Παρασκευή 8 Απριλίου 2016

Xριστιανισμός και Ελευθερία:»Η προβολή της ελευθερίας του ανθρώπου μέσω της Εκκλησίας».



Γεώργιος Ν. Μανώλης, Θεολόγος υπ. ΜΔΕ Ερμηνευτικής Θεολογίας

Στο χώρο της Εκκλησίας η ελευθερία του ανθρώπου δεν νοείται στη βάση που τη κατανοεί η κοινωνία των ανθρώπων, αντιθέτως υπάρχει μία ουσιαστικότερη και λεπτομερέστερη οπτική που συμπλέκει την ελευθερία του Θεού και του ανθρώπου. Απαραίτητη προϋπόθεση για την κατανόηση αυτού του σχήματος είναι η διάκριση ανάμεσα στους όρους θρησκεία, Εκκλησία, χριστιανισμός, οι οποίοι και ασφαλώς δεν ταυτίζονται. Η Θρησκεία είναι ανθρώπινο κατασκεύασμα, που πηγάζει από την ανάγκη του θρησκεύειν, ενώ η Εκκλησία είναι Θεία Αποκάλυψη, είναι η φανέρωση του Θεού στον άνθρωπο και όχι η δημιουργία του Θεού από τον άνθρωπο. Στην Θρησκεία ο Θεός είναι ζητούμενο ενώ στη Εκκλησία είναι αυτοαποκαλυπτόμενος. Τέλος αν ανατρέξουμε στην επιστήμη της γλώσσας και των εννοιών θα δούμε πως κάθε λέξη έννοια που λήγει σε -ισμός αποτελεί έκπτωση της έννοιας με την οποία είναι συνδεδεμένος, αν και εφόσον το περιεχόμενο της λέξης καταλήγει στο να νοηματοδοτεί ανθρώπινο κίνημα. Έτσι και ο όρος Χριστιανισμός ιδεολογικοποιεί τη χριστιανική αποκάλυψη.

Έχοντας κάνεις αυτές τις διαπιστώσεις ερχόμαστε να αναπτύξουμε τις σκέψεις μας επάνω στη σχέση Εκκλησίας και ελευθερίας. Η δημιουργία του κόσμου και του ανθρώπου είναι προϊόν της ελευθέρας βουλήσεως και της άκρας αγαθότητος του Θεού. Ο Θεός δημιουργεί με σοφία την κτίση με κορύφωση την δημιουργία του ανθρώπου,κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν αὐτοῦ. Κάθε δημιούργημά του έχει την αρχή του στον Θεό και στην προσωπική αυτεξουσιότητα που παράγεται μέσω αυτής της αρχής. Μόνη εντολή του Θεού προς τον άνθρωπο υπήρξε ἀπὸ … τοῦ ξύλου τοῦ γινώσκειν καλὸν καὶ πονηρόν, οὐ φάγεσθε ἀπ᾿ αὐτοῦ. Ο πρωτόπλαστος όμως μη αντιλαμβανόμενος τον χαρακτήρα του περιορισμού αυτού, παραβαίνοντας την θεία εντολή, οδηγείται στην αμαρτία και την απομάκρυνση του από τον Δημιουργό του. Έτσι η αμαρτία εισέρχεται στην ζωή των πρωτοπλάστων, συμπαρασύροντας μοιραία την ανθρώπινη φύση και σύνολη την κτήση που τη περιβάλει. Το αμάρτημα του Αδάμ ήταν τελικά η ιταμή συμπεριφορά προς τον Θεό και η συνεπεία τούτου διάρρηξη των σχέσεων του με τον πλησίον και κατεξοχήν με τον Δημιουργό.

Η πτώση του ανθρώπου συνεπάγεται την αμαύρωση του κατ’ εικόνα περιήλθε σε δυσμενή θέση και επήλθε η κακή αλλοίωση. Για τον άνθρωπο, λοιπόν, που βρίσκεται σε κατάσταση πτώσεως, η έννοια της ελευθερίας συσκοτίστηκε και απέκτησε άλλο νόημα αποκομμένο από την αληθινή εννοιολογική τοποθέτηση του όρου. Ο άνθρωπος βάλλεται από τη διαβρωτική επίδραση του κακού, έχοντας χάσει τον προορισμό του προς την απόλυτη και αληθινή ελευθερία.

Παρά ταύτα ο Θεός δεν εγκατέλειψε τον άνθρωπο. Μετά την πτώση του ανθρώπου, την απομάκρυνση από τον Θεό και κατά συνέπεια την υποταγή του στην φθορά και στον θάνατο, εμφανίζεται η ανάγκη της αποκαταστάσεως του ανθρώπου στο αρχαίο κάλλος και της επανατοποθετήσεώς του στον δρόμο της κοινωνίας με τον Θεό. Η αποκατάσταση αυτή δεν αποτελεί καταναγκαστική ενέργεια του Θεού, αλλά είναι αποτέλεσμα της απολύτως ελεύθερης ἐν ἀγάπῃ επιλογής του Θεού. Για τον ίδιο λόγο η αποκατάσταση αυτή δεν έχει και κανένα καταναγκαστικό στοιχείο για τον άνθρωπο. Για να αποκαταστήσει την πεπτωκυία φύση του ανθρώπου και να την σώσει από την αμαρτία και τον θάνατο, προς το σκοπό ακριβώς αυτόν ο Θεός οἰκονόμησε πραγματώνεται δια της ενανθρωπήσεως του Υιού και Λόγου του Θεού και πραγματοποίησε την σωτηρία του ανθρώπου, η οποία πραγματώνεται εντός της Εκκλησίας.

Η ελευθερία, τo αυτεξούσιο δηλαδή, αποτελεί στοιχείο της «κατ’ εικόνα Θεού» δημιουργίας του ανθρώπου, καθώς και για τη σωτηρία του. Ο Μέγας Βασίλειος αναφέρει χαρακτηριστικά πως «αρχή και ρίζα της αμαρτίας το εφ’ ημίν και το αυτεξούσιον». Ο άνθρωπος πολλές φορές αρνείται την κοινωνία του με το Θεό και καταγίνεται με τη μανιώδη επιδίωξη της κοσμικής ελευθερίας, μιας ελευθερίας που καταλήγει στην ανελευθερία, επειδή μακριά από το Θεό καιροφυλακτεί η παντοειδής υποδούλωση του ανθρώπου. Αποτέλεσμα είναι να θεωρείται ελευθερία κάθε υποδούλωση και η υποδούλωση στο Θεό ως δουλεία.

Επομένως η απόλυτη ελευθερία δε δύναται να υπάρξει, από τη στιγμή που η κατεξοχήν ελευθερία βρίσκεται μέσα στην ιδιοσυστασία του Θεού, ο οποίος είναι ο μόνος που κατέχει αποκλειστικά την απόλυτη ελευθερία και είναι ουσιαστικά ο μόνος που διακρίνεται για το αυτεξούσιό του. Ο άνθρωπος κινείται στα πλαίσια της ελευθερίας που έλαβε από το Θεό, μέσω του βίου του, που ταυτίζεται με την εν Χριστώ ζωή. Ο άνθρωπος που αποτελεί μέρος του όλου της εν Χριστώ ζωής, έχει τη δυνατότητα να γευθεί το δώρο της πραγματικής ελευθερίας μέσα από την κοινωνία με την πηγή της ελευθερίας, που δε θα μπορούσε να είναι άλλη από τον ίδιο τον Θεό, που μεταδίδει την απόλυτη μορφή της ελευθερίας στον κόσμο διαμέσου των άκτιστων ενεργειών Του. Ο άνθρωπος ως απόρροια της ενέργειας του Θεού, έγινε μέρος του κύκλου της ζωής μέσα από την εξάρτηση από τον Δημιουργό του. Ως κτίσμα λοιπόν ο άνθρωπος γίνεται δέκτης της ελευθερίας από το Θεό, μιας και είναι ο ίδιος εικόνα του Δημιουργού του και αποτελεί μια φύση που υπόκειται στη λογική και το αυτεξούσιο.

Η έννοια της ελευθερίας στην διδασκαλία της Εκκλησίας δεν έχει την έννοια της αυτονομίας, αλλά της ετερονομίας. Η ελευθερία ορίζεται στη σχέση του ανθρώπου με το Θεό, με το συνάνθρωπο και το περιβάλλον του. Αυτή η σχέση δεν είναι τίποτε άλλο από μια σχέση αγάπης. Χωρίς αγάπη δεν υπάρχει ελευθερία. Η αγάπη ενεργεί ελεύθερα, γιατί αφανίζει κάθε ιδιοτέλεια και εξαφανίζει κάθε σχέση εκδίκησης, υστεροβουλίας, συναλλαγής και άλλων σχέσεων.

Η ελευθερία είναι δωρεά του Θεού αλλά και υπόθεση του ανθρώπου, αφού μαζί με το «κατ’ εικόνα» έλαβε και το «καθ’ ομοίωσιν». Το «καθ’ ομοίωσιν» έχουν μόνο εκείνοι, οι όποιοι υπέταξαν και υποδούλωσαν με πολλή αγάπη την ελευθερία τους στο Θεό. Ο άνθρωπος γίνεται συνυπεύθυνος και συνδημιουργός της ελευθερίας του όσο αγωνίζεται να ανεξαρτητοποιηθεί από την αμαρτία και να ζήσει την εν Χριστώ ζωή.

Η ελεύθερη ανταπόκριση στην πρόσκληση του Θεού συνιστά την ουσία της εν Χριστώ ελευθερίας. Ελεύθερος δεν είναι ο χειραφετημένος, αλλά αυτός που υποτάσσεται στο Θεό. Ο αγώνας εναντίον των παθών, και κυρίως εναντίον του ανθρώπινου εγωισμού, είναι αγώνας για την απόκτηση της ελευθερίας.

Η εν Χριστώ ελευθερία καλλιεργείται μέσα στην αλήθεια. Σε αντίθεση προς το ψευδός, που υποδουλώνει τον άνθρωπο και κερδοσκοπεί σε βάρος της ελευθερίας του, η αλήθεια, που είναι ο Χριστός, απελευθερώνει τον άνθρωπο, «γνώσεσθε την αλήθειαν, και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς» και τον οδηγεί στη σωτηρία του. Σωτηρία που είναι αποτέλεσμα της συνέργειας δύο παραγόντων, της Θείας Χάριτος και της ανθρώπινης ελευθερίας.

Η Θεία Χάρις συνοδεύει τον άνθρωπο σε κάθε του βήμα και τον βοηθά και τον ενισχύει στον αγώνα του να ανταποκριθεί στην πρόσκληση της για σωτηρία. Στην ανθρώπινη ελευθερία εναπόκειται όμως, αν θα ανταποκριθεί ή αν την απορρίψει. Η σωτηρία αποτελεί δωρεά τον Θεού και την αποκτά εκείνος που ελεύθερα ενώνεται και κοινωνεί με το Θεό.

Η ελευθερία λοιπόν στη χριστιανική ζωή εξαρτάται απόλυτα από την αποστολή της Θείας Χάριτος του Θεού, ο οποίος είναι και ο μόνος που μπορεί να την προσφέρει στον άνθρωπο. Βέβαια, από τη στιγμή που ο άνθρωπος έχει δημιουργηθεί κατ’εικόνα και καθ’ομοίωση του δημιουργού του, τότε συνεργεί και αυτός στην κατάκτηση της αληθινής ελευθερίας, από τη στιγμή που είναι κάτοχος του αυτεξουσίου. Άλλωστε, το αυτεξούσιο του ανθρώπου βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με την ελευθερία, όχι μόνο στα πλαίσια της κτιστότητας του ανθρώπου, αλλά και σε σχέση με την κατ’εικόνα Θεού δημιουργία του. Ο άνθρωπος μέσα στα όρια της ελευθερίας που απολαμβάνει, καλείται να πορευθεί προς το αγαθό ή το κακό ανάλογα με την προαίρεσή του, ελεύθερος να αποφασίσει για τον προσανατολισμό του πάντα δυνάμει του αυτεξουσίου, που προϋποθέτει τη σχετική ύπαρξη λογικής.

«Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθήτω μοι». Η Εκκλησία μέσα από τον Σταυρό και την πρόσκληση για την άρση του από τον καθένα από εμάς προβάλει σε όλους τον τρόπο ζωής με τον οποίο καλείται να ζήσει ο άνθρωπος, ώστε συσταυρούμενος με τον Κύριο να αξιωθεί και αυτής της Αναστάσεως, αντλώντας από αυτόν δύναμη και χάρη. Ο Σταυρός του Χριστού είναι το σύμβολο της υπακοής, της ταπείνωσης, της αγάπης και της απόλυτης ελευθερίας, ενώ ταυτόχρονα είναι και το τρόπαιο κατά του μίσους, της ιδιοτέλειας, της αμαρτίας, των παθών, του εγωισμού και κάθε μορφής δουλείας.

Η ελευθερία τελικά είναι απόρροια της αποδέσμευσης του ανθρώπου από τα δεσμά των φθοροποιών δυνάμεων και η μόνη διέξοδος που οδηγεί στη σωτηρία είναι η συναίσθηση της ανθρώπινης αδυναμίας και η μεταβολή των στάσεων με σκοπό την ανάδειξη της καλύτερης πτυχής της ανθρώπινης φύσεως που έλκεται από το Θεό. Η ζωή του Χριστιανού δεν νοείται αποκομμένη από το αγαθό της ελευθερίας και συγχρόνως η αληθινή ελευθερία συναντάται αποκλειστικά ως στοιχείο της χριστιανικής ζωής. Η απόλυτη ελευθερία πραγματώνεται μέσα στη εν Χριστώ ζωή ως αναφαίρετο κομμάτι της και εκπληρώνει τον πρωταρχικό στόχο του πιστού, την ανακαίνισή του ως προσώπου και την πνευματική του τελείωση.

Ο Χριστιανός μέσα από τη ζωή της Εκκλησίας απολαμβάνει την ελευθερία και οριοθετεί τη συμπεριφορά του, χωρίς αυτό να σημαίνει πως η ελευθερία του περιορίζεται ή αίρεται. Άλλωστε το Ευαγγέλιο δεν επιβάλει κανόνες και πρακτικές, αλλά καθίσταται οδηγός και βακτηρία του ανθρώπου εξασφαλίζοντας το δώρο της ελευθερίας. Ο Χριστιανός γεύεται την ελευθερία στην παρούσα ζωή, η πλήρη βίωση της οποίας πραγματοποιείται στα έσχατα.

Με το έργο της Θείας Οικονομίας, που πραγματώθηκε στο πρόσωπο του Χριστού, ο άνθρωπος απελευθερώνεται οντολογικώς από την αμαρτία, τον διάβολο και τον εσχατολογικό θάνατο και αποκτά τη χαρισματική ελευθερία. Ο Θεός κινούμενος από άκρα ευσπλαχνία για τον άνθρωπο προσέλαβε την ανθρώπινη φύση «καθ’ υπόστασιν» στο πρόσωπο του Θεού Λόγου για ν’ απελευθερώσει τον άνθρωπο, ν’ ανακαινίσει το αμαυρωμένο κατ’ εικόνα και να το ζωοποιήσει με την άκτιστη χάρη του πρωτοτύπου.

Το θεμέλιο απελευθερώσεως της ανθρωπίνης φύσεως από την εξουσία του διαβόλου, της αμαρτίας, της φθοράς και του θανάτου, τέθηκε ήδη με την ενανθρώπηση του Θεού Λόγου, ενώ με την ανάσταση του Χριστού επισφραγίστηκε η οντολογική απελευθέρωση του ανθρώπου από την πολλαπλή δουλεία του. Η ενανθρώπηση, η σταύρωση και η ανάσταση του Χριστού έχουν απελευθερωτική σημασία για τον άνθρωπο. Αρκεί ο άνθρωπος για να απελευθερωθεί από την δουλεία στην αμαρτία, τον πονηρό και τον θάνατο, είναι να μετάσχει μυστηριακώς στο θάνατο και την ανάσταση του Χριστού.

Η εν Χριστώ ζωή προϋποθέτει τη συμμετοχή του πιστού στα μυστήρια της Εκκλησίας και η συμμετοχή αυτή δεν μπορεί παρά να είναι αποτέλεσμα της ελεύθερης βούλησης του ανθρώπου, και την ίδια στιγμή η ελευθερία πραγματώνεται μέσα από την τέλεση των μυστηρίων. Μάλιστα η Θεία Ευχαριστία, ως η πεμπτουσία της λειτουργικής ζωής, πραγματώνει και οικοδομεί εν τόπω και χρόνο το μυστικό σώμα του Χριστού που είναι η Εκκλησία. Επομένως θα μπορούσαμε να πούμε πως η Εκκλησία μας ζει από την Τράπεζα της Θείας Ευχαριστίας και κάθε φορά που τελείται το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, ενεργεί η χάρις του Θεού και εκεί που ενεργεί η χάρις του Θεού βιώνεται η ελευθερία, η απόλυτη εν Χριστώ ελευθερία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου