως λόγο γιὰ τὶς πνευματικές του ἐμπειρίες καὶ τὰ οὐράνια χαρίσματα ποὺ ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ τοῦ χάρισε. Οἱ ἐμπειρίες του αὐτὲς πρέπει νὰ ἦταν πολὺ ὑψηλές, ἀφοῦ ὁ ἴδιος παραβάλλει αὐτὰ ποὺ ἔβλεπε μὲ αὐτὰ τοῦ θεόπτου Προφήτου Μωϋσέως καὶ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ποὺ «πορευόμενος εἰς Δαμασκόν» εἶδε τὸν Κύριο τῆς Δόξας καὶ ἀνέβηκε μέχρι τρίτου οὐρανοῦ καὶ εἶδε τὰ ἄρρητα ρήματα, τὴ δόξα τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

Γρήγορα κάλεσε ὁ Θεὸς τὸν Γρηγόριο στὴν διακονία Του. Τὰ τέλη τοῦ ἔτους 360 μ.Χ. ἐπιστρέφει στὴ Ναζιανζό. Ὁ Γέρων, ἔχοντας ἀνάγκη ἀπὸ βοηθὸ καὶ συνεργάτη στὴ «νυκτομαχία», ὅπως χαρακτήριζε τὴν ἱεροσύνη, θέλησε νὰ τὸν χειροτονήσει Πρεσβύτερο, ἐπειδὴ ἔβλεπε στὸ πρόσωπό του ὄχι μόνο τὸν ἀφοσιωμένο υἱό, ἀλλὰ καὶ τὸν ζηλωτὴ γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ψυχῶν λειτουργὸ τοῦ Κυρίου. Ὁ Γρηγόριος ἀρνήθηκε. Τὴν ἄρνησή του ὅμως ἔκαμψε τὸ βάρος τοῦ διπλοῦ ἀξιώματος τοῦ Γέροντος Γρηγορίου (πατέρας κατὰ σάρκα καὶ πνευματικὸς πατέρας), ποὺ ὁ Γρηγόριος ἤξερε μόνο νὰ εὐλαβεῖται. Ἔκανε ὑπακοὴ στὴν ἐντολὴ τοῦ Γέροντος Ἐπισκόπου καὶ χειροτονήθηκε. Ἀμέσως μετὰ τὴν χειροτονία του ζήτησε ἀνακούφιση στὴν μόνωση καὶ τὴν προσευχή. Ἀποσύρθηκε λοιπὸν στὸ ἐρημητήριό του, στὴ γαλήνη τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Καὶ βρῆκε τὴ γαλήνη καὶ τὴν πορεία του. Καὶ ἐπέστρεψε μὲ εἰρήνη στὴν καρδιὰ νὰ ἀναλάβει τὸ πνευματικό του ἔργο, ποὺ τὸ ἄρχισε μὲ τὸν περίφημο θεολογικὸ λόγο περὶ τοῦ Πάσχα καὶ τὴ δικαιολόγηση τῆς φυγῆς του.

Διακονοῦσε μὲ ἱερὸ ζῆλο στὸ πλευρὸ τοῦ πατέρα του, ὅταν ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας καὶ ἔξαρχος Πόντου Βασίλειος τὸν ἐξέλεξε Ἐπίσκοπο της μικρῆς πόλεως Σάσιμα. Σκοπὸς του ἦταν νὰ περιφρουρήσει τὴ δικαιοδοσία τῆς τοπικῆς του Ἐκκλησίας ἀπὸ τὶς διεκδικήσεις ἐνὸς νέου Μητροπολίτη, τοῦ Τυάνων Ἀνθίμου. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἔθλιψε ἀκόμη πιὸ πολὺ τὸν Γρηγόριο. Ἀντέδρασε. Ἐξέφρασε τὴν πικρία του. Τελικὰ ὅμως ὑπάκουσε, ἀλλὰ δὲν πῆγε ποτὲ στὰ Σάσιμα. Ἕνα χρονικὸ διάστημα ἔμεινε στὴ Ναζιανζό, ὡς βοηθὸς τοῦ πατέρα του, ἐνδίδοντας στὴν παράκλησή του. Καὶ ὅταν ἐκεῖνος κοιμήθηκε, τὸ 374 μ.Χ., ὁ Θεολόγος συνέχισε νὰ ποιμαίνει τὴν Ἐκκλησία τῶν Ναζιανζῶν, ὡς τοποτηρητής, χωρὶς νὰ παύσει νὰ τοὺς παρακαλεῖ νὰ ἐκλέξουν καὶ νὰ χειροτονήσουν τὸν κανονικό τους Ἐπίσκοπο. Καὶ ἐπειδὴ αὐτὸ ἀργοῦσε, στεναχωρημένος ἐγκατέλειψε τὴν πόλη καὶ κατέφυγε στὴν Σελεύκεια τῆς Ἰσαυρίας, ὅπου, κοντὰ στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Θέκλας, ἀναζήτησε τὴν εἰρήνη καὶ τὴν ἡσυχία στὴν προσευχὴ καὶ ἔμεινε ἐκεῖ ἐπὶ πέντε σχεδὸν ἔτη μελετώντας καὶ συγγράφοντας.

Τὴν ἄνοιξη τοῦ ἔτους 379 μ.Χ. οἱ λίγοι Χριστιανοὶ τὸν κάλεσαν στὴν Κωνσταντινούπολη νὰ ἀγωνισθεῖ γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη πίστη, ἀφοῦ στὴν Πόλη δέσποζαν οἱ Ἀρειανοί. Ἦταν τόση ἡ διάδοση καὶ ἡ ἐπικράτησή τους, ὥστε ὁ Ἅγιος Γρηγόριος δὲν βρῆκε οὔτε ἕνα παρεκκλήσι στὰ χέρια τῶν Ὀρθοδόξων. Κατόπιν τούτου ἄρχισε νὰ λειτουργεῖ καὶ νὰ κηρύττει σὲ ἕνα σπίτι ποὺ ὁ ἴδιος διαμόρφωσε σὲ ναὸ καὶ τὸ ὀνόμασε Ἁγία Ἀναστασία, δηλαδὴ τῆς Ἀναστάσεως τῆς Ὀρθοδοξίας.

Ἐκεῖ ὁ Ἅγιος ἐξεφώνησε τὰ περίφημα θεολογικὰ κηρύγματά του. Ἡ ἐπίδρασή τους καὶ ἰδίως τῶν πέντε Θεολογικῶν Λόγων του ἦταν τόση, ὥστε οἱ Ἀρειανοὶ φανατικοί, πῆραν τὴν ἀπόφαση νὰ τὸν ἐξολοθρεύσουν. Τὸν ἔβρισαν. Τὸν κακολόγησαν. Τὸν κτύπησαν. Τὸν γρονθοκόπησαν. Τὸν λιθοβόλησαν. Ἔβαλαν μάλιστα καὶ κάποιον νὰ τὸν φονεύσει. Καὶ θὰ τὸν σκότωνε. Ἀλλὰ νικημένος ἀπὸ τὴν ἁγιοσύνη τῆς πραότητάς του, ὁμολόγησε στὸν ἴδιο τὴν ἀλήθεια τὴν στιγμὴ ποὺ εἶχε πάει νὰ τὸν σφάξει.

Μὲ ὅπλο τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, τὴ μάχαιρα τοῦ πνεύματος, νικοῦσε τοὺς ἐχθροὺς τῆς πίστεως σὰν τὸν Μωϋσῆ. Πράγματι, οἱ Ἀρειανοὶ ὅλο καὶ λιγόστευαν. Ὁ Ἅγιος Θεοδόσιος, εὐχαριστημένος ἀπὸ τὸ ἔργο τοῦ Γρηγορίου, τὸν κατέστησε τὸ ἔτος 380 μ.Χ. Πατριάρχη καὶ τὸν ἐνθρόνισε στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Κωνσταντινουπόλεως. Ὅμως οἱ Ὀρθόδοξοι Ἐπίσκοποι δὲν εἶχαν ὅλοι τὴν ὀρθὴ κρίση. Μερικοὶ μεθυσμένοι ἀπὸ φθόνο κάκιζαν τὸν Ἅγιο, διότι δὲν πίεζε τὸν βασιλέα νὰ ἀφαιρέσει τὶς ἐκκλησίες ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ νὰ τοὺς ἀπαγορεύσει νὰ τελοῦν τὴν λατρεία τους. Σὲ ἀπάντηση ὁ Ἅγιος Γρηγόριος τόνιζε, ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν ἔχει ἀνάγκη τὶς λόγχες τοῦ Καίσαρος καὶ ὅτι τοῦ εἶναι ἀρκετὴ σὰν ὅπλο ἡ ἀλήθεια. Καὶ πράγματι, ἡ ἀλήθεια νίκησε.

Τὸ ἔτος 381 μ.Χ. συνῆλθε ἡ Β’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος. Πρόεδρος ἦταν ὁ Ἅγιος Μελέτιος Ἀντιοχείας. Αὐτὴ ἡ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ὁλοκλήρωσε τὸ ἔργο τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Καταδίκασε τοὺς Ἀρειανοὺς καὶ τοὺς Πνευματομάχους – Εὐνομιανοὺς καὶ συμπλήρωσε τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως. Τὸ διαμόρφωσε στὴν σημερινή του μορφή. Ἔτσι ἔλαμψε ἡ δόξα τῆς Ἁγίας Τριάδος, τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀκόμη, ἡ Σύνοδος καταδίκασε τὸν Ἀπολλιναρισμό, ποὺ διαιροῦσε τὸν ἄνθρωπο σὲ τρία μέρη (σῶμα, ψυχὴ καὶ νοῦ) καὶ δίδασκε ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν ἔχει λάβει ἀνθρώπινο πνεῦμα, παρουσιάζοντας τὸν Χριστὸ ἀτελὴ καὶ ὄχι τέλειο ἄνθρωπο. Ἔτσι ὅμως κατέστρεφε τὸ σωτηριολογικὸ ἔργο τοῦ Κυρίου καὶ τὴν ἀνθρωπότητά Του, διότι καθετὶ ποὺ δὲν προσλαμβάνεται ὑπὸ τοῦ Χριστοῦ μένει ἀθεράπευτο καὶ ἀνίατο. Τρίτον, ἡ Β’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος καταδίκασε τὸν ἀπόλυτο προορισμό, τὸν ὁποῖο δίδαξαν ἀργότερα ὁ Καλβίνος, ὁ Αὐγουστίνος καὶ ὁ Λούθηρος καὶ ὅλος ὁ Προτεσταντισμός. Τέλος ἀναγνώρισε τὸν Ἅγιο Γρηγόριο ὡς κανονικὸ Ἀρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως.

Ὁ Πρόεδρος τῆς Συνόδου, Ἅγιος Μελέτιος, κοιμήθηκε ἐνῶ διαρκοῦσε ἡ Σύνοδος. Ἡ Σύνοδος τὸν τίμησε ὡς Ἀπόστολο. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ἐξεφώνησε τότε λαμπρὸ ἐπικήδειο, λόγο ποὺ ἄρχιζε μὲ τὰ λόγια: «ηὔξησεν ἡμῖν τὸν ἀριθμὸν τῶν Ἀποστόλων». Διάδοχός του στὴν προεδρία τῆς Συνόδου ἔγινε ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ λίγο τὸ κλίμα ἄλλαξε. Ἔφθασε στὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ νὰ συμμετάσχει στὴν Σύνοδο, ὁ Πέτρος ὁ Β’, ὁ Πατριάρχης Ἀλεξάνδρειας, μὲ τοὺς Αἰγυπτίους καὶ Μακεδόνες Ἐπισκόπους. Αὐτοὶ ἤδη εἶχαν πάρει θέση ἐχθρικὴ ἔναντι τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου. Δὲν τὸν ἀναγνώριζαν σὰν κανονικὸ Ἀρχιεπίσκοπο, ἐπειδὴ τάχα εἶχε μετατεθεῖ ἀπὸ τὰ Σάσιμα. Καὶ εἶχαν ἐντελῶς ἀντικανονικὰ καὶ παράνομα χειροτονήσει Πατριάρχη τὸν Μάξιμο τὸν Κυνικό, ποὺ ἦταν μὲν Ὀρθόδοξος ἀλλὰ ἔμεινε στὴν ἱστορία σὰν ἕνα αἰνιγματικὸ πρόσωπο. Ὁ Πέτρος ἔθεσε στὴν Σύνοδο τὸ θέμα τῆς κανονικότητας. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, ἐνῶ εἶχε τὴν δύναμη νὰ συντρίψει κάθε ἀντίσταση, διότι παράλληλα πρὸς τὴν ὑποστήριξη τῶν Ἐπισκόπων εἶχε καὶ τὴν συμπαράσταση τοῦ αὐτοκράτορα, ἀηδίασε καὶ παραιτήθηκε μὲ τοῦτα τὰ λόγια: «Δὲν εἶμαι σεμνότερος τοῦ Προφήτη Ἰωνᾶ. Ἂν ἐγὼ εἶμαι αἰτία ταραχῆς στὴν Ἐκκλησία, ρίχνω τὸν ἑαυτό μου στὴ θάλασσα». Εὐθὺς μετὰ τὴν παραίτησή του λειτούργησε στὸν καθεδρικὸ ναὸ τῆς Κωνσταντινουπόλεως, γιὰ νὰ ἀποχαιρετίσει τὸ ποίμνιό του. Καὶ ἔφυγε χωρὶς νὰ περιμένει νὰ λήξουν οἱ ἐργασίες τῆς Συνόδου. Ἐπέστρεψε στὴ Ναζιανζὸ καὶ γιὰ λίγο ἔμεινε ἀπομονωμένος ἐκεῖ γιὰ νὰ γαληνεύσει.

Ὁ Ἅγιος, σὲ κείμενά του, διεκτραγωδεῖ τὴν ἐκκλησιαστικὴ κατάσταση, ὅταν ἐπιχειρεῖ νὰ κάνει σύγκριση τῶν ὅσων συμβαίνουν ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὰ ὅσα συμβαίνουν ἐκτὸς αὐτῆς. Ἔτσι λέγει, πρέπει νὰ ὀδύρεται κανείς, ὅταν διαπιστώνει τὴν ὕπαρξη ἑνότητας στοὺς κοσμικοὺς ὀργανισμούς, στὶς πόλεις, στοὺς οἴκους, στὸ στράτευμα καὶ ὅμως νὰ ἀπουσιάζει ἀπὸ τὸν κατ’ ἐξοχὴν κήρυκα καὶ θεματοφύλακα τῆς εἰρήνης, τὴν Ἐκκλησία καὶ τοὺς πιστούς της.

Βεβαίως ἡ ἀποχώρησή του δὲν σήμαινε ὅτι θὰ ἔπαυε νὰ ἐνδιαφέρεται γιὰ τὴν ἐπίτευξη ἑνότητας καὶ γιὰ τὴν ἐπικράτηση τῆς εἰρήνης στὴν Ἐκκλησία, γιὰ τὰ δύο αὐτὰ ὑπέρτατα ἀγαθά.

Τὸ ἔτος 383 μ.Χ. ἡ ὑγεία του ὑπέστη σοβαρὸ κλονισμό. Πρότεινε ὡς Ἐπίσκοπο τὸν Πρεσβύτερο Εὐλάλιο καὶ ἀποσύρθηκε ὁριστικὰ στὴν ἡσυχία τῆς Ἀριανζοῦ, ὅπου καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 390 μ.Χ. Ἡ Σύναξη τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου ἐτελεῖτο στὴν ἁγιότατη Μεγάλη Ἐκκλησία καὶ στὸ μαρτυρικὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας, ἡ ὁποία βρίσκεται στὴν εἴσοδο τῆς τοποθεσίας ποὺ ὀνομάζεται Δομνίνου, καθὼς ἐπίσης καὶ στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ὅπου ὁ φιλόχριστος βασιλέας Κωνσταντῖνος ὁ Πορφυρογέννητος ἐναπέθεσε τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου, ὅταν τὸ μετέφερε ἀπὸ τὴ Ναζιανζὸ τῆς Καππαδοκίας στὴν Κωνσταντινούπολη. Κατὰ τὴν δεύτερη μέρα τοῦ Πάσχα οἱ αὐτοκράτορες μετέβαιναν, γιὰ νὰ ἐκκλησιασθοῦν, στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ εὔχονταν ἐνώπιον τοῦ ἱεροῦ λειψάνου τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου.
Τὰ ἔργα τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου εἶναι σχετικῶς λίγα. Δὲν ἔχουν τὴν ἔκταση τῶν ἔργων ἄλλων Πατέρων. Παρὰ ταῦτα ἔχουν βάθος καὶ δύναμη περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλου. Τὰ ἔργα του ὑπῆρξαν πάντοτε ἡ μεγαλύτερη πηγὴ τῶν δογμάτων. Γι’ αὐτὸ ἔγινε καὶ ὁ κατ’ ἐξοχὴν θεολόγος τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἡ πηγὴ τῆς ἐκφράσεως τῆς λατρείας.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’.
Ὁ ποιμενικὸς αὐλὸς τῆς θεολογίας σου, τὰς τῶν ῥητόρων ἐνίκησε σάλπιγγας· ὡς γὰρ τὰ βάθη τοῦ Πνεύματος ἐκζητήσαντι, καὶ τὰ κάλλη τοῦ φθέγματος προσετέθη σοι. Ἀλλὰ πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, Πάτερ Γρηγόριε, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

 http://xristianos.gr

Κυριακή ΙΕ΄ Λουκά (Λουκ. ιθ΄ 1-10). Η Σωτηρία του Αρχιτελώνη Ζακχαίου

Κυριακή ΙΕ΄ Λουκά (Λουκ. ιθ΄ 1-10). Η Σωτηρία του Αρχιτελώνη Ζακχαίου

Ἡ ἱστορία τοῦ ἀρχιτελώνη Ζακχαίου εἶναι ἀπό τά πιό χαρακτηριστικά γεγονότα τοῦ δημόσιου ἔργου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ἐκδηλώνεται ἡ ἐπιθυμία τοῦ ἀρχιτελώνη νά δεῖ τόν Ἰησοῦ, ἡ ἐπιθυμία του νά μπεῖ στό δρόμο τοῦ Θεοῦ, ὁ μυστικός διάλογος ἀνάμεσα στή ματιά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τοῦ Ζακχαίου πάνω στό δέντρο, ἡ αὐθόρμητη καί ἔμπρακτη μετάνοια τοῦ ἀρχιτελώνη, ἡ διακήρυξη τοῦ Σωτήρα ὅτι τήν ἡμέρα ἐκείνη «σωτηρία ἐγένετο» στό σπίτι τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ὅλα τοῦτα τά περιστατικά τῆς ἱστορίας τοῦ Ζακχαίου εἶναι ἀπό τά πιό χαρακτηριστικά καί τά πιό γνωστά.
 Σέ ὅλα τοῦτα φαίνεται ὁ σκοπός καί τό ἔργο τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου καί μέ ὅλα τοῦτα ἑδραιώνεται ἡ πεποίθηση πώς γιά ἕνα καί μόνο σκοπό ἦλθε ὁ Θεός στή γῆ, γιά νά ζητήσει καί νά σώσει τόν ἁμαρτωλό ἄνθρωπο: «ἦλθε γάρ ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου ζητῆσαι καί σῶσαι τό ἀπολωλός». Αὐτή ἡ διαβεβαίωση ἀπό τό ἴδιο τό στόμα τοῦ Σωτήρα εἶναι ἀρκετή γιά νά ἐνθαρρύνει κάθε ἁμαρτωλό πού θέλει τή σωτηρία του, γιά νά στηρίξει κάθε κριματισμένο πού θά ἔφθανε σέ ἀπόγνωση κι ἀκόμα γιά νά φράξει κάθε στόμα, πού τοποθετεῖ τό σκοπό τοῦ ἔργου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ὄχι στήν ψυχή ἀλλά μόνο στό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου˙ ὄχι στόν οὐρανό ἀλλά μόνο στή γῆ.
 Ὑπάρχουν, ἀλήθεια, δύο ἄκρα στήν τοποθέτηση τοῦ ἔργου τοῦ Σωτήρα. Εἶναι ἐκεῖνοι, πού φαντάζονται πώς ὁ ἰδεώδης τύπος τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ πιστοῦ καί καλοῦ χριστιανοῦ, εἶναι ἐκεῖνος πού ἐνδιαφέρεται μόνο γιά τά οὐράνια, πού δέν θέλει νά ἀκούσει γιά τά ἐπίγεια, πού βρίσκεται κατ’ ἀνάγκη στή γῆ μά εἶναι «οὐράνιος ἄνθρωπος». Εἶναι οἱ ἄλλοι, πού δέν σηκώνονται ψηλότερα ἀπό τή γῆ, πού δέν πιστεύουν στόν οὐρανό, πού δέν φθάνουν βέβαια νά εἶναι ὑλιστές, μά πού περιορίζουν τό Χριστό «ἐν τῇ ζωῇ ταύτῃ», πού βλέπουν στό πρόσωπο τοῦ Σωτήρα τό χορηγό τῶν ἐπίγειων ἀγαθῶν, τῆς τροφῆς, τῆς ἐνδυμασίας καί τῆς στέγης.
 Οὔτε τό ἕνα οὔτε τό ἄλλο μοναχά εἶναι σωστό, μά καί τά δύο μαζί εἶναι ἡ ἀλήθεια. Οἱ ἄνθρωποι βρισκόμαστε στή γῆ, μά εἴμαστε πλασμένοι γιά τόν οὐρανό. Ἡ γῆ εἶναι ὁ δρόμος πού ὁδηγεῖ στόν οὐρανό καί κανείς δέν φθάνει στόν οὐρανό, ἄν δέν περάσει ἀπό τή γῆ. Ὁ οὐρανός εἶναι τό νικηφόρο τέρμα ἐκείνων πού ἀγωνίζονται στό στάδιο τῆς γῆς. Ὁ οὐρανός εἶναι ἡ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων πού βρίσκονται στή γῆ, μά τή σωτηρία, σάν ἔπαθλο καί σάν στέφανο, δέν τήν κερδίζει κανείς «ἐάν μή νομίμως ἀθλήση». Ἔτσι ἄν ὁ οὐρανός εἶναι τό τέρμα, ἡ γῆ εἶναι ἡ ἀρχή καί ἡ ἀφετηρία˙ κι ἄν τά οὐράνια εἶναι ὁ τελικός σκοπός, τά ἐπίγεια εἶναι ἡ ὁδός καί τό μέσον.
 Ἔτσι δικαιώνεται ἡ ὑλική δημιουργία σάν ἔργο τοῦ Θεοῦ καί δέν μποροῦμε νά λέμε πώς ὁ κόσμος τοῦτος εἶναι μάταιος κι ἡ ζωή ἐδῶ εἶναι ψεύτικη. Μάταια καί ψεύτικα πράγματα δέν δημιουργεῖ ὁ Θεός. Μά στή δημιουργία τῶν ὁρατῶν καί τῶν ἀοράτων, τῶν ἔμβιων καί τῶν ἄβιων ὄντων ὑπάρχει μία προτεραιότητα καί μία ἱεράρχηση βαλμένη ἀπό τό Θεό. Ὑπάρχει μία ἀδιάσπαστη σειρά καί συνέχεια μέσων καί σκοπῶν, μία κλίμακα αἰτίων κι ἀποτελεσμάτων μέ τελικό ἀποτέλεσμα καί ἀπώτατο σκοπό τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, τό θρίαμβο καί τή θέωση τῆς πρώτης ἀξίας στή δημιουργία, πού εἶναι ὁ ἄνθρωπος.
 Ἄν δέν καταλαβαίνουμε ἔτσι τά πράγματα, δέν καταλαβαίνουμε τίποτε ἀπό τόν ἄνθρωπο κι ἀπό τή δημιουργία μέσα στήν ὁποία εἶναι τοποθετημένος ὁ ἄνθρωπος. Δέν καταλαβαίνουμε τίποτε μήτε ἀπό τή γῆ, στήν ὁποία ἀγωνιζόμαστε, μήτε ἀπό τόν οὐρανό, στόν ὁποῖο θέλουμε νά φθάσουμε. Δέν καταλαβαίνουμε τί θά πεῖ κακό καί τί ἀγαθό, τί ἁμαρτία καί τί ἀγώνας γιά τήν ἀρετή. Καί πρό πάντων δέν καταλαβαίνουμε τί εἶναι ἡ σωτηρία γιά τήν ὁποία ἦλθε ὁ Θεός στή γῆ. Κι ἀλήθεια πώς μέ ἄλλα λόγια, σωτηρία εἶναι ἡ ἀποκατάσταση τῶν ἁρμονικῶν σχέσεων ἀνάμεσα στήν ὑλική καί πνευματική δημιουργία τοῦ Θεοῦ, ἀνάμεσα στή γῆ καί τόν οὐρανό.
 Θά πρέπει νά ἀγνοοῦμε τήν ἀρχέγονη κατάσταση  τοῦ ἀνθρώπου στόν παράδεισο, θά πρέπει νά μήν ἔχουμε ἀκούσει γιά τήν τραγική πτώση τῶν πρωτοπλάστων καί τίς συνέπειές της ἀνάμεσα στό Θεό καί τόν ἄνθρωπο, ἀλλά καί στόν ἄνθρωπο καί τήν κτίση πού τόν περιβάλλει, γιά νά μή μποροῦμε νά συλλάβουμε τό νόημα τῆς σωτηρίας. Ἀπό τότε μία φοβερή πάλη ἄρχισε ἀνάμεσα στήν ὕλη καί τό πνεῦμα: «ἡ σάρξ ἐπιθυμεῖ κατά τοῦ πνεύματος καί τό πνεῦμα κατά τῆς σαρκός». Συμπαρασύρθηκε στήν πτώση καί ἡ κτίση καί διαταράχθηκαν οἱ σχέσεις ἀνάμεσα στήν ὑλική καί τήν πνευματική δημιουργία- «τή γάρ ματαιότητι ἡ κτίσις ὑπετάγη…», ἡ κτίση ὑποτάχτηκε κι αὐτή στή φθορά. Ἔτσι ἡ ἐλπίδα τῆς ἀπολύτρωσης καί τῆς σωτηρίας – ἡ «ἀποκαραδοκία»- εἶναι κοινή, καί τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς κτίσης: «πάσα ἡ κτίσις συστενάζει καί συνωδίνει», ὅλη ἡ κτίση στενάζει καί κραυγάζει ἀπό πόνο, σάν τήν ἑτοιμόγεννη γυναίκα. Οἱ ἄνθρωποι περιμένουν τήν ἀποκατάσταση, νά ξαναγίνουν παιδιά τοῦ Θεοῦ. Καί ἡ κτίση περιμένει νά ἐλευθερωθεῖ ἀπό τή δουλεία τῆς φθορᾶς, τότε πού οἱ ἄνθρωποι θά εἶναι ἐλεύθεροι, σάν παιδιά τοῦ Θεοῦ μέσα στή θεία δόξα- «…καί αὐτή ἡ κτίσις ἐλευθερωθήσεται ἀπό τῆς δουλείας τῆς φθορᾶς εἰς τήν ἐλευθερίαν τῆς δόξης  τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ», δηλαδή κι αὐτή ἀκόμη ἡ κτίση θά ἀπελευθερωθεῖ ἀπό τήν ὑποδούλωσή της στή φθορά, καί θά μετάσχει στήν ἐλευθερία πού θά ἀπολαμβάνουν τά δοξασμένα παιδιά τοῦ Θεοῦ. Ἀμήν.

Κυριακὴ ΙΕ΄ Λουκᾶ (Λουκ. 19,1-10). Δικαιοσύνη και Έλεος!

Κυριακὴ ΙΕ΄ Λουκᾶ (Λουκ. 19,1-10). Δικαιοσύνη και Έλεος!

ΖΑΚΧΑΙΟΥΠΟΣΟ γρήγορα, ἀγαπητοί μου, φεύγει ὁ χρόνος! Πότε ἦταν Χριστούγεννα; πότε πρωτοχρονιά; πότε Θεοφάνεια; Εὐτυχεῖς ἐκεῖ­νοι ποὺ ἐκμεταλλεύονται καὶ τὸ τελευταῖο λε­­πτὸ καὶ ἐργάζονται τὰ ἔργα τοῦ Χριστοῦ. Πλησιάζει τώρα ν’ ἀνοίξῃ τὸ Τριῴδιο, ἡ πιὸ κατανυκτικὴ περίοδος τοῦ ἔτους.
Σήμερα, ΙΕ΄ Κυριακὴ τοῦ Λουκᾶ, ἡ Ἐκκλησία μᾶς παρουσιάζει ἕνα ἔξοχο παράδει­γμα μετανοίας. Εἶνε ὁ Ζακχαῖος. Τὸ ἐπάγγελμά του τελώνης. Ὄχι ἁπλῶς τελώνης, «ἀρχιτελώ­νης» (Λουκ. 19,2)· προϊστάμενος δηλαδὴ μιᾶς φορολογικῆς ὑπηρεσίας, ἢ μᾶλλον ἀρχηγὸς μιᾶς σπείρας λωποδυτῶν ποὺ κατέκλεβε τὸ λαό. Κλέφτες ὄχι ὅπως αὐτοὶ πού ’νε στὰ βου­νά,
ἀλλὰ κλέφτες ποὺ δροῦν νομίμως μέσα στὴν κοινωνία. Διότι ὑπάρχει λῃστεία ποὺ γίνεται παρὰ τὸ νόμο, καὶ λῃστεία μὲ τὸ νόμο καὶ τὴ σφραγῖδα τοῦ κράτους. Ὁ Ζακχαῖος ἦ­ταν μιὰ ἀράχνη ποὺ ἅ­πλωνε τὰ δίχτυα της καὶ ἀπομυζοῦσε τὸ αἷμα τοῦ λαοῦ. Ἅρπαγας, πλε­ονέκτης, μισητὸς ἀπὸ ὅλους, λύκος.
Καὶ ὅμως αὐτὸς ὁ λύκος ἔγινε ἀρνί! Εἶνε δυνατόν; Καὶ ὅμως. Ἦταν ἕνα θαῦμα ἠ­θικό, ὄ­χι φυσικό, ἀνώτερο ἀπὸ κάθε ἄλλο. Ἡ μετα­βολὴ ἑνὸς ἀνθρώπου ἀπὸ πλεονέκτη σὲ ἐλεήμονα καὶ δίκαιο εἶνε τὸ πιὸ μεγάλο θαῦμα.
Πῶς ἔγινε; Πίστεψε στὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, μετανόησε, κι ἀπὸ τότε ἀκολού­θησε τὰ ἴχνη του. Εἶνε ὑπόδειγμα μετανοί­ας. Μακάρι, ἀγαπητοί μου, νὰ ἔχουμε κ’ ἐ­μεῖς τὴ μετάνοια τοῦ Ζακχαίου. Διότι κι ἂν δὲν εἴ­μεθα ἔνοχοι γιὰ ἁμαρτήματα σὰν αὐτὰ ποὺ ἔ­κανε αὐτός, εἴμεθα ὅμως ἔνοχοι σὲ ἄλ­λα· συνεπῶς εἴμεθα κ’ ἐμεῖς ἁμαρτωλοί. Ἂς ἀ­κολουθήσουμε λοιπὸν τὸ παράδειγμά του.
Θὰ ἐπιστήσω τὴν προσοχή μας σὲ τρία σημεῖα τῆς μετανοίας τοῦ Ζακχαίου.
1. Τὸ πρῶτο ποὺ πρέπει νὰ τὸν μιμηθοῦμε γιὰ νὰ ἔχουμε πραγματικὴ μετάνοια, εἶνε τοῦ­το· ὁ Ζακχαῖος εἶχε ἐπιθυμία «ἰδεῖν τὸν Ἰησοῦν» (ἔ.ἀ. 19,3), ἐπιθυμία νὰ γνω­ρίσῃ τὸ Χριστό. Κλεισμένος στὸ τελωνεῖο, ἐ­κεῖ ποὺ μετροῦσε τὰ τριάκοντα ἀργύρια, μὲ τὰ βιβλία καὶ τὰ κατά­στιχα, ἄκουσε τὸ ὄ­νομα τοῦ Χριστοῦ· ὅτι παρουσιάστη­κε ἕνας πάμπτωχος δι­­δάσκαλος ἀνώ­τερος ὅμως ἀπ’ ὅλους, ὅ­τι τὸν ἀκολου­θοῦν παιδιά, γυναῖ­κες, ἀ­γρότες, ψα­ρᾶ­δες, ὅτι ὁ λόγος του ἑλκύει σὰν μαγνή­της, ὅτι κάνει θαύματα καὶ μόνο ἀγγίζον­τας τοὺς ἀρρώστους. Ἄκουγε ὅλ’ αὐ­τά, καὶ ἀποροῦσε· Πῶς αὐτὸς ὁ Ναζωραῖος χωρὶς δραχμὴ στὴν τσέ­πη κατορθώνει νὰ εἶνε τόσο ἰσχυρός; πῶς ὁ ἀπέν­ταρος καὶ ἀκτήμων ἔχει στὰ χέρια του τέτοια ἐξ­ουσία; Θαύμαζε κ’ ἐπιθυμοῦσε νὰ τὸν δῇ.
Ἐμεῖς, ἐρωτῶ, ἔχουμε τέτοια ἐπιθυμία; Πρέ­πει νὰ ἔχουμε. Καὶ ὁ μὲν Ζακχαῖος τὸν γνώρισε προσωπικῶς, ἐμεῖς μποροῦμε ἆ­ραγε νὰ τὸν γνωρίσουμε; Μποροῦμε. Διότι ποῦ εἶνε ὁ Χριστός; Στὴν Ἐκκλησία καὶ στὴν ἁ­γία Γραφή· ἐκεῖ θὰ βλέπῃς τὸ γλυκύτατο πρόσωπό του καὶ θὰ δημιουργῇς πνευματικὴ σχέσι μαζί του.
2. Τὸ ἕνα λοιπόν, νὰ ἔχουμε ἐπιθυμία νὰ δοῦμε τὸν Ἰησοῦν. Τὸ δεύτερο σημεῖο· ὅταν ὁ Ζακχαῖος ἄκουσε ὅτι περνάει ὁ Χριστός, ἀ­μέσως ἔκλεισε τὰ κατάστιχα καὶ τοὺς λογαρι­ασμούς, καὶ πετάχτηκε ἔξω. Στοὺς δρόμους γινόταν συλλαλητήριο αὐθόρμητο, πλημμύρα. Αὐτός, κοντὸς στὸ ἀνάστημα, χανόταν μέσα στὸ πλῆθος· πῶς νὰ δῇ τὸ Χριστό; Ἀλλὰ τί κάνει ὁ πόθος! Προϊστάμενος τόσων ὑπαλλήλων, ἀδιαφορεῖ γιὰ τὴν ἀξι­ο­πρέπειά του. Εἶδε στὸ δρόμο μιὰ συκομουριά, καὶ σὰν γατὶ σκαρφάλωσε στὸ δέντρο. Τὸ ἔκανε σκοπιὰ καὶ παρατηρητήριο, κι ἀπὸ ’κεῖ, μέσ’ ἀπ’ τὰ φυλλώματα, παρατηροῦσε μὲ λαχτάρα νὰ δῇ τὸ Χριστό.
Ὅπως λοιπὸν ἐκεῖνος, ἔτσι κ’ ἐμεῖς ν’ ἀνεβοῦμε στὸ δέντρο. Παραβολικῶς ὁμιλῶ. Ποιό εἶνε τὸ δέντρο, ποὺ ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀ­νεβαί­νει σ’ αὐτὸ δὲν πατάει πλέον τὴ γῆ ἀλ­λὰ ὑ­ψώνεται μέχρι τὸν οὐρανὸ καὶ γίνεται χερουβὶμ καὶ ἄγγελος; Πνευματικὸ δένδρο εἶνε ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία. Ὅποιος μπαίνει στὴν ἐκ­κλησία μὲ φόβο καὶ συναίσθησι τῆς ἁμαρτωλότητός του, ἰδιαιτέρως ἐν ὥρᾳ θείας λειτουργίας, αἰσθάνεται τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ, τὸν βλέπει καὶ συνομιλεῖ μαζί του.
3. Τὸ πρῶτο λοιπόν, νὰ γνωρίσουμε τὸν Ἰησοῦν· τὸ δεύτερο, νὰ ἐκκλησιαζώμεθα συχνὰ καὶ νὰ ἁγιαζώμεθα. Καὶ τὸ τρίτο, τὸ σπουδαιότερο, ποιό εἶνε; Ὁ Ζακχαῖος δὲν ἀρκέσθηκε μόνο σ’ αὐτά. Ἔκανε κάτι ἄλλο, ἕνα δύσκολο ἔργο· ἄνοιξε τὸ βαλάντιό του. Ὁ Χριστὸς τὸν εἶ­δε καὶ τοῦ λέει· «Ζακχαῖε…» (ἔ.ἀ. 19,5). Πρώτη φορὰ τὸν ἔβλεπε, καὶ τὸν φώναξε μὲ τὸ ὄ­νομά του. (Ὁ Χριστὸς γνωρίζει τὰ ὀνόματά μας. Ὅ­σο ταπεινὸς καὶ ἄσημος κι ἂν εἶσαι, τὸ ὄνομά σου εἶνε γνωστὸ στὸ Θεό). Ζακχαῖε παιδί μου, λέει, «κατέβα κάτω». Ἐκεῖνος ἀμέσως κατ­έ­βη­­κε καὶ τὸν ἀκολουθοῦσε νὰ πᾶνε στὸ σπίτι του. Θὰ πήγαινε λοιπὸν ὁ Χριστὸς στὸ σπίτι τοῦ ἁ­μαρτωλοῦ; δὲν ὑπῆρχαν ἄλλα σπίτια, ἱερέων καὶ φαρισαίων; Ὁ Χριστὸς θέλησε νὰ πάῃ στὸ σπίτι αὐτό, τὸ πιὸ ἁμαρτωλὸ σπίτι! Ὁ Ζακχαῖος, ἔμεινε ἔκπληκτος. Καθὼς πλησίαζαν στὸ σπίτι, συναισθανόταν ὅτι δὲν εἶνε ἄξι­ος νὰ φιλοξενήσῃ τὸ Χριστό. Θὰ ἄνοιγαν οἱ πόρ­τες ἑνὸς σπιτιοῦ ποὺ κάθε πέτρα του ἔ­σταζε αἷμα, νὰ περάσῃ μέσα ὁ Χριστός; (Ἂν κατέβαινε κ’ ἐδῶ ἕνας ἄγγελος κ’ ἔπαιρνε τὰ σπίτια ὅλα, πολυκατοικίες καὶ μέγα­ρα, καὶ τὰ ἔ­σφιγγε, θὰ ἔσταζαν αἷμα! Λίγα σπίτια ἔχουν χτιστῆ μὲ τὸν τίμιο ἱδρῶτα. Τὰ μεγάλα σπίτια δὲν χτίζονται μὲ τὸ Εὐαγγέλιο· μὲ τὸ διάβολο χτίζονται, μὲ τὰ τριάκοντα ἀργύρια, μὲ κλοπές, κομπίνες, ἀπάτες καὶ πλαστογραφίες).
Τὴν ὥρα ἐκείνη λοιπὸν ὁ Ζακχαῖος εἶδε τὸ σπίτι του δι­αφορετικά, μὲ ἄλλα μάτια. Εἶδε, ὅτι τὸ σπίτι αὐτὸ τό ’χτισαν ἡ πλεονεξία καὶ ἡ ἀ­δικία, καὶ τί ἔκανε; Στάθηκε στὴν πόρτα. «Σὲ παρακαλῶ, Κύριε, στάσου μιὰ στιγμή», εἶπε. Καὶ προτοῦ νὰ μπῇ μέσα ὁ Χριστός, πῆ­ρε δυὸ μεγάλες ἀποφάσεις, ποὺ δείχνουν ὅτι ἡ μετά­νοιά του ἦταν εἰλικρινής. Ἐὰν ἔπαιρναν ὅλοι τέτοιες ἀποφάσεις, ὁ κόσμος θὰ ἦταν πολὺ διαφορετικός. Ἡ μία ἀπόφασις· «Τὰ μισά», λέει, «ἀπὸ τὰ ὑ­πάρχοντά μου τὰ δίνω στοὺς φτω­χούς». Δὲν ἔδωσε ὅμως μόνο τὰ μισά· ὅλη τὴν περιουσία του τὴν ἔδωσε. Γιατὶ κατόπιν, μὲ τὴν ἄλλη ἀ­πόφασι ποὺ πῆρε, εἶπε· «Καὶ ἂν κάποιον τὸν ἀ­δίκησα σὲ κάτι, εἶμαι πρόθυμος νὰ τοῦ δώσω τετραπλάσια». Ἕνα ἔκλεψα; τέσ­σερα θὰ δώσω. Δέκα ἔκλεψα; σαράντα θὰ δώσω. Ἑκατὸ ἔ­κλεψα; τετρακόσια θὰ δώσω. Ἕ­να ἀρνὶ ἔ­κλεψα; τέσσερα ἀρνιὰ θὰ δώσω. Αὐτὴ ἦταν ἡ μεγάλη ἀπόφασι. Τί τοῦ ἔμεινε ὕστερα ἀπὸ αὐτά; Τίποτα. Ἔμεινε κι αὐτὸς ὁ Ζακχαῖος φτωχὸς ὅ­πως ὁ Ναζωραῖος.
Συγ­κλονιστικὴ ἡ μετάνοια τοῦ Ζακχαίου. Τὴν χαρακτηρίζουν τὰ δύο μεγάλα αἰτήματα τῆς χριστιανικῆς πίστεως· πρῶτον ἡ δικαιο­σύνη («Δικαιοσύνην μάθετε, οἱ ἐνοικοῦντες ἐ­πὶ τῆς γῆς» Ἠσ. 26,9), καὶ δεύτερον τὸ ἔλεος. Πρῶτα δικαιοσύνη καὶ ἔπειτα ἔλεος. Ἀποζημί­ωσε ὅσους ἀδίκησε. Δὲν πῆρε τὰ κλεμμένα νὰ κάνῃ μ’ αὐτὰ ἐλεημοσύνη, ὅπως κάνουν τώ­ρα μερικοὶ ἐφοπλισταί, ποὺ πήκτωσαν τὴ θάλασσα μὲ τὰ καράβια τους – εἶνε βέβαια αὐτὸ μία ἀπόδειξις τῆς δραστηριότητος καὶ τῆς εὐ­φυΐας τους, ὄχι ὅμως καὶ τῆς χριστιανοσύνης τους. Αὐτοί, ἀπὸ τὰ μεγάλα κέρδη ποὺ πραγμα­τοποιοῦν, κάνουν καὶ μερικὲς ἐλεημοσύνες.
Δικαιοσύνη καὶ ἔλεος. Καὶ δίκαιος καὶ ἐλεήμων ἀπεδείχθη ὁ Ζακχαῖος. Καὶ τότε ὁ Χριστὸς ὕψωσε τὰ χέρια καὶ εἶπε· «Σήμερον σωτηρία τῷ οἴκῳ τούτῳ ἐγένετο» (Λουκ. 19,9). Τὸ σπίτι αὐτὸ ἦταν ἕτοιμο νὰ καταστραφῇ· δὲν εἶ­χε σωτηρία. Διότι οἱ ἀδικίες εἶνε δυναμίτης. Ὅποιος δη­μιουργεῖ περιουσίες ἀπὸ χρήματα ἄδικα, τινάζει στὸν ἀέρα τὴν οἰκογένειά του.

* * *

Τὸ μεσημέρι στὸ σπίτι ἔχετε τὸ φαγητό σας. Σκεφθῆτε, ἀδέρφια μου, ὅτι ἑκατομμύρια ἄν­θρωποι πάνω στὴ γῆ δὲν ἔχουν ψωμὶ νὰ φᾶνε καὶ πεθαίνουν σὰν τὶς μῦγες ἀπὸ τὴν πεῖνα.
Μπρός, Ζακχαῖοι τῶν ὀρέων καὶ τῶν πόλεων, Ζακχαῖοι μικροὶ καὶ μεγάλοι! Δύο τὰ αἰτήματα· δικαιοσύνη καὶ ἔλεος. Ὅταν τὰ δύο αὐ­τὰ πραγματοποιηθοῦν, τότε ὁ Χριστός, ὅπως στὸ Ζακχαῖο εἶπε «Σήμερον σωτηρία τῷ οἴκῳ τού­τῳ», τὰ ἴδια λόγια θὰ ἐπαναλάβῃ γιὰ ὅλο τὸν κόσμο. Πάνω ἀπ’ τὸ σταυρὸ θὰ ὑψώσῃ τὰ ἄ­χραντά του χέρια σ’ ἀνατολὴ καὶ δύσι, βορᾶ καὶ νότο, καὶ θὰ πῇ· «Σήμερον σωτηρία τῷ κόσμῳ».
Ὁ Ζακχαῖος εἶνε ὑπόδειγμα μετανοίας. Ὅ­πως τὸν ἔχουμε μιμηθῆ στὸν βίο τῆς ἁμαρτί­ας, νὰ τὸν μιμηθοῦμε καὶ στὸν βίο τῆς μετανοίας. Μία γνωριμία ἀξίζει· νὰ γνωρίσουμε τὸ Χριστό. Ἂς ἀνεβαίνουμε στὸ δέντρο τῆς ἁγί­ας του Ἐκ­κλησίας. Ἂς μετέχουμε στὴν θεία λειτουργία. Ἂς ἐκκλησιαζώμεθα τακτικά, ἂς ἀνοί­γουμε τὴν καρδιά μας, ἂς τὴν κάνουμε σαλόνι ὅπου θὰ ὑ­ποδεχώμεθα τὸ Χριστό. Καὶ τότε Ἐκεῖνος θὰ εὐλογήσῃ ἐμᾶς, τὰ ἔργα μας, τὶς οἰ­κογένειές μας, τὰ παιδιά μας, τὴ μαρτυρική μας πατρίδα, καὶ θὰ πῇ· «Σήμερον σωτηρία τῷ κόσμῳ γέγονε», διότι ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου «ἦλ­θε ζη­τῆσαι καὶ σῶσαι τὸ ἀπολωλός» (ἔ.ἀ. 19,10).
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱερό ναὸ των Ἁγίου Ἀθανασίου Ἄνω Κυψέλης – Ἀθηνῶν 23-1-1977)

Ανακομιδή Ιερών λειψάνων Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου +27 Ιανουαρίου

Ανακομιδή Ιερών λειψάνων Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου +27 Ιανουαρίου

Ο Ιερός Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, επειδή δεν έκανε διακρίσεις ανάμεσα στα πρόσωπα στην απόδοση του δικαίου και έλεγχε και την ίδια την βασίλισσα Ευδοξία για τις παρανομίες και τις αδικίες της, εξορίσθηκε δύο φορές, αλλά και πάλι ανακλήθηκε από την εξορία. Εξορίστηκε όμως και πάλι για τρίτη φορά.
Η έκπτωση του ιερού Χρυσοστόμου από τον Πατριαρχικό θρόνο προκάλεσε σχίσμα μέσα στην Εκκλησία. Οπαδοί του, που καλούνταν «Ιωαννίτες», δεν αναγνώριζαν τον διάδοχό του, παρά τις επίμονες συστάσεις να υπακούσουν
στους νέους εκκλησιαστικούς άρχοντες και να διαφυλάξουν την ενότητα της Εκκλησίας.
Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος οδηγήθηκε στην Κουκουσό και από εκεί στην Αραβισσό και έπειτα, στιν 10 Ιουνίου του έτους 404 μ.Χ., στην Πιτιούντα του Πόντου. Η πορεία του μέχρι εκεί, ήταν όχι μόνο περιπετειώδης, αλλά κυριολεκτικά μαρτυρική, γεμάτη από κακουχίες και δεινοπαθήματα.
Εκεί λοιπόν, στην Πιτιούντα, ο ένσαρκος Άγγελος κλήθηκε από τον πάντων Δεσπότη στις αιώνιες σκηνές, το έτος 407 μ.Χ., ενώ το άγιο σκήνωμά του ενταφιάσθηκε στα Κόμανα του Πόντου μαζί με τα άγια λείψανα των Αγίων Μαρτύρων Βασιλίσκου και Λουκιανού, καθώς είχε αποκαλυφθεί σε αυτόν από αυτούς τους ίδιους διά νυκτερινής οπτασίας, όταν ακόμη ζούσε.
Το σχίσμα των «Ιωαννιτών» αποκαταστάθηκε με την ανακομιδή των ιερών λειψάνων του Αγίου στην Κωνσταντινούπολη, το έτος 438 μ.Χ., επί Πατριάρχου Πρόκλου. Η μεταφορά των ιερών λειψάνων από τα Κόμανα συνοδεύτηκε από μια επιστολή – διαταγή του αυτοκράτορα Θεοδοσίου Β’, υιού του Αρκαδίου και της Ευδοξίας, η οποία έγραφε:
«Επιστολή Βασιλέως Θεοδοσίου προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη, Διδάσκαλο και Πνευματικό Πατέρα Ιωάννη τον Χρυσόστομο.
Επειδή, Πάτερ τίμιε, θεωρήσαμε το σώμα σου νεκρό, όπως συμβαίνει με τα άλλα, θελήσαμε απλώς να το πάρουμε και να το μεταφέρουμε προς εμάς. Γι’ αυτό και δικαίως αστοχήσαμε στον πόθο μας.
Αλλά συ τουλάχιστον, Πάτερ τιμιότατε, που δίδαξες σε όλους την μετάνοια, συγχώρησέ μας που σε παρακαλούμε και σαν παιδιά που αγαπάμε τους πατέρες μας επίδωσέ μας τον εαυτό σου και εύφρανε με την παρουσία σου αυτούς που σε ποθούν».
Αυτή την επιστολή του αυτοκράτορα την πήγαν στον Άγιο και την τοποθέτησαν πάνω στην λάρνακά του. Τότε ο Άγιος έδωσε τον εαυτό του στους απεσταλμένους του αυτοκράτορα και έτσι αυτοί μετέφεραν την λάρνακα που περιείχε το άγιο λείψανο στην Κωνσταντινούπολη, χωρίς να κοπιάσουν καθόλου.
Η υποδοχή των ιερών λειψάνων του Αγίου υπήρξε παλλαϊκή. Σύσσωμος λαός, κλήρος και μοναχοί, με επικεφαλής τον αυτοκράτορα, τους αυλικούς, τη σύγκλητο και όλους τους άρχοντες, υποδέχθηκαν και προσκύνησαν με σεβασμό τα λείψανά του. 
 Με πολύ ευλάβεια μετέφεραν αρχικά τη λάρνακα στο ναό του Αποστόλου Θωμά, στα Αμαντίου, έπειτα δε στο ναό της Αγίας Ειρήνης. Εκεί έβαλαν το άγιο λείψανο πάνω στο σύνθρονο και άπαντες εβόησαν: 
«Απόλαβε τον θρόνο σου, Άγιε». 
Στη συνέχεια η λάρνακα τοποθετήθηκε σε αυτοκρατορική άμαξα και μεταφέρθηκε στο περιώνυμο ναό των Αγίων Αποστόλων. 
Εκεί έβαλαν το άγιο λείψανο πάνω στην ιερή καθέδρα και έγινε το θαύμα: ο Άγιος επεφώνησε προς τον λαό το «Ειρήνη πάσι». Έπειτα το εναπέθεσαν μέσα στο Άγιο Βήμα, κάτω από την Αγία Τράπεζα.
Η Σύναξη του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου ετελείτο στο πάνσεπτο ναό των Αγίων Αποστόλων. Ιερά λείψανα του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου αφιέρωσε διά χρυσοβούλλου στη Μονή Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Όρους ο αυτοκράτορας Ιωάννης Τσιμισκής (969-976 μ.Χ.) και τεμάχιο της αριστεράς χειρός ο Ανδρόνικος ο Παλαιολόγος (1282-1328), διά χρυσοβούλλου, τον Ιούλιο του έτους 1284, στη Μονή Φιλοθέου του Αγίου Όρους. 
Επίσης, τμήματα του ιερού λειψάνου φυλάσσονται στις μονές Βατοπαιδίου, Ιβήρων, Αγίου Διονυσίου και Δοχειαρίου.

Απολυτίκιο,Ήχος πλ.δ'
« Ἡ τοῦ στόματός σου καθάπερ πυρσός ἐκλάμψασα χάρις τήν οἰκουμένην ἐφώτισεν• ἀφιλαργυρίας τῷ κόσμῳ θησαυρούς ἐναπέθετο• τό ὓψος ἡμῖν τῆς ταπεινοφροσύνης ὑπέδειξεν. Ἀλλά σοῖς λόγοις παιδεύων, Πάτερ Ἰωάννη Χρυσόστομε, πρέσβευε τῷ Λόγῳ Χριστῷ τῷ θεῷ, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν
»