Δευτέρα 25 Μαΐου 2015

O πόνος, οδός σωτηρίας και λύτρωσης

O πόνος, οδός σωτηρίας και λύτρωσης
Πολλές φορές μας ερωτούν ποία θέση και σημασία έχει στη ζωή του ανθρώπου ο πόνος, είτε γενικώς είτε μερικώς, ιδίως δε στις ημέρες μας, που φαίνεται, ότι πλεονάζει. Το θέμα αυτό έχει λεπτομερώς ερμηνευθεί από τους Πατέρες μας, ώστε να μη γεννάται καμμία απορία. Επειδή όμως το πατερικό πνεύμα δεν είναι τόσο προσιτό στα κοινωνικά στρώματα, που και η δοκιμασία του πόνου πλεονάζει, αναφερόμαστε με συντομία στο ενδιαφέρον αυτό θέμα προς παρηγορίαν των ενδιαφερομένων.
Ο πόνος είναι αντίθετος στη θέληση του ανθρώπου, εκβιάζει την προαίρεση, επιβάλλεται διά της βίας επί του σώματος ή επί της ψυχής και κατατυραννεί. Η φύση του πόνου είναι βεβαίως μία, οι μορφές όμως και η έντασή του ποικίλλουν, και φθάνουν μέχρι την κατάλυση και αυτών των όρων της ζωής. Εν τοιαύτη περιπτώσει, καλώς χαρακτηρίζουν μερικοί τον πόνο ως μόριο του θανάτου, δηλαδή της προσκαίρου ζωής. Ο πόνος δεν έχει φυσική θέση στη ζωή του ανθρώπου, ή μάλλον δεν είχε, ούτε καν υπήρχε, εφ’ όσον απέχει «οδύνης, λύπης και στεναγμού» η αποκατάστασή μας στη μέλλουσα ζωή, που ήταν και η αρχή της πλάσεώς μας. Άρα λοιπόν η ύπαρξη του πόνου είναι μεταπτωτικό παράσιτο και προϊόν της εξορίας μας αυτής, η οποία ως κανών αποτελεί, τρόπον τινά, έκτιση ποινής, όπως συμβαίνουν τα δεινά σ’ αυτούς που βρίσκονται στην εξορία.
Και αυτή μεν είναι η εξωτερική μορφή του πόνου. Η αφανής όμως και κρυφή του ιδιότητα είναι διαφορετική και ενδιαφέρουσα, ως μεγίστη φιλοσοφία, και μπορεί κατ’ εξοχήν ν’ ανεβάσει τον άνθρωπο στον ύψιστο βαθμό της τελειότητας και επιτυχίας του καθολικού του σκοπού. Όπως είπαμε προηγουμένως, πόνος, θλίψη ή οδύνη είναι αυτό, που δεν το θέλομε, που το αρνούμεθα και που το αποστρεφόμαστε, όταν δε έρχεται μας καταπονεί. Εκ διαμέτρου δε πάλιν, ό,τι μας αρέσει και θέλομε και επιθυμούμε, μας χαροποιεί, μας ικανοποιεί, μας ευχαριστεί και προκαλεί ανάπαυση. Οδύνη, λοιπόν, αφ’ ενός και ηδονή αφ’ ετέρου είναι τα αποτελέσματα των δύο διαφορετικών καταστάσεων. Η θλίψη και ο πόνος άρχισαν από την πτώση της φύσεώς μας κατά δύο εξ ίσου σκληρούς τρόπους. Πρώτον ως εκ Θεού επιτίμησις, «εν λύπαις και ιδρώτι του προσώπου σου…» και «πληθύνων πληθυνώ τας λύπας σου…», και δεύτερον ως φυσικό επακόλουθο από τη στέρηση του άκρου αγαθού και εφετού, από το οποίο και χωρισθήκαμε. Απ’ αρχής, άρα, της υπάρξεώς μας βρισκόμαστε ενωμένοι στο κουραστικό αυτό άρμα του πόνου και του κόπου «έως του επιστρέψαι ημάς εις την γην εξ ης ελήφθημεν».
Δεν ενδιαφέρει όμως εμάς τώρα η φυσική ανάλυση των τόσο γνωστών μας πραγμάτων, αλλ’ η φιλοσοφία που πηγάζει από αυτά, ή και – να πει κανείς- εμπορία, με την οποίαν εξαγοράζομε αυτήν τη ζωή μας και τον θρίαμβο. Όπως και πριν ο στόχος της ενεργείας μας, που προσταχθήκαμε από τον Θεό ήταν το «εργάζεσθαι και φυλάσσειν», έτσι και τώρα στην ανάπλασή μας από τον ίδιον ως ανακαινιστή, είναι ο ίδιος, «το εργάζεσθαι και φυλάσσειν». Ίσως να ερωτήσει κανείς, τί; Όπως τότε την εντολή, και τώρα βεβαίως πάλιν τις εντολές με την εξής μόνον διαφορά. Τότε έχοντας η φύση την αρχική της απλότητα και ακεραιότητα είχε εκ φύσεως το αγαθόν και ευθές και άπλαστο με μόνο θέλημα και κίνημα το του Θεού και Πατρός ημών, του οποίου η χάρις ευχαριστούσε και έκανε ευτυχή τον άνθρωπο. Τώρα η διαβολική απάτη και κακουργία, που παραπλάνησε τον άνθρωπο από την αρχική του θέση στο σύνθετο, περίεργο και πονηρό, τον καταδίκασε στην «εγκειμένην επί τα πονηρά εκ νεότητος αυτού» διάθεση και στα επακόλουθά της. Και η μεν φύση διαστράφηκε, απομακρυνθείσα από τη θεία υποταγή και θεωρία, η εντολή όμως «εργάζεσθαι και φυλάσσειν» μένει και εδώ βρίσκομε την αρχήν του νήματος, από πού προέρχεται και ποιός ο σκοπός του πόνου.
Η διαφθαρείσα πλέον φύση μας σκεπτόμενη, επιθυμούσα και ενεργούσα πονηρά είχε ανάγκη ανάλογης θεραπείας, «ίνα μη το χωλόν εκτραπή, ιαθή δε μάλλον», όπως και θεράπευσε ο Θεός Λόγος, γενόμενος άνθρωπος. Αλλά – ω βάθος πλούτου, και σοφίας και ελεημοσύνης του Σωτήρος μας Θεού! – δεν αύξησε την απαίτηση από εμάς μετά την θεία του κένωση, αλλ’ αφήκε την ιδίαν όπως και προηγουμένως εντολή, «εργάζεσθαι και φυλάσσειν»! Η εντολή Του είναι άρα το φάρμακο που θεραπεύει την αρρωστημένη φύση μας! Η «εγκειμένη επί τα πονηρά» διάθεση απώλεσε τους φυσικούς νόμους της πίστεως, της δικαιοσύνης, της αλήθειας και των συναφών ενάρετων καταστάσεων, και αντί αυτών γεννά την απιστία, την αδικία, το ψευδός, την απάτη και όσα «εστίν αισχρόν και λέγειν» ή φαντάζεσθαι. Η δοθείσα θεία εντολή, η οποία δεν αποτελεί ένα απλό πρόσταγμα κυρίου προς υποτελείς, είναι πολλαπλώς ιαματική και σωτήρια και -τρόπον τινά- η βαλβίδα της υποστάσεώς μας και επομένως γι’ αυτήν και μόνον «οφείλομε φυλάσσειν οδούς σκληράς».
Από εδώ αρχίζει η πάλη, από την οποία προέρχεται ο αγώνας και η ύπαρξη του πόνου. Θέλοντας ο άνθρωπος να κάνει το καλό, βρίσκεται αντιμέτωπος με το κακό, διότι «ο εν τοις μέλεσι νόμος, ο αντιστρατευόμενος τω νόμω του νοός» και της προθέσεώς μας, μας αιχμαλωτίζει στο νόμο της παραφύσεως! Επειδή δε εμείς δεν υποτασσόμαστε, δημιουργείται η αντίθεση και να η θλίψη και ο πόνος. Εάν δε προκόψουμε σε ανώτερη γνώση και πίστη, αυξάνεται και η αγωνία περισσότερο και επαληθεύει το γραφικό «ο τιθείς γνώσιν προστίθησιν άλγημα».
Με συντομία περιγράψαμε την πρώτη μορφή του πόνου γενικότερα. Η δευτέρα όμως μορφή του είναι διαφορετική ως μη εκούσιος αλλά από αλλού προερχόμενη. Όσοι από τους ανθρώπους συλλάβουν το νόημα του προορισμού τους και με ορθή πίστη και υποταγή στις θείες εντολές εξασκούν βία αντιμαχόμενοι τη βία της διαστροφής, δεν θα αναγκάσουν την συντηρούσα πατρική του Θεού πρόνοια να επιβάλει την ισχύουσα ποινή σε αντίθεση προς το «εν κημώ και χαλινώ τας σιαγόνας αυτών άγξαις, των μη εγγιζόντων προς σε». Όποιος από απιστία ή απροσεξία ή ραθυμία ή άλλη πρόφαση ανθίσταται, είτε μερικώς είτε ολικώς, στις θείες εντολές κατ’ ανάγκην θα γευθεί τις λεγόμενες από τους Πατέρες μας «συμβατικάς επιφοράς», δηλαδή τις κατ’ οικονομίαν εγκαταλείψεις και παιδείες. Εδώ βρίσκεται όλος ο δαίδαλος των θλίψεων και του πόνου σε όλη του την έκταση. Τότε «τίς σοφός και φυλάξει ταύτα και συνήσει τα ελέη του Κυρίου»; Ε¬δώ όντως συμβαίνουν μυστήρια μυστηρίων της δικαιοσύνης και των αποκρύφων του Θεού κριμάτων.
Επειδή ο αγαθός Δεσπότης μας γνωρίζει ότι η αποστασία μας προς τους κανόνες του «εργάζεσθαι και φυλάσσειν» δεν είναι από απόλυτη άρνησή μας στο πανάγιό του θέλημα, αλλ’ οφείλεται κυρίως σε άγνοια ή απειρία, από τις οποίες στη συνέχεια γεννάται αδυναμία, επεμβαίνει πατρικά διά πολυτρόπων μέσων παιδευτικών για να μας αναγκάσει και, αναλόγως με τη δυστροπία καθενός, επιφέρει και την αρμόζουσα ποινή. Να, η θλίψη και ο πόνος. Θλίψεις, πικρίες, αποτυχίες, υποτιμήσεις, ύβρεις, απογοητεύσεις εκ των έσωθεν και των έξω, συμπτωματικά τραύματα, ασθένειες μερικές φορές μακροχρόνιες και οδυνηρές, εγκαταλείψεις και από τους πλέον στενούς και οικείους, και το τελευταίο όλων και αυτός ο θάνατος είναι τα προϊόντα των «συμβατικών επιφορών». Εμπλακείς στη σκληρή αυτή μοίρα του κυκεώνα των δεινών ο σκληρυνθείς προς υποταγή στο θείο θέλημα άνθρωπος και, μη δυνάμενος να βρει παρηγορίαν ούτε και από τη δική του γνώση ή τη λογική του, επιστρέφει κατ’ ανάγκην στον μόνον δυνάμενον σώζειν Σωτήρα του Θεόν και κράζει με συντριβή και πόνο: «ήμαρτον εις Σε Σωτήρ ως ο άσωτος υιός, δέξαι με πάλιν μετανοούντα και ελέησόν με ο Θεός».
Ο τρόπος αυτός της θείας παιδεύσεως, όπως μάθαμε από τους οσιωτάτους Πατέρες μας, είναι τόσον απαραχάρακτος και σκληρός, ώστε είναι αδύνατη η ανακοπή του χωρίς ολοκληρωτική εφαρμογή στους «μη βουλομένους συνιέναι», δηλ. σ’ αυτούς που δεν θέλουν να συμμορφωθούν.
Στον μεγάλο λαβύρινθο των ανθρωπίνων ατελειών, οι οποίες δεν έμειναν μόνον ως φυσικές, συγκαταλέγονται και οι παρείσακτες, δυστυχώς, από τις άθλιες συνθήκες της καθημερινής ζωής, οι οποίες ωθούν τον ταλαίπωρο άνθρωπο στην επανάληψη των άπαξ και δις και πολλάκις γενομένων σφαλμάτων και παραβάσεων. Αυτό είναι όντως το τραγικώτατο της συμφοράς, οπότε με πικρία ακούεται το Γραφικό «ιατρεύσαμεν την Βαβυλώνα και ουκ ιάθη»! Αλλά μη γένοιτο, Κύριε των Δυνάμεων Ιησού Χριστέ, η εκ μέρους μας βαρύτης και ολιγοψυχία να συνεχίζεται. Δος ημίν, κατά το έλεός σου, θείο φωτισμό και δύναμη προς υποδοχή των θείων σου κριμάτων, είτε οικονομικών είτε παιδευτικών, όπως καταλάβουμε και φυλάξομε και θεραπευθούμε και να υποταχθούμε εξ ολοκλήρου στο πανάγιό σου θέλημα, «ότι εν αυτώ ζωή έστι» και αυτός είσαι η ζωή των ανθρώπων και το φως, ο οποίος ήλθες στον κόσμο και δεν σε αγάπησαν όλοι οι άνθρωποι, αλλά προτίμησαν μάλλον το σκότος ή Σε, το αληθινό φως!
Όποιος θέλει να απαλλαγεί από την οδυνηρή πείρα των συμβατικών τούτων επιφορών και να λυτρωθεί από την αισχύνη του παραδειγματισμού, αγωνίζεται με βία να τηρήσει τη συνείδηση, και όταν αμαρτάνει ανίσταται διά της συντόμου μετανοίας. Αλλιώς, υποχρεούται να υπομένει αγογγύστως τα επερχόμενα δεινά, ευχαριστών την φιλάνθρωπη του Θεού οικονομία, η οποία υπό μορφήν εξοφλήσεως των οφειλομένων πραγματεύεται τη σωτηρία μας.
Υπάρχουν ασφαλώς και οι δοκιμαστικές θλίψεις, παραχωρούντος του Θεού, στις ενάρετες ψυχές, για ν’ ανακαλυφθούν ποιές είναι για ωφέλεια του κόσμου. Μερικές φορές παραχωρούνται σε μερικούς προς αναχαιτισμό μελλόντων σφαλμάτων, τα οποία από την άγνοια ή εμπάθειά του θα έπραττε ο άνθρωπος, εάν δεν τον προλάμβανε ο πειρασμός που επέτρεψε ο Θεός. Υπάρχουν και οι κατ’ οικονομίαν αναλαμβανόμενοι από άλλους ξένοι πειρασμοί και θλίψεις, όπως οι πειράζοντες τους πειραζομένους, οι αδικούντες τους αδικουμένους, οι συκοφαντούντες τους συκοφαντουμένους. Αντιστρόφως, αναλαμβάνουν τα βάρη και τους πειρασμούς των τέκνων οι πνευματικοί πατέρες, οι προσευχόμενοι υπέρ των ευχομένων και γενικώς οι συμπάσχοντες τοις πάσχουσι.
Δεν είναι βεβαίως εύκολο στον απλό άνθρωπο να εισδύσει στην λεπτομέρεια των αβυσσαλέων του Θεού κριμάτων, όπου και υπάρχει ο πνευματικός νόμος. Προτιμότερο είναι να υπομένει κανείς καρτερικά και αγογγύστως τα επερχόμενα δεινά ευχαριστώντας την σωστική πρόνοια του Θεού και στοργή, ο οποίος όλους οδηγεί προς επιστροφή και σωτηρία. Γενικώς οι Πατέρες τονίζουν ιδιαιτέρως, ότι κάθε πειρασμός, ως θλίψη και οδύνη, είναι επωφελής και επομένως κάθε μομφή αντιστάσεως και γογγυσμού είναι παραλογισμός και αποτυχία. Ο αγαθός Δεσπότης μας, ο οποίος «τοσούτον ηγάπησεν τον κόσμον, ώστε έδωκε τον μονογενή αυτού υιόν», ώστε να μη χαθεί κανένας, και ο οποίος «ου θέλει τον θάνατον του αμαρτωλού ως το επιστρέψαι και ζην αυτόν», πώς είναι δυνατόν να χαίρεται στις θλιβερές περιπέτειες των δούλων του, εκείνος που «έτι αμαρτωλών όντων ημών υπέρ ημών απέθανε» κατά το ανθρώπινο εκουσίως;
Αναφερόμενοι στους εκουσίους πόνους και τις θλίψεις, στους οποίους υποβαλλόμεθα, θεωρούμε απαραίτητο να προσθέσουμε και το εξής συμπληρωματικό. Ο αγώνας και η δύναμη που μας παρασύρει να μη πειθαρχήσουμε στον νόμο του καλού και της αρετής δεν είναι εντολή ή πρόσταγμα Δεσποτικό που μας εξαναγκάζει σε τυφλή υποταγή. Είναι ο δαμασμός της αρρωστημένης παραφύσεως, «εγκειμένης επί τα πονηρά εκ νεότητος αυτής», και επομένως ο κόπος της αγωνίας είναι για να μη παρασυρθούμε στα παρά φύσιν κακά, τα οποία έλαβαν την αρχή από τη μεταπτωτική διαστροφή και γιγαντώθηκαν επικτήτως με τη προηγούμενη αμέλειά μας λόγω της αγνωσίας μας. Ο αγώνας του δικαίου να μη γίνει άδικος δεν γεννάται από την εντολή του δογματίζοντος την δικαιοσύνη, αλλ’ από τη λογική κρίση της ανθρώπινης προσωπικότητας, η οποία επιβάλλει τους κανόνες της αξιοπρέπειας από την ευγένεια της φύσεώς μας.
Το ίδιο συμβαίνει και με τις υπόλοιπες αρετές, της σωφροσύνης, της πραότητας, της αοργησίας, της ταπεινοφροσύνης, της αγάπης και των άλλων. Ο μη αγωνιζόμενος να διαμένει στο ύψος των αρετών αυτών, κατ’ ανάγκην θα υποκύψει στις αντίστοιχες κακίες, οπότε διαφθείρεται και ξεπέφτει και αποθνήσκει ο άνθρωπος. Πού λοιπόν ευρίσκεται δικαιολογημένη πρόφαση γογγυσμού στους μικρόψυχους, οι οποίοι ανθίστανται στη θλίψη και τον πόνο και, θέλοντας να ζουν κατά το θέλημα της καρδίας ή μάλλον της ηδυπάθειάς τους, φθάνουν στο κατάντημα να ρωτούν, τί πειράζει αυτό; Και τί πειράζει εκείνο; Προτιμούν αυτοί να πνιγούν στα ρηχά! Τί πειράζει αν κάποιος γίνει λίγο άδικος, εννοείται και ηθικώς και υλικώς ή τί πειράζει αν γίνει λίγο υποκριτής και φιλάρεσκος; Ή πάλιν, τί πειράζει αν γίνει λίγο εγωιστής και κενόδοξος; Ή εάν απολύσει την καρδίαν στο εμπαθές πεδίον της φιλαυτίας;
Εάν μας πλανήσει ο εχθρός της αληθείας και πατέρας της αμαρτίας διάβολος να συγκαταβούμε σε απλή μόνον περιέργεια ή περιγραφή της αμαρτίας, γνωρίζει, ότι εύκολα αιχμαλωτιζόμαστε, διότι έχει έλξη δυσαπόσπαστη και, μετά, βίαν ακράτητη προσπαθώντας να μας υποτάξει στον κανόνα της συγκαταβάσεως και του συμβιβασμού. Όπως η σφήνα έχει αιχμή λεπτότατη και ασήμαντη μεν αλλ’ όταν εισδύσει σε ελαχίστη σχισμή, διαχωρίζει τα ενωμένα, έτσι συμβαίνει και με την αμαρτία, την οποίαν σαφώς χαρακτηρίζουν οι θειότατοι Πατέρες ως «πυρ κατά καλάμης, λίθον κατά πρανούς, χαράδραν τας διεξόδους ευρύνουσαν». Γι’ αυτό λέγουν πάλιν οι Πατέρες «ει φεύγεις, φεύγε παντελώς, ει δε κρατηθείς μερικώς, αδύνατον να λυτρωθείς από την ολική αιχμαλωσία». Αυτά εδώ τα αναφέραμε προς διασάφηση της θέσεως των εκουσίων θλίψεων και πόνων, οι οποίοι κρίνονται εκ των ων ουκ άνευ, δηλ. των απαραίτητων, για τους φυσιολογικούς τρόπους και λόγους της στάσεως και συγκρατήσεώς μας στη φυσική ζωή και κατάσταση.
Η περίληψη άρα της αρχής του θέματός μας, ποιά θέση έχουν στη ζωή μας ο πόνος και οι θλίψεις γενικώς, είναι η θετική, ότι χωρίς τα θλιβερά ματαιώνεται η επιτυχία της συν τη χάριτι ανακαινίσεώς μας και μεταβολής απ’ αυτής της εισαγωγής μέχρι της τελειώσεώς μας «εις άνδρα τέλειον, εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού». Υπάρχουν εύστοχα παραδείγματα και αποφθέγματα και περιγραφές από τους θεοφόρους Πατέρες μας, πλήρη πάσης σοφίας και επιστήμης στο θέμα αυτό, και όσοι θέλουν ας εγκύψουν ιδιαίτερα στον λεγόμενο πνευματικό νόμο, για να διδαχθούν και φωτισθούν λεπτομερέστερα, διότι εμείς μόνον μία σύντομη απάντηση δώσαμε στο γενικό αυτό ερώτημα.
Ο φιλανθρωπότατος Δεσπότης μας εκέντρισε την απέχθεια του πόνου και της οδύνης, η οποία παρά φύσιν ακολούθησε την πτώση μας, σε χρήσιμη ύλη και αφορμή και μας έγινε αιτία κέρδους και προκοπής το όργανο του θανάτου και της φθοράς. Εκεί που άλλοτε η έννοια του πόνου και του θανάτου προκαλούσε τη φρίκη και την αποστροφή τώρα, εκ διαμέτρου αντιθέτως προκαλεί εξυγίανση, κάθαρση, φωτισμό, και τελείωση εν Χριστώ. Αν ο Απ. Παύλος «εκαυχάτο εν τοις παθήμασιν» αυτού και γενικώς εν τω σταυρώ του Χριστού και όλοι οι Άγιοι δοκιμάσθηκαν με πολλές θλίψεις και ετελειώθησαν και πολλάκις τους εδίδετο σκόλοψ πειρασμού, «ίνα μη υπεραίρωνται», πόσοι άραγε σκόλοπες και σκώμματα και πειρατήρια θα δοθούν σε εμάς, για να ταπεινωθούμε και «μάθωμεν κα¬λά ποιείν οι μεμαθηκότες τα κακά»;
Θα πω και κάτι, που να μη φανεί παραδοξολογία. Και μόνον, ότι ο γλυκύτατός μας Ιησούς, η ζωή μας, «εκένωσε εαυτόν» και «διά παθημάτων και Σταυρού» πραγματοποίησε τη σωτηρία μας, και να μην επεβάλετο ως φυσική πορεία ο δρόμος των θλίψεων, έπρεπε, λέγω, να προτιμηθεί αυτός μόνον και μόνον διότι ο Κύριός μας αυτόν εβάδισε εφ’ όσον κανών της αγάπης είναι η αφοσίωση κατά το δυνατόν μετά του αγαπωμένου. Δεν νομίζω, ότι μένει πλέον περιθώριο εις τους, κατ’ εμέ ράθυμους και οκνηρούς να παρατείνουν ακόμη την αδράνειά τους προφασιζόμενοι ματαίως διότι «ώρα ημάς εξ ύπνου εγερθήναι, οι γαρ καθεύδοντες νυκτός καθεύδουσι. Ύπνωσαν ύπνον και ουδέν εύρον πάντες οι άνδρες του ύπνου ταις χερσίν αυτών»
Ουδέποτε κανένας δεν πειράζει τον άλλον, μηδέ αυτού του σατανά εξαιρουμένου, ως πηγής του κακού, διότι τίποτε δεν βρίσκεται απρονόητο από τον Δημιουργό. Κάθε πειρασμός ή θλίψη, που συμβαίνει, δεν προέρχεται από το αίτιο, που τον μετέφερε ή τον προκάλεσε αλλά επέμφθη σε μας από την του Δικαίου Κριτού ακριβέστατη δικαιοσύνη με σκοπό όχι την εκδίκηση αλλά τη θεραπεία της δικής μας νοσηρότητας. Εάν «επί χειρών αρούσιν ημάς αι ουράνιαι δυνάμεις πεμπόμεναι, ίνα μη προσκόψωμεν προς λίθον τον πόδα ημών» και ο Κύριος διατείνεται, ότι «αι τρίχες ημών ηριθμημέναι εισίν» και τα τόσα άλλα της Γραφής, που επισημαίνουν την περιεκτική και σωστική του Θεού προς τα κτίσματα αυτού πρόνοια, πώς δύναται να αδικεί ή να επιβουλεύεται ένα πλάσμα το έτερον; Όργανα κολαστικά μεταβάλλονται μόνον κατά καιρούς και περιστάσεις τα προκαλούντα τους διαφόρους πειρασμούς, για να θαυμάζομε τη δικαιοσύνη του Θεού, που φθάνει μέχρι των λεπτομερέστερων μορίων της κτίσεως προς ισορροπία του γενικού σκοπού της εξ αρχής δημιουργίας.
Κανένας λοιπόν να μη δυσανασχετεί για τα συμβαίνοντα δεινά, αλλ’ ας ερευνά να βρει την αιτία τους στη δική του ραθυμία και προδοσία και με γρήγορη και ειλικρινή μετάνοια να σταματά την ποινή, διότι γι’ αυτό ακριβώς εδόθησαν, όπως ανωτέρω γράψαμε. «Ει γαρ εαυτούς εκρίνομεν, ουκ αν εκρινόμεθα. Κρινόμενοι δε υπό του Κυρίου παιδευόμεθα, ίνα μη συν τω κόσμω κατακριθώμεν». Και πάλιν λέγει ο Σωτήρ: «ο μη ων μετ’ εμού κατ’ εμού έστι και ο μη συνάγων μετ’ εμού σκορπίζει». Όποιος λοιπόν θέλει να μένει μετά του Κυρίου μας Ιησού και να συνάγει μετ’ Αυτού πάντοτε, ας θυμάται την εντολή «εργάζεσθαι και φυλάσσειν» και ότι γι’ αυτήν ακριβώς όλοι οι Άγιοι «εφύλαξαν οδούς σκληράς», γνωρίζοντες ότι όντως «η εντολή αυτού ζωή αιώνιος έστιν», ο δε διαφορετικώς σκεπτόμενος και εργαζόμενος θα σκορπίζει όχι πλέον κάποιαν ύλη αλλ’ αυτή την ίδια τη ζωήν του.
Γέροντος Ιωσήφ, Πατερικές Μορφές της Ι. Μ. Σταυροβουνίου Κύπρου και οι θλίψεις στήν ζωή μας.
Εκδ. «Ορθόδοξος Κυψέλη»

Επιμέλεια Θέματος:ΝΟΤΑ ΧΑΡΑΣ

Σάββατο 2 Μαΐου 2015

Λίγα λόγια αγάπης‏

alt
1. Κάθε τόπος μπορεί να γίνει τόπος Ανάστασης. Φτάνει να ζείς την Ταπείνωση τού Χριστού.
2. Να κοιμάσαι. Φτάνει να είσαι σέ εγρήγορση.
3.
Υπάρχουν άνθρωποι που αγρυπνούν για μερικούς, και υπάρχουν άνθρωποι που αγρυπνούν για όλους.
4. Όχι μιά γνώση που μαθαίνεις, αλλά μία γνώση που παθαίνεις.
Αυτή είναι η Ορθόδοξη Πνευματικότητα.
5. Μη θέλεις τα πολλά, τα παραδίπλα σου, ή τα πέρα μακριά.
Αντίθετα φρόντισε αυτό το λίγο που έχεις να το Αγιάσεις.
6.
Μία είναι η Μόρφωση: το να μάθουμε πώς να αγαπάμε τον Θεό.
7. Δεν υπάρχει τίποτε πιο φθηνό από το χρήμα.
8. Καλύτερα η Κόλαση εδώ, παρά στον Άλλο Κόσμο.
9.
Δεν είναι αυτό που λέμε, αλλά αυτό που ζούμε. Δεν είναι αυτό που κάνουμε, αλλά αυτό που είμαστε.
10. Φόρεσα το Ράσο, και δεν μιλώ πια αν δεν με ρωτήσουν.
Το Ράσο μιλά.
11.
Άν έχεις αγάπη για όλο τον κόσμο, όλος ο κόσμος είναι όμορφος.
12. O
Χριστιανός είναι αυτός που εξαγνίζει την αγάπη και αγιάζει την εργασία .
13. Ο σκοπός είναι ακόμα κι όταν στο κεφάλι έχουμε τόν...
Παράσιτο, στην καρδιά μας να έχουμε τόν Παράκλητο.
14.
Γινόμαστε το αντικατόπτρισμα του Ουρανού με το Γενηθήτω το Θέλημά Σου ως εν Ουρανώ και επί της Γης.
15. Όποιος αγαπά δεν το νοιώθει.
Όπως δέν νοιώθει ότι αναπνέει.
16.
Όταν είναι ανοιχτές οι πόρτες του Ουρανού, είναι ανοιχτές και στη Γη.
17. Όταν δεν περισπάται ο νους στα κοσμικά και είναι ενωμένος με τον Θεό, τότε και η καλημέρα που θα πούμε, είναι σαν να δίνει ευλογία.
18. Το όχι και κάθε άρνηση καταστρέφει την ενέργειά μας.
19. Δεν πρέπει να υπάρχουμε μπροστά στο κατ' εικόνα και ομοίωσιν του Άλλου.
20. Στη ζωή μας, στην αρχή έχουμε ανάγκη από την παρουσία κάποιου άλλου προσώπου αγαπητού ή φιλικού.
Όσο προχωρούμε, ο Ένας, ο Θεός, μάς γεμίζει με την Αγάπη και την Χαρά Του τόσο ώστε Κανένας να μην χρειάζεται πιά. Όλα αυτά τα κάνει στην αρχή η ψυχή γιατί ακόμα δεν ξέρει Ποιον αγαπά και θαρρεί πως είναι εκείνος ο άνθρωπος...
21. Ο Θεός πολλές φορές δεν θέλει την πράξη, αλλά την διάθεση.
Του αρκεί να σε δει πρόθυμο να κάνεις την Εντολή Του.
22.
Ο Ιησούς Χριστός έδωσε την χρυσή τομή: και μόνος και μαζί με τους άλλους.

23. Ο Θεός όταν μας έκανε, μάς έδωσε την Ζωή και μας εμφύσησε το Πνεύμα Του. Αυτό το Πνεύμα είναι η Αγάπη. Όταν μάς εγκαταλείψει η αγάπη, τότε γινόμαστε πτώματα. Είμαστε νεκροί πιά.
24. Ο Χριστιανός πρέπει να σέβεται το Μυστήριο της Υπάρξεως στον Καθένα και στο Κάθε τι.
25. Για να φτάσεις στο δεν υπάρχω, αγαπάς, αγαπάς, αγαπάς κι έτσι ταυτίζεσαι απόλυτα με τόν Άλλο, τον εκάστοτε Άλλο, και τότε στο τέλος της ημέρας αναρωτιέσαι: Θέλω τίποτε;
Όχι. Επιθυμώ τίποτε; Όχι. Μου λείπει τίποτε; Όχι... Αυτό είναι!
26.
Ο πνευματικά προχωρημένος άνθρωπος είναι αυτός που έφτασε να μην έχει «υπόσταση» και που έχει κατανοήσει βαθύτατα ότι ό,τι του συμβαίνει είναι είτε Θέλημα του Θεού, είτε Παραχώρηση του Θεού.
27. Μόνο όταν σταματήσει ο άνθρωπος τα διαβάσματα τα εκτός Ευαγγελίου, αρχίζει η πραγματική εσωτερική του πρόοδος. Τότε μόνο, ενωμένος με τόν Θεό διά της Ευχής, μπορεί να ακούσει το Θείο Θέλημα.

28.
Να μην θέλεις ποτέ τίποτε, παρά μόνο το Θέλημά Του και να δέχεσαι με αγάπη τα κακά που σού έρχονται.
29. Μη συσχετίσεις ποτέ τον άνθρωπο με τον κακό τρόπο που σου φέρεται.
Νά βλέπεις μέσα στην καρδιά του τον Χριστό.
30. Ποτέ να μην λές «γιατί περνώ αυτό»; Ή όταν βλέπεις τόν άλλο με τη γάγγραινα, τον καρκίνο ή την τύφλωση, να μην λές «γιατί το περνά αυτό»; Αλλά να παρακαλείς τον Θεό να σου χαρίσει το όραμα της άλλης όχθης...
Τότε θα βλέπεις όπως οι Άγγελοι τα γινόμενα εδώ όπως πραγματικά είναι: ΟΛΑ στο σχέδιο τού Θεού. ΟΛΑ.
31.
Άν είναι να ζεις μόνο για τον εαυτό σου, καλύτερα να μην γεννιέσαι.
32. Η Αχίλλειος πτέρνα των ανθρώπων βρίσκεται στις πολλές κουβέντες και στις συζητήσεις.
33. Το να είσαι ταπεινός ισοδυναμεί με το να μη θέλεις ποτέ να έχεις τύψεις συνειδήσεως.
34. Όταν έχεις λογισμό κατάκρισης, να παρακαλάς τόν Θεό να σού τον πάρει εκείνη την ώρα για να μπορέσεις να αγαπήσεις αυτό το πρόσωπο όπως το αγαπά Εκείνος.
Τότε, ο Θεός θα σε βοηθήσει και θα δεις τα δικά σου παραπτώματα. Άν ο Χριστός ήταν ορατός, θα μπορούσες να έχεις κατάκριση;
35. Άν κάποιος δεν σου αρέσει, σκέψου ότι στο πρόσωπό του βλέπεις τον Χριστό.
Τότε, δεν θα τολμήσεις ούτε να σκεφτείς να πεις λόγο κατάκρισης.
36. Πρέπει να αγαπάμε τους ανθρώπους και να τους αγκαλιάζουμε όπως μας τους φέρνει ο Θεός.
Έτσι ορίζει ο Ίδιος ο Κύριος και η Ορθόδοξη Παράδοση.
37. Κανένας δεν πρέπει να γίνεται δούλος ανθρώπου. Είμαστε δούλοι μονάχα του Θεού. Ηγοράσθητε γαρ τιμής, λέει ο Απόστολος. H δουλοπρέπεια δεν πρέπει να υπάρχει.
38
. Αυτά που λέμε μένουν στην Αιωνιότητα.
39. Μόνο όταν τελειοποιηθείς στην Αγάπη μπορείς να φτάσεις στην Απάθεια.
40. Αντιξοότητες έχουν μόνον όσοι δεν κάνουν κάτι με πραγματική αγάπη.
41. Η κρίση είναι φυσικό να έρχεται στον άνθρωπο.
Η κατάκριση και η επίκριση, γίνονται από κακία. Η Διάκριση είναι δώρο Θεού και πρέπει να προσευχόμαστε για να την δεχτούμε. Είναι απαραίτητη για την προστασία μας και την πρόοδο μας.
42. Η ζωή της Εκκλησίας βρίσκεται πέρα από κάθε ηθική πειθαρχία ή θρησκευτικά καθήκοντα.
Είναι υπέρβαση της Ηθικότητας στην Πνευματικότητα.
43.
Ο αναποφάσιστος άνθρωπος δεν συμμετέχει στην ζωή.
44. Ο Θεός, όταν πρέπει, στέλνει κάποιον κοντά μας.
Όλοι είμαστε συνοδοιπόροι.
45.
Η γλώσσα του Θεού είναι η σιωπή.
46. Όποιος ζει στο Παρελθόν, είναι σαν τον πεθαμένο. Όποιος ζει στο Μέλλον με την φαντασία του, είναι αφελής, γιατί το Μέλλον είναι μόνον του Θεού. Η Χαρά του Χριστού βρίσκεται μόνο στο Παρόν. Στο Αιώνιο Παρόν του Θεού.
47. Προορισμός μας είναι να λατρεύουμε τον Θεό και ν' αγαπάμε τους συνανθρώπους μας.
48. Η ευτυχία και η γαλήνη είναι στην εκτέλεση των Εντολών Του.
49. Η σπουδαιότερη Φιλανθρωπία είναι να μιλάς καλά για τους ανθρώπους.
50. Και να θέλω, δεν μπορώ να στεναχωρηθώ.
Όταν στεναχωριόμαστε, είναι σαν να λέμε στον Θεό: «Δεν συμφωνώ. Δεν τα κάνεις καλά». Ύστερα, είναι και αχαριστία...
51. Η ομιλία μπρος και μέσα στην Ομορφιά είναι περιττή. Ταράζει την αρμονία.
52
. Με την επίκληση του Ονόματος του Χριστού σφυροκοπάμε το Εγώ μας.
53. Το Καντήλι της ψυχής μας είναι που πρέπει να είναι πάντα αναμμένο.
Ακοίμητο.
54.
Δίνοντας χαρά στους άλλους, εσύ την νοιώθεις πρώτα.
55. Καλύτερα να κάνεις Προσευχή με το στόμα παρά να μην κάνεις καθόλου.
56. Ο Θεός να παρεμβάλλεται μεταξύ εσού και του σκοπού σου.
Όχι ο σκοπός σου μεταξύ εσού και του Θεού.
57.
Η επιθανάτια αγωνία είναι η προσπάθεια που κάνει η ψυχή να ελευθερωθεί και να τρέξει να απαντήσει τον Κύριο.
58. Η αλληλογραφία είναι ο μόνος τρόπος που συνδυάζει μοναξιά και συντροφιά.
59. Θαύμα είναι η κανονική πορεία των πραγμάτων, όπως την θέλει ο Θεός.
Αυτό που λέμε Θαύμα, για τον Θεό είναι το φυσικό.
60. Αν κάτι ανάποδο μας συμβεί, να μη ρωτήσουμε ποίος φταίει.
Γιατί μόνο εμείς φταίμε. Στην προσευχή μας, αν το ζητήσουμε, θα ανακαλύψουμε τον λόγο. Ή δεν αγαπήσαμε όσο έπρεπε, ή παραβήκαμε κάποιαν άλλην Εντολή, ή λάθος χειρισμό κάναμε, ή προηγηθήκαμε εκεί που δεν έπρεπε, ή βασιστήκαμε εκεί που δεν έπρεπε.
61.
Όταν χάσουμε κάτι, να λέμε: «Απάλλαξε με έτσι Κύριε κι από κάθε κακή σκέψη που κάνω για τον Πλησίον μου».
62. Η μέριμνα είναι γι' αυτούς που δεν έχουν Πίστη.
63. Η αγάπη είναι μόνο πάνω στον Σταυρό.
64. Δυσκολεύουν οι σχέσεις όταν το Εγώ στέκεται πάνω από το Εσύ.
65. Ο Θεός όπως αγαπάει εσένα, έτσι αγαπά και τους εχθρούς σου.
66.Θέλεις να προσευχηθείς; Ετοιμάσου να απαντήσεις μυστικά τον Κύριο.
67.Μερικοί άνθρωποι γίνονται δοχεία της Δυνάμεως του Σκότους κατά Παραχώρηση Θεού για ατομική μας δοκιμασία και πρόοδο.
68. Δεν πρέπει να ταράζεσαι, γιατί η ταραχή απομακρύνει κάθε Βοήθεια.
69. Αν κατορθώσει κανείς να συζή με τον κόσμο, όπως το λάδι και το νερό στο καντήλι που δεν ανακατεύονται, τότε είναι εν Θεώ. Εν τω κόσμω αλλ΄ ουκ εκ του κόσμου.
70.Όλοι είμαστε δοχεία. Πότε του Φωτός και πότε του Σκότους.
71.Την ώρα της κρίσεως και του προβλήματος, μην ανοίξεις το στόμα σου. Μην πεις τίποτε γιατί θα το μετανιώσεις χίλιες φορές. Πες το στους Αγγέλους να το πάνε στα Πόδια του Κυρίου και ζήτησέ Του Άγγελον Ειρήνης για να ειρηνεύσεις.
72.Οι άνθρωποι καμμιά φορά μας ζητούν οδηγίες ή συμβουλές για να κρυφτούν πίσω τους.
Μετά θα «φταίς» εσύ... Αλλά είναι πολύ πιθανό να μην τα εφαρμόσουν, οπότε είναι κόπος χαμένος.
73.
Όταν το εγώ σπάσει και γίνει εσύ, κι όταν και το εσύ σπάσει και γίνουν και τα δύο μαζί Εκείνος, τότε όλοι μας γινόμαστε δικοί Του.
74. Όταν για κάτι νοιώθεις ένα ξεσήκωμα, μία λαχτάρα, ένα «αχ», τότε, μετά από ένα χρονικό διάστημα που ο Θεός καθορίζει θα γίνει.
75. Εμείς οι ίδιοι δεν μπορούμε ν΄ απαλλαγούμε από κανένα μας ελάττωμα. Εκείνος μας τα βγάζει· ένα-ένα.
76. Κάνε εσύ αυτό που πρέπει να κάνεις, κι ο Θεός θα κάνει κι Εκείνος αυτό που πρέπει να κάνει.
77. Πρέπει κάθε μέρα να Του ζητάμε να μας σπάσει το Θέλημα και να το κάνει Δικό Του για να γίνουμε όπως Εκείνος θέλει.
78.
Δεν πρέπει να παραδοθούμε στο Θέλημά Του. Αυτό το κάνουν οι στρατιώτες. Εμείς τα Παιδιά Του, πρέπει να Του το προσφέρωμε το θέλημά μας μαζύ με όλον τον εαυτό μας. Στο χάλι του. και να Του πούμε: «Σου προσφέρω όλα μου τα στραβά και τα ατελή. Κάνε τα ίσια».
79. Η Χάρις του Θεού έρχεται όταν σηκώσουμε το χέρι μας.
Αυτό, είναι η Πίστη που έλκει την Χάρη του Θεού. Γιατί ο Θεός είναι έτοιμος να δώσει την Χάρη Του, αλλά πού είναι το χέρι; Ο Θεός «βρέχει» την Χάρη Του, κι εμείς ή φοράμε καπέλλο ή κρατάμε ομπρέλα...
80.
Αν βρεθεί ξένος που θα κατακρίνει την Ελλάδα ή την Ορθοδοξία, δεν θα ταυτίζεις τα λεγόμενα με τον άνθρωπο, αλλά και δεν θα του αναφέρεις ποτέ τα χαρμόσυνα, όπως είναι η ανεύρεσις τιμίων Λειψάνων ή άλλα θαυμαστά που συμβαίνουν εδώ.
81. Δεν πρέπει να συζητάς για απόντες.
82. Ζούμε στην Ματαιότητα και νομίζουμε ότι κάπου ζούμε.
Κακόμοιροι άνθρωποι...
83. Αχ Κύριε! Συγχώρεσέ μας που καμμιά φορά περπατάμε καμαρωτά σαν τα πετειναράκια με το λοφίο τους που νομίζουν ότι κάποια είναι.
84. Κακόμοιροι άνθρωποι! Εκλαμβάνουμε το φθαρτό για Αθάνατο και το Αθάνατο για ανύπαρκτο.
85.
Το κακόμοιρο το κρεμμύδι! κι αυτό την προσφορά του δίνει το κατά δύναμιν...
86. Τι ωραίο που είναι το Μυστήριο του Αύριο!
87. Ο Άνθρωπος μία φορά παίρνει το μάθημά του.
Άμα δεν το πάρει την πρώτη, θα πει ότι κάτι τρέχει στο υποσυνείδητό του που τον εμποδίζει.
88. Ο Κύριος είπε: όποιος θέλει κάτι, πιστεύοντας θα το λάβει.
Φθάνει να είναι σύμφωνο το αίτημα με τις Εντολές του Θεού, δηλαδή με την Αγάπη.
89. Μη τερείς τους άλλους από τα ψίχουλα που πέφτουν από το τραπέζι, από τον Άρτο της Ζωής που σου προσφέρει Ολόκληρο ο Κύριος.
Όλοι πεινούν και διψούν για Αγάπη, σαν τον Λάζαρο που τρεφόταν από τα ψιχία που πέφταν από το τραπέζι του Πλουσίου.
90. Δεν έχουμε δικαίωμα να μη λάμπουμε εξ αντανακλάσεως το Φως του Κυρίου.
Δεν πρέπει να είναι τίποτα υπό το μόδιον...
91. Όλα έχουν δύο όψεις, σαν δίκοπο μαχαίρι. Εκείνο που σήμερα δημιουργεί, αύριο καταστρέφει. Ο νοών νοείτω.
92 .Σ' ένα καράβι, μπορεί μερικοί ναύτες να σκοτώνονται και να τρώγονται.
Το καράβι όμως πάει το ταξείδι του και φτάνει στον προορισμό του. Έτσι και η Εκκλησία. Γιατί στο τιμόνι είναι ο Χριστός.
93.
Αν ήξερες ότι δεν είσαι Εδώ, θα ήσουν Εκεί.
94. Για να γίνει το θαύμα αρκεί να αγαπάμε.
Ούτε η προσευχή, ούτε το καμποσχοίνι έχουν τέτοια δύναμη.
95.
Η πείρα μου με δίδαξε ότι κανένας δεν μπορεί να βοηθήσει κανέναν, παρ΄ όλη τη θέληση και την αγάπη, η βοήθεια έρχεται μόνον όταν έρθει η Ώρα του Θεού, από τον Έναν.
96. Είμαστε χρήσιμοι μόνο όταν δεν υπάρχουμε για τον εαυτό μας.
Και το αντίθετο.
97. Δεν πρέπει να παίρνουμε αποφάσεις για τους άλλους. Να το αφήνουμε στους Αγγέλους, κι αυτοί βρίσκουν πάντα την καλύτερη λύση.
98. Σαν τον Σίμωνα τον Κυρηναίο πρέπει να είμαστε πάντα έτοιμοι να τρέξουμε εις βοήθειαν του συνανθρώπου.

Αμήν κύριε Αμήν Γένοιτο
Πρωτοπρεσβύτερος Μιχαήλ Μεγαγιάννης