Πέμπτη 25 Αυγούστου 2016

Aπληστία τσιγγουνιά και ελεημοσύνη Στάρετς Σάββας ὁ Παρηγορητής»




Ὁ στάρετς (Σάββας ὁ Παρηγορητής) ἀγωνιζόταν ἐπίμονα κατὰ τῆς τσιγγουνιᾶς καὶ τῆς ἀπληστίας, τῆς ἀσυμπάθειας πρὸς τὸν πλησίον, γιὰ τὴν ἄκαρπη συσσώρευση τοῦ πλούτου. Ἔλεγε ὅτι τέτοιοι ἄνθρωποι, ποὺ ζοῦν μόνο γιὰ τὴν δική τους ἱκανοποίηση, ποὺ δὲν θέλουν νὰ σκέφτονται τοὺς φτωχοὺς ἀδελφούς τους, εἶναι ὅμοιοι μὲ τὸν ἄπληστο πλούσιο τοῦ Εὐαγγελίου. Ὁ στάρετς καλοῦσε τοὺς ἀνθρώπους ποὺ εἶχαν πλοῦτο νὰ βοηθοῦν τοὺς φτωχούς, ἀκολουθώντας τὰ λόγια τοῦ ἀποστόλου: «Οἱ ἔχοντες ὡς μὴ ἔχοντες καὶ οἱ μὴ ἔχοντες ὡς ἔχοντες». Μὲ τὸ παράδειγμα τῆς φύσεως ἀποκάλυπτε τὴν ἀμοιβαία σχέση τῶν δημιουργημάτων τοῦ Θεοῦ:
 
Τὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως καὶ τῆς ἐπιστήμης συμπληρώνουν τὸ ἕνα το ἄλλο, μοιράζονται μεταξύ τους ὅ,τι ἔχουν, καὶ ἡ φύση στὸ λογικὸ ὅν, τὸν ἄνθρωπο, δίνει τὰ ἀγαθά της: τὸ φῶς, τὴ θερμότητα, τὴν ὑγρασία καὶ μ’αὐτὸν τὸν τρόπο διατηρεῖται ἡ ζωή του καὶ ἡ ζωὴ τοῦ ὀργανικοῦ κόσμου. Ἀλλὰ ἐμεῖς, τὰ λογικὰ ὄντα, οἱ ἄνθρωποι, συχνὰ μετατρεπόμαστε σὲ τσιγγούνηδες, ἀναίσθητους, κουφοὺς στοὺς στεναγμοὺς καὶ τὶς κραυγὲς τῶν ἀδελφῶν μας. Γι’ αὐτὸ ἂς μοιραστοῦμε ἀμοιβαία τα ἀγαθά μας ὁ ἕνας μὲ τὸν ἄλλο, ἂς ζηλέψουμε τὴν ἀγαθὴ ἀφιλοχρηματία, ἂς μοιραστοῦμε τὰ ἀγαθὰ χωρὶς τσιγγουνιὰ καὶ ἀλαζονία, ἀλλὰ μὲ γενναιοδωρία, μὲ πραότητα καὶ ταπείνωση. Ἡ τσιγγουνιὰ καὶ ἡ φιλοχρηματία καταστρέφουν τὴν ψυχή, καὶ στὴν ἐπίγεια ζωὴ αὐτὰ τὰ πάθη ὁδηγοῦν σὲ βαρειὲς συνέπειες.
 
Ὑπάρχει ἡ ἑξῆς διήγηση: Τρεῖς ἄνθρωποι, ἐνῷ βάδιζαν στὸ δρόμο, βρῆκαν ἕνα θησαυρὸ κι ἀποφάσισαν νὰ τὸν καρπωθοῦν.
Τὸν μετέφεραν σ’ ἄλλο μέρος κι ἔστειλαν τὸν ἕνα ἀπ’ αὐτοὺς στὴν πόλη γιὰ νὰ ἀγοράσει κρασὶ καὶ νὰ τὸν γλεντήσουν. Οἱ δύο ποὺ ἔμειναν συμφώνησαν νὰ τὸν σκοτώσουν, ὥστε ὁ πλοῦτος νὰ μείνει σ’αὐτούς. Ἐκεῖνος ὅμως, ἀφοῦ ἀγόρασε τὸ κρασί, πῆγε σ’ ἕνα φαρμακεῖο κι ἀγόρασε δηλητήριο γιὰ νὰ δώσει στοὺς ἄλλους δυό τὸ δηλητηριασμένο κρασί, ὥστε νὰ κρατήσει μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό του τὸ θησαυρό. Καὶ νὰ τί ἔγινε. Ὁ ἕνας ἦρθε ἀπὸ τὴν πόλη μὲ τὸ κρασί. Οἱ ἄλλοι δυὸ τὸν σκότωσαν κι ἄρχισαν νὰ πίνουν τὸ κρασί. Δηλητηριάστηκαν κι ἔτσι ἀπολέσθηκαν τρεῖς ψυχές.
Ἡ εὐσπλαχνία εἶναι μεγάλη ἀρετή. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Ἐλεήμων θεωροῦσε χαμένη τὴν ἡμέρα ποὺ δὲν ἔκαμε ἐλεημοσύνη στὸν πλησίον. Οἱ ἐνάρετοι ἄνθρωποι ψάχνουν εὐκαιρία γιὰ νὰ βοηθήσουν κάποιον. Ἡ Παναγία ἰδιαιτέρως χαίρεται ὅταν οἱ χριστιανοὶ κάνουν ἐλεημοσύνη στὸν πλησίον, καὶ ὀργίζεται μὲ τοὺς σκληροκάρδιους καὶ ἄσπλαχνους ἀνθρώπους.
 
Σὲ μιὰ οἰκογένεια συνέβη μιὰ δυστυχία. Αὐτοὶ ποὺ ὑπέφεραν ζητοῦσαν ἀπὸ τὸν πατέρα Σάββα νὰ προσευχηθεῖ καὶ οἱ ἴδιοι παρακαλοῦσαν τὸν Κύριο νὰ ἐλαφρώσει τὸ βάσανό τους, ἀλλὰ ἡ θλίψη δὲν περνοῦσε. Τότε ὁ π. Σάββας κατὰ τὴ διάρκεια μιᾶς παρακλήσεως εἶπε:
 
Συμβαίνει κάποτε ὁ Κύριος νὰ στέλνει στοὺς ἀνθρώπους κάποια συμφορὰ ἐξαιτίας τῆς ἀσπλαχνίας τους. Καὶ αὐτοὶ προσεύχονται· ζητοῦν ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ τοὺς λυτρώσει ἀπ’ αὐτὴν τὴν θλίψη. Ὁ Κύριος ὅμως, σὰν νὰ μὴν ἀκούει τὴν προσευχή τους δὲν ἐλαφρώνει τὴ θλίψη τους. Ὁ Κύριος ἀκούει ὅλες τὶς προσευχές, ἀλλὰ καθυστερεῖ, γιατί περιμένει νὰ δείξουμε εὐσπλαχνία. Χωρὶς εὐσπλαχνία οὔτε ὁ Κύριος δείχνει τὸ ἔλεός Του. Κάποιοι ἀπομονώθηκαν στὰ ὅρια τῆς οἰκογένειάς τους καὶ δὲ δίνουν σημασία στοὺς πτωχούς, αὐτοὺς ποὺ ἔχουν ἀνάγκη βοήθειας.
            Ρώτησε κάποιος τὸ Γέροντα:
            - Κι ἂν κάποιος δὲν ἔχει χρήματα καὶ πράγματα, τί προσκόλληση μπορεῖ νὰ ἔχει;
            Ὁ Γέροντας ἀπάντησε:
            -  Ὅποιος δὲν ἔχει τὰ μέσα γιὰ ἐλεημοσύνη, ἀλλὰ φθονεῖ ἐκεῖνον ποὺ τὰ ἔχει, εἶναι κι αὐτὸς φιλάργυρος, λάτρης τοῦ πλούτου. Φύλαξέ μας, Κύριε, ἀπὸ τέτοιο πάθος! Ἂς εἴμαστε εὐχαριστημένοι μὲ τὰ πλέον ἀναγκαῖα γιὰ τὴ συντήρηση τοῦ σώματος, μὲ τὰ ἀπαραίτητα γιὰ νὰ τὸ ντύσουμε, ὥστε νὰ μὴν κρυώνει, γιὰ νὰ τὸ ἐνισχύσουμε μὲ τὴν τροφή, ὥστε νὰ μὴ γίνει ἀδύναμο καὶ νὰ εἶναι φίλος στὴν ψυχή, γιὰ νὰ δουλεύουμε στὸν Κύριο. Ὅλα τα ἄλλα εἶναι ὄλεθρος γιὰ τὴν ψυχή. Ἰδιαιτέρως φοβηθεῖτε τὴν πολυτέλεια, τὴ μίμηση στὴ μόδα. Μὴ μαζεύετε χρήματα. Ὅσα μένουν μοιράστε τα στοὺς φτωχούς. Κάποιοι τὰ βάζουν στὸ βιβλιάριο γιὰ τὴν «ἄσχημη ὥρα». Ἀλλὰ τί λέει ὁ προφήτης Δαυίδ; «Τὸ ἀργύριον αὐτοῦ οὐκ ἔδωκεν ἐπὶ τόκῳ» (Ψάλμ. 14,5) γιὰ μᾶς εἶναι ἀρκετὴ ἡ μέριμνα γιὰ τὴ σημερινὴ ἡμέρα. Στὴν Κυριακὴ προσευχὴ ζητοῦμε ἀπὸ τὸν Κύριο: «τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δὸς ἡμῖν σήμερον». Ἂς μὴ ζητοῦμε τίποτε σ’ αὐτὴ τὴν ἁμαρτωλὴ γῆ. Δὲν ἔχουμε ἐδῶ μόνιμη κατοικία, εἴμαστε ξένοι καὶ παρεπίδημοι στὴ γῆ.
 
Ὑπάρχει κι ἄλλο εἶδος πλεονεξίας, ἡ λεγόμενη βιβλιομανία, ὅταν δηλαδὴ κάποιοι μαζεύουν πολλὰ βιβλία, παρακλήσεις κ.λπ. καὶ μένουν ἄχρηστα. Καὶ οἱ ἴδιοι δὲν τὰ διαβάζουν καὶ φοβοῦνται νὰ τὰ δώσουν σὲ ἄλλους νὰ τὰ διαβάσουν. Ἕνας τέτοιος πνευματικὸς θησαυρὸς δὲν πρέπει νὰ μένει ἀχρησιμοποίητος. Τὸν καιρὸ ποὺ δὲν τὰ διαβάζεις δῶσε τα στοὺς ἄλλους. Εἶναι κι αὐτὸ ἕνα εἶδος εὐσπλαχνίας ποὺ εἶναι εὐάρεστο στὸ Θεό.
 
Μεγάλο πνευματικὸ ἔργο ἐπιτελοῦμε, ἂν παρηγοροῦμε τὸν λυπημένο, γιατί ἡ λύπη φέρνει τὸν πνευματικὸ θάνατο. Εἶναι καλὸ νὰ διαβάζουμε πνευματικὰ βιβλία, νὰ πηγαίνουμε στὴν ἐκκλησία ἀλλὰ δὲν εἶναι λιγότερο καλὸ νὰ παρηγοροῦμε τὸν πλησίον, ὅταν ἔχει ἀνάγκη. Ὅποιος δὲν ἔχει συμπάθεια στὴν καρδιά του καὶ εὐσπλαχνία γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, ἐκεῖνος δὲν φοβᾶται τὸ λόγο τῆς Ἁγίας Γραφῆς: «Ἡ γὰρ κρίσις ἀνέλεος ἐστὶ τῷ μὴ ποιήσαντι ἔλεος» (Ἰακ. 2,13). Τοὺς ἐλεήμονες ὅμως ἀναμένει μεγάλο ἔλεος κατὰ τὴν ἔσχατη Κρίση. «Μακάριοι οἱ ἐλεήμονες ὅτι αὐτοὶ ἐλεηθήσονται».
 
Ἡ ἐλεημοσύνη ἔχει καθιερωθεῖ ὄχι γιὰ τοὺς λαμβάνοντες, ἀλλὰ γιὰ τοὺς δίδοντες, γιατί αὐτοὶ οἱ τελευταῖοι λαμβάνουν μεγάλη ὠφέλεια, ἀφοῦ ἡ ἀρετὴ αὐτὴ προξενεῖ παρρησία τῶν ἐλεούντων πρὸς τὸν Θεόν. «Μακάριόν ἐστι διδόναι μᾶλλον ἢ λαμβάνειν».
Στὸν στάρετς ἄρεσε νὰ δίνει στοὺς φτωχούς, καὶ ζητοῦσε νὰ κάνουν τὸ ἴδιο καὶ τὰ πνευματικά του παιδιά. Ζητοῦσε ἐπίσης νὰ τὰ κάνουν ὅλα μὲ διάκριση καὶ τοὺς προειδοποιοῦσε ὅτι φτωχὸς δὲν εἶναι μόνο ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος στέκεται μὲ ἁπλωμένο τὸ χέρι. Ὑπάρχουν πολλοί, οἱ ὁποῖοι δὲν ζητοῦν, ἀλλὰ δὲν ἔχουν οὔτε ἕνα κομμάτι ψωμὶ γιὰ νὰ φᾶνε. Ὁ Ἅγιος Φιλάρετος ὁ Ἐλεήμων συνάντησε κάποτε ἕνα σεμνὰ ντυμένο φτωχὸ ἀξιωματοῦχο (στ’ ἀλήθεια πάμπτωχο), μπῆκε στὸ σπίτι του κι ἔφριξε ἀπὸ τὴ φτώχειά του. Γι’ αὐτὸ τοῦ πλήρωσε ὅλα τὰ χρέη.
Ἡ εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄπειρη. Ἐμεῖς προσβάλλουμε τὸν Κύριο, ἀλλὰ Αὐτὸς πάλι μᾶς δίνει χεῖρα βοηθείας καὶ μᾶς ἐξάγει ἀπὸ τὸν Ἅδη. Ἐμεῖς τὸν παροργίζουμε ἀλλὰ Αὐτὸς στέλνει τοὺς ἁγίους Ἀγγέλους γιὰ νὰ μᾶς βγάλει ἀπὸ τὴν κόλαση. Νὰ λέτε στὴν προσευχή σας: Κύριε, δῶσε μας τὴ δύναμη νὰ σταυρώσουμε «τὴν σάρκα» σὺν τοῖς παθήμασι καὶ ταῖς ἐπιθυμίαις», ὥστε νὰ μὴν προσβάλουμε πλέον τὴ μεγαλωσύνη Σου.
 
Ἀποσπάσματα ἀπὸ τὸ βιβλίο «Στάρετς Σάββας ὁ Παρηγορητής», ἐκδόσεις Ἄθως.
ἀναγνώσθηκε στὴν ἑορταστικὴ σύναξη τῶν συνεργατιδῶν τοῦ Κέντρου Ἐνοριακῆς Ἀγάπης
 
Ἐπεξεργασία π. Σάββας Γεωργιάδης
 
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου